Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 10415 εγγραφές  [0-20]


  • -ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
  • α {ά κλ.} 1. (πρόφ. άλφα) το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου, που αντιπροσωπεύει το φωνήεν [a]: ~ κεφαλαίο (Α). ~ μικρό (α). 2. (σε αρίθμηση, πρόφ. άλφα) πρώτος σε μια σειρά (χρονική, ιεραρχική, αξιολογική): (για αυτοκράτορα ή βασιλιά) Αλέξανδρος/Φίλιππος (ο) Α΄. Βιβλίο/εδάφιο/ενότητα/κεφάλαιο/παράγραφος α΄ (ή Α΄). Συγγενής ~ βαθμού. Ξενοδοχείο ~ κατηγορίας. Λάδι ~ ποιότητας. Μάρμαρα ~ διαλογής. Βιταμίνη ~. Καροτίνη ~/~-καροτίνη. Η ραψωδία Α (κεφαλαίο Α) της Ιλιάδας και α (μικρό α) της Οδύσσειας. 3. (σε αρίθμηση, με τον τόνο κάτω αριστερά: ,Α ή ,α) χίλιοι, χίλια. 4. ΦΥΣ. Α: το σύμβολο του αμπέρ. 5. (Α΄, πρόφ. άλφα) ο βαθμός "Άριστα" στη Γ' και Δ' τάξη του Δημοτικού Σχολείου: ~ με τόνο. ● ΦΡ.: Α3: ΤΥΠΟΓΡ. μέγεθος φύλλου χαρτιού με διαστάσεις 29,7 × 42 εκατοστά: Φωτοτυπίες σε μέγεθος ~., Α4: ΤΥΠΟΓΡ. χαρτί διαστάσεων 21 × 29,7 εκατοστών:, α-α (άλφα-άλφα) (προφ.) 1. άριστης ποιότητας, ανώτατης αξίας, πρώτης τάξεως ή κλάσεως: Πεπόνια ~ ~ (= εκλεκτά). 2. (στη στρατιωτική αργκό) αδικαιολόγητα απών: Βγήκα ~ ~. [< αρχ. ἄλφα, εβραϊκό aleph]
  • άβακας [ἄβακας] ά-βα-κας ουσ. (αρσ.) {αβάκων} 1. (λόγ.) επιφάνεια επιτραπέζιων παιχνιδιών και γενικότ. κάθε επίπεδη πλάκα: ο ~ του σκακιού (= σκακιέρα). Παιχνίδια σε ~α.|| (κυρ. στον πληθ.) ~ες δαπέδων/τοίχων (πβ. πλακάκια). Κατακόρυφοι/οριζόντιοι ~ες που λειτουργούν ως θερμαντικά σώματα. 2. εργαλείο εκτέλεσης αριθμητικών πράξεων, χαρακτηριστικός τύπος του οποίου είναι αυτός που λειτουργεί με τη μετακίνηση μικρών σφαιρών κατά μήκος αξόνων στερεωμένων σε ορθογώνιο πλαίσιο και κατ' επέκτ. κάθε υπολογιστικός πίνακας: (συνήθ. παλαιότ.) ξύλινος ~. Πρόσθεση µε ~α. (ΜΑΘ.) Πυθαγόρειος πίνακας ή ~ (: πίνακας πολλαπλασιασμού για την εύρεση του γινομένου των πρώτων εννέα μονοψήφιων αριθμών). Πβ. αριθμητήριο. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. πλάκα -συνήθ. τετράγωνη ή ορθογώνια παραλληλεπίπεδη- στο ανώτερο τμήμα του κιονόκρανου, όπου στηρίζεται το επιστύλιο. Βλ. εχίνος, κάλαθος. ● Υποκ.: αβάκιο (το) [< αρχ. ἄβαξ]
  • αβαρής , ής, ές [ἀβαρής] α-βα-ρής επίθ. {αβαρ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (επιστ.) 1. με ελάχιστο ή σχεδόν καθόλου βάρος: ~ής: ράβδος. ~ές: βέλος/ελατήριο/νήμα. ~ή: στοιχεία. Βλ. ελαφρύς. ΑΝΤ. βαρύς (1) 2. (σπάν.-μτφ.) που δεν έχει βαρύτητα, κύρος, σπουδαιότητα: ~είς: απόψεις. [< αρχ. ἀβαρής]
