Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 151 εγγραφές  [0-20]


  • αγροβιολογία [ἀγροβιολογία] α-γρο-βι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΠ. επιστημονικός κλάδος που μελετά την εφαρμογή βιολογικών ερευνών στη γεωργία, με σκοπό τη βελτίωση της γεωργικής απόδοσης: Τμήμα Αγροχημείας και ~ας. [< γαλλ. agrobiologie, 1948, αγγλ. agrobiology, 1934]
  • αγροκαλλιέργεια [ἀγροκαλλιέργεια] α-γρο-καλ-λι-έρ-γει-α ουσ. (θηλ.) & αγροτοκαλλιέργεια 1. ΓΕΩΠ. καλλιέργεια αγροτικών εκτάσεων: βιολογική (/οργανική)/βιώσιμη/εντατική ~. Εκσυγχρονισμός των ~ών. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (συνεκδ.) καλλιεργούμενη έκταση, χωράφι: ερημωμένες ~ες. Καταστροφή ~ών από τις βροχοπτώσεις. Βλ. -καλλιέργεια.
  • αγροκήπιο [ἀγροκήπιο] α-γρο-κή-πι-ο ουσ. (ουδ.) {αγροκηπίου}: ΓΕΩΠ. αγρόκτημα για πειραματική καλλιέργεια φυτών και εκτροφή ζώων, πρότυπο κτήμα. [< μτγν. ἀγροκήπιον ‘αγρός που διατηρείται ως μικρός κήπος’]
  • αγρολογία [ἀγρολογία] α-γρο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΠ. η επιστήμη που μελετά τη διαμόρφωση, τη σύσταση και τις ιδιότητες της καλλιεργήσιμης γης. Βλ. -λογία. [< γαλλ. agrologie, αγγλ. agrology, 1916]
  • αγρονομία [ἀγρονομία] α-γρο-νο-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. οι νόμοι και οι διατάξεις που αναφέρονται στην αγροκαλλιέργεια· (συνήθ. συνεκδ.) η σχετική δημόσια υπηρεσία ή/και οι υπάλληλοί της. 2. ΓΕΩΠ. (καταχρ. για τη γεωπονία) η επιστήμη που μελετά ζητήματα βιολογικής, χημικής ή άλλης φύσεως που σχετίζονται με την καλλιέργεια της γης. Πβ. αγροτεχνική. Βλ. αγροχημεία, -νομία. [< 1: μεσν. αγρονομία 'το αξίωμα του αγρονόμου' 2: γαλλ. agronomie, αγγλ. agronomy]
  • αγρονόμος [ἀγρονόμος] α-γρο-νό-μος ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. (παλαιότ.) ανώτερος υπάλληλος της αγροφυλακής με διοικητικά καθήκοντα: Δασοφύλακας-~. 2. ΓΕΩΠ. (καταχρ. για τον γεωπόνο) επιστήμονας ειδικευμένος στην αγρονομία: ~-τοπογράφος μηχανικός. Βλ. -νόμος. [< 1: αρχ. ἀγρονόμος ‘επιστάτης των αγρών’ 2: γαλλ. agronome, αγγλ. agronomist]
  • αγροτεχνική [ἀγροτεχνική] α-γρο-τε-χνι-κή ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΠ. η εφαρμογή των πορισμάτων των γεωργικών επιστημών στις καλλιέργειες: παραγωγική ~. Πβ. αγρονομία.
  • αγροτεχνικός , ή, ό [ἀγροτεχνικός] α-γρο-τε-χνι-κός επίθ.: ΓΕΩΠ. που σχετίζεται με την αγροτεχνική: ~ός: εξοπλισμός/συνεταιρισμός. ~ή: εταιρεία. ~ές: γνώσεις. ~ά: έργα. ● Ουσ.: αγροτεχνικός (ο/η): ειδικός στην αγροτεχνική.
  • αεροπονία [ἀεροπονία] α-ε-ρο-πο-νί-α ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΠ. εναλλακτική μορφή καλλιέργειας εκτός εδάφους, κατά την οποία οι ρίζες των φυτών ψεκάζονται με θρεπτικό διάλυμα. Βλ. υδροπονία. [< αγγλ. aeroponics, 1957]
  • αεροπονικός , ή, ό [ἀεροπονικός] α-ε-ρο-πο-νι-κός επίθ.: ΓΕΩΠ. που αναφέρεται στην αεροπονία: ~ή: καλλιέργεια. Βλ. υδροπονικός. [< αγγλ. aeroponic, 1969]
  • αμειψισπορά [ἀμειψισπορά] α-μει-ψι-σπο-ρά ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΠ. καλλιέργεια στο ίδιο έδαφος διαφορετικών κάθε χρόνο φυτών με διαδοχική σειρά, το καθένα από τα οποία ξαναφυτεύεται ύστερα από συγκεκριμένο χρονικό διάστημα: διετής/τριετής ~. ~ές με σιτηρά/ψυχανθή. Η βιολογική γεωργία βασίζεται στην ~. Εφαρμόζεται υποχρεωτική ~ (= εναλλαγή καλλιεργειών) για τη βελτίωση της παραγόμενης σοδειάς. Βλ. αγρανάπαυση, μονο-, πολυ-, συγ-καλλιέργεια. [< γαλλ. assolement, rotation des cultures]
