Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 447 εγγραφές  [0-20]


  • αγγειοτενσίνη [ἀγγειοτενσίνη] αγ-γει-ο-τεν-σί-νη ουσ. (θηλ.) & αγγειοτασίνη: ΒΙΟΧ. αγγειοσυσπαστική ουσία που παράγεται στο πλάσμα του αίματος και προκαλεί αύξηση της αρτηριακής πίεσης, όταν η συγκέντρωσή της στον οργανισμό ξεπεράσει ένα όριο: αναστολείς/ανταγωνιστές/ένζυμο/υποδοχείς ~ης. Σύστημα ~ης-ρενίνης. Βλ. -ίνη. [< αγγλ. angiotensin, 1958, γαλλ. angiotensine, 1968]
  • αγγελιοφόρος , ος, ο [ἀγγελιοφόρος] αγ-γε-λι-ο-φό-ρος επίθ.: που φέρνει μηνύματα, ειδήσεις ή πληροφορίες: (ΑΡΧ.) ~ος: θεός. ~ο: πλοίο. Βλ. -φόρος.|| (ΒΙΟΛ.) ~οι: νευροδιαβιβαστές. ~ες: ουσίες. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αγγελιοφόρο Αρ-Εν-Έι (RNA): ΒΙΟΧ. τύπος του RNA (mRNA) που μεταφέρει τις απαραίτητες γενετικές πληροφορίες για τη σύνθεση της πρωτεΐνης στα κύτταρα. [< αγγλ. messenger RNA, 1961]
  • αδενίνη [ἀδενίνη] α-δε-νί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. αζωτούχος βάση που ανήκει στις πουρίνες και βρίσκεται στα νουκλεϊκά οξέα DNA και RNA. Βλ. -ίνη. [< γερμ. Adenin, γαλλ. adénine]
  • αδενοσίνη [ἀδενοσίνη] α-δε-νο-σί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. νουκλεοσίδιο (σύμβ. C10H13N5O4) που είναι παρόν σε όλα τα κύτταρα του σώματος, αποτελεί δομικό στοιχείο των νουκλεϊκών οξέων και το κύριο μοριακό συστατικό του DNA και του RNA: διφωσφορική ~. Βλ. -ίνη. ● ΣΥΜΠΛ.: τριφωσφορική αδενοσίνη βλ. τριφωσφορικός [< αγγλ. adenosine, περ. 1909, γαλλ. adénosine, 1919]
  • αδρεναλίνη [ἀδρεναλίνη] α-δρε-να-λί-νη ουσ. (θηλ.) 1. ΒΙΟΧ. ορμόνη του μυελού των επινεφριδίων, ισχυρός διεγέρτης του συμπαθητικού νευρικού συστήματος και κατ' επέκτ. το αντίστοιχο φάρμακο: έκκριση ~ης. Η ~ προκαλεί ταχυκαρδία και άνοδο της αρτηριακής πίεσης.|| (ΦΑΡΜΑΚ.) Ο γιατρός τού χορήγησε ~, για να αντιμετωπίσει τη βραδυκαρδία. Βλ. αδρενεργικός, κατεχολαμίνη, νορ~, -ίνη. ΣΥΝ. επινεφρίνη 2. (συνεκδ.) έντονη σωματική διέγερση και κατ' επέκτ. η σχετική κατάσταση, ένταση: Η ~ με έκανε να τρέμω.|| Η ατμόσφαιρα είχε κάτι από την ~ των εφηβικών πάρτι. ● ΦΡ.: ανεβάζω/εκτοξεύω την αδρεναλίνη (στα ύψη/στο κόκκινο) (μτφ.): για πρόκληση πολύ έντονων συναισθημάτων (συνήθ. αγωνίας, άγχους, θυμού, ενθουσιασμού, ερωτικής διάθεσης): Τα επικίνδυνα αθλήματα ανεβάζουν την ~ στα ύψη., ανεβαίνει/εκτινάσσεται/εκτοξεύεται η αδρεναλίνη (κάποιου) (στα ύψη) (μτφ.): για πολύ έντονα συναισθήματα: Όσο πλησιάζει η κρίσιμη μέρα, ~ ~. Με την κατάκτηση της πρώτης θέσης ανέβηκε ~ στα ύψη. [< γαλλ. adrénaline, 1902]
