Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1049 εγγραφές  [0-20]


  • αβγουλάτο [ἀβγουλάτο] α-βγου-λά-το ουσ. (ουδ.) & αυγουλάτο: ΒΟΤ. -ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ποικιλία σταφυλιού με μεγάλες κίτρινες ρώγες. Βλ. -άτο, σαββατιανό.
  • αβοκάντο [ἀβοκάντο] α-βο-κά-ντο ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΒΟΤ. ο αχλαδόσχημος καρπός του ομώνυμου τροπικού δέντρου (επιστ. ονομασ. Persea gratissima), που έχει βαθυπράσινη ή μαυριδερή φλούδα, μεγάλο κουκούτσι και μαλακή κιτρινοπράσινη ψίχα με βουτυρώδη γεύση: μους/σάλτσα ~. Δροσιστικό ντιπ/σαλάτα (με) ~ (βλ. γουακαμόλε). Γαλάκτωμα/λάδι ~. Βλ. ανανάς. [< αγγλ. avocado < ισπαν. aguacate < γλ. Nαχουάτλ των Αζτέκων āhuacatl ‘όρχις’, πβ. ιταλ. avocado, 1955]
  • αγάπανθος [ἀγάπανθος] α-γά-παν-θος ουσ. (αρσ.) & κρίνος του Νείλου & αφρικανικός κρίνος: ΒΟΤ. εξωτικό ποώδες φυτό (οικογ. Amaryllis, γένος Agapanthus, κυρ.το είδος Ag. africanus) με σκούρα πράσινα μακριά φύλλα και πολυάριθμα μπλε, βυσσινί ή άσπρα μικρά άνθη, γνωστό κυρ. ως καλλωπιστικό. [< αγγλ. agapanthus, περ. 1789, γαλλ. agapanthe, 1812 < νεολατ. agapanthus < ἀγάπη + ἄνθος]
  • αγαύη [ἀγαύη] α-γαύ-η ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. το φυτό αθάνατος: μπλε ~ (επιστ. ονομασ. A. tequilana). Βλ. σιζάλ, τεκίλα. [< αρχ. Ἀγαυή < ἀγαυός ‘επιφανής, λαμπρός’, αγγλ.-γαλλ. agave]
  • αγγείο [ἀγγεῖο] αγ-γεί-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΑΡΧΑΙΟΛ. δοχείο με χρηστικό ή διακοσμητικό χαρακτήρα: αποθηκευτικό/αττικό/γυάλινο/δακτυλιόσχημο/ερυθρόμορφο/ζωόμορφο/κεραμικό/κορινθιακό/κυκλαδικό/κυλινδρικό/μελανόμορφο/μινωικό/μυκηναϊκό/πήλινο/ταφικό/τελετουργικό/τριποδικό/χάλκινο ~. ~ πόσης. ~ με ανάγλυφη/γραμμική/γραπτή/εγχάρακτη διακόσμηση.|| Κρυστάλλινα/πορσελάνινα ~α. ~ για νερό (πβ. κανάτα, στάμνα). 2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. {κυρ. στον πληθ.} αγωγός του οργανισμού μέσα στον οποίο κυκλοφορεί το αίμα, η λέμφος ή άλλο υγρό: απαγωγά (: φλέβες)/εγκεφαλικά/λεμφικά (ή λεμφαγγεία)/παράπλευρα/περιφερικά/προσαγωγά (: αρτηρίες)/στεφανιαία/χοληφόρα ~α. Αθηρωμάτωση/απόφραξη/διάνοιξη/διαστολή/ρήξη/στένωση/τοιχώματα/φλεγμονή ~ου/ων. 3. ΒΟΤ. {συνήθ. στον πληθ.} πολύ λεπτός αγωγός που μεταφέρει χυμούς μέσα στο φυτό. Τα ~α του ριζικού συστήματος ● ΣΥΜΠΛ.: αιμοφόρα αγγεία βλ. αιμοφόρος, καμαραϊκά αγγεία βλ. καμαραϊκός, τριχοειδή αγγεία βλ. τριχοειδής [< αρχ. ἀγγεῖον, γαλλ. vaisseau]
  • αγγειόσπερμα [ἀγγειόσπερμα] αγ-γει-ό-σπερ-μα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. αγγειόσπερμο}: ΒΟΤ. υποδιαίρεση φανερόγαμων φυτών των οποίων τα αναπαραγωγικά όργανα βρίσκονται μέσα στα άνθη (βλ. ύπερος) και τα γονιμοποιημένα σπέρματά τους είναι κλεισμένα στους καρπούς: δι-/μονο-κοτυλήδονα ~. Βλ. γυμνόσπερμα, σπερματόφυτα. [< γαλλ. angiospermes, αγγλ. angiosperms]
