Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • ανακρυστάλλωση [ἀνακρυστάλλωση] α-να-κρυ-στάλ-λω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΧΗΜ. μέθοδος καθαρισμού μιας χημικής ένωσης από ξένες προσμίξεις, μέσω των διαδοχικών κρυσταλλώσεών της. 2. εκ νέου κρυστάλλωση· (ειδικότ. ΓΕΩΧ.) δημιουργία νέας κρυσταλλικής δομής μέσα από διαδικασία υψηλής πίεσης και θερμοκρασίας που υφίστανται τα άτομα ή τα μόρια πετρώματος ή μεταλλεύματος. [< γαλλ. récristallisation, περ. 1950]
  • βιογεωχημικός , ή, ό βι-ο-γε-ω-χη-μι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: βιογεωχημικός κύκλος: ΓΕΩΧ. συνεχής, κυκλική μετακίνηση των χημικών στοιχείων και ενώσεων ανάμεσα στο ανόργανο περιβάλλον και τους ζωντανούς οργανισμούς ενός οικοσυστήματος: ο ~ ~ του αζώτου/άνθρακα. [< αγγλ. biogeochemical, 1929, γαλλ. biogéochimique]
  • γεωχημεία γε-ω-χη-μεί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ): ΓΕΩΧ. επιστήμη με αντικείμενο τη χημική σύσταση του φλοιού της Γης και τις μεταβολές που αυτός υφίσταται: αναλυτική/θαλάσσια/οργανική/περιβαλλοντική ~. ~ αερίων/εδαφών/ιζημάτων/πετρωμάτων/υδάτων. Βλ. γεω-λογία, -φυσική, πετροχημεία. [< γαλλ. géochimie, αγγλ. geochemistry, 1902]
  • γεωχημικός , ή, ό γε-ω-χη-μι-κός επίθ.: ΓΕΩΧ. που σχετίζεται με τη γεωχημεία: ~ή: ανάλυση. ~ές: ανωμαλίες. Βλ. βιο~. [< γαλλ. géochimique, αγγλ. geochemical]
  • κύκλος κύ-κλος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΕΩΜ. σχήμα που ορίζεται από κλειστή, καμπύλη γραμμή της οποίας όλα τα σημεία έχουν την ίδια απόσταση από ένα σταθερό σημείο, το κέντρο του: εγγεγραμμένος/περιγεγραμμένος/τριγωνομετρικός ~. Ακτίνα/διάμετρος/εμβαδόν/περίμετρος/περιφέρεια/τόξο/χορδή ~ου. Ορθογώνιοι ~οι. Ευθεία που εφάπτεται στον/τέμνει τον ~ο. Έκανε/σχεδίασε/χάραξε έναν τέλειο ~ο με τον διαβήτη.|| Σημειώστε με ~ο (= κυκλώστε) τη σωστή απάντηση. 2. (κατ' επέκτ.) ό,τι έχει κυκλικό σχήμα: μαύροι ~οι γύρω/κάτω από τα μάτια (: μελανά σημάδια λόγω αϋπνίας, κούρασης· σακούλες). Ο τσάμικος χορεύεται σε ~ο. Οι ομάδες σχημάτισαν ~ο. Τα παιδιά κάθονται σε ~ο. Βλ. ημικύκλιο.|| Ολυμπιακοί ~οι (: οι πέντε διαφορετικού χρώματος ~οι που συμβολίζουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες). Βλ. δακτύλιος.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Μέγιστοι ~οι της ουράνιας σφαίρας (: οι νοητοί ~οι που διέρχονται από τους πόλους της). Βλ. ουράνιος μεσημβρινός.|| (για κίνηση, πορεία, τροχιά) Ο ~ του ρολογιού (βλ. ώρα). Το αεροπλάνο έκανε ~ους πάνω από τον διάδρομο προσγείωσης. Η Σελήνη διαγράφει έναν (πλήρη) ~ο γύρω από τη Γη. Βλ. δίσκος. 3. για φαινόμενα, καταστάσεις, γεγονότα που παρουσιάζουν περιοδικότητα· η διάρκειά τους: ο ~ των εποχών (βλ. έτος).|| (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) Αναπαραγωγικός ~ (συνήθ. ζώων). Ο ~ του ύπνου στα νεογέννητα είναι σύντομος. Ο ορμονικός ~. (ειδικότ., εμμηνόρροια, περίοδος) Ο ~ μου είναι κάθε είκοσι οκτώ/τριάντα μέρες. Έχω άστατο (βλ. καθυστέρηση)/σταθερό ~ο.|| Η ίωση θα κάνει τον ~ο της και σύντομα θα γίνεις καλά.|| Η ιστορία κάνει ~ους (: επαναλαμβάνεται). Έκλεισε οριστικά/ολοκληρώθηκε/συνεχίζεται ο ~ βίας και αίματος. Πβ. ανακύκληση.|| (ΜΗΧΑΝΟΛ.) Αστικός/μικτός/συνδυασμένος ~ (κατανάλωσης καυσίμου) ... λίτρα ανά 100 χλμ.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Ημερήσιος λειτουργικός ~. Εβδομαδιαίος ~ των Ακολουθιών.|| (ΟΙΚΟΝ.) Βραχυχρόνιοι/μακροχρόνιοι/μεσοχρόνιοι ~οι.|| Βλ. μεγάκυκλοι. 4. σύνολο δραστηριοτήτων ή έργων, κυρ. πνευματικού, καλλιτεχνικού χαρακτήρα, που σχετίζονται με ορισμένο θέμα ή πεδίο: νέος ~ διαλόγου (για την παιδεία)/επισκέψεων (του πρωθυπουργού στην Ευρώπη)/προβολών/συναντήσεων/συναυλιών (του συγκροτήματος)/συνομιλιών (πβ. γύρος). Εγκαινιάζεται ο εκπαιδευτικός/θεματικός ~ ... Η έναρξη του ~ου (= της σειράς) μαθημάτων θα γίνει στις ... του μηνός. Άρχισε/ξεκίνησε/ολοκληρώθηκε/πραγματοποιείται/συνεχίζεται ο (εισαγωγικός/πρώτος/τελευταίος) ~ διαλέξεων/ομιλιών/σεμιναρίων με θέμα ...|| (ΜΟΥΣ.) ~ τραγουδιών για πιάνο και φωνή. Το έργο ανήκει στον ~ο των κουαρτέτων για κρουστά.|| (ειδικότ. σε εκπαιδευτικά ιδρύματα) Βασικός/(μετα/προ)πτυχιακός/τετραετής ~ σπουδών. Έγινε δεκτός/εγγράφηκε/φοιτά στον επόμενο ~ο (βλ. εξάμηνο, έτος).|| (ΤΗΛΕΟΡ.) Νέος ~ επεισοδίων.|| Κάτι (δεν) εμπίπτει/εντάσσεται στον ~ο των ενδιαφερόντων/καθηκόντων της. Πβ. εύρος, σφαίρα, φάσμα.|| (ΦΙΛΟΛ., έμμετρες ή πεζές αφηγήσεις που αφορούν συγκεκριμένο ήρωα, μύθο) Ακριτικός/αργοναυτικός/τρωικός ~. 5. {συνηθέστ. στον πληθ.} ομάδα ατόμων που συνδέονται με συγγενική, φιλική, επαγγελματική ή άλλου είδους κοινωνική σχέση· περιβάλλον, περίγυρος: Ο γάμος έγινε σε κλειστό/στενό οικογενειακό και φιλικό ~ο. Έχει μεγάλο ~ο (: γνωρίζει πολύ κόσμο). Με το διαδίκτυο μπορεί να διευρύνει τον ~ο των γνωριμιών του. Είναι ιδιαίτερα γνωστή στους καλλιτεχνικούς και λογοτεχνικούς ~ους. Σύμφωνα με (έγκυρους) εισαγγελικούς/εκκλησιαστικούς/κυβερνητικούς/οικονομικούς ~ους ... Ακαδημαϊκοί/διπλωματικοί/εκπαιδευτικοί/νομικοί/στρατιωτικοί/τραπεζικοί ~οι κάνουν λόγο για ... ~οι της αντιπολίτευσης/του υπουργείου αναμένουν/αναφέρουν/δηλώνουν/επιμένουν/θεωρούν/σχολιάζουν/υποστηρίζουν ότι ...|| (για ανώτερη συνήθ. κοινωνική τάξη) Δεν ανήκει/προσπαθεί να μπει στον ~ο μας. Κάνει παρέα μόνο με άτομα του ~ου της. Βλ. κλίκα, σινάφι, φάρα, φατρία. 6. φυσική διαδικασία ή φαινόμενο αποτελούμενο από διαδοχικές φάσεις που ολοκληρώνονται επιστρέφοντας στην αρχική κατάσταση και επαναλαμβάνονται συνέχεια: (ΓΕΩΧ.) ο ~ του αζώτου/άνθρακα/θείου/νερού (= υδρολογικός ~)/οξυγόνου/φωσφόρου. Ο ~ της ύλης.|| Αναπνευστικός (βλ. εισπνοή, εκπνοή)/καρδιακός (βλ. συστολή, διαστολή) ~. 7. ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου κατά το οποίο μια περίοδος, πρόταση ή ένας στίχος αρχίζει και τελειώνει με την ίδια λέξη ή φράση. ● Υποκ.: κυκλάκι (το): κυρ. στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: βιολογικός κύκλος: ΒΙΟΛ. τα στάδια από τα οποία περνά ένας ζωικός ή φυτικός οργανισμός μέχρι τον θάνατο (π.χ. γέννηση, ανάπτυξη): Ο ~ ~ του παρασίτου διαρκεί από τέσσερις ως σαράντα μέρες. [< αγγλ. biological cycle] , δημοσιογραφικοί κύκλοι: όρος που χρησιμοποιείται για να αποφύγει κάποιος να κατονομάσει τη δημοσιογραφική πηγή πληροφόρησης: Όπως εκτιμούν ~ ~ ..., έμμηνος/καταμήνιος/γεννητικός/εμμηνορροϊκός κύκλος & ο κύκλος (της γυναίκας): ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την κυκλική μεταβολή των ορμονών του φύλου κατά την αναπαραγωγική ηλικία της γυναίκας και συνήθ. διαρκεί είκοσι οκτώ μέρες: φυσιολογικός ~ ~. Ανωμαλίες/διαταραχές/ρύθμιση του ~ού ~ου. Βλ. οιστρογόνα, προγεστερόνη, ωορρηξία., κύκλος επαφών: σειρά συναντήσεων, συνομιλιών ή δραστηριοτήτων: ευρύς ~ ~. Αρχίζει νέος ~ ~ με τους επιστημονικούς φορείς. Ολοκληρώθηκε ο (πρώτος) ~ ~ του ..., κύκλος εργασιών: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των εσόδων, πωλήσεων επιχείρησης σε ορισμένη χρονική περίοδο: αύξηση/ενίσχυση/μείωση/πτώση του ετήσιου ~ου ~. Η εταιρεία διευρύνει τον ~ο ~ της. Ο ενοποιημένος ~ ~ του ομίλου για την τριμηνία ανήλθε στα ... εκατομμύρια ευρώ/σημείωσε άνοδο ... %/υποχώρησε κατά ... %. Πβ. τζίρος.|| (παλαιότ.) Φόρος ~ου ~. Πβ. ΦΠΑ., κύκλος ζωής 1. τα στάδια από την παραγωγή ενός προϊόντος μέχρι το τέλος της χρησιμότητάς του: ο ~ ~ επιχειρησιακού προγράμματος/λογισμικού/συστήματος. Ανάλυση ~ου ~ (: εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων προϊόντος, διεργασίας ή δραστηριότητας). Οχήματα τέλους ~ου ~ (: αυτά που τίθενται εκτός κυκλοφορίας). 2. & ο κύκλος της ζωής: η πορεία ενός οργανισμού από τη γέννηση ως τον θάνατο. [< αγγλ. life cycle] , κύκλος ποιότητας: ομάδα υπαλλήλων εταιρείας που συνήθ. εθελοντικά πραγματοποιούν τακτικές συναντήσεις με σκοπό την επίλυση προβλημάτων ποιότητας και τη βελτίωση της απόδοσης των ίδιων και των συναδέλφων τους. [< αγγλ. quality circle, 1980] , αρκτικός κύκλος βλ. αρκτικός1, βιογεωχημικός κύκλος βλ. βιογεωχημικός, έγκυροι κύκλοι βλ. έγκυρος, έκκεντροι κύκλοι βλ. έκκεντρος, επικός κύκλος βλ. επικός, ζωδιακός (κύκλος)/ζωδιακή ζώνη βλ. ζωδιακός, ηλιακός κύκλος βλ. ηλιακός, θερμοδυναμικός κύκλος βλ. θερμοδυναμικός, θηβαϊκός κύκλος βλ. θηβαϊκός, κατακόρυφος κύκλος βλ. κατακόρυφος, κύκλος (του) αίματος βλ. αίμα, οικονομικός κύκλος βλ. οικονομικός, ομόκεντροι κύκλοι βλ. ομόκεντρος, παράλληλος (κύκλος) βλ. παράλληλος, σεληνιακός κύκλος/κύκλος του Μέτωνα βλ. σεληνιακός, τροπικός (κύκλος) βλ. τροπικός, ψυκτικός κύκλος βλ. ψυκτικός, ωριαίος κύκλος βλ. ωριαίος ● ΦΡ.: κύκλοι (ανά δευτερόλεπτο): ΦΥΣ. (στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων) μονάδα μέτρησης της συχνότητας: Το ανθρώπινο αυτί αντιλαμβάνεται ήχους από 20 ως 20.000 ~ους ~. ΣΥΝ. χερτζ, του κύκλου τα γυρίσματα (προφ.): για να δηλωθεί το ευμετάβλητο της ζωής, της τύχης. Πβ. έχει ο καιρός γυρίσματα., ανοίγει ο κύκλος βλ. ανοίγω, κύκλος/γύρος συζητήσεων βλ. συζήτηση, μη μου τους κύκλους τάραττε! βλ. ταράζω, τετραγωνίζω τον κύκλο βλ. τετραγωνίζω, τετραγωνισμός του κύκλου βλ. τετραγωνισμός, φαύλος κύκλος βλ. φαύλος [< 1: αρχ. κύκλος 2,3,4,5,6: γαλλ. cycle, cercle, αγγλ. cycle, πβ. γερμ. Zyklus 7: μτγν. ~]

