Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 213 εγγραφές  [0-20]


  • -κλιτος , η, ο: ΑΡΧΙΤ. β' συνθετικό ουσιαστικών με αναφορά στο κλίτος ναού: δί~/μονό~/πεντά~/τρί~.
  • -κογχος , η, ο & (προφ.) -κοχος: ΑΡΧΙΤ. β' συνθετικό επιθέτων με αναφορά στην κόγχη ή τις κόγχες ναού: δί~/μονό~/τρί~.
  • άβακας [ἄβακας] ά-βα-κας ουσ. (αρσ.) {αβάκων} 1. (λόγ.) επιφάνεια επιτραπέζιων παιχνιδιών και γενικότ. κάθε επίπεδη πλάκα: ο ~ του σκακιού (= σκακιέρα). Παιχνίδια σε ~α.|| (κυρ. στον πληθ.) ~ες δαπέδων/τοίχων (πβ. πλακάκια). Κατακόρυφοι/οριζόντιοι ~ες που λειτουργούν ως θερμαντικά σώματα. 2. εργαλείο εκτέλεσης αριθμητικών πράξεων, χαρακτηριστικός τύπος του οποίου είναι αυτός που λειτουργεί με τη μετακίνηση μικρών σφαιρών κατά μήκος αξόνων στερεωμένων σε ορθογώνιο πλαίσιο και κατ' επέκτ. κάθε υπολογιστικός πίνακας: (συνήθ. παλαιότ.) ξύλινος ~. Πρόσθεση µε ~α. (ΜΑΘ.) Πυθαγόρειος πίνακας ή ~ (: πίνακας πολλαπλασιασμού για την εύρεση του γινομένου των πρώτων εννέα μονοψήφιων αριθμών). Πβ. αριθμητήριο. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. πλάκα -συνήθ. τετράγωνη ή ορθογώνια παραλληλεπίπεδη- στο ανώτερο τμήμα του κιονόκρανου, όπου στηρίζεται το επιστύλιο. Βλ. εχίνος, κάλαθος. ● Υποκ.: αβάκιο (το) [< αρχ. ἄβαξ]
  • αέτωμα [ἀέτωμα] α-έ-τω-μα ουσ. (ουδ.) {αετώμ-ατος | -ατα, -άτων}: ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. το άνω τριγωνικό μέρος πρόσοψης ή οπίσθιας όψης αρχαίου ναού ή κιονοστοιχίας (συνήθ. με γλυπτό διάκοσμο)· κατ' επέκτ. αντίστοιχη κατασκευή σε τοίχο, κτίριο: λίθινο/μαρμάρινο ~. Το ανατολικό ~ του Παρθενώνα.|| ~ τριώροφης πρόσοψης. [< αρχ. ἀέτωμα]
  • αετωματικός , ή, ό [ἀετωματικός] α-ε-τω-μα-τι-κός επίθ.: ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. που φέρει αέτωμα, αναφέρεται ή ανήκει σε αυτό: ~ός: όροφος/τοίχος. ~ή: κατασκευή. Επιτύμβια ~ή στήλη.|| ~ή: απόληξη. ~ό: γλυπτό. ~ές: μορφές. ~ά: ανάγλυφα.
  • αίθριο [αἴθριο] αί-θρι-ο ουσ. (ουδ.) {αιθρί-ου | -ων} 1. ΑΡΧΙΤ. εσωτερικός χώρος οικοδομικού συγκροτήματος, ανοιχτός ή σκεπασμένος συνήθ. με γυαλί, που έχει φυσικό φωτισμό: ~ εμπορικού κέντρου/μουσείου/οικίας. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. περίστυλη εσωτερική αυλή αρχαίων κοσμικών ή θρησκευτικών κτισμάτων: ~ αρχαιοελληνικής/ρωμαϊκής έπαυλης (πβ. άτριο). ~ ναού. Στοά ~ου. [< μτγν. αἴθριον]