  • αβασάνιστος , η, ο [ἀβασάνιστος] α-βα-σά-νι-στος επίθ. 1. (μτφ.) που γίνεται χωρίς κόπο, προσοχή, κρίση, φροντίδα ή μελέτη: ~ος: λόγος (πβ. άκριτος)/προγραμματισμός/χαρακτηρισμός. ~η: αποδοχή/απόρριψη/γνώμη/επιλογή/κριτική/προσέγγιση (πβ. επι-δερμική, -φανειακή). ~ο: πόρισμα/συμπέρασμα. Βιαστική και ~η λύση. Προϊόν επιπόλαιης και ~ης σκέψης. Εύκολο και ~ο (: χωρίς κόπο) κέρδος. Πρόχειροι και ~οι ισχυρισμοί. ΣΥΝ. απαίδευτος (2) 2. (σπάν.) που δεν έχει υποστεί βασανιστήρια, βάσανα και γενικότ. ταλαιπωρίες. ΑΝΤ. βασανισμένος. ● επίρρ.: αβασάνιστα [< 1: αρχ. ἀβασάνιστος 2: μτγν.]
  • αβασίλευτος , η, ο [ἀβασίλευτος] α-βα-σί-λευ-τος επίθ. 1. (για πολίτευμα) στο οποίο η πολιτική εξουσία δεν ασκείται από βασιλιά, δεν είναι μοναρχικού τύπου. 2. (σπάν.-λαϊκό) που δεν έχει δύσει ή δεν δύει: ~ος: ήλιος. ~ο: αστέρι/φεγγάρι.|| (κατ' επέκτ.) ~ο: φως. 3. (μτφ.-σπάν.) σταθερός, αμετάβλητος: ~η: δόξα (πβ. αιώνια). ● ΣΥΜΠΛ.: αβασίλευτη δημοκρατία βλ. δημοκρατία [< 1: αρχ. ἀβασίλευτος]
  • άβατο [ἄβατο] ά-βα-το ουσ. (ουδ.) 1. (μτφ.) καθετί στο οποίο κάποιος δεν έχει ελεύθερη πρόσβαση: Στα ~α ενός μυστήριου κόσμου. 2. ΕΚΚΛΗΣ. τμήμα του ναού ή ιερός χώρος όπου απαγορεύεται η είσοδος σε γυναίκες και γενικότ. σε αμύητους: ~ του ιερού. Παραβίαση του ~ου. Πβ. άδυτο. ΣΥΝ. Ιερό/Άγιο Βήμα ● ΣΥΜΠΛ.: το άβατο(ν) του Αγίου Όρους: θεσμός που δεν επιτρέπει την είσοδο των γυναικών στο Άγιο(ν) Όρος. [< ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἄβατος]
  • άβατος , η, ο [ἄβατος] ά-βα-τος επίθ.: που δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να τον διαβεί κάποιος, να τον προσπελάσει: ~ος: δρόμος (ΣΥΝ. αδιάβατος, ΑΝΤ. βατός, προσπελάσιμος). ~η: παραλία/περιοχή. ~ες: κορφές (πβ. απάτητες). ~α: (παρθένα) δάση/μονοπάτια. Έρημο και ~ο τοπίο (πβ. απροσπέλαστο). Οι ~ες και απόκρημνες πλευρές του νησιού.|| ~η: Μονή. Xώρος ιερός, ~ και απαραβίαστος.|| (μτφ.) ~ες για πολλούς υποψηφίους οι πύλες των πανεπιστημίων. [< αρχ. ἄβατος]
  • αβδηρίτης [ἀβδηρίτης] α-βδη-ρί-της επίθ./ουσ. 1. ΙΣΤ. πρόσωπο που είχε γεννηθεί ή κατοικούσε στα Άβδηρα της Θράκης: Δημόκριτος/Πρωταγόρας ο Α~. Βλ. -ίτης1. 2. (σπάν.-μετωνυμ.) ανόητος, ματαιόδοξος, αφελής. [< αρχ. Ἀβδηρίτης, αγγλ. Abderite]
  • αβέβαιος , η, ο [ἀβέβαιος] α-βέ-βαι-ος επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. αβεβαία} ΑΝΤ. βέβαιος 1. που χαρακτηρίζεται από έλλειψη βεβαιότητας, σιγουριάς, ασφάλειας: (για πρόσ.) ~η: γενιά. ~οι: εργαζόμενοι. Αισθάνεται/είναι/νιώθει ~. ~ για την επιλογή του. Κοντοστάθηκε φοβισμένος και ~ (: διστακτικός, αναποφάσιστος).