Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 6753 εγγραφές  [0-20]


  • -φιλία β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που εκφράζει 1. ενδιαφέρον, αγάπη σε σχέση με ό,τι αναφέρει το α' συνθετικό: βιβλιο~ (βλ. -μανία). Ζωο~/κυνο~. Αγγλο~/γαλλο~/γερμανο~. ΑΝΤ. -φοβία. 2. συγκεκριμένη προδιάθεση, σεξουαλική συμπεριφορά ή διαταραχή: αιμο(ρρο)~.|| Eτεροφυλο~/ομοφυλο~.|| Παιδο~. Παρα~. 3. ιδιότητα οργανισμού ή υλικού να απορροφά, να συγκρατεί μια ουσία: υδρο~. 4. φιλία: λυκο~.
  • -φιλος , η, ο β' συνθετικό ονομάτων που δηλώνει: αγάπη, προτίμηση ή τάση για ό,τι εκφράζει το α' συνθετικό: (επίθ.) ειρηνό~. Ξενό~ (ΑΝΤ. -φοβος). Δυτικό~.|| Θερμό~/μεσό~/ψυχρό~.|| Υδρό~.|| Αρχαιό~. Βλ. -πληκτος.|| (ουσ.) Ζωό~/θεατρό~/ποδοσφαιρό~. Πβ. -λάτρης.|| (για διαταραχή) Παιδό~.
  • -φοβία : β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε φοβία, συνήθ. παθολογική: ευθυνο~.|| Αγγλο~/ξενο~ (ΑΝΤ. -μανία, -φιλία).|| Aγορα~/αερο~/ακρο~/ανθρωπο~/αρρωστο~/εγκληματο~/ετερο~/κινδυνο~/κλειστο~/νομο~/νοσο~/ομο~/τρανσ~/φωτο~/υψο~.
  • ab ovo (πρόφ. αμπ όβο): από την απώτατη αρχή, εξαρχής. ΑΝΤ. in medias res [< λατ.]
  • in abstracto (πρόφ. ιν αμπστράκτο): σε θεωρητικό επίπεδο, αφηρημένα, γενικά. ΑΝΤ. in concreto [< λατ.]
  • in concreto (πρόφ. ιν κονκρέτο): σε μη θεωρητικό επίπεδο, συγκεκριμένα. ΑΝΤ. in abstracto [< λατ.]
  • in medias res (πρόφ. ιν μέντιας ρες): ΛΟΓΟΤ. στη μέση της πλοκής ή της υπόθεσης. ΑΝΤ. ab ovo [< λατ.]
  • in vitro (πρόφ. ιν βίτρο): εντός υάλου, πειραματικά, στο εργαστήριο: ~ γονιμοποίηση. ΑΝΤ. in vivo [< λατ.]
  • in vivo (πρόφ. ιν βίβο): εν ζωή, μέσα σε ζωντανό οργανισμό: ~ μελέτες. ΑΝΤ. in vitro [< λατ.]
