Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • οργανωτικότητα [ὀργανωτικότητα] ορ-γα-νω-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ικανότητα και διάθεση για οργάνωση. Βλ. μεθοδικότητα, -ότητα. [< αγγλ. organizability]

μεθοδικότητα

μεθοδικότηταμε-θο-δι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του μεθοδικού: Εργάζεται με ~. Βλ. οργανωτικότητα, -ότητα. ΣΥΝ. συστηματικότητα

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.