  • άκανθα [ἄκανθα] ά-καν-θα ουσ. (θηλ.) {άκανθ-ες, ακανθ-ών} (λόγ.) 1. αγκάθι· γενικότ. κάθε σκληρή βελονοειδής απόφυση ή προεξοχή σε φυτό ή ζώο: στέφανος εξ ~ών (: το ακάνθινο στεφάνι του Ιησού).|| (ΖΩΟΛ.) ~ εντόμου/φιδιού (: η σπονδυλική του στήλη)/ψαριού (πβ. ψαροκόκαλο). 2. ΑΝΑΤ. ακανθώδης απόφυση ή προεξοχή: ισχιακή/οστική/ραχιαία/ρινική ~. ~ πτέρνας/σπονδύλου. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. άκανθος. [< 1: αρχ. ἄκανθα 2: μτγν. ~]
  • άκανθος [ἄκανθος] ά-καν-θος ουσ. (θηλ.) {ακάνθ-ου} 1. ΒΟΤ. {κ. αρσ.} ποώδες καλλωπιστικό φυτό (επιστ. ονομασ. Acanthus mollis) με μεγάλα φύλλα που φέρουν πολλές και βαθιές τομές: ~ η απαλή. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. γλυπτό διακοσμητικό στοιχείο του κορινθιακού κιονόκρανου, παρόμοιο με το ομώνυμο φυτό: φύλλα ~ου. ΣΥΝ. άκανθα (3) [< μτγν. ἄκανθος, γαλλ. acanthe, αγγλ. acanthus]
  • ακροκέραμο [ἀκροκέραμο] α-κρο-κέ-ρα-μο ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) ακροκέραμος (ο): ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. διακοσμητικό στοιχείο στην άκρη της στέγης κτιρίων ή στις γωνίες αετώματος: μαρμάρινα/πήλινα ~α. ~ με ανθέμιο και γραπτή διακόσμηση/με ανάγλυφη παράσταση σφιγγός. Μαίανδροι και ~α. Πβ. ακρωτήριο. [< μεσν. ακροκέραμον, γαλλ. antéfixe]
  • ακρωτήριο [ἀκρωτήριο] α-κρω-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {ακρωτηρί-ου| -ων} 1. ΓΕΩΓΡ. & (λαϊκό-λογοτ.) ακρωτήρι: προέκταση της ξηράς στη θάλασσα πέρα από τη μέση ακτογραμμή: απόκρημνο ~. Βραχώδη ~α. Χερσόνησοι και ~α. Πβ. κάβος. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. διακοσμητικό στοιχείο (ανθέμιο, άγαλμα) που βρίσκεται πάνω σε καθεμία από τις τρεις γωνίες του αετώματος αρχαιοελληνικού ναού: επιβλητικά μαρμάρινα ~α. Πβ. ακροκέραμο. [< αρχ. ἀκρωτήριον]
  • αμφιθέατρο [ἀμφιθέατρο] αμ-φι-θέ-α-τρο ουσ. (ουδ.) 1. αίθουσα διαλέξεων, παραστάσεων, συναυλιών, όπου τα καθίσματα είναι τοποθετημένα κλιμακωτά και συνήθ. ημικυκλικά απέναντι από την έδρα, τη σκηνή ή την εξέδρα· συνεκδ. οι θεατές ή ακροατές που βρίσκονται σε αυτή: ανοιχτό/δημοτικό/υπαίθριο ~. Το ~ του μουσείου/σχολείου. Έδρανα/φουαγιέ ~άτρου. Η εκδήλωση/ημερίδα θα πραγματοποιηθεί στο ~ του Πανεπιστημίου/Πολυτεχνείου. Βλ. άουλα.|| Ιδιαίτερη συγκίνηση προκάλεσε στο ~ ο ομιλητής. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. ρωμαϊκό κτίσμα, στρογγυλό ή ελλειψοειδές, με κλιμακωτά καθίσματα και αρένα στη μέση: Το ~ των Φλαβίων στη Ρώμη, γνωστό ως Κολοσσαίο. [< 1: γαλλ. amphithéâtre, αγγλ. amphitheater 2: μτγν. ἀμφιθέατρον]