  • αμπελουργία [ἀμπελουργία] α-μπε-λουρ-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΡΓ. αμπελοκαλλιέργεια: βιολογική ~. ~-οινοποιία. 2. ΓΕΩΠ. επιστημονική μελέτη του αμπελιού: γενική/ειδική/πρακτική ~. Δενδροκομία/οινολογία και ~. Βλ. -ουργία. [< μτγν. ἀμπελουργία]
  • αναμπέλωση [ἀναμπέλωση] α-να-μπέ-λω-ση ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΠ. αναδιάρθρωση αμπελώνα που έχει καταστραφεί από πυρκαγιά ή έντονα καιρικά φαινόμενα ή έχει προσβληθεί από φυλλοξήρα, με κατάργηση μιας ποικιλίας σταφυλιού και αναδημιουργία της ίδιας ή άλλης: ~ κτήματος. Πβ. ανα-βλάστηση, -σύσταση, -φύτευση, εκρίζωση.
  • ανθοκομία [ἀνθοκομία] αν-θο-κο-μί-α ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΠ. συστηματική καλλιέργεια ανθοφόρων και καλλωπιστικών φυτών για εμπορικούς σκοπούς και ο αντίστοιχος επιστημονικός κλάδος. Πβ. κηπουρική. Βλ. δασο-, δενδρο-, φυτο-κομία. [< γερμ. Blumenzucht]
  • ανθόρροια [ἀνθόρροια] αν-θόρ-ροι-α ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΠ. (για φυτά) πτώση των ανθέων τους. [< μεσν. ανθόρροια]
  • άνθρακας [ἄνθρακας] άν-θρα-κας ουσ. (αρσ.) {-α (λόγ.) -ος} 1. ΧΗΜ. αμέταλλο στοιχείο (σύμβ. C, Ζ 6), ευρέως διαδεδομένο στη φύση, το οποίο υπάρχει σε αλλοτροπική μορφή ως διαμάντι και γραφίτης και έχει την ικανότητα να σχηματίζει μεγάλη ποικιλία οργανικών ενώσεων· κάρβουνο: οργανικός ~ (: που προέρχεται από ζώο ή φυτό, βλ. γλυκίδια, λιπίδια, υδατάνθρακες). Λευκός ~ (: το νερό ως πηγή ενέργειας). Κρυσταλλικός ~. Χημεία του ~α (= η οργανική). Ομάδα του ~α. Ο κύκλος του ~α. Άτομο/ισότοπο/μόριο ~α. Κοιτάσματα ορυκτών ~άκων.|| Όταν ένα κομμάτι ~α καίγεται, απομένει η στάχτη. || υπ(ερ)οξείδιο του ~. Βλ. γαι~, λιθ~, ξυλ~, οπτ~, τετραχλωρ~, υδατ~, υδρογον~, φθορ~, χλωροφθορ~, φουλερένιο. 2. ΙΑΤΡ. μολυσματική ασθένεια, συνήθ. δερματική, που προκαλείται από το βακτηρίδιο του άνθρακα (επιστ. ονομασ. Bacillus anthracis) και μεταδίδεται στον άνθρωπο από τα ζώα· επικίνδυνο βιολογικό όπλο σε μορφή σπόρων βακίλου: γαστρεντερικός/δερματικός/πνευμονικός ~. Βλ. ψευδ~.|| Επίθεση/μόλυνση με ~α. 3. ΓΕΩΠ. ασθένεια που προκαλείται από μύκητες και προσβάλλει τα αγγειόσπερμα φυτά. ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργός άνθρακας & ενεργοποιημένος άνθρακας: ΧΗΜ. είδος άνθρακα σε μορφή σκόνης ή κόκκων με ποικίλες εφαρμογές, συνήθ. για καθαρισμό υδάτων ή ως αντίδοτο σε ορισμένες δηλητηριάσεις: φίλτρα ~ού ~α. [< αγγλ. activated carbon, 1921] , μονοξείδιο του άνθρακα: ΧΗΜ. άχρωμο, άοσμο και πολύ τοξικό αέριο (CO), που παράγεται από την ατελή καύση οποιουδήποτε υλικού το οποίο περιέχει άνθρακα (ιδ. βενζίνης, κάρβουνου, φυσικού αερίου, πετρελαίου, πλαστικού)., φυτικός άνθρακας: ΧΗΜ. χρωστική ουσία που παράγεται από την καύση ξύλων και διάφορων καρπών. Βλ. ζωικός άνθρακας., διοξείδιο του άνθρακα βλ. διοξείδιο, ζωικός άνθρακας βλ. ζωικός1, τόνος ισοδύναμου άνθρακα (ΤΙΑ) βλ. τόνος2 ● ΦΡ.: άνθρακες/(άνθρακας) ο θησαυρός (μτφ.): για διάψευση (μεγάλων) ελπίδων. Πβ. μάπα το καρπούζι., χρονολόγηση με άνθρακα-14: χημική ανάλυση για τον προσδιορισμό της ηλικίας οργανικών υλικών ή αρχαίων αντικειμένων, που βασίζεται στην περιεκτικότητά τους στο ραδιενεργό ισότοπο του άνθρακα. Βλ. ραδιοχρονολόγηση. [< αγγλ. carbon dating/date, 1951] [< 1: μεσν. άνθρακας < αρχ. ἄνθραξ, γαλλ. carbone, αγγλ. carbon 2,3: γαλλ. charbon, αγγλ. anthrax]
