Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 48 εγγραφές  [0-20]


  • αεράκατος [ἀεράκατος] α-ε-ρά-κα-τος ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): ΑΕΡΟΝ. υδροπλάνο χωρίς πλωτήρες, κατάλληλο για προσθαλάσσωση, αποθαλάσσωση ή/και σύντομη πλεύση, το οποίο προωθείται με έλικα και διευθύνεται με πηδάλιο αεροσκάφους.
  • αεροδιάδρομος [ἀεροδιάδρομος] α-ε-ρο-δι-ά-δρο-μος ουσ. (αρσ.) 1. ΑΕΡΟΝ. εναέριος διάδρομος καθορισμένος από διεθνείς συμβάσεις για την ελεγχόμενη και ασφαλή πτήση αεροσκαφών: διεθνείς/στρατιωτικοί ~οι. Βλ. FIR. 2. (καταχρ.) διάδρομος προσγείωσης, απογείωσης αεροπλάνων. [< αγγλ. air corridor, 1922]
  • αεροδιαστημικός , ή, ό [ἀεροδιαστημικός] α-ε-ρο-δι-α-στη-μι-κός επίθ.: ΑΕΡΟΝ. -ΑΣΤΡΟΝΑΥΤ. που σχετίζεται με την αεροναυτική και αστροναυτική επιστήμη και τεχνολογία: ~ός: μηχανικός/όμιλος/σχεδιασμός. ~ή: βιομηχανία/έρευνα/μηχανική. ~ό: κέντρο (πβ. κοσμοδρόμιο)/σκάφος. ~ά: ταξίδια. ● Ουσ.: αεροδιαστημική (η): η επιστήμη που μελετά το αεροδιάστημα: αμυντική/πολιτική ~. Βλ. αεροναυτική. [< αγγλ. aerospace, 1961] ● ΣΥΜΠΛ.: αεροπορική/(αερο)διαστημική ιατρική βλ. ιατρική [< αγγλ. aerospace, 1958, γαλλ. aérospatial, 1960]
  • αεροναυπηγική [ἀεροναυπηγική] α-ε-ρο-ναυ-πη-γι-κή ουσ. (θηλ.): ΑΕΡΟΝ. αεροναυτική.
  • αεροναυπηγικός , ή, ό [ἀεροναυπηγικός] α-ε-ρο-ναυ-πη-γι-κός επίθ.: ΑΕΡΟΝ. που σχετίζεται με την αεροναυπηγική ή τον αεροναυπηγό: ~ή: βιομηχανία. ~ές: εκθέσεις/εφαρμογές/κατασκευές. ~ά: προγράμματα/συστήματα. ΣΥΝ. αεροναυτικός (1)
  • αεροναυπηγός [ἀεροναυπηγός] α-ε-ρο-ναυ-πη-γός ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΑΕΡΟΝ. επιστήμονας ειδικευμένος στην αεροναυπηγική: ~ μηχανικός/μηχανολόγος. [< αγγλ. aircraft-builder]
  • αεροναυσιπλοΐα [ἀεροναυσιπλοΐα] α-ε-ρο-ναυ-σι-πλο-ΐ-α ουσ. (θηλ.): ΑΕΡΟΝ. το σύνολο των αεροπορικών και θαλάσσιων συγκοινωνιακών μέσων: ασφάλεια ~ας.
  • αεροναύτης [ἀεροναύτης] α-ε-ρο-ναύ-της ουσ. (αρσ.): ΑΕΡΟΝ. κυβερνήτης, μέλος πληρώματος ή επιβάτης αερόστατου ή αερόπλοιου. [< γαλλ. aéronaute, αγγλ. aeronaut]
