Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 51 εγγραφές  [0-20]


  • homo sapiens (o) (πρόφ. χόμο σάπιενς): ΑΝΘΡΩΠ. ο σοφός άνθρωπος, γένος του σύγχρονου ανθρώπινου είδους που εμφανίστηκε στην Αφρική πριν από 100.000 περ. χρόνια: αρχαϊκός ~. Απολιθώματα/υποείδη (του) ~. Βλ. ανθρωπογένεση, άνθρωπος του Νεάντερταλ, χόμο. [< λατ.]
  • ανθρωπίδες [ἀνθρωπίδες] αν-θρω-πί-δες ουσ. (αρσ.) (οι): ΑΝΘΡΩΠ. οικογένεια εξελιγμένων θηλαστικών (επιστ. ονομασ. Hominidae) που περιλαμβάνει απολιθωμένα ανθρωποειδή θηλαστικά και τους προγόνους του σύγχρονου ανθρώπου. Βλ. αυστραλοπίθηκος, πρωτεύοντα, homo sapiens. [< γαλλ. hominidés]
  • ανθρωποβιολογία [ἀνθρωποβιολογία] αν-θρω-πο-βι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΑΝΘΡΩΠ. βιολογική μελέτη του ανθρώπινου είδους. ΣΥΝ. φυσική ανθρωπολογία [< αγγλ. anthropobiology, γαλλ. anthropobiologie]
  • ανθρωπογένεση [ἀνθρωπογένεση] αν-θρω-πο-γέ-νε-ση ουσ. (θηλ.) ΑΝΘΡΩΠ. 1. γένεση και εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Βλ. -γένεση, θεο-, κοσμο-γονία. 2. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την καταγωγή του ανθρώπου, την εξελικτική πορεία και τη σχέση του με άλλους οργανισμούς. [< γαλλ. anthropogenèse, αγγλ. anthropogenesis]
  • ανθρωπογεωγραφικός , ή, ό [ἀνθρωπογεωγραφικός] αν-θρω-πο-γε-ω-γρα-φι-κός επίθ.: ΑΝΘΡΩΠ. που σχετίζεται με την ανθρωπογεωγραφία: ~ός: χώρος. ~ά: στοιχεία. Βλ. βιογεωγραφικός.
  • ανθρωπογεωγράφος [ἀνθρωπογεωγράφος] αν-θρω-πο-γε-ω-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΑΝΘΡΩΠ. επιστήμονας που ειδικεύεται στην ανθρωπογεωγραφία: αρχιτέκτονας-~.
  • ανθρωπολογία [ἀνθρωπολογία] αν-θρω-πο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α) 1. ΑΝΘΡΩΠ. επιστήμη που μελετά το ανθρώπινο είδος και ειδικότ. τα φυσικά του χαρακτηριστικά, την προέλευση, την κατανομή του σε φυλές, τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές σχέσεις του και τον πολιτισμό του: αστική/δομική/εξελικτική/ιατρική/ιστορική/οικολογική (: εξετάζει τη σχέση κοινωνίας και περιβάλλοντος)/οικονομική (: μελετά τη σχέση ανθρώπου και οικονομικού συστήματος)/παιδαγωγική/πολιτική (: ερευνά το φαινόμενο της πολιτικής εξουσίας)/συμβολική/φιλοσοφική (: διερευνά την ουσία του ανθρώπου, τη θέση του στο Σύμπαν, τη συμπεριφορά του στο περιβάλλον) ~. (H) ~ της εκπαίδευσης/των φύλων/του χορού. Βλ. -λογία, παλαιο~. 2. ΘΕΟΛ. τομέας της χριστιανικής θεολογίας που εξετάζει τη γένεση, τη φύση και το μέλλον του ανθρώπου σε σχέση με τον Θεό: ορθόδοξη/πατερική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνική ανθρωπολογία: επιστημονικός κλάδος που μελετά τις δομές των απλών, μη βιομηχανικών, πολιτισμών και κοινωνιών. ΣΥΝ. εθνολογία, πολιτισμική ανθρωπολογία & πολιτιστική ανθρωπολογία: εξετάζει τους ανθρώπινους πολιτισμούς με μεγαλύτερη έμφαση στις κοινωνικές δομές, τη γλώσσα, τους νόμους, την πολιτική, τη θρησκεία, την τέχνη και την τεχνολογία. [< αγγλ. cultural anthropology, γαλλ. anthropologie culturelle] , φυσική ανθρωπολογία: ερευνά την καταγωγή, τις ποικιλίες και την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Βλ. ανθρωπομετρία. ΣΥΝ. ανθρωποβιολογία [< γαλλ. anthropologie physique] [< γερμ. Anthropologie, γαλλ. anthropologie]
  • ανθρωπολογικός , ή, ό [ἀνθρωπολογικός] αν-θρω-πο-λο-γι-κός επίθ.: ΑΝΘΡΩΠ. που έχει σχέση με την ανθρωπολογία: ~ός: τύπος (λ.χ. ο άνθρωπος των σπηλαίων)/χαρακτήρας (π.χ. της Ορθοδοξίας). ~ό: μουσείο. ~ές: σπουδές.|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ή γλωσσολογία (πβ. εθνογλωσσολογία). ● επίρρ.: ανθρωπολογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< γαλλ. anthropologique, αγγλ. anthropologic]
  • ανθρωπολόγος [ἀνθρωπολόγος] αν-θρω-πο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΑΝΘΡΩΠ. επιστήμονας που έχει ειδικευτεί στην ανθρωπολογία: κοινωνικός ~. Βλ. -λόγος. [< αρχ. ἀνθρωπολόγος 'αυτός που μιλά για ανθρώπους', γαλλ. anthropologue, αγγλ. anthropologist]
  • ανθρωπομετρία [ἀνθρωπομετρία] αν-θρω-πο-με-τρί-α ουσ. (θηλ.): ΑΝΘΡΩΠ. καταγραφή και συσχέτιση των διαστάσεων των μερών του ανθρώπινου σώματος για επιστημονικές μελέτες και ποικίλες πρακτικές εφαρμογές (σχεδίαση ενδυμάτων ή αυτοκινήτων, ταυτοποίηση πτώματος): εργονομία-~. Πβ. σωματομετρία. Βλ. βιομετρία, παλαιοανθρωπολογία, φυσική ανθρωπολογία, -μετρία. [< γαλλ. anthropométrie, αγγλ. anthropometry]
  • ανθρωπομετρικός , ή, ό [ἀνθρωπομετρικός] αν-θρω-πο-με-τρι-κός επίθ.: ΑΝΘΡΩΠ. που σχετίζεται με την ανθρωπομετρία: ~ή: κλίμακα. ~ές διαστάσεις/μετρήσεις (π.χ. δείκτες βάρους/μάζας σώματος). Ανατομικά καθίσματα κατασκευασμένα με βάση ~ά στοιχεία/χαρακτηριστικά. Πβ. σωματομετρικός. [< γαλλ. anthropométrique, αγγλ. anthropometric]
  • ανθρωποποίηση [ἀνθρωποποίηση] αν-θρω-πο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΘΡΩΠ. εξελικτική διαδικασία κατά την οποία ο άνθρωπος απέκτησε τα γνωρίσματα που τον διακρίνουν από τα άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά. 2. (καταχρ.) καλλιέργεια των ηθικών κυρ. χαρακτηριστικών που αρμόζουν στον άνθρωπο και κατ' επέκτ. μεταβολή κατάστασης, πράγματος, ώστε να γίνει πιο κατάλληλο, βιώσιμο για τον άνθρωπο: Η ενηλικίωση είναι μια διαδικασία ~ης, κοινωνικοποίησης. Πβ. εκπολιτ-, εξευγεν-ισμός.|| ~ της κοινωνίας/των πόλεων. ΣΥΝ. εξανθρωπισμός ΑΝΤ. απανθρωποποίηση 3. ανθρωπομορφισμός. Βλ. -ποίηση. [< γαλλ. humanisation]
  • άνθρωπος [ἄνθρωπος] άν-θρω-πος ουσ. (αρσ.) {ανθρώπ-ου | -ων} & (λαϊκό) άθρωπος 1. ΒΙΟΛ. ον αρσενικού ή θηλυκού γένους, το πιο εξελιγμένο ανάμεσα στα πρωτεύοντα θηλαστικά της Γης, με κύρια γνωρίσματα την όρθια στάση, τη λογική σκέψη και τον έναρθρο λόγο· ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον, ως δημιουργός πολιτισμού· (περιληπτ.) το ανθρώπινο γένος, η ανθρωπότητα, συχνά σε σχέση με ορισμένη χρονική περίοδο: ~ και ζώα/τεχνολογία/φύση. Η υγεία/φυσιολογία του ~ου. Για την ασφάλεια/στην υπηρεσία του ~ου. Αλληλεπίδραση ~ου-ηλεκτρονικού υπολογιστή.|| Τα δημιουργήματα/η εξελικτική πορεία/η ιστορία του ~ου.|| Ο ~ της Αναγέννησης.|| (Οι διάφοροι πρόγονοι του σύγχρονου ~ου:) οι πρώτοι ~οι (πβ. αυστραλοπίθηκος, πιθηκ~). Ο ~ των σπηλαίων. Ο επιδέξιος ~ (homo habilis). Ο όρθιος ~ (homo erectus).|| (στον πληθ. το σύνολο των ~ων:) Οι ~οι γερνούν. Βλ. ανθρωπάκι, ανθρωπάκος, ανθρωπάριο, Θε~, προ~, συν~, υπ~, υπερ~, χιον~, χόμο. 2. συγκεκριμένη ανθρώπινη ύπαρξη (συνήθ. ως προς τις ιδιαίτερες σωματικές, πνευματικές, ψυχικές ή άλλες της ιδιότητες), άτομο, πρόσωπο: αισιόδοξος/έξυπνος/κακός/καλός/λογικός/νέος/σκληρός/τίμιος/υγιής/χαρούμενος ~. Θέλω να γίνω καλύτερος ~ (: για τον χαρακτήρα κάποιου). Τι ~ είναι; Γιατί του μιλάς έτσι του ~ου; Νέο κρούσμα του ιού/της νόσου ... σε ~ο. Ερωτεύτηκε λάθος ~ο. Έχω (δικό μου) ~ο στο ... (πβ. έμπιστος). Οι απλοί, καθημερινοί ~οι. Είμαστε πολιτισμένοι ~οι. Δεν πρέπει να χαθούν άλλοι ~οι (= ανθρώπινες ζωές).|| (που διακρίνεται για το ήθος, τα ψυχικά του χαρίσματα:) Πάνω από όλα είναι ~. Αν θέλεις να λέγεσαι ~ ... Αυτός δεν είναι ~ (βλ. αγρι~, απ~, παλι~). Βλ. αχυρ~, φιλ~.|| (με αδυναμίες, πάθη:) Μην ξεχνάς ότι ~ είμαι και εγώ.|| (η προσωπική ζωή σε αντιδιαστολή προς το επάγγελμα, το έργο:) Σαν καλλιτέχνης και σαν ~.|| (επιτατ.) Πού να τρέχω τώρα γέρος ~; Δεν ντρέπεσαι παντρεμένος ~ να ξενυχτάς;|| (για πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες:) Ψάχνω ~ο να βάψει το σπίτι (= κάποιον).|| Δεν συναντήσαμε ~ο (: ψυχή ζώσα). Δεν ήρθε ~ (= κανείς) στην εκδήλωση.|| Ο Θεός έγινε ~ (πβ. ενανθρώπηση). 3. για να δηλωθεί ότι κάποιος αναπτύσσει ορισμένη δραστηριότητα, έχει μια ιδιότητα, ανήκει σε κάποιο χώρο ή συχνάζει κάπου: (+ γεν.) ~ της θάλασσας (πβ. ναυτικός)/του θεάτρου (πβ. θεατρ~)/του Θεού (πβ. θρήσκος)/του λαού/της νύχτας/της πιάτσας/του σπιτιού (πβ. σπιτόγατος)/της τέχνης. ~οι της δράσης/του περιθωρίου/του ποδοσφαίρου.|| Δεν είναι ~ που εμπιστεύεται εύκολα κάποιον. 4. πρόσωπο που ανήκει στον κύκλο κάποιου· μέλος, στέλεχος ή υπάλληλος: Είναι ~ του κόμματος/της κυβέρνησης. Πβ. όργανο. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωποι των γραμμάτων/πνευματικοί άνθρωποι & άνθρωποι του πνεύματος {σπανιότ. στον εν. άνθρωπος}: όσοι ασχολούνται με τα γράμματα, τις επιστήμες ή την τέχνη· διανοούμενοι, λόγιοι: Η εκπομπή φιλοξενεί ~ους των γραμμάτων και των τεχνών. Πβ. διανόηση, ιντελιγκέντσια, πνευματική ηγεσία. Βλ. ταγός.[< γαλλ. les gens de lettres] , άνθρωπος του Νεάντερταλ (homo neanderthalensis): ΑΝΘΡΩΠ. υποείδος του σοφού-νοήμονα ανθρώπου (homo sapiens) που έζησε μεταξύ 100.000-40.000 π.Χ., κυρ. στην Ευρώπη και την Ασία: απολιθωμένο κρανίο του ~ου του ~., ο Υιός του Ανθρώπου/του Θεού: ΘΕΟΛ. ο Χριστός., ανθρώπινος παράγοντας/παράγων βλ. παράγοντας, άνθρωπος-σάντουιτς βλ. σάντουιτς, άνθρωπος της δουλειάς βλ. δουλειά, άνθρωπος του κόσμου βλ. κόσμος, ανώτερος άνθρωπος βλ. ανώτερος, καινός άνθρωπος βλ. καινός, σκεπτόμενος άνθρωπος/σκεπτόμενο ον βλ. σκεπτόμενος, τα ανθρώπινα δικαιώματα/τα δικαιώματα του ανθρώπου βλ. δικαίωμα ● ΦΡ.: άνθρωπέ μου & άνθρωπε του θεού: (συνήθ. σε ερωτήσεις) για να εκφραστεί αγανάκτηση, απορία ή δυσάρεστη συνήθ. έκπληξη: Μα (καλά) τι λες/τι ρωτάς ~ ~; Είσαι/πας καλά ~ ~; Τι θες, ~ ~, τέτοια ώρα; Τι κάνεις εκεί, ~ ~; Μη φωνάζεις έτσι, ~ ~!, από άνθρωπο σε άνθρωπο 1. για ό,τι μεταδίδεται, μεταβιβάζεται από το ένα πρόσωπο στο άλλο. 2. σε σύγκριση: Το DNA διαφέρει ~ ~., γίνομαι άλλος άνθρωπος: αλλάζω εντελώς ως προς τη συμπεριφορά, τον χαρακτήρα ή/και την εξωτερική μου εμφάνιση, συνήθ. προς το καλύτερο: Έχασε είκοσι κιλά και έγινε ~.|| (σπανιότ. προς το χειρότερο:) Μετά το ατύχημα έγινε ~., γίνομαι άνθρωπος/κάνω κάποιον άνθρωπο (μτφ.): αποκτώ ή κάνω κάποιον να αποκτήσει συμπεριφορά κυρ. ή εξωτερική εμφάνιση, όπως ορίζεται από τις κοινωνικές συμβάσεις: Ε, δεν ~εσαι ~ με τίποτα! Κουρεύτηκες και έγινες ~!|| Μην ξεχνάς ότι εγώ σε έκανα ~ο!, ίδε/ιδού ο άνθρωπος: (ΚΔ) (να ο άνθρωπος) (εμφατ.) λέγεται απαξιωτικά για αισχρό άνθρωπο, κυρ. για τις πράξεις του., ο άνθρωπός μου 1. πρόσωπο έμπιστο, συγγενικό ή με το οποίο κάποιος έχει στενές σχέσεις· (ειδικότ.) ο(/η) ερωτικός(/ή) σύντροφος ή ο(/η) σύζυγος: Έχασαν τον ~ό τους. Θα είμαι πάντα ~ σου. 2. το άτομο που θέλει, αναζητά κάποιος: (Δεν) είμαι ~ σου. Αναμφίβολα είναι ~ μας., σαν άνθρωπος: όπως αξίζει, αρμόζει, ταιριάζει στους ανθρώπους ή τους χαρακτηρίζει: Ζει/πέθανε ~ ~ (πβ. αξιοπρεπώς).|| ~ ~ κι εγώ έχω ελαττώματα., σαν ένας άνθρωπος: ενωμένοι, όλοι μαζί: Το πλήθος ~ ~ ξεσηκώθηκε και φώναξε., τα λάθη είναι ανθρώπινα/άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε & τα λάθη είναι για τους ανθρώπους: για να δηλωθεί ότι ο άνθρωπος έχει ελαττώματα, πάθη: Να θυμάσαι πάντα ότι ~ ~., τι σου είναι ο άνθρωπος!: για να εκφραστεί έκπληξη, θαυμασμός για τα ανθρώπινα έργα ή λόγια ή για να τονιστεί η ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης: ~ ~! Ένα τίποτα. Βλ. τι σου είναι ο κόσμος!, άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει βλ. βουλή, άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο βλ. απελέκητος, άνθρωπος της οικογένειας βλ. οικογένεια, άνθρωπος των άκρων βλ. άκρο, ενώπιον Θεού και ανθρώπων βλ. ενώπιον, καλέ μου άνθρωπε! βλ. καλός, μια σπιθαμή άνθρωπος βλ. σπιθαμή, ο άνθρωπος για τον άνθρωπο (είναι) λύκος βλ. λύκος, ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση βλ. κατάλληλος [< αρχ. ἄνθρωπος, γαλλ. homme, αγγλ. man, γερμ. Mensch]
  • αρχάνθρωπος [ἀρχάνθρωπος] αρ-χάν-θρω-πος ουσ. (αρσ.): ΑΝΘΡΩΠ. πρώιμη μορφή ανθρώπου της παλαιολιθικής εποχής, πρόγονος του homo sapiens. Βλ. άνθρωπος του Νεάντερταλ. [< νεολατ. archanthropinae, μτγν. ἀρχάνθρωπος 'ο Αδάμ']
  • βιομετρία βι-ο-με-τρί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΒΙΟΛ.-ΑΝΘΡΩΠ. επιστημονικός κλάδος που μελετά τα βιολογικά και φυσικά φαινόμενα με τη βοήθεια ειδικών στατιστικών αναλύσεων: δασική ~. Πβ. βιοστατιστική. Βλ. ανθρωπομετρία. 2. βιομετρική. Βλ. -μετρία. [< 1: γαλλ. biométrie, αγγλ. biometry, 1901, γερμ. Biometrie]
  • διαβατήριος , α, ο δι-α-βα-τή-ρι-ος επίθ.: ΑΝΘΡΩΠ. που έχει σχέση με τη μετάβαση από μια κατάσταση της κοινωνικής ζωής (γέννηση, εφηβεία, γάμος) σε μια άλλη: ~ες: τελετές. ~α: έθιμα. Βλ. -τήριος. [< πβ. μτγν. διαβατήριος ‘που προστατεύει τα περάσματα (για τον Δία)’]
  • εδραίος , α, ο [ἑδραῖος] ε-δραί-ος επίθ. (λόγ.) 1. (μτφ.) εδραιωμένος: ~α: πεποίθηση. ~ες: αντιλήψεις (= παγιωμένες). Πβ. βάσιμος, σταθερός. 2. που είναι μόνιμα εγκατεστημένος κάπου: (ΑΝΘΡΩΠ.) νομαδικές και ~ες κοινωνίες.|| (ΖΩΟΛ.) ~οι: οργανισμοί (: που μετακινούνται ελάχιστα). 3. ΑΝΑΤ. που βρίσκεται κοντά στον πρωκτό: (ΖΩΟΛ.) ~ο: πτερύγιο. ● ΣΥΜΠΛ.: εδραία θέση 1. ΓΥΜΝ. στάση του σώματος κατά την οποία το άτομο είναι καθιστό και ο κορμός του σχηματίζει ορθή γωνία με τα πόδια του: κοιλιακοί σε ~ ~. Δίπλωση από ~ ~. 2. (μτφ.) πάγια και ακλόνητη αντίληψη, άποψη, πεποίθηση: ~ ~ της κυβέρνησης αποτελεί ... [< 1: αρχ. ἑδραῖος]
  • έμφρων , ων, ον [ἔμφρων] έμ-φρων επίθ. (λόγ.): λογικός, συνετός: ~ονες: πολίτες (= γνωστικοί, νουνεχείς). ~ονα: όντα.|| (ΑΝΘΡΩΠ.) Ο ~ άνθρωπος (= homo sapiens). Βλ. -φρων. ΣΥΝ. εχέφρων, σώφρων ΑΝΤ. άφρων [< αρχ. ἔμφρων]
  • εξελικτισμός [ἐξελικτισμός] ε-ξε-λι-κτι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΒΙΟΛ. η θεωρία της εξέλιξης. Πβ. μεταμορφισμός. 2. ΑΝΘΡΩΠ.-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. θεωρία που υποστηρίζει ότι κάθε πολιτισμός αποτελεί το σταθερό αποτέλεσμα μιας εξελικτικής διαδικασίας. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. évolutionnisme, αγγλ. evolutionism]
  • επιπολιτισμός [ἐπιπολιτισμός] ε-πι-πο-λι-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΑΝΘΡΩΠ. πολιτισμική αλλαγή που επέρχεται από τη συνεχή και άμεση επαφή μεταξύ δυο διαφορετικών πολιτιστικών ομάδων, από τις οποίες η μία είναι συνήθ. η επικρατέστερη: αφομοίωση και ~. Βλ. εκ-, προσ-πολιτισμός. [< αγγλ. acculturation, γαλλ. ~, 1911]