  • ανθράκωση [ἀνθράκωση] αν-θρά-κω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΠ. μυκητολογική ασθένεια που προσβάλλει κυρ. απεριποίητα ή εξασθενημένα δέντρα, εμφανίζεται συνήθ. με τη μορφή σκούρων κηλίδων στα φύλλα και τους καρπούς και μπορεί να οδηγήσει σε ξήρανση του δέντρου: ~ εσπεριδοειδών. ~ της ιτιάς/του μαρουλιού/της φασολιάς. Βλ. άνθρακας, περονόσπορος, σκωρίαση. 2. ΙΑΤΡ. πνευμονοκονίαση που προκαλείται από την εισπνοή σκόνης άνθρακα, η οποία διεισδύει στους πνεύμονες. Βλ. πυριτίαση. 3. προσθήκη ανθρακικού οξέος στο νερό ή σε αναψυκτικά και αλκοολούχα ποτά (σαμπάνιες, κρασιά)· ο φυσικός ή τεχνητός σχηματισμός του. Βλ. εξ~. [< μτγν. ἀνθράκωσις 'απανθράκωση' 2: γαλλ. anthracose, αγγλ. anthracosis]
  • άνυδρος , η, ο [ἄνυδρος] ά-νυ-δρος επίθ. (λόγ.) 1. που δεν έχει νερό, υγρασία ή (πολλές) βροχές: (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ος: μήνας (ΑΝΤ. υγρός). ~η: περίοδος. Θερμό και ~ο καλοκαίρι.|| ~η: γη. ~ο: νησί. ~ες: περιοχές. ~ο και βραχώδες τοπίο. Πβ. ξερός, ξηρός, στεγνός. 2. ΧΗΜ. που δεν περιέχει μόρια νερού: ~ος: ασβέστης. ~η: αμμωνία. ~ο: άλας/θειικό νάτριο.|| ~η: πυρόλυση. ΑΝΤ. ένυδρος (1) 3. ΓΕΩΠ. που δεν χρειάζεται νερό για να αναπτυχθεί: ~α: κηπευτικά. ~α: δέντρα.|| Ξηρή καλλιέργεια και ~η γεωργία. Πβ. ξερικός. ΑΝΤ. ποτιστικός (2) 4. (μτφ.) που στερείται πνευματικότητας, δημιουργικής πνοής: ~οι: καιροί. Μουσικά/ποιητικά ~η εποχή. [< αρχ. ἄνυδρος 2: γαλλ. anhydre, αγγλ. anhydrous]
  • αποδεικτικός , ή, ό [ἀποδεικτικός] α-πο-δει-κτι-κός επίθ. 1. που έχει λειτουργία ή ισχύ απόδειξης: (ΝΟΜ.) ~ός: λόγος. ~ό: υλικό. ~οί: ισχυρισμοί/κανόνες. ~ές: απαγορεύσεις. ~ά: μέσα (: αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη, ομολογία, μάρτυρες, έγγραφα)/στοιχεία. Βλ. καταδεικτικός.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ός: τίτλος (σπουδών). Πρωτότυπα ~ής αξίας.|| (ΦΙΛΟΣ.-ΜΑΘ.) ~ή: μέθοδος. ~ές: διαδικασίες. 2. ΓΕΩΠ. για έκταση στην οποία γίνονται δοκιμαστικές καλλιέργειες: ~οί: αγροί. ● Ουσ.: αποδεικτικό (το): επίσημο έγγραφο που χρησιμοποιείται ως πιστοποίηση ή βεβαίωση: ~ αγοράς/γνώσης (ξένης γλώσσας)/είσπραξης/(φορολογικής) ενημερότητας/επίδοσης/κατάθεσης/παράδοσης-παραλαβής/σπουδών/ταυτοπροσωπίας/φοίτησης (βλ. ενδεικτικό). Προσκόμιση/χορήγηση ~ού. Απαιτείται/χρειάζεται ~. ~ά εμπειρίας. Πβ. απόδειξη, πιστοποιητικό. [< 1: αρχ. ἀποδεικτικός]
  • αποφύλλωση [ἀποφύλλωση] α-πο-φύλ-λω-ση ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΠ. διαδικασία κατά την οποία προκαλείται με τεχνητά, συνήθ. χημικά, μέσα πρόωρη πτώση των φύλλων ορισμένων φυτών, για τη διευκόλυνση του ανοίγματος των ώριμων καρπών και κατ' επέκτ. τη συγκομιδή τους: ~ του βαμβακιού/των δέντρων. Μηχανή ~ης. Βλ. φυλλό-πτωση, -ρροια. [< γαλλ. défoliation, 1966]