  • αγγειόσπερμος , η, ο [ἀγγειόσπερμος] αγ-γει-ό-σπερ-μος επίθ.: ΒΟΤ. που αναφέρεται στα αγγειόσπερμα. [< γαλλ. angiosperme, αγγλ. angiosperm]
  • αγγειώδης , ης, ες [ἀγγειώδης] αγ-γει-ώ-δης επίθ. (επιστ.) 1. που αναφέρεται στα αιμοφόρα αγγεία των ανθρώπων και των ζώων ή στα αγγεία που μεταφέρουν τους χυμούς στα φυτά: ~εις σπίλοι στο πρόσωπο.|| (ΒΟΤ.) ~ης: ιστός. 2. (σπάν.) που είναι κοίλος σαν αγγείο: ~ης: κατασκευή. Βλ. -ώδης. ● ΣΥΜΠΛ.: αγγειώδης χιτώνας: ΑΝΑΤ. ο χιτώνας του ματιού που βρίσκεται μεταξύ του ινώδους και του αμφιβληστροειδούς. [< 1: γαλλ. vasculaire]
  • αγγελική [ἀγγελική] αγ-γε-λι-κή ουσ. (θηλ.) ΒΟΤ. 1. αρωματικός καλλωπιστικός θάμνος (γένος Pittosporum) με λευκοκίτρινα συνήθ. άνθη 2. γένος αρωματικών ποωδών φυτών (οικογ. Umbelliferae). [< 2: αγγλ. angelica, γαλλ. angélique]
  • αγγουριά [ἀγγουριά] αγ-γου-ριά ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. ποώδες φυτό (επιστ. ονομασ. Cucumis sativus) με καρπό το αγγούρι. Βλ. πικρ~. [< μεσν. αγγουρία]
  • αγήρατο [ἀγήρατο] α-γή-ρα-το ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. ποώδες καλλωπιστικό φυτό (γένος Ageratum) με μπλε, μοβ, λευκά ή ροζ άνθη. [< μτγν. ἀγήρατον ‘μαντζουράνα’, ‘θρούμπι’, γαλλ.-αγγλ. ageratum]
  • αγιοδημητριάτικος , η, ο [ἁγιοδημητριάτικος] α-γιο-δη-μη-τρι-ά-τι-κος επίθ. & (σπάν.-λαϊκό) αϊδημητριάτικος: που αναφέρεται στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου. Βλ. -ιάτικος. ● Ουσ.: αγιοδημητριάτικο & (λαϊκό) αϊδημητριάτικο (το): ΒΟΤ. χρυσάνθεμο.
  • αγιόκλημα [ἁγιόκλημα] α-γιό-κλη-μα ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) αιγόκλημα: ΒΟΤ. καλλωπιστικό αναρριχώμενο ή θαμνώδες φυτό με λευκά στην αρχή της άνθισης  και αργότερακιτρινωπά ευωδιαστά άνθη σε σχ΄ξμα σάλπιγγας (επιστ. ονομασ. Lonicera caprifolium, etrusca, japonica): Μοσχοβολά/φούντωσε τ' ~. Βλ. γιασεμί. [< μεσν. αγιόκλημα < αιγόκλημα, παρετυμολογική σύνδεση με το επίθ. άγιος]
  • αγιωργίτικο [ἁγιωργίτικο] α-γιωρ-γί-τι-κο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. ποικιλία κόκκινου σταφυλιού και το ομώνυμο κρασί: Το ~ έχει πλούσιο άρωμα και μαλακή επίγευση.|| (ως επίθ.) ~ο: ροζέ.
  • αγκάθι [ἀγκάθι] α-γκά-θι ουσ. (ουδ.) {αγκαθ-ιού} 1. κάθε μυτερό και συνήθ. μικρό και σκληρό τμήμα φυτού, ζώου: δηλητηριώδες ~. ~ κάκτου/φραγκοσυκιάς. Μύτη ~ιού. Τρυπήθηκα από ~. Αγκινάρα/γιούκα με ~ια.|| ~ αστερία/αχινού/εντόμου (: κεντρί)/σκορπίνας/ψαριού (: κόκαλο). Βλ. α(γ)κίδα, ακάνθινο/αγκάθινο στεφάνι. 2. (μτφ.) οτιδήποτε αποτελεί εμπόδιο σε μια ομαλή συνήθ. κατάσταση: οικονομικό/πολιτικό ~. ~ στις διαπραγματεύεις/συνομιλίες/σχέσεις των δύο κρατών. Η ζήλια ~ στην καρδιά.|| (ως παραθετικό σύνθ.) Πρόβλημα-~. 