Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 11 εγγραφές  [0-11]


  • αεροδιαστημικός , ή, ό [ἀεροδιαστημικός] α-ε-ρο-δι-α-στη-μι-κός επίθ.: ΑΕΡΟΝ. -ΑΣΤΡΟΝΑΥΤ. που σχετίζεται με την αεροναυτική και αστροναυτική επιστήμη και τεχνολογία: ~ός: μηχανικός/όμιλος/σχεδιασμός. ~ή: βιομηχανία/έρευνα/μηχανική. ~ό: κέντρο (πβ. κοσμοδρόμιο)/σκάφος. ~ά: ταξίδια. ● Ουσ.: αεροδιαστημική (η): η επιστήμη που μελετά το αεροδιάστημα: αμυντική/πολιτική ~. Βλ. αεροναυτική. [< αγγλ. aerospace, 1961] ● ΣΥΜΠΛ.: αεροπορική/(αερο)διαστημική ιατρική βλ. ιατρική [< αγγλ. aerospace, 1958, γαλλ. aérospatial, 1960]
  • αστροναυτική [ἀστροναυτική] α-στρο-ναυ-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΑΣΤΡΟΝΑΥΤ. επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη θεωρία, πρακτική και τεχνολογία των διαστημικών πτήσεων: αεροναυπηγική και ~. Βλ. βαλλιστική, βιο~. [< γαλλ. astronautique, 1910, αγγλ. astronautics, 1928, γερμ. Astronautik]
  • αστροναυτικός , ή, ό [ἀστροναυτικός] α-στρο-ναυ-τι-κός επίθ.: ΑΣΤΡΟΝΑΥΤ. που σχετίζεται με τους αστροναύτες ή την αστροναυτική. [< αγγλ. astronautical, 1928]
  • βιοαστροναυτική βι-ο-α-στρο-ναυ-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΑΣΤΡΟΝΑΥΤ. επιστημονικός κλάδος που μελετά τις επιδράσεις, σε ιατρικό και βιολογικό επίπεδο, των διαστημικών πτήσεων και της παραμονής κυρ. ανθρώπων στο Διάστημα. [< αγγλ. bioastronautics, 1957]
  • βολίδα βο-λί-δα ουσ. (θηλ.) 1. σφαίρα πυροβόλου όπλου: Κάλυκες, βλήματα, σκάγια και ~ες. Πβ. φισέκι. Βλ. ραδιο~, φωτο~. 2. (μτφ.) (για κάποιον ή κάτι) που κινείται με μεγάλη ταχύτητα: Έφυγε/μπήκε μέσα/πάει/τρέχει (σαν) ~. (ως παραθετικό σύνθ.) Αυτοκίνητο-~. (στο ποδόσφαιρο) Σουτ-~. Πβ. αστραπή, πύραυλος. 3. ΑΣΤΡΟΝ. είδος λαμπερού διάττοντος αστέρα, που αφήνει έντονο ίχνος πίσω του και σβήνει προτού φτάσει στο έδαφος. 4. ΝΑΥΤ. βαρίδι κωνικού σχήματος για τη μέτρηση του θαλάσσιου βυθού: μηχανική ~. Πβ. βυθόμετρο. ΣΥΝ. σκαντάγιο ● ΣΥΜΠΛ.: διαστημική βολίδα: ΑΣΤΡΟΝΑΥΤ. τηλεκατευθυνόμενο μη επανδρωμένο διαστημόπλοιο για αναγνώριση ή εξερεύνηση του διαπλανητικού χώρου ή ορισμένων ουράνιων σωμάτων του ηλιακού συστήματος. [< αγγλ. space probe, 1958] [< μτγν. βολίς ‘βλήμα’ 2,3: γαλλ. bolide]
  • διαστημόπλοιο δι-α-στη-μό-πλοι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -οίου}: ΑΣΤΡΟΝΑΥΤ. σκάφος για διαστημικά ταξίδια: επανδρωμένο ~. Αποστολή/εκτόξευση ~ου στη Σελήνη. [< αγγλ. spaceship]
  • δορυφόρος δο-ρυ-φό-ρος ουσ. (αρσ.) 1. ΑΣΤΡΟΝΑΥΤ. μη επανδρωμένο διαστημικό όχημα, εξοπλισμένο με ειδικά όργανα, το οποίο τίθεται σε τροχιά γύρω από τη Γη ή από άλλο ουράνιο σώμα με σκοπό την πραγματοποίηση επιστημονικών παρατηρήσεων και μετρήσεων, την εξυπηρέτηση των τηλεπικοινωνιών, την κατασκόπευση στρατηγικών στόχων: γεωστατικός (: σε γεωστατική τροχιά)/δοκιμαστικός/ερευνητικός/μετεωρολογικός/περιβαλλοντικός/στρατιωτικός/τεχνητός/τηλεοπτικός ~. ~ εξερεύνησης. Εκτόξευση ~ου. Αποστολή ~ου στη Σελήνη. (Ανα)μετάδοση προγράμματος/σύνδεση μέσω ~ου. Εικόνες/φωτογραφίες από ~ο. ~οι πλοήγησης (βλ. τζι πι ες). ~οι και διαστημόπλοια/ιπτάμενα ραντάρ. Βλ. ΝΑΣΑ. 2. ΑΣΤΡΟΝ. ουράνιο σώμα που διαγράφει τροχιά γύρω από πλανήτη: φυσικός ~. Ο ~ της Γης (: η Σελήνη). Οι ~οι του Άρη/του Δία/του Κρόνου. 