αγρανάπαυση

αγρανάπαυση [ἀγρανάπαυση] α-γρα-νά-παυ-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΡΓ. διακοπή για ορισμένο χρονικό διάστημα, συνήθ. ετήσιο, της καλλιέργειας ενός αγρού, ώστε να ανακτήσει τη γονιμότητά του ή να περιοριστεί η παραγωγή προϊόντος σε πλεόνασμα· συνεκδ. η αντίστοιχη περίοδος ή (συνήθ. στον πληθ.) ο ίδιος ο αγρός κατά τη διάρκεια αυτής της διακοπής: αναγκαστική/εθελοντική/έκτακτη/κυκλική/μερική/προαιρετική ~. Το χωράφι αφήνεται/βρίσκεται/μένει σε ~. Γαίες που τελούν υπό/τίθενται σε ~.|| Καλλιεργούμενες εκτάσεις και ~αύσεις. Βλ. αμειψισπορά. 2. (μτφ.) κάθε προσωρινή διακοπή έργου, προσπάθειας: απραξία και ~. ~ της συνείδησης. Οι μαθητές βρίσκονται σε θερινή ~. [< γαλλ. jachère]

αγροχημεία

αγροχημεία [ἀγροχημεία] α-γρο-χη-μεί-α ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ. τομέας της εφαρμοσμένης χημείας που μελετά τις χημικές εισροές στη φυτική παραγωγή και κατ' επέκτ. ασχολείται με την παραγωγή λιπασμάτων, φυτοπροστατευτικών ουσιών και φυτοορμονών: περιβαλλοντική ~. ~ και βιολογικές καλλιέργειες. [< γαλλ. agrochimie, 1960]