  • lato sensu (πρόφ. λάτο σένσου): υπό ευρεία έννοια. ΑΝΤ. stricto sensu [< λατ., πβ. γαλλ. ~, 1907]
  • stricto sensu (πρόφ. στρίκτο σένσου): εν στενή εννοία. ΑΝΤ. lato sensu [< λατ., πβ. γαλλ. ~ ~, 1936]
  • αβαθής , ής, ές [ἀβαθής] α-βα-θής επίθ. {αβαθ-ούς | -είς (ουδ. -ή)· αβαθέστ-ερος, -ατος} (επίσ.) 1. που έχει ή βρίσκεται σε μικρό βάθος: ~ής: κόλπος/λάκκος. ~ής: θάλασσα/κόγχη/κοίτη. ~ές: δοχείο/έλος. ~είς: γεωτρήσεις/ουλές. Πβ. ά-, ξέ-βαθος.|| (ΙΑΤΡ.) ~ής: αναπνοή.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ές: βαρομετρικό χαμηλό. ΣΥΝ. ρηχός (1) ΑΝΤ. βαθύς (1) 2. (μτφ.) που δεν εμβαθύνει, επιφανειακός, ανούσιος: ~ής: διάλογος/χαρακτήρας. ~ής: γνώση/κρίση/προσέγγιση. ~ές: κείμενο. ~ή: αισθήματα. Πβ. επιδερμικός. Βλ. ουσιώδης, ουσιαστικός. ΣΥΝ. ρηχός (2) ● Ουσ.: αβαθές (το) (λόγ.): έλλειψη βάθους: το ~ των υδάτων.|| (μτφ.) Το ~ των νοημάτων/της σκέψης., αβαθή (τα): τα ρηχά (ενν. νερά): Τα ~ της λίμνης. Οι ερωδιοί τριγυρνούν στα ~ αναζητώντας τροφή.|| (ΓΕΩΛ.) Τα αμμώδη/βραχώδη ~ (: αμμόλοφος/βράχια στον θαλάσσιο βυθό). ΑΝΤ. άπατα [< μτγν. ἀβαθής]
  • αβαθμολόγητος , η, ο [ἀβαθμολόγητος] α-βαθ-μο-λό-γη-τος επίθ.: που δεν έχει βαθμολογηθεί, αξιολογηθεί: ~η: άσκηση. ~ες: εκθέσεις. ~α: γραπτά (ΑΝΤ. βαθμολογημένα).|| ~ος: κανόνας (: χωρίς βαθμονομική κλίμακα)/χάρακας.|| (σπανιότ.) ~οι: αγώνες (: που διεξάγονται χωρίς βαθμολογία).
  • άβαθος , η, ο [ἄβαθος] ά-βα-θος επίθ.: αβαθής: ~ο: λιμάνι/πηγάδι. ~ες: ακτές. ~α: νερά (ΑΝΤ. άπατα). ΣΥΝ. ρηχός (1) ΑΝΤ. βαθύς (1)
  • αβαντάζ [ἀβαντάζ] α-βα-ντάζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. πλεονέκτημα, συνήθ. στον αθλητισμό: διπλωματικό/μεγάλο/τεχνολογικό/ψυχολογικό ~. Έχει το ~ έναντι του .../σε σχέση με ...|| Βαθμολογικό ~. (Το) ~ (της) έδρας. Με ~ τη νίκη/δέκα βαθμών. Η ομάδα έχει αποκτήσει/εξασφαλίσει σημαντικό ~ για την πρόκριση. ΣΥΝ. αβάντα (2), ατού (1) ΑΝΤ. μειονέκτημα, ντεζαβαντάζ 2. ΑΘΛ. (κυρ. στο τένις, πινγκ πονγκ) βαθμός που κερδίζεται μετά από ισοπαλία, ο οποίος δίνει τη δυνατότητα στον παίκτη να κερδίσει το παιχνίδι, εάν σκοράρει έναν ακόμη πόντο. [< γαλλ. avantage]
  • αβαρής , ής, ές [ἀβαρής] α-βα-ρής επίθ. {αβαρ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (επιστ.) 1. με ελάχιστο ή σχεδόν καθόλου βάρος: ~ής: ράβδος. ~ές: βέλος/ελατήριο/νήμα. ~ή: στοιχεία. Βλ. ελαφρύς. ΑΝΤ. βαρύς (1) 2. (σπάν.-μτφ.) που δεν έχει βαρύτητα, κύρος, σπουδαιότητα: ~είς: απόψεις. [< αρχ. ἀβαρής]
  • αβασάνιστος , η, ο [ἀβασάνιστος] α-βα-σά-νι-στος επίθ. 1. (μτφ.) που γίνεται χωρίς κόπο, προσοχή, κρίση, φροντίδα ή μελέτη: ~ος: λόγος (πβ. άκριτος)/προγραμματισμός/χαρακτηρισμός. ~η: αποδοχή/απόρριψη/γνώμη/επιλογή/κριτική/προσέγγιση (πβ. επι-δερμική, -φανειακή). ~ο: πόρισμα/συμπέρασμα. Βιαστική και ~η λύση. Προϊόν επιπόλαιης και ~ης σκέψης. Εύκολο και ~ο (: χωρίς κόπο) κέρδος. Πρόχειροι και ~οι ισχυρισμοί. ΣΥΝ. απαίδευτος (2) 2. (σπάν.) που δεν έχει υποστεί βασανιστήρια, βάσανα και γενικότ. ταλαιπωρίες. ΑΝΤ. βασανισμένος. ● επίρρ.: αβασάνιστα [< 1: αρχ. ἀβασάνιστος 2: μτγν.]