αίμα

αίμα [αἷμα] αί-μα ουσ. (ουδ.) {αίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΙΑΤΡ. το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στην καρδιά, τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή αγγεία του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών ζώων και κατ' επέκτ. των ασπόνδυλων, μεταφέροντας οξυγόνο και τις αναγκαίες για τον οργανισμό ουσίες και απομακρύνοντας τις άχρηστες: αναλυτής/απώλεια/δείγμα/θρόμβος/ίχνη/καλλιέργεια/κηλίδες/ορός/προσφορά/ροή/χορήγηση/φιάλη ~ατος. Οι λειτουργίες/τα λιπίδια/οξυγόνωση/πηκτικότητα/παράγωγα/το πλάσμα/σάκχαρο/συστατικά του ~ατος. Ασθένειες του ~ατος (βλ. αν-, λευχ-, σηψ-, υπερ-αιμία). Λεκές από ~. Ανιχνεύτηκαν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο ~. Έκθεση σε μολυσμένο ~. Έδωσε/πρόσφερε ~ (: έγινε αιμοδότης). Χρειάζεται επειγόντως ~. Βγήκε/έτρεξε ~ από τη μύτη του/την πληγή. Του πήραν ~ (για εξέταση). Εμφάνισε ~ στα ούρα. Έχει πολύ ~ (: κατά την έμμηνο ρύση). Τα χέρια του γέμισαν ~/~ατα. (εμφατ.) Το κουνούπι τού ήπιε/ρούφηξε το ~. Βλ. αιμο-πετάλιο, -σφαίρια.|| (στον πληθ., για δήλωση μεγάλης ποσότητας) Τον είδε μες στα ~ατα.|| (μτφ.) Το καρπούζι είναι/στάζει ~ (: είναι πολύ κόκκινο, ζουμερό). 2. (μτφ.) ζωτική δύναμη, το ίδιο το άτομο, η ζωή του: Αυτό το σπίτι είναι το ~ του (: ο ιδρώτας, ο κόπος, ο μόχθος του). Σου έδωσα το ~ μου (: την ψυχή)/το ~ της καρδιάς μου! 3. (μτφ.) καταγωγή, συγγένεια και συνεκδ. ο συγγενής: Έχει/κυλάει αριστοκρατικό/βασιλικό/ελληνικό/τσιγγάνικο ~ στις φλέβες του. Είμαστε ένα/το ίδιο ~ (πβ. όμαιμος). (επίσ.) Εξ ~ατος διαδοχή/καταγωγή.|| (συνεκδ.) Ό, τι κι αν κάνει, είναι ~ μου και δεν μπορώ να του κρατήσω κακία. Τον πρόδωσε το ίδιο του το ~. 4. (μτφ.) φόνος: ταινίες με πολύ ~. Ζητά εκδίκηση για το ~ αθώων. Διψά για ~. (προτρεπτικά) ~ στο ~ (: ο φόνος πρέπει να πληρωθεί με φόνο, βλ. βεντέτα). Θυσίες/ποτάμι ~ατος (: για αιματοχυσία).|| Το πρώτο ~ (: οι πρώτοι νεκροί του αγώνα/πολέμου). Το ~ των ηρώων/μαρτύρων (= η θυσία). ● ΣΥΜΠΛ.: ακάθαρτο αίμα: το αίμα που περιέχει ουσίες τις οποίες αποβάλλει ο οργανισμός: Από την καρδιά το ~ ~ οδηγείται στους πνεύμονες., γαλάζιο αίμα: αριστοκρατική καταγωγή: Έχει ~ ~ (: είναι γαλαζοαίματος). Στις φλέβες του κυλά/ρέει ~ ~., δεσμός αίματος {συνηθέστ. στον πληθ.}: σχέση συγγένειας και κατ' επέκτ. δυνατής φιλίας: ~ ~ μεταξύ γονέα και παιδιού. Τους ενώνουν/συνδέουν (άρρηκτοι/ακατάλυτοι) ~οί ~.|| (μτφ.) Μεταξύ των εταιρειών υπάρχει ~ ~. [< γερμ. die Bande des Blutes] , εξέταση/ανάλυση/τεστ αίματος: ΙΑΤΡ. εξέταση δείγματος αίματος με σκοπό τον καθορισμό της ομάδας αίματος, την ύπαρξη παθολογικού ή κληρονομικού παράγοντα: γενική/διαγνωστική/ειδική/μικροβιολογική ~ ~. Ανοσολογικές/βιοχημικές/εξειδικευμένες αναλύσεις ~. ~ ~ και ούρων. ~ ~ για την ανίχνευση ιού/μεσογειακή αναιμία. Διάγνωση της νόσου με μία απλή ~ ~. Έκανε γενική (ενν. εξέταση) αίματος. [< αγγλ. blood test, 1912] , κρύο αίμα: ψυχραιμία., κύκλος (του) αίματος: διαδοχικοί φόνοι, αιματοχυσία., λήψη αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται αίμα με σύριγγα (για εργαστηριακές εξετάσεις). ΣΥΝ. αιμοληψία, λουτρό αίματος (μτφ.): αιματοχυσία: Σύγκρουση που εξελίχθηκε/κατέληξε σε (απίστευτο/φρικιαστικό) ~ ~ αμάχων. [< γαλλ. bain de sang] , μαύρο/σκοτωμένο αίμα (εμφατ.): το σκούρο κόκκινο αίμα ή αυτό που προέρχεται από χτύπημα ή προκαλείται από ασθένεια: Άνοιξε η πληγή και βγήκε/έτρεξε ~ ~., μετάγγιση αίματος: ΙΑΤΡ. μετάγγιση. [< γαλλ. transfusion sanguine] , νέο αίμα (μτφ.): νέοι άνθρωποι με ανανεωτικές, προοδευτικές και πρωτοπόρες ιδέες σε κάποιον χώρο, τομέα: Χρειαζόμαστε ~ ~ στον αθλητισμό/στη Βουλή. Το ~ ~ (: προσωπικό) που θα στελεχώσει την εταιρεία. [< αγγλ. new blood] , ντόπινγκ αίματος: ΑΘΛ. μετάγγιση ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αθλητή, συνήθ. πριν από αγώνα, που του είχαν αφαιρεθεί παλιότερα, για να αυξηθεί η ικανότητα οξυγόνωσης του οργανισμού του: Έλεγχος ~ ~. [< αγγλ. blood doping, 1973] , ομάδα αίματος & (σπάν.) τύπος αίματος: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κατηγοριοποίηση του αίματος με βάση την παρουσία ή απουσία ειδικών αντιγόνων στα ερυθρά αιμοσφαίρια: ~ ~ A, B, AB, 0. Βλ. ρέζους. [< αγγλ. blood group/type, 1916] , όρκος αίματος: όρκος που επισφραγίζεται με χύσιμο αίματος: δεμένοι με ~ο ~. Έδωσαν ~ο ~ (: για αιώνια πίστη και αφοσίωση)., πήξη του αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία το αίμα μετατρέπεται σε αδιάλυτο σύνολο (πήγμα): Τα αιμοπετάλια βοηθούν στην ~ ~. Βλ. αιμορροφιλία, αντιπηκτικό, προθρομβίνη., πίεση (του) αίματος: ΙΑΤΡ. πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων: αυξημένη/διαστολική/συστολική/υψηλή/φυσιολογική/χαμηλή (αρτηριακή) ~ ~. [< αγγλ. blood pressure] , το αίμα του Ιησού/Κυρίου/Χριστού: ΕΚΚΛΗΣ. ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας: Κοινωνώ/μεταλαμβάνω (το) σώμα και (το) ~ ~., τράπεζα αίματος: χώρος συλλογής, επεξεργασίας και αποθήκευσης αίματος με σκοπό τη διάθεσή του για μεταγγίσεις και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος οργανισμός: Δίνω αίμα στην ~ ~. [< γερμ. Blutbank] , φόρος αίματος (μτφ.): μεγάλος αριθμός βίαιων θανάτων συνήθ. σε πολεμική επιχείρηση, αιματοχυσία, ατύχημα: ~ ~ στην άσφαλτο. Βαρύ ~ο ~ πλήρωσαν οι στρατιώτες στο πεδίο της μάχης., κυκλοφορία του αίματος βλ. κυκλοφορία ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος: με κοινή οκογενειακή καταγωγή: Έχουν/συνδέονται με συγγένεια ~ ~ δεύτερου/πρώτου βαθμού. Είναι συγγενείς ~ ~ σε ευθεία/πλάγια γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία, αίμα και άμμος!: (για χαρακτηρισμό έκρυθμων καταστάσεων) μεγάλη φασαρία, πολλά επεισόδια εξαιτίας οξυμμένων αντιπαραθέσεων ή έντονου φανατισμού: Έγινε ~ ~ στη διαδήλωση. Θα γίνει ~ ~ στο αυριανό ντέρμπι. Πβ. τα έκαναν γυαλιά καρφιά., ανάβουν τα αίματα: προκαλείται αντιπαράθεση, μεγάλη ένταση, θυμός: Άναψαν ~ στον αγωνιστικό χώρο/στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου., βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα: κινητοποιώ κάποιον να αναμειχθεί με κάτι ή παρασύρομαι να εμπλακώ σε αυτό: Τον έβαλε/μπήκε ~ να ασχοληθεί με την πολιτική., βουτηγμένος στο αίμα 1. για πρόσωπο που αιμορραγεί. 2. για εγκληματία: Είναι ~ ~ από τα αλλεπάλληλα φονικά.|| (σπανιότ.) Βούτηξε τα χέρια του ~ αθώων (: τους σκότωσε)., βράζει/κοχλάζει το αίμα (μτφ.): για μεγάλη ζωντάνια, ενεργητικότητα και έντονες ορμές: Νέοι είναι, ~ ~ τους., δεν έχει αίμα μέσα/στις φλέβες του/σταγόνα αίμα μέσα του/δεν τρέχει/κυλάει αίμα στις φλέβες του (μτφ.): δεν έχει αισθήματα, μένει ασυγκίνητος μπροστά στον ανθρώπινο πόνο: Εσύ δεν έχεις αίμα (μέσα/πάνω) σου/δεν κυλάει αίμα στις φλέβες σου! Είσαι εντελώς αναίσθητος!, δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι): δίνω τη ζωή μου, θυσιάζομαι για κάτι: Έδωσαν ~ τους για τη λευτεριά/την πατρίδα/την πίστη., είναι/το έχω στο αίμα μου: έχω την τάση να κάνω κάτι, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα μου, το έχω εκ γενετής: Το ψέμα είναι ~ της (: στη φύση, στο είναι της, μέσα της). [< γαλλ. dans le sang] , κάποιος/κάτι μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι/την πίεση (μτφ.-εμφατ.): με εξοργίζει, με κάνει έξω φρενών: Η απραξία/ο δόλος του μου ανέβασε ~. Με τα καμώματά της ~ ~., κατουρώ/ξερνώ αίμα: αποβάλλω αίμα από τα αντίστοιχα σημεία του σώματος: (κ. μτφ. ως απειλή) Θα σε κάνω να κατουρήσεις/ξεράσεις ~., κολυμπώ/πλέω/λούζομαι στο αίμα (μτφ.): είμαι γεμάτος αίμα, συνήθ. ως αποτέλεσμα μεγάλης αιμορραγίας ή πολλαπλών τραυμάτων., λερώνω τα χέρια μου με αίμα (μτφ.): διαπράττω φόνο: Λέρωσε τα χέρια του ~ αδερφικό., με αίμα (μτφ.) 1. με φόνο: Η προσβολή/ο φόνος/το αίμα θα ξεπλυθεί ~ ~. 2. με αιματοχυσία, με προσφορά, στέρηση της ζωής κάποιου (για την επίτευξη ανώτερου σκοπού): γη βαμμένη/ποτισμένη ~ ~. 3. με κόπους, με βάσανα και στερήσεις: Ό,τι απέκτησε, το απέκτησε ~ ~ (και δάκρυα/θυσίες/ιδρώτα/πόνο)., με πήραν τα αίματα (προφ.): άρχισα να χάνω αίμα, αιμορραγώ (εξαιτίας τραυματισμού)., μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος & (λόγ.) μέχρι τελευταίας ρανίδος: για αγώνα ή προσπάθεια που γίνεται μέχρι(ς) εσχάτων: Υπερασπίστηκαν την ελευθερία ~ του αίματός τους. Θα παλέψουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος., μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή & (σπάν.) μου έσπασε τη χολή (μτφ.): με τρόμαξε πολύ: Μου ~ψες ~! Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος που του ~ ~.|| Μου κόπηκε ~ από τον φόβο (= κατατρόμαξα)., πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου (μτφ.): τρόμαξα πολύ, παρέλυσα από τον φόβο: Η είδηση/ο σεισμός ~ ~ στις φλέβες μας., παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου & παίρνω το δίκιο μου πίσω (μτφ.): εκδικούμαι: Είναι αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πίσω για την ταπείνωση που υπέστη., πνίγω στο αίμα (μτφ.): καταστέλλω κάτι με βίαιο τρόπο, προκαλώντας τον θάνατο πολλών ατόμων: Η διαδήλωση/εξέγερση/στάση ~ηκε ~.|| Ο τόπος ~ηκε ~ από τα εχθρικά στρατεύματα (= αιματοκυλίστηκε)., πότισε με το αίμα του: θυσιάστηκε για κάτι: ~σαν ~ τους το δέντρο της λευτεριάς. ~σε την πατρική γη με ~. Η σημαία ποτίστηκε με ~ των αγωνιστών. Γη ποτισμένη με αίμα ηρώων/μαρτύρων., σιγά τα αίματα! (προφ.-ειρων.): απαξιωτική απάντηση σε απειλή ή για κατάσταση που θεωρείται σοβαρή ή προκαλεί φόβο: (καλέ) ~ ~, μας τρόμαξες! ~ ~, ρε μεγάλε/παλικαράδες!, το αίμα νερό δεν γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί δεν καταλύονται: Αδέρφια είναι, όσο κι αν τσακώνονται, στο τέλος τα ξαναβρίσκουν. ~ ~!, τραβάει το αίμα μου (κάτι) (μτφ.): έχω την τάση, ρέπω προς κάτι συνήθ. αρνητικό: Την τραβάει ~ του την απατεωνιά. Το τραβάει ~ του να τσακώνεται με τους άλλους., φτύνω αίμα 1. (μτφ.) βασανίζομαι σκληρά, ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, για να επιτύχω κάτι: Καθημερινά ~ει ~ για το μεροκάματο. Έφτυσε ~ για να βγάλει το Πανεπιστήμιο/να μεγαλώσει τα παιδιά του. (απειλητ.) Θα τον κάνω να ~σει ~! Πβ. δεινοπαθώ, μαρτυρώ, παιδεύομαι, χτικιάζω. 2. έχω αιμόπτυση., χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα: προκαλείται αιματοχυσία, θάνατος από σκοτωμό, ατύχημα ή προσωπική θυσία: Έχει χυθεί πολύ αίμα/έχουν χυθεί ποτάμια αίματος στην άσφαλτο (: για τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα).|| Θα χυθεί πολύ αίμα στον αυριανό αγώνα (ΣΥΝ. θα γίνει χαμός)!, βάφτηκε με/στο αίμα βλ. βάφω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, έγραψε (κάτι) με το αίμα του βλ. γράφω, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, υπογράφω με το αίμα μου βλ. υπογράφω, χύνω αίμα/ιδρώτα βλ. χύνω [< αρχ. αἷμα, γαλλ. sang]