|| ~η: θέση/σχέση. ~ο: κλίμα/παρόν. ~ες: πληροφορίες (πβ. ανεπιβεβαίωτες). Ο επικίνδυνος και ~ κόσμος μας. ~η και ασαφής γνώση. ΑΝΤ. αναμφίβολος, σίγουρος (2) 2. που δεν μπορεί να προσδιοριστεί, να προβλεφθεί με βεβαιότητα: ~ος: αγώνας/παράγοντας (πβ. απρόβλεπτος, αστάθμητος)/προορισμός/ρόλος. ~η: αναμέτρηση/επιτυχία/κατάσταση (πβ. ασταθής, επισφαλής, ρευστή)/νίκη. ~ο: αποτέλεσμα/γεγονός/τέλος. ~α: εισοδήματα (ΑΝΤ. σταθερά)/οφέλη/σχέδια. ~ ο αριθμός των τραυματιών. Λέξεις ~ης ετυμολογίας. Εξακολουθεί να είναι ~η η συμμετοχή του στον αγώνα (πβ. αμφίβολη). ~ο προδιαγράφεται το μέλλον (= ακαθόριστο, απροσδιόριστο). Ζητήματα ανοιχτά και ~α. ΑΝΤ. σίγουρος (2) ● Ουσ.: αβέβαιο (το) (λόγ.): το να μην μπορεί να προσδιοριστεί, να προβλεφθεί κάτι με βεβαιότητα: το ~ των εξελίξεων. Φοβάται το άγνωστο και το ~. ● επίρρ.: αβέβαια ● ΦΡ.: είναι/παραμένει αβέβαιο: δεν είναι σίγουρο, είναι αμφίβολο: ~ ~ αν θα επιστρέψει/ποιος είναι ο δράστης. Το τι θα προκύψει ~ ~. [< αρχ. ἀβέβαιος, γαλλ. incertain]
  • αβελτηρία [ἀβελτηρία] α-βελ-τη-ρί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) αβελτερία (απαιτ. λεξιλόγ.): νωθρότητα στη σκέψη και κατ' επέκτ. μωρία ή ανάλογη ενέργεια ή συμπεριφορά: γραφειοκρατική/δημόσια/διοικητική/διπλωματική/εγκληματική/κρατική/κυβερνητική/πολιτική ~. ~ (= ανοησία) και απερισκεψία. Η ~ των Αρχών/της Πολιτείας. Πβ. αμβλύνοια, ανεπάρκεια. Βλ. αβδηριτισμός. ΑΝΤ. οξύνοια. [< μτγν. ἀβελτηρία, αρχ. ἀβελτερία]
  • αβίαστος , η, ο [ἀβίαστος] α-βί-α-στος επίθ.: που γίνεται, προκύπτει ή εκδηλώνεται χωρίς βιασύνη ή καταναγκασμό: ~ος: διάλογος/λόγος/ρυθμός. ~η: απάντηση/απόφαση/γραφή/έκφραση/επιλογή/ερμηνεία/ομολογία/συνεργασία/χαρά. ~ο: γέλιο (πβ. αυθόρμητο, πηγαίο)/συμπέρασμα/ύφος (πβ. ανεπιτήδευτο, απροσποίητο)/χαμόγελο. ~ες: κινήσεις. Ελεύθερος/φυσικός και ~ τρόπος (ΑΝΤ. βεβιασμένος, επιτηδευμένος). ● επίρρ.: αβίαστα & (λόγ.) -άστως [< αρχ. ἀβίαστος]
  • άβιος , α/ος, ο [ἄβιος] ά-βι-ος επίθ. (επιστ.): άψυχος, χωρίς ζωή: ~ος: κόσμος. ~α: ύλη. ~ο: περιβάλλον. ~α: όντα. Βλ. -βιος. ΑΝΤ. έμβιος [< αρχ. ἄβιος 'αφόρητος']
  • αβίωτος , η, ο [ἀβίωτος] α-βί-ω-τος επίθ.: για τόπο στον οποίο δεν μπορεί κανείς να ζήσει και γενικότ. για καθετί που είναι δύσκολο να αντέξει, να υπομείνει κάποιος: ~η: ζωή (= ανυπόφορη)/κατάσταση. Η πόλη έχει γίνει ~η λόγω της ρύπανσης και της οικιστικής παραμόρφωσης.|| ~α συναισθήματα (: που δεν τα έχει βιώσει κάποιος). ● ΦΡ.: μου έχει κάνει το(ν) βίο αβίωτο βλ. βίος [< αρχ. ἀβίωτος]
  • αβλάβεια [ἀβλάβεια] α-βλά-βει-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.): η ιδιότητα ενός αντικειμένου, προϊόντος ή γενικότ. μιας κατάστασης να μην προκαλεί βλάβη: Η ~ των παιχνιδιών εξαρτάται από τα υλικά κατασκευής τους. Πβ. ακινδυνότητα. [< αρχ. ἀβλάβεια]