άκρο

άκρο [ἄκρο] ά-κρο ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) άκρον 1. (επίσ.) το πιο μακρινό ή ψηλό σημείο ή τμήμα ενός αντικειμένου ή μιας έκτασης: το ~ της δοκού/του σωλήνα. Το ανατολικό/βόρειο/δυτικό/νότιο ~ (του νησιού, της χώρας). Στο ~ (= στην άκρη) του γκρεμού/του δρόμου. Στο ~ της πλατείας/της χερσονήσου (= μύτη). Το αριστερό/δεξί ~ (της άμυνας, της μεσαίας γραμμής ή της επίθεσης μιας ποδοσφαιρικής ομάδας). Από το ένα ~ στο άλλο. Ενώνω τα δύο ~α. Η μέση απέχει εξίσου από τα ~α.|| (μτφ.) Ορθολογισμός και συναίσθημα είναι τα δύο ~α (= αντίθετα). 2. ΑΝΑΤ. καθένα από τα μέλη του σώματος ανθρώπου ή ζώου: αριστερό/δεξιό ~. Άνω/κάτω ~α (= χέρια/πόδια). Εμπρόσθια/οπίσθια ~α (ζώου).άκρα (τα): ακρότητες, υπερβολές: Τον έλκουν τα ~. Φτάνω μέχρι τα ~. Ήταν αποφασισμένος να το τραβήξει μέχρι τα/στα ~ (: να ξεπεράσει τα όρια). [< γαλλ. extrémités] ● ΦΡ.: άνθρωπος των άκρων (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): που υπερβαίνει το μέτρο, που υπερβάλλει, που έχει μεταπτώσεις στη συμπεριφορά του: Ήταν ένας ~ ~˙ ό,τι έκανε στη ζωή του ήταν πάντα ανατρεπτικό και παρατραβηγμένο. ΣΥΝ. ή του ύψους ή του βάθους, στα άκρα (μτφ.): στην υπερβολή· σε οριακό σημείο έντασης: Σπρώχνω/φέρνω κάποιον ~ ~. Έφτασαν ~ ~ (= παρεκτράπηκαν). Τα πράγματα οδηγούνται ~ ~ (= σε ακρότητες). [< γαλλ. aux extremités] , στο άλλο άκρο (μτφ.): στο εκ διαμέτρου αντίθετο σημείο: Βρίσκομαι/καταλήγω/οδηγούμαι/περνώ/πέφτω/πηγαίνω ~ ~., απ' άκρη σ' άκρη βλ. άκρη [< αρχ. ἄκρον]

ανθρωπάκι

ανθρωπάκι [ἀνθρωπάκι] αν-θρω-πά-κι ουσ. (ουδ.) & (λαϊκό) αθρωπάκι 1. (μειωτ.) πρόσωπο που με τις πράξεις του προκαλεί την περιφρόνηση των άλλων: ασήμαντα/γλοιώδη ~ια. Πβ. ανθρωπάριο, μικράνθρωπος, σίχαμα. 2. άτομο άκακο και απλοϊκό: ήσυχο/υπάκουο ~. ~ του Θεού. ΣΥΝ. ανθρωπάκος (1) 3. (υποκ.) μικρόσωμος άνθρωπος ή ομοίωμά του: Κάντε κλικ στο εικονίδιο με το ~. ΣΥΝ. ανθρωπάκος (2)

ανθρωπογένεση

ανθρωπογένεση [ἀνθρωπογένεση] αν-θρω-πο-γέ-νε-ση ουσ. (θηλ.) ΑΝΘΡΩΠ. 1. γένεση και εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Βλ. -γένεση, θεο-, κοσμο-γονία. 2. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την καταγωγή του ανθρώπου, την εξελικτική πορεία και τη σχέση του με άλλους οργανισμούς. [< γαλλ. anthropogenèse, αγγλ. anthropogenesis]

ανθρωπομετρία

ανθρωπομετρία [ἀνθρωπομετρία] αν-θρω-πο-με-τρί-α ουσ. (θηλ.): ΑΝΘΡΩΠ. καταγραφή και συσχέτιση των διαστάσεων των μερών του ανθρώπινου σώματος για επιστημονικές μελέτες και ποικίλες πρακτικές εφαρμογές (σχεδίαση ενδυμάτων ή αυτοκινήτων, ταυτοποίηση πτώματος): εργονομία-~. Πβ. σωματομετρία. Βλ. βιομετρία, παλαιοανθρωπολογία, φυσική ανθρωπολογία, -μετρία. [< γαλλ. anthropométrie, αγγλ. anthropometry]