άνθρακας

άνθρακας [ἄνθρακας] άν-θρα-κας ουσ. (αρσ.) {-α (λόγ.) -ος} 1. ΧΗΜ. αμέταλλο στοιχείο (σύμβ. C, Ζ 6), ευρέως διαδεδομένο στη φύση, το οποίο υπάρχει σε αλλοτροπική μορφή ως διαμάντι και γραφίτης και έχει την ικανότητα να σχηματίζει μεγάλη ποικιλία οργανικών ενώσεων· κάρβουνο: οργανικός ~ (: που προέρχεται από ζώο ή φυτό, βλ. γλυκίδια, λιπίδια, υδατάνθρακες). Λευκός ~ (: το νερό ως πηγή ενέργειας). Κρυσταλλικός ~. Χημεία του ~α (= η οργανική). Ομάδα του ~α. Ο κύκλος του ~α. Άτομο/ισότοπο/μόριο ~α. Κοιτάσματα ορυκτών ~άκων.|| Όταν ένα κομμάτι ~α καίγεται, απομένει η στάχτη. || υπ(ερ)οξείδιο του ~. Βλ. γαι~, λιθ~, ξυλ~, οπτ~, τετραχλωρ~, υδατ~, υδρογον~, φθορ~, χλωροφθορ~, φουλερένιο. 2. ΙΑΤΡ. μολυσματική ασθένεια, συνήθ. δερματική, που προκαλείται από το βακτηρίδιο του άνθρακα (επιστ. ονομασ. Bacillus anthracis) και μεταδίδεται στον άνθρωπο από τα ζώα· επικίνδυνο βιολογικό όπλο σε μορφή σπόρων βακίλου: γαστρεντερικός/δερματικός/πνευμονικός ~. Βλ. ψευδ~.|| Επίθεση/μόλυνση με ~α. 3. ΓΕΩΠ. ασθένεια που προκαλείται από μύκητες και προσβάλλει τα αγγειόσπερμα φυτά. ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργός άνθρακας & ενεργοποιημένος άνθρακας: ΧΗΜ. είδος άνθρακα σε μορφή σκόνης ή κόκκων με ποικίλες εφαρμογές, συνήθ. για καθαρισμό υδάτων ή ως αντίδοτο σε ορισμένες δηλητηριάσεις: φίλτρα ~ού ~α. [< αγγλ. activated carbon, 1921] , μονοξείδιο του άνθρακα: ΧΗΜ. άχρωμο, άοσμο και πολύ τοξικό αέριο (CO), που παράγεται από την ατελή καύση οποιουδήποτε υλικού το οποίο περιέχει άνθρακα (ιδ. βενζίνης, κάρβουνου, φυσικού αερίου, πετρελαίου, πλαστικού)., φυτικός άνθρακας: ΧΗΜ. χρωστική ουσία που παράγεται από την καύση ξύλων και διάφορων καρπών. Βλ. ζωικός άνθρακας., διοξείδιο του άνθρακα βλ. διοξείδιο, ζωικός άνθρακας βλ. ζωικός1, τόνος ισοδύναμου άνθρακα (ΤΙΑ) βλ. τόνος2 ● ΦΡ.: άνθρακες/(άνθρακας) ο θησαυρός (μτφ.): για διάψευση (μεγάλων) ελπίδων. Πβ. μάπα το καρπούζι., χρονολόγηση με άνθρακα-14: χημική ανάλυση για τον προσδιορισμό της ηλικίας οργανικών υλικών ή αρχαίων αντικειμένων, που βασίζεται στην περιεκτικότητά τους στο ραδιενεργό ισότοπο του άνθρακα. Βλ. ραδιοχρονολόγηση. [< αγγλ. carbon dating/date, 1951] [< 1: μεσν. άνθρακας < αρχ. ἄνθραξ, γαλλ. carbone, αγγλ. carbon 2,3: γαλλ. charbon, αγγλ. anthrax]

