Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 8 εγγραφές  [0-8]


  • ψάρι ψά-ρι ουσ. (ουδ.) {ψαρ-ιού | -ιών} 1. ΙΧΘΥΟΛ. κάθε σπονδυλωτό ζώο που ζει αποκλειστικά σε υδάτινο περιβάλλον, κινείται με πτερύγια, αναπνέει με βράγχια και το σώμα του καλύπτεται συνήθ. με λέπια: ~ια της θάλασσας/πελαγίσια ~ια (βλ. κολιός, μαγιάτικο). Λιμνίσια/ποταμίσια (= ποταμόψαρα) ~ια ή ~ια του γλυκού νερού (βλ. πέρκα, πέστροφα, χέλι). Αρπακτικά ή επιθετικά (βλ. τούρνα)/ενδημικά/ερμαφρόδιτα (βλ. μένουλα)/μεταναστευτικά (βλ. ξιφίας, τόνος3)/σαρκοφάγα (βλ. χειλού, μυλοκόπι)/τροπικά ~ια (βλ. τέτρα). ~ια του αφρού (= αφρόψαρα)/βυθού (βλ. πατόψαρο). ~ια (του) ενυδρείου (βλ. γλείφτης)/ιχθυοτροφείου. Χοντρό (βλ. συναγρίδα, σφυρίδα)/ψιλό (βλ. αθερίνα, γαύρος, μαρίδα) ~. Η ουρά του ~ιού. Κοπάδι ~ιών (βλ. σπάρος). Αλιεία/εκτροφή ή καλλιέργεια (= ιχθυο-τροφία, -καλλιέργεια· βλ. γόνος) ~ιών. Πβ. ιχθύς.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ βραστό/πλακί/σούπα (= ψαρόσουπα)/τηγανητό/ψητό/ωμό (βλ. σούσι). ~ στα κάρβουνα/στη σχάρα/στον φούρνο. Καθαρίζω ~ια. Λιπαρά/παχιά ~ια (βλ. ρέγγα, σαρδέλα, σκουμπρί, σολομός, τσιπούρα). Διατροφή πλούσια σε ~ια (= ψαροφαγία).|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) Καπνιστά/κατεψυγμένα/παστά/φρέσκα ή νωπά ~ια. Αβγά (βλ. αβγοτάραχο, ταραμάς, χαβιάρι)/φιλέτο ~ιού. ~ια και θαλασσινά. Βλ. ιχθυο-, -ψαρο, ψαρο-. 2. (μτφ.-αργκό) αφελής, ευκολόπιστος, που μπορεί εύκολα να εξαπατηθεί: Α, ρε ~, έχαψες το παραμύθι που σου πούλησαν! 3. (μτφ.-αργκό) άπειρος, πρωτάρης· (στη στρατιωτική αργκό) νεοσύλλεκτος. Πβ. αρχάριος, νέος, στραβάδι. 4. ΑΣΤΡΟΛ. (προφ.) πρόσωπο που ανήκει στο ζώδιο των Ιχθύων. ● Υποκ.: ψαράκι (το): στη σημ. 1. Πβ. ιχθύδιο. ● Μεγεθ.: ψάρακας & ψάρακλας (ο): στις σημ. 2, 3., ψαρούκλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κεφαλιά-ψαράκι βλ. κεφαλιά ● ΦΡ.: σαν (το) ψάρι έξω απ' το νερό (προφ.): για κατάσταση αμηχανίας, ιδ. σε μη οικείο περιβάλλον: Στο πάρτι δεν ήξερα κανέναν, ήμουν ~ ~. Πβ. έξω από τα νερά μου., τι ψάρια θα πιάσουμε (μτφ.-προφ.): ποια θα είναι τα αποτελέσματα, τι θα καταφέρουμε: Για/άντε να δούμε ~ ~!, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό (παροιμ.): ο ισχυρότερος επικρατεί του ασθενέστερου. Πβ. ο νόμος της ζούγκλας., του έψησε/του έχει ψήσει το ψάρι στα χείλη (μτφ.-προφ.): τον ταλαιπώρησε, τον παίδεψε αφάνταστα: Του έψησε ~ ~, μέχρι να δεχτεί. Μου έχεις ψήσει ~ ~ (: δεν σε αντέχω άλλο). Πβ. βγάζω σε κάποιον το λάδι, χορεύω (κάποιον) στο ταψί., τρέμει σαν (το) ψάρι (προφ.) 1. φοβάται πολύ, έχει τρομοκρατηθεί. 2. κρυώνει πολύ., τσίμπησε το ψάρι (μτφ.-προφ.): έπεσε στην παγίδα, κατάφεραν να τον εξαπατήσουν. Πβ. πιάστηκε (σαν τον ποντικό)/έπεσε στη φάκα., αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι βλ. βρέχω, βαφτίζει το κρέας ψάρι βλ. βαφτίζω, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι βλ. βρομώ, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο βλ. τρώω [< 1: μεσν. ψάρι < αρχ. ὀψάριον ‘προσφάγι’ (συμπεριλαμβανομένου του ψαριού) < αρχ. ὄψον ‘κρέας ψημένο στη φωτιά, προσφάγι (που τρώγεται με ψωμί, όπως το κρεμμύδι), εκλεκτό έδεσμα, όπως το ψάρι (κυρ. στην Αθήνα)’]
  • ψαριά ψα-ριά ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. το σύνολο των ψαριών που καταφέρνει να ψαρέψει κάποιος: φτωχή ~. Η σημερινή ~ ήταν πολύ μεγάλη. (ευχετ., σε κάποιον που πάει για ψάρεμα:) Καλή ~! Πβ. αλίευμα, καλάδα. 2. (μτφ.) ό,τι κατορθώνει να συγκεντρώσει, να αποκομίσει κάποιος, συνήθ. προς όφελός του.
  • ψαριανός , ή, ό ψα-ρια-νός επίθ.: που σχετίζεται με τα Ψαρά ή/και τους Ψαριανούς. Βλ. -ιανός. ● Ουσ.: Ψαριανός, Ψαριανή (ο/η): πρόσωπο που έχει ως τόπο γέννησης, κατοικίας ή καταγωγής τα Ψαρά.
  • ψαριέρα ψα-ριέ-ρα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ψυκτικός θάλαμος για τη συντήρηση ψαριών: ~-βιτρίνα. Ψυγεία-~ες. 2. μαγειρικό σκεύος για το ψήσιμο ψαριών: ~-κοτοπουλιέρα.|| Πιατέλα-~ (: για το σερβίρισμα). Βλ. -ιέρα.
  • ψαρικά ψα-ρι-κά ουσ. (ουδ.) (τα) (προφ.) 1. ΜΑΓΕΙΡ. -ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. {σπάν. στον εν. ψαρικό} ψάρια ή/και θαλασσινά (ως φαγητό): φρέσκα ~. Βλ. κρεατικά. 2. (σπάν.) εργαλεία, σύνεργα ψαρέματος.
  • ψαρική ψα-ρι-κή ουσ. (θηλ.) (προφ.): το ψάρεμα ως δραστηριότητα: είδη/σύνεργα ~ής. Πβ. αλιεία.
  • ψαρίλα ψα-ρί-λα ουσ. (θηλ.) (προφ.): έντονη και δυσάρεστη μυρωδιά ψαριού ή ψαριών: Βρομάει ~. Βλ. -ίλα.
  • ψαρίσιος , ια, ιο ψα-ρί-σιος επίθ. (σπάν.-προφ.): που σχετίζεται με το ψάρι ή τα ψάρια ή έχει τα χαρακτηριστικά του(ς): ~ια: ουρά. Βλ. -ίσιος.

