Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 69 εγγραφές  [0-20]


  • άνεμος [ἄνεμος] ά-νε-μος ουσ. (αρσ.) {ανέμ-ου | άνεμοι (λαϊκότ.-λογοτ.) ανέμοι, -ων, -ους} 1. μάζα ατμοσφαιρικού αέρα η οποία κινείται συνήθ. παράλληλα προς την επιφάνεια της Γης με συγκεκριμένη κατεύθυνση: ανατολικός/βόρειος (= βοριάς)/δυτικός/νότιος (= νοτιάς) ~. Αιγαιοπελαγίτικος/απαλός/δροσερός/ευνοϊκός (= ούριος)/ζεστός/μανιασμένος/ξηρός/υγρός/ψυχρός ~. (ΜΕΤΕΩΡ.) Γεωστροφικός ~. Η βοή/δύναμη/πνοή του ~ου. Αντίθετοι/ασθενείς/δυνατοί/ήπιοι/θυελλώδεις/μέτριοι/σφοδροί ~οι. Ξέσπασε/σηκώθηκε/φύσηξε ισχυρός ~. ~ και βροχή (= ανεμοβρόχι). Ο ~ δυνάμωσε/κόπασε/λυσσομανάει/μαίνεται/μουγκρίζει/ουρλιάζει. Ο ~ παρέσυρε/πήρε/σάρωσε/σήκωσε τα πάντα στο πέρασμά του. Πνέει ~ έντασης 8 μποφόρ. Ο ~ άλλαξε διεύθυνση/πορεία. Εξασθενούν σταδιακά οι ~οι. Ενίσχυση/ισχύς/μανία/σφοδρότητα των ~ων. Βλ. αέρας, αντιανέμιος, βαρδάρης, γαρμπής, γρέγος, μαΐστρος, μελτέμι, μουσώνας, λεβάντες, λίβας, όστρια, πουνέντες, σιρόκος, τραμουντάνα. 2. (+ γεν.) (μτφ.) τάση, κλίμα, δυναμική: επαναστατικός/νέος ~. Πνέει/φύσηξε ~ αισιοδοξίας/αλλαγής/ανανέωσης/εκσυγχρονισμού/ελευθερίας. Πβ. αύρα, ρεύμα. ● ΣΥΜΠΛ.: γιος του ανέμου (μτφ.): για πολύ γρήγορο δρομέα ή ιστιοπλόο., ηλιακός άνεμος: ΓΕΩΦ. ροή φορτισμένων σωματιδίων που εκπέμπονται συνεχώς από το ηλιακό στέμμα λόγω υπερθέρμανσης του ήλιου. [< αγγλ. solar wind, 1958] , αληγείς (άνεμοι) βλ. αληγής, αναβατικός άνεμος βλ. αναβατικός, θερμικός άνεμος βλ. θερμικός, καταβάτης/καταβατικός άνεμος βλ. καταβάτης, ούριος άνεμος βλ. ούριος, πλάγιος άνεμος βλ. πλάγιος, ριπή (του) ανέμου βλ. ριπή ● ΦΡ.: όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες & έσπειρες ανέμους, θα θερίσεις θύελλες (παροιμ.): η υποδαύλιση της έχθρας και της διχόνοιας οδηγεί τελικά σε πολύ χειρότερα αποτελέσματα., όπου φυσά(ει) ο άνεμος (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): για άτομο που αλλάζει τις πεποιθήσεις του ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν: Είναι πάντα με την εξουσία. ~ ~, δηλαδή., περί ανέμων και υδάτων: γενικά και αόριστα: Κουβεντιάσαμε/μιλούσαμε/συζητούσαμε ~ ~., ποιος καλός άνεμος/αέρας σ' έφερε/σε φέρνει εδώ/κατά 'δω/στα μέρη μας; (προφ.): (για κάποιον που δεν τον περιμέναμε) για ποιο λόγο ήρθες εδώ;, σαν άνεμος/σαν τον άνεμο: πολύ γρήγορα: Έφυγε/όρμηξε/πέρασε ~ ~. Είναι γρήγορος/τρέχει ~ ~. Πβ. σίφουνας., σκορπώ/σκορπίζω κάτι/κάποιον στους τέσσερις/πέντε ανέμους/στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα: σε διάφορες κατευθύνσεις: Η οικογένεια χώρισε και σκορπίστηκε ~ ~., φτερό στον άνεμο (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.): αυτός που παρασύρεται από τους άλλους, δεν μπορεί να ελέγξει την πορεία του, άγεται και φέρεται: Είμαι/νιώθω ~ ~ (= ευάλωτος). Είναι/κατάντησε ~ ~ των αυθαιρεσιών (πβ. έρμαιο).|| Οι πολύ κακές καιρικές συνθήκες έκαναν το αεροπλάνο να μοιάζει ~ ~., κόντρα/αντίθετα/ενάντια στο ρεύμα/στον καιρό/στον άνεμο βλ. κόντρα, με το πρώτο φύσημα (του αέρα/ανέμου) βλ. φύσημα [< αρχ. ἄνεμος, γαλλ. vent, αγγλ. wind]
  • άξονας [ἄξονας] ά-ξο-νας ουσ. (αρσ.) {αξόνων} & (λόγ.) άξων 1. ΜΑΘ. ευθεία γραμμή, νοητή ή μη, σε σχέση με την οποία σχεδιάζεται, μετριέται, περιστρέφεται μια καμπύλη ή ένα σχήμα: κάθετος/οριζόντιος/συμμετρικός ~. ~ αναφοράς (& μτφ.). Ο ~ του κυλίνδρου/του κώνου/των (συν)τεταγμένων. Ο ~ περιστροφής του πλανήτη/της σελήνης/του τροχού. 2. οδική γραμμή και κατ' επέκτ. γενική κατεύθυνση: κυκλοφοριακός/σιδηροδρομικός ~.|| Πολιτικός ~. Η αγάπη είναι ο κύριος ~ γύρω από τον οποίο πλέκεται το μυθιστόρημα. Οι βασικοί ~ες δράσης της Εταιρείας. 3. ΙΣΤ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) η συμμαχία Γερμανίας Ιταλίας κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην οποία αργότερα προσχώρησαν και άλλες χώρες· κατ' επέκτ. οποιοσδήποτε συνασπισμός κρατών κατά τη σύγχρονη εποχή. 4. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. νευράξονας. ● ΣΥΜΠΛ.: κινητήριος άξονας (μτφ.): κινητήρια δύναμη., μαγνητικός άξονας της Γης: ΓΕΩΦ. η ευθεία που ενώνει τους μαγνητικούς πόλους της., κεντρικός άξονας βλ. κεντρικός, οδικός άξονας βλ. οδικός, στροφαλοφόρος άξονας βλ. στροφαλοφόρος [< 1: αρχ. ἄξων 2: γαλλ. axe 3: γερμ. Achse 4: αγγλ. axon, γαλλ. axone]
  • αστραπή [ἀστραπή] α-στρα-πή ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΦ. έντονη και σύντομη λάμψη που προκαλείται από ηλεκτρική εκκένωση στην ατμόσφαιρα ανάμεσα σε δύο διαφορετικά σύννεφα ή σε τμήματα του ίδιου σύννεφου: σφαιρικές ~ές (: που μοιάζουν με φωτεινές σφαίρες). Μια ~ φώτισε τον ουρανό. Το φως της ~ής και ο ήχος της βροντής. Κεραυνοί/μπουμπουνητά και ~ές. ~ές και καταιγίδες. Πέφτουν/ρίχνει ~ές (= αστράφτει).|| (λόγ.) Εν μέσω ~ών και βροχής. Βλ. αστροπελέκι.|| (μτφ.) Μάτια που πετούσαν ~ές (= σπίθες, φλόγες, φωτιές). 2. (μτφ.) για να δηλωθεί κάτι πολύ γρήγορο, σύντομο, βιαστικό: (ως παραθετικό σύνθ.) επίσκεψη-/ταξίδι-~. Πόλεμος-~ (: που είχε πάρα πολύ μικρή διάρκεια). Γκολ-~ (: που μπήκε στην αρχή του παιχνιδιού). Δίαιτες-~ και διατροφικές ακρότητες. Πβ. εξπρές.|| (με επιρρ. χρ.) Έφυγε ~. Πβ. βολίδα, πύραυλος, σφαίρα. ● ΦΡ.: καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται (παροιμ.): ο τίμιος και ευσυνείδητος δεν φοβάται την κριτική και τον έλεγχο., με αστραπιαία ταχύτητα/με ταχύτητα αστραπής: πάρα πολύ γρήγορα: Οι φλόγες εξαπλώθηκαν ~ ~. Οι φήμες κυκλοφορούν ~ ~., σαν αστραπή 1. πάρα πολύ γρήγορα: Όλα έγιναν ~ ~. Νέο που διαδόθηκε ~ ~. Το τρένο περνούσε ~ ~. Έτρεξε/όρμησε ~ ~. 2. για να δηλωθεί κάτι πολύ φωτεινό, λαμπερό: Τα μάτια έλαμπαν ~ ~ές μες στο σκοτάδι. [< γαλλ. comme un éclair] [< αρχ. ἀστραπή 2: γαλλ. éclair]
  • βαθμός βαθ-μός ουσ. (αρσ.) 1. καθένας από τους αριθμούς-υποδιαιρέσεις μιας κλίμακας μέτρησης ενός μεγέθους· ειδικότ. μονάδα συστήματος μέτρησης: (ΜΕΤΕΩΡ.) Η θερμοκρασία άγγιξε τους/έφτασε τους/σκαρφάλωσε στους σαράντα ~ούς Κελσίου.|| (ΓΕΩΦ.) Σεισμός μεγέθους 4,6 ~ών της κλίμακας Ρίχτερ.|| (ΙΑΤΡ.) Έχει τρεις ~ούς μυωπία.|| (ΧΗΜ.) Αλκοολικός ~ του οίνου. ~ καθαρότητας (του νερού)/οξύτητας (= πεχά). 2. αριθμός ή γράμμα που δηλώνει την αξιολόγηση της επίδοσης μαθητή, φοιτητή ή άλλου εξεταζόμενου ή διαγωνιζόμενου: (στο σχολείο:) ~ προαγωγής από την Α' στη Β' Λυκείου. Απολυτήριο με (συνολικό/τελικό) ~ό (= μέσο όρο) 18 ("λίαν καλώς"). Βγήκαν οι ~οί των εξετάσεων. Μοιράστηκαν οι ~οί (= οι έλεγχοι). Είχε καλούς ~ούς στα μαθήματα.|| (στις πανελλήνιες:) Υπολογισμός του γενικού ~ού πρόσβασης (βλ. μόρια). Ανακοίνωση των ~ών εισαγωγής (= βάσεων).|| (στην τριτοβάθμια εκπαίδευση:) Γραπτός/προφορικός ~. Ο ~ του πτυχίου.|| -Τι ~ό πήρες στο τεστ; -Είκοσι/εκατό στα εκατό (= άριστα). ΣΥΝ. βαθμολογία (1) 3. ΑΘΛ. μονάδα ή μονάδες που δίνονται σε παίκτη ή ομάδα: Απέσπασε/πήρε τον ~ό της ισοπαλίας. Τσίμπησε ~ό. Έχασε/κέρδισε/συγκέντρωσε (πολύτιμους/χρυσούς) ~ούς. ΣΥΝ. βαθμολογία (1), πόντος1 (3) 4. ένταση, επίπεδο, μέτρο, ποσότητα: ~ ενεργειακής απόδοσης/κλίσης (μιας επιφάνειας)/παραμόρφωσης/υγρασίας.|| ~ ακρίβειας (μιας πρόβλεψης)/δυσκολίας (των θεμάτων)/σταθερότητας (των τιμών). ~ ανάπτυξης (βλ. ρυθμός). Επίτευξη του επιθυμητού ~ού ασφάλειας. Εκτίμηση ~ού επικινδυνότητας. Διατήρηση υψηλού ~ού/μείωση του ~ού ετοιμότητας. Σε ποιο/τι ~ό αντιμετωπίστηκαν τα προβλήματα; Πβ. ποσοστό.|| ~ αξιοπιστίας/βεβαιότητας/εμπιστοσύνης/επίδρασης/ευθύνης. Σε ενοχλητικό/μεγάλο/σημαντικό ~ό. Στον υπέρτατο ~ό. Αναισθησία στον μέγιστο ~ό. Κοροϊδία πρώτου ~ού. …για να διαπιστωθεί ο ~ στον οποίο έχει επιτευχθεί εξάλειψη φαινομένων ρατσισμού και ξενοφοβίας. 5. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. θέση σε ιεραρχική κλίμακα: στέρηση ~ού. Συνταξιοδοτήθηκε με τον ~ό του Διοικητή/Προϊσταμένου. Βλ. βαθμολόγιο.|| Οι ~οί των νοσοκομειακών γιατρών (: Επιμελητής Α'/Β', Διευθυντής).|| (ΣΤΡΑΤ.) Οι ~οί στον Στρατό Ξηράς/στην ΠΑ/στο ΠΝ. (Σώματα Ασφαλείας:) Οι ~οί στην ΕΛ.ΑΣ./στο Λιμενικό/στην Πυροσβεστική. Βλ. Στρατηγός, (Αντι/Υπο)στράτηγος, Ταξίαρχος, (Αντι)Συνταγματάρχης, Ταγματάρχης, (Ανθ)Υπο)Λογαγός, Ανθυπασπιστής, (Αρχι/Επι)Λοχίας, Δεκανέας. Βλ. (Αντι/Υπο)Ναύαρχος, (Αντι/Αρχι/(Ανθ)Υπο)Πλοίαρχος, Πλωτάρχης, Σημαιοφόρος, (Αρχι/Επι)Κελευστής, Δίοπος. Βλ. (Αντι/Υπο)Πτέραρχος, Ταξίαρχος, (Αντι)Σμήναρχος, (Επι/(Ανθ)Υπο)Σμηναγός, (Αρχι/Επι/Υπο)Σμηνίας. Βλ. (Αρχι/Αστυ)φύλακας, (Ανθ)Υπ)Αστυνόμος. Βλ. (Αντι/Αρχι)Πύραρχος, (Επι/(Ανθ)Υπο)Πυραγός, Πυρονόμος, (Αρχι)Πυροσβέστης. Βλ. αγρο-νόμος, -φύλακας. 6. κατάταξη, σειρά σε κλίμακα βαρύτητας: (ΙΑΤΡ.) ~ αναπηρίας/κακοήθειας. Ασθενείς με μεγάλου/σοβαρού ~ού νεφρική ανεπάρκεια. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθμός πολυωνύμου: ΜΑΘ. ο μεγαλύτερος από τους εκθέτες της μεταβλητής που εμφανίζεται σε ένα πολυώνυμο. [< γαλλ. degré d'un polynôme] , πρώτου/δευτέρου/τρίτου βαθμού: κατηγοριοποίηση που δηλώνει κλίμακα ιεραρχίας, πολυπλοκότητας, σπουδαιότητας: (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης ~ ~.|| (ΜΑΘ.) Εξισώσεις/πολυώνυμα ~ ~.|| (ΙΑΤΡ.) Διαστρέμματα/θλάσεις ~ ~. Βλ. έγκαυμα.|| (ΝΟΜ.) Φόνος πρώτου/δευτέρου βαθμού. [< αγγλ. first/second/third degree] , (συγγενείς/συγγένεια) πρώτου/δευτέρου/τρίτου ... βαθμού βλ. συγγένεια, βαθμοί σύγκρισης βλ. σύγκριση, βαθμός συγγένειας βλ. συγγένεια, βαθμός/βαθμοί ελευθερίας βλ. ελευθερία, θετικός βαθμός βλ. θετικός, συγκριτικός βαθμός βλ. συγκριτικός, υπερθετικός βαθμός βλ. υπερθετικός ● ΦΡ.: σε τέτοιο βαθμό, που (να)/ώστε να ...: τόσο πολύ ή τόσο καλά, ώστε ...: Παρουσιάζει τις καταστάσεις εξιδανικευμένες ~, που (να) φαντάζουν ανυπόστατες. Δεν τον γνωρίζω ~, ώστε να του λέω τα πάντα. Σε/στο ~ (= σημείο) μάλιστα που ..., στον βαθμό/στο μέτρο που μου αναλογεί: όσο με αφορά: ~ ~, είμαι υπεύθυνος (: αλλά μέχρι ενός σημείου)., ως έναν βαθμό & (λόγ.) μέχρι(ς) ενός βαθμού: μέχρι ενός σημείου: Η άποψή του είναι, ~ ~, δικαιολογημένη/κατανοητή/σωστή. ~ ~, έχει δίκιο. Πβ. κάπου, κάπως. [< γαλλ. jusqu'à un certain degré] , ανάκριση τρίτου βαθμού βλ. ανάκριση, στο μέτρο/στον βαθμό που βλ. μέτρο, στο μέτρο/στον βαθμό του εφικτού βλ. εφικτός [< 1,5: μτγν. βαθμός 2,3,4,6: γαλλ. degré, αγγλ. degree]
  • γεωθερμία γε-ω-θερ-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΦ. (κ. με κεφαλ. Γ) κλάδος που μελετά τη γεωθερμική ενέργεια. Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας. ΣΥΝ. γεωθερμική 2. ΓΕΩΦ. -ΟΙΚΟΛ. γεωθερμική ενέργεια: αβαθής ~ (: που αξιοποιεί τη θερμοκρασία του υπεδάφους). ~ μέσης/υψηλής/χαμηλής ενθαλπίας. Θέρμανση/ψύξη με ~. Βλ. ηλιοθερμία. [< γαλλ. géothermie, αγγλ. geothermy]
  • γεωθερμικός , ή, ό γε-ω-θερ-μι-κός επίθ.: ΓΕΩΦ. που σχετίζεται με τη γεωθερμία: ~ή: δραστηριότητα/πηγή (= θερμοπηγή). ~ό: δυναμικό/πεδίο. ~οί: πόροι. ~ά: ρευστά (: ατμός με νερό). Βλ. ηλιοθερμικός.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ός: κλιματισμός. ~ή: αντλία/θέρμανση. ~οί: εναλλάκτες. ~ές: γεωτρήσεις/μονάδες (παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας). ~ά: συστήματα. ● Ουσ.: γεωθερμική (η) (κ. με κεφαλ. Γ): γεωθερμία. ● ΣΥΜΠΛ.: γεωθερμική ενέργεια: ΓΕΩΦ. -ΟΙΚΟΛ. ήπια και ανανεώσιμη μορφή ενέργειας η οποία βασίζεται στην εκμετάλλευση της θερμότητας που εκλύεται από υπόγειους και επιφανειακούς υδροφόρους ορίζοντες καθώς και από πετρώματα μικρού βάθους. Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας. ΣΥΝ. γεωθερμία (2) [< γαλλ. géothermique, αγγλ. geothermal]
  • γεωμαγνητικός , ή, ό γε-ω-μα-γνη-τι-κός επίθ.: ΓΕΩΦ. που σχετίζεται με τον γεωμαγνητισμό: ~ός: πόλος (= μαγνητικός). ~ό: πεδίο. ● ΣΥΜΠΛ.: γεωμαγνητική/μαγνητική καταιγίδα βλ. καταιγίδα [< γαλλ. géomagnétique, αγγλ. geomagnetic, 1904]
  • γεωμαγνητισμός γε-ω-μα-γνη-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΓΕΩΦ. το μαγνητικό πεδίο της Γης, γήινος μαγνητισμός. [< γαλλ. géomagnétisme, 1953, αγγλ. geomagnetism, 1938]
  • γεωραντάρ γε-ω-ρα-ντάρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΓΕΩΦ. μέθοδος ανίχνευσης του υπεδάφους βασισμένη στην εκπομπή και λήψη ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, με σκοπό τον εντοπισμό και τη χαρτογράφηση υπόγειων δικτύων και γεωλογικών ή ανθρωπογενών δομών καθώς και τον μη καταστροφικό έλεγχο δομικών στοιχείων κατασκευών: κεραίες (του) ~. Προσδιορισμός του βάθους του υδροφόρου ορίζοντα με ~. Το οδόστρωμα ερευνήθηκε με ~. Βλ. διασκόπηση. [< αγγλ. georadar]
  • γεωφυσική γε-ω-φυ-σι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ): ΓΕΩΦ. επιστήμη που μελετά τις φυσικές ιδιότητες της Γης (ατμόσφαιρα, γεωθερμία, γεωμαγνητισμός, γήινο βαρυτικό πεδίο, γήινος ηλεκτρισμός, σεισμικότητα, ηφαιστειότητα): Εφαρμοσμένη/Μαθηματική/Περιβαλλοντική ~. Βλ. γεω-λογία, -χημεία. [< γαλλ. géophysique, αγγλ. geophysics]
  • γεωφυσικός , ή, ό γε-ω-φυ-σι-κός επίθ. 1. ΓΕΩΜΟΡΦ. που αφορά τη μορφολογία της Γης: ~ός: χάρτης (πβ. γεωμορφολογικός). ~ό: ανάγλυφο. 2. ΓΕΩΦ. που σχετίζεται με τη γεωφυσική: ~ές: μέθοδοι/μετρήσεις. [< γαλλ. géophysique, αγγλ. geophysical]
  • διέγερση δι-έ-γερ-ση ουσ. (θηλ.) 1. σωματικός ή ψυχικός ερεθισμός: εγκεφαλική/μαγνητική/μηχανική ~. Ηλεκτρική ~ των νεύρων (πβ. ηλεκτρο~). Ερέθισμα που προκαλεί ~ των κυττάρων/μυών.|| Ερωτική/πνευματική/σεξουαλική/συναισθηματική ~ (πβ. αναστάτωση, έξαψη, ευαισθητοποίηση). ~ του ενδιαφέροντος/της περιέργειας/της φαντασίας των μαθητών (πβ. κέντρισμα). Το υπερκινητικό παιδί βρίσκεται σε συνεχή ~ (: αυξημένη ψυχοκινητική δραστηριότητα, πβ. εκνευρισμός, ένταση). Βλ. υπερ~.|| (ΝΟΜ.) Οπλοφορία προς ~ τρόμου (πβ. πρόκληση). 2. ΦΥΣ. μετάβαση σωματιδίου από μία ενεργειακή κατάσταση σε άλλη υψηλότερη: ~ ηλεκτρονίων/μορίων/πυρήνα. ΑΝΤ. απο~.|| (ΗΛΕΚΤΡ., δημιουργία μαγνητικού πεδίου μέσω ηλεκτρικού ρεύματος:) ~ κυκλώματος. ● ΣΥΜΠΛ.: σεισμική διέγερση: ΓΕΩΦ. κατάσταση ενεργοποίησης σεισμογενούς περιοχής. [< μτγν. διέγερσις, γαλλ. excitation]
  • δόνηση δό-νη-ση ουσ. (θηλ.) 1. παλμική, απότομη και επαναλαμβανόμενη κίνηση: ~ήσεις της μηχανής. Πβ. κραδασμός, ταρακούνημα, τράνταγμα. Βλ. αντι~.|| (ΤΗΛΕΠ., ενσωματωμένη παλμική ειδοποίηση σε κινητά για κλήσεις ή μηνύματα:) Λειτουργία ~ης. 2. ΦΥΣ. ταλάντωση υψηλής συχνότητας και μικρού πλάτους: ηλεκτρομαγνητικές/ηχητικές/κατακόρυφες/οριζόντιες ~ήσεις. Οι ~ήσεις των φωνητικών χορδών (: για την παραγωγή φωνής, πβ. παλμός). Βλ. μικροδονήσεις. 3. (μτφ.) μεγάλη αναστάτωση: ψυχική ~. Τα αποτελέσματα της κάλπης προκαλούν πολιτικές ~ήσεις. Πβ. αναταραχή, κλονισμός, σάλος. ● ΣΥΜΠΛ.: πλατφόρμα δόνησης: ΓΥΜΝ. όργανο παθητικής γυμναστικής που αποτελείται από πλάκα που πάλλεται, προκαλώντας μυϊκές συσπάσεις στον αθλούμενο, για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των ασκήσεων. [< αγγλ. power ή vibration plate] , σεισμική δόνηση: ΓΕΩΦ. σεισμός: ασθενής/ισχυρή ~ ~ (με επίκεντρο ...). [< γαλλ. secousse sismique] [< μεσν. δόνησις, γαλλ. vibration]
  • εξώσφαιρα [ἐξώσφαιρα] ε-ξώ-σφαι-ρα ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΦ. το ανώτατο και τελευταίο στρώμα της ατμόσφαιρας, μετά τη θερμόσφαιρα, το οποίο εκτείνεται μέχρι το κοσμικό Διάστημα. Βλ. μεσό-, στρατό-, τροπό-σφαιρα. [< αγγλ. exosphere, 1949, γαλλ. exosphère < exo + (atmo)sphère, 1951]
  • επιμήκης , ης, ες [ἐπιμήκης] ε-πι-μή-κης επίθ. ουδ. επίμηκες {επιμήκ-ους | -εις (ουδ. -η)} (λόγ.): που έχει μεγάλο μήκος και μικρό πλάτος: ~ης: λωρίδα/προέκταση. ~ες: οικοδόμημα/σχήμα/σώμα. ~εις: ραβδώσεις. ~η: φύλλα.|| (ΓΕΩΦ.) ~η: κύματα (βλ. διαμήκη, εγκάρσια).|| (ΓΕΩΜ.) ~ες: ορθογώνιο. Πβ. μακρόστενος, μακρουλός, προμήκης, στενόμακρος. ΑΝΤ. βραχύς (2) [< αρχ. ἐπιμήκης]
  • ησυχία [ἡσυχία] η-συ-χί-α ουσ. (θηλ.): απουσία θορύβου, έντασης, ταραχής ή/και κίνησης: μες στην ~ του δάσους/της νύχτας. Βασιλεύει/έγινε/επικρατεί (άκρα/απόλυτη/νεκρική) ~ (πβ. σιγή). Τάραξαν/χάλασαν την ~ του. Πότε θα βρω την ~ μου, επιτέλους; Δεν έχει ~ (= δεν κάθεται ήσυχος). -Συνέβη κάτι όσο έλειπα; -Μπα, ~ (: τίποτα σημαντικό)! Πβ. αταραξία, γαλήνη, ηρεμία.|| (ως προτροπή ή προσταγή:) ~ (= σουτ, τσιμουδιά)! Κάνε ~ (= μη μιλάς, μην κάνεις φασαρία)!|| (επίσ.) Τήρηση ~ας (= σιωπής).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Νήψη, ~ και προσευχή. Βλ. αν~. ● ΣΥΜΠΛ.: σεισμική ησυχία: ΓΕΩΦ. σημαντική ελάττωση της σεισμικής δραστηριότητας για μεγάλο χρονικό διάστημα, μήνες ή χρόνια, πριν από έναν ισχυρό σεισμό. Βλ. σεισμικότητα. [< αγγλ. seismic quietness] ● ΦΡ.: ησυχία, τάξη και ασφάλεια (ειρων.): για κατάσταση πλήρους ηρεμίας, αταραξίας ή/και αδράνειας., με την ησυχία του (προφ.): χωρίς βιασύνη, πίεση ή εξωτερική ενόχληση: Ήρθε ~ ~ (= με το πάσο του). Μη βιάζεσαι, ~ ~ σου!|| Θα διαβάσω ~ ~ μου το βράδυ, όταν θα κοιμούνται όλοι., ώρες κοινής ησυχίας (επίσ.): κατά τις οποίες απαγορεύεται η πρόκληση θορύβου που διαταράσσει την ανάπαυση των κατοίκων μιας περιοχής, για τη χειμερινή περίοδο περ. 15:30-17:30 και 22:00-07:30, και για τη θερινή 15.00-17.30 και 23.00-07.00: Σέβομαι/τηρώ τις ~ ~. Βλ. ηχορύπανση., αφήνω/παρατάω κάποιον ήσυχο/στην ησυχία του βλ. ήσυχος, διατάραξη (της) κοινής ησυχίας βλ. διατάραξη [< αρχ. ἡσυχία]
  • ηφαιστειολογία [ἡφαιστειολογία] η-φαι-στει-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Η): ΓΕΩΦ. κλάδος που μελετά την ηφαιστειότητα: σεισμολογία και ~. [< γαλλ. vοlcanologie]
  • ηφαιστειολογικός , ή, ό [ἡφαιστειολογικός] η-φαι-στει-ο-λο-γι-κός επίθ.: ΓΕΩΦ. που σχετίζεται με την ηφαιστειολογία ή τον ηφαιστειολόγο: ~ός: χάρτης. [< γαλλ. volcanologique]
  • ηφαιστειότητα [ἡφαιστειότητα] η-φαι-στει-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΦ. η ηφαιστειακή δραστηριότητα και τα φαινόμενα που συνδέονται με αυτή: έντονη/υποθαλάσσια ~. Σεισμικότητα-~. Η ~ μιας περιοχής. [< γαλλ. volcanisme]
  • θερμός , ή, ό θερ-μός επίθ. 1. ζεστός: ~ή: επιφάνεια.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ό: καλοκαίρι/κλίμα. ~ές: ζώνες/περιοχές (της Γης). ~οί και ξηροί άνεμοι. ~ές αέριες μάζες.|| (ΓΕΩΦ.) ~ή: πηγή (= θερμοπηγή). ~οί: πίδακες (= θερμοπίδακες). ~ά: λουτρά (= θερμόλουτρα)/ύδατα.|| (TEXNOΛ.) ~ή: κόλλα (= θερμόκολλα). Πιστόλι ~ού αέρα. Προϊόντα ~ής έλασης. Μπόιλερ ~ού νερού.|| (ΦΥΣ.) Κατεργασία μετάλλων σε ~ή κατάσταση. Βλ. ομοιό-, υπέρ-, υπό-θερμος. ΑΝΤ. κρύος (1), ψυχρός (1) 2. (μτφ.) που εκφράζει έντονα αισθήματα φιλίας και συμπάθειας, εγκάρδιος: ~ός: εναγκαλισμός. ~ή: αγκαλιά/ανταπόκριση/πίστη (προς τον Θεό)/προσευχή/υποστήριξη (πβ. ολόθερμος)/χειραψία. ~ό: ενδιαφέρον (πβ. ζωηρό)/μήνυμα (συμπαράστασης). ~ές: εκδηλώσεις (αγάπης)/σχέσεις. ~ά: λόγια. Του επεφύλαξαν ~ή υποδοχή. ~ή παράκληση: Λίγη ησυχία! Σας μεταφέρω τους ~ούς χαιρετισμούς του υπουργού. ~ές ευχαριστίες/ευχές σε όλους! Τα ~ά μου συγχαρητήρια/συλλυπητήρια! Σε ιδιαίτερα ~ή (= ευχάριστη, φιλική) ατμόσφαιρα πραγματοποιήθηκε η συνάντηση των ... Οι συνομιλίες διεξήχθησαν σε ~ό κλίμα. Πβ. διαχυτικός, εκδηλωτικός, ενθουσιώδης. 3. (μτφ., κυρ. για πρόσ.) γεμάτος ενθουσιασμό, παθιασμένος και ειδικότ. πολύ ερωτικός, φλογερός: ~ός: θαυμαστής/θιασώτης/οπαδός/υποστηρικτής (μιας θεωρίας). Πβ. αφοσιωμένος, ένθερμος, φανατικός.|| ~ός: εραστής (πβ. παράφορος). ~ή: γυναίκα (βλ. ηφαίστειο).|| ~ό: ταμπεραμέντο/φιλί. Πβ. εκρηκτικός, σεξουαλικός. ΑΝΤ. αντιερωτικός, ψυχρός (2) 4. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από μεγάλη ένταση, κινητικότητα, αντιπαραθέσεις: ~ός: μήνας. ~ή: (προεκλογική) περίοδος. ~ή εβδομάδα λόγω απεργιών και διαδηλώσεων. Πβ. καυτός, ταραχώδης.|| ~ Πόλεμος (: σε αντίθεση προς τον Ψυχρό). ● επίρρ.: θερμά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: με θέρμη: Ανταποκρίθηκαν ~ στην έκκληση για ... (= με ζέση, ζήλο). Τον υποδέχτηκαν ~ (= με ενθουσιασμό).|| (ως έκφρ. ευγένειας) Σας συγχαίρω/χαιρετώ ~! Σας παρακαλώ ~ώς να ... ● ΣΥΜΠΛ.: ζεστά/θερμά χρώματα βλ. χρώμα, ζεστό χρήμα βλ. χρήμα, θερμό επεισόδιο βλ. επεισόδιο, θερμό μέτωπο βλ. μέτωπο, θερμό πέδιλο βλ. πέδιλο, κόκκινη γραμμή βλ. γραμμή ● ΦΡ.: εν θερμώ ΑΝΤ. εν ψυχρώ 1. (μτφ.) υπό την επίδραση συναισθηματικής και ψυχικής έντασης, ταραχής, φόρτισης· χωρίς ψυχραιμία και λογική σκέψη: αντίδραση ~ ~. Ενεργεί/λειτουργεί/δεν μιλά ~ ~. Αποφεύγει να παίρνει αποφάσεις ~ ~. Πβ. εν βρασμώ ψυχής. 2. ΦΥΣ. με παροχή θερμότητας: επιψευδαργύρωση ~ ~. [< αρχ. θερμός ‘ζεστός, φλογερός’, γαλλ.-αγγλ. thermal]