άνθρωπος

άνθρωπος [ἄνθρωπος] άν-θρω-πος ουσ. (αρσ.) {ανθρώπ-ου | -ων} & (λαϊκό) άθρωπος 1. ΒΙΟΛ. ον αρσενικού ή θηλυκού γένους, το πιο εξελιγμένο ανάμεσα στα πρωτεύοντα θηλαστικά της Γης, με κύρια γνωρίσματα την όρθια στάση, τη λογική σκέψη και τον έναρθρο λόγο· ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον, ως δημιουργός πολιτισμού· (περιληπτ.) το ανθρώπινο γένος, η ανθρωπότητα, συχνά σε σχέση με ορισμένη χρονική περίοδο: ~ και ζώα/τεχνολογία/φύση. Η υγεία/φυσιολογία του ~ου. Για την ασφάλεια/στην υπηρεσία του ~ου. Αλληλεπίδραση ~ου-ηλεκτρονικού υπολογιστή.|| Τα δημιουργήματα/η εξελικτική πορεία/η ιστορία του ~ου.|| Ο ~ της Αναγέννησης.|| (Οι διάφοροι πρόγονοι του σύγχρονου ~ου:) οι πρώτοι ~οι (πβ. αυστραλοπίθηκος, πιθηκ~). Ο ~ των σπηλαίων. Ο επιδέξιος ~ (homo habilis). Ο όρθιος ~ (homo erectus).|| (στον πληθ. το σύνολο των ~ων:) Οι ~οι γερνούν. Βλ. ανθρωπάκι, ανθρωπάκος, ανθρωπάριο, Θε~, προ~, συν~, υπ~, υπερ~, χιον~, χόμο. 2. συγκεκριμένη ανθρώπινη ύπαρξη (συνήθ. ως προς τις ιδιαίτερες σωματικές, πνευματικές, ψυχικές ή άλλες της ιδιότητες), άτομο, πρόσωπο: αισιόδοξος/έξυπνος/κακός/καλός/λογικός/νέος/σκληρός/τίμιος/υγιής/χαρούμενος ~. Θέλω να γίνω καλύτερος ~ (: για τον χαρακτήρα κάποιου). Τι ~ είναι; Γιατί του μιλάς έτσι του ~ου; Νέο κρούσμα του ιού/της νόσου ... σε ~ο. Ερωτεύτηκε λάθος ~ο. Έχω (δικό μου) ~ο στο ... (πβ. έμπιστος). Οι απλοί, καθημερινοί ~οι. Είμαστε πολιτισμένοι ~οι. Δεν πρέπει να χαθούν άλλοι ~οι (= ανθρώπινες ζωές).|| (που διακρίνεται για το ήθος, τα ψυχικά του χαρίσματα:) Πάνω από όλα είναι ~. Αν θέλεις να λέγεσαι ~ ... Αυτός δεν είναι ~ (βλ. αγρι~, απ~, παλι~). Βλ. αχυρ~, φιλ~.|| (με αδυναμίες, πάθη:) Μην ξεχνάς ότι ~ είμαι και εγώ.|| (η προσωπική ζωή σε αντιδιαστολή προς το επάγγελμα, το έργο:) Σαν καλλιτέχνης και σαν ~.|| (επιτατ.) Πού να τρέχω τώρα γέρος ~; Δεν ντρέπεσαι παντρεμένος ~ να ξενυχτάς;|| (για πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες:) Ψάχνω ~ο να βάψει το σπίτι (= κάποιον).|| Δεν συναντήσαμε ~ο (: ψυχή ζώσα). Δεν ήρθε ~ (= κανείς) στην εκδήλωση.|| Ο Θεός έγινε ~ (πβ. ενανθρώπηση). 3. για να δηλωθεί ότι κάποιος αναπτύσσει ορισμένη δραστηριότητα, έχει μια ιδιότητα, ανήκει σε κάποιο χώρο ή συχνάζει κάπου: (+ γεν.) ~ της θάλασσας (πβ. ναυτικός)/του θεάτρου (πβ. θεατρ~)/του Θεού (πβ. θρήσκος)/του λαού/της νύχτας/της πιάτσας/του σπιτιού (πβ. σπιτόγατος)/της τέχνης. ~οι της δράσης/του περιθωρίου/του ποδοσφαίρου.|| Δεν είναι ~ που εμπιστεύεται εύκολα κάποιον. 4. πρόσωπο που ανήκει στον κύκλο κάποιου· μέλος, στέλεχος ή υπάλληλος: Είναι ~ του κόμματος/της κυβέρνησης. Πβ. όργανο. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωποι των γραμμάτων/πνευματικοί άνθρωποι & άνθρωποι του πνεύματος {σπανιότ. στον εν. άνθρωπος}: όσοι ασχολούνται με τα γράμματα, τις επιστήμες ή την τέχνη· διανοούμενοι, λόγιοι: Η εκπομπή φιλοξενεί ~ους των γραμμάτων και των τεχνών. Πβ. διανόηση, ιντελιγκέντσια, πνευματική ηγεσία. Βλ. ταγός.[< γαλλ. les gens de lettres] , άνθρωπος του Νεάντερταλ (homo neanderthalensis): ΑΝΘΡΩΠ. υποείδος του σοφού-νοήμονα ανθρώπου (homo sapiens) που έζησε μεταξύ 100.000-40.000 π.Χ., κυρ. στην Ευρώπη και την Ασία: απολιθωμένο κρανίο του ~ου του ~., ο Υιός του Ανθρώπου/του Θεού: ΘΕΟΛ. ο Χριστός., ανθρώπινος παράγοντας/παράγων βλ. παράγοντας, άνθρωπος-σάντουιτς βλ. σάντουιτς, άνθρωπος της δουλειάς βλ. δουλειά, άνθρωπος του κόσμου βλ. κόσμος, ανώτερος άνθρωπος βλ. ανώτερος, καινός άνθρωπος βλ. καινός, σκεπτόμενος άνθρωπος/σκεπτόμενο ον βλ. σκεπτόμενος, τα ανθρώπινα δικαιώματα/τα δικαιώματα του ανθρώπου βλ. δικαίωμα ● ΦΡ.: άνθρωπέ μου & άνθρωπε του θεού: (συνήθ. σε ερωτήσεις) για να εκφραστεί αγανάκτηση, απορία ή δυσάρεστη συνήθ. έκπληξη: Μα (καλά) τι λες/τι ρωτάς ~ ~; Είσαι/πας καλά ~ ~; Τι θες, ~ ~, τέτοια ώρα; Τι κάνεις εκεί, ~ ~; Μη φωνάζεις έτσι, ~ ~!, από άνθρωπο σε άνθρωπο 1. για ό,τι μεταδίδεται, μεταβιβάζεται από το ένα πρόσωπο στο άλλο. 2. σε σύγκριση: Το DNA διαφέρει ~ ~., γίνομαι άλλος άνθρωπος: αλλάζω εντελώς ως προς τη συμπεριφορά, τον χαρακτήρα ή/και την εξωτερική μου εμφάνιση, συνήθ. προς το καλύτερο: Έχασε είκοσι κιλά και έγινε ~.|| (σπανιότ. προς το χειρότερο:) Μετά το ατύχημα έγινε ~., γίνομαι άνθρωπος/κάνω κάποιον άνθρωπο (μτφ.): αποκτώ ή κάνω κάποιον να αποκτήσει συμπεριφορά κυρ. ή εξωτερική εμφάνιση, όπως ορίζεται από τις κοινωνικές συμβάσεις: Ε, δεν ~εσαι ~ με τίποτα! Κουρεύτηκες και έγινες ~!|| Μην ξεχνάς ότι εγώ σε έκανα ~ο!, ίδε/ιδού ο άνθρωπος: (ΚΔ) (να ο άνθρωπος) (εμφατ.) λέγεται απαξιωτικά για αισχρό άνθρωπο, κυρ. για τις πράξεις του., ο άνθρωπός μου 1. πρόσωπο έμπιστο, συγγενικό ή με το οποίο κάποιος έχει στενές σχέσεις· (ειδικότ.) ο(/η) ερωτικός(/ή) σύντροφος ή ο(/η) σύζυγος: Έχασαν τον ~ό τους. Θα είμαι πάντα ~ σου. 2. το άτομο που θέλει, αναζητά κάποιος: (Δεν) είμαι ~ σου. Αναμφίβολα είναι ~ μας., σαν άνθρωπος: όπως αξίζει, αρμόζει, ταιριάζει στους ανθρώπους ή τους χαρακτηρίζει: Ζει/πέθανε ~ ~ (πβ. αξιοπρεπώς).|| ~ ~ κι εγώ έχω ελαττώματα., σαν ένας άνθρωπος: ενωμένοι, όλοι μαζί: Το πλήθος ~ ~ ξεσηκώθηκε και φώναξε., τα λάθη είναι ανθρώπινα/άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε & τα λάθη είναι για τους ανθρώπους: για να δηλωθεί ότι ο άνθρωπος έχει ελαττώματα, πάθη: Να θυμάσαι πάντα ότι ~ ~., τι σου είναι ο άνθρωπος!: για να εκφραστεί έκπληξη, θαυμασμός για τα ανθρώπινα έργα ή λόγια ή για να τονιστεί η ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης: ~ ~! Ένα τίποτα. Βλ. τι σου είναι ο κόσμος!, άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει βλ. βουλή, άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο βλ. απελέκητος, άνθρωπος της οικογένειας βλ. οικογένεια, άνθρωπος των άκρων βλ. άκρο, ενώπιον Θεού και ανθρώπων βλ. ενώπιον, καλέ μου άνθρωπε! βλ. καλός, μια σπιθαμή άνθρωπος βλ. σπιθαμή, ο άνθρωπος για τον άνθρωπο (είναι) λύκος βλ. λύκος, ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση βλ. κατάλληλος [< αρχ. ἄνθρωπος, γαλλ. homme, αγγλ. man, γερμ. Mensch]

ανώτερος

ανώτερος, η, ο [ἀνώτερος] α-νώ-τε-ρος επίθ. {(λόγ.) αρσ.-ουδ. -έρου, (λόγ.) θηλ. -έρα, -έρας | (λόγ.) -έρων, (λόγ.) αρσ. -έρους} ΑΝΤ. κατώτερος 1. που βρίσκεται σε υψηλότερο επίπεδο από κάποιον ή κάτι άλλο, κατέχει ιεραρχικά υψηλότερη θέση: ~η: εκπαίδευση (βλ. ανώτατη, μέση, πρωτοβάθμια)/μόρφωση/σχολή. ~α Μαθηματικά. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να πιστεύει σε μια ~η δύναμη (πβ. θεϊκή)/(+ β΄όρο σύγκρισης) σε κάτι ~ο από αυτόν. (ως ουσ.) Η ~έρα (: τάξη στο ωδείο).|| ~ος: δικαστικός/διπλωμάτης/κλήρος/λειτουργός/υπάλληλος. ~ο: αξίωμα (= μεγαλύτερο)/στέλεχος. (+ άρθ.) Κατέχει τον ~ο (= ύψιστο) βαθμό στο στράτευμα. Ανήκει στα ~α κοινωνικά στρώματα (βλ. αριστοκρατία, ελίτ). (ως ουσ.) Υπακοή στους ~έρους. 2. που βρίσκεται σε υψηλότερο σημείο τοπικά, ποσοτικά ή ποιοτικά: στα ~α στρώματα της ατμόσφαιρας.|| (+ άρθ.) Το ~ο ποσό σύνταξης που χορηγείται ... (πβ. μέγιστο).|| ~α ιδανικά (πβ. ευγενή, υψηλά). Παλεύει για έναν ~ο σκοπό. Ελαιόλαδο ~ης ποιότητας (= εκλεκτό, εξαιρετικό). 3. ΒΙΟΛ. για ζωικό ή φυτικό οργανισμό που βρίσκεται σε προηγμένο εξελικτικό στάδιο: ~α: θηλαστικά. ● επίρρ.: ανώτερα ● ΣΥΜΠΛ.: ανώτερος άνθρωπος: που αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση με ηθική υπεροχή, αξιοπρέπεια: Επειδή είμαι ~ ~, δεν θα το σχολιάσω. Πβ. αξιοπρεπής. ΑΝΤ. αναξιοπρεπής, μικροπρεπής, ανώτατος/ανώτερος/κατώτερος αξιωματικός βλ. αξιωματικός, ανωτέρα βία βλ. βία ● ΦΡ.: και/κι εις ανώτερα (λόγ.-ευχετ.) & (προφ.) και σ' ανώτερα: για ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία ή πρόοδο: Συγχαρητήρια για το πτυχίο σου, ~ ~! , κλάσεις ανώτερος βλ. κλάση2 [< αρχ. ἀνώτερος, γαλλ. supérieur]

απελέκητος

απελέκητος, η, ο [ἀπελέκητος] α-πε-λέ-κη-τος επίθ. (λαϊκό) 1. (μτφ.-συχνά μειωτ.) ακαλλιέργητος: (για πρόσ.) Άξεστος και ~. Είναι/έμεινε κούτσουρο ~ο. Πβ. αγράμματος.|| ~η: γλώσσα (= ανεπιτήδευτη)/γραφή (= αδούλευτη). 2. (κυριολ.) που δεν έχει πελεκηθεί, λαξευτεί, ακατέργαστος: ~ος: βράχος. ● ΦΡ.: άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο (παροιμ.): για να δηλωθεί πόσο άσχημο πράγμα είναι η αγραμματοσύνη. [< 2: μτγν. ἀπελέκητος]

αυστραλοπίθηκος

αυστραλοπίθηκος [αὐστραλοπίθηκος] αυ-στρα-λο-πί-θη-κος ουσ. (αρσ.): ΠΑΛΑΙΟΝΤ. γένος της τάξης των ανθρωπιδών (επιστ. ονομασ. Australopithecus africanus), συγγενές προς τον χιμπατζή, που εμφανίστηκε στη ΝΑ Αφρική πριν από τέσσερα περ. εκατομμύρια χρόνια. Βλ. ανθρωπογένεση, πρωτεύοντα. [< αγγλ. australopithecus, 1924, γαλλ. australopithèque, πριν από το 1955]

βιογεωγραφικός

βιογεωγραφικός, ή, ό βι-ο-γε-ω-γρα-φι-κός επίθ.: ΒΙΟΓΕΩΓΡ. που σχετίζεται με τη βιογεωγραφία: η μεσογειακή ~ή περιοχή. [< γαλλ. biogéographique, 1907, αγγλ. biogeographic]

βιομετρία

βιομετρία βι-ο-με-τρί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΒΙΟΛ.-ΑΝΘΡΩΠ. επιστημονικός κλάδος που μελετά τα βιολογικά και φυσικά φαινόμενα με τη βοήθεια ειδικών στατιστικών αναλύσεων: δασική ~. Πβ. βιοστατιστική. Βλ. ανθρωπομετρία. 2. βιομετρική. Βλ. -μετρία. [< 1: γαλλ. biométrie, αγγλ. biometry, 1901, γερμ. Biometrie]

βουλή

βουλή βου-λή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Β) 1. ΠΟΛΙΤ. (στο δημοκρατικό πολίτευμα) αντιπροσωπευτικό συλλογικό πολιτικό όργανο που ασκεί τη νομοθετική εξουσία και τον κοινοβουλευτικό έλεγχο· κατ' επέκτ. οι βουλευτές: αποφάσεις/οι Επιτροπές/η ημερήσια διάταξη/το κανάλι/οι κανονισμοί/η ολομέλεια/τα όργανα/τα πρακτικά/το Προεδρείο/ο Πρόεδρος της ~ής (των Ελλήνων). Οι αρμοδιότητες της ~ής (: κυρ. ψήφιση Συντάγματος και προϋπολογισμού, εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας και αιρετών οργάνων, παροχή ψήφου εμπιστοσύνης, άσκηση οιωνεί δικαστικών καθηκόντων, απόφαση για διενέργεια δημοψηφίσματος). Διάλυση/σύγκληση/συνεδρίαση της ~ής. Διακοπή/έναρξη/λήξη των εργασιών της ~ής. Επερώτηση/ομιλία/παρέμβαση στη ~. Τροπολογία που συζητείται στη ~. (για υποψήφιο βουλευτή:) Έμεινε εκτός ~ής (ΑΝΤ. Μπήκε στη ~ = εκλέχθηκε). Το νομοσχέδιο ήρθε για/προς ψήφιση στη ~.|| Η ~ απέρριψε/ενέκρινε/ψήφισε την πρόταση νόμου. Βλ. ευρω~. ΣΥΝ. κοινοβούλιο 2. (συνεκδ.) το αντίστοιχο κτίριο: διαδήλωση/συγκέντρωση στη/έξω από τη ~. βουλές (οι) (λόγ.): επιθυμίες, σκέψεις: ανεξιχνίαστες οι ~ τους. ● ΣΥΜΠΛ.: Άνω Βουλή: ΠΟΛΙΤ. το ανώτερο από τα δύο νομοθετικά σώματα ξένων χωρών, τα μέλη του οποίου διορίζονται βάσει κληρονομικού δικαιώματος ή εκλέγονται με έμμεση ψηφοφορία (δηλ. η Γερουσία και η Βουλή των Λόρδων). [< αγγλ. Upper House] , Βουλή των Εφήβων: ετήσιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Βουλής των Ελλήνων, στο οποίο συμμετέχουν, ύστερα από επιλογή, μαθητές της Β' Λυκείου από την Ελλάδα, την Κύπρο και τα ελληνικά σχολεία του εξωτερικού: σύνοδος της ~ής ~., Κάτω Βουλή: ΠΟΛΙΤ. το κατώτερο από τα δύο νομοθετικά σώματα ξένων χωρών, τα μέλη του οποίου εκλέγονται άμεσα από τον λαό (δηλ. η Βουλή των Αντιπροσώπων, η Βουλή των Κοινοτήτων και η Εθνοσυνέλευση). [< αγγλ. Lower House] , Αναθεωρητική Βουλή βλ. αναθεωρητικός, Βουλή των Κοινοτήτων βλ. κοινότητα, Βουλή των Λόρδων βλ. λόρδος, Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας (της Βουλής) βλ. θεσμός, Συντακτική/Συνταγματική Βουλή βλ. συντακτικός, τμήμα (θερινών) διακοπών της Βουλής βλ. διακοπές ● ΦΡ.: άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει (γνωμ.-αρχαιοπρ.): οι ανθρώπινες επιθυμίες ή προσδοκίες ανατρέπονται από τη θεϊκή βούληση και γενικότ. από την πραγματικότητα., άγνωσται αι βουλαί/άγνωστες οι βουλές του Κυρίου/του Υψίστου βλ. άγνωστος [< αρχ. βουλή, γαλλ. Parlement, αγγλ. Parliament]

-γένεση

-γένεση: β' συνθετικό ουσιαστικών που δηλώνει τη γέννηση, τη δημιουργία: αβιο~/αγγειο~/ανθρωπο~/βιο~/εμβρυο~/ιζηματο~/καρκινο~/κοσμο~/κυτταρο~/λιπο~/οργανο~/οστεο~/παθο~/παρα~/παρθενο~/σεισμο~. Πβ. -γονία.