  • αμφιπρόστυλος , η, ο [ἀμφιπρόστυλος] αμ-φι-πρό-στυ-λος επίθ.: ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. που έχει στοές με κίονες και στις δύο στενές πλευρές του: ~ ναός δωρικού/ιωνικού ρυθμού. Βλ. περίπτερος. [< μτγν. ἀμφιπρόστυλος]
  • αναβάθρα [ἀναβάθρα] α-να-βά-θρα ουσ. (θηλ.) 1. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. κεκλιμένο επίπεδο, στο μέσο της ανατολικής πλευράς των αρχαίων ναών, για τη διευκόλυνση της ανόδου στο εσωτερικό τους. Πβ. αναβαθμός. 2. ΝΑΥΤ. κινητή σκάλα κυρ. για την επιβίβαση σε πλοίο (ανεμόσκαλα ή σανίδα). Βλ. ράμπα. [< μτγν. ἀναβάθρα]
  • ανακουφιστικός , ή, ό [ἀνακουφιστικός] α-να-κου-φι-στι-κός επίθ. (λόγ.) 1. που ανακουφίζει: ~ή: αγωγή/φροντίδα (: που αποσκοπεί στον έλεγχο του πόνου, την ποιότητα ζωής και την αντιμετώπιση των ψυχοκοινωνικών και πνευματικών αναγκών ατόμων με ανίατες ασθένειες· πβ. παρηγορητικός). Βλ. κέντρο/μονάδα/ξενώνας ~ής φροντίδας. ~ό: φάρμακο (= αναλγητικό, καταπραϋντικό).|| ~ές: σκέψεις. ~ά: λόγια. Πβ. καθησυχαστ-, κατευναστ-ικός.|| ~ά: μέτρα (κατά της ανεργίας/του κυκλοφοριακού). Βλ. ανάσα. 2. ΤΕΧΝΟΛ. που ελέγχει, μειώνει κυρ. την ένταση ή την πίεση: ~ός: μηχανισμός. ~ή: βαλβίδα (: ασφαλείας, εκτόνωσης). ● επίρρ.: ανακουφιστικά ● ΣΥΜΠΛ.: ανακουφιστικό τόξο/τρίγωνο: ΑΡΧΙΤ. κενό στην τοιχοποιία που κλείνεται συνήθ. με πλάκα, ενισχύοντας τα ευαίσθητα αρχιτεκτονικά μέλη (κυρ. ανώφλια) και κατανέμοντας το βάρος της υπερκείμενης κατασκευής στα πλάγια: ~ τόξο πόρτας. ~ τρίγωνο θολωτού τάφου/πύλης/στο υπέρθυρο. [< γερμ. Entlastungsbogen] [< 1: γερμ. erleichternd, γαλλ. soulageant 2: αγγλ. relief (valve)]
  • αναμονή [ἀναμονή] α-να-μο-νή ουσ. (θηλ.) 1. χρονικό διάστημα που περνά κάποιος περιμένοντας κάτι: ατελείωτη/εκνευριστική/μακρά/μάταιη/πολύωρη ~. ~ μέχρι το μεσημέρι. Ουρά/χρόνος ~ής. Μας κούρασε η ~. Μεγάλες ~ές για την έναρξη της ιατρικής ειδικότητας. 2. τηλεφωνική υπηρεσία κατά την οποία γίνεται κράτηση κλήσης, όταν η γραμμή είναι κατειλημμένη: Η κλήση σας είναι σε ~.|| (μτφ.) Με έχει στην ~ (= στο περίμενε)! 3. προσδοκία: ~ές και ελπίδες για ένα καλύτερο αύριο. Πβ. προσμονή. 4. {συνήθ. στον πληθ.} (επιστ.) υποδομή για επικείμενη εγκατάσταση: (ΑΡΧΙΤ.) ~ές θεμελίων/οπλισμών/υποστυλωμάτων (= μεταλλικές ράβδοι).|| (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ές για ηλεκτρικές συσκευές. Τοποθέτηση ~ών. ● ΣΥΜΠΛ.: αίθουσα αναμονής & χώρος αναμονής: δωμάτιο, χώρος με καθίσματα όπου περιμένει κάποιος συνήθ. τη σειρά του μέχρι να εξυπηρετηθεί: ~ ~ αεροδρομίου/σιδηροδρομικού σταθμού. ~ ~ επιβατών. Πβ. αναχωρήσεις.