Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 58 εγγραφές  [0-20]


  • αλίπεδο [ἁλίπεδο] α-λί-πε-δο ουσ. (ουδ.): ΓΕΩΜΟΡΦ. παραθαλάσσια πεδινή έκταση: μεσογειακά ~α. Έλη και ~α. [< μτγν. ἁλίπεδον]
  • ανάγλυφος , η, ο [ἀνάγλυφος] α-νά-γλυ-φος επίθ. 1. που είναι σκαλισμένος, σχεδιασμένος, δουλεμένος κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να προεξέχει από την επιφάνειά του: ~ος: κωδικός αριθμός κάρτας/χάρτης (: βλ. ανάγλυφο). ~η: αναπαράσταση/διακόσμηση/εικόνα/εκτύπωση (βλ. αναγλυφοτυπία)/μορφή/προτομή. ~ο: σύμβολο/σχέδιο. ~α: γράμματα. ~η γραφή (βλ. Μπράιγ). Οικόσημο με ~ο δικέφαλο αετό. Παραστάσεις ~ες σε μάρμαρο/ξύλο. Βλ. λείος. 2. (μτφ.) που αποδίδεται με ακρίβεια, ζωντάνια και εκφραστικότητα: ~η: διήγηση/περιγραφή. Μας έδωσε ~η την εικόνα της κατάστασης. Αφήγηση που αποτυπώνει με ~ο τρόπο την ατμόσφαιρα της εποχής. Πβ. γλαφυρός. ΣΥΝ. παραστατικός ● Ουσ.: ανάγλυφο (το) 1. ΚΑΛ.ΤΕΧΝ.-ΑΡΧΑΙΟΛ. γλυπτή απεικόνιση: αβαθές ή χαμηλό ~. Αναθηματικό/αρχιτεκτονικό/έκτυπο/ενεπίγραφο/επιτύμβιο/μαρμάρινο/ξύλινο/πέτρινο/πρόστυπο ~. Τα ~α του Παρθενώνα. Βλ. γλυπτό, λιθ~. 2. ΓΕΩΜΟΡΦ. οι ανωμαλίες του εδάφους, τα υψομετρικά και μορφολογικά του στοιχεία· ειδικότ. η τρισδιάστατη αναπαράστασή τους (σε χάρτη): ορεινό/γήινο/υποθαλάσσιο ~.|| Τοπογραφικό/ψηφιακό ~. [< γαλλ. anaglyphe, bas-relief] ● επίρρ.: ανάγλυφα [< μτγν. ἀνάγλυφος, γαλλ. en relief]
  • ανεμογενής , ής, ές [ἀνεμογενής] α-νε-μο-γε-νής επίθ.: ΓΕΩΜΟΡΦ. που δημιουργείται, σχηματίζεται από τον άνεμο: ~ής: παγετός. ~ή: ρεύματα. Παράκτια ~ κυκλοφορία. ~ή ή αιολικά εδάφη. Ανάπτυξη ~ών κυματισμών. Βλ. -γενής, κυματογενής.
  • βαθύπεδο βα-θύ-πε-δο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -έδου}: ΓΕΩΜΟΡΦ. πεδιάδα με υψόμετρο χαμηλότερο από αυτό που αντιστοιχεί στη μέση στάθμη της θάλασσας. ΑΝΤ. υψίπεδο [< αρχ. βαθύπεδος, γερμ. Tiefebene]
  • γέφυρα γέ-φυ-ρα ουσ. (θηλ.) {γεφυρ-ών} 1. κατασκευή που συνδέει περιοχές, οι οποίες χωρίζονται από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια (ποταμούς, διώρυγες, δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές) και δημιουργεί πέρασμα για πεζούς και οχήματα: ανισόπεδη/κινητή/κρεμαστή (βλ. αερο~)/μεταλλική/ξύλινη/περιστρεφόμενη/πέτρινη (πβ. γεφύρι)/πλωτή/σιδηροδρομική/σταθερή/τοξωτή ~. ~ διάβασης/μεταφοράς/σήμανσης (: περνάει πάνω από αυτοκινητόδρομο και φέρει οδικές πινακίδες). ~ από σκυρόδεμα. Η ~ (ζεύξης) Ρίου-Αντιρρίου. ~ες και σήραγγες. Βλ. κοιλαδο~, οδο~, πεζο~, υδατο~.|| ~ φόρτωσης (φορτηγών πλοίων) Πβ. γερανο~.