ανοίγω

ανοίγω [ἀνοίγω] α-νοί-γω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άνοι-ξα, ανοί-χτηκε (λόγ.) -χθηκε, -γμένος, ανοιγ-όμενος, ανοίγ-οντας} 1. μετακινώ, αφαιρώ οτιδήποτε κρατάει κλειστό κάτι, καθιστώντας δυνατή την πρόσβαση σε αυτό ή την (οπτική) επαφή με το εσωτερικό του: ~ την πόρτα (: ξεκλειδώνω ή γυρίζω το πόμολο). ~ το ψυγείο. ~ξε (διάπλατα) τα παντζούρια/το παράθυρο. (ελλειπτ.) ~ξέ μου να μπω (ενν. την πόρτα)! (προφ.) ~ξαν το σπίτι/το χρηματοκιβώτιο (= το διέρρηξαν).|| Στο αεροδρόμιο τού ζήτησαν να ~ξει την τσάντα του.|| ~ το καπάκι/την κονσέρβα (με το ανοιχτήρι)/το μπουκάλι. ~ξε την κατσαρόλα (= ξεσκέπασε).|| ~ το κιβώτιο/μπαούλο.|| ~ το φερμουάρ (πβ. ξεκουμπώνω).|| ~ τις κουρτίνες (= τραβώ).|| (βγάζω το περιτύλιγμα:) ~ το δέμα/τα δώρα/το πακέτο (πβ. ξεπακετάρω, ξετυλίγω).|| ~χτηκε η διαθήκη. Πβ. αποσφραγίζω.|| ~ την εφημερίδα. Ανοίξτε το βιβλίο στην πρώτη σελίδα!|| Το ντουλάπι δεν ~ει, έχει κολλήσει/φρακάρει! Το κουτί ~ει από πάνω. Βλ. μισ~, ξαν~. ΑΝΤ. κλείνω (1) 2. απλώνω κάτι διπλωμένο ή πτυσσόμενο: ~ την ομπρέλα/τον χάρτη. ΑΝΤ. κλείνω.|| ~ ζύμη/φύλλο για πίτα.|| Ανοίξτε τα χέρια σας (= τεντώστε)!|| Καναπές που ~ει και γίνεται κρεβάτι.|| ~ξαν τα μπουμπούκια (= άνθισαν, έσκασαν). 3. θέτω σε λειτουργία συσκευή (συνήθ. με το πάτημα κουμπιού): ~ το ραδιόφωνο/την τηλεόραση/τον υπολογιστή. ΣΥΝ. ανάβω.|| Πώς ~ει το κινητό σου; ΑΝΤ. κλείνω (3), σβήνω (2) 4. απελευθερώνω τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου, περιστρέφοντας ή πατώντας τον μηχανισμό που εμποδίζει την παροχή του: (μτβ.) ~ τη βαλβίδα/στρόφιγγα. Μπορείς να ~ξεις το φως (= να το ανάψεις. ΑΝΤ. σβήνω);|| (αμτβ.) Ο διακόπτης ~ει με κάρτα.|| ~ την ένταση της τηλεόρασης (= αυξάνω). ΑΝΤ. κλείνω (5) 5. δημιουργώ εσοχή, κενό (συνήθ. στην επιφάνεια της γης): ~ μια λακκούβα (στο έδαφος/στο χώμα). ~χτηκαν λαγούμια/χαντάκια. ΣΥΝ. σκάβω.|| ~ξε πέρασμα ανάμεσα στο πλήθος.|| (κατ' επέκτ., για δημιουργία πληγής:) ~ξε ο ασθενής (= έπαθε κατακλίσεις). 6. ελευθερώνω χώρο από οτιδήποτε εμποδίζει το πέρασμα ή δημιουργεί στενότητα: ~ξε ο δρόμος στα χωριά που είχαν αποκλειστεί. (προφ.) Ανοίξτε να περάσω (= κάν(ε)τε τόπο)!|| ~ξαν τα σύνορα (= είναι ελεύθερη η επικοινωνία μεταξύ των χωρών). ΑΝΤ. κλείνω (9) 7. κάνω έναρξη σε κάτι, ξεκινώ: ~ λογαριασμό καταθέσεων.|| (για επαγγελματική δραστηριότητα:) ~ γραφείο/επιχείρηση/εστιατόριο (πβ. ιδρύω). ~ξε νέο κατάστημα (= εγκαινιάστηκε). Πότε ~εις το ιατρείο (ενν. μετά τις διακοπές); Το μαγαζί δεν θα ~ξει στις γιορτές (= θα μείνει κλειστό). ~ξαν τα σχολεία!|| (μτφ.) Την εκδήλωση θα ~ξει (με ομιλία του) ο ... (= θα προλογίσει). ~ξε τη συζήτηση (= άρχισε πρώτος). ~ξαν διάλογο με ... ~ξε θέμα ηγεσίας. Έχει ~ξει παρτίδες με τον υπόκοσμο. ~ει μια νέα περίοδος/ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις των δύο κρατών. Χώρα που ~ει δίαυλο επικοινωνίας/συνεργασίας με τις γειτονικές της. ~ει το Τριώδιο (= μπαίνει). ΑΝΤ. κλείνω (4) 8. ΠΛΗΡΟΦ. εμφανίζω τα περιεχόμενα αρχείου ή προγράμματος στην οθόνη υπολογιστή (συνήθ. με διπλό κλικ στο εικονίδιό του): ~ το έγγραφο/το λινκ/το παράθυρο.|| Δεν ~ει η (ιστο)σελίδα. 9. (αμτβ.) αυξάνεται το πλάτος μου, γίνομαι πιο ευρύς: Με τον καιρό τα παπούτσια θα ~ξουν και δεν θα σε στενεύουν.|| (μτφ.) ~ει το χάσμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις (= μεγαλώνει). 10. δίνω σε κάτι πιο φωτεινή απόχρωση: ~ τα μαλλιά μου (ΣΥΝ. ξανοίγω). 11. γράφω το πρώτο από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: Ανοίξτε εισαγωγικά.|| ~ει παρένθεση. ΑΝΤ. κλείνω (12) 12. (προφ.) χειρουργώ: Τον ~ξαν.ανοίγεται: εκτείνεται, απλώνεται: Μπροστά μας ~ η θάλασσα.|| (μτφ.) ~ονται νέες δυνατότητες/ευκαιρίες/προοπτικές. Το κόμμα ~ στην κοινωνία (= κάνει άνοιγμα). ● Παθ.: ανοίγομαι 1. εξωτερικεύω τον ψυχικό μου κόσμο, εκδηλώνομαι: Δεν ~ εύκολα σε αγνώστους. Πβ. ανοίγω την καρδιά μου. 2. απομακρύνομαι από κάποιο χώρο: (από τη στεριά) Η βάρκα ~χτηκε στο πέλαγος. Μπήκαμε στο σκάφος και ~χτήκαμε στη θάλασσα. Πβ. βγαίνω στ' ανοιχτά, ξεμακραίνω.|| (για οδηγό:) ~χτηκε αριστερά, για να κάνει προσπέραση.|| (από τον χώρο της άμυνας στο ποδόσφαιρο:) Οι αντίπαλοι ~χτηκαν, αφήνοντας κενά στην αμυντική γραμμή. 3. διευρύνω, επεκτείνω τις δραστηριότητές μου, πνευματικές, οικονομικές· ξοδεύω υπέρμετρα, ξανοίγομαι: Χώρες που ~ονται στις νέες τεχνολογίες.|| (προφ.) Ας μην ~όμαστε (πολύ), έχουμε και έξοδα! ● Μτχ.: ανοιγόμενος , η, ο: που μπορεί να ανοίξει: ~η: οροφή (βλ. αίθριο). ~o: τραπέζι. Μηχανισμός αυτόματα/ηλεκτρικά/υδραυλικά ~. ~ καναπές που γίνεται κρεβάτι (: αναδιπλούμενος, πτυσσόμενος). Παράθυρα συρόμενα, ~α και ανακλινόμενα. ● ΦΡ.: ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου: χαίρομαι: ~ ~ όταν τον βλέπω!, ανοίγει η τύχη μου: βελτιώνεται πολύ η κατάστασή μου (ύστερα από απροσδόκητα θετικό συμβάν): Κέρδισε το λαχείο και ~ξε ~ του., ανοίγει ο κύκλος: αρχίζει να λαμβάνει χώρα μια σειρά δραστηριοτήτων (που αναμένονται να διαρκέσουν αρκετές ημέρες): ~ ~ των απολογιών/διαπραγματεύσεων/κινητοποιήσεων., ανοίγω (τον) δρόμο 1. (μτφ.) δημιουργώ τις προϋποθέσεις (για κάτι συνήθ. θετικό): Οι νέες τεχνολογίες ~ουν ~ προς τη/στη γνώση.|| ~ξε ο δρόμος για την προαγωγή του. 2. δημιουργώ πέρασμα: ~ξε ~ με τους αγκώνες του/ανάμεσα στο πλήθος., ανοίγω δουλειές (σε κάποιον) (προφ.): βάζω κάποιον σε μπελάδες, του προκαλώ προβλήματα: Μου έχεις ~ξει ~ με τα καμώματά σου!, ανοίγω ευκαιρίες: δημιουργώ νέες δυνατότητες: Σπουδές που ~ουν ~ στη (/για τη) ζωή.|| ~ουν/~ονται ~ που πρέπει να τις αξιοποιήσουμε (= παρουσιάζονται)., ανοίγω σπίτι (μτφ.-προφ.): παντρεύομαι: Είναι ώρα ν' ανοίξεις κι εσύ ~ (= να νοικοκυρευτείς)!, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) (μτφ.): τον διαφωτίζω, τον αφυπνίζω: Μας ~ξε ~ και καταλάβαμε την απάτη. ΑΝΤ. κλείνω τα μάτια (κάποιου) (1), ανοίγω τα μάτια μου: ξυπνώ· κατ' επέκτ. ανακαλύπτω την αλήθεια: Με το που ~ξε ~ του ... || ~ξε ~ σου επιτέλους να δεις τι γίνεται (= ξεστραβώσου)!, ανοίγω την αγκαλιά μου 1. απλώνω τα χέρια μου για να αγκαλιάσω κάποιον: ~ξε ~ του και την έσφιξε στο στήθος του. 2. (μτφ.) υποδέχομαι κάποιον ζεστά, με στοργή: Ιατροί και νοσηλευτές ~ξαν ~ τους στα παιδιά., ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον): εξωτερικεύω, εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι που σκέφτομαι ή που με απασχολεί: (Μου) ~ξε ~ του και μου μίλησε για τα προβλήματά του (= μου ανοίχτηκε). Πβ. εξομολογούμαι, βγάζω τα (ε)σώψυχά μου., ανοίγω την όρεξη/(μου)ανοίγει η όρεξη: προκαλώ επιθυμία για φαγητό/έχω έντονη επιθυμία για κάτι: Γεύσεις/πιάτα που ~ουν ~.|| (μτφ.) Η ανοδική πορεία της οικονομίας έχει ανοίξει την ~ των εταιρειών για νέες (επενδυτικές) δραστηριότητες., ανοίγω το σκορ: σημειώνω το πρώτο γκολ ή καλάθι: Οι φιλοξενούμενοι ~ξαν ~.|| Το σκορ ~ει με δυνατό σουτ του ..., ανοίγω τον φάκελο (μτφ.): ξεκινώ τη διερεύνηση μιας υπόθεσης: Δημοσιογράφος που έχει αποφασίσει να ~ξει ~ της δολοφονίας.|| ~ξε ο φάκελος της διαφθοράς., ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) (μτφ.-προφ.): (απειλητ. ή ως έκφρ. δυσαρέσκειας) τον χτυπώ στο κεφάλι: Θα σου ~ξω/σπάσω το ~!, άνοιξαν οι ουρανοί: σε περιπτώσεις πολύ δυνατής βροχής: ~ ~ και άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς/ρίχνει καρεκλοπόδαρα., ν' ανοίξει/ν' άνοιγε η γη (και) να με καταπιεί (μτφ.): να εξαφανιστώ, να χαθώ από όλους και από όλα: Αισθάνθηκα τόσο άσχημα/ντράπηκα τόσο πολύ, που μακάρι ν' άνοιγε ~ ~!|| Αν λέω ψέματα, ν' ανοίξει ~ ~., ανοίγει (νέους) ορίζοντες βλ. ορίζοντας, ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους βλ. δρόμος, ανοίγει ο καιρός βλ. καιρός, ανοίγει ο ουρανός βλ. ουρανός, ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της βλ. πύλη, ανοίγει το κουτί της Πανδώρας βλ. Πανδώρα, ανοίγει τους ασκούς/τον ασκό του Αιόλου βλ. ασκός, ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες βλ. μυαλό, ανοίγει/κλείνει το κεφάλαιο βλ. κλείνω, ανοίγει/ματώνει η μύτη μου βλ. μύτη, ανοίγει/ξύνει (παλιές) πληγές βλ. ξύνω, ανοιγμένα κεφάλια βλ. κεφάλι, ανοίγουν/κλείνουν οι κάλπες βλ. κάλπη, ανοίγω (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, ανοίγω ιστορίες βλ. ιστορία, ανοίγω λογαριασμούς βλ. λογαριασμός, ανοίγω πανιά βλ. πανί, ανοίγω πυρ βλ. πυρ, ανοίγω σαμπάνιες βλ. σαμπάνια, ανοίγω τα στραβά μου βλ. στραβός, ανοίγω την πόρτα της εξόδου βλ. πόρτα, ανοίγω το βήμα/τον βηματισμό μου βλ. βήμα, ανοίγω το στόμα μου βλ. στόμα, ανοίγω τον χορό βλ. χορός, ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά (μου) βλ. φτερό, ανοίγω/δείχνω/φανερώνω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, ανοίγω/κλείνω μέτωπα βλ. μέτωπο, ανοίγω/κλείνω τον αέρα βλ. αέρας, ανοίγω/τεντώνω/τσιτώνω τ' αυτιά μου/τ(ο) αυτί βλ. αυτί, άνοιξαν οι κρουνοί/καταρράκτες του ουρανού βλ. κρουνός, άνοιξε η γη και τον κατάπιε/λες και τον κατάπιε η γη/σαν να τον κατάπιε η γη βλ. καταπίνω, αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, γυρίζω/ανοίγω (μια) νέα σελίδα βλ. σελίδα, δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον βλ. πόρτα, δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι βλ. μύτη, κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο βλ. κάνω, πιάνω/ανοίγω κουβέντα με/σε κάποιον βλ. κουβέντα, σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία βλ. σηκώνω, σκάβω/ανοίγω τον λάκκο (κάποιου) βλ. λάκκος, τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη βλ. τρώω [< αρχ. ἀνοίγω, αγγλ. open, γαλλ. ouvrir, γερμ. öffnen]