γλυκίδια

γλυκίδια γλυ-κί-δι-α ουσ. (ουδ.) (τα) {γλυκιδί-ων, σπάν. στον εν. γλυκίδιο}: ΒΙΟΧ. υδατάνθρακες. Βλ. -ίδια, άμυλο, δεξτρίνη, κυτταρίνη, σάκχαρο. [< διεθν. glycide]

διοξείδιο

διοξείδιο δι-ο-ξεί-δι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. οξείδιο που περιέχει στο μόριό του δύο άτομα οξυγόνου. ● ΣΥΜΠΛ.: διοξείδιο του αζώτου: ένα από τα οξείδια του αζώτου (σύμβ. NO2), μη εύφλεκτο, τοξικό αέριο, το οποίο αποτελεί συστατικό του φωτοχημικού νέφους που ρυπαίνει τις σύγχρονες πόλεις., διοξείδιο του άνθρακα: άχρωμο, άοσμο αέριο (CO2) που αποβάλλεται κατά την αναπνοή και απορροφάται από τα φυτά κατά τη φωτοσύνθεση., διοξείδιο του θείου: τοξικό και διαβρωτικό αέριο (SO2), το κυριότερο προϊόν της καύσης ουσιών που περιέχουν θείο. [< γαλλ. dioxyde, αγγλ. dioxide]

ζωικός1

ζωικός1, ή, ό ζω-ι-κός επίθ. (λόγ.): που έχει σχέση με τα ζώα ή προέρχεται από αυτά, σε αντιδιαστολή είτε με τον φυτικό κόσμο είτε με τον άνθρωπο: ~ός: ιστός/πληθυσµός. ~ή: παραγωγή/τροφή (= ζωοτροφή)/φύση. ~ό: βασίλειο (: το σύνολο των ζώων. Πβ. πανίδα)/κεφάλαιο (: κυρ. αιγοπρόβατα, βοοειδή, χοίροι)/λίπος. ~οί: πόροι. ~ές: πηγές πρωτεΐνης. ~ά: απολιθώματα/λιπαρά/χαρακτηριστικά. Προϊόντα ~ής προέλευσης. ~ά: προϊόντα και υποπροϊόντα. Βλ. καινο~, μεσο~, παλαιο~, πρωτο~.|| (ΓΕΩΠ.) ~οί εχθροί (: ζώα επιβλαβή για τις καλλιέργειες και τα φυτά). ● ΣΥΜΠΛ.: ζωικός άνθρακας: που παράγεται από την απανθράκωση ζωικών ουσιών (π.χ. οστά). Βλ. φυτικός άνθρακας., ζωικό μοντέλο βλ. μοντέλο [< αρχ. ζωϊκός, αγγλ. zoic]

-καλλιέργεια

-καλλιέργεια β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. συστηματική καλλιέργεια έκτασης και (συνεκδ. στον πληθ.) οι αντίστοιχες εκτάσεις ή το σύνολο των φυτών που καλλιεργούνται σε αυτές: αμπελο~/βαμβακο~/ελαιο~/καπνο~/πατατο~/ρυζο~/σιτο~. Δενδρο-καλλιέργειες. Βλ. -παραγωγή.|| (μέθοδο:) Βιο~/μονο~/πολυ~.|| (τόπο:) Αγρο~. 2. εκτροφή σε ειδικές εγκαταστάσεις ψαριών ή θαλασσινών: θαλασσο~/ιχθυο~/οστρακο~/οστρεο~. Πβ. -κομία, -τροφία. 3. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. εργαστηριακή εξέταση ή τεχνική: αιματο~.|| Ιστο~/κυτταρο~.

καταδεικτικός

καταδεικτικός, ή, ό κα-τα-δει-κτι-κός επίθ. (λόγ.): που καταδεικνύει: (ΦΙΛΟΣ.) ~ός: ορισμός. Πράξεις που είναι ~ές της στάσης του. Πβ. αποδεικτικός. Βλ. ενδεικτικός.

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

-νόμος

-νόμος επίθημα ουσιαστικών για τη δήλωση 1. ειδικού σε έναν τομέα: (ο/η) αρχειο~ (πβ. -θέτης)/βιβλιοθηκο~. Αστρο~.|| Γαστρο~. 2. υπαλλήλου υπηρεσίας, αρμόδιας για την εφαρμογή κανόνων ή την τήρηση των νόμων: αγορα~/δασο~.|| Αστυ~ (πβ. -φύλακας)/τροχο~. (ΣΤΡΑΤ.) Αερο~/στρατο~. 3. μηχανήματος ή εργαλείου: ηλεκτρο~/μετρο~. 4. νόμου: κουκουλο~/τρομο~.