|| (μτφ.) Η ~ της ομορφιάς (= πασαρέλα). 2. (μτφ.) μέσο επαφής, σύνδεσης: ~ ειρήνης/πολιτισμού/συνεργασίας/σωτηρίας/φιλίας. Ενεργειακή ~ μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η κυβέρνηση ρίχνει ~ για συναινετική λύση. Στήνουμε/χτίζουμε ~ες εμπιστοσύνης. 3. ΙΑΤΡ. προσθετική κατασκευή (σταθερή ή κινητή) για αναπλήρωση ενός ή περισσότερων δοντιών, η οποία υποστηρίζεται από τα διπλανά φυσικά ή τεχνητά δόντια ή τις ρίζες: οδοντική ~. Βλ. στεφάνη. 4. ΝΑΥΤ. υπερυψωμένη πλατφόρμα, συνήθ. πάνω από το κατάστρωμα, όπου στεγάζεται ο θάλαμος διακυβέρνησης μηχανοκίνητου σκάφους: ~ ναυσιπλοΐας. Αξιωματικός ~ας. Ο πλοίαρχος βρίσκεται στη ~. 5. ΓΥΜΝ. άσκηση κατά την οποία το σώμα από ύπτια θέση παίρνει τοξοειδές σχήμα, στηριζόμενο στις παλάμες και τα πέλματα: Κάνω ~. 6. ΜΟΥΣ. σταθερό υποστήριγμα που ανασηκώνει ελαφρά τις χορδές μουσικού οργάνου, ώστε να είναι τεντωμένες. ΣΥΝ. καβαλάρης (2) 7. ΗΛΕΚΤΡ. συσκευή για τη μέτρηση ηλεκτρικών μεγεθών (αντιστάσεων, συχνοτήτων): κύκλωμα ~ας. Βλ. γαλβανόμετρο. 8. ΠΛΗΡΟΦ. υπολογιστής που συνδέει μεταξύ τους δύο δίκτυα του ίδιου ή διαφορετικού πρωτοκόλλου: ~ δικτύου. 9. (μτφ.) μεταβατικό κομμάτι (μουσικό, σχολιαστικό, διαλογικό), το οποίο συνδέει τα μέρη ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού συνήθ. προγράμματος: μουσική ~. 10. ΑΝΑΤ. τμήμα του εγκεφαλικού στελέχους που ενώνει τον προμήκη μυελό με τον μεσεγκέφαλο· γενικότ. τμήμα ιστού που συνδέει δύο μέρη ενός οργάνου. ● Υποκ.: γεφυράκι (το), γεφυρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γέφυρα επικοινωνίας (μτφ.): μέσο που διευκολύνει την επικοινωνία: ~ ~ και γνωριμίας. Η γλώσσα της μουσικής ως ~ ~ μεταξύ των λαών. Το διαδίκτυο είναι η ~ ~ των νέων. ~ ~ με τον απανταχού Ελληνισμό. Έχει κόψει κάθε ~ ~ μαζί τους., καλωδιωτή γέφυρα: που αποτελείται από έναν ή περισσότερους πυλώνες, οι οποίοι στηρίζουν με καλώδια το οδόστρωμα., φυσική γέφυρα: ΓΕΩΜΟΡΦ. τοξοειδής σχηματισμός από βράχο ή κομμάτι γης που ενώνει δύο περιοχές. ● ΦΡ.: κόβει/γκρεμίζει τις γέφυρες (μτφ.): διακόπτει κάθε επαφή, επικοινωνία: ~ ~ με το παρελθόν. ~ουν ~ του διαλόγου/της συνεννόησης. Πβ. κόβω (τους) δεσμούς. [< αρχ. γέφυρα, γαλλ. pont, αγγλ. bridge]
  • γεωμορφές γε-ω-μορ-φές ουσ. (θηλ.) (οι): ΓΕΩΜΟΡΦ. φυσικοί σχηματισμοί της γήινης επιφάνειας. Βλ. βουνό, λόφος.