αέρας

αέρας [ἀέρας] α-έ-ρας ουσ. (αρσ.) {αέρ-α (λόγ.) -ος | -ηδες} 1. το μείγμα των μη ορατών, άοσμων αερίων, κυρ. αζώτου (78,08%) και οξυγόνου (20,95%), που περιβάλλει τη Γη και είναι απαραίτητο για την επιβίωση όλων των οργανισμών, το κενό που θεωρούμε ότι μας περιβάλλει, η ατμόσφαιρα, το κλίμα: αναπνεύσιμος/ατμοσφαιρικός/βρόμικος/θερμαινόμενος/καθαρός/φιλτραρισμένος ~. Ο ~ ενός χώρου. Κυκλοφορία/μάζα/μόλυνση/μόρια/ρύπανση/υγρασία/φίλτρο ~α. Χαμηλότερα/ψηλότερα στρώματα ~α. Η μυρωδιά πλανάται στον ~α. Το αεροσκάφος υψώθηκε στον ~α. Θέαμα στον/σπορ του ~α (βλ. αεράθλημα). Διάσωση/επέμβαση/ρίψη από ~ος.|| (για συσκευές, μηχανήματα) Ανοίγω/κλείνω τα έμβολα/τις βαλβίδες ~α/ος. Αντλία ~α/ος (πβ. αεραντλία). Συμπιεστής ~ος/α αυτοκινήτου (πβ. αεροσυμπιεστής). Tο λάστιχο χάνει ~α.|| (ΣΤΡΑΤ.) Πύραυλος εδάφους ~ος/~ος ~ος/~ος εδάφους. Βόμβες/στρατιωτικές δυνάμεις ~ος.|| Ο ~ του βουνού/του δάσους/της θάλασσας. 2. άνεμος: βουνίσιος/δαιμονισμένος/δυνατός/ελαφρός/ζεστός/θαλασσινός/θερμός/κρύος/ξαφνικός/ξηρός/παγωμένος/υγρός/ψυχρός ~. Ρεύμα/ταχύτητα ~α. Ο ~ βουίζει/δυναμώνει/έκοψε/κόπασε/έπεσε/φυσάει. Σηκώθηκε ~. Έχει πολύ ~α έξω. Ο ~ άλλαξε κατεύθυνση/γύρισε σε βοριά. Ο ~ φούσκωνε τα πανιά. Παραλία ήσυχη, χωρίς ~α (: υπήνεμη). Πβ. αγέρας.|| Ο ~ του ανεμιστήρα/της βεντάλιας/του κλιματιστικού. 3. (μτφ.) η αίσθηση που αποπνέει κάποιος ή κάτι· (για χώρο) η ατμόσφαιρα, (για πρόσ.) η εμφάνιση, η συμπεριφορά, το ύφος και ιδ. η άνεση: Το σπίτι έχει τον ~α μιας άλλης εποχής. Η διακόσμηση προσδίδει στην αίθουσα έναν ~α πολυτέλειας (πβ. περιβάλλον). Πνέει/φυσάει ~ αισιοδοξίας/αλλαγής/ανανέωσης.|| Διαθέτει/έχει τον ~α του επαγγελματία/του νικητή/της σταρ. Αποπνέει ευρωπαϊκό ~α. Τον περιέβαλλε πάντα ένας ~ μυστηρίου. Ντύσιμο που προσδίδει έναν ~α σοβαρότητας. Περπατάει με ~α (= με αυτοπεποίθηση· βλ. στιλ). Τον αντιμετώπισε με ~ (= δυναμικά, θαρραλέα). Πβ. τουπέ, πόζα.|| Έχει πάρει τον ~α του αυτοκινήτου/της δουλειάς (: άνεση που οφείλεται στην εμπειρία· πβ. κολάι).|| Μην κολλάς τις λέξεις, το κείμενο πρέπει να έχει ~.|| (ΑΘΛ.) Έδωσε ~α δύο γκολ/έντεκα πόντων στην ομάδα (βλ. προβάδισμα). 4. πρόσθετη αξία ενός μαγαζιού ή μιας επιχείρησης λόγω πλεονεκτικής θέσης, σταθερής πελατείας και η σχετική αποζημίωση: (σε αγγελίες) Πωλείται ο ~ και οι εγκαταστάσεις. Πβ. εμπορική εύνοια. 5. ο χώρος που επιτρέπεται να κτιστεί πάνω από μια οικοδομή και το δικαίωμα ιδιοκτησίας του· δικαίωμα υψούν: Αγοράζω/πουλώ τον ~α (μιας μονοκατοικίας). 6. αποζημίωση που καταβάλλεται σε μισθωτή, ώστε να μην παραταθεί η μίσθωση ή το ποσό που προκαταβάλλεται ως εγγύηση για την ενοικίαση: Καταβάλλω ~α. Φορολόγηση του εισπραττόμενου ~α.|| Έδωσε ~α τρία νοίκια. 7. ΕΚΚΛΗΣ. {πληθ. αέρες} αήρ. ● Υποκ.: αεράκι (το): ελαφρύς και ευχάριστος αέρας: ανάλαφρο/απαλό/γλυκό/δροσερό/θαλασσινό (πβ. μπάτης)/καλοκαιρινό/πρωινό/τσουχτερό (βλ. αγιάζι) ~. Έβ(γ)αλε/έπιασε ~. Μας δρόσισε τ' ~. Πβ. αγεράκι, αγέρι, αύρα. ● ΣΥΜΠΛ.: πεπιεσμένος αέρας & συμπιεσμένος αέρας: ΜΗΧΑΝ. αέρας με πίεση και πυκνότητα μεγαλύτερη από την ατμοσφαιρική: Ο ~ ~ χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας. [< αγγλ. compressed air] , κενό (αέρος) βλ. κενό, σαλάμι αέρος βλ. σαλάμι, φρέσκος αέρας βλ. φρέσκος ● ΦΡ.: (είμαι) στον αέρα 1. για αεροσκάφος σε πτήση: αγορές στον ~ (αφορολόγητων ειδών). Περιπέτεια στον ~ για διακόσιους επιβάτες λόγω της κακοκαιρίας. Τα δύο αεροσκάφη συγκρούστηκαν ~ ~ (: ενώ πετούσαν).|| (κατ' επέκτ., για κάτι που αιωρείται:) Διεκδίκηση της μπάλας στον ~. Βλ. μετέωρος. 2. (μτφ.) για απευθείας ραδιοφωνική ή τηλεοπτική μετάδοση: Καθημερινά είμαστε ~ ~ για δύο ώρες. Ο ακροατής είναι ~ ~.|| Η ανανεωμένη μας ιστοσελίδα είναι πάλι ~ ~ (= διαθέσιμη στο κοινό). 3. (μτφ.) για κάτι αβέβαιο: Το συμβόλαιό του είναι ~ ~. Μέχρι την τελευταία στιγμή όλα ήταν ~ ~. Το έργο κινδυνεύει να μείνει ~ ~.|| Η θεωρία/τα επιχειρήματά του στέκονται ~ ~. Πβ. μετέωρος., αέρα κοπανίζω/καβουρδίζω (μτφ.): σπαταλώ τον χρόνο μου άσκοπα, τεμπελιάζω., αέρα πατέρα (προφ.): όπως να' ναι, όπως τύχει: Πέρασε ~ ~ τη διασταύρωση. Βλ. στα κουτουρού., αέρα! (ιαχή των Ελλήνων στρατιωτών, κυρ. στον πόλεμο του 1940): πάνω τους! επίθεση!, ανοίγω/κλείνω τον αέρα: ξεκινώ ή σταματώ αντίστοιχα την παροχή αέρα μέσω βαλβίδας ή συσκευής., βγάζω στον αέρα: (μτφ.) μεταδίδω από το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση: ~ ~ τα άπλυτα κάποιου/απόρρητα στοιχεία/μια είδηση/μια εκπομπή., βγαίνω στον αέρα (μτφ.): παρουσιάζομαι στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο (συνήθ. σε απευθείας μετάδοση): Το κεντρικό δελτίο ειδήσεων βγήκε ~ με καθυστέρηση. (για πρόσ.) Βγαίνει για πρώτη φορά ~.|| Ο δικτυακός τόπος βγήκε ~ (= αναρτήθηκε) τον προηγούμενο χρόνο., δίνω αέρα σε κάποιο ρούχο: το κάνω πιο φαρδύ, πιο άνετο., δίνω σε κάποιον αέρα (μτφ.): του συμπεριφέρομαι με επιείκεια και ελαστικότητα, του δίνω θάρρος: Μην του ~εις ~, θα το πάρει πάνω του. ΑΝΤ. κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον), έγινε αέρας (μτφ.): εξανεμίστηκε: Έγιναν ~ τα κέρδη (= χάθηκαν)., έχει πάρει/πήρε (πολύ) αέρα (μτφ.-προφ.): για κάποιον που ξεπερνά τα όρια, αποθρασύνεται: Σαν πολύ ~ δεν έχεις πάρει;, έχουν πάρει/πήραν τα μυαλά του αέρα (μτφ.): πιστεύει πως είναι πολύ σπουδαίος, επαίρεται, καυχιέται: Πρόσεχε μην πάρουν τα μυαλά σου ~! Έχασαν, γιατί είχαν πάρει τα μυαλά τους ~. ΣΥΝ. καβάλησε το καλάμι, την έχει ψωνίσει/την ψώνισε (1), ζω με/τρώω αέρα κοπανιστό (μτφ.-ειρων.): δεν έχω τα στοιχειώδη οικονομικά μέσα, είμαι πολύ φτωχός., κάνω σε κάποιον αέρα: δημιουργώ με τεχνητό τρόπο ελαφρά πνοή ανέμου: Πήρε τη βεντάλια και άρχισε να της κάνει ~., λόγια του αέρα & (σπάν.) του ανέμου (μτφ.): ανοησίες: Όσα λέω τα εννοώ, δεν πρόκειται για ~ ~. Πβ. λόγια της καραβάνας. Βλ. έπεα πτερόεντα. ΣΥΝ. αερόλογα, αερολογίες [< γαλλ. paroles en l' air] , με άλλο(ν) αέρα (μτφ.): με διαφορετική διάθεση, ψυχολογία ή συμπεριφορά, συνήθ. καλύτερη από πριν: Γύρισε από το εξωτερικό ~ ~., μιλώ στον αέρα: λέω αερολογίες ή σπανιότ. δεν προσέχουν οι άλλοι τα λόγια μου: Δεν ~ ~, έχω συγκεκριμένα παραδείγματα.|| Μιλάμε μαζί ή ~ ~; Πβ. (σαν να) μιλάω στον/με τον τοίχο., παίρνω αέρα/τον αέρα μου (μτφ.): αναζωογονούμαι, ξανανιώνω: Βγήκαμε, για να πάρουμε λίγο καθαρό ~. Πήρε τον ~ της στην εξοχή και μας ήρθε ανανεωμένη! Πβ. κάνω βόλτα, ξεσκάω, πήρε αέρα ο κώλος (κάποιου). [< γαλλ. prendre l' air] , παίρνω τον αέρα κάποιου (μτφ.): έχω κάποιον (ή σπανιότ. κάτι) υπό τον έλεγχό μου, επιβάλλομαι: Μην την αφήσεις να σου πάρει τον ~. Οι φιλοξενούμενοι πήραν τον ~ του ματς και προηγήθηκαν στο σκορ., πιάνει πουλιά στον αέρα (μτφ.): είναι πανέξυπνος, σαΐνι: Δεν θα την πιάσουν κορόϊδο, ~ ~., ρίχνω στον αέρα: πυροβολώ για εκφοβισμό, προειδοποιητικά: Η αστυνομία έριξε ~, για να διαλύσει τη συγκέντρωση., στέκεται/στηρίζεται στον αέρα: για κάτι που ισορροπεί χωρίς να ακουμπά κάπου και κατ' επέκτ. δεν έχει σταθερές βάσεις και είναι εύκολο να καταρρεύσει: Η κατασκευή μοιάζει να ~ ~ (= αιωρείται).|| Η απόφασή του ~ ~., τινάζω (κάτι/κάποιον) στον αέρα 1. (μτφ.) καταστρέφω εντελώς, δυναμιτίζω: ~ ~ τις διαπραγματεύσεις/τις προσπάθειες/τον προϋπολογισμό/μια συμφωνία/ένα σχέδιο. Άλλο ένα λάθος και τα τίναξες όλα ~!|| Τίναξε τη μπάνκα ~ (: πήρε όλα τα κέρδη)! 2. ανατινάζω: Η έκρηξη στο βενζινάδικο λίγο έλειψε να ~ξει ολόκληρη την περιοχή ~. Πρόσεξε μην βραχυκυκλώσει το μηχάνημα και ~χτούμε όλοι ~!, φυσάει άλλος αέρας: (μτφ.) για αλλαγή μιας κατάστασης προς το καλύτερο: Η πόλη έχει αλλάξει, ~ ~., χτίζει στον αέρα (σπάν.-λογοτ.): ματαιοπονεί, τρέφει ψευδαισθήσεις. Πβ. κτίζω/φτιάχνω παλάτια/πύργους στην άμμο., αέρας κοπανιστός βλ. κοπανιστός, αλλάζω παραστάσεις/(τον) αέρα (μου) βλ. αλλάζω, κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον) βλ. φόρα1, με το πρώτο φύσημα (του αέρα/ανέμου) βλ. φύσημα, όποιος αέρας κι αν φυσά, ο μύλος πάντ' αλέθει βλ. μύλος, πετώ τα λεφτά/τα χρήματά μου απ' το παράθυρο/στον αέρα βλ. παράθυρο, πλανάται/υπάρχει στον αέρα/στην ατμόσφαιρα βλ. πλανώ, ποιος καλός άνεμος/αέρας σ' έφερε/σε φέρνει εδώ/κατά 'δω/στα μέρη μας; βλ. άνεμος, τινάζω τα μυαλά κάποιου στον αέρα βλ. τινάζω, ώρα καλή στην πρύμ(ν)η σου κι α(γ)έρα στα πανιά σου βλ. ώρα [< μεσν. αέρας 3: γαλλ.-αγγλ. air, γερμ. Luft]

