Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 530 εγγραφές  [0-20]


  • -ημα1 : ΓΛΩΣΣ. επίθημα ουσιαστικών που δηλώνει μονάδες με διαφοροποιητική αξία: γλώσσ~/λέξ~/μόρφ~/φών~.
  • -πρόσωπος , η, ο β' συνθετικό επιθέτων και σπανιότ. ουσιαστικών για δήλωση 1. ορισμένων χαρακτηριστικών του προσώπου: μακρο~ (βλ. μακρυ-μούρης)/στρογγυλο~.|| (μτφ.) Δι~.|| (προφ.) Μ' έβγαλε ασπροπρόσωπo. 2. συγκεκριμένου συνόλου μελών: ολιγο~/πολυ~. Πβ. -άνθρωπος, -μελής. 3. (ουσ.) εξουσιοδοτημένου ατόμου: αντι~/εκ~. 4. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. ενέργειας για λογαριασμό κάποιου: αυτοπρόσωπη δήλωση. 5. ΓΛΩΣΣ. συνήθ. ειδικής κατηγορίας ρημάτων με ελλειπτικό σχηματισμό ή χωρίς λεξικό υποκείμενο και των αντίστοιχων δομών: α-πρόσωπη/τριτο~ σύνταξη.
  • -πτωτος , η, ο (λόγ.) επίθημα ονομάτων με αναφορά 1. ΓΛΩΣΣ. στις γραμματικές πτώσεις ή τα ρηματικά σθένη: (επίθ.) τρίπτωτο ουσιαστικό. Βλ. -γενής.|| Δίπτωτο ρήμα. 2. σε πτώση από ύψος: (ουσ.) αλεξίπτωτο.
  • -φωνικός , ή, ό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με αναφορά σε 1. ΜΟΥΣ. αριθμό φωνών: τετρα~. Πολυ~. 2. ΤΕΧΝΟΛ. τεχνική αναπαραγωγής ήχου: μονο~/στερεο~. 3. ΓΛΩΣΣ. ποιότητα φθόγγου: ημι~/συμ~. 4. ΤΗΛΕΠ. συγκεκριμένο μέσο επικοινωνίας: ραδιο~/τηλε~.
  • αγγλισμός [ἀγγλισμός] αγ-γλι-σμός ουσ. (αρσ.): ΓΛΩΣΣ. μεταφορά σε άλλη γλώσσα μιας γλωσσικής ιδιαιτερότητας της Αγγλικής και το αντίστοιχο γλωσσικό δάνειο: ~οί στην ελληνική γλώσσα (π.χ. "σόρι", αντί για "συγγνώμη"). Εισροή/μετάφραση/υιοθέτηση/χρήση ~ών. Βλ. αμερικαν-, ξεν-ισμός. [< γαλλ. anglicisme]
  • άγκιστρο [ἄγκιστρο] ά-γκι-στρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίστρου} (λόγ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. όργανο ή τμήμα εργαλείου με κυρτή και αιχμηρή άκρη, για ποικίλες χρήσεις (κρέμασμα, ανάρτηση ή σύνδεση αντικειμένων): αλιευτικό/μεταλλικό/οβάλ/ορθοδοντικό/περιστρεφόμενο/πλευρικό/πτυσσόμενο/σιδερένιο/συρμάτινο/χαλύβδινο/χειρουργικό ~. ~ ανύψωσης/αποσκευών/ασφαλείας/ασφάλισης (σε κλειδαριά)/γερανού/ελατηρίου/έλξης (σε τρακτέρ)/ζεύξης/καλωδίων/κουμπώματος/κουρτίνας (: γαντζάκι)/ρυμούλκησης/στήριξης/σφαγείων (: τσιγκέλι)/φωτιστικού. Απασφαλίζω το ~. ~ με ιμάντα/κλιπ. Πβ. γάντζος, κρεμαστάρι. Βλ. πολυ~, -τρο. 2. {κυρ. στον πληθ.} καθένα από τα τυπογραφικά σημεία ή σύμβολα { } που χρησιμοποιούνται κατά ζεύγη: (ΓΛΩΣΣ.) ~α για δήλωση μορφημάτων/γραμματικών πληροφοριών στο παρόν λεξικό.|| (ΜΑΘ.) ~α για αλγεβρικές/αριθμητικές παραστάσεις/για δήλωση συνόλου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~α αποθήκευσης/μνήμης. Λειτουργικό ~. Εντολές μέσα σε ~α (πβ. μπλοκ). Πβ. μύστακας. Βλ. αγκύλη, παρένθεση. [< αρχ. ἄγκιστρον, 1: αγγλ. hook 2: αγγλ. brace]
  • αιολοδωρικός , ή, ό [αἰολοδωρικός] αι-ο-λο-δω-ρι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αιολοδωρική θεωρία: ΓΛΩΣΣ. θεωρία του 18ου και 19ου αι. σύμφωνα με την οποία η Νέα Ελληνική προήλθε από την αρχαία αιολική και δωρική διάλεκτο.