  • αβλαβής , ής, ές [ἀβλαβής] α-βλα-βής επίθ. {αβλαβ-ούς | -είς (ουδ. -ή} 1. (επίσ.) που δεν προκαλεί βλάβη, φθορά ή κίνδυνο: ~ής: ακτινοβολία/(διαγνωστική, θεραπευτική) μέθοδος. ~ές: εντομοκτόνο/προϊόν/χημικό στοιχείο. ~είς: πηγές ενέργειας. ~ή: ζώα (ΣΥΝ. άκακα)/υλικά. Ουσία ατοξική και ~ για τον ανθρώπινο οργανισμό/το περιβάλλον. Πβ. αθώος, ακίνδυνος. ΑΝΤ. επικίνδυνος.|| (σπάν. και ως ουσ.) Το ~ές των τροφίμων. ΑΝΤ. βλαβερός, βλαπτικός, επιβλαβής 2. (σπάν.-λόγ.) που δεν τον έχουν βλάψει, που δεν έχει υποστεί κακοποίηση: Έμεινε/επέζησε/σώθηκε ~. Βρέθηκε ζωντανός και ~. ● επίρρ.: αβλαβώς [-ῶς] (λόγ.) ● ΣΥΜΠΛ.: αβλαβής διέλευση: ΝΟΜ. διέλευση σκάφους με σταθερή πορεία και ταχύτητα μέσα από την αιγιαλίτιδα ζώνη, έτσι ώστε να μη διαταράσσεται η ασφάλεια, η ειρήνη και η τάξη του παράκτιου κράτους: ~ ~ και ελεύθερη ναυσιπλοΐα. [< αγγλ. innocent passage, 1958, γαλλ. passage inoffensif] ● ΦΡ.: σώος και αβλαβής (εμφατ.): που δεν έχει υποστεί βλάβη, που παραμένει ακέραιος, υγιής: Ανασύρθηκε από τα συντρίμμια ~ και ~ (: χωρίς να έχει πάθει το παραμικρό). [< αρχ. ἀβλαβής]
  • αβλεπτί [ἀβλεπτί] α-βλε-πτί επίρρ. & (καταχρ.) αβλεπί & αβλεπεί: χωρίς προηγούμενη εξέταση, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή ή σκέψη: Αγοράζω/απορρίπτω/δέχομαι/επιλέγω/συμφωνώ ~.|| Αβλεπί στοίχημα (βλ. ποντάρισμα) στο πόκερ (: χωρίς να βλέπουν οι παίκτες το ποσό του στοιχήματος). [< αρχ. ἀβλεπτῶ]
  • αβουλία [ἀβουλία] α-βου-λί-α ουσ. (θηλ.) 1. έλλειψη θέλησης, αποφασιστικότητας, πρωτοβουλίας: κυβερνητική ~. Πολιτική ~ επί του πρακτέου. ~ και ατολμία/παθητικότητα. ~ των αρμόδιων υπηρεσιών στο να προχωρήσουν τα έργα. Εξαιτίας της ~ας του έχασε πολλές ευκαιρίες στη ζωή του. Πβ. αναποφασιστικ-, διστακτικ-ότητα. 2. ΨΥΧΙΑΤΡ. μείωση, έλλειψη ή απώλεια της βούλησης, της ικανότητας λήψης αποφάσεων: Συμπτώματα της σχιζοφρένειας είναι η γενική αδράνεια, η απάθεια και η ~. ΣΥΝ. αβουλησία [< 1: αρχ. ἀβουλία, 2: γαλλ. aboulie, γερμ. Abulie]
  • άβρεχτος , η, ο [ἄβρεχτος] ά-βρε-χτος επίθ. & (σπάν.) άβρεχος 1. που δεν έχει βραχεί: ~ο: παξιμάδι (= που δεν το έχουν βρέξει, μουσκέψει). ~α: πόδια/ρούχα. ΣΥΝ. στεγνός. ΑΝΤ. βρεγμένος.|| ~ο: σκάφος/φουσκωτό (= καινούργιο).|| ~ος: μήνας (πβ. άβροχος). 2. (μτφ.-σπάν.) (για πρόσ.) που δεν έχει υποστεί απώλειες, πλήγματα: Βγήκε/πέρασε ~ από τη δοκιμασία. Πβ. αβρόχοις ποσί. [< 1: αρχ. ἄβρεκτος]
  • αβροδίαιτος , η, ο [ἁβροδίαιτος] α-βρο-δί-αι-τος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που ζει με ανέσεις και κατ' επέκτ. μαλθακός ή ντελικάτος: ~ος: αστός. Πβ. τρυφηλός.|| (ειρων.) ~οι: θεράποντες των τεχνών/νεανίσκοι (= καλομαθημένοι).|| ~οι: τρόποι (= λεπτεπίλεπτοι). [< αρχ. ἁβροδίαιτος]