3. ΒΟΤ. διετής αγκαθωτή πόα που έχει φύλλα με οδοντωτές αποφύσεις και κατ' επέκτ. κάθε αγκαθωτό φυτό: Το ~ του Χριστού (= γκι). Το ~ της θάλασσας (επιστ. ονομασ. Eryngium maritimum). Δρόμος γεμάτος ~ια και ζιζάνια/τριβόλια. Βλ. γαϊδουράγκαθο. ● Υποκ.: αγκαθάκι (το) ● Μεγεθ.: αγκάθα (η) ● ΦΡ.: αγκάθια έχει ο κώλος σου; (αργκό): σε άτομο υπερκινητικό, που δεν κάθεται ήσυχα., ξυπόλυτος στ' αγκάθια (αργκό): για πρόσωπο που μπαίνει σε δοκιμασία ή επιχειρεί κάτι, συχνά επισφαλές ή επικίνδυνο, χωρίς εφόδια, προφυλάξεις ή κατάλληλη προετοιμασία: Βαδίζω/περπατώ/πορεύομαι/προχωρώ ~ ~. Πού πας ~ ~;, από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι απ' αγκάθι βγαίνει ρόδο βλ. ρόδο, δρόμος στρωμένος με αγκάθια βλ. στρώνω, κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα βλ. κάρβουνο [< μεσν. αγκάθι]
  • αγκινάρα [ἀγκινάρα] α-γκι-νά-ρα ουσ. (θηλ.) & αγγινάρα: ΒΟΤ. πολυετές φυτό (επιστ. ονομασ. Cynara scolymus) που καλλιεργείται για τις εδώδιμες ταξιανθίες του με τα πολλά αλληλοκαλυπτόμενα, αιχμηρά φύλλα και (κυρ. συνεκδ.) η ίδια η ταξιανθία: άγρια (βλ. αγρι~)/ωμή ~. Καρδιές ~ας. (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ες αβγολέμονο/αλά πολίτα/στο λάδι/ογκρατέν. Κατσικάκι με ~ες. Βράζω/καθαρίζω/στραγγίζω τις ~ες. Τρίβετε καλά την καθαρισμένη ~ με λεμόνι, για να μη μαυρίσει. ● ΦΡ.: (έχει) καρδιά αγκινάρα (μτφ.-ειρων.): είναι ανοιχτόκαρδος, διαχυτικός, αγαπά ή ερωτεύεται εύκολα. [< γαλλ. (avoir un) cœur d΄ artichaut] [< μεσν. αγκινάρα]
  • αγράμπελη [ἀγράμπελη] α-γρά-μπε-λη ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. κοινή ονομασία αναρριχητικών, αυτοφυών ή διακοσμητικών φυτών (γένος Clematis) με εντυπωσιακά άνθη· κληματίδα. [< μτγν. ἀγριάμπελος]
  • αγριαγκινάρα [ἀγριαγκινάρα] α-γρι-α-γκι-νά-ρα ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. αυτοφυής, εδώδιμη αγκινάρα με δύο είδη (επιστ. ονομασ. Cynara cardunculus, Cynara sibthorpiana). Βλ. κάκτος.
  • αγριάδα [ἀγριάδα] α-γρι-ά-δα ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα του άγριου, σκληρότητα: (για πρόσ.) Η ~ του βλέμματος. ~ στους τρόπους. Το θέμα δεν λύνεται με ~ες, φωνές και βία. (για επιφάνεια) Η ~ του ξύλου. (για τόπο) Η ~ του τοπίου. (για καιρικές συνθήκες) Η ~ της θάλασσας/του καιρού (ΣΥΝ. σφοδρότητα). Βλ. αγρίεμα, αγριότητα, -άδα. ΣΥΝ. τραχύτητα 2. ΒΟΤ. παρασιτικό χόρτο, ζιζάνιο ή αγριοβότανο (επιστ. ονομασ. Agropyrum repens). ΣΥΝ. αγριόχορτα, άγρωστη ● ΦΡ.: πουλάω αγριάδα/τσαμπουκά: παριστάνω τον άγριο, τον νταή. ΣΥΝ. πουλάω μαγκιά [< μεσν. αγριάδα]
  • αγριοβότανο [ἀγριοβότανο] α-γρι-ο-βό-τα-νο ουσ. (ουδ.) & αγριοβοτάνι: ΒΟΤ. ονομασία άγριων βοτάνων με φαρμακευτικές ιδιότητες: βουνίσια ~α (: θυμάρι, μέντα, φλισκούνι). Αιθέρια έλαια από ~α.