-ουργία

-ουργία: επίθημα θηλυκών ουσιαστικών για δήλωση συγκεκριμένης τέχνης, επαγγελματικής δραστηριότητας ή τεχνικού τομέα: ταπητ~/υφαντ~.|| Ξυλ~ (πβ. ξυλουργική).|| Μεταλλ~/σιδηρ~.

πυριτίαση

πυριτίαση πυ-ρι-τί-α-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. πνευμονοκονίωση που προκαλείται από την εισπνοή σκόνης πυριτίου, η οποία διεισδύει στους πνεύμονες. Βλ. ανθράκωση, -ίαση. [< αγγλ. silicosis, γαλλ. silicose, 1945]

ραδιοχρονολόγηση

ραδιοχρονολόγηση ρα-δι-ο-χρο-νο-λό-γη-ση ουσ. (θηλ.) (επιστ.): χρονολόγηση υλικού με βάση τον ρυθμό διάσπασης ραδιοϊσότοπων που περιέχονται σε αυτό: ~ αρχαιολογικού δείγματος/οργανικών καταλοίπων/πετρωμάτων. Βλ. γεωχρονολόγηση, χρονολόγηση με άνθρακα-14. [< αγγλ. radiometric dating, 1968, radiochronology, γαλλ. radiochronologie]

τόνος2

τόνος2 τό-νος ουσ. (αρσ.) 1. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης της μάζας που ισοδυναμεί με χίλια κιλά: φορτηγά έως ... ~ους (: δυναμικότητα οχήματος σε βάρος φορτίου). 2. (μτφ.-προφ.-επιτατ.) για τεράστια ποσότητα: Μαγείρεψε έναν ~ο μακαρόνια. Έχω έναν ~ο σημειώσεις να διαβάσω. Πβ. ένα κάρο. 3. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης της χωρητικότητας ενός πλοίου. Βλ. κόρος2. ● ΣΥΜΠΛ.: τόνος ισοδύναμου άνθρακα (ΤΙΑ): ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης που σχετίζεται με τη θερμική ενέργεια που παράγεται από έναν τόνο άνθρακα. [< γαλλ. tonne équivalent charbon (tec)] , τόνος ισοδύναμου πετρελαίου (ΤΙΠ): ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα ενέργειας που ισοδυναμεί με την ποσότητα θερμότητας που παράγεται από την καύση ενός τόνου αργού πετρελαίου. [< γαλλ. tonne équivalent pétrole (tep)] , χιλιομετρικός τόνος: ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα υπολογισμού της τιμής μεταφοράς ενός τόνου εμπορευμάτων ανά σιδηροδρομική γραμμή (μεταφορά ενός τόνου φορτίου για ένα χιλιόμετρο)., μετρικός τόνος βλ. μετρικός ● ΦΡ.: έχει χυθεί/χύθηκε πολύ μελάνι/πολλή μελάνη βλ. χύνω [< γαλλ. tonne]

υδροπονία

υδροπονία [ὑδροπονία] υ-δρο-πο-νί-α ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΠ. εναλλακτική μέθοδος καλλιέργειας φυτών εκτός εδάφους, κατά την οποία οι ρίζες των φυτών αναπτύσσονται είτε σε στερεά υποστρώματα εμποτισμένα με θρεπτικό διάλυμα είτε απευθείας στο διάλυμα. Βλ. αεροπονία. ΣΥΝ. υδατοκαλλιέργεια (2) [< αγγλ. hydroponics, 1937]

υδροπονικός

υδροπονικός, ή, ό [ὑδροπονικός] υ-δρο-πο-νι-κός επίθ.: ΓΕΩΠ. που αναφέρεται στην υδροπονία: ~ή: καλλιέργεια (= υδροπονία). ~ό: θερμοκήπιο/σύστημα. ~ές: εγκαταστάσεις. Βλ. αεροπονικός. [< αγγλ. hydroponic, 1940, γαλλ. hydroponique, 1939]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.