αβγοτάραχο

αβγοτάραχο [ἀβγοτάραχο] α-βγο-τά-ρα-χο ουσ. (ουδ.) & αυγοτάραχο: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. έδεσμα από αβγά ψαριών (κυρ. κεφάλου) αλατισμένα και διατηρημένα σε κέρινο περίβλημα: επεξεργασμένο/νωπό ~. ~ ρέγκας/σολομού/τόνου. ~ από μπακαλιάρο. ~ Μεσολογγίου. Βλ. ταραμάς, χαβιάρι. [< μεσν. αβγοτάραχον]

αθερίνα

αθερίνα [ἀθερίνα] α-θε-ρί-να ουσ. (θηλ.): ΙΧΘΥΟΛ. είδος μικρού και λεπτού ψαριού (επιστ. ονομασ. Atherina hepsetus): νωπή/τηγανητή ~. Βλ. γόπα, μαρίδα. [< μεσν. αθερίνα]

βαφτίζω

βαφτίζω βα-φτί-ζω ρ. (μτβ.) {βάφτι-σα, βαφτί-στηκα (λόγ.) -σθηκα, -σμένος, βαφτίζ-οντας} & (λόγ.) βαπτίζω 1. ΕΚΚΛΗΣ. εντάσσω κάποιον στους κόλπους της Εκκλησίας με το μυστήριο της βάπτισης: ~ ένα παιδί (= γίνομαι νονός ή νονά). ~σαν τον γιο/την κόρη τους. ~σμένος Χριστιανός Ορθόδοξος. Το μωρό δεν είναι ακόμα ~σμένο (= αβάφτιστο). 2. ονοματοδοτώ κατά το μυστήριο της βάφτισης: Την ~ησαν Ιωάννα (= την έβγαλαν, την ονόμασαν). 3. (κατ' επέκτ.) δίνω σε κάποιον ή κάτι όνομα ή του αποδίδω ιδιότητα: ~σαν το σκυλάκι τους Τζακ. ~στηκε το ταχύτερο πλοίο του κόσμου.|| (αρνητ. συνυποδ.) ~ουν θύματα τους θύτες. Εισάγουν ξένα προϊόντα και τα ~ουν ελληνικά. Πβ. αποκαλώ, ονομάζω, προσαγορεύω. 4. (σπάν.-λόγ.) εμβαπτίζω: Σε αραιό διάλυμα κασσίτερου ~εται μπρούτζινο σκεύος. ● ΦΡ.: βαφτίζει το κρέας ψάρι (μτφ.): παραποιεί την πραγματικότητα: Πρόκειται για σκάνδαλο κι ας βαφτίζουν μερικοί ~ ~. Βλ. κάνω τα πικρά γλυκά., τρελός παπάς σε/τον βάφτισε: για παράλογη συμπεριφορά., ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης [< μτγν. βαπτίζω]

