Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • δανειοδότης δα-νει-ο-δό-της ουσ. (αρσ.) {σπανιότ. θηλ. δανειοδότρια}: ΟΙΚΟΝ. φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δίνει δάνειο, δανειστής: εξασφάλιση/ζημία του ~η.|| (ως επίθ.) ~τρια: εταιρεία/τράπεζα. Πβ. πιστοδότης. Βλ. -δότης. ΑΝΤ. δανειολήπτης [< γερμ. Kreditgeber]
  • δανειοδότηση δα-νει-ο-δό-τη-ση ουσ. (θηλ.) & δανειοδοσία: ΟΙΚΟΝ. χορήγηση δανείου: κρατική/στεγαστική ~. ~ από τράπεζες. ~ για αγορά κατοικίας. Έγκριση/όροι/πρόγραμμα/σχέδιο ~ης. Πβ. πιστοδότηση. Βλ. -δότηση. ΑΝΤ. δανειοληψία

-δότης

-δότης{-δοτών | θηλ. -δότρια}: β' συνθετικό ουσιαστικών∙ δηλώνει κυρ. το πρόσωπο ή τη συσκευή που παρέχει ό,τι εκφράζει το α' συνθετικό: αιμο~/δανειο~/εντολο~/εργο~/κληρο~/χρηματο~.|| Βηματο-δότης/ρευματο~/σηματο~. Βλ. -δοσία, -δότηση, -δοτώ.|| (κατ' επέκτ.-αρνητ. συνυποδ.) Κατα~/προ~.

-δότηση

-δότηση{-δότησης (λόγ.) -δοτήσεως | σπανιότ. -δοτήσεις, -δοτήσεων}: λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με τη σημασία της παροχής: γνωμο~/εξουσιο~/επι~/ηλεκτρο~/κληρο~/πριμο~/πυρο~/ρευματο~/συνταξιο~/τροφο~/υδρο~. Βλ. -δοσία, -δότης, -δοτώ.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.