αληγής

αληγής, ής, ές [ἀληγής] α-λη-γής επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: αληγείς (άνεμοι): ΜΕΤΕΩΡ. ρεύμα κανονικών και σταθερών ανέμων που πνέουν από υποτροπικές ζώνες υψηλής πίεσης προς ισημερινές περιοχές χαμηλής πίεσης όλο τον χρόνο· στο βόρειο ημισφαίριο από τα ΒΑ προς τα ΝΔ, ενώ στο νότιο από τα ΝΑ προς τα ΒΔ. [< γαλλ. vents alizés]

αναβατικός

αναβατικός, ή, ό [ἀναβατικός] α-να-βα-τι-κός επίθ. (λόγ.): που σχετίζεται με την ανάβαση: ~ή: πορεία. ΑΝΤ. καταβατικός ● ΣΥΜΠΛ.: αναβατικός άνεμος: ΜΕΤΕΩΡ. ανοδικό ρεύμα άερα κατά μήκος μιας πλαγιάς που δημιουργείται, όταν το θερμό, την ημέρα, έδαφος ζεσταίνει τον αέρα που βρίσκεται πάνω από αυτό. ΑΝΤ. καταβάτης/καταβατικός άνεμος [< αγγλ. anabatic wind, 1919] [< αρχ. ἀναβατικός]

ανάκριση

ανάκριση [ἀνάκριση] α-νά-κρι-ση ουσ. (θηλ.) 1. εξέταση ενόχου ή υπόπτου από ανακριτή (ή ανακριτικό υπάλληλο) ή μέλος πειθαρχικού συμβουλίου μέσω υποβολής ερωτήσεων και με σκοπό την ανεύρεση της αλήθειας· συνεκδ. το ανακριτικό γραφείο, τμήμα: (ΝΟΜ.) αστυνομική/δικαστική/ποινική ~. Κύρια/τακτική ~ (: από τακτικό ανακριτή). Προκαταρκτική ~ (= προ~). Πολύωρη/σκληρή ~. ~ του συλληφθέντος. ~ για τα ακριβή αίτια του ατυχήματος/το οικονομικό σκάνδαλο. Το έργο/το πόρισμα της ~ης. Διενέργεια/διεξαγωγή/ολοκλήρωση/περάτωση της ~ης. Κύκλος ~ίσεων. Χρήση βασανιστηρίων σε ~ίσεις. Συνεχίζεται η ~. Διετάχθη περαιτέρω ~. Τον κάλεσαν/προσήχθη (στην Ασφάλεια) για ~. Υποβλήθηκε σε ~. Τον πέρασαν από ~. Παραπέμφθηκε σε ~. Μετά το πέρας της ~ης αφέθηκε ελεύθερος.|| Πειθαρχική ~ (βλ. ΕΔΕ).|| Τον οδήγησαν στην ~. Βλ. προ~. 2. (μτφ.) υποβολή πιεστικών ερωτήσεων: Με πέρασε από κανονική ~: πού δουλεύω, τι μισθό παίρνω ... ● ΦΡ.: ανάκριση μου κάνεις; (προφ.): έκφραση δυσαρέσκειας απέναντι σε κάποιον που υποβάλλει επίμονες ερωτήσεις., ανάκριση τρίτου βαθμού (μτφ.-ειρων.): ενν. εξαντλητική, εξονυχιστική: Επί μία ολόκληρη ώρα μου έκανε ~ ~. [< αρχ. ἀνάκρισις, γαλλ. enquête]

αστροπελέκι

αστροπελέκι [ἀστροπελέκι] α-στρο-πε-λέ-κι ουσ. (ουδ.) (προφ.): κεραυνός: βροντές κι ~ια.|| (μτφ., για κάτι αναπάντεχο:) Η είδηση έπεσε σαν ~ (= κεραυνός (εν αιθρία). [< μεσν. αστροπελέκι(ν)]

βαθμολόγιο

βαθμολόγιο βαθ-μο-λό-γι-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. κλίμακα κατάταξης και προαγωγής σε μια ιεραρχία· συνεκδ. ο αντίστοιχος πίνακας: επιστημονικό ~. ~ στον Δημόσιο Τομέα. Το ~ των αξιωματικών. Βλ. μισθολόγιο. 2. ειδικό βιβλίο καταχώρησης βαθμολογίας. Βλ. μαθητολόγιο, -λόγιο.

γραμμή

γραμμή γραμ-μή ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο των διαδοχικών θέσεων ενός σημείου που κινείται στον χώρο, συνεχές και συνήθ. μακρόστενο ίχνος ή όριο (ορατό ή νοητό): (ΓΕΩΜ.) διαγώνια/διακεκομμένη/διπλή/ευθεία (βλ. ευθυγραμμία)/κάθετη/καμπύλη/κατακόρυφη/μονή/οριζόντια/τεθλασμένη ~. Ισοϋψείς/παράλληλες ~ές. Σημείο τομής δύο ~ών. Τραβώ/χαράσσω μια ~.|| Η ~ του αιγιαλού/ισημερινού/ορίζοντα/των συνόρων. Οριοθετική ~.|| (ΑΘΛ.) ~ εκκίνησης/τερματισμού. Η μπάλα πέρασε τη ~ (του) τέρματος.|| Οι ~ές του πενταγράμμου/τετραδίου. Διάστημα μεταξύ δύο ~ών (= διάστιχο). Έγραψα πέντε ~ές (= αράδες). Έλεγξα το κείμενο ~ προς ~. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές (: αυτά τα λόγια). || ~ κορμού. Οι ~ές του τραμ/του τρένου (= ράγες).|| Οι ~ές του προσώπου (βλ. ρυτίδες)/χεριού. Η ~ της ζωής/καρδιάς/τύχης (βλ. χειρομαντεία).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ διευθύνσεων/εντολών/εργαλείων/εργασιών/σάρωσης. (ΤΕΧΝΟΛ.) Εκτυπωτές ~ής.|| (ΝΑΥΤ.) ~ φορτώσεως (: καθορίζει τη μέγιστη επιτρεπόμενη βύθιση του πλοίου). 2. (ειδικότ.) το περίγραμμα αντικειμένου ή σώματος· σχήμα, φόρμα: οι ~ές του αυτοκινήτου/βουνού/κτιρίου/τοπίου. Αδρές/έντονες/λεπτές ~ές προσώπου (= χαρακτηριστικά). Έχει ωραίες ~ές (: είναι καλλίγραμμη. ΣΥΝ. σιλουέτα).|| Αρμονία των ~ών. Ρούχο σε ίσια/σπορ/στενή/φαρδιά ~. Σαλόνι σε μοντέρνα/κλασική ~. Η σύγχρονη αισθητική επιβάλλει απλές/καθαρές/λιτές ~ές. 3. πραγματικό ή νοητό μέσο σύνδεσης, μεταφοράς και η αντίστοιχη υπηρεσία: (ΤΗΛΕΠ.) επίγεια/υποθαλάσσια ~. Απευθείας/δεύτερη ~. ~ές τηλεφώνου. ~ ίντερνετ/μετάδοσης (: δεδομένων, σημάτων). Αναβάθμιση/αριθμός/ενεργοποίηση/ενισχυτής/κατάργηση/παροχή ~ής. Οι ~ές είναι εκτός λειτουργίας. Η ~ είναι κατειλημμένη (: το τηλέφωνο μιλάει).|| (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ ηλεκτρικού ρεύματος. ~ές υψηλής τάσης.|| Εμπορική/επιδοτούμενη/λεωφορειακή/ταχυδρομική/υπέργεια/υπόγεια ~. Η ~ του Ηλεκτρικού/μετρό. Ανακαίνιση/επέκταση/οι σταθμοί (της) ~ής. ~ές πλοίων/ακτοπλοϊκές ~ές. Αστικές ~ές ΚΤΕΛ. ~ές εξωτερικού/εσωτερικού. Οχηματαγωγά δρομολογημένα στη ~ των Κυκλάδων/σε τακτική ~. Ταξίδεψε με το αεροπλάνο/λεωφορείο/πλοίο της ~ής. Άλλαξα ~ και προορισμό. 4. (μτφ.) γενική κατεύθυνση, πορεία ή οδηγία που πρέπει να ακολουθηθεί, ώστε να επιτευχθεί ορισμένος στόχος: ενιαία/ιδεολογική/κατευθυντήρια/κομματική/πολιτική ~. Καθορίζει τη ~ της εφημερίδας/κυβέρνησης. Κράτησε την ίδια ~. Την τελευταία στιγμή άλλαξε ~. Η ~ δράσης στοχεύει στην οικονομική ανάπτυξη. Επικράτησε η ~ των μετριοπαθών. Δόθηκε/έπεσε ~ να καταψηφιστεί η υποψηφιότητά του. Πβ. ντιρεκτίβα. 5. ευθυγραμμισμένη σειρά ή διάταξη προσώπων, πραγμάτων, στοιχείων: οχυρωματική ~. ~ βολής/διαδοχής/κρούσης/μάχης/προέλασης. Οι ~ές άμυνας του εχθρού. Βάζω κάποιον/κάτι στη ~.|| Λεωφόροι με ~ές δέντρων (= δεντροστοιχίες). Τα στοιχεία ενός πίνακα οργανώνονται σε ~ές και στήλες (: οριζοντίως και καθέτως).|| (μτφ.) Προσχώρησε στις ~ές του κόμματος/της οργάνωσης.|| Χρονική ~ γεγονότων (πβ. διαδοχή). 6. (ως επίρρ.) κατευθείαν, χωρίς ενδιάμεσες στάσεις ή στη σειρά: Έφυγε/τράβηξε ~ για το γραφείο. ● Υποκ.: γραμμούλα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: άγονη γραμμή: ακτοπλοϊκή (ή σπανιότ. συγκοινωνιακή) γραμμή με μικρή επιβατική κίνηση και συνεκδ. τα νησιά που εξυπηρετούνται από αυτή ή ο αντίστοιχος γεωγραφικός χώρος: τα δρομολόγια της ~ης ~ής. Το πλοίο εξυπηρετεί/καλύπτει την ~ ~., αεροπορική γραμμή {συνηθέστ. στον πληθ.}: αερογραμμή., ανοιχτή γραμμή (επικοινωνίας): που επιτρέπει την απευθείας πληροφόρηση ή συνεννόηση: Λειτουργεί ~ ~ βοήθειας/εξυπηρέτησης/(υπο)στήριξης (: για τηλεφωνική υπηρεσία). ~ ~ επικοινωνίας μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων. Βρισκόμαστε σε ~ ~ με τον πρωθυπουργό για ... [< αγγλ. open line] , άσπρη/λευκή γραμμή 1. λωρίδα στο οδόστρωμα που διαχωρίζει τα ρεύματα κυκλοφορίας. 2. ΑΝΑΤ. ινώδης περιοχή της κοιλιακής χώρας κάτω από τον ομφαλό και μέχρι το τριχωτό του εφηβαίου που σχηματίζεται από τις προσφύσεις των πλάγιων κοιλιακών μυών., γραμμές (του) τέρματος: ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) οι δύο μικρότερες γραμμές (πλάτους) των εξωτερικών ορίων αγωνιστικού χώρου. Βλ. πλάγια γραμμή., γραμμή επαφής (με αιώρηση αλυσοειδούς): ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα για την τροφοδοσία τρένων, τρόλεϊ και τραμ με ηλεκτρικό ρεύμα, το οποίο αποτελείται από τους αγωγούς επαφής, τα φέροντα καλώδια, τους αναρτήρες και όλα τα εξαρτήματα που τοποθετούνται μεταξύ των αγωγών και των μονωτήρων. Βλ. αλυσοειδής (ανάρτηση)., γραμμή μεταφοράς 1. ΤΕΧΝΟΛ. σύνολο αγωγών ή καλωδίων για τη μεταφορά ενέργειας ή σήματος: εναέρια ~ ~ ρεύματος μέσης/υψηλής τάσης. 2. υπηρεσία που εξυπηρετεί τις μετακινήσεις: ~ ~ εμπορευμάτων/επιβατών. [< αγγλ. transmission line] , γραμμή παραγωγής ΟΙΚΟΝ. 1. σύστημα με συγχρονισμένες λειτουργίες που χρησιμοποιείται σε παραγωγική μονάδα: αυτοματοποιημένη/ολοκληρωμένη ~ ~. Πβ. αλυσίδα παραγωγής. 2. & γραμμή προϊόντος: ομάδα προϊόντων που ανήκουν στο ίδιο είδος. [< αγγλ. production line, 1935] , γραμμή συναρμολόγησης: σύστημα με συγχρονισμένες λειτουργίες που χρησιμοποιείται σε βιομηχανική μονάδα, όπου μηχανές και εξαρτήματα τοποθετούνται στη σειρά για τη συναρμολόγηση του τελικού προϊόντος: κινούμενη ~ ~. ~ ~ αυτοκινήτων/κινητήρων. [< αγγλ. assembly line] , διαχωριστική γραμμή: οτιδήποτε διαχωρίζει· όριο: φυσική ~ ~. Παραβίασε τη ~ ~ και πήρε κλήση.|| (μτφ.) ~ ~ μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Δυσκολεύεται να τραβήξει μια ~ ~ ανάμεσα στην οικογένεια και το επάγγελμα. [< γαλλ. ligne disjonctive] , επίσημη γραμμή: οι κατευθυντήριες και δεσμευτικές θέσεις ενός φορέα απέναντι σε ένα θέμα: Ακολουθεί την/διαφοροποιήθηκε από την ~ ~ του κόμματος. [< αγγλ. official line, 1974] , η γραμμή του τρίποντου/των 6,75: ΑΘΛ. (στο ευρωπαϊκό μπάσκετ) το όριο πέρα από το οποίο επιχειρείται σουτ τριών πόντων: Ευστόχησε/σκόραρε από τη ~ ~ (: πέτυχε τρίποντο)., κίτρινη γραμμή: που έχει σχεδιαστεί στο οδόστρωμα, παράλληλα με το κράσπεδο του πεζοδρομίου, για την απαγόρευση της στάσης και της στάθμευσης., κόκκινη γραμμή 1. & θερμή γραμμή: ειδική και αποκλειστική γραμμή άμεσης επικοινωνίας για ανταλλαγή στρατιωτικών, πολιτικών πληροφοριών, κυρ. μεταξύ αρχηγών κρατών: ~ (τηλεφωνική) ~ λειτούργησε χθες στον Λευκό Οίκο. ~ ~ μεταξύ των αεροπορικών στρατηγείων. Πβ. κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο. 2. όριο, κρίσιμο σημείο που δεν επιτρέπεται να το υπερβεί κάποιος: Πέρασαν την ~ ~ που έχει οριοθετήσει η διεθνής κοινότητα. [< 1: αγγλ. hot line, 1955 2: αγγλ. red line, 1952] , λεπτή γραμμή (μτφ.): οριακό, διαχωριστικό σημείο: ~ ~ ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος. Η ~ ~ που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο., μελωδική γραμμή: ΜΟΥΣ. μελωδία: αντιστικτική/απλή/κύρια/ρυθμική ~ ~. Η ανιούσα ~ ~ των μπάσων., πλευρική γραμμή: ΖΩΟΛ. αισθητήριο όργανο ψαριών και αμφιβίων που ανιχνεύει την οποιαδήποτε κίνηση στο νερό. [< γαλλ. ligne latérale ] , πράσινη γραμμή: & γραμμή Αττίλα: το προστατευόμενο από τον ΟΗΕ όριο που χωρίζει την Κύπρο σε ελεύθερα (νότιο τμήμα) και κατεχόμενα (βόρειο τμήμα) εδάφη. [< αγγλ. green line] , πρώτη γραμμή 1. το πεδίο όπου μαίνεται ο πόλεμος, το μέτωπο· (συχνότ. κατ' επέκτ.) κάθε εμπροσθοφυλακή, πρωτοπορία: Πολέμησε στην ~ ~.|| Στην ~ ~ των μεταρρυθμίσεων. Ήταν πάντα παρών στην ~ ~ των λαϊκών αγώνων. 2. επίκεντρο: στην ~ ~ του ενδιαφέροντος/των εξελίξεων/της επικαιρότητας., πρώτης γραμμής (μτφ.): άριστης ποιότητας· πολύ μεγάλης αξίας, σημασίας: τεχνολογία/υπηρεσίες/φάρμακα ~ ~.|| Στόχος ~ ~ (= πρώτης προτεραιότητας). Στέλεχος ~ ~ (= βασικό, κορυφαίο). ΣΥΝ. πρώτης τάξεως/τάξης, σιδηροδρομική γραμμή: δύο σταθερά συνδεδεμένες παράλληλες ράγες πάνω στις οποίες κινούνται τα οχήματα του σιδηρόδρομου και κατ' επέκτ. η διαδρομή που εξυπηρετούν: ~ ~ υψηλών ταχυτήτων. [< γαλλ. voie ferrée/ferroviaire] , σκληρή γραμμή (μτφ.): τακτική αντιπαράθεσης χωρίς υποχωρήσεις: Η κυβέρνηση ακολουθεί ~ ~ στο θέμα της διαφθοράς. [< αγγλ. hard line, 1962] , τηλεφωνική γραμμή: ΤΗΛΕΠ. καλωδίωση που έχει ορισμένο αριθμό και μεταφέρει τηλεφωνικά σήματα συνδέοντας περιοχές: αναλογική/εσωτερική/συμβουλευτική/ψηφιακή ~ ~., αμυντική γραμμή βλ. αμυντικός, Ασύμμετρη Ψηφιακή Συνδρομητική Γραμμή βλ. ασύμμετρος, γραμμή (του) πυρός βλ. πυρ, γραμμή άλφα βλ. άλφα, γραμμή του μετώπου βλ. μέτωπο, γραμμή/πορεία πλεύσης βλ. πλεύση, επιθετική γραμμή βλ. επιθετικός, ηλεκτρικές γραμμές βλ. ηλεκτρικός, ίσαλος (γραμμή) βλ. ίσαλος, μεσαία γραμμή βλ. μεσαίος, μισθωμένη γραμμή βλ. μισθώνω, οικοδομική γραμμή/γραμμή δόμησης βλ. οικοδομικός, οροθετική γραμμή βλ. οροθετικός1, πλάγια γραμμή βλ. πλάγιος, ροζ τηλέφωνα βλ. ροζ, ρυμοτομική γραμμή βλ. ρυμοτομικός ● ΦΡ.: διαβάζω ανάμεσα στις/πίσω (/κάτω/μέσα) από τις γραμμές (/αράδες): ανακαλύπτω μια σημασία ή έναν σκοπό που δεν εκφράζεται ρητά σε ένα κείμενο, μαντεύω τα υπονοούμενα: Μπορεί και ~ει ~. [< γαλλ. lire entre des lignes] , διατηρώ τη γραμμή μου: παραμένω κομψός και αδύνατος: Ασκείται καθημερινά, για να ~εί ~ της., εκτός γραμμής 1. για κάποιον που δεν ακολουθεί τη γενική κατεύθυνση του συνόλου ή της ομάδας όπου ανήκει: Βουλευτής που βρίσκεται ~ ~ του κόμματος (= αποκλίνει). 2. ΠΛΗΡΟΦ. για περιφερειακή συσκευή που δεν ελέγχεται προσωρινά από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας ή δεν επικοινωνεί με αυτή. [< 2: αγγλ. off-line, 1950] , κατευθείαν γραμμή: (για συγγένεια) που ενώνει πατέρα, γιο ή κόρη, εγγονό ή εγγονή., κόπηκε/έπεσε η γραμμή (προφ.): διακόπηκε η τηλεφωνική επικοινωνία: Ξαφνικά, εκεί που μιλάγαμε, ~ ~., μπαίνω στη γραμμή 1. τοποθετούμαι σε σειρά δίπλα σε άλλους ή πίσω τους: Μπήκαν ~ ~, για να σερβιριστούν. Πβ. μπαίνω στη/σε σειρά. 2. παρεμβάλλομαι (σε τηλεφωνική επικοινωνία): Δεν σ' ακούω, μάλλον κάποιος μπήκε ~ ~. 3. (για μεταφορικό μέσο) εντάσσομαι σε δρομολόγιο: Το πλοίο μπήκε ~ ~ των Κυκλάδων., παίρνω γραμμή (συχνά αρνητ. συνυποδ.): λαμβάνω κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο χειρισμού μιας κατάστασης: ~ ~ από την κυβέρνηση. Πήρε ~ από το κόμμα και άλλαξε στάση., παίρνω κάποιον/κάτι γραμμή (νεαν. αργκό): αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, χαμπάρι: Δεν πήρε ~ τίποτα. Μας πήρε ~ κι έβαλε τις φωνές., πιάνω γραμμή (προφ.): καταφέρνω να επικοινωνήσω τηλεφωνικά με κάποιον: Δεν μπορώ/προσπαθώ να ~σω ~., σε γενικές γραμμές & σε αδρές/χοντρές γραμμές: γενικά, χωρίς λεπτομέρειες, χοντρικά: Περιέγραψε τις νέες πρακτικές ~ ~. Δίνει/σκιαγραφεί με/σε ~ ~ το ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Πβ. μέσες άκρες, κατά προσέγγιση, πάνω κάτω, περίπου. ΣΥΝ. σε γενικά πλαίσια, (συγγενείς/συγγένεια) σε πλάγια γραμμή/εκ πλαγίου βλ. πλάγιος, έσπασαν/άναψαν τα τηλέφωνα/οι γραμμές βλ. τηλέφωνο, σε ευθεία γραμμή βλ. ευθύς [< αρχ. γραμμή, γαλλ. ligne, αγγλ. line, γερμ. Linie]