|| ~ ~ ιατρείου/νοσοκομείου. Βλ. λόμπι, ρεσεψιόν. [< αγγλ. waiting room] , λίστα αναμονής: κατάλογος προσώπων που περιμένουν με σειρά προτεραιότητας να εξασφαλίσουν θέση, συνήθ. σε αεροπορικές πτήσεις, πλοία και νοσοκομεία: Βρίσκομαι/γράφομαι/μπαίνω σε ~ ~. Σε ~ ~ για τη λήψη μοσχεύματος. [< αγγλ. waiting list] , αναμονή κλήσης βλ. κλήση ● ΦΡ.: εν/σε αναμονή (συνήθ. + γεν.): περιμένοντας να συμβεί κάτι: ~ ~ των εξελίξεων! Βρισκόμαστε/είμαστε ~ ~ των αποτελεσμάτων/για τα αποτελέσματα.|| Κρατώ κάποιον σε ~., τηρώ/κρατώ στάση αναμονής: περιμένω να δω πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, προκειμένου να δράσω αναλόγως: Τηρεί ~ ~ μέχρι να βγει η δικαστική απόφαση. Κρατά ~ ~ όσον αφορά τα νέα μέτρα. [< μτγν. ἀναμονή, γαλλ. attente]
  • άνδηρο [ἄνδηρο] άν-δη-ρο ουσ. (ουδ.) {ανδήρ-ου} : ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. οριζόντια επιφάνεια σε επικλινές έδαφος για την κατασκευή οικοδομήματος: άνω/τεχνητό ~. Βαθμιδωτά/επάλληλα/κλιμακωτά ~α. Πβ. πλάτωμα. [< αρχ. ἄνδηρον]
  • ανθεμωτός , ή, ό [ἀνθεμωτός] αν-θε-μω-τός επίθ.: ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. που φέρει ανθέμιο ως διακοσμητικό μοτίβο: ~ά: κιονόκρανα.
  • αντέρεισμα [ἀντέρεισμα] α-ντέ-ρει-σμα ουσ. (ουδ.) {αντερείσμ-ατα} 1. ΑΡΧΙΤ. κατασκευή που χρησιμοποιείται ως μέσο στήριξης: πέτρινο ~. ~ θόλου. Εγκάρσια ~ατα για την ενδυνάμωση της κατασκευής. Πβ. ανάλημμα, αντηρίδα, αντιστήριγμα, υποστύλωμα. 2. ΓΕΩΓΡ. τμήμα του βουνού που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο διαδοχικές χαράδρες: ~ της κορυφής. Βραχώδη ~ατα. Τα ~ατα της οροσειράς ... 3. (απαιτ.-λεξιλόγ.-μτφ.) στήριγμα, έρεισμα: πνευματικά ~ατα. [< μτγν. ἀντέρεισμα]
  • αντηρίδα [ἀντηρίδα] α-ντη-ρί-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΑΡΧΙΤ. κατασκευή (τοίχος, δοκός, σανίδα) που χρησιμοποιείται ως στήριγμα, συνήθ. κεκλιμένο: διαγώνια/λοξή ~. Εγκάρσιες/ξύλινες/πλαϊνές ~ες. Πβ. αντέρεισμα, αντιστήριγμα. Βλ. ορθοστάτης. 2. (σπάν.) παραφυάδα, παρακλάδι: (ΓΕΩΛ.) ~ες του όρους ... (: που φαίνεται να στηρίζουν την κεντρική οροσειρά, έχοντας διαφορετική κατεύθυνση από αυτή). [< 1: αρχ. ἀντηρίς 2: γαλλ. contrefort]
  • αντιανέμιος , α, ο [ἀντιανέμιος] α-ντι-α-νέ-μι-ος επίθ.: ΑΡΧΙΤ. που σταματά τη δύναμη του ανέμου: ~οι: σύνδεσμοι (μεταλλικών στεγών). Βλ. αντιανεμικός. ● Ουσ.: αντιανέμιο (το) 1. προστατευτικό κάλυμμα μικροφώνου. 2. ΑΡΧΙΤ. {συνήθ. στον πληθ.} πετάσματα ή σύνδεσμοι που ανακόπτουν τον άνεμο.