αρκτικός1

αρκτικός1, ή, ό [ἀρκτικός] αρ-κτι-κός επίθ.: που βρίσκεται στον ή γύρω από τον Βόρειο Πόλο ή σχετίζεται με αυτόν: ~ή: αλεπού/ζώνη/θάλασσα/τούνδρα. ~ό: κλίμα. ~οί: πάγοι. ~ές: χώρες. Πβ. βόρειος, πολικός. Βλ. αντ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αρκτικός κύκλος & βόρειος πολικός κύκλος: ΓΕΩΓΡ. ο βορειότερος νοητός γεωγραφικός παράλληλος του ισημερινού της Γης. [< αρχ. ἀρκτικός, γαλλ. arctique, αγγλ. arctic]

βιογεωχημικός

βιογεωχημικός, ή, ό βι-ο-γε-ω-χη-μι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: βιογεωχημικός κύκλος: ΓΕΩΧ. συνεχής, κυκλική μετακίνηση των χημικών στοιχείων και ενώσεων ανάμεσα στο ανόργανο περιβάλλον και τους ζωντανούς οργανισμούς ενός οικοσυστήματος: ο ~ ~ του αζώτου/άνθρακα. [< αγγλ. biogeochemical, 1929, γαλλ. biogéochimique]

δακτύλιος

δακτύλιος δα-κτύ-λι-ος ουσ. (αρσ.) {δακτυλί-ου | -ων, -ους} (λόγ.) 1. & κυκλοφοριακός δακτύλιος: κεντρική συνήθ. περιοχή μεγάλης πόλης, οριζόμενη περιφερειακά από οδούς, εντός της οποίας ισχύει η εκ περιτροπής κίνηση των οχημάτων, με στόχο την κυκλοφοριακή αποσυμφόρηση: εξωτερικός/εσωτερικός/μεγάλος/μικρός ~. Εκτός/εντός ~ου. Τα όρια του ~ου. Εφαρμόζεται/καταργείται ο ~. Δεν μπαίνω στον ~ο, σήμερα κυκλοφορούν τα ζυγά/μονά. 2. εξάρτημα που έχει μορφή δαχτυλιδιού: (ΤΕΧΝΟΛ.) ελαστικός/προστατευτικός/ρυθμιστικός/στεγανοποιητικός ~. ~ διαμέτρου εικοσιπέντε χιλιοστών. ~ από αλουμίνιο/ατσάλι. ~ ανάρτησης/ασφάλισης/προσαρμογής/σύσφιξης (= ροδέλα). (ΗΛΕΚΤΡ.) Ο ~ διαρρέεται από ρεύμα.|| (ΙΑΤΡ.) Γαστρικός ~ (: τοποθετείται με λαπαροσκόπηση γύρω από το στομάχι για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, βλ. ενδογαστρικό μπαλόνι). 3. ΑΣΤΡΟΝ. φωτεινή ζώνη που περιβάλλει ουράνιο σώμα και αποτελείται από σωματίδια (σκόνη, αέρια, θραύσματα): αμυδρός/πολικός ~. Οι ~οι του Κρόνου/Ουρανού/Ποσειδώνα.|| ~ σκοτεινής ύλης. 4. κλειστό δίκτυο, σύστημα: (ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ.) οπτικός ~ (: με οπτικές ίνες). Τοπολογία ~ου (: είδος σύνδεσης μεταξύ των κόμβων δικτύου).|| ~ ηλεκτρικής ενέργειας/φυσικού αερίου. 5. ΒΙΟΛ. τμήμα οργάνου ή σώματος των έμβιων όντων σε σχήμα δαχτυλιδιού: ινώδης/πυελικός/σαλπιγγικός ~.|| (ΖΩΟΛ.) Θωρακικός/κοιλιακός ~ (: σε αρθρόποδα και σκουλήκια). 6. ΒΟΤ. καθένας από τους ομόκεντρους κύκλους στην τομή κορμού, μίσχου, ρίζας, ο οποίος σχηματίζεται σε διάστημα ενός χρόνου: ετήσιος ~. ~ ανάπτυξης/αυξητικός ~. 7. ΜΑΘ. αλγεβρική δομή, η οποία ικανοποιεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις και αποτελείται από ένα σύνολο R, το οποίο διαθέτει δύο διμελείς πράξεις, αθροιστική και πολλαπλασιαστική: ~ διαίρεσης. Ο ~ των πολυωνύμων. Θεωρία ~ων. ● ΣΥΜΠΛ.: περιφερειακός δακτύλιος & δακτύλιος: αυτοκινητόδρομος που παρακάμπτει την αστική περιοχή, μεταφέροντας την κίνηση στις παρυφές της πόλης. [< αγγλ. ring road] [< αρχ. δακτύλιος, γαλλ. anneau 1: αγγλ. ring]

δίσκος

δίσκος δί-σκος ουσ. (αρσ.) 1. ΜΟΥΣ. κυκλικό, επίπεδο και με μικρές αυλακώσεις αντικείμενο από βινύλιο, το οποίο, περιστρεφόμενο σε πικάπ ή γραμμόφωνο, επιτρέπει την αναπαραγωγή των ήχων που έχουν εγγραφεί σε αυτό· κατ΄επέκτ. τα τραγούδια ή οι συνθέσεις που περιέχονται σε αυτό· καταχρ. μουσικό σιντί: συλλεκτικός ~. Ελληνικοί/λαϊκοί/ξένοι ~οι. ~οι 33/45/78 στροφών. Βλ. EP2, LP. Έβγαλε/κυκλοφόρησε/παρουσίασε τον νέο του/τον πρώτο του προσωπικό ~ο (: δισκογραφική δουλειά). Πβ. άλμπουμ. 2. σκεύος σερβιρίσματος, συνήθ. κυκλικό και επίπεδο: ασημένιος/ξύλινος ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Άγιος ~ (= δισκάριο). Η περιφορά του ~ου. 3. ΠΛΗΡΟΦ. στρογγυλό, επίπεδο, μεταλλικό ή πλαστικό μέσο αποθήκευσης δεδομένων: μαγνητικός ~ (: επιστρωμένος με μαγνητικό υλικό για την εγγραφή των πληροφοριών). Ψηφιακός (ευέλικτος/πολυμορφικός) ~ (: στον οποίο η πληροφορία είναι εγγεγραμμένη σε ψηφιακή μορφή· βλ. ντιβιντί, σιντί). Μνήμη/μονάδα ~ου. Αφαιρούμενοι ~οι. 4. ΑΘΛ. το όργανο της δισκοβολίας, το οποίο, στη σύγχρονη μορφή του, είναι μια στρογγυλή, ξύλινη ή πλαστική πλάκα με στεφάνη και κέντρο από μέταλλο· συνεκδ. η δισκοβολία: σφαίρα, ~, ακόντιο. Ρίψη ~ου. Έριξε/πέταξε τον ~ο στα 62 μ. και 37 εκ.|| ~ ανδρών/γυναικών. Χρυσό μετάλλιο στον ~ο. 5. (γενικότ.) αντικείμενο ή σχηματισμός στρογγυλής και σχετικά επίπεδης μορφής: (μεταλλικός) ~ κοπής σιδήρου. Πβ. τροχός.|| (ΑΘΛ.) Πήλινος ~ (: χρησιμοποιείται ως στόχος σε αγώνες σκοποβολής. Βλ. σκιτ).|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Ο ~ της Φαιστού.|| (ΜΗΧΑΝΟΛ.) Οι ~οι του αυτοκινήτου (= δισκόφρενα).|| (λογοτ.) Ο πύρινος/φωτεινός/χρυσός ~ του ήλιου (= ηλιακός ~). Ο ασημένιος ~ της σελήνης (= σεληνιακός ~).|| (ΒΙΟΛ.) Εμβρυϊκός ~ (: περιοχή του γονιμοποιημένου ωαρίου).|| ~οι ντεμακιγιάζ. ● Υποκ.: δισκάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: οπτικός δίσκος: ΠΛΗΡΟΦ. στρογγυλή επίπεδη πλάκα, με ειδική επικάλυψη, για την αποθήκευση ψηφιακού υλικού (κειμένου, μουσικής ή οπτικών εικόνων), το οποίο μπορεί να ανακληθεί με τη χρήση ακτίνων λέιζερ. Βλ. μπλου ρέι, ντιβιντί, σιντί. [< αγγλ. optical disk, 1977] , σκληρός δίσκος & (προφ.) σκληρός: ΠΛΗΡΟΦ. άκαμπτος μαγνητικός δίσκος τοποθετημένος μόνιμα στην κεντρική μονάδα ή φορητός, ο οποίος αποτελεί το κύριο αποθηκευτικό μέσο των Η/Υ: χωρητικότητα ~ού ~ου: ... γιγαμπάιτ. Ελεύθερος χώρος στον ~ό ~ο. Βλ. δισκέτα, φλασάκι. [< αγγλ. hard disk, 1978] , εύκαμπτος δίσκος βλ. εύκαμπτος, ιπτάμενος δίσκος βλ. ιπτάμενος, μεσοσπονδύλιος δίσκος βλ. μεσοσπονδύλιος, πλατινένιος δίσκος βλ. πλατινένιος, πλευστός δίσκος βλ. πλευστός, χρυσός δίσκος βλ. χρυσός ● ΦΡ.: περιφέρει/βγάζει δίσκο/τον δίσκο της επαιτείας (ειρων.): για κάποιον που ζητά χρήματα, οικονομική βοήθεια. [< 1: γαλλ. disque, περ. 1900, 2,5: μτγν. δίσκος 3: αγγλ. disc, 1947, 4: αρχ. δίσκος]

έγκυρος

έγκυρος, η, ο [ἔγκυρος] έ-γκυ-ρος επίθ. (λόγ.) 1. που έχει νομική ή άλλη ισχύ, είναι αποδεκτός, σύμφωνος με τους κανονισμούς: ~ος: γάμος/διαγωνισμός/κωδικός/φορέας (πβ. αρμόδιος). ~η: άδεια/απόδειξη/βεβαίωση/ημερομηνία/(πιστωτική) κάρτα/σύμβαση. ~ο: άλμα/διαβατήριο/έγγραφο/εισιτήριο/πιστοποιητικό/ψηφοδέλτιο. ~ες: μέθοδοι. ~α: (στατιστικά) στοιχεία (= ακριβή). ΑΝΤ. άκυρος (1) 2. αξιόπιστος και με κύρος: ~ος: αναλυτής. ~η: άποψη/έρευνα/εφημερίδα/μαρτυρία/μετάφραση. ~ο: δελτίο ειδήσεων/λεξικό/περιοδικό/σάιτ. ~οι: νομικοί/παρατηρητές. ~ες: εκδόσεις/εκτιμήσεις/πηγές/πληροφορίες. ~α: δεδομένα/τεστ. ~η και έγκαιρη ενημέρωση. Πβ. έγκριτος, επίσημος. ΑΝΤ. αναξιόπιστος ● ΣΥΜΠΛ.: έγκυροι κύκλοι: ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ. καλά πληροφορημένες πηγές. [< μεσν. έγκυρος, γαλλ. valable, valide]

εισπνοή

εισπνοή [εἰσπνοή] εισ-πνο-ή ουσ. (θηλ.): η πράξη που εκτελεί όποιος εισπνέει και το αποτέλεσμά της: ήρεμη/παθητική ~. ~-εκπνοή. Λήψη κορτιζονούχων φαρμάκων με ~. Πάρτε μια βαθιά ~! Πβ. αναπνοή. ΑΝΤ. εκπνοή (1) [< αρχ. εἰσπνοή]