διασκόπηση

διασκόπηση δι-α-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): ΤΕΧΝΟΛ. επιστημονική μέθοδος ανίχνευσης στοιχείων στο έδαφος: γεωφυσική/ηλεκτρική/ηχητική/μαγνητική ~. ~ και χαρτογράφηση πυθμένα. ~ για τον εντοπισμό ορυκτών πρώτων υλών. Αρχαιομετρικές ~ήσεις. Βλ. γεωραντάρ, -σκόπηση. [< μεσν. διασκόπησις 'εξέταση με προσοχή', γαλλ. prospection]

διατάραξη

διατάραξη δι-α-τά-ρα-ξη ουσ. (θηλ.): ανατροπή της ομαλότητας, αναστάτωση: ~ της (οικολογικής) ισορροπίας/της (φυσιολογικής) λειτουργίας (του οργανισμού). Πβ. ανατάραξη, αποσταθεροποίηση, διαταραχή, κλονισμός.|| (ΝΟΜ.) ~ της ασφάλειας/της δημόσιας τάξης (πβ. διασάλευση)/της ειρήνης/της συνείδησης (: μέθη, υπνοβασία).|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Ατμοσφαιρικές ~άξεις (: αντικυκλώνες, μέτωπα, υφέσεις).|| (ΑΣΤΡΟΝ. μεταβολή της κίνησης ουράνιου σώματος γύρω από άλλο, λόγω έλξης από τρίτο σώμα). ● ΦΡ.: διατάραξη (της) κοινής ησυχίας: ΝΟΜ. πρόκληση υπερβολικού θορύβου που διαταράσσει την ηρεμία ή τη νυχτερινή κυρ. ανάπαυση των κατοίκων μιας περιοχής: μήνυση για ~ ~. Πβ. διασάλευση της (δημόσιας/έννομης) τάξης. [< γαλλ. perturbation]

έγκαυμα

έγκαυμα [ἔγκαυμα] έ-γκαυ-μα ουσ. (ουδ.) {εγκαύμ-ατος | -ατα}: ΙΑΤΡ. κάκωση των δερματικών συνήθ. ιστών που προκαλείται από επαφή με φωτιά, καυτά αντικείμενα, χημικές ουσίες ή έκθεση σε έντονη ηλιακή ακτινοβολία, ηλεκτρισμό, ραδιενέργεια: ελαφρύ/ηλιακό/θερμικό ~. ~ αμφιβληστροειδούς/κερατοειδούς. Βαριά/εσωτερικά/(καθ)ολικά/πολλαπλά/σοβαρά/ψυχρά (: από πολύ χαμηλή θερμοκρασία· βλ. κρυοπάγημα) ~ατα. ~ατα από ηλεκτροπληξία. ~ατα στα μάτια/στο πρόσωπο/στα χέρια. Αλοιφή/επιθέματα/κρέμες για ~ατα. Πβ. κάψιμο. ● ΦΡ.: έγκαυμα πρώτου/δευτέρου/τρίτου βαθμού: ΙΑΤΡ. τριμερής κατηγοριοποίηση των εγκαυμάτων με βάση τη σοβαρότητά τους: ~ πρώτου (: επιδερμικό, πβ. ερύθημα)/δευτέρου (: μερικού πάχους δέρματος· επιφανειακό ή βαθύ, πβ. φλύκταινα)/τρίτου (: ολικού πάχους δέρματος· βαθύ, βλ. εσχάρα) βαθμού. [< μτγν. ἔγκαυμα]

ελευθερία

ελευθερία [ἐλευθερία] ε-λευ-θε-ρί-α ουσ. (θηλ.) {ελευθεριών} & (λαϊκό-λογοτ.) λευτεριά & ελευτεριά: η ιδιότητα του ελεύθερου· η απουσία ελέγχου, περιορισμών, δεσμεύσεων: απόλυτη/δημιουργική/εσωτερική/ηθική/πλήρης ~. Η ~ της δράσης/εργασίας/ιδιοκτησίας. Το ιδανικό/η κατάκτηση/η προάσπιση/η προστασία/η στέρηση/η υπονόμευση/το ύψιστο αγαθό/το φρόνημα της ~ας. Σεβασμός της ~ας των άλλων. Έχω την ~ (: το δικαίωμα) να ... Χιλιάδες άνθρωποι έχουν θυσιαστεί στο όνομα της ~ας. Αφαιρώ/στερώ την ~ από κάποιον (πβ. φυλακίζω, υποδουλώνω). Δίνω την ~ σε κάποιον. Ανακτώ την ~ μου (= απελευθερώνομαι). Βλ. ημι~.|| (για έθνος, κράτος, τόπο: η απουσία ξένης κατοχής ή επικυριαρχίας) Εθνική/πολιτική ~. Αγώνας για την ~ της πατρίδας. ~ ή θάνατος (: το σύνθημα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821). ΑΝΤ. αν~, δουλεία, σκλαβιά.ελευθερίες (οι): τα διάφορα είδη ελευθερίας που συνήθ. κατοχυρώνονται συνταγματικά: ατομικές/δημοκρατικές/θρησκευτικές/λαϊκές/στοιχειώδεις/συλλογικές ~. Κοινοτικές ~ (: οι τέσσερις βασικές ~, δηλ. η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων/εμπορευμάτων/προσώπων/υπηρεσιών). Άσκηση/καταστρατήγηση των ~ών. ~ και ανθρώπινα δικαιώματα. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθμός/βαθμοί ελευθερίας 1. ΦΥΣ. καθεμία από τις παραμέτρους που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τον ακριβή προσδιορισμό της κίνησης ενός μηχανικού συστήματος ή των αλλαγών που υφίσταται ένα θερμοδυναμικό σύστημα. 2. ΣΤΑΤΙΣΤ. καθεμία από τις ανεξάρτητες τυχαίες μεταβλητές σε στατιστική μέτρηση ή κατανομή συχνοτήτων., γενετήσια ελευθερία: ΝΟΜ. το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής ερωτικού συντρόφου (χωρίς εξαναγκασμό, οικονομικά ανταλλάγματα ή άλλου είδους εξαρτήσεις): εγκλήματα κατά της ~ας ~ας (βλ. ασέλγεια, βιασμός, σεξουαλική κακοποίηση, σωματεμπορία)., ελευθερία (της) γνώμης/(της) έκφρασης/(των) ιδεών/(του) λόγου: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα κάποιου να εκφράζει τις απόψεις, τις ιδέες ή τις σκέψεις του δημοσίως, χωρίς να εμποδίζεται ή να τιμωρείται. Βλ. ισηγορία, παρρησία., ελευθερία (της) εγκατάστασης/(της) μετακίνησης/(της) μετανάστευσης: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να αλλάζει κατά βούληση χώρο διαμονής και εργασίας είτε μέσα στην ίδια του τη χώρα είτε έξω από αυτή(ν)., ελευθερία (της) θρησκευτικής συνείδησης: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της επιλογής, διατήρησης, εγκατάλειψης ή αλλαγής συγκεκριμένης θρησκείας, καθώς και επιλογής ή απόρριψης της αθεΐας. Βλ. ανεξιθρησκία., ελευθερία (της) λατρείας: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της άσκησης των λατρευτικών καθηκόντων., ελευθερία (της) πληροφόρησης: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ανεμπόδιστης διάδοσης ή αναζήτησης πληροφοριών., ελευθερία (της) σκέψης/(της) συνείδησης: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα κάθε ανθρώπου να έχει τις δικές του απόψεις ανεξάρτητα από τις θέσεις των άλλων., ελευθερία του πνεύματος/πνευματική ελευθερία: η απουσία κάθε παράγοντα που εμποδίζει ή περιορίζει την ανάπτυξη της σκέψης και την έκφραση., ελευθερία/άνεση κινήσεων/κινήσεως: ευχέρεια κινήσεων: απόλυτη ~ ~. Το ασύρματο τηλέφωνο προσφέρει μεγαλύτερη ~ ~ σε σχέση με το σταθερό.|| Χώρος εργασίας που προσφέρει ~ ~., η ελευθερία του Τύπου: ελευθεροτυπία., ακαδημαϊκή ελευθερία βλ. ακαδημαϊκός, ελευθερία της αδιαφορίας βλ. αδιαφορία, ελευθερία της βούλησης βλ. βούληση, η ελευθερία/το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι βλ. συνδικαλίζομαι, η ελευθερία/το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι βλ. συνεταιρίζομαι, οικονομική ελευθερία βλ. οικονομικός, πολιτικά δικαιώματα βλ. δικαίωμα, προσωπική ελευθερία βλ. προσωπικός, συνδικαλιστική ελευθερία βλ. συνδικαλιστικός, το δικαίωμα/η ελευθερία του συνέρχεσθαι βλ. συνέρχομαι, φυσική ελευθερία βλ. φυσικός [< αρχ. ἐλευθερία, γαλλ. liberté, αγγλ. liberty]

επεισόδιο

επεισόδιο [ἐπεισόδιο] ε-πει-σό-δι-ο ουσ. (ουδ.) {επεισοδί-ου | -ων} 1. γεγονός που διαταράσσει την τάξη ή τις σχέσεις δύο ή περισσότερων πλευρών· σειρά από τέτοια περιστατικά, σύγκρουση, συμπλοκή μεταξύ αντιμαχόμενων μερών: αιματηρό/δυσάρεστο/έντονο/μεθοριακό/οικογενειακό/πολιτικό/τραγικό/χοντρό ~. Αφηγούμαι/εξιστορώ ένα ~. Το ~ διαδραματίστηκε/έλαβε χώρα/σημειώθηκε/συνέβη (ξημερώματα Κυριακής). Το ~ θεωρείται λήξαν (πβ. διαπληκτισμός, καβγάς, φιλονικία).|| Βίαια/γενικευμένα/εκτεταμένα/θλιβερά/πρωτοφανή ~α (σε ολόκληρη τη χώρα/στο κέντρο της πόλης). Οι ηθικοί αυτουργοί των ~ων. Ένταση και ~α για ένα εισιτήριο. Καταδικάστηκε για εμπλοκή/συμμετοχή σε ~α βίας. Απειλήθηκαν/ξέσπασαν/προκλήθηκαν/πυροδοτήθηκαν ~α. Σοβαρά ~α έγιναν/εκτυλίχθηκαν μεταξύ οπαδών μετά το τέλος του αγώνα (βλ. βανδαλισμός). Πβ. ταραχές. Βλ. μικρο~.|| (γενικότ., συμβάν) Θα αναφερθώ σε δύο γνωστά ~α της ελληνικής ιστορίας ... Βλ. ανέκδοτο. 2. καθένα από τα ξεχωριστά μέρη στα οποία χωρίζεται τηλεοπτική σειρά· (στο αρχ. ελλην. δράμα) ενότητα μεταξύ δύο χορικών στην οποία εξελίσσεται η δράση: αυτοτελή/ημίωρα/καθημερινά/ωριαία ~α. Τέλος ~ου. Καινούργιος κύκλος ~ων. Πότε θα παιχτεί/προβληθεί το επόμενο ~ (του σίριαλ); ~α που γυρίστηκαν στο εξωτερικό.|| (ΦΙΛΟΛ.) ~α τραγωδίας. Βλ. έξοδος, πάροδος, πρόλογος, στάσιμο. 3. ΙΑΤΡ. ξαφνική εκδήλωση ενός προβλήματος υγείας: βαρύ εγκεφαλικό ~ (= εγκεφαλικό). Θρομβωτικό/λιποθυμικό (= λιποθυμία)/υπογλυκαιμικό (= υπογλυκαιμία) ~. Οξύ ~ άσθματος. (ΨΥΧΙΑΤΡ.) Μανιακό/μείζον καταθλιπτικό ~. Βουλιμικά ~α (= υπερφαγία). ● ΣΥΜΠΛ.: θερμό επεισόδιο: ΠΟΛΙΤ. σύντομη ένοπλη σύρραξη των στρατιωτικών δυνάμεων δύο χωρών· οξεία αντιπαράθεση: παραλίγο/πιθανό ~ ~ στον αέρα/στη θάλασσα. Κίνδυνος/φόβος για ~ ~.|| ~ ~ μεταξύ των δύο βουλευτών., διπλωματικό επεισόδιο βλ. διπλωματικός, καρδιακό επεισόδιο βλ. καρδιακός, ισχαιμικό επεισόδιο βλ. ισχαιμικός, φραστικό επεισόδιο βλ. φραστικός ● ΦΡ.: χάνω επεισόδια & τεύχη (προφ.): δεν ενημερώνομαι για τις πρόσφατες εξελίξεις: Έχω χάσει ~· τι έγινε; Μήπως/πάλι έχασα ~; [< αρχ. ἐπεισόδιον, γαλλ. épisode, incident, αγγλ. episode]

εφικτός

εφικτός, ή, ό [ἐφικτός] ε-φι-κτός επίθ. (λόγ.): πραγματοποιήσιμος: ~ός: στόχος. ~ή: λύση/συνεργασία. ~ό: σχέδιο. ~ά: αιτήματα. Προτάσεις ρεαλιστικές και ~ές. Δεν ήταν ~ή η συμφωνία των δύο πλευρών. Είναι θεωρητικά/πρακτικά/τεχνικά ~ό να ... Πβ. κατορθωτός, εφαρμόσ-, υλοποιήσ-ιμος.|| (ως ουσ.) Το επιθυμητό/ευκταίο και το ~ό. ΑΝΤ. ανέφικτος ● ΦΡ.: στο μέτρο/στον βαθμό του εφικτού (απαιτ. λεξιλόγ.): όσο είναι δυνατό, στα πλαίσια του δυνατού: Προσπαθήσαμε για το καλύτερο, ~ ~. [< αρχ. ἐφικτός]

ηλιοθερμία

ηλιοθερμία [ἡλιοθερμία] η-λι-ο-θερ-μί-α ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΛ. ήπια και ανανεώσιμη μορφή ενέργειας, η οποία βασίζεται στην εκμετάλλευση της ηλιακής ενέργειας για την παραγωγή θερμότητας. Βλ. γεωθερμία.