ανάσα

ανάσα [ἀνάσα] α-νά-σα ουσ. (θηλ.) 1. ο αέρας που βγαίνει από το στόμα κατά την αναπνοή και γενικότ. η λειτουργία της: αδύναμη/απαλή/βαθιά/βαριά/γλυκιά/ζεστή/κοφτή ~. Ακούω/αφουγκράζομαι την ~ κάποιου. Μυρίζει η ~ του σκόρδο. Κρατάει την ~ του από την αγωνία. Πβ. πνοή.|| (μτφ.) Αγώνας/κούρσα της μιας ~ας (: των 100 μέτρων στον ανοιχτό ή των 60 μέτρων στον κλειστό στίβο). 2. (μτφ.) ξεκούραση, ανακούφιση: (σε τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπομπή) Μικρή ~ (= ανάπαυλα, διάλειμμα) για διαφημίσεις. Πβ. ανάπαυση, ριλάξ, χαλάρωση.|| Κυκλοφοριακή ~. ~ αισιοδοξίας. ~ ρευστότητας στην αγορά. Πβ. ξαλάφρωμα.|| (ως παραθετικό σύνθ.) Έργο/μέτρα/νίκη-~. ΣΥΝ. ανακουφιστικός. ● ΣΥΜΠΛ.: καυτή ανάσα 1. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) για να δηλωθεί αίσθημα πίεσης και επικείμενης απειλής: Νιώθει την ~ ~ του ανταγωνισμού. 2. ένδειξη ερωτικής ή σεξουαλικής διάθεσης., ανάσα δροσιάς βλ. δροσιά ● ΦΡ.: δίνω (μια) ανάσα (ζωής) (μτφ.): προσφέρω σημαντική βοήθεια., κόβει την ανάσα: (μτφ.) προκαλεί έντονα συναισθήματα, αφήνει (κάποιον) άναυδο: ερμηνεία/θέα/ομορφιά/τοπίο που ~ ~., με κομμένη (την) ανάσα (μτφ.): με μεγάλη αγωνία: Μένω/μιλώ ~ ~. [< γαλλ. à bout de souffle] , μια ανάσα από/πριν από (μτφ.): λίγο πριν., παίρνω (μια) ανάσα & παίρνω μια αναπνοή 1. (συνήθ. με άρνηση) (μτφ.) σταματώ κάτι που κάνω με εντατικούς ρυθμούς, για να ξεκουραστώ ή απαλλάσσομαι από έγνοιες, ανακουφίζομαι: Δεν έχω πάρει ~ από το πρωί. Πβ. αναπαύομαι, ξαλαφρώνω, ξανασαίνω, ξεκουράζομαι. 2. εισπνέω: Πάρε βαθιές ~ες. ΣΥΝ. αναπνέω (1) ΑΝΤ. εκπνέω, χωρίς ανάσα (μτφ.): χωρίς διάλειμμα, παύση: Δούλευαν ~ ~, για να εξασφαλίσουν το μεροκάματο. Πβ. απνευστί, μονορούφι., μου κόβεται/μου πιάνεται η αναπνοή/η ανάσα βλ. αναπνοή [< ανασαίνω, υποχωρητικός σχηματισμός]

αντιανεμικός

αντιανεμικός, ή, ό [ἀντιανεμικός] α-ντι-α-νε-μι-κός επίθ.: που προστατεύει από τον άνεμο: ~ή: στολή. ~ό: μπουφάν. ~ά: γυαλιά/δίχτυα (για την προστασία των σπαρτών). Βλ. αδιάβροχος, θερμομονωτ-, ισοθερμ-ικός. ● Ουσ.: αντιανεμικό (το): ρούχο, συνήθ. πανωφόρι, που προφυλάσσει από τον άνεμο και τη βροχή: ~ με εσωτερική επένδυση. Αδιάβροχο-~. Βλ. άνορακ. [< γαλλ. coupe-vent]

άουλα

άουλα [ἄουλα] ά-ου-λα ουσ. (θηλ.): αίθουσα τελετών. Βλ. αμφιθέατρο. [< γερμ. Aula, γαλλ. aula]

εχίνος

εχίνος [ἐχῖνος] ε-χί-νος ουσ. (αρσ.): ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. τμήμα του κιονόκρανου ανάμεσα στον άβακα και τον κορμό του κίονα. [< μτγν. ἐχῖνος]

