Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ρέει [ῥέει] ρέ-ει ρ. (αμτβ.) {έρρεε, έρ(ρ)ευσε, ρεύσει, ρέοντας} 1. (για ρευστό) κινείται προς συγκεκριμένη κατεύθυνση, κυλά: Η κόλλα/η λάβα/το ρυάκι ~. Το ποτάμι έρρεε ορμητικά. 2. ξεχύνεται, αναβλύζει: Από την πηγή έρρεε δροσερό νερό. Το αίμα ~ ασταμάτητα από την πληγή/στις φλέβες (= κυκλοφορεί). Τα δάκρυά της ρέουν άφθονα. Πβ. τρέχει.|| Το ηλεκτρικό φορτίο/το ρεύμα/το φυσικό αέριο ~. Βλ. διαρ~, κατα~, συρ~. 3. (μτφ.) αφθονεί, διατίθεται σε μεγάλες ποσότητες: Το κρασί ~ άφθονο. ~ πακτωλός χρημάτων. Τα κεφάλαια ρέουν (: κατευθύνονται μαζικά) σε επενδύσεις στις αναπτυσσόμενες χώρες. Τα δεδομένα/οι πληροφορίες ρέουν στο διαδίκτυο. 4. (μτφ.) (για τον λόγο) εκφράζεται και εκφέρεται με σαφήνεια και ζωντάνια: Η γραφή/η ομιλία του έρεε διαυγής και αβίαστη. ● ΦΡ.: τα πάντα ρει: ΦΙΛΟΣ. (Ηράκλειτος) όλα υπόκεινται σε συνεχή κίνηση και μεταβολή, τίποτα δεν μένει σταθερό. [< 1, 2: αρχ. ῥέω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.