ηλιοθερμικός

ηλιοθερμικός, ή, ό [ἡλιοθερμικός] η-λι-ο-θερ-μι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΛ. που σχετίζεται με την ηλιοθερμία: ~ός: σταθμός. ~ή: ενέργεια. ~ό: πάρκο. ~ά: συστήματα. Βλ. γεωθερμικός, φωτοβολταϊκός.

ήσυχος

ήσυχος, η, ο [ἥσυχος] ή-συ-χος επίθ. ΑΝΤ. ανήσυχος 1. που χαρακτηρίζεται από ησυχία: ~ος: ύπνος. ~η: βραδιά/ζωή/μέρα. ~ες: διακοπές. ~α: νερά. Καθόταν ~ (= αμίλητος, σιωπηλός). ΣΥΝ. γαλήνιος, ήρεμος. ΑΝΤ. ταραγμένος.|| ~ος: δρόμος/χώρος (για διάβασμα). ~η: γειτονιά/παραλία (πβ. ερημικός). ~ο: δωμάτιο/μέρος. ΑΝΤ. θορυβώδης, πολύβουος.|| Τα παιδιά ήταν πολύ ~α (= δεν έκαναν φασαρία). ΣΥΝ. φρόνιμος. ΑΝΤ. άτακτος, ζωηρός.|| ~ος: άνθρωπος/χαρακτήρας (= ήπιος, πράος). Βλ. φιλ~. 2. που δεν ανησυχεί για κάτι: Μείνε ~, θα τα φροντίσω όλα εγώ! Πβ. αμέριμνος, απερίσπαστος, ξένοιαστος. ● επίρρ.: ήσυχα & (λόγ.) -ύχως: Διαλυθείτε ~ύχως. ● ΦΡ.: αφήνω/παρατάω κάποιον ήσυχο/στην ησυχία του: δεν τον ενοχλώ: Άσε με/παράτα με ~ (: μη με κουράζεις)!|| Γυρίζει όλη την ώρα μες στα πόδια μου και δεν με αφήνει σε ησυχία (: να ηρεμήσω)., έχω τη συνείδησή μου ήσυχη βλ. συνείδηση, έχω το κεφάλι μου ήσυχο βλ. κεφάλι, κοιμάμαι ήσυχος/ήσυχα βλ. κοιμάμαι [< αρχ. ἥσυχος, γαλλ. tranquille]

ηχορύπανση

ηχορύπανση [ἠχορύπανση] η-χο-ρύ-παν-ση ουσ. (θηλ.) & ηχορρύπανση: ενοχλητικός και δυνητικά επιβλαβής ανθρωπογενής θόρυβος: ~ και ηχοπροστασία. Πηγές ~ης (: κυρ. αυτοκίνητα, μηχανάκια, αεροπλάνα). [< αγγλ. noise pollution, 1966]

θερμικός

θερμικός, ή, ό θερ-μι-κός επίθ.: που έχει σχέση με τη θερμότητα ή λειτουργεί με αυτή: ~ός: έλεγχος. ~ή: αίσθηση/απόδοση/διεργασία/δράση/επεξεργασία/κατεργασία/μόνωση (= θερμομόνωση). ~ό: περιβάλλον. ~ά: πάνελ.|| (ΦΥΣ.) ~ός: συντελεστής. ~ή: αγωγιμότητα/ακτινοβολία/ανάλυση/διάσπαση (= θερμόλυση)/διαστολή/ισχύς. ~ό: κύμα/φαινόμενο/φορτίο. ~ θάνατος του Σύμπαντος.|| (ΧΗΜ.) ~ό: υγρό.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: θεραπεία (= θερμοθεραπεία). ~ό: έγκαυμα (: λόγω αύξησης της θερμοκρασίας ή τριβής).|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ός: διακόπτης/εκτυπωτής/κινητήρας/σταθμός (παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος). ~ή: μηχανή (: που μετατρέπει τη θερμότητα σε μηχανική ενέργεια· βλ. θερμοδυναμική)/μονάδα ηλεκτροπαραγωγής. ~ό: αυτοκίνητο (βλ. ηλεκτρικό)/εργοστάσιο. ~ά: αεροπλάνα/ελικόπτερα/λεωφορεία (: που κινούνται με ντίζελ ή φυσικό αέριο). Βλ. ηλιο~.|| (ως ουσ.) Μοτέρ με ~ό προστασίας (πβ. θερμοστάτη). Βλ. αντι~, γεω~, ενδο~, εξω~, εσω~, ηλεκτρο~, ισο~, κυκλο~, ξηρο~, υδρο~. ● επίρρ.: θερμικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: θερμικά εσώρουχα/ρούχα: ισοθερμικά εσώρουχα ή ρούχα. Πβ. θερμοεσώρουχα., θερμική ενέργεια: ΦΥΣ. η κινητική ενέργεια των σωματιδίων. Πβ. θερμότητα., θερμική επαφή: ΦΥΣ. αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων σωμάτων με διαφορετική θερμοκρασία που έχει ως αποτέλεσμα την ανταλλαγή θερμότητας., θερμική ισορροπία: ΦΥΣ. κατάσταση κατά την οποία δεν παρατηρείται ανταλλαγή θερμότητας μεταξύ σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή, επειδή η θερμοκρασία τους είναι η ίδια., θερμική μόλυνση: ΟΙΚΟΛ. αύξηση της θερμοκρασίας σε θάλασσες, ποταμούς ή λίμνες, η οποία προκαλείται από τη διοχέτευση ανεπεξέργαστων λυμάτων και είναι επιβλαβής για την υδρόβια ζωή. [< αγγλ. thermal pollution, 1966] , θερμικό στρες: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. ψυχοσωματικές αλλαγές που προκαλούνται σε ανθρώπους, ή βιολογικές μεταβολές που υφίστανται ζώα και φυτά εξαιτίας έντονου ψύχους ή υπερβολικής ζέστης. [< αγγλ. heat/temperature stress] , θερμικός άνεμος: ΜΕΤΕΩΡ. που δημιουργείται τις πρώτες πρωινές ή τις μεσημβρινές ώρες λόγω της διαφοράς θερμοκρασίας μεταξύ στεριάς και θάλασσας., θερμικός θόρυβος: ΦΥΣ. που προκαλείται σε ηλεκτρικό κύκλωμα από την αύξηση της κινητικότητας των ηλεκτρονίων, η οποία οφείλεται στην απορρόφηση θερμότητας., ενεργητικά/θερμικά ηλιακά συστήματα βλ. ενεργητικός, θερμική άνεση βλ. άνεση, θερμική ασπίδα βλ. ασπίδα, θερμική εξάντληση βλ. εξάντληση, θερμική νησίδα βλ. νησίδα, θερμικό σοκ βλ. σοκ, θερμικό/θερμογραφικό/θερμοευαίσθητο χαρτί βλ. χαρτί, θερμικός ισημερινός βλ. ισημερινός [< γαλλ. thermique, αγγλ. thermic, thermal]

θετικός

θετικός, ή, ό θε-τι-κός επίθ. 1. ευνοϊκός, καλός: ~ός: αντίκτυπος/απόηχος/απολογισμός/οιωνός/παράγοντας/ρόλος. ~ή: αλλαγή/ανταπόκριση/αντίδραση/αντιμετώπιση/αξιολόγηση/απήχηση/αποτίμηση/άποψη/ατμόσφαιρα/γνωμοδότηση/εικόνα/έκβαση (πβ. αίσια)/έκθεση (προόδου)/εντύπωση/επιρροή/κριτική/παρουσία/πορεία/πρόβλεψη (ΑΝΤ. δυσοίωνη)/συμβολή/υποδοχή. ~ό: βήμα/γεγονός/μήνυμα/ξεκίνημα. ~οί: χειρισμοί. ~ές: εκτιμήσεις/ενδείξεις/εξελίξεις/επιδράσεις/προοπτικές/συνέπειες. ~ά: πρότυπα/συμπεράσματα/συναισθήματα/σχόλια. Τα ~ά σημεία του νομοσχεδίου. Ήταν ~ή η εισήγηση για την επαναλειτουργία της σχολής. Η συνάντηση έγινε σε ~ό κλίμα. Είναι πολύ ~ό το γεγονός ότι … Βλέπει πάντα τη ~ή πλευρά των πραγμάτων. Είναι ~ στο ενδεχόμενο διαπραγμάτευσης (πβ. ανοιχτός). ΑΝΤ. δυσμενής.|| (ως ουσ.) Δεν βρίσκω κανένα/τίποτε ~ό σε αυτήν την κατάσταση (πβ. ευχάριστο, ωφέλιμο).|| ~ή: διάθεση/σκέψη/στάση ζωής/ψυχολογία (: κλάδος με αντικείμενο την έρευνα και την προώθηση της θετικότητας και της ευημερίας του ανθρώπου). Πβ. αισιόδοξος. ΑΝΤ. αρνητικός (1) 2. καταφατικός: ~ή: απάντηση/ψήφος. Στην πρόταση που τους κάναμε ήταν ~οί (: συμφώνησαν). ΑΝΤ. αρνητικός (2) 3. λογικός, συγκροτημένος: ~ός: άνθρωπος. ~ό: μυαλό (πβ. τετράγωνο)/πνεύμα. Πβ. πρακτικός. ΑΝΤ. θεωρητικός (3) 4. ΜΑΘ. που είναι μεγαλύτερος από το μηδέν (συμβ. +): ~ός: ακέραιος/αριθμός. ~ό: άθροισμα/μέγεθος/πηλίκο.|| (ΦΥΣ.) ~ή: αντίσταση/θερμοκρασία/πίεση/φορά. Κίνηση με ~ή τιμή επιτάχυνσης.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ός: ρυθμός ανάπτυξης. ~ό: ισοζύγιο. Με ~ό πρόσημο έκλεισε χθες ο Γενικός Δείκτης Τιμών. ΑΝΤ. αρνητικός (3) 5. ΦΥΣ. που σχετίζεται με έλλειψη ηλεκτρονίων: ~ός: πόλος (μπαταρίας). ~ό: ηλεκτρόδιο (= άνοδος)/ιόν/(ηλεκτρικό) φορτίο. Βλ. ηλεκτρο~. ΑΝΤ. αρνητικός (4) 6. ΙΑΤΡ. στον οποίο ανιχνεύεται ουσία ή στοιχείο: ~ό: δείγμα. ~ές: αναλύσεις. Ρέζους ~ό. Τα αποτελέσματα (της εξέτασης) ήταν ~ά. Το τεστ εγκυμοσύνης βγήκε ~ό.|| (για πρόσ.) ~ στο αλκοτέστ/στον έλεγχο ντόπινγκ/στον ιό/στη χρήση απαγορευμένων ουσιών. Βλ. οροθετικός2. ΑΝΤ. αρνητικός (5) 7. (κυρ. στον δημοσιογραφικό λόγο) έγκυρος, βέβαιος: ~ή: γνώση. Σύμφωνα με ~ές πηγές/πληροφορίες… Το έχω ~ό (= δεδομένο, σίγουρο) ότι… Δεν έχουμε ~ά (πβ. ασφαλή, σαφή, συγκεκριμένα) στοιχεία σχετικά με ... Πβ. αδιαμφισβήτητος, βάσιμος, εξακριβωμένος. ΑΝΤ. ανεξακρίβωτος, ανεπιβεβαίωτος 8. ΦΩΤΟΓΡ. για είδωλο που παράγεται από το αρνητικό φιλμ και είναι πανομοιότυπο με το πρωτότυπο. ● επίρρ.: θετικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: θετικά μαθήματα: που αφορούν τη διδασκαλία των θετικών επιστημών. Βλ. θεωρητικά, τεχνολογικά μαθήματα., θετικές επιστήμες: τα μαθηματικά, η φυσική, η χημεία, η βιολογία και οι κλάδοι τους. Πβ. φυσικές επιστήμες. Βλ. ανθρωπιστικές, θεωρητικές επιστήμες., θετική δράση: ΠΟΛΙΤ. μέτρο που αφορά κυρ. γυναίκες ή/και μειονοτικές ομάδες με στόχο την ίση μεταχείριση και ειδικότ. τις ίσες ευκαιρίες στην εργασία και την παιδεία. [< αγγλ. affirmative action, 1935] , θετική φιλοσοφία: ΦΙΛΟΣ. θετικισμός., θετικός βαθμός: ΓΡΑΜΜ. ο αρχικός βαθμός επιθέτων και επιρρημάτων που χαρακτηρίζει το προσδιοριζόμενο, χωρίς να το συγκρίνει με άλλα. Βλ. παραθετικά, συγκριτικός, υπερθετικός βαθμός., θετικός φιλόσοφος: θετικιστής., gram θετικός βλ. γκραμ, αρνητική/θετική ενέργεια βλ. ενέργεια, θετική ανάδραση βλ. ανάδραση, θετική διάκριση βλ. διάκριση, θετική/θεωρητική/τεχνολογική κατεύθυνση βλ. κατεύθυνση, θετικό δίκαιο βλ. δίκαιο [< αρχ. θετικός 4,5,6,8: γαλλ. positif, αγγλ. positive]

καταβάτης

καταβάτης κα-τα-βά-της επίθ./ουσ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: καταβάτης/καταβατικός άνεμος: ΜΕΤΕΩΡ. καθοδικό ρεύμα αέρα κατά μήκος πλαγιάς, που δημιουργείται όταν το ψυχρό, τη νύχτα, έδαφος παγώνει τον αέρα που βρίσκεται πάνω από αυτό. ΑΝΤ. αναβατικός άνεμος [< αγγλ. katabatic wind, 1918] [< μτγν. καταβάτης 'αυτός που κατεβαίνει από άλογο ή άρμα']

καταιγίδα

καταιγίδα κα-ται-γί-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΜΕΤΕΩΡ. δυνατή βροχή που μπορεί να συνοδεύεται από ισχυρούς ανέμους, αστραπές, βροντές ή/και χαλάζι: επερχόμενη/καλοκαιρινή/καταστροφική/τροπική/φονική ~. Σποραδικές/τοπικές ~ες. Εκδήλωση/πιθανότητα/σύννεφα ~ας. Πλημμύρες και ~ες. Άστατος καιρός με ~ες. Έπιασε/ξέσπασε/πλησιάζει ~. Η ~ δυναμώνει/κατευθύνεται προς .../κόπασε/μαίνεται. Σφοδρές ~ες έπληξαν/σάρωσαν τον τόπο. Αναμένονται/θα σημειωθούν ~ες. Πβ. μπόρα, μπουρίνι. Βλ. χιονο~, δρολάπι, θύελλα, κυκλώνας. 2. (μτφ.) για κάτι, συνήθ. αρνητικό, που εκδηλώνεται με ένταση και σε μεγάλο βαθμό, προκαλώντας αναταραχή: αντεργατική/αντιδραστική ~. Επικοινωνιακή ~ εναντίον της κυβέρνησης. ~ αποκαλύψεων/μηνύσεων/σκανδάλων. Έρχεται ~ νέων μέτρων/φόρων (φορο~). Οι διώξεις έχουν πάρει τη μορφή ~ας. Πβ. βροχή, καταιγισμός, λαίλαπα, ορυμαγδός, χείμαρρος, χιονοστιβάδα. ΣΥΝ. θύελλα (2) ● ΣΥΜΠΛ.: γεωμαγνητική/μαγνητική καταιγίδα: ΓΕΩΦ. προσωρινή διαταραχή του μαγνητικού πεδίου της Γης, που οφείλεται στην ηλιακή δράση., ηλεκτρική καταιγίδα: ΜΕΤΕΩΡ. που συνοδεύεται από κεραυνούς (μερικές φορές χωρίς βροχή). [< αγγλ. electric(al) storm] , τέλεια καταιγίδα: πολύ σοβαρή κατάσταση η οποία δημιουργείται από μια σειρά αστάθμητων και αρνητικών παραγόντων που εμφανίζονται ταυτόχρονα: Η ~ ~ επιδεινώνει την επισιτιστική κρίση/πλήττει την παγκόσμια οικονομία. [< αγγλ. perfect storm, 1998] [< 1: αρχ. καταιγίς, γαλλ. orage, αγγλ. storm]