έκκεντρος

έκκεντρος, η, ο [ἔκκεντρος] έκ-κε-ντρος επίθ. (λόγ.): που δεν συμπίπτει με το κέντρο κύκλου ή περιστρεφόμενου άξονα: ~η: κίνηση/τροχιά. ~ο: τριβείο. ● ΣΥΜΠΛ.: έκκεντροι κύκλοι: ΓΕΩΜ. δύο μη ομόκεντροι κύκλοι, από τους οποίους ο ένας περιέχεται μέσα στον άλλο. [< μτγν. ἔκκεντρος]

εξάμηνο

εξάμηνο [ἑξάμηνο] ε-ξά-μη-νο ουσ. (ουδ.) {εξαμήν-ου | -ων}: χρονική περίοδος που έχει διάρκεια έξι μηνών ή αντιστοιχεί στο μισό ακαδημαϊκό έτος: πρακτική εξάσκηση για ένα ~.|| Το δεύτερο ~ σπουδών/φοίτησης. Εργασίες ~ου. Πρόγραμμα διδασκαλίας/εξετάσεων/μαθημάτων τρέχοντος ~ου. ● ΣΥΜΠΛ.: εαρινό εξάμηνο βλ. εαρινός, χειμερινό εξάμηνο βλ. χειμερινός [< αρχ. ἑξάμηνος]

επικός

επικός, ή, ό [ἐπικός] ε-πι-κός επίθ. 1. ΦΙΛΟΛ. που έχει σχέση με το αρχαίο έπος: ~ός: ήρωας. ~ή: γλώσσα/παράδοση/ποίηση. ~οί: στίχοι. ~ά, λυρικά και δραματικά στοιχεία. 2. (μτφ.) που παραπέμπει σε έπος, έχει μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα ή χαρακτηρίζεται από μεγαλείο, ηρωισμό: ~ή: μουσική/παραγωγή/ταινία. ~ές: μάχες/συγκρούσεις. Συγκλονιστικό μυθιστόρημα ~ών διαστάσεων.|| ~ός: αγώνας. ή: αναμέτρηση/νίκη. ~ό: πάρτι (= εντυπωσιακό, καταπληκτικό). || ~ή: απάντηση (: που έγραψε ιστορία, ιστορική, καταπληκτική). ~ή: αποτυχία/γκάφα (: πολύ μεγάλη) . Πβ. ηρω-, θρυλ-, μυθ-ικός, μεγαλειώδης. ● ΣΥΜΠΛ.: επικά μέρη: ΦΙΛΟΛ. (στην τραγωδία) ο πρόλογος, τα επεισόδια και η έξοδος. Βλ. λυρικά μέρη., επικός κύκλος: ΦΙΛΟΛ. σύνολο επικών ποιημάτων (περ. 800-500 π.Χ.) που δεν ανήκουν στον Όμηρο ή τον Ησίοδο. [< 1: μτγν. ἐπικός 1, 2: γαλλ. épique, αγγλ. epic, epical]

ζωδιακός

ζωδιακός, ή, ό ζω-δι-α-κός επίθ.: ΑΣΤΡΟΛ. που σχετίζεται με τα ζώδια: ~ός: αστερισμός/χάρτης. ~ή: πρόβλεψη. ~ό: έτος/ημερολόγιο/σύμβολο. Πίνακας ~ών θέσεων.|| (στο αρσ. ως ουσ.) Τα δώδεκα ζώδια του ~ού (ενν. κύκλου). ● ΣΥΜΠΛ.: ζωδιακό φως: ΑΣΤΡΟΝ. αμυδρό φως γύρω από τη ζωδιακή ζώνη, το οποίο προκαλείται από τη διάχυση του ηλιακού φωτός και είναι ορατό πριν από την ανατολή και μετά τη δύση του ήλιου., ζωδιακός (κύκλος)/ζωδιακή ζώνη: ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. νοητή ζώνη της ουράνιας σφαίρας μέσα στην οποία τοποθετείται η κίνηση του Ήλιου· υποδιαιρείται σε δώδεκα ίσα μέρη, τα οποία παίρνουν το όνομά τους από τους βασικούς αστερισμούς (ζώδια). [< αρχ. ζῳδιακός, γαλλ. zodiaque, αγγλ. zodiac]

ηλιακός

ηλιακός, ή, ό [ἡλιακός] η-λι-α-κός επίθ. 1. ΑΣΤΡΟΝ. που σχετίζεται με τον Ήλιο: ~ός: δίσκος/πυρήνας. ~ή: ακτινοβολία/ατμόσφαιρα (βλ. φωτό-, χρωμό-σφαιρα)/δραστηριότητα/θερμότητα/καταιγίδα/μάζα/περιστροφή/τροχιά/Φυσική. ~ό: κάτοπτρο/τηλεσκόπιο/φως. ~ές: ακτίνες. Βλ. εξω~.|| (ΘΡΗΣΚ.) ~ή: θεότητα/λατρεία. ~ό: σύμβολο. 2. ΤΕΧΝΟΛ. που αξιοποιεί την ενέργεια του ήλιου: ~ός: (ενεργειακός) σταθμός. ~ή: γεννήτρια/μονάδα. Βλ. φωτοβολταϊκός.|| (ΟΙΚΟΛ.) ~ός: φούρνος. ~ή: θέρμανση/μπαταρία/τεχνολογία. ~ό: αυτοκίνητο (βλ. ηλεκτρικό αυτοκίνητο)/σπίτι. 3. που αναφέρεται στην υπεριώδη ακτινοβολία του ήλιου ή προκαλείται από αυτή: ~ή: έκθεση.|| ~ό: ερύθημα. ~ά: εγκαύματα. Βλ. αντ~. ● επίρρ.: ηλιακά ● ΣΥΜΠΛ.: ηλιακές εκλάμψεις/εκρήξεις: ΑΣΤΡΟΝ. ισχυρές εκρήξεις στο στέμμα και τη χρωμόσφαιρα του Ήλιου, οι οποίες εμφανίζονται κυρ. γύρω από ηλιακές κηλίδες και προκαλούν την απελευθέρωση μαγνητικής ενέργειας. [< αγγλ. solar flares, 1938, solar eruptions, 1937] , ηλιακή ενέργεια: ΦΥΣ. που προέρχεται από τη σύντηξη πυρήνων υδρογόνου στον Ήλιο. Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας., ηλιακή κυψέλη & ηλιακό κύτταρο/στοιχείο: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. φωτοβολταϊκό στοιχείο. [< αγγλ. solar cell, 1955] , ηλιακή σταθερά: ΜΕΤΕΩΡ. η ποσότητα της ηλιακής ενέργειας στο εξωτερικό όριο της ατμόσφαιρας, όταν η Γη βρίσκεται στη μέση απόστασή της από τον Ήλιο, την οποία δέχεται επιφάνεια ενός τετραγωνικού εκατοστού, όπου πέφτουν κάθετα οι ακτίνες του Ήλιου. [< γαλλ. constante solaire] , ηλιακό πάρκο: ΟΙΚΟΛ. μεγάλη έκταση με εγκαταστάσεις, ηλιακές κυψέλες-φωτοβολταϊκά κύτταρα, για την παραγωγή ρεύματος από την ηλιακή ενέργεια. [< αγγλ. solar park] , ηλιακό στέμμα & ηλιακή κορόνα: ΑΣΤΡΟΝ. λευκή άλως, πολύ θερμή και αραιή, η οποία αποτελεί την εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου. [< γαλλ. couronne solaire] , ηλιακό σύστημα ΑΣΤΡΟΝ. 1. (συνήθ. με κεφαλ. τα αρχικά Η, Σ) που αποτελείται από τον Ήλιο, τους οκτώ πλανήτες που περιστρέφονται σε ελλειπτικές τροχιές γύρω από αυτόν, τους δορυφόρους τους, καθώς και από αστεροειδείς, κομήτες και μετεωρίτες: το ~/πλανητικό μας ~. Βλ. γαλαξίας. 2. κάθε παρόμοιο αστρικό σύστημα, που περιφέρεται γύρω από έναν ή περισσότερους ήλιους. [< γαλλ. système solaire] , ηλιακό χωριό: ΟΙΚΟΛ. οικιστικό συγκρότημα κατοικιών που χρησιμοποιούν παθητικά και ενεργητικά ηλιακά συστήματα., ηλιακός θερμοσίφωνας & (προφ.) ηλιακός: ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα θέρμανσης νερού, το οποίο αποτελείται από επίπεδο ηλιακό συλλέκτη, συνδεδεμένο με δεξαμενή αποθήκευσης νερού: ~ ~ ανοιχτού/κλειστού κυκλώματος. Τοποθέτηση ~ού ~α στην ταράτσα. Πβ. ηλιακός θερμοσυσσωρευτής. Βλ. ηλεκτρικός θερμοσίφωνας., ηλιακός κύκλος : ΑΣΤΡΟΝ. η περιοδικά εμφανιζόμενη ηλιακή δραστηριότητα, η οποία διαρκεί περ. έντεκα χρόνια., ηλιακός χρόνος: ΑΣΤΡΟΝ. τοπική ώρα που βασίζεται στην ηλιακή ημέρα: αληθής/μέσος ~ ~. Βλ. αστρικός χρόνος. [< αγγλ. solar time] , έκλειψη Ηλίου βλ. έκλειψη, ενεργητικά/θερμικά ηλιακά συστήματα βλ. ενεργητικός, ηλιακές κηλίδες βλ. κηλίδα, ηλιακές προεξοχές βλ. προεξοχή, ηλιακή ημέρα βλ. ημέρα, ηλιακό ημερολόγιο βλ. ημερολόγιο, ηλιακό ιστίο βλ. ιστίο, ηλιακό ρολόι βλ. ρολόι, ηλιακό/τροπικό έτος βλ. έτος, ηλιακός άνεμος βλ. άνεμος, ηλιακός κλιματισμός βλ. κλιματισμός, ηλιακός συλλέκτης βλ. συλλέκτης, παθητικά ηλιακά συστήματα βλ. παθητικός [< μτγν. ἡλιακός, αγγλ. solar, γαλλ. solaire]

ημικύκλιο

ημικύκλιο [ἡμικύκλιο] η-μι-κύ-κλι-ο ουσ. (ουδ.) {ημικυκλί-ου} 1. οτιδήποτε έχει ημικυκλικό σχήμα: το ~ του αρχαίου θεάτρου/του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου (: η αίθουσα συνεδριάσεων)/της μεγάλης περιοχής (: σε γήπεδο ποδοσφαίρου). 2. ΓΕΩΜ. καθένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζεται ο κύκλος από μια διάμετρό του: ακτίνα/εφαπτομένη/κέντρο ~ου. Πβ. ημιπεριφέρεια. Βλ. τεταρτημόριο. [< αρχ. ἡμικύκλιον, γαλλ. hémicycle]

θερμοδυναμικός

θερμοδυναμικός, ή, ό θερ-μο-δυ-να-μι-κός επίθ.: ΦΥΣ. που είναι σχετικός με τη θερμοδυναμική: ~ός: βαθμός (απόδοσης)/νόμος. ~ή: ανάλυση/θερμοκρασία/θεωρία. ~ό: αξίωμα/μοντέλο. ~ές: εξισώσεις/μεταβολές. ~ά μεγέθη και ιδιότητες υλικών.|| ~ή στατιστική/φυσική. ● ΣΥΜΠΛ.: θερμοδυναμική ισορροπία: κατάσταση κατά την οποία οι θερμικές, μηχανικές, χημικές ιδιότητες θερμοδυναμικού συστήματος παραμένουν αμετάβλητες., θερμοδυναμικό σύστημα: σύνολο σωματιδίων που ανταλλάσσουν ενέργεια με το περιβάλλον και μεταξύ τους σε μορφή θερμότητας ή έργου., θερμοδυναμικός κύκλος: ΜΗΧΑΝΟΛ. το σύνολο των διαδοχικών θερμοδυναμικών διαδικασιών σε μηχανή εσωτερικής καύσης. [< γαλλ. thermodynamique, αγγλ. thermodynamic]

θηβαϊκός

θηβαϊκός, ή, ό θη-βα-ϊ-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη Θήβα ή/και τους Θηβαίους. ● ΣΥΜΠΛ.: θηβαϊκός κύκλος: ΑΡΧ. η ιστορία της μυθικής οικογένειας των Λαβδακιδών και τα θεατρικά έργα που αναφέρονται σε αυτήν. [< αρχ. Θηβαϊκός]

κατακόρυφος

κατακόρυφος, η/ος, ο κα-τα-κό-ρυ-φος επίθ. 1. ΦΥΣ.-ΜΑΘ. που σχηματίζει ορθή γωνία με οριζόντιο επίπεδο και έχει κατεύθυνση από πάνω προς τα κάτω: ~ος: αγωγός/άξονας/προσανατολισμός/σωλήνας/τοίχος. ~η: απόσταση/βολή/γωνία/διάταξη/διεύθυνση/δύναμη/επιφάνεια/μετατόπιση/πίεση/προβολή/ροή/στήλη. ~ο: ρήγμα. Ισορροπία σε ~η θέση. Πβ. κάθετος. ΑΝΤ. οριζόντιος (1) 2. (μτφ.) για κάτι που εκδηλώνεται ξαφνικά και σε πολύ μεγάλο βαθμό: ~η: άνοδος (των τιμών)/κάμψη/μεταβολή/πτώση (των πωλήσεων). Πβ. δραματ-, ριζ-ικός. ΣΥΝ. κάθετος (2) ● Ουσ.: κατακόρυφο (το): ΑΣΤΡΟΝ. το ύψιστο σημείο της ουράνιας σφαίρας, στο οποίο αυτή τέμνεται από την κατακόρυφο του τόπου., κατακόρυφος & (σπάν.) κατακόρυφη (η) 1. ΓΕΩΜ. ενν. γραμμή: διανυσµατική διαφορά της ~ου και της καθέτου. Σώματα που βρίσκονται στην ίδια ~ο. 2. ΓΥΜΝ. (ενν. στάση του σώματος) άσκηση κατά την οποία ο αθλούμενος, στηριζόμενος στα χέρια, σηκώνει τα πόδια τεντωμένα προς τα πάνω. 3. ΑΣΤΡΟΝ. κάθετη προς τον ορίζοντα νοητή γραμμή της ουράνιας σφαίρας, η οποία διέρχεται από το ζενίθ και το ναδίρ. ● επίρρ.: κατακόρυφα ● ΣΥΜΠΛ.: κατακόρυφος κύκλος: ΑΣΤΡΟΝ. η κατακόρυφος. ● ΦΡ.: στο κατακόρυφο (μτφ.): στο ύψιστο σημείο, στο αποκορύφωμα: Η αγωνία βρίσκεται/ήταν/έφθασε ~ ~. Πβ. απόγειο, ζενίθ. [< γαλλ. vertical]

