Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • γνωστοποιώ [γνωστοποιῶ] γνω-στο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {γνωστοποι-είς ..., -ώντας | γνωστοποί-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος} (επίσ.): καθιστώ κάτι γνωστό (στο ευρύτερο κοινό): ~ησε (με επιστολή του/στο κόμμα) ότι .../την πρόθεσή του να ... (= έκανε γνωστό/ή). Τα αποτελέσματα θα ~ηθούν στους υποψηφίους. Σύμφωνα με τα έως τώρα ~ημένα στοιχεία, ... Πβ. αναγγέλλω, ανακοινώνω, αναφέρω, δημοσιο-, κοινο-ποιώ, κοινολογώ, πληροφορώ, φέρω σε γνώση. [< μεσν. γνωστοποιώ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.