δικαίωμα

δικαίωμα δι-καί-ω-μα ουσ. (ουδ.) {δικαιώμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΝΟΜ. εξουσία, ελευθερία που απονέμεται από το Δίκαιο σε ορισμένο πρόσωπο (τον δικαιούχο), για την ικανοποίηση έννομου συμφέροντος: αστικά/ατομικά/επαγγελματικά ~ατα. ~ αυτοδιάθεσης (των λαών)/γνώμης/επιβίωσης/εργασίας/ιδιοκτησίας/ισότητας/(ελεύθερης) κυκλοφορίας των πολιτών/συνταξιοδότησης/ψήφου. ~ στη(ν) αξιοπρέπεια/εκπαίδευση/έκφραση/ελευθερία/ζωή/μόρφωση/πληροφόρηση/σωματική ακεραιότητα. Διασφάλιση/θεμελίωση/κατοχύρωση/μεταβίβαση/παραβίαση/παραχώρηση/(δικαστική) στέρηση ~ατος. Αναγνωρίζω/ασκώ/διεκδικώ/εκχωρώ/επικαλούμαι/κατακτώ/προασπίζω/προστατεύω/σέβομαι/χάνω ένα ~. Δεν έχει το ηθικό ~ να ... Η απεργία αποτελεί αδιαπραγμάτευτο/αναφαίρετο/απαράγραπτο ~ των εργαζομένων. Η εταιρεία διατηρεί το ~ τροποποίησης των όρων της σύμβασης. Προβάλλει ~ατα κυριότητας επί της/στη ... 2. άδεια ή δυνατότητα που αναγνωρίζεται σε κάποιον (να πράξει κάτι): ~ διαμονής/εγγραφής/εξαγοράς/επιλογής/επιστροφής προϊόντος/πρόσβασης (σε πηγές)/προτεραιότητας/προτίμησης/υποβολής (φακέλου, υποψηφιότητας). Ποιος σου έδωσε το ~ να επέμβεις στη συζήτηση; Mε ποιο ~ έψαξες τα προσωπικά μου αντικείμενα; Έχω (το) ~ να μάθω την αλήθεια (= δικαιούμαι). Αποτελεί/είναι ~ά μου να αρνηθώ την πρότασή σου. ~ δανεισμού από τη βιβλιοθήκη έχουν όλοι οι φοιτητές. Κάρτα που παρέχει ~ εισόδου σε μουσεία. ~ συμμετοχής στον διαγωνισμό. ~ στο αύριο/στην ελπίδα/στον έρωτα/στο όνειρο/στο χαμόγελο. δικαιώματα (τα): νόμιμη αμοιβή, ποσοστό, φόρος που μπορεί να ζητηθεί: συμβολαιογραφικά ~. Καταβάλλω/πληρώνω ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αποδυνάμωση δικαιώματος: ΝΟΜ. που η ισχύς του έχει μειωθεί ή καταργηθεί λόγω αδράνειας κατά την άσκησή του: ~ ~ στο εργατικό/ιδιωτικό δίκαιο. [< γερμ. Verwirkung] , δικαίωμα επικοινωνίας ΝΟΜ. 1. (στο Διεθνές Δίκαιο) το δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης των πολιτών από μια χώρα σε άλλη. 2. (στο Οικογενειακό Δίκαιο) το δικαίωμα επικοινωνίας γονέα με τέκνο του οποίου δεν έχει την επιμέλεια., εργατικά δικαιώματα {σπανιότ. στον εν.}: το σύνολο των δικαιωμάτων των εργαζομένων: Εργατική Νομοθεσία και ~ ~. Τα ~ ~ των γυναικών., περιουσιακά δικαιώματα: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. δικαιώματα ιδιοκτησίας. [< αγγλ. economic rights, γαλλ. droits patrimoniaux] , πολιτικά δικαιώματα & πολιτικές ελευθερίες: ΝΟΜ. το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, της ελευθερίας έκφρασης, της άσκησης ελέγχου της εξουσίας, της συμμετοχής στα κοινά και σε φορείς συλλογικής δράσης. [< αγγλ. civil rights, γαλλ. droits civils] , τα ανθρώπινα δικαιώματα/τα δικαιώματα του ανθρώπου: θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα που απορρέουν από τη φύση του ανθρώπου και θεωρούνται απαραβίαστα: Χάρτα/Χάρτης των ~ίνων ~άτων. Καταπάτηση των ~ίνων ~άτων/των ~άτων ~. [< αγγλ. human rights, γερμ. die Menschenrechte] , χρηματοοικονομικά δικαιώματα: ΝΟΜ. δυνατότητα αγοράς ή πώλησης τίτλου σε ορισμένη τιμή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα., αμεταβίβαστη αξίωση/αμεταβίβαστο δικαίωμα βλ. αμεταβίβαστος, ασφαλιστικά δικαιώματα βλ. ασφαλιστικός, δικαίωμα ακρόασης βλ. ακρόαση, δικαίωμα αναφοράς βλ. αναφορά, δικαίωμα επίσχεσης βλ. επίσχεση, δικαίωμα προαίρεσης/προαιρέσεως βλ. προαίρεση, δικαίωμα υψούν βλ. υψούν, Ειδικό Τραβηκτικό Δικαίωμα βλ. τραβηκτικός, έκδοση δικαιωμάτων βλ. έκδοση, εμπράγματο δικαίωμα βλ. εμπράγματος, η ελευθερία/το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι βλ. συνδικαλίζομαι, η ελευθερία/το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι βλ. συνεταιρίζομαι, κατάχρηση δικαιώματος βλ. κατάχρηση, κεκτημένο δικαίωμα βλ. κεκτημένος, κληρονομικώ δικαίω/δικαιώματι βλ. κληρονομικός, πνευματικά δικαιώματα βλ. πνευματικός, συγγενικά δικαιώματα βλ. συγγενικός, συγγραφικά δικαιώματα βλ. συγγραφικός, το δικαίωμα/η ελευθερία του συνέρχεσθαι βλ. συνέρχομαι ● ΦΡ.: δίνω δικαίωμα/δικαιώματα (να) βλ. δίνω, επιφυλάσσει το δικαίωμα βλ. επιφυλάσσω, ιδίω δικαιώματι βλ. ίδιος1 [< αρχ. δικαίωμα, γαλλ. droit(s), γερμ. Recht, αγγλ. right(s)]

δουλεία

δουλεία δου-λεί-α ουσ. (θηλ.) 1. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος· κάθε μορφή ανελευθερίας ή εξάρτησης από κάτι: η απαγόρευση/ο ζυγός/ο απάνθρωπος θεσμός/η κατάργηση της ~ας. Εργάζονται/ζουν υπό συνθήκες ~ας. Το καθεστώς της ~ας (πβ. δουλοκτησία). Βλ. εθελοδουλία.|| Σεξουαλική ~. || (μτφ.) Πνευματική ~. Πβ. υποδούλωση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Η ~ της αμαρτίας/των παθών. ΣΥΝ. σκλαβιά (1), υποτέλεια ΑΝΤ. ανεξαρτησία, ελευθερία 2. ΝΟΜ. περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα επί ξένου ακινήτου που δίνει την εξουσία στον δικαιούχο να αποκομίζει κάποιες ωφέλειες από αυτό: πλήρης/πραγματική (: για την εξυπηρέτηση των αναγκών άλλου ακινήτου)/προσωπική (: υπέρ συγκεκριμένου προσώπου, π.χ. επικαρπία, οίκηση) ~. ~ διόδου/υπονόμου. Σύσταση ~ας. Απόσβεση της ~ας λόγω εικοσαετούς αχρησίας. Κυριότητα, ~ες, ενέχυρο και υποθήκη. [< 1: αρχ. δουλεία 2: γαλλ. servitude]

εκ- & εξ- & έκ- & έξ-

εκ- & εξ- & έκ- & έξ- {εκ- πριν από σύμφωνο}: λόγια πρόθεση που χρησιμοποιείται ως πρόθημα, κυρ. σε ρήματα και ουσιαστικά και δηλώνει μεταβολή, αφαίρεση, κίνηση από τόπο, υπέρβαση χρονικού ορίου: εξ-αϋλώνω/~αερώνω. Εκ-ριζώνω (πβ. ξε-). Εκ-χιονισμός (πβ. απο-).|| Εκ-βάλλω/~φεύγω. Εξ-έρχομαι (ΑΝΤ. εισ-.). Εκ-τόπιση.|| Εκ-πρόθεσμος (ΑΝΤ. εμ-).|| (επιτατ.) Έκ-θαμβος.|| (με στερητική σημ.) Εκ-τόνωση.

ενώπιον

ενώπιον [ἐνώπιον] ε-νώ-πι-ον επίρρ. (+ γεν.) (λόγ.): μπροστά σε κάποιον ή κάτι: δίκη ~ (= παρουσία) ακροατηρίου. Βρίσκονται ~ άλλης μιας πρόκλησης/κρίσιμων αποφάσεων. Δηλώνω ~ όλων ότι ... Οδηγήθηκε ~ του ανακριτή/της Δικαιοσύνης. Παρουσιάστηκε ~ των δικαστών. Το θέμα τέθηκε ~ της Επιτροπής/του κοινού. Πβ. απέναντι. ● ΦΡ.: ενώπιον Θεού και ανθρώπων (λόγ.): (για ηθικό χρέος ή δέσμευση) μπροστά στον Θεό και τους ανθρώπους: Είναι υπόλογος ~ ~. Αποφάσισαν να ενώσουν τις ζωές τους ~ ~ (= να παντρευτούν)., προ/ενώπιον των ευθυνών βλ. ευθύνη [< μτγν. ἐνώπιον]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

καινός

καινός, ή, ό και-νός επίθ. (λόγ.): καινούργιος. Κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: καινός άνθρωπος: ΕΚΚΛΗΣ. ψυχικά αναγεννημένος., καινά δαιμόνια βλ. δαιμόνιο, Καινή Διαθήκη βλ. διαθήκη ● ΦΡ.: ουδέν καινόν υπό τον ήλιον (γνωμ.): καθετί που παρουσιάζεται ως καινούργιο, στην πραγματικότητα έχει ξανασυμβεί. Βλ. κρυπτός. [< αρχ. καινός]

