Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κορτιζόλη κορ-τι-ζό-λη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. στεροειδής ορμόνη (σύμβ. C21H30O5) που παράγεται από τον επινεφριδικό φλοιό και επιδρά στη ρύθμιση της γλυκόζης, των πρωτεϊνών και των λιπιδίων: ελεύθερη ~. Απελευθέρωση/έκκριση ~ης. Συγκέντρωση ~ης στα ούρα/στο πλάσμα. Η γλυκαγόνη, η επινεφρίνη και η ~ είναι αντιρροπιστικές ορμόνες. Το στρες αυξάνει τα επίπεδα ~ης στο αίμα. Πβ. υδροκορτιζόνη. Βλ. -όλη. [< αγγλ. cortisol < cortis(one) + -ol, 1951, γαλλ. ~, 1961]

-όλη

-όλη: επίθημα σε ενώσεις με μία ή περισσότερες ομάδες αλκαλικού υδροξειδίου: αιθαν~ (= οινόπνευμα, βλ. αιθυλικός)/μεθαν~ (= ξυλόπνευμα, βλ. μεθυλικός). Βενζ~/προπαν~/φαιν~. Βλ. -άνιο.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.