  • γεωμορφολογία γε-ω-μορ-φο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Γ) 1. ΓΕΩΜΟΡΦ. κλάδος που μελετά το γήινο ανάγλυφο, καθώς και τις ενδογενείς (ηφαιστειότητα, τεκτονισμός) και εξωγενείς (επίδραση αέρα, νερού) δυνάμεις που επιδρούν στη διαμόρφωσή του: εφαρμοσμένη/παράκτια/περιβαλλοντική/υποθαλάσσια ~. 2. (κατ΄επέκτ.) η μορφολογία μιας περιοχής: ~ του εδάφους. H ~ του τόπου ορίζεται από λίμνες και ψηλά βουνά. [< αγγλ. geomorphology, γαλλ. géomorphologie, 1939]
  • γεωμορφολογικός , ή, ό γε-ω-μορ-φο-λο-γι-κός επίθ.: ΓΕΩΜΟΡΦ. που σχετίζεται με τη γεωμορφολογία: ~ός: χάρτης (πβ. γεωφυσικός). ~ή: εξέλιξη. ~ό: ανάγλυφο. ~οί: σχηματισμoí (λιθόσφαιρας). ~ά: χαρακτηριστικά (= γεωμορφές). [< αγγλ. geomorphological, γαλλ. geomorphologique]
  • γεωφυσικός , ή, ό γε-ω-φυ-σι-κός επίθ. 1. ΓΕΩΜΟΡΦ. που αφορά τη μορφολογία της Γης: ~ός: χάρτης (πβ. γεωμορφολογικός). ~ό: ανάγλυφο. 2. ΓΕΩΦ. που σχετίζεται με τη γεωφυσική: ~ές: μέθοδοι/μετρήσεις. [< γαλλ. géophysique, αγγλ. geophysical]
  • δέλτα δέλ-τα ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. το τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου: κεφαλαίο/μικρό/πεζό ~. Πβ. δ. 2. ΓΕΩΜΟΡΦ. (κ. με κεφαλ. το Δ) έκταση (υγρότοπος) που σχηματίζεται από τη συσσώρευση ιζημάτων στις εκβολές ποταμού και έχει συνήθ. τριγωνικό σχήμα: το ~ του Έβρου/του Νείλου. Το οικοσύστημα του ~. Πβ. εκβολή. [< 1: αρχ. δέλτα 2: αγγλ.-γαλλ. delta]
  • δενδριτικός , ή, ό δεν-δρι-τι-κός επίθ. (επιστ.) 1. που έχει τη μορφή δενδρίτη: (ΒΙΟΛ.) ~ά: κύτταρα. 2. ΓΕΩΜΟΡΦ. που αναφέρεται σε πυκνό ποτάμιο δίκτυο με πολλές διακλαδώσεις. [< γαλλ. dendritique, αγγλ. dendritic, γερμ. dendritisch]
  • διάβρωση δι-ά-βρω-ση ουσ. (θηλ.) 1. σταδιακή, φυσική ή χημική, φθορά, αποσάθρωση, κονιορτοποίηση ουσίας ή επιφάνειας και ειδικότ. αποικοδόμηση, εκσκαφή του εδάφους λόγω του νερού ή του αέρα: υδατική ~. Προστασία κατά της ~ης των υδραυλικών εγκαταστάσεων (βλ. φάγωμα). O χαλκός είναι ένα μέταλλο ανθεκτικό στη ~. Βλ. ηλεκτρο~.|| (ΓΕΩΜΟΡΦ.) ~ του εδάφους/πετρωμάτων/υλικών.|| (ΙΑΤΡ.) ~ του δέρματος/των δοντιών. Βλ. αποτριβή. 2. (μτφ.) προοδευτική φθορά, διαφθορά: ηθική ~. ~ της προσωπικότητας. Πβ. εξαχρείωση. Βλ. αποσύνθεση, σαπίλα. ● ΣΥΜΠΛ.: αιολική διάβρωση/αποσάθρωση βλ. αιολικός2 [< 1: μτγν. διάβρωσις ‘φάγωμα, εξέλκωση’, γαλλ. érosion, corrosion 2: γαλλ. corruption]
  • έγκοιλο [ἔγκοιλο] έ-γκοι-λο ουσ. (ουδ.): ΓΕΩΜΟΡΦ. κοιλότητα, βάραθρο, σπήλαιο: καρστικά/τεχνητά/υπόγεια ~α. [< αρχ. ἔγκοιλος ‘βαθουλωτός’]
  • εκβολή [ἐκβολή] εκ-βο-λή ουσ. (θηλ.) (επιστ.) 1. ΓΕΩΜΟΡΦ. κατάληξη φυσικού ή τεχνητού αγωγού σε ένα μέρος· ειδικότ. σημείο στο οποίο καταλήγει ρεύμα υδάτων: ~ του ρέματος/χειμάρρου στη θάλασσα. Κοίτη/περιοχή ~ής (πβ. δέλτα, στόμιο).|| (συνήθ. στον πληθ.) ~ές του ποταμού. Βλ. προ~. 2. (σπανιότ.) αποβολή, απόρριψη: ~ λυμάτων/φορτίου. (σε καφετιέρα εσπρέσο:) Ρυθμιζόμενη ~ ατμού. Πβ. εξαγωγή. [< αρχ. ἐκβολή]