  • αεροναυτική [ἀεροναυτική] α-ε-ρο-ναυ-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΑΕΡΟΝ. επιστήμη που ασχολείται με τον σχεδιασμό, την κατασκευή και λειτουργία πτητικών μέσων που κινούνται μέσα ή/και έξω από τη γήινη ατμόσφαιρα: βιομηχανία/μηχανικός ~ής. Βλ. αερο-διαστημική, -ναυτιλία, -πλοΐα, αστροναυτική. ΣΥΝ. αεροναυπηγική [< γαλλ. aéronautique, αγγλ. aeronautics]
  • αεροναυτικός , ή, ό [ἀεροναυτικός] α-ε-ρο-ναυ-τι-κός επίθ. 1. ΑΕΡΟΝ. που σχετίζεται με την αεροναυτική: ~ός: εξοπλισμός/μηχανικός. ~ή: βιομηχανία/κλιματολογία/μετεωρολογία/μηχανική. ΣΥΝ. αεροναυπηγικός 2. ΣΤΡΑΤ. που αναφέρεται ή ανήκει στην Πολεμική Αεροπορία και στο Πολεμικό Ναυτικό: ~ή: βάση. ~ές: δυνάμεις/ασκήσεις. [< 1: γαλλ. aéronautique, αγγλ. aeronautic(al) 2: γαλλ. aéronaval, 1956]
  • αεροναυτιλία [ἀεροναυτιλία] α-ε-ρο-ναυ-τι-λί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α): ΑΕΡΟΝ. κλάδος που μελετά τις μεθόδους με τις οποίες καθορίζεται και ελέγχεται η πορεία αεροσκάφους και προσδιορίζεται η θέση του· κατ' επέκτ. η αντίστοιχη επαγγελματική ικανότητα: ~ εξ όψεως/με ραντάρ. Χάρτες ~ας. Πρόγνωση καιρού για την ~. [< αγγλ. aerial navigation, 1922]
  • αεροναυτιλιακός , ή, ό [ἀεροναυτιλιακός] α-ε-ρο-ναυ-τι-λι-α-κός επίθ.: ΑΕΡΟΝ. που σχετίζεται με την αεροναυτιλία: ~ός: εξοπλισμός. ~ές: υπηρεσίες.
  • αεροπέδηση [ἀεροπέδηση] α-ε-ρο-πέ-δη-ση ουσ. (θηλ.): ΑΕΡΟΝ. τεχνική επιβράδυνσης της ταχύτητας διαστημικού σκάφους (και κατ΄επέκτ. μείωσης της κατανάλωσης καυσίμων) εξαιτίας ή μέσω της τριβής που ασκείται σε αυτό από την αντίσταση των ανώτερων ατμοσφαιρικών στρωμάτων ενός πλανήτη. [< αγγλ. aerobraking]
  • αεροπλάνο [ἀεροπλάνο] α-ε-ρο-πλά-νο ουσ. (ουδ.) & (σπάν.-λαϊκό) αερόπλανο: ΑΕΡΟΝ. ιπτάμενο όχημα βαρύτερο του αέρα, εφοδιασμένο με φτερά και προωθητικά όργανα: αεριωθούμενο (πβ.τζετ)/αναγνωριστικό/βομβαρδιστικό/εκπαιδευτικό/ελαφρύ/ελικοφόρο/εμπορικό/επιβατικό/ιδιωτικό/καταδιωκτικό/κατασκοπευτικό/μαχητικό/μεταγωγικό/πολεμικό/πυροσβεστικό (= ~ πυρόσβεσης)/τηλεκατευθυνόμενο (: χωρίς πιλότο)/υπερηχητικό/υποηχητικό ~. Δικινητήρια/στρατιωτικά/τετρακινητήρια ~α. Απογείωση/επιβάτες/κινητήρας/κυβερνήτης/(αυτόματος) πιλότος/(αναγκαστική) προσγείωση/πτήση/πτώση ~ου. Όργανα ~ου (π.χ. ανεμόμετρο, υψόμετρο, πυξίδα). Μέρη ~ου (λ.χ. αερόφρενα, καμπίνα πιλότου, άτρακτος, κύτος, κονσόλα ελέγχου). Χειριστής ~ου. ~ με τουρμπίνες. Μανουβράρω/οδηγώ/πιλοτάρω ένα ~. Ταξιδεύω/πετώ με ~. Επιβιβάζομαι σε ~. Παίρνω το πρώτο ~. Το ~ παίρνει/χάνει ύψος. Το ~ έκανε κύκλους πάνω από .../συνετρίβη. Πβ. αεροσκάφος. Βλ. ανεμό-, ελικό-πτερο, υδροπλάνο. [< γαλλ. aéroplane, 1855, διαδόθηκε γύρω στο 1885, avion, αγγλ. airplane, 1907]