  • αζωτοδέσμευση [ἀζωτοδέσμευση] α-ζω-το-δέ-σμευ-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. διαδικασία κατά την οποία το ατμοσφαιρικό άζωτο δεσμεύεται από μικροοργανισμούς του εδάφους: ατμοσφαιρική/βιολογική/φυσική ~. Ένζυμο ~ης. ΣΥΝ. δέσμευση (του) αζώτου [< γαλλ. fixation de l'azote]
  • αζωτοποίηση [ἀζωτοποίηση] α-ζω-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. νιτροποίηση.
  • αζωτούχος , ος/α, ο [ἀζωτοῦχος] α-ζω-τού-χος επίθ.: ΧΗΜ. που περιέχει άζωτο: ~ος/α: (χημική) ένωση/λίπανση/μουστάρδα (: τοξική χημική ένωση, πβ. αέριο της μουστάρδας). ~ο: λίπασμα. ~ες: ομάδες/ουσίες. ~α: αέρια/άλατα/οξείδια/παράγωγα/προϊόντα. Βλ. -ούχος2. ● ΣΥΜΠΛ.: αζωτούχες βάσεις & (σπάν.) νουκλεϊκές/νουκλεϊνικές βάσεις: ΒΙΟΧ. τα συστατικά των νουκλεϊνικών οξέων (DNA, RNA), δηλ. η αδενίνη, η γουανίνη, η κυτοσίνη, η θυμίνη και η ουρακίλη. [< αγγλ. nitrogenous bases] [< γαλλ. azoté]
  • αιμοσφαιρίνη [αἱμοσφαιρίνη] αι-μο-σφαι-ρί-νη ουσ. (θηλ.) & αιμογλοβίνη: ΒΙΟΧ. -ΙΑΤΡ. πρωτεΐνη που περιέχεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια και μεταφέρει το οξυγόνο σε κάθε κύτταρο του οργανισμού: εμβρυϊκή/φυσιολογική/χαμηλή ~. Η ~ δίνει στο αίμα το ερυθρό χρώμα του. Βλ. -ίνη, μεθ~, μυοσφαιρίνη. [< γαλλ. hémoglobine]
  • ακετυλοχολίνη [ἀκετυλοχολίνη] α-κε-τυ-λο-χο-λί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. ένωση χολίνης με οξικό οξύ που λειτουργεί ως νευροδιαβιβαστής του κεντρικού, συμπαθητικού και παρασυμπαθητικού νευρικού συστήματος. Βλ. -ίνη. [< γαλλ. acétylcholine, 1914, αγγλ. acetylcholine, 1906]
  • ακτίνη [ἀκτίνη] α-κτί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. πρωτεΐνη που μαζί με τη μυοσίνη παίζει καθοριστικό ρόλο στη σύσπαση και χαλάρωση των μυών. Βλ. -ίνη. [< μτγν. ἀκτίνη 'ποώδες φυτό', γερμ. Aktin, 1942, γαλλ. actine, 1942, αγγλ. actin, 1942]
  • αλατοκορτικοειδή [ἁλατοκορτικοειδῆ] α-λα-το-κορ-τι-κο-ει-δή ουσ. (ουδ.) (τα): ΒΙΟΧ. κορτικοειδή της φλοιώδους ουσίας των επινεφριδίων που κυρ. διατηρούν την ισορροπία των ανόργανων αλάτων στον οργανισμό. Βλ. γλυκοκορτικοειδή. [< αγγλ. mineralocorticoids, 1950]
  • αλβουμίνη [ἀλβουμίνη] αλ-βου-μί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. λευκωματίνη. Βλ. -ίνη, λακτ~.
  • αλδοστερόνη [ἀλδοστερόνη] αλ-δο-στε-ρό-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. ορμόνη του φλοιού των επινεφριδίων που δρα στους νεφρούς και ρυθμίζει το ισοζύγιο ύδατος και ηλεκτρολυτών, προκαλώντας κατακράτηση νατρίου και ενισχύοντας την αποβολή καλίου: ~ ορού/ούρων. Βλ. -όνη. [< αγγλ. aldosterone, 1954, γαλλ. aldostérone, μετά το 1953]
