Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • σόναρ σό-ναρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} : ΤΕΧΝΟΛ. ηχοβολιστικό.
  • σονάρω σο-νά-ρω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {συνήθ. στον ενεστ.} (ιδιωμ.): τραγουδώ, αποδίδω μια νότα στο σωστό τονικό ύψος. Βλ. στονάρω.

στονάρω

στονάρωστο-νά-ρω ρ. (αμτβ.) {στόναρα}: τραγουδώ, αποδίδω μια νότα χαμηλότερα από το σωστό ύψος: Η τραγουδίστρια/η φωνή ~ει στις ψηλές νότες. Βλ. φαλτσάρω.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.