αβδηριτισμός

αβδηριτισμός [ἀβδηριτισμός] α-βδη-ρι-τι-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): ανόητη, ματαιόδοξη, αφελής ενέργεια ή συμπεριφορά: πολιτικός ~. Βλ. αβελτηρία, μικρόνοια, -ισμός.

βίος

βίος βί-ος ουσ. (αρσ.) (λόγ.) 1. ζωή και κυρ. ο τρόπος με τον οποίο ζει κάποιος: ασκητικός/έκλυτος/μοναχικός/πολυτάραχος ~. Η πορεία του βίου της. Ο ~ και το έργο του ... Εξιστόρηση του ~ου της ... Διάγει εγκρατή/ενάρετο/ήσυχο ~ο. Πβ. ζήση. 2. σύνολο δραστηριοτήτων σε ορισμένο τομέα: ο κοινωνικός και πολιτικός/ο πνευματικός και υλικός ~. Τα βάρη του οικογενειακού ~ου. Παράταση του επαγγελματικού/εργασιακού ~ου (βλ. ενεργός γήρανση). Χώρισαν μετά από πολλά χρόνια έγγαμου ~ου.βίοι (οι): (συνήθ. ΕΚΚΛΗΣ.) βιογραφίες: ~ αγίων. Πβ. αγιολόγιο, συναξάρι. ● ΣΥΜΠΛ.: βίοι παράλληλοι & παράλληλοι βίοι: για να δηλωθεί ότι δύο συνήθ. άνθρωποι έχουν κοινά βιώματα, παρόμοιες εμπειρίες: Ακολουθούν ~ους ~ους., η δημόσια ζωή/ο δημόσιος βίος βλ. δημόσιος, ιδιωτική ζωή/ιδιωτικός βίος βλ. ιδιωτικός ● ΦΡ.: βίος και πολιτεία 1. (ειρων.) ταραχώδης, περιπετειώδης, σκανδαλώδης ζωή: Αυτός (ο άνθρωπος) είναι ~ ~ (= έχει βεβαρημένο παρελθόν). 2. τίτλος βιογραφιών ή μυθιστορημάτων με θέμα τη ζωή ενός προσώπου: ~ ~ του Αγίου .../του ποιητή ..., διά βίου (λόγ.) 1. για όλη τη διάρκεια της ζωής κάποιου: ~ ~ εκπαίδευση/μάθηση. ~ ~ φαρμακευτική αγωγή. Τιμωρία με ~ ~ αποκλεισμό/φυλάκιση (= ισόβια). Πβ. για μια ζωή. ΣΥΝ. εφ' όρου ζωής 2. (σε ΣΥΜΠΛ. που αφορούν την παροχή επιπλέον γνώσεων και δεξιοτήτων σε ενήλικες) διαρκής: ~ ~ (ΣΥΝ. συνεχιζόμενη) εκπαίδευση/κατάρτιση/μάθηση/παιδεία. Βλ. επιμόρφωση, Ι.Δ.ΕΚ.Ε. [< 1: αρχ. διά βίου 2: αγγλ. lifelong] , μου έχει κάνει το(ν) βίο αβίωτο: με ταλαιπωρεί αφάνταστα, μου δημιουργεί πολλά προβλήματα: ~ ~! Δεν αντέχω άλλο. ΣΥΝ. του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο, πρότερος έντιμος βίος {συνήθ. στη γεν.}: ΝΟΜ. σε περιπτώσεις που κάποιος είχε λευκό ποινικό μητρώο, προτού διαπράξει ποινικώς κολάσιμο αδίκημα: (για κατηγορούμενο) Του αναγνωρίστηκε το ελαφρυντικό του προτέρου/πρότερου ~ου ~ου., (εύχομαι) βίο(ν) ανθόσπαρτο(ν) βλ. ανθόσπαρτος, εξεμέτρησε το ζην βλ. εκμετρώ [< αρχ. βίος]

-βιος

-βιος, α, ο: β' συνθετικό επιθέτων που δηλώνει το χρονικό διάστημα ή τη διάρκεια ζωής του προσδιοριζόμενου, το περιβάλλον ή τον τρόπο διαβίωσής του: ημερό~/νυκτό~.|| Αιωνό~/βραχύ~/ισό~/μακρό~.|| Αμφί~/λαθρό~/ορεσί~/υδρό~. Βλ. -φιλος, -χαρής.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αλητό~/μπαρό~/φυλακό~.