κλίκα

κλίκα κλί-κα ουσ. (θηλ.): κλειστή ομάδα ατόμων, συνήθ. με δύναμη και επιρροή, η οποία αποβλέπει στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, συχνά με αθέμιτα μέσα: επαγγελματική/κομματική ~. Κυκλώματα/παρέες και ~ες. Ανήκει σε ~. Αποτελούν/έχουν κάνει ~. Πβ. φατρία. Βλ. κάστα, κατεστημένο, λόμπι. [< γαλλ. clique]

οικονομικός

οικονομικός, ή, ό [οἰκονομικός] οι-κο-νο-μι-κός επίθ. ΟΙΚΟΝ. 1. που αναφέρεται στην οικονομία ή τα οικονομικά: ~ός: απολογισμός/οργανισμός (πβ. τράπεζα)/πόλεμος/προϋπολογισμός/Τύπος/φορέας. ~ή: ανάλυση/ανάπτυξη/ανεξαρτησία/βοήθεια/διάρθρωση/διαφάνεια/διαχείριση/διπλωματία/δυσπραγία/εισφορά/ενημέρωση/εξαθλίωση/εξέλιξη/εξυγίανση/επιστήμη (= οικονομικά)/θεωρία/κρίση/μεταρρύθμιση/πρόοδος/σταθερότητα/συγκυρία/συμφωνία/σύνοδος/ύφεση. ~ό: άνοιγμα/ίδρυμα/κέρδος/κλίμα/κόστος/κραχ/μοντέλο/σκάνδαλο/φόρουμ. ~οί: δείκτες/πόροι. ~ές: δυσκολίες/κυρώσεις/παροχές/συναλλαγές/υπηρεσίες. ~ά: αποτελέσματα/εργαλεία/κίνητρα/συμφέροντα. Εξαμηνιαία/ετήσια ~ή έκθεση του Ομίλου ... ~ή ενίσχυση/στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Βρίσκεται σε ~ό αδιέξοδο λόγω χρεών. Περικοπές για ~ούς λόγους. Δημόσια ~ή Υπηρεσία (ακρ. ΔΟΥ). ~ό Επιμελητήριο Ελλάδας (ακρ. ΟΕΕ).|| ~ό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ακρ. ΟΠΑ). ~ά μαθηματικά και στατιστική. Πτυχιούχος ΑΕΙ ~ής κατεύθυνσης. (ως ουσ.) Οι φοιτητές του ~ού.|| (για πρόσ.) ~ός: αναλυτής/διαχειριστής/διευθυντής/ελεγκτής/έφορος. ~ό: επιτελείο (κυβέρνησης)/στέλεχος. Βλ. μακρο~, μικρο~, τεχνο~, χρηματο~. 2. που κοστίζει λίγο, ανέξοδος· που εξοικονομεί ενέργεια: ~ό: γεύμα/εισιτήριο/εστιατόριο/μαγαζί/ξενοδοχείο. ~ές: διακοπές. ~ή λειτουργία εγκατάστασης/συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας. ~ό πακέτο καρτοκινητής τηλεφωνίας. Προσφορά συμφέρουσα από ~ή άποψη. Η ~ότερη λύση/πρόταση της αγοράς για συνεχή πρόσβαση στο ίντερνετ.|| ~ός: κινητήρας/λαμπτήρας. ~ή: συσκευή. ~ό: αυτοκίνητο (: σε κατανάλωση βενζίνης). ΣΥΝ. φτηνός (1) ΑΝΤ. ακριβός (1), αντιοικονομικός, δαπανηρός ● Ουσ.: οικονομικό (το): καθετί που σχετίζεται με χρήματα, το χρηματικό: Έχει τεράστια περιουσία και συνεπώς έχει λύσει το ~ του. Μίλησε στον εργοδότη του για το ~ (: τον μισθό). Δεν την ενδιαφέρει το ~ της υπόθεσης. Το ~ (ενν. πρόβλημα) της χώρας. ● επίρρ.: οικονομικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστική οικονομική ζώνη (ακρ. ΑΟΖ): ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. ζώνη θαλάσσιας δικαιοδοσίας και δικαιωμάτων (κυρ. εκμετάλλευση των φυσικών πόρων) των παράκτιων κρατών με εύρος μέχρι 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές, που περιλαμβάνει τα ύδατα, τον βυθό και το υπέδαφος της περιοχής της, και αρχίζει μετά το τέλος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Βλ. υφαλοκρηπίδα. [< αγγλ. exclusive economic zone, 1975] , οικονομικά αγαθά: τα μέσα για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών που είναι αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας και βρίσκονται σε ανεπάρκεια σε σχέση με τις ανάγκες που καλύπτουν: Τα ~ ~ διακρίνονται στα υλικά και τα άυλα αγαθά ή υπηρεσίες. Βλ. διαρκή, ελεύθερα, καταναλωτικά, κεφαλαιουχικά αγαθά., οικονομικά μεγέθη 1. οποιαδήποτε μεταβλητή υπολογίζεται με αριθμητικούς ή ποσοτικούς όρους: εταιρικά/συνοπτικά ~ ~. Βελτιωμένα/μειωμένα εμφανίζονται τα ~ ~ του ομίλου στο εξάμηνο ... Τα ~ ~ της ζώνης του ευρώ. ~ ~ σε επίπεδο χώρας (π.χ. ΑΕΠ, επιτόκια, βλ. μακροοικονομία). 2. {κυρ. στον εν.} οικονομική συσκευασία. [< 2: αγγλ. economy size, 1950] , οικονομικές επιστήμες: όσες μελετούν την παραγωγή, κατανομή, κατανάλωση και διαχείριση αγαθών και υπηρεσιών: Βραβείο Νόμπελ ~ών ~ών. Βλ. μακρο-, μικρο-οικονομία. ΣΥΝ. οικονομικά (2), οικονομολογία [< γαλλ. sciences économiques] , οικονομικές καταστάσεις: πίνακες αναλυτικής παρουσίασης κατά κατηγορία των δεδομένων που περιγράφουν την οικονομική πορεία μιας εταιρείας σε ορισμένη χρονική περίοδο, οι οποίοι δημοσιεύονται συγκεντρωτικά για τη διεξοδική ενημέρωση των επενδυτών: ενδιάμεσες/ενοποιημένες/εξαμηνιαίες/ετήσιες/περιοδικές/συνοπτικές/τριμηνιαίες ~ ~. Βλ. επαναδημοσίευση, ισολογισμός, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες., οικονομική γεωγραφία: ΓΕΩΓΡ. κλάδος που μελετά και αναλύει τα τεχνικά, κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά στοιχεία του γεωγραφικού χώρου, καθώς και τη σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ του φυσικού περιβάλλοντος και του ανθρώπινου παράγοντα· το αντίστοιχο διδασκόμενο μάθημα. Βλ. ανθρωπογεωγραφία. [< αγγλ. economic geography] , οικονομική ελευθερία: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της συμμετοχής σε οικονομικές συναλλαγές, χωρίς κυβερνητικές παρεμβάσεις ή άλλους εξωτερικούς παράγοντες., οικονομική θέση 1. & τουριστική θέση: χώρος σε Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (αεροπλάνα, πλοία, τρένα), όπου οι επιβάτες εξασφαλίζουν θέση με φθηνότερο εισιτήριο: εισιτήριο/κάθισμα/καμπίνα ~ής ~ης. ΑΝΤ. διακεκριμένη θέση 2. οικονομική κατάσταση: Βρίσκεται σε δύσκολη ~ ~. Σε δεινή ~ ~ περιήλθε ο Όμιλος ... [< 1: αγγλ. economy class, γαλλ. classe économique] , οικονομική μονάδα: κάθε οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστούν δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας: Δύο αντιπροσωπευτικές ~ές ~ες είναι το νοικοκυριό και η επιχείρηση. [< αγγλ. economic unit] , οικονομική πολιτική: σύνολο μέτρων και αποφάσεων που λαμβάνονται σε κυβερνητικό συνήθ. επίπεδο για τον καθορισμό συγκεκριμένης πορείας στον τομέα της οικονομίας και την επίτευξη οικονομικών στόχων: εθνική/εξωτερική/εσωτερική/κοινοτική/περιοριστική ~ ~. Αλλαγή/χάραξη ~ής ~ής. Σφιχτή ~ ~ για μείωση του ελλείμματος.|| ~ ~ της εταιρείας., οικονομική συσκευασία: συσκευασία προϊόντος που είναι μεγαλύτερη σε μέγεθος ή ποσότητα από τη συμβατική, αλλά φτηνότερη αναλογικά. Βλ. οικογενειακό μέγεθος., Οικονομικό Δίκαιο: ΝΟΜ. οι κανόνες που ρυθμίζουν τις οικονομικές σχέσεις και δραστηριότητες: διοικητικό ~ ~. Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού ~ού ~ου., οικονομικό έγκλημα: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. κάθε παράνομη οικονομική δραστηριότητα (όπως φοροδιαφυγή, υπεξαίρεση χρημάτων): διεθνές/ηλεκτρονικό/οργανωμένο ~ ~. Βλ. ΣΔΟΕ., οικονομικό σύστημα (το): κάθε σύνολο κανόνων στα πλαίσια μιας κοινωνίας που ρυθμίζουν την παραγωγή, κατανομή και κατανάλωση αγαθών: διεθνές/ευρωπαϊκό/φιλελεύθερο ~ ~. Το ~ ~ του καπιταλισμού., οικονομικοί μετανάστες/πρόσφυγες: πρόσωπα που εγκαταλείπουν τη χώρα τους σε αναζήτηση εργασίας και καλύτερου βιοτικού επίπεδου: νόμιμοι/παράνομοι ~ ~.|| Εσωτερικοί ~ ~. Βλ. ευπαθείς (κοινωνικά) ομάδες. [< αγγλ. economic migrants/refugees] , οικονομικός κύκλος: περιοδική, επαναλαμβανόμενη διακύμανση ύφεσης-ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας: Ανοδική/πτωτική φάση ~ού ~ου. Βραχυχρόνιοι/μακροχρόνιοι/μεσοχρόνιοι ~οί ~οι. [< αγγλ. business/economic cycle] , οικονομικός παράγοντας 1. οτιδήποτε επηρεάζει μια κατάσταση από οικονομικής πλευράς: Ο τουρισμός αποτελεί ζωτικό/σημαντικό ~ό ~α ανάπτυξης του νησιού. 2. πρόσωπο που έχει ισχυρή θέση και ασκεί επιρροή στον επιχειρηματικό κόσμο: κορυφαίος/σημαίνων/τοπικός ~ ~. ~οί ~ες και διαχειριστές μεγάλων κεφαλαίων., οικονομικός/κεντρικός προγραμματισμός/σχεδιασμός: η επίδραση της κεντρικής εξουσίας ενός κράτους ή συνόλου κρατών στη λήψη αποφάσεων καθοριστικής σημασίας στον οικονομικό τομέα., Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος βλ. ευρωπαϊκός, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες βλ. στοιχείο, οικονομική ανάπτυξη βλ. ανάπτυξη, οικονομική βία βλ. βία, Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) βλ. ένωση, οικονομική μεγέθυνση βλ. μεγέθυνση, οικονομικό αντικείμενο βλ. αντικείμενο, οικονομικό έτος βλ. έτος, σύνδρομο οικονομικής θέσης βλ. σύνδρομο [< αρχ. οἰκονομικός, γαλλ. économique, αγγλ. economic]

οιστρογόνα

οιστρογόνα [οἰστρογόνα] οι-στρο-γό-να ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. οιστρογόνο}: ΒΙΟΧ. στεροειδείς ορμόνες που παράγονται κυρ. από τις ωοθήκες και ευθύνονται για την ανάπτυξη και λειτουργία των γυναικείων γεννητικών οργάνων και των δευτερευόντων χαρακτηριστικών του γυναικείου φύλου: αύξηση/επίπεδα/μείωση ~ων.|| Συνθετικά/φυτικά ~. Βλ. ανδρογόνο, αντιοιστρογόνο, προγεστερόνη, τεστοστερόνη. [< αγγλ. oestrogen, 1927, γαλλ. œstrogène, 1951]

ομόκεντρος

ομόκεντρος, η, ο [ὁμόκεντρος] ο-μό-κε-ντρος επίθ.: που έχει ίδιο κέντρο με κάποιον ή κάτι άλλο: (ΓΕΩΜ.) ~οι: δακτύλιοι/δίσκοι/κύλινδροι. ~ες: σφαίρες. ~α: ημικύκλια.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~α: στροφεία. Αμορτισέρ με ~α ελατήρια.|| ~ες: ζώνες/περιοχές. ~α: στρώματα (π.χ. πάγου). (μτφ.) ~α: κείμενα (πβ. ομόθεμος). ΣΥΝ. ομοκεντρικός ● ΣΥΜΠΛ.: ομόκεντροι κύκλοι 1. ΓΕΩΜ. που έχουν το ίδιο κέντρο και διαφορετικές ακτίνες. 2. (μτφ.) για φαινόμενα ή καταστάσεις που έχουν κοινό πυρήνα ή περιστρέφονται γύρω από ένα κοινό σημείο αναφοράς, με αποτέλεσμα να αλληλοεξαρτώνται και να αλληλοεπηρεάζονται: ~ ~ συμφερόντων. [< μτγν. ὁμόκεντρος, γαλλ. concentrique, αγγλ. concentric]