καλός

καλός, ή, ό κα-λός επίθ. {συγκρ. καλύτερος, υπερθ. άριστος (λόγ.) κάλλιστος} ΑΝΤ. κακός 1. που χαρακτηρίζεται από θετικά συναισθήματα και φιλική διάθεση απέναντι στους άλλους, αγάπη, ανιδιοτέλεια, συμπόνια και πραότητα: Είναι ~ άνθρωπος/χαρακτήρας (πβ. αγαθός, άδολος, άκακος, ήρεμος). Είστε τόσο ~ (βλ. εξυπηρετικός)! Είναι ο ~ μου άγγελος (πβ. φύλακας άγγελος)! Είναι ~ή με όλους (βλ. ευγενικός, ευπροσήγορος, καλοσυνάτος, καταδεκτικός, μειλίχιος, προσηνής, προσιτός). || Έχει ~ή καρδιά/ψυχή (= είναι καλό-καρδη, -ψυχη). Δείχνει τον ~ό του εαυτό/την ~ή του πλευρά.|| ~ές πράξεις/~ά έργα (βλ. φιλανθρωπία). Έχει ~ό σκοπό/~ές προθέσεις (βλ. αγνός).|| Παριστάνει τον ~ό. Μου έκανε την ~ή μέχρι να την εξυπηρετήσω. 2. ηθικός, ήσυχος, υπάκουος· ευπρεπής, κόσμιος: ~ κι ενάρετος. Πβ. έντιμος.|| (οικ.) ~ό: σκυλάκι. Τα ~ά παιδιά δεν κάνουν αταξίες! Θα πας αμέσως στο κρεβάτι σου σαν ~ό κοριτσάκι που είσαι! Τι κάνει σήμερα το ~ό μας το αγόρι;|| ~ή: μεταχείριση. Κανόνες ~ής συμπεριφοράς (πβ. σαβουάρ βιβρ). Αποφυλακίστηκε λόγω ~ής διαγωγής. Έχει πάρει ~ή αγωγή/ανατροφή. Έχει ~ούς τρόπους. 3. που διαθέτει κύρος και κοινωνική αναγνώριση, λόγω πλούτου, επαγγέλματος ή/και ήθους: νέος ~ής οικογενείας. Είναι από ~ή γενιά/~ό σόι. Πβ. αριστοκρατικός. Βλ. ανφάν γκατέ, ελίτ, τζετ σετ.|| Απέκτησε ~ό όνομα/~ή φήμη (βλ. αναγνωρισμένος, αξιόπιστος).|| Πήγε σε ~ό σχολείο. Μπήκε σε ~ή σχολή. Έκανε ~ό γάμο. Διατίθεται σε όλα τα ~ά καταστήματα (βλ. επιλεγμένος). 4. σύμφωνος με κοινώς αποδεκτές αξίες ή απαιτήσεις, σωστός: ~ός: εργοδότης (πβ. δίκαιος)/πολίτης (πβ. υπεύθυνος)/υπάλληλος (πβ. ευσυνείδητος, συνεπής)/φίλαθλος/χριστιανός (πβ. ευσεβής, πιστός). Υπήρξε ~ πατέρας και σύζυγος.|| Θα μου δανείσεις το βιβλίο σου, σαν ~ φίλος που είσαι; 5. ικανός: ~ός: αθλητής/γιατρός/δάσκαλος/επιστήμονας/ηθοποιός/μαθητής/μουσικός/οδηγός/πολιτικός/συγγραφέας. Είναι ~ (= κάνει) για δικηγόρος. ~ στο να λύνει προβλήματα. Πβ. άξιος, επιδέξιος.|| Ήταν ~ σε όλα τα μαθήματα (πβ. γερός, δυνατός).|| ~ός: ακροατής (πβ. προσεκτικός). 6. που τηρεί κάποιες προδιαγραφές· επαρκής, ικανοποιητικός: ~ός: έλεγχος (πβ. διεξοδικός). ~ή: γνώση (της Αγγλικής)/διατροφή/μόρφωση. Συμβουλές για ~ή υγεία. Χρειάζεσαι έναν ~ό ύπνο! Παρέα μ' ένα ~ό βιβλίο. -Τι λες για το σχέδιό μου; -~ό μου ακούγεται! Έχει ~ούς βαθμούς.|| Πολύ ~ές συνθήκες (= εξαιρετικές). Χαρτί ~ής ποιότητας. Μεταχειρισμένο αμάξι σε πολύ ~ή κατάσταση.|| ~ή: δόση/μερίδα.|| (ΑΘΛ.) (για δρομέα:) Έκανε ~ό χρόνο. Έκαναν αρκετά ~ή εμφάνιση/προσπάθεια. Στον ημιτελικό δεν ήταν καθόλου ~οί.|| ~ός: φωτισμός. ~ή: ορατότητα. Δεν έχει καλή όραση/φωνή (: είναι παράφωνος).|| Βρήκε ~ή δουλειά.|| Λάτρης του ~ού φαγητού (πβ. καλοφαγάς).|| ~ός: μισθός. ~ό: μεροκάματο. ~ά: λεφτά.|| ~ό: ανακάτεμα/καθάρισμα/ξέβγαλμα/πλύσιμο (πβ. σχολαστικός). Το κρέας θέλει ~ό ψήσιμο (πβ. καλοψημένος).|| Δέκα ~οί λόγοι για να ... 7. επιτυχημένος, εύστοχος: ~ός: συγχρονισμός/υπολογισμός/χειρισμός. ~ή: βολή/παρατήρηση/πρόταση/σκέψη/συμβουλή/τακτική. ~ό: άλλοθι/επιχείρημα/ερώτημα. Καμιά ~ή ιδέα; Δεν έγινε ~ή συνεννόηση. (προφ.) Καλόοο! Ελπίζω να έχεις μια ~ή δικαιολογία που άργησες. 8. χρήσιμος· συμφέρων, επικερδής: Θες μια ~ή συμβουλή; Πήρα ~ές πληροφορίες. Δεν θα σου χρειαστεί άμεσα, αλλά ~ό είναι να το ξέρεις.|| ~ή: ευκαιρία/περίπτωση/συμφωνία. ~ές: αγορές/τιμές. Δεν κάνει ~ή (= συνετή) χρήση των χρημάτων. Η χρονιά ήταν ~ή (ενν. οικονομικά) για την περιοχή. (ευχετ.) ~ές δουλειές! Πβ. αποδοτικός, κερδο-, προσοδο-φόρος.|| Φάρμακο ~ό για τον λαιμό. Πβ. ωφέλιμος.|| Άμα δεν ξέρεις, ~ό θα ήταν να μην μιλάς! 9. ευνοϊκός, θετικός· ευχάριστος: ~ή: διάθεση/τύχη (πβ. καλοτυχία). ~ό: προαίσθημα. ~ές: προοπτικές. (ευχετ.) ~ά αποτελέσματα!|| ~ός: καιρός (πβ. καλοκαιρία).|| ~ή εποχή για διακοπές. Τον πέτυχα σε ~ή στιγμή. Ήρθες σε ~ή ώρα.|| Διαπραγματεύσεις μέσα σε ~ό κλίμα (ΑΝΤ. δυσμενής).|| Χρειάζομαι μια ~ή ζαριά. Έχει ~ό χαρτί.|| Έκανε ~ή εντύπωση. Το έργο πήρε ~ές κριτικές. Έχει ~ές συστάσεις. Πες της και κανά ~ό λόγο για μένα! Μόνο ~ά λόγια άκουσα για σένα! ΑΝΤ. αρνητικός.|| Αν έχεις ~ή παρέα, δεν θες τίποτε άλλο. Φέρνω ~ά νέα. Επιτέλους και μια ~ή είδηση! (προφ.) Τώρα αυτό είναι ~ό; ΑΝΤ. δυσάρεστος. 10. ωραίος, συμπαθητικός: ~ή: εμφάνιση. ~ό: παρουσιαστικό/σώμα. ~ά: χαρακτηριστικά.|| Δεν κάνει ~ά γράμματα. Έχει ~ό γούστο.|| (συγκαταβατικά) -Πώς σου φαίνεται; -~. ΑΝΤ. άσχημος (1) 11. επίσημος: Θα στρώσω το ~ό τραπεζομάντιλο. Πέρασα τις σημειώσεις στο ~ό τετράδιο. (μτφ., σε φωτογράφιση:) Θέλω να μου χαρίσετε το ~ό σας χαμόγελο! Έβαλα/φόρεσα τα ~ά μου παπούτσια/ρούχα. Βλ. καθημερινός, πρόχειρος. 12. που βολεύει κάποιον περισσότερο: Γράφω με το ~ό χέρι (βλ. αριστερό-, δεξιό-χειρας). Κλότσα τη μπάλα με το ~ό σου πόδι! 13. στενός, εγκάρδιος: Είναι ~οί φίλοι. Έχει πολύ ~ές σχέσεις με τους γονείς της. 14. χωρίς προβλήματα, ομαλός: Ήταν ~ή η μέρα σου σήμερα; Είχε ~ά γεράματα.|| (κυρ. ευχετ.) ~ό δρόμο/μήνα! ~όν ύπνο! ~ή: ανάρρωση/αντάμωση (: για αποχαιρετισμό)/αρχή/επιτυχία/ξεκούραση/όρεξη/πρόοδο/τύχη/χρονιά/χώνεψη! ~ή Ανάσταση και ~ό Πάσχα! ~ή σου μέρα (= καλημέρα)! ~ό: καλοκαίρι/κουράγιο/ταξίδι/τριήμερο! ~ές: διακοπές! 15. (ειρων.) (για ώρα ή χρονικό σημείο) περασμένος: Μέχρι να γυρίσει, ~ό Σεπτέμβρη/~ά μεσάνυχτα! ● Ουσ.: ο καλός: ενν. άνθρωπος, ήρωας (έργου): Στη ζωή δεν νικάνε πάντα οι ~οί.|| Έπαιζε τον ρόλο του ~ού. ΑΝΤ. ο κακός ● Υποκ.: καλούτσικος , η, ο: σχετικά καλός. Πβ. μέτριος. [< μεσν. καλούτσικος] ● ΣΥΜΠΛ.: Καλές Τέχνες βλ. τέχνη, καλές υπηρεσίες βλ. υπηρεσία, καλή ζωή βλ. ζωή, καλή θέληση βλ. θέληση, καλή λευτεριά! βλ. λευτεριά, καλή πίστη βλ. πίστη, καλή χοληστερόλη/χοληστερίνη βλ. χοληστερόλη, καλός/κακός αγωγός βλ. αγωγός, ο καλός Θεός/θεούλης βλ. θεός, ο καλός κόσμος βλ. κόσμος, υψηλή/καλή κοινωνία βλ. κοινωνία ● ΦΡ.: βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου (προφ.): για να δηλωθεί η μάταιη προσπάθεια να (μετα)πειστεί κάποιος: ~ ~, τίποτα αυτός, τον χαβά του! Πβ. βρε αμάν, βρε ζαμάν., καλά όλ' αυτά, αλλά ... (προφ.): ως έκφρ. επιφύλαξης σε άποψη ή κατάσταση που γίνεται μόνο συγκαταβατικά αποδεκτή: Θα μου πεις ~ ~ πώς μπορεί κάποιος να τα εφαρμόσει; Πβ. ναι μεν, αλλά., καλέ μου άνθρωπε! (προσφών.-ευφημ.): Λυπήσου με, ~ ~! Γιατί, ~ ~, φωνάζεις έτσι;, καλό κι αυτό/καλό και τούτο! (προφ.): για να δηλωθεί έκπληξη: ~ ~! Τι άλλο θ' ακούσουμε; (ειρων.) Αυτόν επέλεξαν; ~ ~!, καλός είναι κι αυτός/και τούτος/του λόγου του! (προφ.-ειρων.): επικριτικά για κάποιον που η συμπεριφορά του εκπλήσσει ή ενοχλεί. Πβ. άλλος (κι) αυτός!, καλός/καλή/καλό μου (οικ.): για αγαπημένο πρόσωπο: (προσφών.) Ήρθες, ~έ μου; Έλα εδώ, ~ό μου, γιατί κλαις;|| (ως ουσ., ερωτικός σύντροφος:) Περιμένει τον ~ό της/την ~ή του (βλ. αγαπημένος, φίλος/φιλενάδα)., με την καλή έννοια (του όρου) (προφ.): ως διευκρίνιση για χαρακτηρισμό ή δήλωση που μπορεί να παρεξηγηθεί: Σε ζηλεύω, ~ ~!|| (ειρων.-χιουμορ.) Είναι τρελή, ~ ~ (πάντα)!, ο καλός καλό δεν έχει (παροιμ.): ο καλόκαρδος άνθρωπος δεν βρίσκει ευτυχία και ανταπόδοση της καλοσύνης του., ο καλός/η καλή σου (ειρων.): για να δηλωθεί ενόχληση ή το ευτράπελο μιας συμπεριφοράς, χωρίς να κατονομαστεί ο δράστης: Στρίβω δεξιά, από πίσω κι ο ~ ~! Κινώ, λοιπόν, ο ~ ~, να πάω στο ... Έφυγε η ~ ~ και μ' άφησε να βγάλω εγώ το φίδι απ' την τρύπα! Πάει να σηκωθεί, πάρτην κάτω την ~ή ~!, όλοι οι καλοί χωράνε: (προτρεπτικά) για να δηλωθεί ότι όλοι οι καλόβολοι άνθρωποι είναι ευπρόσδεκτοι: Μπείτε κι εσείς, ~ ~. Πβ. χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε., πολύ καλός για ...: πολύ ανώτερος από κάποιον άλλον ή από τον μέσο όρο: ~ ~ό για να είναι αληθινό! Είναι πολύ ~ή για σένα (= σου πέφτει πολλή)!, τέλος καλό, όλα καλά: όταν κάτι έχει αίσιο τέλος, ξεχνά κανείς τις δυσκολίες και τα προβλήματα που συνάντησε: Πέρασε κάποιες περιπέτειες με την υγεία του αλλά ~ ~. [< αγγλ. all's well that ends well] , το δέκα/το δύο το καλό (στην τράπουλα): το δέκα καρό ή το δύο σπαθί: (μτφ., για καλή τύχη:) Έχει πιάσει το δέκα ~ ~., (αγωνίστηκε/έδωσε) τον αγώνα τον καλό βλ. αγώνας, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, για καλή/για κακή μου τύχη βλ. τύχη, δεν θα έχω καλά ξεμπερδέματα/θα έχω κακά/άσχημα ξεμπερδέματα βλ. ξεμπέρδεμα, δεν λες καλά/καλύτερα (που) ... βλ. λέω, δίνω το (καλό/κακό) παράδειγμα βλ. παράδειγμα, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται βλ. μέρα, η ώρα η καλή! βλ. ώρα, κάθε εμπόδιο για καλό βλ. εμπόδιο, καλά ξεμπερδέματα βλ. ξεμπέρδεμα, καλά ξυπνητούρια! βλ. ξυπνητούρια, καλά στέφανα! βλ. στέφανα, καλά/καλό θα 'τανε βλ. καλά, καλές γιορτές! βλ. γιορτή, καλή καρδιά! βλ. καρδιά, καλή του ώρα βλ. ώρα, καλή ώρα βλ. ώρα, καλής γειτονίας βλ. γειτονία, καλό βόλι βλ. βόλι, καλό βράδυ! βλ. βράδυ, καλό κατευόδιο! βλ. κατευόδιο, καλό ξημέρωμα! βλ. ξημέρωμα, καλό/κακό προηγούμενο βλ. προηγούμενο, Καλός πολίτης! βλ. πολίτης, καλός, χρυσός και άγιος, αλλά ... βλ. άγιος, καλούς απογόνους! βλ. απόγονος, μέσα/μες στην καλή/τρελή χαρά βλ. χαρά, μια/μία ωραία πρωία βλ. πρωία, ο καλός ποιμήν βλ. ποιμένας, ο καλός Σαμαρείτης βλ. Σαμαρείτης, ο παλιός καλός ... βλ. παλιός, οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους βλ. λογαριασμός, όλα καλά/όλα ωραία, όλα ανθηρά βλ. ανθηρός, όλοι (οι καλοί) μαζί/όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια βλ. ψωριάρης, παίρνω τον καλό δρόμο βλ. δρόμος, σε καλά χέρια βλ. χέρι, σε καλή μεριά! βλ. μεριά, σε καλό δρόμο/σε καλή πορεία βλ. δρόμος, στα καλά καθούμενα/του καθουμένου βλ. καθούμενος, το καλό πρά(γ)μα αργεί να γίνει βλ. αργώ, το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι βλ. παλικάρι, του καλού καιρού βλ. καιρός, χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε (, ένας κακός δεν χωρεί) βλ. χίλιοι ● βλ. καλά, καλό, καλώς [< αρχ. καλός]