3. (μτφ.) για κάποιον που εξαρτάται (π.χ. οικονομικά ή/και πολιτικά) από άλλον ισχυρότερο, με αποτέλεσμα να υποτάσσεται συνήθ. στις επιλογές του και να τις υποστηρίζει ή να τις ακολουθεί πιστά: οι ~οι των ισχυρών. Πβ. μαριονέτα, πιόνι, υπηρέτης, υποχείριο, φερέφωνο. Βλ. -φόρος. 4. ΜΗΧΑΝΟΛ. μικρός οδοντωτός τροχός κωνικού σχήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: δορυφόρος της πατάτας: ΖΩΟΛ. κολεόπτερο (επιστ. ονομασ. Leptinotarsa decemlineata) που κατατρώει, κυρ. ως προνύμφη, το φύλλωμα και τον βλαστό της πατάτας: βιολογική καταπολέμηση του ~ου ~., κράτος/πόλη δορυφόρος: με σχέση στενής πολιτικής ή/και οικονομικής εξάρτησης από άλλο/η. [< αγγλ. satellite state, 1916, satellite town, 1925] [< αρχ. δορυφόρος 'οπλισμένος με δόρυ', αγγλ.-γαλλ. satellite, 1: γαλλ. ~, περ. 1950]
  • κοσμοδρόμιο κο-σμο-δρό-μι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΑΣΤΡΟΝΑΥΤ. χώρος ειδικά εξοπλισμένος για την εκτόξευση και την προσεδάφιση διαστημόπλοιων (στη Ρωσία και σε άλλες χώρες της πρώην ΕΣΣΔ). Πβ. αεροδιαστημικό κέντρο, διαστημοδρόμιο. Βλ. -δρόμιο. [< ρωσ. kosmodrom < kosmo(navt) + -drom, αγγλ. cosmodrome, 1953, γαλλ. ~, 1961]
  • κοσμοναυτική κο-σμο-ναυ-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΑΣΤΡΟΝΑΥΤ. αστροναυτική (κυρ. ρωσική ή παλαιότ. σοβιετική). [< αγγλ. cosmonautics, 1950]
  • λεωφορείο [λεωφορεῖο] λε-ω-φο-ρεί-ο ουσ. (ουδ.): μεγάλο πολυθέσιο τροχοφόρο όχημα που αποτελεί μέσο (μαζικής) μεταφοράς: αστικό (βλ. ΟΑΣΑ, ΟΑΣΘ)/δημοτικό/διώροφο/εξπρές/ιδιωτικό/μίνι (= μίνι μπας)/σχολικό (: μεταφέρει μαθητές)/τοπικό ~. Ηλεκτροκίνητα (πβ. τρόλεϊ· βλ. ΗΛΠΑΠ)/θερμικά (: μπλε ή πράσινα ~α· λειτουργούν με φυσικό αέριο· βλ. ΕΕ.Λ.)/τουριστικά ή εκδρομικά (πβ. πούλμαν)/υπεραστικά (βλ. ΚΤΕΛ) ~α. Αρθρωτά/διπλά ~α ή ~α-φυσαρμόνικες (πβ. νταλίκα). ~ της γραμμής. ~ για το αεροδρόμιο/κέντρο. Τα καθίσματα/οι χειρολαβές του ~ου. Στάση ~ου. Αφετηρία/δίκτυο/δρομολόγια/εισιτήρια (βλ. ελεγκτής)/τέρμα ~ων. Το ~ καθυστέρησε/ήταν φίσκα (βλ. σαρδελοκούτι). Ποιο ~ παίρνεις; Ανεβαίνω στο/αποβιβάζομαι από το ~. Έχασα (: δεν πρόλαβα)/περιμένω το ~. Πηγαίνω στη δουλειά με το ~. ● Υποκ.: λεωφορειάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: διαστημικό λεωφορείο: ΑΣΤΡΟΝΑΥΤ. αεροσκάφος που μεταφέρει πλήρωμα (αστροναύτες) και ωφέλιμο φορτίο από και προς τον διαστημικό σταθμό. Βλ. διαστημόπλοιο. [< αγγλ. space shuttle, 1950] [< γαλλ. omnibus]
  • σεληνάκατος σε-λη-νά-κα-τος ουσ. (θηλ.): ΑΣΤΡΟΝΑΥΤ. τμήμα διαστημόπλοιου, κατάλληλο για μεταφορά αστροναυτών στην επιφάνεια της σελήνης: επανδρωμένη ~. Η ~ προσεδαφίστηκε/προσσεληνώθηκε. [< αμερικ. lunar module, 1967]