κλήση

κλήση κλή-ση ουσ. (θηλ.) 1. ακουστικό, φωτεινό ή άλλου είδους σήμα, με το οποίο καλείται κάποιος να εισέλθει σε τηλεπικοινωνιακό δίκτυο· κυρ. το τηλεφώνημα: αναπάντητη/(υπερ)αστική/αυτόματη/διεθνής/εισερχόμενη/εξερχόμενη/εσωτερική/ταχεία/τηλεφωνική/τοπική ~. ~ χωρίς χρέωση/δωρεάν ~. ~ από/σε κινητό/σταθερό τηλέφωνο. Γενική ~ προς όλα τα οχήματα/όλους τους σταθμούς. Απόρριψη/αριθμός/διάρκεια/ειδοποίηση/επανάληψη/ηχογράφηση/ήχοι ~ης. Μείωση του κόστους ~ης. Πλήκτρο αποδοχής/τερματισμού ~ης. ~εις προς την Αστυνομία/το ΕΚΑΒ/την Πυροσβεστική. ~εις μέσω διαδικτύου (πβ. βιντεο~). Η ~ σας προωθείται. Απαντώ σε/δέχομαι μια ~. Έκανε ~ με απόκρυψη. Πραγματοποιεί ~ εκτάκτου ανάγκης. 2. (επίσ.) έγγραφη ειδοποίηση να παρουσιαστεί υποχρεωτικά κάποιος σε υπηρεσία ή δικαστήριο: ~ για κατάταξη (π.χ. στην Πολεμική Αεροπορία). ~ από την Εφορία.|| (ΝΟΜ.) Δικαστική ~. ~ μάρτυρα. Έκδοση/κοινοποίηση ~ης. Παραπομπή σε δίκη με απευθείας ~. Ο ανακριτής απέστειλε ~ σε απολογία στον ... Έλαβε ~ για να καταθέσει. Του επιδόθηκε ~. Πβ. κλήτευση.|| (ειδικότ., έγγραφο με το οποίο καλείται από την Τροχαία ο παραβάτης να πληρώσει πρόστιμο:) Πήρε ~ για παράνομη στάθμευση/υπερβολική ταχύτητα. 3. (λόγ.) κάλεσμα, πρόσκληση, έκκληση: προσωπική/τιμητική ~. Άμεση ~ ασθενοφόρου/ταξί. (ΘΕΟΛ.) Η ~ του Θεού (προς τον άνθρωπο).|| ~ για βοήθεια. Βλ. παράκληση. 4. ΠΛΗΡΟΦ. μεταφορά του ελέγχου προγράμματος σε υπορουτίνα μέσω εντολής: ~ διαδικασίας/συνάρτησης. Βλ. ανάκληση. ● ΣΥΜΠΛ.: αναμονή κλήσης: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία μέσω της οποίας ειδοποιείται ο συνδρομητής, συνήθ. με συγκεκριμένο ήχο, ότι κάποιος άλλος του τηλεφωνεί, ενώ εκείνος χρησιμοποιεί το τηλέφωνο. [< αγγλ. call waiting, 1971] , εκτροπή/προώθηση κλήσης: ΤΗΛΕΠ. τηλεφωνική υπηρεσία που επιτρέπει σε συνδρομητή να προωθεί τις εισερχόμενες κλήσεις του σε άλλον αριθμό κινητού ή σταθερού τηλεφώνου. [< αγγλ. call diversion, 1976, call forwarding, 1963] , κακόβουλη κλήση: που περιέχει απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης, όπως εξύβριση, εκβιασμό, απάτη ή προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας. [< αγγλ. malicious call] , κράτηση κλήσης: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία μέσω της οποίας μια τηλεφωνική κλήση τίθεται σε αναμονή, όταν η γραμμή είναι κατειλημμένη. [< αγγλ. call hold] , ονομαστική κλήση: εκφώνηση ονομάτων από λίστα: ψηφοφορία με ~ ~., φραγή κλήσεων & κλήσης: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία που απαγορεύει ορισμένες ή όλες τις εισερχόμενες ή εξερχόμενες κλήσεις προς ή από το τηλέφωνο ενός συνδρομητή: επιλεκτική ~ ~. ~ ~ εξωτερικού. ~ ~ λόγω απώλειας κινητού. [< αγγλ. call barring, 1982] , φωνητική κλήση: ΤΗΛΕΠ. λειτουργία, κυρ. κινητών τηλεφώνων, με την οποία οι συνδρομητές μπορούν να τηλεφωνήσουν σε κάποιον, χωρίς τη χρήση του πληκτρολογίου μόνο με την εκφώνηση του ονόματός του. [< αγγλ. voice call/dial(ing)] , αναγνώριση κλήσεων βλ. αναγνώριση, διακριτικό κλήσης βλ. διακριτικός, κλήση σύσκεψης βλ. σύσκεψη, παλμική κλήση βλ. παλμικός ● ΦΡ.: σβήνω την κλήση/το πρόστιμο βλ. σβήνω [< 1,4: αγγλ. call 2: αρχ. κλῆσις, γαλλ. appel 3: αρχ. ~ ]