  • αβάσιμος , η, ο [ἀβάσιμος] α-βά-σι-μος επίθ. (λόγ.): που δεν στηρίζεται σε αντικειμενικώς εξακριβώσιμα στοιχεία: ~ος: ισχυρισμός/φόβος (ΣΥΝ. αστήρικτος, ανυπόστατος). ~η: αισιοδοξία/αξίωση/κατηγορία. ~ο: επιχείρημα/συμπέρασμα (ΣΥΝ. ατεκμηρίωτο, ΑΝΤ. τεκμηριωμένο). ~ες: υποψίες/φήμες. ~α: δημοσιεύματα. Νομικώς/παντελώς/πλήρως ~η άποψη. ΑΝΤ. βάσιμος ● Ουσ.: αβάσιμο (το): το να μην στηρίζεται κάτι σε πραγματικά γεγονότα: το ~ της απόφασης/των καταγγελιών. ΣΥΝ. αβασιμότητα ΑΝΤ. βάσιμο ● επίρρ.: αβάσιμα [< γερμ. unbegründet]
  • αβασιμότητα [ἀβασιμότητα] α-βα-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του αβάσιμου, έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων: ~ απόψεων/της υπόθεσης. Εξακρίβωση της ~ας των πληροφοριών. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. αβάσιμο ΑΝΤ. βασιμότητα
  • άβατος , η, ο [ἄβατος] ά-βα-τος επίθ.: που δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να τον διαβεί κάποιος, να τον προσπελάσει: ~ος: δρόμος (ΣΥΝ. αδιάβατος, ΑΝΤ. βατός, προσπελάσιμος). ~η: παραλία/περιοχή. ~ες: κορφές (πβ. απάτητες). ~α: (παρθένα) δάση/μονοπάτια. Έρημο και ~ο τοπίο (πβ. απροσπέλαστο). Οι ~ες και απόκρημνες πλευρές του νησιού.|| ~η: Μονή. Xώρος ιερός, ~ και απαραβίαστος.|| (μτφ.) ~ες για πολλούς υποψηφίους οι πύλες των πανεπιστημίων. [< αρχ. ἄβατος]

ελαφρύς

ελαφρύς, ιά, ύ [ἐλαφρύς] ε-λα-φρύς επίθ. {ελαφρ-ύ κ. -ιού | -είς κ. -ιοί, (ουδ.) -ιά· θηλ. (λόγ.) -ά· ελαφρύτ-ερος, -ατος} & ελαφρός, ή, ό & (λαϊκό) αλαφρός ΑΝΤ. βαρύς 1. που έχει μικρό βάρος, που μεταφέρεται, σηκώνεται άνετα ή κινείται εύκολα: (συχνά με θετ. συνυποδ.) ~ύς: φακός/φορητός υπολογιστής. ~ιά: βιντεοκάμερα/τσάντα. ~ύ: αεροσκάφος/σακίδιο/φορτίο. ~ιές: αποσκευές. Ποδήλατο με ~ύ σκελετό. Σκάνερ ~ύ και πρακτικό. ~ύ και οικονομικό αυτοκίνητο. Το μικρότερο και ~ερο κινητό της αγοράς.|| (για πρόσ.) Ήμουν είκοσι κιλά πιο ~ (= αδύνατος). Είναι ~ιά σαν πούπουλο. Νιώθω ~ και ξεκούραστος (πβ. ευκίνητος). Να κοιμάστε με ~ύ στομάχι (: χωρίς να έχετε φάει πολύ).|| ~ύς: σιδηρόδρομος (βλ. τραμ).|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ύ: άρμα/(παλαιότ.) ιππικό (: με ~ύ οπλισμό).|| (ΧΗΜ-ΦΥΣ.) ~ιά: αέρια/μέταλλα (: με μικρό ειδικό βάρος).|| (κατ’ επέκτ.) ~ύ: τιμόνι (: εύκολο, άνετο στον χειρισμό).|| (μτφ.) ~ύ και κομψό σχέδιο (: απλό, απέριττο). 