κεντρικός

κεντρικός, ή, ό κε-ντρι-κός επίθ. {κεντρικότ-ερος, κεντρικότ-ατος} 1. που βρίσκεται στο κέντρο ή κοντά σε αυτό: ~ός: δρόμος (βλ. πολυσύχναστος)/σιδηροδρομικός σταθμός. ~ή: αγορά/βιβλιοθήκη/είσοδος/πλατεία. ~ό: κτίριο/λιμάνι/ξενοδοχείο. Το ~ό πάρκο/στο ~ερο σημείο μιας πόλης. Ενοικιάζεται ~ό κατάστημα. Η στέγη στηρίζεται σε τέσσερις ~ούς κίονες (πβ. μεσαίος. ΑΝΤ. ακριανός). ΑΝΤ. απόκεντρος, απόμερος.|| (ΓΕΩΓΡ.) ~ή: Αμερική/Ευρώπη. Βλ. γεω~.|| (για ποδοσφαιριστή) ~ός: αμυντικός/επιθετικός/μέσος (πβ. χαφ). ΑΝΤ. απόκεντρος, απόμερος 2. που αποτελεί το οργανωτικό και συντονιστικό τμήμα ενός συνόλου: ~ός: φορέας. ~ή: διεύθυνση/εξουσία/κεραία. ~ό: αρχηγείο/επιτελείο/λιμεναρχείο/όργανο/σύστημα. ~ές: εγκαταστάσεις (εταιρείας). ~ά: γραφεία (πβ. έδρα). ~ή Επιτροπή/Υπηρεσία. ~ό Συμβούλιο. (ΟΙΚΟΔ.) ~ αποχετευτικός αγωγός. (ΙΑΤΡ.) ~ό: νευρικό σύστημα (: εγκέφαλος, νωτιαίος μυελός). ΑΝΤ. περιφερειακός. 3. βασικός, κύριος, σημαντικός: ~ός: εισηγητής/ήρωας/ομιλητής/ρόλος/χαρακτήρας. ~ή: διάλεξη/ιδέα (πβ. δεσπόζουσα)/ομιλία. ~ό: πρόβλημα. ~ά: αιτήματα/συμπεράσματα. Τα ~ά σημεία μιας διδασκαλίας/ενός μαθήματος. ~οί στόχοι ενός προγράμματος. Πβ. εξέχων, θεμελιώδης, πρωτεύων.|| ~ό: δελτίο ειδήσεων. ~ές: φυλακές (: για ποινή φυλάκισης από ένα έτος και πάνω· βλ. αγροτ-, δικαστ-ικός). ● Ουσ.: κεντρικά (τα) 1. ενν. γραφεία επιχείρησης, οργανισμού: Για περισσότερες πληροφορίες απευθυνθείτε στα ~ μας. 2. γεωγραφική περιοχή που βρίσκεται στο κέντρο χώρας ή ηπείρου: (σε δελτίο καιρού) Στα ~ και στα βόρεια θα πνέουν πολύ ισχυροί άνεμοι. ● επίρρ.: κεντρικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: κεντρική τράπεζα: ΟΙΚΟΝ. χρηματοπιστωτικό ίδρυμα κράτους που εποπτεύει και ελέγχει τις εγχώριες τράπεζες, ρυθμίζει την πολιτική τους και εκδίδει το εθνικό νόμισμα: Ευρωπαϊκή ~ ~ (ακρ. ΕΚΤ). Βλ. δημοσιονομική πολιτική., κεντρικό κλείδωμα: ΤΕΧΝΟΛ. (σε αυτοκίνητα) σύστημα για ταυτόχρονο κλείδωμα ή ξεκλείδωμα όλων των θυρών με κατάλληλο κλειδί ή ηλεκτρονική συσκευή: ~ ~ με τηλεχειριστήριο., κεντρικός αγωγός ύδρευσης: σωλήνας με μεγάλη διάμετρο, τοποθετημένος κάτω από την επιφάνεια του εδάφους αστικής περιοχής, που τροφοδοτεί με νερό το δίκτυο και τις κατοικίες της., κεντρικός άξονας 1. (μτφ.) βασικό σημείο, κατευθυντήρια γραμμή: ~ ~ της ιστορίας/της ομιλίας/του προβληματισμού. ~ ~ της πολιτικής/στρατηγικής μας είναι ... Οι ~οί ~ες του νομοσχεδίου. Το συνέδριο έχει (ως) ~ό άξονα … 2. ΤΕΧΝΟΛ. στενόμακρο μεταλλικό εξάρτημα που είναι τοποθετημένο εγκάρσια στο κάτω μέρος του αυτοκινήτου και μεταδίδει την κίνηση στους τροχούς: ~ ~ μετάδοσης. Βλ. ημιαξόνιο., αρχική/κεντρική σελίδα βλ. σελίδα, κεντρική θέρμανση βλ. θέρμανση, κεντρική μονάδα επεξεργασίας βλ. μονάδα, κεντρικός κλιματισμός βλ. κλιματισμός, κεντρικός υπολογιστής βλ. υπολογιστής, κύρια/κεντρική μνήμη βλ. μνήμη, οικονομικός/κεντρικός προγραμματισμός/σχεδιασμός βλ. οικονομικός [< μτγν. κεντρικός, γαλλ. central]

κόντρα

κόντρα κό-ντρα επίρρ. (προφ.): ενάντια, εναντίον: Ταξιδέψαμε με τον άνεμο/καιρό ~ (: αντίθετα προς την κατεύθυνση του ανέμου).|| Παίζουμε ~ στους πρωταθλητές Ευρώπης. Παρασκηνιακές διαβουλεύσεις ~ στα συμφέροντά μας (ΑΝΤ. σύμφωνα με). Τα πράγματα μας ήρθαν ~ (πβ. ανάποδα, στραβά).|| (ως επίθ.) ~ επίθεση (: αντεπίθεση)/ξύρισμα (: με φορά από κάτω προς τα πάνω). ● ΣΥΜΠΛ.: κόντρα φιλέτο & (σπάν.) κόντρα μοσχάρι: διαλεχτό κομμάτι μοσχαρίσιου συνήθ. κρέατος από την οσφυϊκή χώρα του σφαγίου. Βλ. καρέ, κιλότο, λαιμός, μπριζόλα, σπάλα, ψαρονέφρι. [< γαλλ. contre-filet , 1926] , κόντρα τενόρος βλ. τενόρος, κόντρα φαγκότο βλ. φαγκότο ● ΦΡ.: κόντρα/αντίθετα/ενάντια στο ρεύμα/στον καιρό/στον άνεμο (μτφ.): ενάντια στα καθιερωμένα, στις τάσεις της εποχής: Πάμε ~ ~. Βλ. μέινστριμ., κρατάω κόντρα: σπρώχνω κάτι, στο οποίο ασκείται πίεση, προς την αντίθετη κατεύθυνση. ΣΥΝ. κρατώ αντίσταση (2), πάω/πηγαίνω κόντρα (προφ.): αντιστέκομαι, εναντιώνομαι: ~ ~ στο κατεστημένο/στην τύχη/στη φύση/στον χρόνο. Όλη την ώρα μου πάει ~., κόντρα στο κύμα βλ. κύμα [< μεσν. κόντρα]

μεσο- & μεσό- & μεσ-

μεσο- & μεσό- & μεσ- α' συνθετικό λέξεων 1. με αναφορά στο μέσον ενός χρονικού ή τοπικού διαστήματος: μεσο-νύκτιο.|| Mεσο-καλόκαιρο (βλ. κατα-).|| Μεσο-ελλαδικός/~κυκλαδικός (βλ. πρωτο-, υστερο-). Μεσο-ζωικός.|| Μεσο-στρατίς (πβ. μισο-).|| Μεσ-ευρωπαϊκός (πβ. κεντρο-). Μεσο-δόντιος. Μεσο-κάρπιο. Μεσο-κυττάριος/~σπονδύλιος. 2. με τη σημασία του εσωτερικού: μεσό-πορτα (πβ. εσώ-θυρα).

μέτρο

μέτρο μέ-τρο ουσ. (ουδ.) 1. ΜΕΤΡΟΛ. βασική μονάδα μέτρησης του μήκους (συντομ. μ., σύμβ. m)· συνεκδ. επιμήκης ταινία ή όργανο μήκους ενός μέτρου για μέτρηση αποστάσεων, διαστάσεων: το γαλλικό ~. Δύο ~α βάθος/πλάτος/ύψος. Το χωριό βρίσκεται σε υψόμετρο οκτακοσίων ~ων. Εκατό ~α ύπτιο. Βλ. δεκά-, εκατοστό-, χιλιό-, χιλιοστό-μετρο.|| Μεταλλικό/ξύλινο/πλαστικό ~. Πβ. κορδέλα, μεζούρα, μετροταινία. Βλ. βυθό-, γωνιό-, μικρό-, νανό-, τηλέ-μετρο. 2. (γενικότ.) κάθε μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους: ~ στερεών/υγρών/χωρητικότητας (βλ. λίτρο).|| (ΓΕΩΜ.) ~ τόξου (: ο θετικός αριθμός που εκφράζει πόσες φορές το τόξο περιέχει τη μοίρα). 3. {συνήθ. στον πληθ., μέτρα} οργανωμένες ενέργειες που γίνονται για συγκεκριμένο σκοπό: αντισυνταγματικά/διοικητικά/διαρθρωτικά/διορθωτικά/δρακόντεια/έκτακτα/επείγοντα/κατασταλτικά/νομοθετικά/οικονομικά/ορθά/πειθαρχικά/περιοριστικά/προληπτικά/πρόσθετα/προσωρινά/προτεινόμενα/ρυθμιστικά/σκληρά/στοχευμένα/συμπληρωματικά/συνοδευτικά ~α. ~α βελτίωσης (των συνθηκών)/δημοσιονομικής εξυγίανσης/ελάφρυνσης (δανειοληπτών)/ελέγχου/λιτότητας/πρόνοιας/προστασίας (του καταναλωτή)/στήριξης (της οικονομίας). Εξαγγελία/λήψη ~ων. Άρση/επιβολή/εφαρμογή/καθιέρωση/κατάργηση/προκήρυξη ενός ~ου. Αυξημένα ~α για τη φοροδιαφυγή/κατά της τρομοκρατίας. Απέδωσαν τα νέα ~α της κυβέρνησης. Αντισταθμιστικό ~ για την υλοποίηση του έργου. ~α-ασπιρίνες.|| (ΝΟΜ.) Προσωρινά και συντηρητικά ~α (: για εξασφάλιση και διατήρηση έννομων δικαιωμάτων αντίστοιχα). Βλ. ημίμετρα. 4. (μτφ.) τα λογικά όρια, ο μέσος όρος: υπέρβαση του ~ου. Στη ζωή χρειάζεται αρμονία και ~. Μη χάνουμε το ~. Αλόγιστη χρήση του υπολογιστή, χωρίς ~. Εγχείρημα που ξεπερνάει τα ανθρώπινα ~α. Το ~ (= το ανώτατο όριο) της ελευθερίας/της δημοκρατίας. Πβ. ρέγουλα. Βλ. ακρότητα. 5. (μτφ.) οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει πρότυπο, βάση, κριτήριο αξιολόγησης: Μην κρίνεις τους άλλους με τα δικά σου ~α. Μαγεύτηκα με αυτό το βιβλίο, αλλά δεν είμαι εγώ το ~. Η κοινωνική θέση των ατόμων δεν δίνει το ~ της αξίας τους. 6. ΜΕΤΡ. σύνολο βραχειών και μακρών συλλαβών (στην αρχαία μετρική) ή άτονων και τονισμένων (στη νεότερη), η επανάληψη του οποίου σχηματίζει τον στίχο· γενικότ. ο στίχος: αρχαίο/δακτυλικό/ελεγειακό/ιαμβικό/τροχαϊκό ~. Πβ. μετρικός πους/πόδας. 7. ΜΟΥΣ. (σε μια σύνθεση) καθένα από τα ισόχρονα μικρά μουσικά μέρη που βρίσκονται μεταξύ δύο διαστολών στο πεντάγραμμο: απλά και σύνθετα ~α. ~ 3/4. Πβ. ρυθμός. 8. βήμα ή κίνηση που γίνεται στον ρυθμό της μουσικής. 9. ΜΑΘ. απόλυτη τιμή κάθε πραγματικού αριθμού. ● μέτρα (τα): διαστάσεις: τα ~ του δωματίου. Κουστούμι ραμμένο ακριβώς στα ~ μου. ● ΣΥΜΠΛ.: αίσθηση του μέτρου βλ. αίσθηση, ασφαλιστικά μέτρα βλ. ασφαλιστικός, κυβικό μέτρο/εκατοστό/δεκατόμετρο/χιλιοστόμετρο βλ. κυβικός, μέτρα ασφαλείας βλ. ασφάλεια, μέτρο σύγκρισης βλ. σύγκριση, τετραγωνικό μέτρο/χιλιόμετρο/εκατοστό/δεκατόμετρο/χιλιοστόμετρο βλ. τετραγωνικός, τρέχον μέτρο βλ. τρέχων ● ΦΡ.: εν τινι μέτρω (αρχαιοπρ.): ως ένα βαθμό, σημείο., λαμβάνω/παίρνω μέτρα (μτφ.): ενεργώ κατάλληλα για την αντιμετώπιση προβλήματος, την αποτροπή κινδύνου: Ελήφθησαν όλα τα αναγκαία/απαραίτητα ~. Η κυβέρνηση θα πάρει αυστηρά ~ για το ... [< γαλλ. prendre des mesures] , λαμβάνω/παίρνω τα μέτρα μου: προνοώ για κάτι ή προφυλάσσομαι από αυτό: Έλαβαν τα ~ τους. Όφειλε να έχει πάρει τα ~ του., με μέτρο: εντός λογικών ορίων, χωρίς υπερβολές: Όλα ~ ~!, μέτρα και σταθμά (μτφ.) : κριτήρια: Δεν μπορούμε να κρίνουμε τους πάντες με τα ίδια ~ ~. Οι ιθύνοντες επιβάλλουν τα δικά τους ~ ~., μέτρον άριστον & παν μέτρον άριστον (αρχ. γνωμ.): το καλύτερο είναι να αποφεύγει κάποιος τα άκρα, την υπερβολή. ΣΥΝ. μηδέν άγαν, παίρνω τα μέτρα (κάποιου): μετρώ τις διαστάσεις του σώματός του: Η μοδίστρα μού πήρε ~.|| (αργκό) Του ~ουν μέτρα (= περιμένουν να πεθάνει)., πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος: ΦΙΛΟΣ. (κριτήριο για όλα τα πράγματα είναι ο άνθρωπος:) για να δηλωθεί ότι αποτελεί την υπέρτατη αξία., στα μέτρα μου/σου/του (μτφ.): για καθετί προσαρμοσμένο στις ανάγκες, στις δυνατότητες, στο συμφέρον κάποιου: Ο ρόλος ήταν κομμένος και ραμμένος ~ της. Η αντίπαλη ομάδα ήταν ~ μας (: μπορούσαμε να την αντιμετωπίσουμε)., στα μέτρα/στο μέτρο των δυνάμεων/των δυνατοτήτων (κάποιου): σύμφωνα με τις ανάγκες, επιθυμίες ή δυνατότητές του: πρόγραμμα διατροφής στα μέτρα σας. Θα βοηθήσουμε στο μέτρο των δυνατοτήτων μας., στο μέτρο/στον βαθμό που: μέχρι του σημείου που: Τροποποίηση των κανονισμών επιτρέπεται ~ ~ (= εφόσον) αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο., φέρνω κάτι στα μέτρα μου (μτφ.): το διαμορφώνω, το προσαρμόζω στις δικές μου ανάγκες, επιθυμίες, δυνατότητες: Η ομάδα ήταν πολύ καλά προετοιμασμένη και έφερε το παιχνίδι στα ~ της.|| (σπάν. για πρόσ.) Προσπαθεί να τη φέρει στα ~ του, αλλά τίποτα. Πβ. φέρνω κάποιον στα νερά μου., δύο μέτρα και δύο σταθμά βλ. σταθμά, κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού βλ. δυνατός, στήνω κάποιον στα έξι/τρία μέτρα βλ. στήνω, στο μέτρο/στον βαθμό του εφικτού βλ. εφικτός, στον βαθμό/στο μέτρο που μου αναλογεί βλ. βαθμός [< αρχ. μέτρον, γαλλ. mètre, mesure, αγγλ. measure]

μέτωπο

μέτωπο μέ-τω-πο ουσ. (ουδ.) {μετώπ-ου} 1. το άνω τμήμα του προσώπου που βρίσκεται ανάμεσα στην έκφυση των μαλλιών, τα φρύδια και τους κροτάφους: πλατύ/στενό/φαρδύ ~. Βαθιές ρυτίδες κατά μήκος του ~ου. Μια τούφα έπεφτε μπροστά στο ~ (βλ. φράντζα). Πβ. κούτελο.|| Λευκή κηλίδα στο ~ αλόγου. 2. ΣΤΡΑΤ. η πρώτη γραμμή στρατιωτικής δύναμης, παράταξης και συνεκδ. οι θέσεις, ο τόπος διεξαγωγής της μάχης: πολεμικό ~. Το ανατολικό/δυτικό/εχθρικό/συμμαχικό ~. Κατάρρευση του ~ου (: ήττα, υποχώρηση στρατού). Αναχώρηση για/πορεία προς το ~. Νέα από το ~. Πολέμησε στο αλβανικό ~. Έπεσε (= πέθανε) στο ~. Ο εχθρός (δι)έσπασε το ~ (= διαπέρασε τις γραμμές). Πβ. ζώνη επιχειρήσεων. Βλ. μετόπισθεν.|| (μτφ.) Εσωκομματικό ~. Εξελίξεις σε όλα τα ~α. Πβ. πεδίο μάχης. 3. συμμαχία, συνασπισμός: αντιρατσιστικό/απεργιακό/δημοκρατικό/ενιαίο/κοινό/πατριωτικό ~. ~ αριστεράς/δεξιάς. ~ νεολαίας. ~ εναντίον της αισχροκέρδειας/διαπλοκής. Συγκροτώ/σχηματίζω ~. Κάνω ~ με κάποιον (= συμμαχώ). Πβ. ένωση, λίγκα, συμπαράταξη, σύμπραξη, συνεργασία. 4. ΜΕΤΕΩΡ. το νοητό όριο μεταξύ αέριων μαζών με διαφορετικά χαρακτηριστικά (θερμοκρασία, υγρασία): στάσιμο ~ (: όταν οι μάζες που το σχηματίζουν δεν κινούνται). Μετακίνηση ~ου βορειοδυτικά.|| Το ~ της κακοκαιρίας. 5. πρόσοψη: ανάπλαση του ~ου ενός κτιρίου. Μόλος µε κατακόρυφο/κεκλιμένο ~. Κατασκευή δαπέδου σε όλο το μήκος του ~ου. ~ εκσκαφής σήραγγας.|| Το μπαλκόνι έχει ~ (= βλέπει) προς τη θάλασσα. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτό μέτωπο: εμπόλεμη κατάσταση ή (συνήθ.-κατ' επέκτ.) αντιπαράθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη: Η κυβέρνηση έχει ~ ~ κατά της διαφθοράς/με την τρομοκρατία., γραμμή του μετώπου: γραμμή του πυρός: Διασπάστηκε η ~ ~.|| (μτφ.) Στην πρώτη ~ ~ κατά του ρατσισμού., θαλάσσιο/παραλιακό μέτωπο & (σπάν.) παράκτιο μέτωπο: τμήμα παράκτιας περιοχής που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα και βλέπει σε αυτή., θερμό μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας θερμού αέρα, η οποία περνά πάνω από μια ψυχρή μάζα, επιφέροντας αύξηση της θερμοκρασίας και δυνατή βροχή., μέτωπο κύματος: ΦΥΣ. ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που βρίσκονται στην ίδια φάση σε δεδομένη χρονική στιγμή κατά την κίνηση ενός κύματος. [< αγγλ. wave-front] , συνεσφιγμένο μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας ψυχρού αέρα όταν συναντά και σπρώχνει προς τα πάνω μια θερμή αέρια μάζα., το μέτωπο της φωτιάς/της πυρκαγιάς & πύρινο μέτωπο: η έκταση που καίγεται: Υπό έλεγχο τέθηκε ~ ~., ψυχρό μέτωπο: ΜΕΤΕΩΡ. η νοητή γραμμή που ορίζει την κίνηση μιας μάζας ψυχρού αέρα, η οποία εισχωρεί κάτω από μια θερμή μάζα και την εκτοπίζει προς τα πάνω, σχηματίζοντας σωρειτομελανίες., αρραγές μέτωπο βλ. αρραγής, λαϊκό μέτωπο βλ. λαϊκός ● ΦΡ.: ανοίγω/κλείνω μέτωπα: έρχομαι σε σύγκρουση ή δίνω τέλος σε μια σύγκρουση, αντίστοιχα: Έπρεπε να είμαστε ενωμένοι και να μην ανοίγουμε ~ μεταξύ μας. Τα συνδικάτα ανοίγουν νέο μέτωπο κινητοποιήσεων.|| Η κυβέρνηση κλείνει ~ με πολλούς φορείς., κατά μέτωπο(ν) (μτφ.): με άμεσο, ευθύ τρόπο: Αντιμετωπίζω ~ ~ τις δυσκολίες.|| (ως επίθ.) ~ ~ αντιπαράθεση/επίθεση/σύγκρουση., με το μέτωπο/κούτελο καθαρό/ψηλά: με καθαρή συνείδηση, χωρίς να μπορώ να κατηγορηθώ ότι έχω αδικήσει ή παρανομήσει: Θέλω να κυκλοφορώ/περπατάω ~ ~. Πβ. με το κεφάλι ψηλά., μέτωπο δεξιά/αριστερά!: στρατιωτικό παράγγελμα για στροφή παράταξης προς τα δεξιά ή τα αριστερά, αντιστοίχως. [< 1,2,5: αρχ. μέτωπον 3,4: γαλλ. front]

μικροδονήσεις

μικροδονήσεις μι-κρο-δο-νή-σεις ουσ. (θηλ.) (οι) {σπάν. στον εν. μικροδόνηση} 1. ΓΕΩΛ. ασθενή, σχεδόν συνεχή σεισμικά κύματα της Γης, που δεν οφείλονται σε συγκεκριμένο σεισμό, αλλά στην ανθρώπινη δραστηριότητα ή στις ταλαντώσεις του γήινου φλοιού: ανίχνευση/μέτρηση ~εων. 2. (προφ.) μικροσεισμός. 3. κάθε δόνηση (ταχέως επαναλαμβανόμενη κίνηση) μικρού μεγέθους: Συσκευή που παράγει 4.000 ~ το λεπτό. [< 1: αγγλ. microtremors 2: αγγλ. microearthquake, 1965]

οδικός

οδικός, ή, ό [ὁδικός] ο-δι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τους δρόμους και την κυκλοφορία οχημάτων: ~ός: κόμβος/τουρισμός/φωτισμός. ~ή: απόσταση/γέφυρα/διαδρομή/μετακίνηση/παιδεία (βλ. κυκλοφοριακή αγωγή)/σήμανση/σήραγγα/συμπεριφορά (αυτοκινήτου/μηχανής)/σύνδεση. ~ό: (τροχαίο) ατύχημα/δυστύχημα/έργο/περιβάλλον. ~ές: μεταφορές/πινακίδες/συγκοινωνίες/συνθήκες. ~ά: σήματα. ● επίρρ.: οδικώς [-ῶς] & οδικά: με αυτοκίνητο· γενικότ. με οποιοδήποτε τροχοφόρο μέσο. ● ΣΥΜΠΛ.: οδική βοήθεια & οδική προστασία/εξυπηρέτηση/κάλυψη: υπηρεσία που παρέχεται από εταιρεία σε εγγεγραμμένα μέλη σε περίπτωση βλάβης του οχήματός τους: δωρεάν/πλήρης ~ ~., οδικό δίκτυο: το σύνολο των δρόμων μιας περιοχής που σχηματίζουν ένα πλέγμα και ενώνουν τους οικισμούς της: αγροτικό/αστικό/εθνικό/επαρχιακό/πυκνό/τοπικό ~ ~. Βελτίωση/συντήρηση ~ού ~ου. Αυξημένη είναι η κίνηση στο ~ ~ ..., οδικός άξονας: μεγάλο και εκτενές συγκοινωνιακό έργο που ενώνει οδικώς πόλεις και περιοχές: βασικός/εθνικός/κάθετος/κεντρικός ~ ~. Ο ~ ~ Αθήνας-Θεσσαλονίκης. ~ ~ παράκαμψης., Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας βλ. κώδικας, οδική αρτηρία βλ. αρτηρία, οδική ασφάλεια βλ. ασφάλεια, οδική οργή βλ. οργή, οδικός χάρτης βλ. χάρτης [< γαλλ. routier]

ομοιο- & ομοιό-

ομοιο- & ομοιό-: α' συνθετικό λέξεων για δήλωση ομοιότητας ή ταύτισης: Ομοιό-βαθμος (= ισό-). Ομοιο-γένεια/~μέρεια.|| Ομοιό-σταση. Ομοιο-πολικός (δεσμός). Βλ. ομο-.