δημοκρατία

δημοκρατία δη-μο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.) {δημοκρατι-ών} 1. ΠΟΛΙΤ. πολίτευμα στο οποίο η εξουσία πηγάζει από τον λαό και ασκείται από αυτόν άμεσα ή έμμεσα (μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων): αστική (βλ. καπιταλισμός)/σοσιαλιστική/συμμετοχική ~. Ανοιχτή/πλουραλιστική ~. Εχθρός/υπέρμαχος της ~ας. Κλονίζονται τα θεμέλια της ~ας. Η ανακήρυξη/αποκατάσταση/εγκαθίδρυση/εδραίωση/κατάλυση/κρίση/οικοδόμηση/υπονόμευση της ~ας. Έλλειμμα ~ας. Αγωνιστές της ~ας. Πβ. λαϊκή κυριαρχία. Βλ. αριστοκρατία, δεσποτεία, δικτατορία, μον-, ολιγ-αρχία, μετα~, σοσιαλ~, τηλε~, τυραννία, χριστιανο~.|| (καταχρ.) Θεοκρατική ~.|| (προφ., συνήθ. ελευθερία λόγου:) Αφήστε τον να πει τη γνώμη του, ~ δεν έχουμε; 2. (συνεκδ.) το κράτος που έχει δημοκρατικό πολίτευμα: Ελληνική/Κυπριακή ~. (ΙΣΤ.) Η Αθηναϊκή ~.|| Οι πρώην σοβιετικές ~ες.|| Ανεξάρτητες/αυτόνομες/δυτικές/φιλελεύθερες ~ες. 3. η περίοδος κατά την οποία επικρατεί δημοκρατικό πολίτευμα σε μία χώρα και η οποία αρχίζει από την ψήφιση ή αναθεώρηση του Συντάγματος: η B'/Γ' Ελληνική ~. Η Ε' Γαλλική ~. Βλ. -κρατία. ● ΣΥΜΠΛ.: αβασίλευτη δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. πολίτευμα στο οποίο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται άμεσα από τον λαό ή έμμεσα από τους αντιπροσώπους του: Η ~ ~ διακρίνεται σε προεδρική και προεδρευόμενη. Βλ. ρεπουμπλικανισμός.|| (το κράτος με το συγκεκριμένο πολίτευμα:) Η χώρα ανακηρύχθηκε ~ ~., άμεση δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. πολίτευμα στο οποίο η εξουσία ασκείται απευθείας από τον λαό: Η ~ ~ της αρχαίας Αθήνας. Βλ. δημοψήφισμα. [< γαλλ. démocratie directe] , ανελεύθερη δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. πολιτικό καθεστώς το οποίο τυπικά είναι δημοκρατικό, στο πλαίσιο όμως του λαϊκισμού παραβιάζει συστηματικά τις δημοκρατικές αρχές [< αμερικ. illiberal democracy, 1997], αντιπροσωπευτική/έμμεση δημοκρατία & αντιπροσωπευτικό σύστημα: ΠΟΛΙΤ. πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης μέσω αιρετών αντιπροσώπων του λαού: H ~ ~ διακρίνεται σε αβασίλευτη και βασιλευόμενη. Πβ. κοινοβουλευτισμός. [< γαλλ. démocratie représentative] , βασιλευόμενη/βασιλευομένη δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. μορφή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που ορίζει κληρονομικό βασιλιά ως ανώτατο άρχοντα· συνεκδ. το κράτος με το συγκεκριμένο πολίτευμα., ηλεκτρονική δημοκρατία: χρήση των σύγχρονων τεχνολογιών (διαδίκτυο, κινητή τηλεφωνία) για την ενημέρωση και την ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών στη διαμόρφωση και λήψη αποφάσεων: ηλεκτρονική διακυβέρνηση και ~ ~. Βλ. ηλεκτρονική ψηφοφορία. ΣΥΝ. τηλεδημοκρατία (1) [< αγγλ. electronic/e- democracy] , κοινοβουλευτική δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με χαρακτηριστικά την άσκηση της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας από το κοινοβούλιο και την περιορισμένη δικαιοδοσία του Προέδρου της Δημοκρατίας: βασιλευόμενη/προεδρευόμενη ~ ~. ΣΥΝ. κοινοβουλευτισμός [< γαλλ. démocratie parlementaire] , λαϊκή/λαοκρατική δημοκρατία (κ. με κεφαλ. Λ, Δ): ΠΟΛΙΤ. μορφή πολιτεύματος που εγκαθιδρύθηκε στα κομμουνιστικά καθεστώτα, κυρ. μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπό την επίδραση της μαρξιστικής-λενινιστικής ιδεολογίας: ~ ~ της Κίνας/Κορέας (= Βόρεια Κορέα). Βλ. δικτατορία του προλεταριάτου, υπαρκτός σοσιαλισμός. [< γαλλ. république/démocratie populaire] , ομοσπονδιακή δημοκρατία: ομοσπονδιακό κράτος με δημοκρατικό πολίτευμα: η ~ ~ της Γερμανίας.|| (το συγκεκριμένο πολίτευμα:) Καθεστώς ~ής ~ας. [< αγγλ. Federal Republic, γαλλ. République fédérale] , προεδρευόμενη/προεδρευομένη δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. μορφή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην οποία η εξουσία ασκείται από την κυβέρνηση που έχει εκλέξει ο λαός, ενώ αρχηγός του κράτους, χωρίς ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες, είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που εκλέγεται συνήθ. από το κοινοβούλιο: Η Ελλάδα έχει ~ ~.|| (το κράτος με το συγκεκριμένο πολίτευμα:) H χώρα ανακηρύχθηκε (σε) ~ ~., προεδρική δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στην οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αρχηγός του κράτους και της κυβέρνησης και έχει ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες. [< γαλλ. démocratie présidentielle] , δημοκρατία της μπανανίας/μπανάνας βλ. μπανάνα, Προεδρία της Δημοκρατίας βλ. προεδρία, Πρόεδρος (της Δημοκρατίας) βλ. πρόεδρος [< αρχ. δημοκρατία, γαλλ. démocratie, αγγλ. democracy, γερμ. Demokratie]

