Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ενυπόστατος , η/ος, ο [ἐνυπόστατος] ε-νυ-πό-στα-τος επίθ. (λόγ.): (κυρ. ΘΕΟΛ.-ΕΚΚΛΗΣ.) που έχει υπόσταση, υπαρκτός: ο ~ Λόγος (= ο Χριστός). Η ~η αγάπη/σοφία του Θεού. ΑΝΤ. ανυπόστατος [< μτγν. ἐνυπόστατος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.