βρέχω

βρέχω βρέ-χω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έβρε-ξα, βρά-χηκα, βρα-χεί, βρέχ-οντας, βρε-γμένος (προφ.) -μένος} 1. ρίχνω σε κάτι νερό, το υγραίνω: ~ τα πόδια/το πρόσωπο/τα χέρια μου. ~χηκαν τα μαλλιά/τα παπούτσια της. Σήκωσε το παντελόνι του, για να μη ~χεί. ~γμένος δρόμος (από τη βροχή). ~γμένο πανί/σφουγγάρι/χώμα. ~γμένα ρούχα. ~γμένος μέχρι/ως το κόκαλο (: μούσκεμα/λούτσα από τη βροχή). Πβ. δια~, κατα~, περι~, μουσκεύω.|| Φέρε μου λίγο νερό να ~ξω το στόμα/τα χείλη μου. ΑΝΤ. στεγνώνω (1) 2. (για παιδί) κατουρώ: ~ξε το κρεβατάκι του. Το μωρό ~χηκε. ~γμένες πάνες.βρέχει 1. ρίχνει βροχή: (απρόσ.) ~ αδιάκοπα/ασταμάτητα. ~, αστράφτει και βροντά. Έξω ~. Φέτος δεν έχει ~ξει σχεδόν καθόλου (βλ. ανομβρία). Άρχισε/σταμάτησε να ~. Έχει να ~ξει αρκετές μέρες. Υπάρχει πιθανότητα να ~ξει κατά τόπους/τοπικά. ~ει σιγά (σιγά)/σιγανά (= σιγο~, ψιλο~).|| (λαϊκό-λογοτ.) ~ ο Θεός/ουρανός. 2. (μτφ.-προφ.) για να δηλωθεί μεγάλη συχνότητα, αλλεπάλληλη διαδοχή: ~ προσφορές! (ειρων.) Κάθεται στο μαγαζί και περιμένει να ~ξει πελάτες. ● Παθ.: βρέχεται (+ από): περιβάλλεται από θάλασσα: Το νησί ~ στα βόρεια από ... Μέρη που δεν ~ονται από θάλασσα (= ηπειρωτικά). ● ΣΥΜΠΛ.: βρεγμένη σανίδα βλ. σανίδα ● ΦΡ.: αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα (παροιμ.): προκειμένου να δηλωθεί η χρησιμότητα των βροχών το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα., αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι (παροιμ.): αν δεν κοπιάσεις πολύ, δεν πετυχαίνεις., βρέξει χιονίσει (προφ.): οπωσδήποτε, ό,τι και να γίνει: Θα έρθω ~ ~., βρέχει/ρίχνει καρεκλοπόδαρα/καρέκλες/παπάδες & (σπάν.) ρίχνει καλαπόδια/με το κανάτι (προφ.): ενν. πάρα πολύ. Βλ. νεροποντή. ΣΥΝ. ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι, θα σου τις βρέξω (απειλητ.): θα σε δείρω: Κάθισε φρόνιμα, γιατί ~ ~ (= θα φας ξύλο)!, ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται (παροιμ.): οι δυσκολίες και τα προβλήματα δεν προκαλούν φόβο σε όποιον έχει ζήσει ανάλογες εμπειρίες. ΣΥΝ. μαθημένα/συνηθισμένα τα βουνά στα/από τα χιόνια, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει (προφ.): ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει: Εγώ θα του μιλήσω και ~ ~!, πέρα βρέχει & αλλού βρέχει (προφ.): για εντελώς αδιάφορο άνθρωπο: Εγώ σου μιλάω κι εσύ ~ ~! ΣΥΝ. ζαμανφού, (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους βλ. δίκαιος, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, μη βρέξει και μη στάξει/μη στάξει και μη βρέξει βλ. στάζω, σαν (τη) βρεγμένη γάτα βλ. γάτα, στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει βλ. Μάης [< αρχ. βρέχω]