  • αεροπλανοφόρο [ἀεροπλανοφόρο] α-ε-ρο-πλα-νο-φό-ρο ουσ. (ουδ.): ΑΕΡΟΝ. μεγάλο πολεμικό πλοίο με κατάστρωμα κατάλληλα διαμορφωμένο για απονήωση, προσνήωση, μεταφορά ή/και συντήρηση πολεμικών αεροσκαφών: πυρηνοκίνητο/υπερσύγχρονο ~. ~ κρούσης/συνοδείας. Πλήρωμα ~ου. Μοίρες ~ων. Το ~ αγκυροβόλησε/ελλιμενίστηκε/ναυπηγήθηκε. Τα ~α είναι πλωτά αεροδρόμια. [< αγγλ. aircraft carrier, 1919, γαλλ. porte-avion(s), 1921]
  • αεροπλοΐα [ἀεροπλοΐα] α-ε-ρο-πλο-ΐ-α ουσ. (θηλ.) ΑΕΡΟΝ. 1. αεροπορική συγκοινωνία με μικρά αεροσκάφη· κατ' επέκτ. ο οργανισμός που τη διεκπεραιώνει. Βλ. αεροπορία, -πλοΐα. 2. κλάδος της αεροναυτικής που μελετά τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τον χειρισμό αερόπλοιων. [< γαλλ. navigation aérienne]
  • αεροπλοϊκός , ή, ό [ἀεροπλοϊκός] α-ε-ρο-πλο-ϊ-κός επίθ.: ΑΕΡΟΝ. που σχετίζεται με την αεροπλοΐα: ~ή: εταιρεία.
  • αερόπλοιο [ἀερόπλοιο] α-ε-ρό-πλοι-ο ουσ. (ουδ.): ΑΕΡΟΝ. πτητικό όχημα με ειδικό αεροθάλαμο, ελαφρύτερο από τον αέρα, εφοδιασμένο με πηδάλιο κατεύθυνσης και ελικοφόρο κινητήρα: ~ για διαφήμιση/έρευνα/φωτογράφιση. ~ με υπερσύγχρονα συστήματα παρακολούθησης. Πβ. ζέπελιν. Βλ. πηδαλιουχούμενος. [< γερμ. Luftschiff]
  • αερόστατο [ἀερόστατο] α-ε-ρό-στα-το ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άτου}: ΑΕΡΟΝ. πτητικό μέσο του οποίου η ανύψωση οφείλεται στη χρήση αερίου ελαφρύτερου από τον αέρα: δέσμιο/ελεύθερο/πηδαλιουχούμενο ~. ~ υδρογόνου. Πτήση με ~, ανεμόπτερο, αλεξίπτωτο (βλ. αεραθλητισμός). Τα μέρη του ~ου: μπαλόνι, καλάθι, καυστήρας. Βλ. αερόπλοιο, ζέπελιν. [< γαλλ. aérostat, αγγλ. aerostat]
  • αίρμπας & αιρμπάς [αἴρμπας] αίρ-μπας ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & (σπάν.) έρμπας: ΑΕΡΟΝ. τύπος υποηχητικών επιβατικών αεροσκαφών για ταξίδια μικρών, μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων, προϊόν της ομώνυμης αεροναυπηγικής εταιρείας. Βλ. τζάμπο-τζετ. [< αγγλ. airbus, 1945, γαλλ. ~, 1966]