ουράνιος

ουράνιος, α, ο [οὐράνιος] ου-ρά-νι-ος επίθ. 1. που σχετίζεται με τον ουρανό: (ΑΣΤΡΟΝ.) ~ος: άξονας/χάρτης. ~α: θέση. ~ο: σημείο. ~οι: πόλοι. ~ες: συντεταγμένες (= ουρανογραφικές). ~α: αντικείμενα/σώματα (π.χ. αστέρες, κομήτες, πλανήτες)/φαινόμενα.|| ~ο: θέαμα. ~α και επίγεια παρατήρηση. Βλ. ουράνια. ΑΝΤ. εγκόσμιος 2. που αναφέρεται στον ουρανό ως τόπο κατοικίας του Θεού και γενικότ. ως πηγή μεταφυσικών δυνάμεων· θείος: (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ος: Πατέρας. ~α: βασιλεία/γνώση/ζωή. ~οι: άγγελοι. ~α: δώματα. Βλ. υπερ~.|| (μτφ.) ~α: αρμονία/γαλήνη/ευωδιά/μελωδία/ομορφιά/φωνή. Πβ. αιθέριος, εξαίσιος, θεσπέσιος. ΣΥΝ. επουράνιος ● ΣΥΜΠΛ.: ουράνια ιεραρχία: ΕΚΚΛΗΣ. διαβάθμιση των αγγελικών ταγμάτων (Θρόνοι, Χερουβείμ, Σεραφείμ, Κυριότητες, Δυνάμεις, Εξουσίες Αρχές, Αρχάγγελοι, Άγγελοι)., ουράνια μηχανική: ΑΣΤΡΟΝ. κλάδος που μελετά την κίνηση και δυναμική των ουράνιων σωμάτων υπό την επίδραση βαρυτικών δυνάμεων., ουράνια σφαίρα: ΑΣΤΡΟΝ. νοητή σφαίρα άπειρης ακτίνας με κέντρο της το σημείο της Γης στο οποίο βρίσκεται ο παρατηρητής και πάνω στην οποία φαίνονται τα ουράνια σώματα., ουράνιο τόξο: ΜΕΤΕΩΡ. οπτικό φαινόμενο που προκύπτει από τη διάθλαση και ανάκλαση των ηλιακών ακτίνων, κυρ. σε σταγόνες βροχής ή ομίχλης, κατά το οποίο εμφανίζεται στον ουρανό τοξοειδής σχηματισμός με τα επτά χρώματα της ίριδας: Βγήκε το ~ ~., ουράνιος θόλος (συχνά λογοτ.): ουρανός. ΣΥΝ. στερέωμα (1), ουράνιος ισημερινός βλ. ισημερινός, ουράνιος μεσημβρινός βλ. μεσημβρινός [< αρχ. οὐράνιος]

παράλληλος

παράλληλος, η/ος, ο πα-ράλ-λη-λος επίθ. 1. (μτφ.) που γίνεται, υπάρχει ταυτόχρονα ή με ανάλογο, παρόμοιο τρόπο με κάτι άλλο: ~ος: σκοπός/σχεδιασμός. ~η: αναζήτηση/απασχόληση/δράση/δραστηριότητα/εξέλιξη/εξυπηρέτηση(πελατών)/εργασία/θεραπεία/κυκλοφορία/παρακολούθηση/πορεία/(ερωτική) σχέση. || (ΝΟΜ.) ~η: ασφάλιση. ~ο: παιχνίδι/πρόγραμμα. ~οι: αγώνες/έλεγχοι/κόσμοι/τομείς. ~ες: εκδηλώσεις/επιδιώξεις/ιστορίες/προσπάθειες (π.χ. για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος)/συνεδρίες/συνομιλίες/υπηρεσίες. ~α: γεγονότα/έργα/μέτωπα.|| (ΑΘΛ.) ~ο: (γιγαντιαίο) σλάλομ (ανδρών/γυναικών) (: κατά το οποίο αγωνίζονται ταυτόχρονα δύο αθλητές σε ~ες πίστες). 2. που εκτείνεται στην ίδια κατεύθυνση με κάποιον άλλο, δεν τέμνεται μαζί του και η μεταξύ τους απόσταση παραμένει ίδια: ~οι: αγωγοί/άξονες/δρόμοι/σωλήνες/τοίχοι. ~ες: σειρές. Κυματοθραύστες ~οι προς την ακτή. Κατασκευή πεζόδρομου ~ου προς την οδική αρτηρία. Ευθεία ~η προς το έδαφος.|| ~ο: παρκάρισμα. 3. ΠΛΗΡΟΦ. που αναφέρεται σε ταυτόχρονες διαδικασίες, όπως επεξεργασία δεδομένων, λειτουργία προγραμμάτων, υπολογιστών: ~ος: αλγόριθμος/προγραμματισμός/υπολογισμός. ~η: πρόσβαση. ~ο: καλώδιο/σύστημα. ΑΝΤ. σειριακός 4. ΓΕΩΜ. (για επίπεδα) που δεν έχουν κανένα κοινό σημείο. ● Ουσ.: παράλληλος (η): οδός παράλληλη προς άλλη: πρώτη/δεύτερη/τρίτη ~ λεωφόρου. ● επίρρ.: παράλληλα & (λόγ.) παραλλήλως: ~ προς ... (ΗΛΕΚΤΡ.) Σύνδεση λαμπτήρων σε σειρά και ~ (= σε παραλληλία).|| Τα εργαστήρια θα λειτουργήσουν ~.|| Το σπίτι είναι διακοσμημένο με κλασικό και ~ μοντέρνο στιλ. Πβ. ταυτόχρονα. ● ΣΥΜΠΛ.: παράλληλες (ευθείες): ΓΕΩΜ. που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και δεν έχουν κανένα κοινό σημείο. Βλ. τέμνουσα., παράλληλες εισαγωγές/εξαγωγές: ΟΙΚΟΝ. νόμιμες εισαγωγές/εξαγωγές προϊόντων μέσω δικτύων διανομής που δεν έχουν όμως εγκριθεί από τον κατασκευαστή ή τον παραγωγό τους., παράλληλη αγορά: ΟΙΚΟΝ. δευτερεύουσα αγορά των σύγχρονων χρηματιστηρίων που απευθύνεται στις μικρότερες επιχειρήσεις, αποτελώντας τον προθάλαμο για την εισαγωγή τους στην κύρια: γενικός δείκτης της ~ης ~άς. Εισαγωγή/ένταξη (μιας εταιρείας) στην ~ ~., παράλληλη σύνδεση/διάταξη: ΗΛΕΚΤΡ. τρόπος σύνδεσης στοιχείων ηλεκτρικού κυκλώματος, κατά τον οποίο όλα τα στοιχεία βρίσκονται υπό την ίδια τάση και η ένταση του συνολικού ρεύματος που διαπερνά το κύκλωμα είναι ίση με το άθροισμα των εντάσεων των ρευμάτων που διαρρέουν τα στοιχεία του: ~ ~ αντιστάσεων/μπαταριών/πυκνωτών. ΑΝΤ. σύνδεση σε/εν σειρά, παράλληλος (κύκλος) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΑΣΤΡΟΝ. νοητός κύκλος της γήινης ή της ουράνιας σφαίρας παράλληλος προς τον ισημερινό: Οι ~οι ~οι παίρνουν τιμές από 0-90 μοίρες. Βλ. μεσημβρινός., σχήμα εκ παραλλήλου: ΡΗΤΟΡ. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο μια έννοια διατυπώνεται ταυτόχρονα θετικά και αρνητικά: π.χ. Να αρνηθείς και να μη δεχτείς. Όμορφος και όχι άσχημος., βίοι παράλληλοι βλ. βίος, παράλληλη θύρα βλ. θύρα, παράλληλο εμπόριο βλ. εμπόριο, παράλληλο κείμενο βλ. κείμενο, παράλληλο Σύμπαν βλ. σύμπαν, παράλληλοι ζυγοί βλ. ζυγός ● ΦΡ.: εκ παραλλήλου (λόγ.): συγχρόνως, ταυτόχρονα. Πβ. σε παραλληλία. [< αρχ. παράλληλος, γαλλ. parallèle, αγγλ. parallel]

σεληνιακός

σεληνιακός, ή, ό σε-λη-νι-α-κός επίθ.: ΑΣΤΡΟΝ. που αναφέρεται στη σελήνη: ~ός: δίσκος/δορυφόρος/χρόνος. ~ή: άλως/επιφάνεια/σκιά/σκόνη/τροχιά. ~ό: ημερολόγιο/ορυκτό/όχημα (= σεληνάκατος)/φως (πβ. φεγγαρίσιος)/χώμα. ~ές: ημέρες. ● ΣΥΜΠΛ.: σεληνιακό τοπίο (μτφ.): μέρος ερημωμένο, άγονο, χωρίς σημάδι ζωής: Η πύρινη λαίλαπα μετέτρεψε την περιοχή σε ~ ~. Πβ. κρανίου τόπος.|| (κατ' επέκτ.) Βράχια που μοιάζουν με/θυμίζουν ~ ~., σεληνιακός κύκλος/κύκλος του Μέτωνα: το σύνολο των περιοδικά εμφανιζόμενων (συνήθ. κάθε δεκαεννέα έτη) φάσεων της σελήνης., έκλειψη Σελήνης βλ. έκλειψη, σεληνιακό έτος βλ. έτος, σεληνιακός/συνοδικός μήνας βλ. μήνας [< μτγν. σεληνιακός]

συζήτηση

συζήτηση συ-ζή-τη-ση ουσ. (θηλ.) 1. προφορική επικοινωνία με σκοπό κυρ. την ανταλλαγή απόψεων ή επιχειρημάτων πάνω σε ένα ζήτημα και γενικότ. καθημερινή, φιλική κουβέντα: άγονη/ακαδημαϊκή (: θεωρητική)/ανοιχτή/γενική/γόνιμη/δημόσια/διαδικτυακή (πβ. τσατ)/διεξοδική/διερευνητική/ενδιαφέρουσα/εποικοδομητική/ζωηρή/ζωντανή/μακρά/μεγάλη/μικρή/ουσιαστική/πολιτική (βλ. ντιμπέιτ, τηλεμαχία, τοκ σόου)/σοβαρή/τηλεοπτική/φιλολογική ~. Επιμέρους/θεματικές ~ήσεις. ~ υψηλού επιπέδου. Το αντικείμενο/κατά τη διάρκεια/μετά την ολοκλήρωση/πριν από την έναρξη/η ροή/στην αρχή/στο επίκεντρο/στο πλαίσιο/στο τέλος της ~ης. Συντονιστής της ~ης. Ατζέντα ~ήσεων. ~ επί του σχεδίου νόμου/περί ανασχηματισμού. Πρόσκληση σε ~. Ανοίγω/διακόπτω/κλείνω/παρακολουθώ μια ~. Παρεμβαίνω/συμμετέχω σε μια ~. Το θέμα τέθηκε προς ~. Ακολούθησε/αναβλήθηκε η/έγινε/πραγματοποιήθηκε/συνεχίζεται η ~ στη Βουλή για το ασφαλιστικό. Η ~ περιστράφηκε γύρω από ... Η ~ άναψε (πβ. άναψαν τα αίματα). Είχαν μια έντονη ~ (πβ. αντιπαράθεση, διαφωνία). Αδιέξοδο στις ~ήσεις των δύο κρατών (= διαβουλεύσεις, διαπραγματεύσεις). Το ΔΣ, μετά από διαλογική ~, αποφάσισε ... (ΔΙΑΔΙΚΤ.) Σελίδες/χώρος ~ης (βλ. φόρουμ). Πίνακας ~ήσεων.|| Πιάσαμε τη ~ και ξεχαστήκαμε. ΣΥΝ. διάλογος (1), συνομιλία (1) 2. {συνήθ. στον πληθ.} σχόλια: Ταινία που είχε ξεσηκώσει θύελλα ~ήσεων. Με τη στάση του έδωσε τέρμα στις ~ήσεις (ΣΥΝ. κουτσομπολιά). Απόφαση/διαφήμιση που έχει προκαλέσει μεγάλη ~/πολλές ~ήσεις (βλ. πολυσυζητημένος). ● Υποκ.: συζητησούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ομάδα συζήτησης βλ. ομάδα, συζήτηση στρογγυλής τραπέζης βλ. στρογγυλός, συζήτηση/κουβέντα καφενείου βλ. καφενείο ● ΦΡ.: κάνω συζήτηση (για κάτι): συζητώ, σχολιάζω, θίγω ένα θέμα: Δεν θέλησε να κάνει ~ για το διαζύγιό τους. ~ θα κάνουμε τώρα; Αφού είπαμε ότι πρέπει να πάμε., κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα & επιδέχεται συζήτηση: για θέμα συνήθ. αμφιλεγόμενο, το οποίο απαιτεί διεξοδική ανάλυση: Αυτό σηκώνει μεγάλη/δεν παίρνει ~. Το αν αλλάζουν οι άνθρωποι ή όχι θέλει πολλή ~., κύκλος/γύρος συζητήσεων/συνομιλιών: σειρά διαπραγματεύσεων μεταξύ ειδικών σε οργανωμένο πλαίσιο και με συγκεκριμένο θέμα: Ανοίγει/ξεκινά νέος ~ ~ για την εκπαίδευση., πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα: καθώς συζητά, κουβεντιάζει κάποιος: ~ ~ μού ζήτησε να ... Πβ. εν τη ρύμη του λόγου, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση., συζητήσεις επί συζητήσεων (συχνά αρνητ. συνυποδ.): συνεχείς, ατέλειωτες συζητήσεις: Η οικονομική κρίση έχει προκαλέσει ~ ~. Αναλώνονται σε ~ ~, χωρίς κανένα νόημα., συζήτηση στο ακροατήριο & επ' ακροατηρίω συζήτηση: ΝΟΜ. τμήμα της ακροαματικής διαδικασίας της δίκης για την ανάπτυξη αιτημάτων, αποδείξεων ή ισχυρισμών των διαδίκων: Η απόφαση του δικαστηρίου εκδίδεται εντός δύο μηνών από την πρώτη ~ ~. [< γαλλ. débats] , τραπέζι/τράπεζα των συζητήσεων/των συνομιλιών: άτυπος διάλογος που δεν είναι απαραίτητο να οδηγήσει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα: Τα βασικά προβλήματα της περιοχής τέθηκαν στο ~ ~. Στο ~ ~ έπεσε και το θέμα της εκλογής νέου προέδρου. Απειλεί να αποχωρήσει από το/επέστρεψε στο ~ των συνομιλιών. Πβ. τραπέζι των διαπραγματεύσεων., υπό συζήτηση (λόγ.): για κάτι που μελετάται η πραγματοποίησή του ή αμφισβητείται, είναι αβέβαιο: το ~ ~ νομοσχέδιο.|| Το μέλλον του συγκροτήματος είναι ~ ~., χωρίς συζήτηση: αναμφίβολα, ανεπιφύλακτα: ~ ~ είναι το καλύτερο δώρο που πήρα ποτέ. Συμφέρει ~ ~. Η προτεινόμενη μέθοδος απορρίφθηκε ~ ~. ΣΥΝ. ασυζητητί, αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση βλ. λόγος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω, χωρίς δεύτερη κουβέντα/συζήτηση βλ. κουβέντα [< μτγν. συζήτησις ‘διερεύνηση από κοινού, λογομαχία’, γαλλ. discussion, débat, αγγλ. chat]