  • αλκαλικός , ή, ό [ἀλκαλικός] αλ-κα-λι-κός επίθ.: ΧΗΜ. που σχετίζεται με τα αλκάλια και τις ιδιότητές τους ή περιέχει αλκάλια: ~ή: αντίδραση/υδρόλυση. ~ό: έδαφος/νερό (: που το πε χα του είναι μεγαλύτερο από επτά). ~ές: ενώσεις/πηγές (: που περιέχουν διαλυμένη στο νερό τους μεγάλη ποσότητα ενώσεων των αλκαλίων)/τροφές. ~ά: άλατα/μέταλλα (: που μαζί με οξυγόνο δίνουν αλκάλια). Βλ. όξινος. ● ΣΥΜΠΛ.: αλκαλικές γαίες: τα μέταλλα της κύριας υποομάδας της δεύτερης ομάδας του περιοδικού πίνακα (βηρύλλιο, μαγνήσιο, ασβέστιο, βάριο, στρόντιο, ράδιο). [< γαλλ. terres alcalines] , αλκαλικές μπαταρίες: ΤΕΧΝΟΛ. που χρησιμοποιούν διαλύματα αλκαλικών ενώσεων για την αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας και έχουν μεγαλύτερη διάρκειας ζωής από τις απλές., αλκαλική φωσφατάση: ΒΙΟΧ. ένζυμο που υπάρχει στα κύτταρα όλων των ιστών, ιδ. στο ήπαρ, στους χοληφόρους πόρους, στα οστά, στο έντερο και στον πλακούντα: αυξημένη ~ ~ αίματος/ορού., αλκαλικό διάλυμα: που έχει τιμή πε χα μεγαλύτερη από επτά. Πβ. βασικό διάλυμα. [< γαλλ. solution alcaline] [< γαλλ. alcalin]
  • αλλαντοΐνη [ἀλλαντοΐνη] αλ-λα-ντο-ΐ-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. προϊόν του ουρικού οξέος στα θηλαστικά, εκτός από τον άνθρωπο, με χρήση στη φαρμακευτική και την παρασκευή καλλυντικών: Η ~ επουλώνει και καταπραΰνει την επιδερμίδα. Βλ. ελαστίνη, κολλαγόνο. [< αγγλ. allantoin, γαλλ. allantoïne]
  • αλλοστερικός , ή, ό [ἀλλοστερικός] αλ-λο-στε-ρι-κός επίθ.: ΒΙΟΧ. που αναφέρεται στο αποτέλεσμα επί της βιολογικής λειτουργίας μιας πρωτεΐνης, το οποίο προκαλείται από ουσία που δεν σχετίζεται άμεσα με τη συγκεκριμένη λειτουργία: ~ός: τροποποιητής. ~ή: ρύθμιση. [< γαλλ. allostérique, 1961, αγγλ. allosteric, 1962]
  • αμινοξέα [ἀμινοξέα] α-μι-νο-ξέ-α ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. αμινοξύ}: ΒΙΟΧ. οργανικές ενώσεις απαραίτητες για τη σύνθεση των πρωτεϊνών: βασικά ~. Προϊόν πλούσιο σε ~. Θειούχο ~ύ. Βλ. γλουταμίνη, σερίνη. [< γαλλ. acides aminés, amino-acides, 1903]
  • αμινοξικός , ή, ό [ἀμινοξικός] α-μι-νο-ξι-κός επίθ.: ΒΙΟΧ. που αναφέρεται στα αμινοξέα: ~ή: ακολουθία πρωτεΐνης. ~ά: κατάλοιπα.
  • αμυλάση [ἀμυλάση] α-μυ-λά-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. ένζυμο που διασπά το άμυλο και το γλυκογόνο της τροφής σε απλά σάκχαρα: παγκρεατική/σιελική ~. ~ αίματος/ορού/ούρων. Δράση της α/β-~ης. [< γαλλ.-αγγλ. amylase]