ελαφρύς

ελαφρύς, ιά, ύ [ἐλαφρύς] ε-λα-φρύς επίθ. {ελαφρ-ύ κ. -ιού | -είς κ. -ιοί, (ουδ.) -ιά· θηλ. (λόγ.) -ά· ελαφρύτ-ερος, -ατος} & ελαφρός, ή, ό & (λαϊκό) αλαφρός ΑΝΤ. βαρύς 1. που έχει μικρό βάρος, που μεταφέρεται, σηκώνεται άνετα ή κινείται εύκολα: (συχνά με θετ. συνυποδ.) ~ύς: φακός/φορητός υπολογιστής. ~ιά: βιντεοκάμερα/τσάντα. ~ύ: αεροσκάφος/σακίδιο/φορτίο. ~ιές: αποσκευές. Ποδήλατο με ~ύ σκελετό. Σκάνερ ~ύ και πρακτικό. ~ύ και οικονομικό αυτοκίνητο. Το μικρότερο και ~ερο κινητό της αγοράς.|| (για πρόσ.) Ήμουν είκοσι κιλά πιο ~ (= αδύνατος). Είναι ~ιά σαν πούπουλο. Νιώθω ~ και ξεκούραστος (πβ. ευκίνητος). Να κοιμάστε με ~ύ στομάχι (: χωρίς να έχετε φάει πολύ).|| ~ύς: σιδηρόδρομος (βλ. τραμ).|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ύ: άρμα/(παλαιότ.) ιππικό (: με ~ύ οπλισμό).|| (ΧΗΜ-ΦΥΣ.) ~ιά: αέρια/μέταλλα (: με μικρό ειδικό βάρος).|| (κατ’ επέκτ.) ~ύ: τιμόνι (: εύκολο, άνετο στον χειρισμό).|| (μτφ.) ~ύ και κομψό σχέδιο (: απλό, απέριττο). 2. (ειδικότ. για ρούχα) λεπτός: ~ιά: κουβέρτα. ~ύ: μπουφάν/πάπλωμα. ΑΝΤ. χοντρός (2) 3. που χαρακτηρίζεται από μικρή ή μικρότερη (από την κανονική, επιθυμητή) ένταση ή δύναμη, που δεν είναι τόσο αισθητός· περιορισμένος, λίγος: ~ύ: άγγιγμα (πβ. απαλό, τρυφερό)/μασάζ/τρίψιμο/χτύπημα (ΑΝΤ. δυνατό). ~ιά κάμψη του αγκώνα/στροφή της κεφαλής. ~ύ τίναγμα των μαλλιών.|| ~ύς: άνεμος/χειμώνας (ΑΝΤ. δριμύς). ~ιά: βροχή (πβ. ασθενής, ψιλή)/ομίχλη/συννεφιά/χιονόπτωση. ~ύ: αεράκι (ΣΥΝ. ανάλαφρο, βλ. αύρα)/κύμα.|| ~ύς: αναστεναγμός/ήχος/φωτισμός. ~ιά: γεύση/οσμή (ΑΝΤ. οξεία). ~ύ: άρωμα (πβ. διακριτικό)/μαύρισμα/χρώμα (: παλ). (για συναίσθημα) ~ιά: ανησυχία.|| ~ιά: αύξηση/κλίση/μείωση. ~ύ: προβάδισμα. (ειδικότ., για εργασία) ~ύ: σκάλισμα (: επιφανειακό). Πβ. ανεπαίσθητος. ΑΝΤ. έντονος. 4. που χωνεύεται εύκολα ή γρήγορα, γενικότ. που έχει κάποια από τα συστατικά του σε μικρή σχετικά περιεκτικότητα: ~ιά: κουζίνα/σάλτσα. ~ύ: γεύμα/πιάτο. ~ιά: λάδια (βλ. ελαιόλαδο, βαμβακ-, ηλι-, σογι-έλαιο). Πβ. ευκολοχώνευτος, εύπεπτος. ΑΝΤ. δύσπεπτος.|| (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) ~ύ: γάλα (: με χαμηλά λιπαρά, ημιάπαχο· βλ. άπαχο, πλήρες). ~ύ: γλυκό (ψυγείου).|| ~ύ: ποτό (: χωρίς πολύ αλκοόλ). ~ά: τσιγάρα. Καφές ~, φίλτρου. 5. (μτφ.) που είναι υποφερτός, που αντιμετωπίζεται με σχετική ευκολία: ~ύς: ερεθισμός/πονοκέφαλος/πυρετός/τραυματισμός (πβ. επιπόλαιος. ΑΝΤ. σοβαρός). ~ύ: διάστρεμμα/έγκαυμα/εγκεφαλικό/κρυολόγημα/πρήξιμο. ~ά (σπανιότ. ~ιά) συμπτώματα νόσου. 