  • καρστ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΓΕΩΜΟΡΦ. κάθε γεωλογικός σχηματισμός (ρωγμές, καταβόθρες, σπήλαια με σταλακτίτες και σταλαγμίτες, φαράγγια) που έχει προκύψει από τη χημική αποσάθρωση ασβεστολιθικών πετρωμάτων, λόγω της διαβρωτικής δράσης του νερού: επιφανειακό/υπόγειο ~. Ανάπτυξη ~. Εκτενείς περιοχές/σύμπλεγμα ~. Βλ. φλύσχης. [< γερμ. Karst, γαλλ. karst, 1928]
  • καρστικοποίηση καρ-στι-κο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΜΟΡΦ. σχηματισμός καρστ: ~ των ανθρακικών πετρωμάτων. Βλ. -ποίηση. [< αγγλ. karstification, 1958]
  • καρστικός , ή, ό καρ-στι-κός επίθ.: ΓΕΩΜΟΡΦ. που σχετίζεται με το καρστ: ~ός: υδροφόρος ορίζοντας. ~ή: διάβρωση/λίμνη/υδρογεωλογία. ~ό: σύστημα. ~ές: μορφές (: καταβόθρες, σπήλαια, φαράγγια). ~ά: έγκοιλα. Υφάλμυρες ~ές πηγές. [< γαλλ. karstique, 1906]
  • καταβόθρα κα-τα-βό-θρα ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΜΟΡΦ. υπόγειος, συνήθ. φυσικός αγωγός (βάραθρο), απ' όπου χάνονται τα νερά λιμνών ή ποταμών και διοχετεύονται στη θάλασσα ή αναβλύζουν σε άλλο σημείο της ξηράς ως φυσική πηγή. 2. υπόνομος, οχετός. 3. (μτφ.-μειωτ.) για πρόσωπο αχόρταγο, λαίμαργο ή που βρίζει πολύ: Το στόμα της είναι ~. Πβ. βόθρος, οχετός, υπόνομος, χαβούζα. 4. (μτφ.-επιστ.) για κάτι που απορροφά μεγάλες ποσότητες: (ΟΙΚΟΛ.) Τα δάση/δέντρα ως ~ες (διοξειδίου του) άνθρακα.|| (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) ~ες θερμότητας. [< μεσν. καταβόθρα]
  • κερματισμός κερ-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): τεμαχισμός, διαίρεση: (ΓΕΩΜΟΡΦ.) ζώνη ~ού. Πβ. κατα~. [< μτγν. κερματισμός]
  • κόγχη κόγ-χη ουσ. (θηλ.) 1. ΑΡΧΙΤ. το τμήμα του χριστιανικού ναού που συνήθ. προεξέχει προς την Ανατολή και στο οποίο βρίσκεται η Αγία Τράπεζα και καθένα από τα μικρότερα πλαϊνά μέρη του ιερού· γενικότ. εσοχή, κοίλωμα, κυρ. σε αρχαία ή παλαιά κτίσματα, για διακοσμητικούς συνήθ. λόγους: (ΕΚΚΛΗΣ.) αψιδωτή/ημικυκλική/κεντρική/ορθογώνια ~. Η ~ του Ιερού (Βήματος). Ναός με τρεις ~ες (= τρίκογχος· βλ. διακονικό, πρόθεση).|| Ταφικές ~ες. 2. ΑΝΑΤ. οστέινη συνήθ. κοιλότητα: οφθαλμική ~ (= οφθαλμικός κόγχος). (Άνω/κάτω/μέση) ρινική ~.|| (μτφ.-προφ.) Του βγήκαν τα μάτια από τις ~ες με αυτά που είδε (= εξεπλάγη δυσάρεστα). 3. ΓΕΩΜΟΡΦ. φυσικό κοίλωμα: ~ες σπηλιάς. [< μτγν. κόγχη, αρχ. ~ 'κοχύλι']