ούριος

ούριος, α, ο [οὔριος] ού-ρι-ος επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ούριος άνεμος 1. ευνοϊκός, κυρ. για πλεύση ιστιοφόρου πλοίου: Πνέει/φυσά ~ ~. Πβ. πρίμος2. 2. (μτφ.) θετική συγκυρία ή εξέλιξη: Ούριος εμπορικός/επενδυτικός ~. Δεν πνέουν ~οι ~οι στην αγορά ακινήτων. Η νέα χρονιά ξεκίνησε με ~ο ~ο (: με καλές προοπτικές). [< 1: αρχ. οὔριος]

πέδιλο

πέδιλο πέ-δι-λο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίλου, συνήθ. στον πληθ.} 1. παπούτσι που αφήνει συνήθ. το πίσω μέρος του πέλματος καθώς και τα δάχτυλα των ποδιών ακάλυπτα και φοριέται κυρ. το καλοκαίρι: ανδρικά/γυναικεία ~α. Ένα ζευγάρι ~α. ~α με ψηλό τακούνι. Βλ. σανδάλι. 2. (κατ' επέκτ.) ειδικό υπόδημα ή εξάρτημα που προσαρτάται σε υπόδημα, επίμηκες και επίπεδο, για συγκεκριμένη δραστηριότητα: ~α του πατινάζ (= παγοπέδιλα). ~α (του) σκι (= χιονοπέδιλα). Βλ. βατραχο~, τροχο~. 3. ΟΙΚΟΔ. δομικό στοιχείο της φέρουσας κατασκευής πάνω στο οποίο στηρίζεται το υποστύλωμα: τα ~α της γέφυρας/του κτιρίου. Βλ. πέλμα. ● Υποκ.: πεδιλάκι (το): στις σημ. 1,2. ● ΣΥΜΠΛ.: θερμό πέδιλο: ΦΩΤΟΓΡ. υποδοχή, βάση του φλας της φωτογραφικής μηχανής. [< αγγλ. hot-shoe, 1971] [< αρχ. πέδιλον ‘σανδάλι, μπότα’ 3: αγγλ. footing]

πλάγιος

πλάγιος, α, ο πλά-γι-ος επίθ. {(λόγ.) -ία} 1. που έχει κλίση, με αποτέλεσμα να σχηματίζει γωνία: ~α: στάση (= πλαγιαστή). ~ο: επίπεδο/παραλληλόγραμμο.|| ~α: βολή/θέση (σώματος).|| Ξυλογραφία/χάραξη σε ~ο ξύλο. ΣΥΝ. κεκλιμένος, λοξός (1) ΑΝΤ. ίσιος (1), κατακόρυφος (1), όρθιος (1) 2. που βρίσκεται στο πλάι ή κατευθύνεται από το πλάι: ~ος: τίτλος (= πλαγιότιτλος)/φωτισμός. ~α: όψη κτιρίου (βλ. κάτοψη, πρόσοψη). ~οι: αερόσακοι (= πλευρικοί)/τοίχοι. ~α: βήματα (: προς τα αριστερά ή δεξιά). (ΑΝΑΤ.) Άνω, ~οι και κάτω κοιλιακοί μύες.|| ~α: ματιά. ~ο: βλέμμα. Βλ. λοξοκοίταγμα.|| (ΑΘΛ.) Κεφαλιά/σουτ από ~α θέση. ~ αμυντικός/επιθετικός. ΣΥΝ. παράπλευρος (1), πλαϊνός 3. (μτφ.) έμμεσος, υπαινικτικός: Προσπάθησε να μάθει με ~ο τρόπο. ΑΝΤ. ευθύς (2) 4. (μτφ.) αθέμιτος, αντικανονικός, παράνομος: ~ες: ενέργειες/μέθοδοι. Χρησιμοποίησε ~α μέσα. Δέχεται ~α επίθεση (από συναδέλφους του). Βλ. παράτυπος, υπόγειος, ύπουλος. ● Ουσ.: πλάγια (τα): οι πλευρές, το πλάι, το πλαϊνό τμήμα: στα ~ του κεφαλιού/του οχήματος/της συσκευής. Το φόρεμα έχει δύο τσέπες/μικρό σκίσιμο στα ~. Σκόραρε από τα ~. Κατευθύνθηκαν προς τα ~ του κάστρου. ● επίρρ.: πλάγια & (λόγ.) πλαγίως: ~ στο φως.|| (μτφ.) Αναφέρθηκε ~ως στο θέμα (πβ. έμμεσα, ΑΝΤ. ευθέως, στα ίσια).|| Ενεργεί/κινείται ~ως (= ύπουλα). ● ΣΥΜΠΛ.: ήχος πλάγιος (στη βυζαντινή μουσική): καθένας από τους τέσσερις τελευταίους τρόπους στη σειρά της οκταηχίας: ~ ~ α' (/του πρώτου)/β' (/του δευτέρου)/γ' (/του τρίτου ή βαρύς)/δ' (/του τετάρτου).Ύμνος που ψάλλεται σε ~ο ~ο., πλάγια γράμματα & πλάγια γραφή & πλάγια/κυρτά στοιχεία & πλάγιοι χαρακτήρες: ΤΥΠΟΓΡ. που έχουν κλίση προς τα δεξιά. ΑΝΤ. όρθια γράμματα/στοιχεία., πλάγια γραμμή: ΑΘΛ. καθεμιά από τις δύο παράλληλες γραμμές που ορίζουν τις μεγάλες πλευρές αγωνιστικού χώρου: επαναφορά της μπάλας από την ~ ~. Βλ. γραμμές τέρματος., πλάγια ερώτηση: ΓΡΑΜΜ. σε πλάγιο λόγο. ΑΝΤ. ευθεία ερώτηση, πλάγιο (άουτ) (στο ποδόσφαιρο): ΑΘΛ. το πέρασμα της μπάλας έξω από τις πλάγιες γραμμές του αγωνιστικού χώρου και η επαναφορά της: Απέκρουσε/έδιωξε την μπάλα σε ~ ~. Εκτέλεσε το ~ ~. ΣΥΝ. αράουτ, πλάγιος άνεμος: που πνέει στα πλευρά συνήθ. ενός σκάφους ή οχήματος: Επικρατούσαν/φυσούσαν ισχυροί ~οι ~οι., πλάγιος λόγος : ΓΡΑΜΜ. η μεταφορά των λόγων ενός προσώπου έμμεσα, δηλ. μέσω ενός άλλου: Π.χ. Είπε ότι θα αργήσει. ΑΝΤ. ευθύς λόγος, πλαγία μυατροφική σκλήρυνση βλ. σκλήρυνση, πλάγιες πτώσεις βλ. πτώση, πλάγιος ίππος βλ. ίππος ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) σε πλάγια γραμμή/εκ πλαγίου & (σπάν.) πλάγια συγγένεια: ΝΟΜ. μεταξύ προσώπων πoυ κατάγovται από τov ίδιo αvιόvτα: Έvα άτoμo είvαι συγγεvής σε ~ ~ με τov αδελφό, θείo ή ξάδερφό τoυ. ΑΝΤ. σε ευθεία γραμμή (2), διά της πλαγίας/τεθλασμένης οδού βλ. οδός, με πλάγια μέσα βλ. μέσο, σε ήχο πλάγιο βλ. ήχος [< 1,2: αρχ. πλάγιος 3,4: γαλλ. oblique]

ριπή

ριπή [ῥιπή] ρι-πή ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) σύνολο ταυτόχρονων ή διαδοχικών πυροβολισμών: ~ές αυτόματου (όπλου)/πολυβόλου. ~ από σφαίρες. Απανωτές/εκκωφαντικές ~ές. Πβ. τουφεκιά. 2. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. (σπάν.) ταχύτητα με την οποία γίνονται συνεχόμενες λήψεις φωτογραφικής μηχανής ή εκτελούνται ορισμένες λειτουργίες σε ηλεκτρονικό υπολογιστή: διάστημα/ρυθμός ~ής. ● ΣΥΜΠΛ.: ριπή (του) ανέμου: ΜΕΤΕΩΡ. ρεύμα αέρα που κινείται απότομα και γρήγορα. [< γαλλ. rafale] ● ΦΡ.: εν ριπή οφθαλμού (ΚΔ): ταχύτατα, αστραπιαία: Τα εισιτήρια του αγώνα/της πρεμιέρας εξαντλήθηκαν ~ ~. Πβ. αμέσως., βολή κατά ριπάς βλ. βολή1 [< αρχ. ῥιπή ‘φόρα, ορμή’]

σεισμικότητα

σεισμικότητα σει-σμι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΦ. συχνότητα και ένταση των σεισμών σε δεδομένη περιοχή: παγκόσμια ~. Χάρτης ~ας. ~ και σεισμική επικινδυνότητα. Χώρα με έντονη/μεγάλη/υψηλή/χαμηλή ~. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. sismicité, 1892, séismicité, 1904, αγγλ. seismicity, 1902]

στρατηγός

στρατηγός στρα-τη-γός ουσ. (αρσ.) 1. ΣΤΡΑΤ. ανώτατος στρατιωτικός, διοικητής στρατεύματος ή επιτελείου ή (στον Ελληνικό Στρατό) ο εκάστοτε αρχηγός Γ.Ε.ΕΘ.Α., αν προέρχεται από τον Στρατό Ξηράς και κατ΄ επέκτ. προσφώνηση που απευθύνεται και προς τον υποστράτηγο ή τον αντιστράτηγο: απόστρατος/βετεράνος ~.|| (ως προσφών., χωρίς το κύριε) ~έ (μου). Βλ. αρχιστράτηγος, ναύ-, πτέρ-αρχος. 2. (μτφ.) ηγέτης ομάδας, οργάνωσης που σχεδιάζει την τακτική της: ~ της Εθνικής ποδοσφαίρου/του κόμματος. Πβ. εγκέφαλος, ιθύνων νους, κάπτεν. [< 1: αρχ. στρατηγός ‘καθοδηγητής του στρατού’, κυβερνήτης’]

στροφαλοφόρος

στροφαλοφόρος, α, ο στρο-φα-λο-φό-ρος επίθ.: ΜΗΧΑΝΟΛ. κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: στροφαλοφόρος άξονας: ο κύριος κινητήριος άξονας εμβολοφόρου κινητήρα, ο οποίος μετατρέπει την ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση σε περιστροφική. Βλ. -φόρος.

συγγένεια

συγγένεια συγ-γέ-νει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας | -ειών} 1. δεσμός μεταξύ ανθρώπων που κατάγονται ο ένας από τον άλλο ή έχουν κοινό πρόγονο: βιολογική/γενετική/κοντινή/μακρινή/φυλετική ~. Φυσική ~ (= ~ εξ αίματος). Διαπιστώνεται/πιστοποιείται η ~. Δεν έχουν καμία ~.|| (ΑΝΘΡΩΠ.-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ.) Συστήματα ~ας (: δομές καθορισμένων σχέσεων μεταξύ τάξεων συγγενών· βλ. μητριαρχία, πατριαρχία, μητρογραμμικός, πατρογραμμικός, οικογένεια). 2. (μτφ.) σχέση ανάμεσα σε πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις ή φαινόμενα με κοινή προέλευση, κοινές ομοιότητες, αναλογίες: αισθητική/άμεση/βαθιά/εθνική/θεματική/ιδεολογική/μουσική/νοηματική/πολιτική/πολιτιστική/ψυχική ~. Ετυμολογική ~ λέξεων. Υπάρχει στενή ~ μεταξύ ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης. Οι δύο λαοί συνδέονται με γλωσσική/θρησκευτική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: (συγγενείς/συγγένεια) πρώτου/δευτέρου/τρίτου ... βαθμού: η σχέση που συνδέει τα μέλη μιας οικογένειας μεταξύ τους: ~ πρώτου (: γονείς-παιδιά, αδέλφια)/δευτέρου (: παππούδες-εγγόνια, θείοι-ανίψια)/τρίτου (: πρώτα ξαδέλφια) βαθμού., βαθμός συγγένειας & (λόγ.) συγγενείας: η εξ αίματος συγγένεια μεταξύ δύο ατόμων, ο βαθμός της οποίας καθορίζεται από τον αριθμό των γεννήσεων που συνδέουν τα πρόσωπα τα οποία κατάγονται το ένα από το άλλο -με κάθε γέννηση να συνιστά έναν βαθμό- ή από τον αριθμό των γεννήσεων που συνδέουν τα πρόσωπα με τον κοινό ανιόντα: Δότες οργάνων ως και τον τέταρτο ~ό ~. (ΝΟΜ.) Επιτρέπεται η μεταβίβαση σε άτομο μέχρι και δευτέρου ~ού ~. [< γαλλ. degré de parenté] , πνευματική συγγένεια 1. σχέση μεταξύ προσώπων που συνάπτεται με τη συμμετοχή τους σε θρησκευτική τελετουργία: ~ ~ νονού και βαφτισιμιού/κουμπάρων. 2. ύπαρξη ομοιοτήτων στο έργο ανθρώπων του πνεύματος ή σε ιδεολογίες, θεωρίες, θρησκείες, ρεύματα: ~ ~ καλλιτεχνών/ποιητών., πολιτική συγγένεια 1. που προκύπτει από υιοθεσία. Βλ. θετός. 2. (μτφ.) για κόμματα, παρατάξεις ή πολιτικούς με παρεμφερείς ιδέες και απόψεις., χημική συγγένεια: ΧΗΜ. η τάση των χημικών στοιχείων να σχηματίζουν ενώσεις με άλλα: μόρια με μεγάλη/χαμηλή ~., εκλεκτική συγγένεια βλ. εκλεκτικός ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία βλ. αγχιστεία, (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος βλ. αίμα, (συγγενείς/συγγένεια) σε πλάγια γραμμή/εκ πλαγίου βλ. πλάγιος [< 1: αρχ. συγγένεια, γαλλ. parenté]

σύγκριση

σύγκριση σύ-γκρι-ση ουσ. (θηλ.): εντοπισμός ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ προσώπων, πραγμάτων, καταστάσεων, συχνά με στόχο την αξιολογική τους κρίση: άδικη/αναπόφευκτη/ποιοτική/στατιστική ~. ~ αποδόσεων (π.χ. διαφόρων εταιρειών)/αποτελεσμάτων/εκδόσεων/μεγέθους (πλανητών και αστέρων)/μισθών/μοντέλων (αυτοκινήτων)/πολιτισμών/προϊόντων/προσφορών/τιμών. Δυνατότητα/κριτήρια/μέθοδος/πίνακας/στοιχεία/(ΠΛΗΡΟΦ.) τελεστές/τρόπος ~ης. Μόλις τους δεις μαζί, μοιραία κάνεις τη ~ (: τους συγκρίνεις). Οι δαπάνες του περσινού έτους παρατίθενται για λόγους ~ης. Η ~ αποβαίνει εις βάρος/υπέρ ... Επιλέξτε τα προϊόντα που σας ενδιαφέρουν για άμεση/αυτόματη ~. Απόλυτη ~ δεν μπορεί να γίνει ανάμεσα σε διαφορετικές εποχές. Βλ. παρομοίωση. ΣΥΝ. αντιπαραβολή, αντιπαράθεση (2), παραβολή (3), παραλληλισμός (1) ● ΣΥΜΠΛ.: βαθμοί σύγκρισης: ΓΡΑΜΜ. οι ειδικοί τύποι επιθέτων ή επιρρημάτων που δηλώνουν τον βαθμό στον οποίο διαθέτει ένα όνομα ή ένα ρήμα μία ποιότητα ή ιδιότητα. Βλ. θετικός, συγκριτικός, υπερθετικός (βαθμός), παραθετικά., μέτρο σύγκρισης: το σημείο αναφοράς κατά την αξιολόγηση πραγμάτων, προσώπων, καταστάσεων: Δεν έχω/δεν υπάρχει (κοινό) ~ ~. Αν πάρουμε ως ~ ~ την κλασική αρχαιότητα, ..., όρος σύγκρισης: ΓΡΑΜΜ. καθένας από τους δύο συντακτικούς όρους που αντιπαραβάλλονται μεταξύ τους ως προς μία ιδιότητα, ποιότητα την οποία δηλώνει ένα επίθετο ή επίρρημα συγκριτικού βαθμού: Στην πρόταση "Ο χρυσός είναι ακριβότερος από το ασήμι", πρώτος ~ ~ είναι "ο χρυσός" και δεύτερος "από το ασήμι". ● ΦΡ.: δεν υπάρχει/δεν γίνεται/δεν χωράει (καμία) σύγκριση & δεν τίθεται θέμα σύγκρισης & (προφ.) καμία/ούτε σύγκριση: για πρόσωπα ή πράγματα τόσο διαφορετικά, που δεν επιδέχονται σύγκριση, συχνά επειδή θεωρείται αυτονόητη η υπεροχή του ενός έναντι των υπολοίπων: Δεν υπάρχει ~ ανάμεσα στις δύο ομάδες.|| Έχει αλλάξει πάρα πολύ, καμία ~ με το παρελθόν. Πβ. καμία σχέση. ΣΥΝ. συγκρίνεται ...;/δεν συγκρίνεται ..., πέρα από κάθε σύγκριση (εμφατ.): για κάποιον ή κάτι ασύγκριτο, αξεπέραστο: τοπία πανέμορφα, ~ ~. [< αγγλ. beyond all comparison] , σε σύγκριση με/προς ... & (λόγ.) εν συγκρίσει με: σε σχέση με, συγκρίνοντας με: ο ρόλος του άνδρα ~ ~ αυτόν της γυναίκας στην ελληνική οικογένεια., κάποιος (δεν) αντέχει (σ)τη σύγκριση με κάποιον άλλο βλ. αντέχω [< μτγν. σύγκρισις, γαλλ. comparaison]