λόμπι

λόμπι λό-μπι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. (συνήθ. μειωτ.) ομάδα ατόμων που υποστηρίζουν και εκπροσωπούν συγκεκριμένα συμφέροντα, βάσει των οποίων προσπαθούν να επηρεάσουν, συνήθ. παρασκηνιακά, τα κέντρα λήψης αποφάσεων: εθνικιστικό/επιχειρηματικό/εφοπλιστικό/οργανωμένο/πολιτικό ~. Το εβραϊκό/ελληνικό ~ (της Αμερικής). Τα ~ της αυτοκινητοβιομηχανίας/του πετρελαίου. Πβ. οργανωμένα συμφέροντα. Βλ. κάστα, κατεστημένο, κλίκα, κορπορατισμός, λέσχη, συντεχνία. 2. προθάλαμος: στο ~ του θεάτρου (πβ. φουαγιέ)/ξενοδοχείου (πβ. ρεσεψιόν). Πβ. χολ. [< 1: αμερικ. lobby, γαλλ. ~. 1952 2: αγγλ. lobby < μεσν. λατ. lobium ‘στοά’]

ορθοστάτης

ορθοστάτης [ὀρθοστάτης] ορ-θο-στά-της ουσ. (αρσ.) (λόγ.): κατακόρυφη βάση στήριξης: μεταλλικός ~. ~ βιβλίων (= βιβλιοστάτης)/ηχείων. Ανεμιστήρας με ~η. Πβ. σταντ. Βλ. αποστάτης2.|| (ΜΗΧΑΝ.) Σωληνωτοί ~ες. ~ες στηθαίων ασφαλείας. (ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ.) ~ αρχαίου κτιρίου (: λίθος τοποθετημένος όρθιος στο κάτω μέρος τοίχου οικοδομήματος). Βλ. στύλος.|| (ΓΥΜΝ.-ΑΘΛ.) Πάγκος με ~η. ~ες μπάρας/τένις.|| Αναπηρικό κάθισμα-~. Βλ. -στάτης. [< αρχ. ὀρθοστάτης ‘κάθετη δοκός, κίονας’]

περίπτερος

περίπτερος, η, ο πε-ρί-πτε-ρος επίθ.: ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. (για αρχαίο οικοδόμημα) που έχει στοές με κίονες και στις τέσσερις πλευρές του: ~ος: ναός. Βλ. αμφιπρόστυλος. ΣΥΝ. περίστυλος [< πβ. μτγν. περίπτερος]

ράμπα

ράμπα ρά-μπα ουσ. (θηλ.) 1. επικλινής επιφάνεια που ενώνει δύο οριζόντια επίπεδα διαφορετικού ύψους: φορητή ~. ~ αποβίβασης/απογείωσης/προσγείωσης. ~ πεζοδρομίου. Υπόγειο με ~.|| (για ΑΜΕΑ) Ανυψωτική ~. ~ πρόσβασης. Πεζογέφυρα με ~ ανόδου/καθόδου. Βλ. κυλιόμενες σκάλες/κλίμακες. 2. κεκλιμένο συνήθ. επίπεδο σε συνεργείο αυτοκινήτων για την ανύψωση οχήματος, προκειμένου να ελεγχθεί ή/και να επισκευαστεί. 3. σειρά από φώτα στο προσκήνιο θεάτρου. [< γαλλ. rampe]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.