βρομώ

βρομώ [βρομῶ] βρο-μώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {βρομάς ... | βρόμ-ησε, συνήθ. στο γ΄πρόσ.} & βρομάω & βρωμώ: αναδίδω δυσάρεστη οσμή, μυρίζω άσχημα: ~άς ποδαρίλα/τσιγαρίλα/από την κορυφή ως τα νύχια. ~ά η ανάσα/το στόμα του. Τα παπούτσια/ρούχα του ~άνε.|| Ο αέρας ~ά καυσαέριο. ~άει αμμωνία/θειάφι/χλωρίνη. Κάτι ~άει εδώ μέσα! Τα σκουπίδια ~άνε απαίσια. ~ησε το σπίτι καμένο φαγητό/τσίκνα.|| Το κρέας/ψάρι ~ησε. ΣΥΝ. βρομοκοπώ ΑΝΤ. ευωδιάζω, μοσχομυρίζω ● βρομά & βρομάει (μτφ.): υπάρχουν ενδείξεις απάτης, σήψης: Η δουλειά/το θέμα/η υπόθεση ~ (άσχημα). Το πράγμα ~ από μακριά. Κάτι μου ~ σε αυτή την ιστορία. Πβ. ζέχνει, μυρίζει, όζει. ● ΦΡ.: βρόμησε ο τόπος 1. η άσχημη μυρωδιά απλώθηκε παντού: ~ ~ σκορδίλα! ~ ~ από την μπόχα! 2. (μτφ.-ειρων., για να δηλωθεί κορεσμός) γέμισε: ~ ~ (από) αγγελίες/αυτόκλητους σωτήρες., μέχρι/ώσπου να κουνήσει/να σηκώσει το ένα πόδι, βρομάει/έχει βρομήσει το άλλο (προφ.): για κάποιον που κινείται ή ενεργεί με αργούς ρυθμούς, είναι νωθρός., ο ένας/η μία/το ένα του βρομάει (και) ο άλλος/η άλλη/το άλλο του μυρίζει/του ξινίζει & όλα του βρομάνε (προφ.): για άτομο ιδιότροπο, που δεν ικανοποιείται με τίποτα: Το ένα σου ~, τ' άλλο σου ~! Δεν της αρέσει κανένας· ο ένας της ~, ο άλλος της ~!, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι (παροιμ.): το αίτιο του κακού, η διαφθορά ξεκινάει από τους υψηλά ιστάμενους. [< γαλλ. c' est par la tête que le poisson pourrit] , βρομάει και ζέχνει βλ. ζέχνω, βρομούν τα χνότα του από την πείνα βλ. πείνα, κάτι βρομά(ει)/μυρίζει μπαρούτι βλ. μπαρούτι, πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε/πέρσι ψόφησε, φέτος βρόμησε βλ. πέρυσι [< αρχ. βρομῶ, μτγν. βρωμώ ‘έχω κακοσμία’]

-ιανός

-ιανός, ή, ό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει 1. προέλευση, καταγωγή: (παράγ. από κύριο όν.) Παρ~/Συρ~ (βλ. -ιος). Χολιγουντ~.|| Ελισαβετ~/καντ~. 2. χρόνο ή τόπο: (παράγ. από ουσ.) μεσημερ~. (σπανιότ. από επίρρ.) Αυρ~. Πβ. -ιάτικος.|| Παλατ~. Πβ. -ινός.

-ιέρα

-ιέρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. δοχείο: αλατ~/βουτυρ~/ζαχαρ~/ξηροκαρπ~/σαλατ~/φρουτ~/ψωμ~. 2. συσκευή: γκριλ~/κρεπ~/σαντουιτσ~/τοστ~/φρυγαν~/ψηστ~.|| Σιντ~. 3. σκεύος: (κουτί, θήκη:) καπελ~/μπιζουτ~/πουδρ~.|| (γενικότ. κατασκευή:) Zαρντιν~.|| (έπιπλο:) Αλλαξ~/σιφον~/συρταρ~ (πβ. -θήκη).

-ίλα

-ίλα (προφ.) επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. δυσάρεστη οσμή ή γεύση: καπν~/κρεατ~/κρεμμυδ~/λαδ~/ξιν~/ποδαρ~/σαπ~/ψαρ~. 2. αποτέλεσμα ενέργειας, κατάσταση: ανατριχ~/σκασ~. 3. εμφανές σημάδι ορισμένου χρώματος: ασπρ~/κοκκιν~/μαυρ~. Πβ. -άδα, -ιά2. [< λατ. -ile]

-ίσιος

-ίσιος, ια, ιο (λαϊκό): επίθημα που δηλώνει προέλευση ή γενικότ. σχέση με ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αλογ~/γουρουν~/κατσικ~/σκυλ~/τραγ~. Bαρελ~/σπιτ~. Βουν~/καμπ~/πελαγ~/ποταμ~. Παλικαρ~.

ιχθυο-

ιχθυο- & ιχθυό- & ιχθυ- (λόγ.): α' συνθετικό λέξεων με αναφορά στους ιχθύς, τα ψάρια: ιχθυο-καλλιέργεια/~πώλης/~τροφία. Ιχθυό-σκαλα. Ιχθυ-αγορά/~έλαιο.