κατάλληλος

κατάλληλος, η, ο κα-τάλ-λη-λος επίθ. {καταλληλότ-ερος, -ατος}: που διαθέτει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά για να εφαρμοστεί σε δεδομένη περίσταση, να χρησιμοποιηθεί για συγκεκριμένο σκοπό ή να κάνει κάτι: ~ος: εξοπλισμός/φωτισμός. Ο ~ τρόπος (= ευνοϊκός, πρόσφορος). Η ~η απάντηση (= ανάλογη, δέουσα)/θεραπεία (= ενδεδειγμένη)/λύση/στιγμή. Το ~ο λογισμικό/φάρμακο. Οι ~ες διαδικασίες/προϋποθέσεις (: αναγκαίες)/συνθήκες. Ταινία ~η για άτομα άνω των δεκαπέντε ετών. Δημιουργία του ~ου πλαισίου. Δεν μπορώ να βρω τον ~ο όρο/την ~η λέξη για να περιγράψω ... (πβ. δόκιμος). Δεν είναι η ~η στιγμή/ώρα να ... Του δόθηκε η ~η ευκαιρία. Δεν έχει τις ~ες γνώσεις/τα ~α προσόντα για τη θέση (πβ. επαρκής). Προχώρησαν στις ~ες ενέργειες/στους ~ους χειρισμούς. Λήφθηκαν τα ~α μέτρα/οι ~ες προφυλάξεις (πβ. απαραίτητος).|| Αναζήτηση των ~ων συνεργατών. Ο μόνος/πιο/πλέον ~ (= αρμόδιος, ειδικός) για να σε συμβουλεύσει είναι ο γιατρός σου. Δεν είναι ~ για τη δουλειά (πβ. ικανός). (σε δημοσκόπηση:) Ποιον θεωρείτε ~ότερο για πρωθυπουργό; Πβ. αρμόζων, ενδεικνυόμενος, επαρκής, πρέπων. ΑΝΤ. ακατάλληλος (1) ● επίρρ.: κατάλληλα & (λόγ.) καταλλήλως: ~ ντυμένος.|| (απειλητ.) Θα σου απαντούσα ~ως (= αναλόγως), αλλά έχε χάρη! Θα σε περιποιηθώ ~ως (: όπως σου αξίζει)! Πβ. δεόντως. ● ΦΡ.: ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση: ο πιο αρμόδιος για μια δουλειά ή ένα αξίωμα: Τοποθέτησαν τον ~ο ~ο ~. [< αγγλ. the right man in the right place] [< μτγν. κατάλληλος]

κόσμος

κόσμος κό-σμος ουσ. (αρσ.) 1. το Σύμπαν και γενικότ. κάθε πλανητικό σύστημα: η γέννηση/η γνώση/η δημιουργία/η καταστροφή/τα μυστήρια/η σύλληψη (= κοσμοθεωρία) του ~ου. Βασικές αρχές που διέπουν τον ~ο. Ο άνθρωπος/εμείς κι ο ~ (πβ. φύση). Φαινόμενο τόσο παλιό όσο και ο ~. Πβ. πλάση.|| Συμπαντικοί ~οι. ~οι και γαλαξίες. Αναζήτηση εξωγήινων ~ων. 2. (ειδικότ.) η Γη με τους κατοίκους της και καθετί πάνω σε αυτή, η υφήλιος: ο γύρος/τα διάφορα μέρη/η ιστορία/η πορεία/οι φυλές του ~ου. Ανακάλυψη/εξερεύνηση/κατάκτηση/χάρτης του ~ου. Ο ~ μέσα από τα μάτια των παιδιών. Του ~ου τα παράξενα/περίεργα! Ο πιο πλούσιος άνθρωπος του ~ου. Νέα από την Ελλάδα και όλο τον ~ο. Εκατομμύρια άνθρωποι στον ~ο ... Ταξίδια ανά τον ~ο. Γνωστός/μοναδικός σε όλο τον ~ο. Ο ~ του αύριο. Αγώνας/ελπίδες/όνειρα για έναν καλύτερο ~ο. Άλλαξε τη ροή του ~ου. Σε έναν ~ο που συνεχώς αλλάζει/προοδεύει. Ζήτημα που αφορά όλο τον ~ο (= παγκόσμιο). Σε τι ~ο ζούμε; Πού πάει ο ~ (: τι εξέλιξη θα έχει); Πβ. ανθρωπότητα, οικουμένη, υδρόγειος. 3. τα μέλη ενός κοινωνικού συνόλου: Ο ~ λέει/νομίζει ότι ... Όλος ο ~ ξεσηκώθηκε/σας είδε/το ξέρει. Έχει βουίξει ο ~ (= ο τόπος). Πάει, τρελάθηκε ο ~! Αναστάτωσε/σήκωσε στο πόδι όλον τον ~ο. Η γνώμη του ~ου (πβ. κοινή γνώμη). Η νοοτροπία του ~ου. (ειρων.) Προβλήματα που έχει ο ~! Ο ~ του σχολείου. Πβ. γειτονιά, κοινωνία, περιβάλλον, περίγυρος.|| (πλήθος ατόμων:) Έχει έρθει/μαζευτεί/συγκεντρωθεί πολύς ~ έξω από ... (πβ. πολυκοσμία). Καλωσόρισε/χαιρέτησε τον ~ο (= τους παρευρισκόμενους). Βγήκε ο ~ στους δρόμους. Κοροϊδεύει τον ~ο. Ευχαρίστησε τον ~ο που ... Κανείς στον ~ο δεν θα με εμποδίσει. Δεν είχαν ~ο τα καταστήματα (: πολλούς πελάτες, μεγάλη κίνηση). Έχω ~ο στο σπίτι (= επισκέπτες/καλεσμένους). Διαλέγει τον ~ο (= τις παρέες) που συναναστρέφεται. Απηύθυνε πρόσκληση στον ~ο (= στους πολίτες) να ... 4. (αφηρ.) κοινωνική ζωή, οργάνωση: Δεν έχει βγει στον ~ο (: είναι άβγαλτος). Δεν έχει πείρα του ~ου. Ζει έξω/μακριά από τον ~ο (= αποκομμένος, απομονωμένος). Είναι μόνος του στον ~ο (: δεν έχει οικογένεια). Σ' έναν ζοφερό ~ο. Γκρεμίστηκε ο ~ της (: αναστατώθηκε η ζωή της). Άφησε τον ~ο (= τα επίγεια, τα εγκόσμια) και πήγε να μονάσει. Βλ. καθημερινότητα. 5. σύνολο ανθρώπων με κοινά χαρακτηριστικά, ως προς την ιστορική περίοδο που έζησαν, τη γεωγραφική περιοχή, το θρήσκευμα, την ιδεολογία, την επαγγελματική ιδιότητα, τα ενδιαφέροντα: ο αρχαίος (ελληνικός)/βυζαντινός/μεσαιωνικός/νεότερος/σύγχρονος ~. Η ακμή και παρακμή του ρωμαϊκού ~ου. Βλ. εποχή.|| Ο ~ της Ανατολής/Δύσης.|| Ο μουσουλμανικός/χριστιανικός ~ (= οι μουσουλμάνοι/χριστιανοί).|| Ο καπιταλιστικός/κομμουνιστικός/σοσιαλιστικός ~.|| Ο αγροτικός/εμπορικός/επιχειρηματικός/καλλιτεχνικός/πολιτικός/φίλαθλος ~. Ο ~ του αθλητισμού/των γραμμάτων και των τεχνών/της επιστήμης/του θεάματος/της μόδας/της μουσικής/της οικονομίας/της πολιτικής. Οι αγώνες/διεκδικήσεις του εργατικού ~ου. 6. σύνολο οργανωμένων στοιχείων, εννοιών, οντοτήτων: ορατός/πραγματικός ~. Ο φυσικός ~ (πβ. φυσικό περιβάλλον). Ο θαυμαστός ~ του βυθού/της θάλασσας (= υδάτινος, υποβρύχιος). Μικροσκοπικός ~ (πβ. μικρόκοσμος· βλ. μακρόκοσμος). Βλ. βιόκοσμος.|| Αόρατος/μαγικός/σκοτεινός ~. Ο ~ των ιδεών/των ονείρων/του παραμυθιού/των πνευμάτων/του υπερφυσικού (πβ. σφαίρα). Ο πνευματικός/συναισθηματικός/ψυχικός ~ του εφήβου/παιδιού. Βιβλία που ανοίγουν παράθυρα/πύλες στον ~ο της γνώσης. Διακριτοί/δυνητικοί/εξωτικοί/μυθικοί/παράλληλοι/πιθανοί/φανταστικοί ~οι. Ένας άλλος/καινούργιος ~ αποκαλύφθηκε/ξεδιπλώθηκε/ξετυλίχθηκε μπροστά στα μάτια τους. Γεφύρωση δύο διαφορετικών ~ων. Ταξίδια σε άγνωστους ~ους. Πλάθω νέους ~ους με τον νου/τη φαντασία.|| Ο εικονικός/τρισδιάστατος/ψηφιακός ~. Ο ~ του διαδικτύου/των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Βλ. κυβερνο~. ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωπος του κόσμου: που είναι πολύ κοινωνικός και έχει πείρα της ζωής. Πβ. κοσμικός, περπατημένος., εσωτερικός κόσμος: το σύνολο των πνευματικών και ηθικών χαρακτηριστικών κάποιου προσώπου: μοναδικός/πλούσιος/φτωχός ~ ~. Ο ~ ~ του παιδιού/του συγγραφέα. Το διάβασμα/οι τέχνες καλλιεργούν τον ~ό ~ο., ο καλός κόσμος: τα υψηλά κοινωνικά στρώματα· η καλή κοινωνία: Οι κυρίες του ~ού ~ου. Κατάφερε να μπει στα σαλόνια του ~ού ~ου. Πβ. αριστοκρατία.|| (ειρων.) Μαζεύτηκε όλος ~ ~! Πβ. η σάρα και η μάρα., Παλαιός Κόσμος: η Ασία, η Αφρική και κυρ. η Ευρώπη., αναπτυσσόμενες χώρες βλ. αναπτύσσω, Νέος Κόσμος βλ. νέος, ο μάταιος κόσμος βλ. μάταιος, πολίτης του κόσμου βλ. πολίτης, Τέταρτος Κόσμος βλ. τέταρτος, Τρίτος Κόσμος βλ. τρίτος, ψυχή του κόσμου βλ. ψυχή ● ΦΡ.: δεν ανήκει σ' αυτόν τον κόσμο/δεν είναι του κόσμου τούτου/είναι από άλλο κόσμο: για κάποιον που είναι ξεχωριστός, μοναδικός ή για κάτι που δεν μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις τρέχουσες αντιλήψεις., είναι/ζει στον κόσμο του/στον δικό του κόσμο/σε άλλο κόσμο/στην κοσμάρα του & στον κόσμο του/στην κοσμάρα του (ειρων.): για πρόσωπο που βρίσκεται εκτός πραγματικότητας: Εγώ του μιλάω, κι αυτός στον κόσμο του! Πβ. τον χαβά του., έτσι/αυτός είναι ο κόσμος! (προφ.): ως έκφραση συγκατάβασης, αποδοχής μιας δυσάρεστης συνήθ. κατάστασης: Τι να κάνουμε; ~ ~! Σήμερα σου μιλούν, αύριο δεν θέλουν να σε ξέρουν! ~ ~! Πβ. αυτά έχει/έχουν..., και τι στον κόσμο! (προφ.): για να δηλωθεί επιθυμία να συμβεί κάτι που θεωρείται αδύνατο, απίθανο: Αυτό να δω ~ ~!, κατά κόσμον: προς δήλωση του βαφτιστικού ονόματος και του επιθέτου, συνήθ. ιερέα ή μοναχού: (όταν προηγείται το ιερατικό όνομα:) Αρχιμανδρίτης/ιερομόναχος/μητροπολίτης/πατριάρχης ..., ~ ~ ...|| (κατ' επέκτ., όταν προηγείται το ψευδώνυμο:) Οδυσσέας Ελύτης, ~ ~ Οδυσσέας Αλεπουδέλης.|| (χιουμορ.) Μπίλι ή ~ ~ Βασίλης., κόσμε!: ως κλητική προσφώνηση: Εμπρός/ξύπνα ~! Α, ρε, ~ άκαρδε/ψεύτη! Βοήθεια, ~ (/χριστιανοί)!|| (από μικροπωλητή) Πάρε/περάστε/τρέξε, ~!|| (ειρων.-χιουμορ.) Πέρασε, ~ να δεις τα χαΐρια τους! Τρέμε, ~! Έρχεται ο ..., κόσμος και ντουνιάς (προφ.-εμφατ.): πολύς και κάθε λογής κόσμος: ~ ~ περνάει από εκεί. Ήρθε/μαζεύτηκε ~ ~ Πβ. κόσμος και κοσμάκης., με/για τίποτα στον κόσμο: (με άρνηση-εμφατ.) σε καμία περίπτωση, για κανένα λόγο: Δεν φεύγω/δεν το χάνω ~ ~! ~ ~ μη σταματήσεις/μην τα παρατήσεις! ΣΥΝ. για όλο το χρυσάφι του κόσμου, επ' ουδενί (λόγω), με κανέναν τρόπο, με τίποτα (1), μπροστά σε/στον κόσμο: για πράξεις που γίνονται παρουσία και άλλων ατόμων, δημοσίως: Μη μαλώνετε ~ ~! Δεν αισθάνομαι άνετα, όταν βρίσκομαι/τραγουδάω ~ ~. Πβ. σε κοινή/σε δημόσια θέα., ο έξω κόσμος: το εξωτερικό περιβάλλον: Δεν έχει καμία επαφή με τον ~ ~ο (: ζει απομονωμένος). Είχα ξεχάσει πώς είναι ~ ~ (: είχα καιρό να βγω έξω)., ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω & (σπάν.) αναποδογύρισε ο κόσμος: προκλήθηκαν συνταρακτικές αλλαγές, έγιναν μεγάλες ανακατατάξεις., ο κόσμος το 'χει τούμπανο/βούκινο κι εμείς κρυφό καμάρι (παροιμ.): για κάτι που οι άμεσα ενδιαφερόμενοι αποκρύπτουν, ενώ στην ουσία το γνωρίζουν όλοι., ο πολύς (ο) κόσμος: οι περισσότεροι άνθρωποι: ~ ~ νομίζει/πιστεύει ότι ... Βιβλίο άγνωστο στον ~ύ ~ο. Στη συνείδηση του ~ύ ~ου ... Τον περισσότερο ~ο δεν τον απασχολούν τέτοια θέματα. Πβ. ευρύ κοινό, μάζα, όχλος. ΣΥΝ. πολλοί (1), όμορφος κόσμος (ηθικός), αγγελικά πλασμένος (συνήθ. ειρων.): για να δηλωθεί ότι μία άσχημη κατάσταση παρουσιάζεται ως ωραία., στην άκρη/στα/ως τα πέρατα του κόσμου/της γης (μτφ.): πάρα πολύ μακριά: ταξίδι ~ ~. Έφτασε ~ ~., στον άλλο κόσμο: στον κάτω κόσμο· γενικότ. για αναφορά στη μεταθανάτια ζωή: Πήγε ~ ~ (= πέθανε). Τον έστειλε ~ ~ (= τον σκότωσε)., τι σου είναι ο κόσμος!: προς δήλωση αποδοκιμασίας, δυσαρέσκειας ή έκπληξης, θαυμασμού. Βλ. τι σου είναι ο άνθρωπος!, το κέντρο του κόσμου: το επίκεντρο: Πόλη που έγινε ~ ~. Νομίζει ότι είναι ~ ~ (βλ. εγωκεντρικός). Πβ. ο ομφαλός της Γης., του κόσμου (εμφατ.) 1. για μεγάλη ποσότητα: Ξόδεψε ~ ~ τα λεφτά! Μας είπε ~ ~ τις αηδίες/τα ψέματα! Έχει ~ ~ τα καλά και παραπονιέται κι από πάνω. 2. της καλής κοινωνίας: Κυρία ~ ~ με εκλεπτυσμένους τρόπους., (τι) μικρός που είναι ο κόσμος/πόσο μικρός είναι ο κόσμος! βλ. μικρός, απαρνούμαι τα εγκόσμια/τον κόσμο βλ. εγκόσμιος, από καταβολής κόσμου βλ. καταβολή, από κτίσεως κόσμου/Ρώμης βλ. κτίση, για όλο το χρυσάφι του κόσμου βλ. χρυσάφι, για τα μάτια του κόσμου βλ. μάτι, δεν χάθηκε/δεν χάλασε/δεν θα χαλάσει (κι) ο κόσμος βλ. χαλώ, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι έχεσε τον κόσμο όλο βλ. κώλος, έρχεται στον κόσμο/στη ζωή βλ. έρχομαι, έφαγα τον κόσμο βλ. τρώω, έφυγε απ' τη ζωή/τον κόσμο βλ. φεύγω, ζει και βασιλεύει (και τον κόσμο κυριεύει) βλ. βασιλεύω, ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου) βλ. τέλος, κάνω το(ν) γύρο του κόσμου βλ. γύρος, κόσμος και κοσμάκης βλ. κοσμάκης, ο κάτω κόσμος βλ. κάτω, ο κόσμος να χαλάσει βλ. χαλώ, ο κόσμος της νύχτας βλ. νύχτα, ο ομφαλός της Γης βλ. ομφαλός, ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος βλ. πάνω & επάνω, όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος βλ. νοικοκύρης, συντέλεια του κόσμου βλ. συντέλεια, τα επτά θαύματα του κόσμου/της αρχαιότητας βλ. θαύμα, τα ύστερα του κόσμου βλ. ύστερος, τρελαίνει κόσμο βλ. τρελαίνω, φέρνω στη ζωή/στον κόσμο βλ. φέρνω, χαλάει κόσμο βλ. χαλώ, χαλάει ο κόσμος βλ. χαλώ, χαλάει τον κόσμο βλ. χαλώ, χάλασε ο κόσμος βλ. χαλώ, χαλασμός Κυρίου/κόσμου βλ. χαλασμός [< 1,2,3,4: αρχ., μτγν. κόσμος, αγγλ.-γαλλ. cosmos 5,6: γαλλ. monde]