αεροναυτική

αεροναυτική [ἀεροναυτική] α-ε-ρο-ναυ-τι-κή ουσ. (θηλ.): ΑΕΡΟΝ. επιστήμη που ασχολείται με τον σχεδιασμό, την κατασκευή και λειτουργία πτητικών μέσων που κινούνται μέσα ή/και έξω από τη γήινη ατμόσφαιρα: βιομηχανία/μηχανικός ~ής. Βλ. αερο-διαστημική, -ναυτιλία, -πλοΐα, αστροναυτική. ΣΥΝ. αεροναυπηγική [< γαλλ. aéronautique, αγγλ. aeronautics]

βαλλιστική

βαλλιστική βαλ-λι-στι-κή ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) βαλιστική (κ. με κεφαλ. Β): ΜΗΧΑΝ. κλάδος που μελετά τους παράγοντες που επηρεάζουν την κίνηση και την τροχιά των βλημάτων. ΣΥΝ. βλητική [< γαλλ. balistique, 1900, αγγλ. ballistics]

διαστημόπλοιο

διαστημόπλοιο δι-α-στη-μό-πλοι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -οίου}: ΑΣΤΡΟΝΑΥΤ. σκάφος για διαστημικά ταξίδια: επανδρωμένο ~. Αποστολή/εκτόξευση ~ου στη Σελήνη. [< αγγλ. spaceship]

-δρόμιο

-δρόμιο {-δρόμιου (λόγ.) -δρομίου | -δρομίων} λεξικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. περιοχή προσγείωσης και απογείωσης αεροσκαφών: αερο~/ελικο~/υδατο~.|| (αεροδιαστημικό κέντρο:) Kοσμο~. 2. εγκαταστάσεις για τη διεξαγωγή συγκεκριμένου αγωνίσματος: ιππο~/παγο~/ποδηλατο~/χιονο~. 3. χώρο κίνησης των πεζών: πεζο~. 4. συγκεκριμένο εκκλησιαστικό βιβλίο: κυριακο~.

ε

ε επιφών. 1. παρατεταμένο δηλώνει την αμηχανία του ομιλητή ή καλύπτει προσωρινή παύση στην ομιλία. 2. χρησιμοποιείται σε κλητικές προσφωνήσεις, ειδικά όταν ο ομιλητής θέλει να προσελκύσει την προσοχή κάποιου: ~, Γιώργο, περίμενε! ~, εσύ, μη στέκεσαι εκεί! 3. (+ και να) εκφράζει μη πραγματοποιήσιμη ευχή, επιθυμία: ~ και να ήμασταν πάλι νέοι! Πβ. άμποτε, μακάρι. 4. δηλώνει αγανάκτηση, δυσαρέσκεια: ~, δεν πάει άλλο! Πβ. αμάν πια. 5. σε ερωτήσεις δηλώνει εμφατ. αγανάκτηση ή είναι ένας πιο οικείος τρόπος να ζητήσει κάποιος να του επαναλάβουν κάτι που δεν άκουσε: Πού θα πάει αυτή η κατάσταση, ~;|| ~; Τι είπες; ● ΦΡ.: ε, και; βλ. και, ε/εμ βέβαια βλ. βέβαια, ε/εμ τότε βλ. τότε ● βλ. εμ1 [< μεσν. ε]