κεφαλιά

κεφαλιά κε-φα-λιά ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.} 1. ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο) χτύπημα της μπάλας με το κεφάλι: Με (καρφωτή/κοντινή) ~ πέτυχε το 1-0. Ο παίκτης έπιασε/πήρε την ~. Βλ. τακουνάκι. 2. κουτουλιά. ● ΣΥΜΠΛ.: κεφαλιά-ψαράκι: ΑΘΛ. ποδοσφαιρική ενέργεια κατά την οποία ο παίκτης εκτινάσσεται μπροστά, παράλληλα προς το έδαφος και χτυπά τη μπάλα με το κεφάλι, για να σκοράρει (ή σπανιότ. να αποκρούσει): Έβαλε γκολ με ~ ~. Βλ. (ανάποδο) ψαλίδι.

κολιός

κολιός κο-λιός ουσ. (αρσ.): ΙΧΘΥΟΛ. πελαγίσιο ψάρι (επιστ. ονομασ. Scomber japonicus colias) με κυανοπράσινη ράχη, ασημένια κοιλιά, μαύρα στίγματα και μαύρες ραβδώσεις σε όλο του το σώμα. Βλ. σκουμπρί. ● ΦΡ.: κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) βλ. καιρός [< αρχ. κολίας]

κρεατικά

κρεατικά κρε-α-τι-κά ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. κρεατικό}: ΜΑΓΕΙΡ. οποιοδήποτε κρέας ως φαγητό: κόκκινα/λευκά/ψητά ~. ~ της ώρας. ~ στα κάρβουνα/στη σχάρα. Ποικιλία ~ών. Βλ. λαχανικά.

ξιφίας

ξιφίας ξι-φί-ας ουσ. (αρσ.) & (λαϊκό) ξιφιός: ΙΧΘΥΟΛ. μεταναστευτικό πελαγικό ψάρι (επιστ. ονομασ. Xiphias gladius) με επίμηκες σώμα, ασημένια απόχρωση, μπλε και χρυσούς ιριδισμούς, ψηλό ραχιαίο πτερύγιο σε σχήμα δρεπανιού και χαρακτηριστικό μακρύ, μυτερό ρύγχος που θυμίζει ξίφος: (ΜΑΓΕΙΡ.) ψητός ~. ~ σουβλάκι/σχάρας. Φέτες/φιλέτο ~α. Βλ. αφρόψαρο. [< αρχ. ξιφίας, μεσν. ξιφιός]

πέρκα

πέρκα πέρ-κα ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) πέρκη & περκί (το): ΙΧΘΥΟΛ. εδώδιμο ψάρι του γλυκού νερού (επιστ. ονομασ. Perca Fluviatilis) με δύο ραχιαία αγκαθωτά κόκκινα ή πορτοκαλί πτερύγια και ρομβοειδές πράσινο σώμα που καλύπτεται από κάθετες λωρίδες σκούρου χρώματος: (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ πλακί/ψητή. Φιλέτο ~ας. Βλ. περκόμορφα. [< αρχ. πέρκη]

συναγρίδα

συναγρίδα συ-να-γρί-δα ουσ. (θηλ.): ΙΧΘΥΟΛ. μεσογειακό κυρ. ψάρι της οικογένειας των Σπαριδών (επιστ. ονομ. Dentex dentex) με καστανόχρωμη ράχη, ασημόλευκη κοιλιά και γαλάζιες κηλίδες στα πλευρά, φημισμένο για το εκλεκτό του κρέας: (ΜΑΓΕΙΡ.) Φιλέτο ~ας. Φρέσκια/ψητή ~. ~ αλά σπετσιώτα. Βλ. πατόψαρο. [< μεσν. συναγρίδα]