αγρίεμα

αγρίεμα [ἀγρίεμα] α-γρί-ε-μα ουσ. (ουδ.) {αγριέμ-ατος} 1. άγρια συμπεριφορά ή όψη που προκαλεί φόβο και συνεκδ. το ίδιο το αίσθημα φόβου: ~ στη ματιά (: βλοσυρότητα). ~ του σκύλου. Βλ. αγριάδα. 2. (μτφ.) επιδείνωση: (για καιρικές συνθήκες) ~ της θάλασσας/του καιρού.|| ~ της παγκόσμιας κρίσης. ΑΝΤ. γαλήνεμα 3. απόκτηση άγριας υφής, τραχύτητας: ~ σκυροδέματος/σοβά. Τρίψιμο και ~ επιφάνειας με γυαλόχαρτο.

αιμοφόρος

αιμοφόρος, ος, ο [αἱμοφόρος] αι-μο-φό-ρος επίθ.: ΙΑΤΡ. που φέρει ή μεταφέρει αίμα: ~α: κύτταρα. Βλ. -φόρος. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αιμοφόρα αγγεία: που μεταφέρουν το αίμα (: οι φλέβες, οι αρτηρίες και τα τριχοειδή αγγεία). [< γαλλ. vaisseaux sanguins] [< μτγν. αἱμοφόρος]