αδρενεργικός

αδρενεργικός, ή, ό [ἀδρενεργικός] α-δρε-νερ-γι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που παράγει αδρεναλίνη ή ενεργοποιείται με αυτή ή άλλη παρόμοια ουσία, ιδ. στο συμπαθητικό νευρικό σύστημα: ~ός: διεγέρτης/υποδοχέας. ~ή: δράση. ~οί: αναστολείς/(αντ)αγωνιστές. ~ά: φάρμακα (: που έχουν επίδραση ανάλογη της αδρεναλίνης). ΑΝΤ. αδρενολυτικός [< γαλλ. adrénergique, 1952, αγγλ. adrenergic, 1934]

γλουταμίνη

γλουταμίνη γλου-τα-μί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. κρυσταλλικό αμινοξύ (σύμβ. C5H10N2O3), παράγωγο του γλουταμινικού οξέος, το οποίο απαντά στις πρωτεΐνες, δρα ως νευροδιαβιβαστής και παίζει σημαντικό ρόλο στον μεταβολισμό του οργανισμού και την αύξηση της μυϊκής μάζας. Βλ. -ίνη. [< αγγλ.-γαλλ. glutamine, glut(en) + amine]

γλυκοκορτικοειδή

γλυκοκορτικοειδή [γλυκοκορτικοειδῆ] γλυ-κο-κορ-τι-κο-ει-δή ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. γλυκοκορτικοειδές}: ΒΙΟΧ. κορτικοστεροειδή που συμμετέχουν στον μεταβολισμό κυρ. υδατανθράκων, πρωτεϊνών και λιπών και χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική ως αντιφλεγμονώδη, αντιαλλεργικά ή ανοσοκατασταλτικά. Βλ. κορτιζ-όνη, -όλη, κορτικοστερόνη, υδροκορτιζόνη. [< αγγλ. glucocorticoids, 1950]

ελαστίνη

ελαστίνη [ἐλαστίνη] ε-λα-στί-νη ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΧ. πρωτεΐνη, δομικό συστατικό των συνδετικών και ελαστικών ιστών του οργανισμού του ανθρώπου και των σπονδυλωτών: ~ του δέρματος. Ίνες ~ης. Βλ. αλλαντοΐνη, κολλαγόνο, -ίνη. [< γαλλ. élastine, 1901, αγγλ. elastin]

-ίνη

-ίνη: επίθημα δάνειων όρων για τη δήλωση χημικής, φαρμακευτικής ουσίας: βαζελ~/βαλ~/βιταμ~/γλουτολ~/θρεον~/ισολευκ~/ιστιδ~/λευκ~/λυσ~/μεθειον~/ναφθαλ~/νικοτ~/πενικιλ~/φαινυλαλαν~/χυμοθρυψ~. Πρωτε-ΐνη. Πβ. -ίνα2.

-όνη

-όνη: κατάληξη ενώσεων της ομάδας των κετονών: ακετ~ (= ασετόν). Βλ. καρβονύλιο.

όξινος

όξινος, η, ο [ὄξινος] ό-ξι-νος επίθ. 1. ΧΗΜ. που σχετίζεται με τα οξέα, που περιέχει πολλά οξέα: ~ος: χαρακτήρας (διαλύματος). ~η: φωσφατάση. ~ο: άλας/ανθρακικό αμμώνιο/φωσφορικό ασβέστιο/θειικό κάλιο/θειώδες νάτριο. Βλ. αλκαλικός.|| ~ος: μανδύας επιδερμίδας. ~η: δράση προϊόντος. ~ο: έδαφος/καθαριστικό (: με διάλυμα οξέος για την απομάκρυνση των ακαθαρσιών)/νερό/περιβάλλον/(γαστρικό) υγρό. ~ες: ιδιότητες/ουσίες/συνθήκες. ~α: αέρια/απόβλητα. 2. (για τροφές) ξινός: ~ος: καρπός/καφές/χυμός (βλ. λεμόνι). ~α: φρούτα (π.χ. πορτοκάλι, γκρέιπ φρουτ, μανταρίνι).|| ~η: γεύση/οσμή. Βλ. στυφός. ● ΣΥΜΠΛ.: όξινη βροχή: ΟΙΚΟΛ. φαινόμενο κατά το οποίο ποσότητες κυρ. θειικού και νιτρικού οξέος, που απελευθερώνονται κατά την καύση φυσικών καυσίμων, φτάνουν στο έδαφος με τη βροχή, το χιόνι, την ομίχλη, το χαλάζι, προκαλώντας καταστρεπτικές συνέπειες στη χλωρίδα και την πανίδα, καθώς και σε κτίρια και μνημεία. [< αγγλ. acid rain, 1845] , όξινη απορροή (μεταλλείων) βλ. απορροή, όξινο τρυγικό κάλιο βλ. τρυγικός [< μτγν. ὄξινος]

-ούχος2

-ούχος2, α/ος, ο: επίθημα λόγιων επιθέτων με αναφορά σε συγκεκριμένο συστατικό του προσδιοριζόμενου: αερι~/αλκοολ~/ανθρακ~/βιταμιν~/θει~/πρωτεϊν~/φωσφορ~/χλωρι~.

τριφωσφορικός

τριφωσφορικός, ή, ό τρι-φω-σφο-ρι-κός επίθ.: ΒΙΟΧ. που εμπεριέχει τρεις φωσφορικές ομάδες: ~ή: ινοσιτόλη. ~ό: νάτριο/νουκλεοτίδιο/οξύ. ~ά: άλατα. Βλ. διφωσφορικός. ● ΣΥΜΠΛ.: τριφωσφορική αδενοσίνη: νουκλεοσίδιο (σύμβ. C10H16N5O13P3)που τροφοδοτεί με ενέργεια τις κυτταρικές διεργασίες μέσω της ενζυμικής υδρόλυσης. [< αγγλ. adenosine triphosphate, 1932, ATP, 1939, γαλλ. adénosin triphosphate, 1939] [< αγγλ. triphosphoric, γαλλ. triphosphorique]

-φόρος

-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.