6. (μτφ.) που δεν είναι τόσο κουραστικός, δυσβάσταχτος: ~ιά: άσκηση/γυμναστική (πβ. ήπια)/εργασία. ~ύ: πρόγραμμα.|| ~ιά: ποινή/φορολογία. ~ύ: πρόστιμο. Πβ. ανεκτός. ΑΝΤ. επαχθής. 7. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη έντονου προβληματισμού ή βαθιάς σκέψης: ~ύ: ύφος. ~ά: θέματα. Η συζήτηση έγινε σε ευχάριστο και ~ύ κλίμα. 8. που γίνεται κατανοητός και γενικότ. δεκτός, χωρίς να απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή ή προσπάθεια: ~ιά: μουσική (βλ. κλασική). ~ό/~ύ: θέατρο.|| (με αρνητ. συνυποδ.) ~ύ έργο, κατώτερο των προηγούμενων επιτυχιών του σκηνοθέτη. Βλ. εμπορικός. ● Υποκ.: ελαφρούτσικος , η, ο {κ. θηλ. -ια}: (συχνά για πρόσ.) αφελής, ελαφρόμυαλος. ● επίρρ.: ελαφρ(ι)ά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Κοιμάται (πβ. λαγοκοιμάται· ΑΝΤ. βαθιά)/τρώει ~. Ντύθηκα ~ (: με λεπτά ρούχα· ΑΝΤ. βαριά). Υποχώρησαν ελαφρά (= λίγο) οι τιμές. Είναι/νιώθει ~ώς (= κάπως) καλύτερα. Με τα γόνατα ~ώς λυγισμένα. ● ΣΥΜΠΛ.: ελαφρό τραγούδι: ΜΟΥΣ. κατηγορία τραγουδιών που καλλιεργήθηκαν κυρ. στον χώρο της επιθεώρησης και της οπερέτας και κυριάρχησαν τις δεκαετίες '40 και '50. Βλ. (αρχοντο)ρεμπέτικο, δημοτικό, (ελαφρο)λαϊκό, έντεχνο, μοντέρνο., ελαφρύς ύπνος 1. που διακόπτεται εύκολα: Κάνει ~ύ ~ο. ΑΝΤ. βαθύς. 2. ήσυχος: ~ ~, χωρίς έγνοιες. (ως ευχή) Καλό βράδυ και ύπνο ~ύ. , ελαφρά βιομηχανία βλ. βιομηχανία, ελαφρά όπλα βλ. όπλο, ελαφρών/μεσαίων (/μέσων)/βαρέων βαρών βλ. βάρος, ελευθέρων ηθών βλ. ήθος, μαλακά ναρκωτικά βλ. μαλακός ● ΦΡ.: (ας/να είναι) ελαφρύ/ελαφρό το χώμα που σε/τον σκεπάζει: ως ευχή που διατυπώνεται συνήθ. σε επικήδειο ή επιμνημόσυνο λόγο, για ανάπαυση του νεκρού: Aιωνία σου η μνήμη και ~ ~ που σε σκεπάζει. , το πήρε ελαφριά (προφ.): δεν έδωσε σημασία σε κάτι ή δεν στενοχωρήθηκε πολύ για αυτό. ΑΝΤ. το πήρε βαριά, (έχω) ελαφρύ χέρι βλ. χέρι, ελαφρά τη καρδία βλ. καρδιά, με ελαφριά (τη) συνείδηση βλ. συνείδηση [< αρχ. ἐλαφρύς, γαλλ. léger, αγγλ. light, γερμ. leicht]

εχίνος

εχίνος [ἐχῖνος] ε-χί-νος ουσ. (αρσ.): ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. τμήμα του κιονόκρανου ανάμεσα στον άβακα και τον κορμό του κίονα. [< μτγν. ἐχῖνος]

-ύτητα

-ύτητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που παράγονται από επίθετα και δηλώνουν: κατάσταση ή ιδιότητα: βραδ~/γλυκ~ (βλ. -άδα)/ευθ~/τραχ~. Βλ. -ότητα, -οσύνη.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.