συστολή

συστολή συ-στο-λή ουσ. (θηλ.) 1. μείωση των διαστάσεων ενός σώματος: (ΦΥΣ.) ~ μετάλλων. ~ αερίων/στερεών/υγρών.|| (ΟΙΚΟΔ.) Αρμοί ~ής. ΑΝΤ. διαστολή (1) 2. ΙΑΤΡ. σύσπαση μυός ή οργάνου του σώματος: ~ της καρδιάς/της κόρης του οφθαλμού (βλ. μύση)/της μήτρας. Ισοκινητική/ισομετρική/ισοτονική/κολπική/μυϊκή ~. Έκτακτες κοιλιακές ~ές (: μεταξύ δύο φυσιολογικών). 3. (λόγ.) ντροπαλότητα, ντροπή: φυσική ~. [< 1: μτγν. συστολή, γαλλ. contraction 2: γαλλ. contraction, γαλλ.-αγγλ. systole 3: γαλλ. retenue] ΣΥΣΤΟΛΗ

ταράζω

ταράζω τα-ρά-ζω ρ. (μτβ.) {τάρα-ξα, -ξει, -χτηκα (λόγ.) -χθηκα, -χτεί (λόγ.) -χθεί, -γμένος, ταράζ-οντας} & (λόγ.) ταράσσω 1. προκαλώ ταραχή, αναστάτωση, χαλώ την ηρεμία: ~ την καθημερινότητα/οικογενειακή γαλήνη κάποιου. Είδε κάτι που την ~ξε (= σόκαρε, τρόμαξε). Το σκάνδαλο ~ξε συθέμελα την κοινή γνώμη/το πανελλήνιο (= συγκλόνισε). Μην ~εσαι (= εκνευρίζεσαι, στενοχωριέσαι)! ~χτηκε με την είδηση/στο άκουσμα του ονόματός του. Απάντησε ψύχραιμα, χωρίς να ~χτεί καθόλου. Πβ. αναστατώνω, συγχύζω. ΑΝΤ. ηρεμώ, ησυχάζω, καλμάρω.|| ~χτηκαν (= κλονίστηκαν) τα νεύρα του. Πβ. διαταράσσω. 2. ανακινώ δυνατά, ταρακουνώ: Ο δυνατός άνεμος ~ξε τα ήρεμα νερά της λίμνης. Ισχυρός σεισμός ~ξε το νησί. Πβ. ανα~, συνταράσσω, τραντάζω. 3. (μτφ.-προφ.-εμφατ.) κάνω κάτι με μεγάλη ένταση και κατ' επανάληψη, μέχρις εξαντλήσεως: Τους ~ξε (= ξεθέωσε) στη δουλειά. Την ~ξε (= φλόμωσε) στις ερωτήσεις/στα ψέματα. Τον ~ξε στο δούλεμα/στις κλοτσιές/στο ξύλο. Ο μαθηματικός μάς έχει ~ξει στις ασκήσεις/στα τεστ. Πβ. τρελαίνω.|| Με ~ξε (: με καταταλαιπώρησε, με πέθανε) ο πονόδοντος.|| Μόλις βρει σοκολάτα, την ~ει. Μην τρως άλλα φιστίκια, τα ~ξες. Πβ. καταβροχθίζω, τσακίζω, του δίνω και καταλαβαίνει. ● ΦΡ.: μη μου τους κύκλους τάραττε! (αρχαιοπρ.): μη με ενοχλείς, άσε με ήσυχο!, ταράζω τα νερά βλ. νερό [< μεσν. ταράζω]

τετραγωνίζω

τετραγωνίζω τε-τρα-γω-νί-ζω ρ. (μτβ.) {τετραγώνι-σε, τετραγωνί-σει, -στηκε, -στεί, -σμένος, τετραγωνίζ-οντας} 1. δίνω σε κάτι τετράγωνο σχήμα: ~ ένα χαρτί. ~σμένη: βέρα. ~σμένα: γυαλιά (ΑΝΤ. στρογγυλά). Βλ. τριγωνίζω. 2. ΜΑΘ. υψώνω έναν αριθμό στο τετράγωνο. ● ΦΡ.: τετραγωνίζω τον κύκλο (μτφ.): επιδιώκω κάτι ακατόρθωτο, ανέφικτο. [< 1: αρχ. τετραγωνίζω]

τετραγωνισμός

τετραγωνισμός τε-τρα-γω-νι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. κατασκευή τετραγώνου με εμβαδόν ίσο με αυτό άλλου σχήματος· γενικότ. μετατροπή μιας επιφάνειας σε τετράγωνο: ~ της πλατείας. Βλ. ορθογωνισμός. 2. ΜΑΘ. ύψωση αριθμού στο τετράγωνο. Βλ. δύναμη. 3. ΑΣΤΡΟΝ. θέση ουράνιου σώματος, του οποίου η κατεύθυνση σχηματίζει ορθή γωνία με αυτή του Ηλίου ως προς έναν παρατηρητή από τη Γη. Βλ. -ισμός. ● ΦΡ.: τετραγωνισμός του κύκλου 1. ΓΕΩΜ. άλυτο πρόβλημα που αφορά την κατασκευή με κανόνα και διαβήτη ενός τετραγώνου με εμβαδόν ίσο με το εμβαδόν δεδομένου κύκλου. 2. (μτφ.) εξαιρετικά δύσκολο έργο, ματαιοπονία: ~ ~ η προσπάθεια εύρεσης λύσης στο ... [< αρχ. τετραγωνισμός]

τροπικός

τροπικός, ή, ό τρο-πι-κός επίθ. 1. ΓΕΩΓΡ. που σχετίζεται με τη διακεκαυμένη ζώνη ή έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτή: ~ός: ιός/κυκλώνας/παράδεισος. ~ή: ζούγκλα/ιατρική (: για τις νόσους που εκδηλώνονται στις ~ές περιοχές)/καταιγίδα/πανίδα/φύση. ~ό: κλίμα (: πολύ θερμό και με υγρασία)/νησί. ~ές: ασθένειες/βροχές/θάλασσες/χώρες. ~ά: λουλούδια/φρούτα (π.χ. ανανάς, γκουάβα, μάνγκο, μπανάνα)/φυτά/ψάρια.|| ~ός: κήπος. ~ή: βλάστηση (: πυκνή)/ζέστη (: πολύ μεγάλη)/παραλία. Πβ. εξωτικός. Βλ. υπο~. 2. ΓΛΩΣΣ. που δηλώνει τρόπο, απαντά στην ερώτηση "πώς;" ή αναφέρεται στην τροπικότητα: ~ή: μετοχή (λ.χ. παίζοντας). ~ό: επίρρημα (π.χ. γρήγορα).|| ~ές: εκφράσεις (όπως: κατά τη γνώμη μου). 3. ΜΟΥΣ. που σχετίζεται με τον μουσικό τρόπο ή την τροπική μουσική: ~ή: ανάλυση (συνθέσεων)/αντίστιξη. ~ό: σύστημα (βλ. τονικό). ~ές: κλίμακες. 4. ΑΣΤΡΟΝ. που αναφέρεται στις τροπές του ήλιου. ● Ουσ.: τροπικοί (οι): ΓΕΩΓΡ. η διακεκαυμένη/τροπική ζώνη. ● ΣΥΜΠΛ.: τροπική μουσική: ΜΟΥΣ. που βασίζεται στη μελωδία και στον ρυθμό και όχι στην αρμονία: η ~ ~ της Ανατολής., τροπικό ρήμα: ΓΛΩΣΣ. που εκφράζει τη στάση του ομιλητή σε όσα λέει (κυρ. τα "μπορεί" και "πρέπει"). [< αγγλ. modal (verb), 1959] , τροπικός (κύκλος): ΓΕΩΔ. ο Τροπικός του Αιγόκερω ή ο Τροπικός του Καρκίνου., Τροπικός του Αιγόκερω & (σπάν.) Νότιος Τροπικός: ΓΕΩΔ. νοητός παράλληλος της Γης που βρίσκεται νότια από τον ισημερινό και σε απόσταση 23° 27' από αυτόν: Κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος βρίσκεται στον ~ό ~. [< γαλλ. Tropique du Capricorne] , Τροπικός του Καρκίνου & (σπάν.) Βόρειος Τροπικός: ΓΕΩΔ. νοητός παράλληλος της Γης που βρίσκεται βόρεια από τον ισημερινό και σε απόσταση 23° 27' από αυτόν: Κατά το θερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος βρίσκεται στον ~ό ~. [< γαλλ. Tropique du Cancer] , διακεκαυμένη/τροπική ζώνη βλ. διακεκαυμένος, ηλιακό/τροπικό έτος βλ. έτος, τροπική μόρωση βλ. μόρωση, τροπικό δάσος βλ. δάσος [< 1,4: αρχ. τροπικός, γαλλ. tropique, tropical, αγγλ. tropic(al) 2: αγγλ. modal]

φαύλος

φαύλος, η, ο [φαῦλος] φαύ-λος επίθ. (λόγ.): ανήθικος, αχρείος: ~ος: πολιτικός (: διεφθαρμένος). (ως ουσ.) Κοινωνία των ~ων.|| ~η: διαχείριση/εξουσία/νοοτροπία. ~ες: πράξεις. Πβ. τιποτένιος. ΣΥΝ. άθλιος (2), αισχρός (1), ελεεινός (1) ΑΝΤ. ενάρετος, χρηστός ● ΦΡ.: φαύλος κύκλος 1. κατάσταση διαιώνισης ενός προβλήματος, η οποία οδηγεί σε αδιέξοδο: Δεν έχει τελειωμό/δεν οδηγεί πουθενά ο ~ ~ της εκδίκησης/εξάρτησης (από τα ναρκωτικά). Άνοιξε/έσπασε/συνεχίζεται ο ~ ~ της βίας. Βλ. η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; 2. ΦΙΛΟΣ. λογική πλάνη στην οποία η απόδειξη περιλαμβάνεται ήδη έμμεσα ή άμεσα στις συλλογιστικές προτάσεις. [< νεολατ. circulus vitiosus] [< αρχ. φαῦλος]

ψυκτικός

ψυκτικός, ή, ό ψυ-κτι-κός επίθ.: ΤΕΧΝΟΛ. που παράγει ψύχος ή σχετίζεται με την παραγωγή του: ~ός: εξοπλισμός. ~ό: αέριο (βλ. φρέον, χλωροφθοράνθρακας)/κύκλωμα/μηχάνημα/υγρό. ~οί: θάλαμοι (συντήρησης και κατάψυξης). ΑΝΤ. θερμαντικός. ● Ουσ.: ψυκτικός (ο): τεχνικός ο οποίος είναι ειδικός στην εγκατάσταση και επιδιόρθωση ψυκτικών συσκευών και γενικότ. συστημάτων ψύξης. ● ΣΥΜΠΛ.: ψυκτικό μέσο: ψυκτική ουσία, σε υγρή ή αέρια μορφή, η οποία χρησιμοποιείται σε συσκευές για να απορροφά τη θερμότητα μέσα από τη διαδικασία του ψυκτικού κύκλου. [< αγγλ. refrigerant, coolant, 1915] , ψυκτικός κύκλος: ο πλήρης κύκλος που κάνει το ψυκτικό μέσο, καθώς περνά από τα στάδια της εξάτμισης, συμπίεσης και υγροποίησης, και ο οποίος διακρίνεται από αλλαγές στη θερμοκρασία και την πίεση. [< αρχ. ψυκτικός ‘αυτός που δροσίζει’]

ωριαίος

ωριαίος, α, ο [ὡριαῖος] ω-ρι-αί-ος επίθ. 1. που διαρκεί μία ώρα: ~α: συνάντηση. ~ο: διαγώνισμα. 2. που αντιστοιχεί σε χρονικό διάστημα μίας ώρας: ~α: αμοιβή/αντιμισθία (= ωρομίσθιο)/αποζημίωση/παραγωγή/χρέωση. Μέση ~α ταχύτητα οχήματος. ~ο κόστος προγράμματος. 3. που επαναλαμβάνεται ανά μία ώρα: ~ες: αναχωρήσεις. ~α πρόβλεψη καιρού (: κάθε μία ώρα). Βλ. -ιαίος. ● επίρρ.: ωριαία ● ΣΥΜΠΛ.: ωριαία γωνία: ΑΣΤΡΟΝ. δίεδρη γωνία που σχηματίζεται μεταξύ του μεσημβρινού ενός τόπου και του ωριαίου κύκλου αστέρα: ~ ~ (δύσης) του Ήλιου/της Σελήνης. [< γαλλ. angle horaire] , ωριαίος κύκλος: ΑΣΤΡΟΝ. ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από τους δύο πόλους της και είναι κάθετος στον ουράνιο ισημερινό. Βλ. ουράνιος μεσημβρινός., ζώνη ώρας βλ. ζώνη, ωριαία άτρακτος βλ. άτρακτος [< 1: μτγν. ὡριαῖος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.