αιολικός2

αιολικός2, ή, ό [αἰολικός] αι-ο-λι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον άνεμο και ειδικότ. την ενέργειά του: ~ή: δύναμη.|| ~ή: ισχύς. ~ό: δυναμικό/ρεύμα. ~ές: γεωμορφές.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ός: χάρτης. ~ό: κλίμα. 2. που λειτουργεί με την ενέργεια του ανέμου ή συντελεί στην παραγωγή της: ~ή: αντλία/βιομηχανία/γεννήτρια (= ανεμογεννήτρια)/τεχνολογία. ~ό: εργοστάσιο/σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (βλ. φωτοβολταïκός)/χωριό. ~οί: συλλέκτες. ~ές: μονάδες/τουρμπίνες. 3. που προκαλείται από τον άνεμο ή οφείλεται σε αυτόν: (ΓΕΩΛ.) ~ή: άμμος (: που μεταφέρθηκε από τον άνεμο)/λείανση. ~ές: αποθέσεις. ~ά: ιζήματα/πετρώματα. ● ΣΥΜΠΛ.: αιολική διάβρωση/αποσάθρωση: ΓΕΩΛ. φθορά των πετρωμάτων που προξενείται από την κίνηση του αέρα: Μέτρα προστασίας εδαφών από την υδατική και ~ ~., αιολική ενέργεια: ΦΥΣ. που προέρχεται από τη μετακίνηση αέριων μαζών της ατμόσφαιρας και μετατρέπεται σε ηλεκτρική με ανεμογεννήτριες: Η ~ ~ αποτελεί ανανεώσιμη πηγή ενέργειας., αιολικό πάρκο: ΤΕΧΝΟΛ. μεγάλη έκταση με συστοιχία ανεμογεννητριών για την αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας: ~ ~ στη θάλασσα. Ηλεκτροπαραγωγή από ~ά ~α., αιολικός σταθμός: ΤΕΧΝΟΛ. εγκαταστάσεις παραγωγής αιολικής ενέργειας: ~ ~ ισχύος ... ΜW. ΑΝΤ. συμβατικός σταθμός. [< γαλλ. éolien, αγγλ. eolic, aeolian]