τρώω

τρώω τρώ-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {τρως, τρώ-ει, -με, -τε, -ν(ε), προστ. τρώ(γ)ε, τρώτε, τρώγ-οντας | παρατ. έτρωγα, αόρ. έφαγα (να/θα φάω, φας…, προστ. φάε, φάτο < φά(γ)ε το), φαγώ-θηκε, -θεί, -μένος} & (λόγ.) τρώγω 1. βάζω τροφή, συνήθ. στερεή, στο στόμα μου, τη μασώ και την καταπίνω· γενικότ. γευματίζω ή καταναλώνω τροφή: ~ δημητριακά/κοτόπουλο/κρέας/λαχανικά/όσπρια/παγωτό/φρούτα/χόρτα/ψάρι/ψωμί. ~ μια μπουκιά. ~ βιαστικά/γρήγορα/λαίμαργα/πρόχειρα/σωστά. ~ με το πιρούνι/με τα χέρια. ~ με μέτρο/όρεξη. ~ μέχρι να χορτάσω. ~ για ευχαρίστηση. ~ για δύο (= διπλή μερίδα). ~ σαν βόδι/γουρούνι/ζώο/κτήνος (= πάρα πολύ). Πίνουμε και ~με καλά. Φάε, να έχεις δυνάμεις/να καρδαμώσεις. Βοηθάω κάποιον να φάει (πβ. ταΐζω).|| ~ (για) βραδινό (πβ. δειπνώ)/μεσημεριανό/πρωινό. ~ τρεις φορές την ημέρα. ~ έξω/σε εστιατόριο/(στο) σπίτι. Έλα να φάμε μαζί/παρέα (πβ. συντρώγω). Έχω ήδη φάει.|| ~ γλυκά. Οι χορτοφάγοι δεν ~νε κρεατικά. (σε νηστεία:) ~ με λάδι/θαλασσινά (βλ. αρταίνομαι, νηστεύω).|| (για ζώο) Η γάτα ~ει ποντίκια. Ζώα που ~νε χορτάρι (= βόσκουν). 2. (μτφ.-προφ.) ξοδεύω, δαπανώ, σπαταλώ: Έφαγε την περιουσία των γονιών του. Έφαγαν τα κονδύλια, χωρίς να ολοκληρώσουν τα έργα.|| ~ τον χρόνο μου άσκοπα. Έφαγα τα καλύτερά μου χρόνια/τα νιάτα μου στην ξενιτιά. Έφαγα τη ζωή μου στα χωράφια. Μου έφαγε (= πήρε) είκοσι λεπτά, για να βγάλω άκρη (πβ. απαιτώ).|| Το αυτοκίνητο ~ει πολλή βενζίνη. Βλ. κατα~. 3. (μτφ.-προφ.) κλέβω, οικειοποιούμαι: Του έφαγε τη γυναίκα/τη θέση/την πρωτιά/τη σειρά. Μου (τα) φάγανε τα λεφτά (πβ. καταχρώμαι, υπεξαιρώ). Πβ. βουτώ.|| (ειδικότ., για συσκευή με κερματοδέκτη) Μηχάνημα που ~ει τα κέρματα (λόγω ελαττωματικής λειτουργίας). 4. (μτφ.-αργκό) δέχομαι κάτι άκριτα, χωρίς αμφισβήτηση: Δεν τα ~ εγώ αυτά (= δεν τα πιστεύω, δεν ξεγελιέμαι, δεν εξαπατώμαι). ΣΥΝ. μασώ (3), χάφτω (1) 5. (μτφ.-προφ.) ταλαιπωρώ, κουράζω σωματικά ή ψυχικά: Με ~ει το παράπονο/το σαράκι. Με έφαγε με την γκρίνια της. Με έφαγαν οι δουλειές/οι δρόμοι/οι έγνοιες/τα ξενύχτια/οι τύψεις/οι υποχρεώσεις/τα χρέη. Τον έχει φάει ο έρωτας/το ποτό. Πβ. βασανίζω, κατα-βάλλω, -πονώ, τυραννώ. 6. (μτφ.-προφ., ως απολεξικοποιημένο ρ.) υφίσταμαι κάτι: ~ ανάποδη/κλοτσιά/κράξιμο/μούντζα/μπουνιά/χαστούκι. Έφαγα ένα μποτιλιάρισμα/μια τούμπα. Έφαγα όλη τη βροχή (στο κεφάλι). Θα φάει φυλακή (= θα φυλακιστεί). 7. (μτφ.-προφ.) δέχομαι: Τερματοφύλακας που δύσκολα ~ει γκολ. Η ομάδα έφαγε μια τεσσάρα.|| ~ καμπάνα/κλήση (για παράνομη στάθμευση)/ποινή (πβ. τιμωρούμαι). Ο ποδοσφαιριστής έφαγε κόκκινη κάρτα. 8. (μτφ.-προφ.) παραλείπω: ~ γράμματα (: δεν προφέρω καθαρά)/τις λέξεις διαβάζοντας (πβ. πηδώ). 9. (μτφ.-λαϊκό) σκοτώνω· διώχνω· νικώ: Τον έφαγαν τα ναρκωτικά. Πάει, τον φάγανε τον άνθρωπο (πβ. βγάζω από τη μέση, ξεπαστρεύω). (ως απειλή) Αν κουνηθείς, σε έφαγα.|| Τον έφαγαν από γραμματέα.|| Σε έφαγα σε ταχύτητα (πβ. κερδίζω).τρώει 1. (για έντομο) τσιμπά· (για ζώο) δαγκώνει ή κατασπαράζει: Με έφαγαν τα κουνούπια/οι μύγες/οι σκνίπες.|| Ο σκύλος όρμησε να με φάει. Τον έφαγε καρχαρίας. 2. (μτφ.-προφ.) διαβρώνει, φθείρει ή καταστρέφει (ένα υλικό): Η σκουριά ~ το μέταλλο. Τα γρανάζια/τα λάστιχα/οι τροχοί έχουν ~θεί από τη χρήση. ~θηκαν τα παπούτσια. 