ιατρική

ιατρική [ἰατρική] ι-α-τρι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ι): ΙΑΤΡ. επιστήμη που μελετά τη δομή και τις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού καθώς και τις διάφορες νόσους, με στόχο τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της υγείας· συνεκδ. η αντίστοιχη πανεπιστημιακή σχολή ή οι ιατρικές σπουδές: γενική/διαγνωστική/εξατομικευμένη/εργαστηριακή/του κοινωνικού φύλου/ορθομοριακή/πειραματική/τροπική (: για τις νόσους που εκδηλώνονται στις τροπικές περιοχές του πλανήτη)/ψυχοσωματική (: μελετά τις σχέσεις ανάμεσα στις ψυχικές και σωματικές διαδικασίες) ~. ~ ακριβείας. Ασκεί την ~ (= το ιατρικό επάγγελμα).|| Τελείωσε την ~. Σπουδάζει ~. Βλ. βαρ~, γηρ~, οδοντ~, φων~, ψυχ~, βιο-, τηλε-ϊατρική. ● ΣΥΜΠΛ.: αεροπορική/(αερο)διαστημική ιατρική: κλάδος που μελετά τις σωματικές και ψυχολογικές επιδράσεις των διαστημικών πτήσεων στον ανθρώπινο οργανισμό. [< αγγλ. aviation/space medicine, 1949] , επείγουσα ιατρική: κλάδος που ασχολείται με επείγοντα περιστατικά τα οποία απαιτούν άμεση ιατρική παρακολούθηση. [< αγγλ. emergency medicine, 1966] , ιατρική της εργασίας: κλάδος ο οποίος ασχολείται με την πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία των ασθενειών και τραυματισμών που προκύπτουν στο περιβάλλον εργασίας: Κέντρο Διάγνωσης ~ής ~ (ΚΔΙΕ) του ΙΚΑ. Βλ. επαγγελματική ασθένεια., κλινική ιατρική: που σχετίζεται με την άμεση εξέταση του ασθενή για τη διάγνωση της νόσου· συνεκδ. οι σπουδές των δύο τελευταίων χρόνων στην ιατρική σχολή. {< αρχ. κλινική (τέχνη), αγγλ. clinical medicine], μεταφραστική ιατρική:  διεπιστημονικός κλάδος του βιοϊατρικού τομέα που συνδέει τη βασική έρευνα με την κλινική πράξη με στόχο την ανάπτυξη και εφαρμογή νέων τρόπων πρόληψης, διάγνωσης και θεραπείας ασθενειών. [< αγγλ. translational medicine/research, 1986] , παρηγορητική ιατρική: επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την ανακούφιση του σωματικού πόνου, καθώς και την ψυχολογική και ηθική υποστήριξη ασθενών, των οποίων η νόσος δεν ανταποκρίνεται στη θεραπευτική αγωγή, με στόχο την όσο το δυνατόν καλύτερη ποιότητα ζωής για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Βλ. ιατρείο πόνου. , φυσική ιατρική (και αποκατάσταση): κλάδος που ασχολείται με την αποκατάσταση μιας σειράς παθήσεων, χρησιμοποιώντας κυρίως φυσικά μέσα, τεχνικά βοηθήματα και συμπληρωματικές θεραπείες. ΣΥΝ. φυσιατρική [< αγγλ. Physical medicine and rehabilitation, 1939], αισθητική/κοσμητική ιατρική βλ. αισθητικός, αναγεννητική ιατρική βλ. αναγεννητικός, εναλλακτική ιατρική βλ. εναλλακτικός, λαϊκή ιατρική βλ. λαϊκός, ολιστική ιατρική βλ. ολιστικός, περιβαλλοντική ιατρική βλ. περιβαλλοντικός, περιγεννητική ιατρική βλ. περιγεννητικός, προληπτική ιατρική βλ. προληπτικός, πυρηνική ιατρική βλ. πυρηνικός, συμπληρωματική ιατρική βλ. συμπληρωματικός, φυλοειδική ιατρική βλ. φυλοειδικός [< αρχ. ἰατρική, γαλλ. médecine, αγγλ. medicine]

ΝΑΣΑ

ΝΑΣΑ (η): Εθνική Υπηρεσία Αεροναυτικής και Διαστήματος (των ΗΠΑ). [< αμερικ. N(ational) A(eronautics) (and) S(pace) A(dministration), 1958]

ΟΑΣΑ

ΟΑΣΑ (ο): Οργανισμός Αστικών Συγκοινωνιών Αθηνών. Βλ. ΗΛΠΑΠ, ΗΣΑΠ.

-φόρος

-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.