αποσύνθεση

αποσύνθεση [ἀποσύνθεση] α-πο-σύν-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΒΙΟΛ. μετατροπή νεκρής οργανικής ύλης σε απλούστερες ουσίες μέσω της δράσης βακτηρίων και μυκητών: (αν)αερόβια/βιολογική/μικροβιακή ~. ~ απορριμμάτων. Πτώμα σε κατάσταση (προχωρημένης) ~ης. ~ και αλλοίωση των τροφίμων. Πβ. αποικοδόμηση, κομποστο-, χουμο-ποίηση, σάπισμα. 2. (μτφ.) διάσπαση συνοχής και οργάνωσης συνόλου: ηθική/κοινωνική/πολιτική ~. ~ του κράτους/της χώρας. Εικόνα/σημάδια ~ης. Πβ. αποδιάρθρωση, αποδιοργάνωση, παράλυση, σήψη. 3. (επιστ.) διάλυση, διαίρεση σε απλούστερα στοιχεία: (ΧΗΜ.) θερμική/χημική ~.|| (ΦΥΣ.) Ραδιενεργή ~. [< γαλλ. décomposition]

αποτριβή

αποτριβή [ἀποτριβή] α-πο-τρι-βή ουσ. (θηλ.) : φθορά λόγω τριβής: (ΙΑΤΡ.) ~ της αδαμαντίνης/των δοντιών. ~ λόγω σκληρής οδοντόβουρτσας/επίδρασης χημικών ουσιών.|| (ΜΗΧΑΝ.) Αντοχή στην ~. ~ές και παραμορφώσεις/σπασίματα. Βλ. διάβρωση, εκτριβή. [< αρχ. ἀποτριβή, γαλλ. abrasion]