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

λύκος

λύκος λύ-κος ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. σαρκοφάγο θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Canis lupus) που μοιάζει με μεγάλο άγριο σκύλο, έχει φαιό τρίχωμα, μεγάλο κεφάλι με δυνατές γνάθους και χαρακτηριστικούς μεγάλους κυνόδοντες, όρθια αυτιά, ψηλά πόδια και φουντωτή ουρά: γκρίζος/κόκκινος ~. Επίθεση ~ου σε κοπάδι από πρόβατα. Αγέλη ~ων. Αλύχτισμα/κραυγές/ουρλιαχτά ~ων. Πβ. ζουλάπι. Βλ. θηρίο, κογιότ, κυνοειδή, λύγκας, λύκαινα, τσακάλι. || ~/τίγρης της Τασμανίας. 2. (για πρόσ.) αιμοβόρος, σκληραγωγημένος. Βλ. γερό-, θαλασσό-λυκος. 3. (προφ.) λυκόσκυλο. 4. ΙΑΤΡ. διάσπαρτη φλεγμονώδης νόσος του συνδετικού ιστού, η οποία μπορεί να προσβάλει οποιοδήποτε ή όλα τα συστήματα του οργανισμού: (δισκοειδής/συστηματικός) ερυθηματώδης ~. Πβ. κολλαγόνωση 5. ΑΣΤΡΟΝ. (με κεφαλ. Λ) αστερισμός του Νότιου Ημισφαιρίου. ● Υποκ.: λυκάκι (το): στις σημ. 1, 3. Πβ. λυκόπουλο. ● ΦΡ.: βάλανε/έβαλαν τον λύκο να φυλά τα πρόβατα (παροιμ.): σε περιπτώσεις που ανατίθεται ευθύνη, εξουσία ή αρμοδιότητα σε πρόσωπο ακατάλληλο, επικίνδυνο και, τελικά, επιζήμιο., γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου (μτφ.-προφ.): ξέφυγα από μεγάλο κίνδυνο. Πβ. γλίτωσα/σώθηκα/μ' έσωσε απ’ του χάρου τα δόντια. Βλ. γλιτώνω από τα χέρια κάποιου., θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι (παροιμ.): για άνθρωπο αγνώμονα, αχάριστο., ο άνθρωπος για τον άνθρωπο (είναι) λύκος (γνωμ.): δηλ. ανελέητος, απάνθρωπος, σκληρός. [< λατ. homo homini lupus] , ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε (/άλλαξε) το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του (παροιμ.): δεν αλλάζει (εύκολα) κάποιος χαρακτήρα ή τρόπο σκέψης, όσα χρόνια κι αν περάσουν., πεινώ/τρώω σαν λύκος (προφ.): δηλ. πάρα πολύ, λαίμαργα. Πβ. δεν βλέπω μπροστά μου/δεν σε βλέπω από την πείνα, με κόβει (η) λόρδα, πεθαίνω/ψοφώ της πείνας., πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου & ρίχνω/στέλνω κάποιον στο στόμα του λύκου (μτφ.-προφ.): για κάποιον που εκθέτει τον εαυτό του ή που τον εκθέτουν σε μεγάλο κίνδυνο: Από μόνος του έβαλε το κεφάλι του/έπεσε/μπήκε ~ ~ (πβ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά). Έριξαν/έστειλαν τα παιδιά τους ~ ~. [< γαλλ. dans la gueule du loup] , (εδώ) τον λύκο (τον) βλέπουμε, τον ντορό γυρεύουμε/ψάχνουμε; βλ. ντορός, άι/άντε στον κόρακα! βλ. κόρακας, από τα μετρημένα τρώει ο λύκος βλ. μετρημένος, μοναχικός λύκος βλ. λύκος, ο λύκος έχει τ' όνομα κ(α)ι η αλεπού τη χάρη βλ. αλεπού, ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται βλ. αναμπουμπούλα, όποιος φεύγει/όποιο πρόβατο βγαίνει απ' το μαντρί/κοπάδι, το(ν) τρώει ο λύκος βλ. μαντρί [< 1: αρχ. λύκος 4: γαλλ. lupus]

-μετρία

-μετρία επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. επιστήμη ή τεχνική μέτρησης: ανθρωπο~/αξονο~/γεω~/εργο~/θερμιδο~/ογκο-μετρία (πβ. -μέτρηση)/σπιρο~ (βλ. σπιρό-μετρο)/στερεο~/τριγωνο~. 2. σχέση μεγεθών: (αν)ισο~/(α)συμ~.

οικογένεια

οικογένεια [οἰκογένεια] οι-κο-γέ-νει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας | -ειών} 1. θεμελιώδης κοινωνική μονάδα που αποτελείται από πρόσωπα τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με συγγενικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς (π.χ. γάμος ή υιοθεσία) και μένουν στο ίδιο σπίτι· κατ' επέκτ. κάθε κατάσταση που την προσομοιάζει: άμεση (: συγγενείς πρώτου βαθμού)/ανάδοχη/ομοφυλοφιλική/παραδοσιακή/πολύτεκνη/στενή/συμβατική/τρίτεκνη/φυσι(ολογ)κή/χωλή (: οι γονείς δεν ζουν μαζί για διάφορους λόγους) ~. Μεγάλη/μικρή ~. Άπορη/εύπορη ~. Δομή/λειτουργία/μέλη/προστάτης της ~ας. ~ με/χωρίς παιδιά (ενν. το ζευγάρι). Παντρεύτηκαν και έκαναν ~ (: απέκτησαν παιδιά). Προέρχεται από διαζευγμένη/διαλυμένη/προβληματική/χωρισμένη ~. Δεν έχει ~ (: είναι ορφανός/ορφανή). Εργάζεται νυχθημερόν, για να συντηρήσει την ~ά της/του. (επίσ.-συχνά ειρων.) Γόνος γνωστής/καλής ~είας. (προφ.) ~ Χωραφά (: πολυμελής). Πβ. φαμίλια. Βλ. νοικοκυριό.|| (κυρ. παλαιότ.) Μητριαρχική/πατριαρχική ~. Ο αρχηγός/η κεφαλή της ~ας (πβ. η κολόνα/ο στύλος του σπιτιού).|| Οι φίλοι μου είναι η ~ά μου. Ζουν ενωμένοι σαν ~. (προφ.) Είναι δικός μας άνθρωπος, της ~ας (: οικογενειακός φίλος). 2. σόι, γενιά: αριστοκρατική (πβ. τζάκι)/αρχοντική/βασιλική/ιστορική/παλιά ~. Κατάγεται από ~ ηθοποιών/μουσικών/πολιτικών. Στα βαφτίσια μαζεύτηκε όλη η ~. ΣΥΝ. γένος (1), οίκος (3) 3. (μτφ.) ευρύ συνήθ. σύνολο προσώπων που τους συνδέουν κοινά χαρακτηριστικά, ενδιαφέροντα ή κοινές αντιλήψεις, έχουν τους ίδιους στόχους ή συμμετέχουν σε μια δραστηριότητα: δημοσιογραφική/εκπαιδευτική/επιχειρηματική/ορθόδοξη ~.|| Μαφιόζικη ~ (: η μαφία). 4. ομάδα στοιχείων ή πραγμάτων που παρουσιάζουν κοινά γνωρίσματα, έχουν παρόμοιες ιδιότητες ή λειτουργίες: ~ αυτοκινήτων/προϊόντων. Πβ. είδος, κατηγορία.|| (επιστ.) ~ αλγορίθμων/γραμματοσειρών/προγραμμάτων/συναρτήσεων/χημικών ενώσεων. Ετυμολογικές ~ες λέξεων. 5. ΒΙΟΛ. ταξινομική κατηγορία ζωικών ή φυτικών οργανισμών· βρίσκεται κάτω από την τάξη και πάνω από το γένος: βοτανική ~. Η λεοπάρδαλη ανήκει στην ~ των αιλουροειδών. Βλ. είδος. ● ΣΥΜΠΛ.: εκτεταμένη/διευρυμένη οικογένεια: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. που αποτελείται από την πυρηνική οικογένεια και άλλα συγγενικά μέλη, τα οποία ζουν κάτω από την ίδια στέγη. Βλ. ελεύθερη ένωση, μονογονεϊκή οικογένεια. [< αγγλ. extended family, περ. 1935] , οικογένεια γλωσσών/γλωσσική οικογένεια: κάθε σύνολο συγγενών γλωσσών με κοινή μητέρα γλώσσα: ινδοευρωπαϊκή ~ ~. Πβ. ομογλωσσία., (ενδο)οικογενειακή βία/βία στην οικογένεια βλ. βία, μονογονεϊκή οικογένεια βλ. μονογονεϊκός, Ολυμπιακή Οικογένεια βλ. ολυμπιακός, πυρηνική οικογένεια βλ. πυρηνικός ● ΦΡ.: άνθρωπος της οικογένειας: πρόσωπο, συνήθ. άντρας, που αφοσιώνεται στην οικογένειά του. Βλ. οικογενειάρχης., μια οικογένεια είμαστε! (προφ.): έχουμε οικειότητα, αλληλεγγύη και εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον: Πες το, μην ντρέπεσαι, ~ ~ (όλοι)!, συμβαίνουν αυτά βλ. συμβαίνει [< μτγν. οἰκογένεια ‘πιστοποιητικό που βεβαίωνε ότι ο αναφερόμενος σε αυτό δούλος γεννήθηκε σε σπίτι και ότι δεν αγοράστηκε', ιταλ. famiglia, γαλλ. famille]