ανανάς

ανανάς [ἀνανάς] α-να-νάς ουσ. (αρσ.) {ανανάδες}: ΒΟΤ. ποώδες τροπικό φυτό (επιστ. ονομασ. Ananassa sativa) με μεγάλα ξιφοειδή φύλλα που σχηματίζουν ρόδακα και ιδ. ο εδώδιμος καρπός του με χυμώδη, αρωματική, κίτρινη σάρκα, σκληρή αγκαθωτή κίτρινη-καφέ φλούδα και θύσανο από ακανθώδη φύλλα στην κορυφή του: ~ κονσέρβα. Τούρτα/χυμός ~ά. Βλ. τροπικά φρούτα. [< γαλλ. ananas]

-άτο

-άτο επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνουν: 1. μικρό κράτος ή διοικητική περιφέρεια και ειδικότ. το αξίωμα του ανώτατου άρχοντα της περιοχής: εμιρ~/πριγκιπ~.|| (κυρ. παλαιότ.) Προτεκτορ~.|| (ΙΣΤ.) Δεσποτ~/εξαρχ~/καπεταν~.|| Xαλιφ~.|| (οργανωμένη ομάδα:) Συνδικ~/φουσ~. 2. (παλαιότ.) νόμισμα: κωνσταντιν~. 3. είδος φαγητού, γλυκού ή ποτού: κυδων~/λεμον~/ρετσιν~/ριγαν~. 4. {μόνο στον πληθ.} τοπωνύμιο: Μεταξ-άτα.

γαϊδουράγκαθο

γαϊδουράγκαθο γαϊ-δου-ρά-γκα-θο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. κοινή ονομασία διαφόρων ακανθωδών φυτών (οικογ. Compositae) με κίτρινα, κόκκινα ή μοβ άνθη που φυτρώνουν σε ακαλλιέργητα και άγονα μέρη. Βλ. κενταύριο. [< μεσν. γαϊδουράκανθον]

γιασεμί

γιασεμί για-σε-μί ουσ. (ουδ.) {γιασεμ-ιού}: ΒΟΤ. αναρριχώμενος, αειθαλής, καλλωπιστικός θάμνος (επιστ. ονομασ. Jasminum Gradiflorum) με πολύ αρωματικά, κυρ. λευκά άνθη, τα οποία χρησιμοποιούνται στην αρωματοποιία· συνεκδ. το αντίστοιχο άνθος. Βλ. αγιόκλημα, φούλι. ● Υποκ.: γιασεμάκι (το) [< μεσν. γιασεμί]

γυμνόσπερμα

γυμνόσπερμα γυ-μνό-σπερ-μα ουσ. (ουδ.) (τα): ΒΟΤ. κατηγορία δενδρωδών φυτών με σπόρους που δεν περικλείονται σε καρπό (επιστ. ονομασ. Gymnospermae). Βλ. αγγειόσπερμα, κρυπτό-, φανερό-γαμα, σπερματόφυτα. [< μτγν. γυμνόσπερμος, γαλλ. gymnospermes, αγγλ. gymnosperms]

-ιάτικος

-ιάτικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χρόνο ή χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αυγουστ~/βραδ~/πρωιν~. Πβ. -ιανός, -ινός.|| Γαμπρ~/νυφ~ (πβ. -ικός). Βλ. -άτικος.

κάκτος

κάκτος κά-κτος ουσ. (αρσ.): ΒΟΤ. κοινή ονομασία ποωδών δικοτυλήδονων φυτών με μεγάλη αντοχή στην ξηρασία, καθώς οι σαρκώδεις βλαστοί τους, που έχουν ποικίλα, συνήθ. περίεργα σχήματα, αγκάθια (αντί για φύλλα) και όμορφα λουλούδια, συγκρατούν μεγάλες ποσότητες νερού: οι ~οι της ερήμου. Βλ. κακτοειδή, καλλωπιστικά φυτά. ● Υποκ.: κακτάκι (το) [< γαλλ.-αγγλ. cactus < αρχ. ~ ‘αγριαγκινάρα’]

