Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • προικιό προι-κιό ουσ. (ουδ.) (λαϊκό-κυρ. παλαιότ.): το σύνολο των κινητών περιουσιακών στοιχείων της νύφης (είδη ρουχισμού, έπιπλα, κεντήματα, σκεύη): χειροποίητα ~ιά.|| Όλα στο σπίτι είναι ~ (= προίκα) της. [< μεσν. προικιό]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.