βουνό

βουνό βου-νό ουσ. (ουδ.) 1. φυσικό ύψωμα γης που ξεπερνά τα τριακόσια μέτρα σε ύψος (είναι δηλ. μεγαλύτερο από τον λόφο): απόκρημνο/ιερό/κακοτράχαλο/καταπράσινο/χιονισμένο/ψηλό ~. Γυμνό/φαλακρό ~ (: χωρίς δέντρα). (ΜΥΘ.) Το ~ των θεών (: ο Όλυμπος). Κορυφή/μονοπάτια/πλαγιά/πρόποδες (παρυφές/ρίζες/υπώρειες) ~ού. Τσάι/χόρτα του ~ού. Απάτητα/δασωμένα/δύσβατα/πετρώδη ~ά. ~ά με απότομα φαράγγια/βαθιές χαράδρες/πλούσια βλάστηση. ~ά και πεδιάδες. ~ που υψώνεται στα βόρεια του νομού. Διασχίζω/κατεβαίνω το ~. Ανεβαίνω στο/το ~. Ο ήλιος έδυσε πίσω από τα ~ά. Περιοχή που περιβάλλεται από ~ά. Πβ. όρος. Βλ. παγόβουνο, πρόβουνο.|| (Αθλήματα/σπορ ~ού:) Ποδηλασία/σκι ~ού. Ανάβαση/αναρρίχηση/ορειβασία/πεζοπορία σε ~. 2. (κατ΄επέκτ.) ορεινή περιοχή: άνθρωπος του ~ού (= βουνίσιος). Διακοπές/ταξίδι στο ~ (βλ. στη θάλασσα). Ζει στα ~ά. 3. (μτφ.-εμφατ.) πληθώρα, σωρός· ειδικότ. για κάτι πολύ δύσκολο, ακατόρθωτο ή μεγάλο, ογκώδες: ~ από άπλυτα (= ίσα με το ταβάνι)! ~ά σκουπιδιών/από σκουπίδια. Σκυμμένος πάνω από ένα ~ βιβλία. Πβ. πλήθος, στοίβα, σωρεία.|| ~ οι δυσκολίες/τα εμπόδια/τα προβλήματα/τα χρέη. Η υπόθεση μού φαίνεται/φαντάζει ~! Πβ. σκόπελος, τροχοπέδη, φραγμός.|| Κύματα ~ά (= τεράστια). ● Υποκ.: βουναλάκι & (λαϊκό-λογοτ.) βουνάκι & βουνί (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ποδήλατο βουνού βλ. ποδήλατο ● ΦΡ.: (να ζήσεις) σαν τα ψηλά βουνά!: ευχή για υγεία και μακροζωία: Να 'σαι γερός ~ ~!|| Έργο αθάνατο σαν ~ ~., από το βουνό κατέβηκε; (ειρων.-μειωτ.): για άνθρωπο ανίδεο ή αγροίκο, αγενή. ΣΥΝ. κατέβηκε/ήρθε/είναι από τα Γκράβαρα, βουνά και λαγκάδια: δύσβατες περιοχές, συνήθ. μακρινές: Περάσαμε μέσα από ~ ~., βουνό με βουνό δεν σμίγει: για να δηλωθεί ότι υπάρχει πάντα η πιθανότητα να ξανασυναντηθούν δυο άνθρωποι. Βλ. καλώς τα μάτια μου τα δυο!, σαν τα χιόνια!, η τρέλα δεν πάει στα βουνά (πάει στους ανθρώπους) (παροιμ.): λέγεται για πράξεις παράλογες, απερίσκεπτες., μαθημένα/συνηθισμένα τα βουνά στα/από τα χιόνια (παροιμ.): όποιος έχει συναντήσει μεγάλες δυσκολίες στο παρελθόν, αντιμετωπίζει πιο ψύχραιμα τις αντιξοότητες. ΣΥΝ. ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται, ο άνθρωπος/η πίστη κινεί βουνά (μτφ.): μπορεί να πετύχει ακόμα και κάτι θεωρητικά ανέφικτο., παίρνω τα (όρη και τα) βουνά (μτφ.) 1. φεύγω μακριά, συνήθ. επειδή βρίσκομαι σε κίνδυνο ή/και σε απόγνωση. 2. (σπάν.) τρελαίνομαι, παραφρονώ., στα όρη, στ' άγρια βουνά & στα όρη και στα βουνά (προφ.): πάρα πολύ μακριά (και απόκρημνα): Τι γύρευαν ~ ~ μες στα μεσάνυχτα; Ήταν ανάγκη να τρέχεις ~ ~;, τύχη βουνό (προφ.): (συνήθ. σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος) πολύ μεγάλη, εξαιρετική τύχη: ~ ~ είχε ο οδηγός του ΙΧ που έπεσε στον γκρεμό και σώθηκε., βοήθα με να σε βοηθώ ν' ανεβούμε (σ)το βουνό βλ. βοηθώ, κράτα με να σε κρατώ (ν' ανεβούμε στο βουνό) βλ. κρατώ, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) βλ. νύχτα, όταν/αν/άμα δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ βλ. Μωάμεθ [< μεσν. βουνό(ν)]

γαλβανόμετρο

γαλβανόμετρο γαλ-βα-νό-με-τρο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. όργανο ανίχνευσης και μέτρησης ασθενών ηλεκτρικών ρευμάτων και τάσεων. Βλ. -μετρο. [< γαλλ. galvanomètre]

-γενής

-γενής, ής, ές {-γενούς (προφ.) -γενή | -γενείς (ουδ. -γενή)}: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν προέλευση, σύσταση ή σειρά σε κλίμακα: αλλο~/ανομοιο~/γη~/δι~/εγ~/ελληνο~/ενδο~/εξω~/ερωτο~/ετερο~/ευ~/θνησι~/ιθα~/ιο~/καρκινο~/λατινο~/μονο~/ομο~/ομοιο~/παθο~/ρηξι~/σεισμο~/συγ~/τρι~/ψυχο~. Bλ. -γόνος.|| Πρωτο~/δευτερο~/τριτο~.