2. (ειδικότ. για ρούχα) λεπτός: ~ιά: κουβέρτα. ~ύ: μπουφάν/πάπλωμα. ΑΝΤ. χοντρός (2) 3. που χαρακτηρίζεται από μικρή ή μικρότερη (από την κανονική, επιθυμητή) ένταση ή δύναμη, που δεν είναι τόσο αισθητός· περιορισμένος, λίγος: ~ύ: άγγιγμα (πβ. απαλό, τρυφερό)/μασάζ/τρίψιμο/χτύπημα (ΑΝΤ. δυνατό). ~ιά κάμψη του αγκώνα/στροφή της κεφαλής. ~ύ τίναγμα των μαλλιών.|| ~ύς: άνεμος/χειμώνας (ΑΝΤ. δριμύς). ~ιά: βροχή (πβ. ασθενής, ψιλή)/ομίχλη/συννεφιά/χιονόπτωση. ~ύ: αεράκι (ΣΥΝ. ανάλαφρο, βλ. αύρα)/κύμα.|| ~ύς: αναστεναγμός/ήχος/φωτισμός. ~ιά: γεύση/οσμή (ΑΝΤ. οξεία). ~ύ: άρωμα (πβ. διακριτικό)/μαύρισμα/χρώμα (: παλ). (για συναίσθημα) ~ιά: ανησυχία.|| ~ιά: αύξηση/κλίση/μείωση. ~ύ: προβάδισμα. (ειδικότ., για εργασία) ~ύ: σκάλισμα (: επιφανειακό). Πβ. ανεπαίσθητος. ΑΝΤ. έντονος. 4. που χωνεύεται εύκολα ή γρήγορα, γενικότ. που έχει κάποια από τα συστατικά του σε μικρή σχετικά περιεκτικότητα: ~ιά: κουζίνα/σάλτσα. ~ύ: γεύμα/πιάτο. ~ιά: λάδια (βλ. ελαιόλαδο, βαμβακ-, ηλι-, σογι-έλαιο). Πβ. ευκολοχώνευτος, εύπεπτος. ΑΝΤ. δύσπεπτος.|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) ~ύ: γάλα (: με χαμηλά λιπαρά, ημιάπαχο· βλ. άπαχο, πλήρες). ~ύ: γλυκό (ψυγείου).|| ~ύ: ποτό (: χωρίς πολύ αλκοόλ). ~ά: τσιγάρα. Καφές ~, φίλτρου. 5. (μτφ.) που είναι υποφερτός, που αντιμετωπίζεται με σχετική ευκολία: ~ύς: ερεθισμός/πονοκέφαλος/πυρετός/τραυματισμός (πβ. επιπόλαιος. ΑΝΤ. σοβαρός). ~ύ: διάστρεμμα/έγκαυμα/εγκεφαλικό/κρυολόγημα/πρήξιμο. ~ά (σπανιότ. ~ιά) συμπτώματα νόσου. 6. (μτφ.) που δεν είναι τόσο κουραστικός, δυσβάσταχτος: ~ιά: άσκηση/γυμναστική (πβ. ήπια)/εργασία. ~ύ: πρόγραμμα.|| ~ιά: ποινή/φορολογία. ~ύ: πρόστιμο. Πβ. ανεκτός. ΑΝΤ. επαχθής. 7. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη έντονου προβληματισμού ή βαθιάς σκέψης: ~ύ: ύφος. ~ά: θέματα. Η συζήτηση έγινε σε ευχάριστο και ~ύ κλίμα. 8. που γίνεται κατανοητός και γενικότ. δεκτός, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή ή προσπάθεια: ~ιά: μουσική (βλ. κλασική). ~ό/~ύ: θέατρο.|| (με αρνητ. συνυποδ.) ~ύ έργο, κατώτερο των προηγούμενων επιτυχιών του σκηνοθέτη. Βλ. εμπορικός. ● Υποκ.: ελαφρούτσικος , η, ο {κ. θηλ. -ια}: (συχνά για πρόσ.) αφελής, ελαφρόμυαλος. ● επίρρ.: ελαφρ(ι)ά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Κοιμάται (πβ. λαγοκοιμάται· ΑΝΤ. βαθιά)/τρώει ~. Ντύθηκα ~ (: με λεπτά ρούχα· ΑΝΤ. βαριά). Υποχώρησαν ελαφρά (= λίγο) οι