καμαραϊκός

καμαραϊκός, ή, ό κα-μα-ρα-ϊ-κός επίθ. ΑΡΧΑΙΟΛ.: κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: καμαραϊκά αγγεία: αγγεία της μεσομινωικής περιόδου (περ. 2100-1600 π.Χ.) με πολύ λεπτά τοιχώματα και πολύχρωμα αφηρημένα ή σπανιότ. φυτικά και ζωικά μοτίβα σε σκούρο φόντο., καμαραϊκός ρυθμός: τεχνοτροπία της μεσομινωικής κεραμικής, χαρακτηριστικό δείγμα της οποίας αποτελούν τα σχετικά αγγεία.

κάρβουνο

κάρβουνο κάρ-βου-νο ουσ. (ουδ.) 1. στερεό καύσιμο, κυρ. μαύρου χρώματος, που εξορύσσεται από τη γη ή παράγεται από την καύση οργανικών ουσιών: ορυκτό ~ (= γαιάνθρακας). Πβ. ξυλάνθρακας, ξυλο~, πετρο~. Βλ. μπρικέτα.|| Στάχτη από ~α (βλ. τέφρα). Τα τρένα κινούνταν με ~.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Μπριζόλες/παϊδάκια/ψάρια στα ~α (: σε ψησταριά με ~α). ΣΥΝ. άνθρακας (1) 2. είδος μολυβιού σχεδίασης από άνθρακα και συνεκδ. το αντίστοιχο σχέδιο: γόμα για ~.|| ~ σε μουσαμά. Βλ. κηρομπογιά, παστέλ. ● ΦΡ.: έγινε κάρβουνο (μτφ.-προφ.): κάηκε, απανθρακώθηκε: Το φαγητό στο φούρνο ~ ~ (= καρβούνιασε). Το κτίριο ~ ~ απ' τη φωτιά.|| Μην πλησιάσεις κοντά στα σύρματα, θα γίνεις ~!, κάθομαι (πάνω) σε/σ' αναμμένα κάρβουνα & (σπάν.) στ' αγκάθια/στα καρφιά (μτφ.): αγωνιώ, ανυπομονώ: ~εται ~ ~ για να δει τι θα γίνει/μέχρι να ανακοινωθούν τα αποτελέσματα. Πβ. αδημονώ. [< γαλλ. être sur des charbons ardents/des épines] , καίει κάρβουνο/μαζούτ (μτφ.-ειρων.) 1. (για πρόσ.) αργεί να καταλάβει. Βλ. αργόστροφος. 2. κινείται με αργούς ρυθμούς: Η Υπηρεσία ~ ~., να καούν τα κάρβουνα! (προφ.): επιφωνηματικά όταν κάποιος βρίσκεται σε κατάσταση κεφιού, γλεντιού: Άντε ~ ~!, όχι άλλο κάρβουνο! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος δεν αντέχει άλλο μια κατάσταση., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)! βλ. θέλω [< 1: μεσν. κάρβουνο(ν) 2: γαλλ. charbon]

ρόδο

ρόδο [ῥόδο] ρό-δο ουσ. (ουδ.) (λόγ.-λογοτ.): τριαντάφυλλο. ● ΣΥΜΠΛ.: ρόδο της ερήμου 1. ΒΟΤ. είδος αειθαλούς θάμνου (επιστ. ονομασ. Adenium obesum) που ανήκει στα παχύφυτα. 2. ΟΡΥΚΤ. ακανόνιστες πλάκες γύψου που μοιάζουν με τριαντάφυλλο. ● ΦΡ.: από ρόδο βγαίνει αγκάθι κι απ' αγκάθι βγαίνει ρόδο (παροιμ.) 1. από κάτι θετικό μπορεί να προκύψει κάτι αρνητικό και αντίστροφα. 2. (ειδικότ.) από καλούς γονείς μπορεί να γεννηθούν κακά παιδιά και αντιστρόφως., έκοψε ρόδα μυρωμένα (παροιμιώδης έκφρ.): την κοπάνησε., Ρόδο (το) Αμάραντο βλ. αμάραντος [< 1: αρχ. ῥόδον]