γλυπτό

γλυπτό γλυ-πτό ουσ. (ουδ.): ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. έργο γλυπτικής: μαρμάρινο/ξύλινο/χάλκινο ~. Αρχαία ~ά. Τα ~ά του Παρθενώνα (βλ. ελγίνεια). Βλ. άγαλμα, ανάγλυφο, ανδριάντας, προτομή. ● ΣΥΜΠΛ.: κινητικό γλυπτό βλ. κινητικός [< μτγν. γλυπτόν]

διακονικό

διακονικό δι-α-κο-νι-κό ουσ. (ουδ.) ΕΚΚΛΗΣ. 1. ΑΡΧΙΤ. η δεξιά κόγχη του Αγίου Βήματος, όπου στέκεται ο διάκονος κατά τη Θεία Λειτουργία. Βλ. πρόθεση. 2. τμήμα του Αγίου Βήματος όπου τοποθετούνται ιερά βιβλία, άμφια και σκεύη. Βλ. σκευοφυλάκιο.διακονικά (τα): οι δεήσεις που αναπέμπει ο διάκονος κατά την ιερή ακολουθία. [< μτγν. διακονικόν]

λείος

λείος, α, ο [λεῖος] λεί-ος επίθ.: ομαλός, χωρίς εσοχές ή προεξοχές: ~α: επιφάνεια (= επίπεδη)/πέτρα (βλ. βότσαλο)/υφή.|| (ΑΝΑΤ.) ~ες μυϊκές ίνες.|| ~α: επιδερμίδα (πβ. αλαβάστρινη). ~ο: δέρμα. Πβ. απαλός, μαλακός. ΑΝΤ. τραχύς.|| ~ο: τρίχωμα. ~α: μαλλιά. Πβ. γυαλιστερός, στιλπνός. ΑΝΤ. άγριος. ● ΣΥΜΠΛ.: λείοι μύες : ΑΝΑΤ. οι οποίοι εκτελούν ακούσιες κινήσεις: ~ ~ των γεννητικών οργάνων. ~ ~ του πεπτικού/ουροποιητικού συστήματος. Βλ. μυοκάρδιο, σκελετικός/γραμμωτός μυς. [< αρχ. λεῖος]

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

στεφάνη

στεφάνη στε-φά-νη ουσ. (θηλ.) 1. δακτύλιος που περιβάλλει κάτι: μεταλλική ~. ~ του βαρελιού (πβ. τσέρκι)/του κέρματος/του τροχού. ΣΥΝ. στεφάνι (5) 2. ΙΑΤΡ. ακίνητη προσθετική αποκατάσταση του δοντιού, η οποία το καλύπτει εξ ολοκλήρου και μόνιμα: τεχνητή ~. Πβ. θήκη, κορόνα. Βλ. γέφυρα. 3. ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) το μεταλλικό, στρογγυλό τμήμα του καλαθιού: Η μπάλα βρήκε στη ~. 4. ΒΟΤ. το σύστημα των πετάλων του άνθους: κάλυκας και ~. Βλ. περιάνθιο. 5. ΑΣΤΡΟΝ. φωτεινός δακτύλιος γύρω από ουράνιο σώμα, κυρ. η ζώνη που παραμένει ορατή γύρω από τον Ήλιο ή τη Σελήνη κατά την ολική έκλειψη: ηλιακή ~. Πβ. άλως, στέμμα. [< 1,2,3,5: μτγν. στεφάνη, γαλλ. couronne 4: γαλλ. corolle]

φλύσχης

φλύσχης φλύ-σχης ουσ. (αρσ.): ΓΕΩΛ. σχηματισμός που αποτελείται από εναλλαγές στρωμάτων ιζηματογενών πετρωμάτων, κυρ. ψαμμίτη, αργιλικού σχιστόλιθου, μάργας και κροκαλοπαγών. Βλ. καρστ. [< γερμ. διαλεκτ. flysch, γαλλ.-αγγλ. ~]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.