τιμές. Είναι/νιώθει ~ώς (= κάπως) καλύτερα. Με τα γόνατα ~ώς λυγισμένα. ● ΣΥΜΠΛ.: ελαφρό τραγούδι: ΜΟΥΣ. κατηγορία τραγουδιών που καλλιεργήθηκαν κυρ. στον χώρο της επιθεώρησης και της οπερέτας και κυριάρχησαν τις δεκαετίες '40 και '50. Βλ. (αρχοντο)ρεμπέτικο, δημοτικό, (ελαφρο)λαϊκό, έντεχνο, μοντέρνο., ελαφρύς ύπνος 1. που διακόπτεται εύκολα: Κάνει ~ύ ~ο. ΑΝΤ. βαθύς. 2. ήσυχος: ~ ~, χωρίς έγνοιες. (ως ευχή) Καλό βράδυ και ύπνο ~ύ. , ελαφρά βιομηχανία βλ. βιομηχανία, ελαφρά όπλα βλ. όπλο, ελαφρών/μεσαίων (/μέσων)/βαρέων βαρών βλ. βάρος, ελευθέρων ηθών βλ. ήθος, μαλακά ναρκωτικά βλ. μαλακός ● ΦΡ.: (ας/να είναι) ελαφρύ/ελαφρό το χώμα που σε/τον σκεπάζει: ως ευχή που διατυπώνεται συνήθ. σε επικήδειο ή επιμνημόσυνο λόγο, για ανάπαυση του νεκρού: Aιωνία σου η μνήμη και ~ ~ που σε σκεπάζει. , το πήρε ελαφριά (προφ.): δεν έδωσε σημασία σε κάτι ή δεν στενοχωρήθηκε πολύ για αυτό. ΑΝΤ. το πήρε βαριά, (έχω) ελαφρύ χέρι βλ. χέρι, ελαφρά τη καρδία βλ. καρδιά, με ελαφριά (τη) συνείδηση βλ. συνείδηση [< αρχ. ἐλαφρύς, γαλλ. léger, αγγλ. light, γερμ. leicht]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ουσιώδης

ουσιώδης, ης, ες [οὐσιώδης] ου-σι-ώ-δης επίθ. {ουσιώδ-ους | -εις (ουδ. -η)· ουσιωδ-έστερος, -έστατος} (λόγ.): σημαντικός, ουσιαστικός: (για πρόσ.) ~ης: μάρτυρας.|| ~ης: στόχος. ~ης: αλλαγή/διαφορά. ~ες: χαρακτηριστικό. ~εις: όροι. ~εις: πληροφορίες. ~η: ζητήματα/προβλήματα. Η άσκηση είναι ~ παράγοντας για τη διατήρηση της καλής φυσικής κατάστασης. Η συλλογή στοιχείων είναι ~ες μέρος της έρευνας. Το έργο του είναι ~ους (πβ. ζωτικής) σημασίας.|| (ως ουσ.) Το ~ες της ζωής (: η ουσία). Πβ. βασικός, θεμελιώδης, κύριος. Βλ. -ώδης. ΣΥΝ. ζουμερός (2), στοιχειώδης (1) ΑΝΤ. επουσιώδης ● επίρρ.: ουσιωδώς (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. οὐσιώδης]

-πληκτος

-πληκτος, η, ο (λόγ.) επίθημα επιθέτων και ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο, συνήθ. πρόσωπο 1. έχει πληγεί από ό,τι εκφράζει το θέμα: (συνήθ. ως ουσ.) Οι θεομηνιό-πληκτοι/πλημμυρό~/πυρό~/σεισμό~. Πβ. -παθής.|| (ως επίθ.) Oι πυρό-πληκτες περιοχές. 2. (αρνητ. συνυποδ.) χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένη εμμονή: αρχαιό-πληκτος/προγονό~ (πβ. -λάτρης).|| (μειωτ.) Τηλεορασό-πληκτος (βλ. -φιλος)/φαντασιό~ (πβ. -κόπος). Πβ. -ληπτος, -μανής.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.