αεροναυτική

αεροναυτική [ἀεροναυτική] α-ε-ρο-ναυ-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΑΕΡΟΝ. επιστήμη που ασχολείται με τον σχεδιασμό, την κατασκευή και λειτουργία πτητικών μέσων που κινούνται μέσα ή/και έξω από τη γήινη ατμόσφαιρα: βιομηχανία/μηχανικός ~ής. Βλ. αερο-διαστημική, -ναυτιλία, -πλοΐα, αστροναυτική. ΣΥΝ. αεροναυπηγική [< γαλλ. aéronautique, αγγλ. aeronautics]

αερόπλοιο

αερόπλοιο [ἀερόπλοιο] α-ε-ρό-πλοι-ο ουσ. (ουδ.): ΑΕΡΟΝ. πτητικό όχημα με ειδικό αεροθάλαμο, ελαφρύτερο από τον αέρα, εφοδιασμένο με πηδάλιο κατεύθυνσης και ελικοφόρο κινητήρα: ~ για διαφήμιση/έρευνα/φωτογράφιση. ~ με υπερσύγχρονα συστήματα παρακολούθησης. Πβ. ζέπελιν. Βλ. πηδαλιουχούμενος. [< γερμ. Luftschiff]

αεροπορία

αεροπορία [ἀεροπορία] α-ε-ρο-πο-ρί-α ουσ. (θηλ.) (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Α): οτιδήποτε αφορά τη μετακίνηση με αεροσκάφη και το σύνολο των τεχνικών και δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τον σχεδιασμό, την κατασκευή ή τη λειτουργία τους: μαχητική/ναυτική/στρατιωτική ~. Υπηρεσία Πολιτικής ~ας. Βλ. αεροπλοΐα. ● ΣΥΜΠΛ.: Πολεμική Αεροπορία (ακρ. ΠΑ) & Αεροπορία: κλάδος των (ελληνικών) ΕΔ, με αποστολή την αποτροπή των επιθέσεων από αέρος, τη διεξαγωγή αεροπορικών επιχειρήσεων, τη διασφάλιση της αεράμυνας της χώρας και την παροχή αεροπορικής προστασίας: Αξιωματικός της ~ής ~ας (βλ. ανθυπασπιστής, πτέραρχος, σμηναγός, σμήναρχος, σμηνίας, σμηνίτης). Σχολές της ~ής ~ας (: ΣΙ, ΣΙΡ, ΣΜΑ, ΣΤΥΑ, ΣΥΔ). Στολές της ~ής ~ας. Η κοινωνική προσφορά της ~ής ~ας (: αεροπυρόσβεση, αεροδιακομιδές, έρευνα-διάσωση). Βλ. ΑΑΥΕ, ΑΤΑ, ΓΝΑ, ΔΑΕ, ΔΑΥ, ΚΕΑ, ΠΕΑ, ΣΠΑ, ΤΑΑ, ΤΑΣΑ, αερονομία.|| Γενικό Επιτελείο/Μετοχικό Ταμείο ~ας. Αρχηγείο Τακτικής ~ας. Κατατάχθηκε/υπηρετεί τη θητεία του στην ~. [< αγγλ. Air Force, 1917] ● ΦΡ.: υπέρ της αεροπορίας (παλαιότ.-ειρων.): για χρήματα που δίνονται χωρίς να γίνει έργο ή χωρίς να ξέρει κανείς τον σκοπό καταβολής τους. [< μεσν. αεροπορία 'πορεία στον αέρα', γαλλ. aviation]

ανεμο- & ανεμό- & ανεμ-

ανεμο- & ανεμό- & ανεμ- α' συνθετικό 1. λέξεων που αναφέρονται στον άνεμο: ανεμο-βρόχι/~γεννήτρια/~δείκτης/~δέρνω/~θύελλα/~στρόβιλος. Aνεμό-μετρο/~μυλος. Πβ. αερο-. 2. (μτφ.) που δηλώνει ότι κάτι έχει ήπια μορφή ή είναι φανταστικό: ανεμο-βλογιά.|| Ανεμο-γκάστρι.