συγκριτικός

συγκριτικός, ή, ό συ-γκρι-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη σύγκριση ή προκύπτει από αυτή· ειδικότ. για επιστήμη που χρησιμοποιεί τη σύγκριση ως ερευνητική μέθοδο: ~ός: έλεγχος/πίνακας (τιμών)/(ΠΛΗΡΟΦ.) τελεστής. ~ή: ανάγνωση (κειμένων)/ανάλυση (συστημάτων υγείας)/αξιολόγηση (σχολικών εγχειριδίων)/εξέταση/επισκόπηση/μέθοδος/μελέτη/παρουσίαση/προσέγγιση (πολιτικών θεωριών). ~ό: αποτέλεσμα/γράφημα/παράδειγμα. ~ές: δοκιμές/μετρήσεις/παρατηρήσεις. ~ά: στοιχεία. Η παρούσα έρευνα έχει ~ό χαρακτήρα.|| ~ή: γλωσσολογία/ιστορία/παιδαγωγική/φιλολογία/ψυχολογία. ~ό: δίκαιο. ● επίρρ.: συγκριτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: συγκριτικός βαθμός: ΓΡΑΜΜ. τύπος επιθέτου ή επιρρήματος που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό ή ρήμα διαθέτει μία ιδιότητα ή ποιότητα σε μεγαλύτερο βαθμό από άλλο: Το "καλύτερος" είναι ο ~ ~ του επιθέτου "καλός". Επίρρημα ~ού ~ού (π.χ. περισσότερο, πιο συχνά). Βλ. βαθμοί σύγκρισης, παραθετικά., συγκριτική γραμματολογία βλ. γραμματολογία, συγκριτική διαφήμιση βλ. διαφήμιση, συγκριτική λογοτεχνία βλ. λογοτεχνία, συγκριτικό πλεονέκτημα βλ. πλεονέκτημα, συγκριτικό τεστ βλ. τεστ [< μτγν. συγκριτικός, γαλλ. comparatif, αγγλ. comparative]

υπερθετικός

υπερθετικός, ή, ό [ὑπερθετικός] υ-περ-θε-τι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: υπερθετικός βαθμός: ΓΡΑΜΜ. τύπος επιθέτου ή επιρρήματος που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό ή ρήμα διαθέτει μία ιδιότητα ή ποιότητα στον ανώτατο βαθμό: π.χ. ικαν-ότατος, πολύ ικανός, ο πιο ικανός. Βλ. θετικός βαθμός, παραθετικά, συγκριτικός βαθμός.|| (μτφ.) Έζησε τη φρίκη στον ~ό ~ό. [< μτγν. ὑπερθετικός]

φύσημα

φύσημα φύ-ση-μα ουσ. (ουδ.) 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φυσώ: δυνατό ~. ~ της μύτης/τρομπέτας. Μορφοποίηση γυαλιού με ~ (βλ. φυσητός). Έσβησε το κερί μ' ένα ~.|| Το ~ του βοριά. Πβ. πνοή.|| Ακούγεται ένα ~ από το μηχάνημα. 2. ΙΑΤΡ. ασυνήθιστος ήχος που γίνεται αντιληπτός με το στηθοσκόπιο: αθώο/διαστολικό/καρδιακό/παθολογικό/συστολικό ~. Βλ. ακροαστικά. ● ΦΡ.: με το πρώτο φύσημα (του αέρα/ανέμου) (μτφ.): με τις πρώτες δυσκολίες: Ευκαιριακή λύση που καταρρέει ~ ~., δίνω/τρώω φύσημα βλ. δίνω [< 1: αρχ. φύσημα 2: γαλλ. souffle]

χρήμα

χρήμα [χρῆμα] χρή-μα ουσ. (ουδ.) {χρήμ-ατος | -ατα, -άτων} ΣΥΝ. λεφτά 1. ΟΙΚΟΝ. επίσημο μέσο πληρωμής με τη μορφή κερμάτων και χαρτονομισμάτων: ελεγχόμενο (: που η κυκλοφορία του ελέγχεται από τις νομισματικές Αρχές)/μεταλλικό/νόμιμο/παράνομο ~. Κοινοτικό ~ (: οι οικονομικοί πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ζήτηση/προσφορά ~ατος (: συνολική ποσότητα ~ατος σε κυκλοφορία). Διακίνηση/εισροή/έκδοση ~ατος. Η (ανταλλακτική) αξία/τα είδη/το κόστος/ο ρόλος/η τιμή του ~ατος. Βλ. χρηματαγορά. 2. (ειδικότ.) {συνήθ. στον πληθ.} (μεγάλο) χρηματικό ποσό, συνήθ. σε μετρητά: αφθονία/παραχάραξη/συσσώρευση ~ατος. Βοήθεια/εισφορές σε ~. Πεταμένα/χαμένα ~ατα. Τα ~ατα της αποζημίωσης. Δανεισμός/δαπάνη/εκταμίευση/έλλειμμα/κατάθεση/μεταβίβαση/υπεξαίρεση ~άτων. Καταμετρητής/κάτοχος ~άτων. Παιχνίδια με αληθινά/εικονικά ~ατα. Εξοικονομώ χρόνο και ~. Επενδύω τα ~ατά μου (πβ. κεφάλαιο). Επιστράφηκαν/παρακρατήθηκαν ~ατα. Διαθέτω/διαχειρίζομαι/καταβάλλω/κλέβω/μαζεύω/ξοδεύω/προσφέρω/χρειάζομαι ~ατα. Μεταφέρω/τοποθετώ ~ατα σε λογαριασμό. Δεν έχω καθόλου ~ατα μαζί/πάνω/στο πορτοφόλι μου. Δεν λογαριάζω/τσιγκουνεύομαι τα ~ατα. Μου κόστισε/στοίχισε πολλά ~ατα. Δεν θα πάμε διακοπές ελλείψει ~άτων. Πβ. ρευστό. 3. (ειδικότ.) (μεγάλες) απολαβές ή χρηματική περιουσία, πλούτος· συνεκδ. οι οικονομικά εύρωστοι: ~ατα και ακίνητα. Πακτωλός ~άτων. Το ~ ρέει άφθονο. Δουλειές που αφήνουν ~ (: κέρδος). Βγάζει αρκετά ~ατα από τη δουλειά του. Έχει πολλά ~ατα. Πόσα ~ατα παίρνεις τον μήνα (: ποιος/πόσος είναι ο μισθός σου); Έπαιξε όλα του τα ~ατα στα χαρτιά.|| Η δύναμη/το κυνήγι του ~ατος. Επίδειξη ~ατος. Αγαπάει/κυνηγάει το ~ (= τους παράδες, τα φράγκα). Πβ. μαμωνάς.|| Το ~ (= οι πλούσιοι) εξουσιάζει τον κόσμο. ● ΣΥΜΠΛ.: ακριβό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. δανεισμός με υψηλό επιτόκιο, επειδή η ζήτηση χρήματος υπερβαίνει την προσφορά., βρόμικο/μαύρο χρήμα: χρηματικά ποσά που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες και δεν έχουν φορολογηθεί: διακίνηση/εισαγωγή ~ου ~ατος. Χώρα που λειτουργεί ως παράδεισος/πλυντήριο (: για ξέπλυμα) ~ου ~ατος. [< αγγλ. dirty/black money] , γκρίζο χρήμα (προφ.): μίζα., δημόσιο/κρατικό χρήμα: οι οικονομικοί πόροι του κράτους: διαχείριση/κατάχρηση του δημόσιου ~ατος., εύκολο χρήμα (προφ.): χρηματικά ποσά που αποκτώνται με εύκολο και συνήθ. μη νόμιμο τρόπο: γρήγορο και ~ ~ (στα χαρτιά/στο καζίνο). [< αγγλ. easy money] , ζεστό χρήμα & (σπάν.) θερμό/καυτό χρήμα 1. (προφ.) ρευστό: Η συμφωνία έκλεισε με ~ ~ (= μετρητά). Η αγορά έχει ανάγκη από ~ ~. 2. ΟΙΚΟΝ. επενδυτικό κεφάλαιο που επιδιώκει βραχυπρόθεσμα την υψηλότερη δυνατή απόδοση. [< αγγλ. hot money, 1936] , ηλεκτρονικό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που έχει αποθηκευτεί με ηλεκτρονικό τρόπο, κυρ. για πραγματοποίηση συναλλαγών μέσω διαδικτύου. Πβ. ηλεκτρονικό πορτοφόλι. [< αγγλ. electronic/e-money, 1966] , πολιτικό χρήμα (κυρ. στη ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.): η χρηματοδότηση, τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων., τραπεζικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. τραπεζικές επιταγές., φτηνό χρήμα (προφ.): δανεισμός χρημάτων με χαμηλό επιτόκιο και ευνοϊκούς όρους., ψηφιακό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που διακινείται ηλεκτρονικά. [< αγγλ. digital cash, 1991] , άντληση κεφαλαίων βλ. άντληση, λογιστικό χρήμα βλ. λογιστικός, ξέπλυμα χρήματος βλ. ξέπλυμα, πιστωτικό χρήμα βλ. πιστωτικός, πλαστικό χρήμα βλ. πλαστικός, ρευστό χρήμα βλ. ρευστός, το κόστος του χρήματος βλ. κόστος ● ΦΡ.: βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα (προφ.): επενδύω μεγάλο χρηματικό ποσό σε κάτι που πιστεύω ότι θα μου αποφέρει κέρδος: Έβαλε/έριξε πολλά λεφτά στην επιχείρηση., είναι υπεράνω χρημάτων (λόγ.): δεν τον ενδιαφέρουν τα λεφτά., επί χρήμασι (αρχαιοπρ.): έναντι χρημάτων, με οικονομικό αντάλλαγμα: πληροφορίες ~ ~.|| ~ ~ εκδιδόμενη γυναίκα. Πβ. επί πληρωμή. ΑΝΤ. δωρεάν, ο χρόνος είναι χρήμα (γνωμ.): είναι σημαντική η σωστή διαχείριση του χρόνου., παίρνω χρήματα (προφ.): χρηματίζομαι, δωροδοκούμαι. Πβ. τα παίρνει χοντρά, τα πιάνει., τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό: τα λεφτά δεν αποκτώνται εύκολα, πρέπει να δουλέψει σκληρά κάποιος, για να τα αποκτήσει., το χρήμα δεν μυρίζει/τα λεφτά δεν μυρίζουν: για να δηλωθεί ότι η προέλευση των χρημάτων δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. [< γαλλ. l 'argent n'a pas d'odeur] , τραβάω χρήματα (προφ.): κάνω ανάληψη: ~ηξε ~ απ' την κάρτα/τον λογαριασμό/την τράπεζα., χρήμα/παράς/φράγκα με ουρά (προφ.): μεγάλα χρηματικά ποσά: Βγάζει ~ ~. ΣΥΝ. λεφτά με τη σέσουλα/με το τσουβάλι/με (την) ουρά, δει δη χρημάτων βλ. δει, έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου βλ. στάση, κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα βλ. κολυμπώ, ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται βλ. κρύβω, πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος βλ. μέτρο [< αρχ. χρῆμα]

χρώμα

χρώμα [χρῶμα] χρώ-μα ουσ. (ουδ.) {χρώμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. οπτική εντύπωση που προκαλείται, όταν το φως ανακλάται στις επιφάνειες αντικειμένων ή απορροφάται από αυτές: βυσσινί/εκρού/κίτρινο/κρεμ/κυπαρισσί/μοβ/μπεζ/πράσινο/ροζ/τιρκουάζ ~. Ανοιχτά/γήινα/ματ/μεταλλικά/μουντά/ουδέτερα/παστέλ/σκούρα/φωσφοριζέ ~ατα. Οι αποχρώσεις/οι διαβαθμίσεις/η ένταση/ο κορεσμός/ο τόνος/η φωτεινότητα ενός ~ατος. Υφάσματα διαφορετικού ~ατος. Φορέματα σε πολλά σχέδια και ~ατα. Γκάμα/ποικιλία/συνδυασμοί ~άτων. Η θάλασσα έχει μπλε ~. Το φυσικό μου ~ (μαλλιών) είναι καστανό/ξανθό. Το ~ των ματιών της είναι γαλανό/μελί. (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) Το ~ (= η χρώση) του βλεννογόνου/των ιστών. ~ατα που δεν ταιριάζουν μεταξύ τους. Πβ. χρωματισμός.|| Θεωρία/κλίμακα/φάσμα των ~άτων.|| (Για έντονα ~ατα σε αντίθεση προς το άσπρο, το μαύρο και το γκρι:) Πανδαισία ~άτων και αρωμάτων/ήχων. Τα ~ατα και το φως κυριαρχούν στον χώρο. Παίζω με τα ~ατα (: τα συνδυάζω με δημιουργικό τρόπο). 2. η αντίστοιχη ιδιότητα ως συμβολισμός ή χαρακτηριστικό γνώρισμα: τα ~ατα της ελληνικής σημαίας/μιας ομάδας. Αγωνίζεται με τα εθνικά ~ατα.|| Το ~ της υγείας (: ροδαλό). Τριαντάφυλλα στο ~ του πάθους (: κόκκινα). Φορά ανοιξιάτικα ~ατα.|| Τα ~ατα των φύλλων της τράπουλας. 3. ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. ουσία σε ρευστή μορφή και σε διάφορες αποχρώσεις, η οποία χρησιμοποιείται για τον χρωματισμό επιφανειών: υγρό ~. ~ μετάλλων. Αδιάβροχα/ακρυλικά/ανεξίτηλα/πυράντοχα/συνθετικά/φυσικά/χημικά ~ατα. Επιστρώσεις/κηλίδες ~ατος. Αντοχή του ~ατος. ~ατα διαγράμμισης/επιπλοποιίας. ~ατα οικολογικά/ήπιας χημείας. ~ σε σπρέι. Επιλέγω το ιδανικό ~ για τους τοίχους. Πβ. βερνίκι, μπογιά, χρωστική.|| Γυάλισμα/προστασία ~ατος αυτοκινήτου.|| ~ατα ζωγραφικής. Τα ~ατα της παλέτας. Βλ. κηρο-, ξυλο-μπογιά, μαρκαδόρος, τέμπερα.|| Αραιωμένα ~ατα. Ανάμειξη ~άτων.|| (για τα ρούχα:) Ευαίσθητα ~ατα (: που ξεβάφουν, ξεθωριάζουν στο πλύσιμο). Βλ. υδρόχρωμα. ΣΥΝ. βαφή (2) 4. (ειδικότ.) χροιά της επιδερμίδας: ~ (= χρωματισμός, χρώση) του δέρματος. Ισότητα ανεξαρτήτως ~ατος.|| Έχει κάνει ωραίο ~ (: έχει μαυρίσει).|| Δεν μ’ αρέσει το ~ του (: είναι ωχρός). Έφυγε το ~ απ' το πρόσωπό του (: χλόμιασε). Έχασε το ~ του από τη ζήλια/τον θυμό/το κακό του (: κιτρίνισε, πρασίνισε).|| Αλλάζει ~ατα σαν τον χαμαιλέοντα (: η γνώμη του είναι ευμετάβλητη). 5. (μτφ.) ιδιαίτερο γνώρισμα, χαρακτηριστικό στοιχείο: συγκέντρωση με πολιτικό ~. Νησί με παραδοσιακό ~ και αιγαιοπελαγίτικο στιλ. Στα ~ατα και τον ρυθμό του καρναβαλιού. Τα πυροτεχνήματα έδωσαν ένα άλλο ~ στη βραδιά (: νότα, πινελιά). Πβ. ιδιαιτερότητα, τόνος, ύφος.|| Συζήτηση χωρίς ~ (: άχρωμη· πβ. ενδιαφέρον, ζωντάνια). 6. ΠΛΗΡΟΦ. ψηφιακή αναπαράσταση, απεικόνιση της αντίστοιχης ιδιότητας: ~ γεμίσματος. Το ~ του φόντου. Απόδοση/βαθμονόμηση/επεξεργασία/επιλογή/ποιότητα/προσθήκη ~ατος. Ψηφιακό ~ υψηλής ποιότητας. Ανάλυση ~ατος ... μπιτ. Εκτύπωση ... ~άτων. Βλ. ματζέντα, φωτεινότητα.|| (σε κινητό τηλέφωνο/τηλεόραση:) Οθόνη ... ~άτων.|| (ΤΗΛΕΠ.) Αποκωδικοποιητής ~ατος. 7. (μτφ.) ηχόχρωμα: το ~ της φωνής. Πβ. χροιά, χρωματισμός. Βλ. εκφραστικότητα. 8. (στο πόκερ) χέρι που αποτελείται από πέντε μη συνεχόμενα χαρτιά του ίδιου συμβόλου: (Έκανε/έχει) ~ στον βαλέ. Βλ. κέντα. 9. ΦΥΣ. κβαντικός αριθμός των κουάρκ. ● Υποκ.: χρωματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αφαιρετικά χρώματα: που δημιουργούνται από την ανάμειξη προσθετικών χρωμάτων., βασικά/κύρια χρώματα & (σπάν.) πρωτεύοντα χρώματα: που δεν μπορούν να παραχθούν από τη σύνθεση άλλων χρωμάτων· ειδικότ. μπλε, κίτρινο, κόκκινο. [< γαλλ. couleurs primitives] , δευτερεύοντα χρώματα & παράγωγα χρώματα: που δημιουργούνται από την ανάμειξη βασικών χρωμάτων., ζεστά/θερμά χρώματα: κόκκινο, κίτρινο, πορτοκαλί (και οι αποχρώσεις τους). , θερμοκρασία χρώματος: ΦΥΣ. ο βαθμός απόχρωσης του φωτός που εκπέμπει μια φωτεινή πηγή. [< αγγλ. colour temperature, 1916] , κορεσμένο χρώμα: που δεν έχει αναμειχθεί με το άσπρο· κατ' επέκτ. έντονο βαθύ χρώμα: εκτύπωση με άριστο ~ ~. [< αγγλ. saturated colour] , προσθετικά χρώματα: βασικά χρώματα τα οποία, όταν συνδυάζονται μεταξύ τους, σχηματίζουν όλα τα υπόλοιπα., συμπληρωματικά χρώματα (συνήθ. ένα βασικό και ένα δευτερεύον): αυτά που, όταν συνδυάζονται στις σωστές αναλογίες, δίνουν το λευκό., ψυχρά/κρύα χρώματα: μπλε, μοβ, γκρι, πράσινο (και οι αποχρώσεις τους)., βάθος χρώματος βλ. βάθος, διαχωρισμός χρωμάτων βλ. διαχωρισμός, παλέτα χρωμάτων βλ. παλέτα, πλαστικό χρώμα βλ. πλαστικός, σκοτωμένο κόκκινο/χρώμα βλ. σκοτώνω, τα χρώματα της ίριδας βλ. ίριδα ● ΦΡ.: με (τα πιο) ζοφερά/μελανά χρώματα & με (τα πιο) μαύρα χρώματα (μτφ.): με τρόπο παραστατικό όσον αφορά τις δυσκολίες, τα εμπόδια ή τα αρνητικά σημεία: Περιγράφει ~ ~ την κατάσταση., παίρνω χρώμα (προφ.) 1. μαυρίζω: Έχει πάρει ~ απ' την ηλιοθεραπεία/τον ήλιο. 2. αποκτώ συγκεκριμένη απόχρωση: Το δωμάτιο θα πάρει ~ με τις καινούργιες κουρτίνες. Ο ουρανός, το δειλινό, ~ει υπέροχα ~ατα. 3. αποκτώ ενδιαφέρον: Ο αγώνας πήρε ~. 4. (για φαγητό) ροδίζω: Ψήνετε τα κουλουράκια μέχρι να ~ουν ~., άλλαξε χρώμα/δέκα/χίλια χρώματα βλ. αλλάζω [< αρχ. χρῶμα, γαλλ. couleur, αγγλ. colo(u)r, chroma]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.