σιζάλ

σιζάλ σι-ζάλ ουσ. (ουδ.) (το) {άκλ.}: υφαντική ύλη από τα ινώδη φύλλα του μεξικάνικου φυτού αγαύη: ναυτικά σχοινιά από ~.|| (κ. ως επίθ.) Σπάγγοι ~. Βλ. κάνναβη. [< γαλλ. sisal, 1906]

στρώνω

στρώνω στρώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έστρω-σα, στρώ-σω, -θηκα, -θώ, -μένος, στρών-οντας} 1. απλώνω ή διασκορπίζω κάτι σε μια επιφάνεια ή την καλύπτω με κάτι: ~ει το κρεβάτι (με σεντόνι)/το σπίτι (με χαλιά). ~σαν την πλατεία με πλάκες (πβ. επενδύω, επιστρώνω)/τον στίβο με τάπητα. (σε συνταγές) ~ετε το φύλλο στο ταψί. Ο δρόμος ~θηκε με άσφαλτο. ~μένο: χιόνι.|| Στρώσε μου δίπλα στο τζάκι (: για να κοιμηθώ). ΑΝΤ. ξεστρώνω 2. (μτφ.) (για μηχάνημα, κατάσταση ή όργανο) κάνω να λειτουργήσει σωστά ή αρχίζω να λειτουργώ ομαλά, παύω να εμφανίζω προβλήματα· (για πρόσ.) συμμορφώνω, διορθώνω ή συμμορφώνομαι, αποβάλλω κακές συνήθειες και συμπεριφορές: Μην τρέχεις, προτού ~σεις (= ροντάρεις) το αυτοκίνητο (: για καινούργιο όχημα, το οδηγώ σε χαμηλές στροφές, ώσπου να προσαρμοστεί ο κινητήρας). Λίγη σουπίτσα είναι ό,τι πρέπει, για να ~σει (= φτιάξει) το στομάχι. Μην ανησυχείς, θα ~σουν τα πράγματα. Κοιμήθηκα κι ~σα (= συνήλθα). Από αύριο ο καιρός θα ~σει (= θα βελτιωθεί. ΑΝΤ. θα χαλάσει, θα χειροτερέψει). Τελειώνοντας τη σχολή βρήκε ~μένη δουλειά (: εξασφαλισμένη, έτοιμη, σίγουρη). Έχει εργασία, σπίτι, οικογένεια: μια ~μένη ζωή. Πβ. διευθετώ, ομαλοποιώ.|| Είναι ανώριμη ακόμη, αλλά με τον καιρό θα ~σει. (απειλητ.-προφ.) Μωρέ, θα σας ~σω (: δείξω, τακτοποιήσω) εγώ! Πβ. τιθασεύω, φρονιμεύω, χαλιναγωγώ. 3. δίνω σε κάτι τη σωστή του μορφή, θέση, το ισιώνω, το τεντώνω, ώστε να εφαρμόζει καλά: ~σε (= έφτιαξε) τη φούστα της που είχε διπλώσει στο πλάι. Τεχνικές για να ~ει καλύτερα το κραγιόν/το μακιγιάζ. Όταν έχει υγρασία, τα μαλλιά μου δεν ~ουν με τίποτα. Το παντελόνι δεν σου ~ει καλά (= σακουλιάζει). ~μένη: πίστα (του σκι).|| (ΑΘΛ.) Από κόντρα σε αμυντικό η μπάλα ~θηκε στον ... (: βρέθηκε στην κατάλληλη θέση για σουτ). ● Παθ.: στρώνομαι (προφ.) 1. (μτφ.) ασχολούμαι με κάτι αποκλειστικά και με ένταση, αφοσιώνομαι: Με το που ήρθαν, ~θηκαν στο φαΐ. Άντε στρώσου να διαβάσεις! ΣΥΝ. πέφτω/ρίχνομαι με τα μούτρα σε κάτι 2. κάθομαι, ξαπλώνω, βολεύομαι κάπου και παραμένω εκεί, προκαλώντας συνήθ. ενόχληση: ~θηκε στον καναπέ και τον πήρε ο ύπνος.|| (αρνητ. συνυποδ.) Τι ήρθες και μου ~θηκες (: θρονιάστηκες, καλο-, στρογγυλο-κάθισες) εδώ; ● ΦΡ.: δρόμος στρωμένος με αγκάθια (μτφ.): δύσκολη πορεία γεμάτη εμπόδια: Ο δρόμος της ανανέωσης είναι στρωμένος ~., όπως έστρωσε(ς)/στρώσει(ς), θα κοιμηθεί(ς)/θα πλαγιάσει(ς) (παροιμ.): οι συνέπειες που θα υποστεί(ς) θα είναι ανάλογες των πράξεών σου/(του). ΣΥΝ. ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, στρώνω το(ν) δρόμο (μτφ.-προφ.): προετοιμάζω μια κατάσταση, το έδαφος για κάτι: ~σε ~ για την άνοδο του ... στην εξουσία., το 'στρωσε (το χιόνι) (προφ.): καλύφθηκε η επιφάνεια του εδάφους με χιόνι: ~ ~ για τα καλά/μέσα σε μια νύχτα.|| Χιόνιζε όλο το πρωί, χωρίς να το στρώσει.|| (κατ' επέκτ.) ~ ~ στις στέγες των σπιτιών., βρήκε στρωμένο τραπέζι βλ. τραπέζι, ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις βλ. κόλαση, στρωμένος/σπαρμένος με ροδοπέταλα βλ. ροδοπέταλα, στρώνει το χαλί βλ. χαλί, στρώνω κάποιον/στρώνομαι στη δουλειά βλ. δουλειά, στρώνω κώλο/πισινό βλ. κώλος, στρώνω/βάζω (το) τραπέζι βλ. τραπέζι [< μεσν. στρώνω]