ιατρική

ιατρική [ἰατρική] ι-α-τρι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ι): ΙΑΤΡ. επιστήμη που μελετά τη δομή και τις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού καθώς και τις διάφορες νόσους, με στόχο τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της υγείας· συνεκδ. η αντίστοιχη πανεπιστημιακή σχολή ή οι ιατρικές σπουδές: γενική/διαγνωστική/εξατομικευμένη/εργαστηριακή/του κοινωνικού φύλου/ορθομοριακή/πειραματική/τροπική (: για τις νόσους που εκδηλώνονται στις τροπικές περιοχές του πλανήτη)/ψυχοσωματική (: μελετά τις σχέσεις ανάμεσα στις ψυχικές και σωματικές διαδικασίες) ~. ~ ακριβείας. Ασκεί την ~ (= το ιατρικό επάγγελμα).|| Τελείωσε την ~. Σπουδάζει ~. Βλ. βαρ~, γηρ~, οδοντ~, φων~, ψυχ~, βιο-, τηλε-ϊατρική. ● ΣΥΜΠΛ.: αεροπορική/(αερο)διαστημική ιατρική: κλάδος που μελετά τις σωματικές και ψυχολογικές επιδράσεις των διαστημικών πτήσεων στον ανθρώπινο οργανισμό. [< αγγλ. aviation/space medicine, 1949] , επείγουσα ιατρική: κλάδος που ασχολείται με επείγοντα περιστατικά τα οποία απαιτούν άμεση ιατρική παρακολούθηση. [< αγγλ. emergency medicine, 1966] , ιατρική της εργασίας: κλάδος ο οποίος ασχολείται με την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία των ασθενειών και τραυματισμών που προκύπτουν στο περιβάλλον εργασίας: Κέντρο Διάγνωσης ~ής ~ (ΚΔΙΕ) του ΙΚΑ. Βλ. επαγγελματική ασθένεια., κλινική ιατρική: που σχετίζεται με την άμεση εξέταση του ασθενή για τη διάγνωση της νόσου· συνεκδ. οι σπουδές των δύο τελευταίων χρόνων στην ιατρική σχολή. {< αρχ. κλινική (τέχνη), αγγλ. clinical medicine], μεταφραστική ιατρική:  διεπιστημονικός κλάδος του βιοϊατρικού τομέα που συνδέει τη βασική έρευνα με την κλινική πράξη με στόχο την ανάπτυξη και εφαρμογή νέων τρόπων πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας ασθενειών. [< αγγλ. translational medicine/research, 1986] , παρηγορητική ιατρική: επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την ανακούφιση του σωματικού πόνου, καθώς και την ψυχολογική και ηθική υποστήριξη ασθενών, των οποίων η νόσος δεν ανταποκρίνεται στη θεραπευτική αγωγή, με στόχο την όσο το δυνατόν καλύτερη ποιότητα ζωής για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Βλ. ιατρείο πόνου. , φυσική ιατρική (και αποκατάσταση): κλάδος που ασχολείται με την αποκατάσταση μιας σειράς παθήσεων, χρησιμοποιώντας κυρίως φυσικά μέσα, τεχνικά βοηθήματα και συμπληρωματικές θεραπείες. ΣΥΝ. φυσιατρική [< αγγλ. Physical medicine and rehabilitation, 1939], αισθητική/κοσμητική ιατρική βλ. αισθητικός, αναγεννητική ιατρική βλ. αναγεννητικός, εναλλακτική ιατρική βλ. εναλλακτικός, λαϊκή ιατρική βλ. λαϊκός, ολιστική ιατρική βλ. ολιστικός, περιβαλλοντική ιατρική βλ. περιβαλλοντικός, περιγεννητική ιατρική βλ. περιγεννητικός, προληπτική ιατρική βλ. προληπτικός, πυρηνική ιατρική βλ. πυρηνικός, συμπληρωματική ιατρική βλ. συμπληρωματικός, φυλοειδική ιατρική βλ. φυλοειδικός [< αρχ. ἰατρική, γαλλ. médecine, αγγλ. medicine]

πηδαλιουχούμενος

πηδαλιουχούμενος, η, ο πη-δα-λι-ου-χού-με-νος επίθ.: (για σκάφος) που μπορεί να κυβερνηθεί με πηδάλιο: ~ο: αερόστατο. Βλ. ζέπελιν. [< μτγν. πηδαλιουχούμενος, γαλλ. dirigeable]

FIR

FIR & ΦΙΡ (το): Τομέας Πληροφοριών Πτήσεων: όρια/παραβιάσεις του ~ Αθηνών. Το ~ Αθηνών καλύπτει τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο και τμήματα του διεθνούς εναερίου χώρου. [< αγγλ. Flight Information Region]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.