παράγοντας

παράγοντας πα-ρά-γο-ντας ουσ. (αρσ.) {παραγόντων} & (λόγ.) παράγων 1. στοιχείο που συμβάλλει αποφασιστικά ή επιδρά στη διαμόρφωση αποτελέσματος, κατάστασης: αρνητικός/θετικός/καθοριστικός/καταλυτικός/κρίσιμος/ουσιαστικός/πρωταρχικός/ρυθμιστικός/σημαντικός/υπολογίσιμος ~. ~ ανάπτυξης/ασφαλείας/προόδου. Ενδογενείς/εξωγενείς ~ες. Αποτρεπτικοί/γενετικοί/επιβαρυντικοί/κληρονομικοί/ψυχολογικοί ~ες. Αιτιολογικοί/προδιαθεσικοί ~ες μιας νόσου. Διατροφικοί ~ες και υγεία. (ΟΙΚΟΝ.) ~ες κόστους. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ο ~ τύχη. Κοινωνικοί και πολιτικοί ~ες που οδήγησαν στην κρίση/στον πόλεμο (πβ. αιτία, αίτιο, λόγος). Ιστορικοί ~ες που εξηγούν το φαινόμενο της ... ~ες που επηρεάζουν την επιλογή επαγγέλματος. Πβ. παράμετρος, συντελεστής. 2. πρόσωπο με σημαντική θέση και επιρροή: ισχυρός (= μεγαλο~)/οικονομικός ~ της χώρας. Επιχειρησιακοί ~ες (= επιχειρηματίες). Τραπεζικοί ~ες (: οικονομικοί αναλυτές, τραπεζίτες, χρηματιστές) εκτιμούν ότι ... Σύμφωνα με ~ες της βιομηχανίας (= βιομήχανους), ... Διοικητικοί/θεσμικοί/κοινοβουλευτικοί/κομματικοί/κρατικοί/κυβερνητικοί/πολιτικοί/συνδικαλιστικοί ~ες. Δηλώσεις τοπικών ~όντων. Σύσκεψη υπηρεσιακών ~όντων.|| Εκκλησιαστικοί/θρησκευτικοί ~ες (= ιεράρχες).|| Ακαδημαϊκοί ~ες (= πανεπιστημιακοί).|| Αθλητικοί/ποδοσφαιρικοί ~ες.|| ~ες διαμόρφωσης της κοινής γνώμης (: δημοσιογράφοι, ΜΜΕ). (για χώρα:) ~ σταθερότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. 3. ΒΙΟΧ. -ΙΑΤΡ. μικροοργανισμός που προκαλεί παθολογικές καταστάσεις ή ουσία που ευνοεί φυσιολογική λειτουργία του οργανισμού: παθογόνοι ~ες (: βακτήρια, ιοί, μύκητες). Μολυσματικοί ~ες του νερού. Καρκινογόνοι/χημικοί ~ες στους χώρους εργασίας.|| Ανασταλτικοί/αυξητικοί (βλ. αυξητική ορμόνη)/εκλυτικοί ~ες. Αιμοπεταλιακοί ~ες. ~ ανοχής (της) γλυκόζης (: χρώμιο)/ρέζους (βλ. αντιγόνο). ~ες πήξης. 4. ΜΑΘ. καθένας από τους αριθμούς ή τις αλγεβρικές παραστάσεις που αποτελούν ένα γινόμενο: το 3 και το 7 είναι ~ες του 21. Βλ. πολλαπλασιαστής, πολλαπλασιαστέος. ● ΣΥΜΠΛ.: ανθρώπινος παράγοντας/παράγων & ο παράγοντας/παράγων άνθρωπος: το σύνολο των ιδιοτήτων ή συμπεριφορών ενός ή περισσότερων ανθρώπων που μπορούν να επηρεάσουν ή να διαμορφώσουν την πορεία γεγονότος, φαινομένου, κατάστασης: Ο ~ ~ είναι καθοριστικός στον τομέα της εργασίας. Ο ~ ~ επηρεάζει την κλιματική αλλαγή., ο ξένος παράγοντας: ΠΟΛΙΤ. ξένα όργανα εξουσίας που καθορίζουν τις εξελίξεις σε τοπικό ή/και εθνικό επίπεδο: εξάρτηση από τον ~ο ~α. Βλ. κέντρα λήψης αποφάσεων., παράγοντες συγκάλυψης & καλυπτικοί παράγοντες: ΦΑΡΜΑΚ. μάσκες., ανασταλτικός παράγοντας βλ. ανασταλτικός, αστάθμητος παράγοντας βλ. αστάθμητος, παράγοντας/στοιχείο αβεβαιότητας βλ. αβεβαιότητα, παράγοντας κινδύνου βλ. κίνδυνος, παραγοντική ανάλυση/ανάλυση παραγόντων βλ. παραγοντικός, ρευματοειδής παράγοντας βλ. ρευματοειδής [< αρχ. παράγων 1,3,4: γαλλ. facteur, αγγλ. factor, αγγλ.-γαλλ. agent 2: γαλλ. parangon, αγγλ. paragon]

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

σάντουιτς

σάντουιτς σά-ντου-ιτς ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. πρόχειρο φαγητό που αποτελείται συνήθ. από δύο (ή περισσότερες) φέτες ψωμιού (ή ένα μόνο ψωμάκι που έχει κοπεί στη μέση) όπου τοποθετούνται ενδιάμεσα διάφορα υλικά: ζεστό/κρύο/σπιτικό/ψημένο ~. ~ με αβγό/γαλοπούλα/ζαμπόν/μοτσαρέλα/ντομάτα/τυρί. ~ με πίτα. Σαλάμι αέρος/φραντζολάκι για ~. Πβ. κλαμπ σάντουιτς, μπόμπα, χοτ ντογκ. Βλ. καναπεδάκια, χάμπουργκερ.|| Παγωτό ~. 2. ΤΕΧΝΟΛ. διάταξη ή κατασκευή στην οποία μια στρώση από ένα υλικό παρεμβάλλεται ανάμεσα σε δύο στρώσεις ενός άλλου: πάνελ τύπου ~. Συναρμολόγηση σε μορφή ~. ● Υποκ.: σαντουιτσάκι (το) ● Μεγεθ.: σαντουιτσάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: άνθρωπος-σάντουιτς: αυτός που περιφέρεται με δύο διαφημιστικές πινακίδες, μια στο στήθος και μια στην πλάτη του. [< γαλλ. homme-affiche, homme-sandwich] ● ΦΡ.: κάνω (κάποιον)/γίνομαι σάντουιτς (μτφ.-προφ.): για περιπτώσεις όπου κάποιος ή κάτι δέχεται πίεση από αντίθετες πλευρές, συνήθ. εξαιτίας συνωστισμού ή σύγκρουσης: Με έκαναν ~ στο τρόλεϊ. Είχε γίνει ~ ανάμεσα σε/μεταξύ ... [< αγγλ. sandwich, 1762, αγγλ. ανθρ. J. Montagu, κόμης του Sandwich, γαλλ. ~, 1802 2: πβ. γαλλ. ~, 1934]

σκεπτόμενος

σκεπτόμενος, η, ο σκε-πτό-με-νος επίθ. {κ. λόγ. θηλ. -μένη} & σκεφτόμενος 1. που βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση, προβληματισμένος: ~ος: αναγνώστης/θεατής/καλλιτέχνης/πολίτης. Ελεύθερα/υγιώς ~η κοινωνία. Κριτικά ~ες προσωπικότητες. 2. ΤΕΧΝΟΛ. που μιμείται λειτουργίες της ανθρώπινης σκέψης: ~ες: μηχανές. ~α: ρομπότ. Βλ. τεχνητή νοημοσύνη/ευφυΐα. ● ΣΥΜΠΛ.: σκεπτόμενος άνθρωπος/σκεπτόμενο ον: που ασκεί τη σκέψη του, εμβαθύνοντας στα πράγματα: βαθιά/λογικά ~ ~. Κανείς ~ ~ δεν πιστεύει ότι ... [< γαλλ. un homme pensant] ● βλ. σκέφτομαι [< γαλλ. pensant, αγγλ. thinking]

σπιθαμή

σπιθαμή σπι-θα-μή ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) πιθαμή: (ως πρόχειρη μονάδα μέτρησης μήκους) η απόσταση ανάμεσα στην άκρη του αντίχειρα και του μικρού δαχτύλου, με την παλάμη ανοιχτή και τεντωμένη· (κυρ. συνεκδ.) πολύ μικρή έκταση: δυο ~ές πάνω από το έδαφος.|| Μια ~ γης/τόπος. Εκμετάλλευση και της τελευταίας ~ής ελεύθερου χώρου. Πβ. σταλιά. ● ΦΡ.: κάθε σπιθαμή: κάθε σημείο ενός χώρου: Γνωρίζει ~ ~ του δάσους (: και την παραμικρή λεπτομέρεια).|| (κατ' επέκτ.) Ρούχα που καλύπτουν ~ ~ του σώματος. , μια σπιθαμή άνθρωπος (προφ.): πολύ κοντός., ούτε σπιθαμή: ούτε ένα μικρό τμήμα, καθόλου: ~ ~ εδάφους αναξιοποίητη, παντού χτίσματα.|| (μτφ.) Δεν υποχώρησε ~ ~ από τις αξιώσεις του (: στο παραμικρό). , σπιθαμή προς σπιθαμή & (σπάν.) σπιθαμή με σπιθαμή: σε όλα τα σημεία, εξονυχιστικά, παντού: Γνώριζαν τον τόπο ~ ~ (: πολύ καλά). Έψαξαν ~ ~ την περιοχή και τον εντόπισαν. [< αρχ. σπιθαμή]

ταγός

ταγός τα-γός ουσ. (αρσ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): ηγέτης, συνήθ. πνευματικός καθοδηγητής: θρησκευτικός ~. Οι ιδεολογικοί/πανεπιστημιακοί/πολιτικοί ~oί. Οι ~οί του έθνους/της Εκκλησίας/της κοινωνίας (βλ. στυλοβάτης)/του λαού/της παιδείας/του πνεύματος/της Πολιτείας/του πολιτισμού/του τόπου. Από ουραγός, κατέστη ~ των εξελίξεων (: για χώρα ή πολιτική δύναμη· βλ. πρωτοπόρος). Πβ. αρχηγός.|| (συχνά αρνητ. συνυποδ.) Οι ~οί της εξουσίας. [< αρχ. ταγός]

-τήριος

-τήριος, α/ος, ο (λόγ.): επίθημα που δηλώνει δυνατότητα, καταλληλότητα του προσδιοριζόμενου για ό,τι εκφράζει το θέμα: διαβιβασ~/δρασ~/εξιλασ~/ευχαρισ~/κατατακ~/κινη~.|| (ουσιαστικοπ.) (Η) παρακαμπ~. (Το) αισθη-τήριο/αναγγελ~/εισι~.

τι

τι ερωτημ. αντων. {άκλ.} 1. (ως ουσ.) ποιο πράγμα, ποια πράξη: ~ έκανες χθες/πήρες/σκέφτεσαι; ~ έπαθες και κάνεις έτσι; ~ πίνεις/θα πιεις (: για να το παραγγείλω); ~ παίζει στους κινηματογράφους; Σε τι (= που) οφείλεται η ταχυκαρδία; Με ~ ασχολείσαι (ενν. επαγγελματικά); ~ πρέπει να γνωρίζουμε για το ... ~ σημαίνει "μάζα"; ~ (ενν. είναι) πιο καλό από ...; (για να επαναληφθεί κάτι που δεν ακούσαμε:) ~ είπες; (για έκφραση απορίας) ~ συμβαίνει/τρέχει; (για έκφραση ενόχλησης:) ~ θες τέτοια ώρα; ~ θα γίνει τώρα, γιατί καθυστερούμε; (σε περίπτωση διάψευσης προσδοκιών:) ~ νόμιζες/φαντάστηκες; 2. (ως επίθ.) τι λογής, τι είδους: ~ νέα/χαμπάρια; ~ γνώμη έχεις/δώρο να πάρω/καλά μας φέρνεις/ώρα είναι; ~ (σόι) άνθρωπος είναι αυτός; Κι εσύ ~ πρόβλημα έχεις;|| (επιφωνηματικά, για έκφραση έκπληξης, επιδοκιμασίας, αποδοκιμασίας:) ~ τύχη! ~ καλά/όμορφα/ωραία (που ήταν)! ~ μέρες κι εκείνες! ~ αηδία/βλακεία/φρίκη! ~ κατάσταση είν' αυτή! Καλέ, ~ κόσμος είν' αυτός (ενν. πολύς)!|| (για διάψευση:) -Ωραία περάσατε; -~ ωραία; χάλια! 3. (ως επίρρ.) για ποιο λόγο ή σκοπό, σε τι: (συχνά με επιθετική διάθεση:) ~ γελάς/κλαις; ~ (= γιατί) ρωτάς/σε νοιάζει; Κι εσένα ~ σ' ενδιαφέρει; ~ την μαλώνεις/της φωνάζεις;|| Εγώ ~ φταίω; 4. για να δηλωθεί μέγεθος, ποσότητα, ποσό: ~ έδωσες/πλήρωσες/σου κόστισε; ~ (βαθμό) πήρες στο διαγώνισμα; 5. σε ρητορικές ερωτήσεις με αναμενόμενη απάντηση, "απολύτως κανένα, τίποτα": ~ καταφέραμε τελικά; Και ~ ξέρεις εσύ και μιλάς; Όλους στα πόδια σου τους έχεις, ~ άλλο θέλεις! ~ είχαμε, ~ χάσαμε! Και ~ ανάγκη έχει αυτός, καμία! ● ΦΡ.: και τι δεν ...! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί μεγάλη έκπληξη, επιθυμία, με αναμενόμενη απάντηση "πάρα πολλά, τα πάντα": ~ ~ έκανε για να μας ευχαριστήσει! ~ ~ δεν θα 'δινα για μια σοκολάτα! ~ ~ άκουσα/είπε!, και τι που ... (προφ.): δεν έχει σημασία που, δεν πειράζει: ~ ~ είναι μικρός, θα τα καταφέρει., προς τι; (προφ.): για ποιο λόγο ή σκοπό, γιατί; ~ ~ η έκπληξη/τόση απαξίωση;, τι ..., τι ... (προφ.): για να δηλωθεί ότι δεν υπάρχει διαφορά: ~ σήμερα ~ αύριο, αρκεί να έρθει. ~ πρώτος ~ δεύτερος, το ίδιο είναι., τι και τι; (προφ.): τι ακριβώς; ~ ~ έχεις εδώ;, τι κι αν ...; (προφ.): τι σημασία έχει αν: ~ ~ δεν συμφωνεί, δε(ν) με νοιάζει!|| (με επανάληψη:) ~ ~ έρθει, ~ ~ δεν έρθει, το ίδιο μου κάνει!, τι σου είναι ...! (προφ.): για να δηλωθεί έκπληξη, θαυμασμός για κάποιο πρόσωπο ή γεγονός: ~ ~ ο άνθρωπος/ο κόσμος! ~ ~ όμως τα παιδιά, ε;, το τι (προφ., για έκφραση θαυμασμού ή έκπληξης): αυτό που: ~ ~ έγινε, δεν λέγεται!, και τι έγινε/και τι μ' αυτό; βλ. γίνομαι, μα τι λέω βλ. λέω, ποιο το όφελος/(προς) τι το όφελος; βλ. όφελος, πώς και πώς/τι βλ. πώς, τι έκανε λέει; βλ. κάνω, τι θα έλεγες/τι λες ...; βλ. λέω, τι θα πει βλ. λέω, τι καλά, ... καλάθια! βλ. καλάθι, τι κάνεις; βλ. κάνω, τι λέει; βλ. λέω, τι μέλλει γενέσθαι βλ. γενέσθαι, τι να το κάνω βλ. κάνω, τι σου λέει αυτό; βλ. λέω, τι τέξεται η επιούσα βλ. επιούσα, τι χρείαν έχομεν (άλλων) μαρτύρων; βλ. χρεία [< αρχ. τί, ουδ. της αντων. τίς]

-φρων

-φρων, ων, ον {-φρονος | -φρονες (ουδ. -φρονα), -φρόνων} (λόγ.) & (προφ.) -φρονας: επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο συνήθ. πρόσωπο χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένο τρόπο σκέψης: ά~/εχέ~/σώ~. Μετριό~.|| Eθνικό~.|| Παρά~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.