τριχοειδής

τριχοειδής, ής, ές τρι-χο-ει-δής επίθ. 1. (επιστ.) που μοιάζει με τρίχα, είναι πάρα πολύ λεπτός: ~είς: ρωγμές. (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ής: σωλήνας (: με εξαιρετικά μικρή διατομή). (ΧΗΜ.) ~ής: στήλη (: με μικρή διάμετρο). (ΒΟΤ.-ΒΙΟΛ.) ~ής: άλγη. ~είς: ρίζες. ~ή: κύτταρα. (ΙΑΤΡ.) ~είς: θηλές (της γλώσσας). Βλ. -ειδής. 2. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. τριχοειδικός. ● ΣΥΜΠΛ.: λεμφικά τριχοειδή & (σπάν.) λεμφοφόρα τριχοειδή: ΙΑΤΡ. αγγεία που μεταφέρουν τη λέμφο στα λεμφαγγεία, για να καταλήξει τελικά στο φλεβικό σύστημα., τριχοειδή αγγεία & τριχοειδή {σπάν. στον εν.}: ΑΝΑΤ. μικροσκοπικοί αγωγοί μέσα από τους οποίους περνά το αίμα από την αρτηριακή στη φλεβική κυκλοφορία: επιφανειακά/πνευμονικά ~ ~., τριχοειδή φαινόμενα & (σπάν.) τριχοειδικά: ΦΥΣ. που παρουσιάζονται, όταν υγρά έρθουν σε επαφή με τριχοειδή σωλήνα ή με πορώδη μέσα. [< αρχ. τριχοειδής, γαλλ. capillaire, αγγλ. trichoid]

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.