Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • στούμπισμα στού-μπι-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.): κοπάνισμα, σύνθλιψη: ~ του καφέ/ξηρών καρπών/του πιπεριού/του σιταριού. ~ με το γουδοχέρι. Βλ. άλεσμα.

άλεσμα

άλεσμα[ἄλεσμα] ά-λε-σμα ουσ. (ουδ.) {αλέσμ-ατος | -ατα} 1. άλεση: το ~ των δημητριακών/των ελιών/των κόκκων/του ρυζιού/των σιτηρών/της τροφής (= μάσημα). ~ καρπών/ζωοτροφών. Χοντρό, μεσαίο και ψιλό ~ καφέ/κρέατος. Πβ. κονιορτο-, πολτο-ποίηση, λιώσιμο, σύνθλιψη. 2. (λαϊκό) το προϊόν του αλέσματος ή η ποσότητα που πρόκειται να αλεστεί: Έβαλε τα ~ατα στα σακιά. [< μεσν. άλεσμα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.