3. (μτφ.-προφ.) κόβει: Η μηχανή του κιμά τού έφαγε το δάχτυλο. Πβ. συνθλίβω. ● Παθ.: τρώγεται: για κάτι που μπορεί να αποτελέσει τροφή· για τροφή που μπορεί να καταναλωθεί, να φαγωθεί: Ανάλατο/άνοστο/ξαναζεσταμένο φαγητό που δεν ~. Το ρύζι ήθελε λίγο βράσιμο ακόμη, αλλά ~., τρώγομαι (μτφ.-προφ.) 1. μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι: ~ονται μεταξύ τους για την προεδρία (= ανταγωνίζονται, διεκδικούν). ~ονται σαν τα κοκόρια/σαν τα σκυλιά. Πβ. σκυλο~. 2. δυσανασχετώ, γκρινιάζω: Όλη την ώρα ~εται, δεν τον αντέχω πια. Πβ. κλαψουρίζω, μεμψιμοιρώ. 3. επιθυμώ έντονα ή απαιτώ επίμονα κάτι: ~εται (= ξύνεται) για καβγά. Φαγώθηκε να με συναντήσει. 4. (συνήθ. με άρνηση) είμαι συμπαθής: Δεν ~εται με τίποτα αυτός (: είναι αντιπαθής, ανυπόφορος). ● ΦΡ.: έφαγα τον κόσμο (μτφ.-προφ.): έψαξα παντού, πολύ: ~ ~ να σε βρω. , έχεις μαχαίρι, τρως πεπόνι (μτφ.-προφ.): αν έχεις τα απαιτούμενα μέσα ή την εξουσία, εξασφαλίζεις και τα ανάλογα αγαθά., θα σε φάει (μτφ.-προφ.): (κάτι αρνητικό) θα σου κάνει κακό: Το πείσμα/η περιέργειά σου ~ ~. , θα σε φάω: ως απειλή: Αν με μαρτυρήσεις, ~ ~.|| (χαϊδευτ.) Άτιμο, ~ ~., θα φάμε καλά (προφ.): θα καταναλώσουμε πολύ και καλό φαγητό και κατ' επέκτ. θα καλοπεράσουμε. , θα φας καλά! (ειρων.-χιουμορ.): θα καλοπεράσεις., μαύρο φίδι που σ' έφαγε/θα σε φάει: ως απειλή: ~ ~, όταν καταλάβουν τι ζημιά έχεις κάνει. Πβ. αλίμονό σου., ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε (κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας) (προφ.): για την αξία που αποδίδουν μερικοί στις εφήμερες απολαύσεις., τις τρώω (μτφ.-προφ.): με δέρνουν: Τις έφαγα και χωρίς να φταίω. (απειλητ.) Θα τις φας, για να μάθεις (πβ. θα σου τις βρέξω). ΣΥΝ. τις αρπάζω, τρώω ξύλο, το τρώει το φαΐ του/της (προφ.-ειρων.): είναι παχύς/παχιά., τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη (παροιμ.-συνήθ. μτφ.): όσο ικανοποιείται μια επιθυμία, τόσο πιο πολύ αυξάνεται. [< γαλλ. l'appétit vient en mangeant] , τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα (μτφ.-προφ.): κοιτάζω επίμονα, συνήθ. ερωτικά. Πβ. γδύνω με τα μάτια., τρώω τη σκόνη (κάποιου) (αργκό): χάνω σε αναμέτρηση, μένω πίσω: Καλή ομάδα, αλλά τελικά έφαγε ~ του αουτσάιντερ! Νόμιζες ότι θα κέρδιζες, τώρα φάε ~ μου!, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος δεν μπορεί να έχει κάτι που επιθυμεί πολύ και αρκείται μόνο να το βλέπει: Με τις τιμές που πήραν τα λαχανικά στις λαϊκές, ~ ~!, (για) κοίτα/κοιτάξτε έναν ... βλ. κοιτάζω, (το) έφαγε το κεφάλι του βλ. κεφάλι, από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει/μέλει κι αν καεί βλ. πίτα, από τα μετρημένα τρώει ο λύκος βλ. μετρημένος, δεν δαγκώνω/δεν τρώω! βλ. δαγκώνω, δεν έχει ψωμί να φάει βλ. ψωμί, δεν τρώω άχυρα/σανό βλ. άχυρο, δίνω/τρώω φύσημα βλ. δίνω, δούλεψε να φας και κλέψε να ’χεις βλ. δουλεύω, έφαγα ήττα βλ. ήττα, έφαγα πακέτο βλ. πακέτο, έφαγε σαβούρα/σούπα/χύμα βλ. σαβούρα, έχει φάει/έφαγε τα λυσσακά του βλ. λυσσακά, έχω φάει/έφαγα τη θάλασσα με το κουτάλι βλ. θάλασσα, ζω με/τρώω αέρα κοπανιστό βλ. αέρας, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο/φαγητό που τρώγεται κρύο βλ. εκδίκηση, η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη βλ. αφέντης, αφέντρα, η φτήνια τρώει τον παρά βλ. φτήνια, θα του φάω/κόψω το λαρύγγι/τ' αυτί βλ. λαρύγγι, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι βλ. μύγα, θα φάει/έχει να φάει πολλά ψωμιά/καρβέλια ακόμα βλ. ψωμί, θα φάμε κόλλυβα βλ. κόλλυβα, θα φάμε κουφέτα βλ. κουφέτο, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι βλ. λύκος, μασάω/τρώω σίδερα βλ. σίδερο, με τρώει η γλώσσα μου βλ. γλώσσα, με τρώει η μύτη μου βλ. μύτη, με τρώει η περιέργεια βλ. περιέργεια, με τρώει το μαράζι βλ. μαράζι, με τρώει το χέρι μου βλ. χέρι, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, μη φας, έχουμε γλάρο/γλαρόσουπα βλ. γλαρόσουπα, μου έφαγε/μου 'φαγε τ' αυτιά βλ. αυτί, μου καίει/τρώει τα σωθικά βλ. σωθικά, μου τρώει τα συκώτια/το συκώτι βλ. συκώτι, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει βλ. μάνα, να φαν κι/φάνε και οι κότες βλ. κότα, όποιος ανακατεύεται/μπλέκει με τα πίτουρα, τον τρών(ε) οι κότες βλ. ανακατεύω, όποιος φεύγει/όποιο πρόβατο βγαίνει απ' το μαντρί/κοπάδι, το(ν) τρώει ο λύκος βλ. μαντρί, παθαίνω/τρώω (μεγάλο/χοντρό) τράκο βλ. τράκο, παίρνει/τρώει χρόνο βλ. χρόνος, πεινώ/τρώω σαν λύκος βλ. λύκος, πέσε πίτα να σε φάω βλ. πίτα, πήγε/έπεσε να με φάει βλ. πηγαίνω & πάω, ροκανίζω τον χρόνο βλ. ροκανίζω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, σκάω από τη ζήλια μου/με τρώει η ζήλια βλ. ζήλια, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό βλ. ψάρι, τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι βλ. σκοτάδι, τον/το τρώει η μαρμάγκα βλ. μαρμάγκα, τραβάω/τρώω ζόρι/ζόρια βλ. ζόρι, τρώγεται με τα ρούχα του βλ. ρούχο, τρώει με δέκα/με χρυσές μασέλες βλ. μασέλα, τρώει με χρυσά κουτάλια βλ. χρυσός, τρώει σαν πουλάκι βλ. πουλάκι, τρώει τα νύχια του για καβγά βλ. νύχι, τρώνε τα μουστάκια τους βλ. μουστάκι, τρώμε τις σάρκες μας βλ. σάρκα, τρώω (κάποιον) λάχανο βλ. λάχανο, τρώω κάτι με το κουτάλι βλ. κουτάλι, τρώω ξύλο βλ. ξύλο, τρώω πόρτα βλ. πόρτα, τρώω σκατά βλ. σκατό, τρώω σουτ βλ. σουτ1, τρώω στη μάπα/στη μούρη βλ. μάπα, τρώω τα σίδερα βλ. σίδερο, τρώω τάπα/ρίχνω σε κάποιον τάπα βλ. τάπα1, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου βλ. μέρα, τρώω του σκασμού/μέχρι σκασμού/το(ν) σκασμό βλ. σκασμός, τρώω φρίκη βλ. φρίκη, τρώω χώμα βλ. χώμα, τρώω ψωμί (από κάποιον) βλ. ψωμί, τρώω/έχω φάει τρελό/μεγάλο/χοντρό/τεράστιο κόλλημα βλ. κόλλημα, τρώω/καταβροχθίζω/πίνω/κατεβάζω τον αγλέο(υ)ρα/το καταπέτασμα/τ' άντερά μου/τον άμπακα/τον αβλέμονα βλ. αγλέουρας, τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο βλ. βιβλίο, τρώω/κατεβάζω τον περίδρομο βλ. περίδρομος, τρώω/μασάω κουτόχορτο βλ. κουτόχορτο, τρώω/μασάω το παραμύθι (κάποιου) βλ. παραμύθι, τρώω/ξοδεύω από τα έτοιμα βλ. έτοιμος, τρώω/σπάω τα μούτρα μου βλ. μούτρο, φάγαμε τον γάιδαρο/το βόδι κι έμεινε η ουρά βλ. γάιδαρος, φάγαμε ψωμί κι αλάτι βλ. αλάτι, φάε την κρέμα/την κρεμούλα σου βλ. κρέμα, φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! βλ. γλώσσα [< μτγν. τρώγω, μεσν. τρώω]

χειλού

χειλού χει-λού ουσ. (θηλ.): ΙΧΘΥΟΛ. σαρκοφάγο ψάρι (επιστ. ονομασ. Labrus bergylta) με μεγάλα χείλια, κοκκινωπές και άσπρες κηλίδες και ραχιαίο πτερύγιο. Βλ. λαβράκι.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.