  • ακουστικός , ή, ό [ἀκουστικός] α-κου-στι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται στην ακοή ή την ακουστική, που γίνεται μέσω της ακοής: ~ός: ενισχυτής/εξοπλισμός/συναγερμός. ~ή: αίσθηση/αναπηρία/διάδοση/εμπέδηση/ένταση/ευαισθησία/ικανότητα/ισχύς/μόνωση/ποιότητα/ωκεανογραφία. ~ό: βοήθημα (βαρηκοΐας)/λάθος/σύστημα στάθμευσης. ~οί: αισθητήρες. ~ές: αναμνήσεις/διαταραχές/εντυπώσεις/ιδιότητες (: θεάτρου, ναού, βλ. ακουστική)/μετρήσεις/παραισθήσεις/παραστάσεις. ~ά: ερεθίσματα/κύματα (βλ. ηχητικά ~)/όργανα/σήματα/φαινόμενα. Αντιθορυβική ~ή τεχνολογία. Οπτική και ~ή επαφή. Βλ. ηλεκτρο~.|| (ΑΝΑΤ.) ~ός: πόρος (: μεταφέρει τα ηχητικά κύματα στο τύμπανο και μαζί με το πτερύγιο αποτελεί το εξωτερικό αυτί). ~ό: κέντρο/νεύρο (: μεταδίδει τους ηλεκτρικούς παλμούς στον εγκέφαλο, για να αποκωδικοποιηθούν ως ήχοι)/οστάριο/πτερύγιο. (ΓΛΩΣΣ.) ~ή: φωνητική. 2. ΜΟΥΣ. (για μουσικό όργανο) που δεν είναι ηλεκτρικό ή (για μουσική) που προορίζεται να ακουστεί (και όχι να τραγουδηθεί): ~ό: μπάσο. ~οί: αυτοσχεδιασμοί. ~ές: εκτελέσεις/ενορχηστρώσεις. ● επίρρ.: ακουστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική άνεση: που παρέχεται μέσω των κατάλληλων επιπέδων ήχου: Λύσεις ακουστικής απορρόφησης που προσφέρουν τη μέγιστη ~ ~. [< αγγλ. acoustic comfort] , ακουστική αντίληψη: ΨΥΧΟΛ. ικανότητα αποκωδικοποίησης των ερεθισμάτων που λαμβάνονται από τα όργανα της ακοής: επαρκής/μειωμένη ~ ~. Βλ. οπτική αντίληψη. [< αγγλ. acoustic perception] , ακουστική συχνότητα: ΦΥΣ. η συχνότητα των ηχητικών κυμάτων που μπορούν να γίνουν αντιληπτά από τον άνθρωπο: εύρος/πλάτος ~ής ~ας. [< αγγλ. audio frequency, 1913] , ακουστική τεχνολογία & ακουστική: ΤΕΧΝΟΛ. ο τομέας που ασχολείται με τις τεχνικές που εξασφαλίζουν την καλή διάδοση του ήχου και τον έλεγχο θορύβων και αντηχήσεων: ~ ~ χώρων. Αρχιτεκτονική ακουστική. Περιβαλλοντική ~ και ηχορύπανση., ακουστικός τύπος: πρόσωπο που αντιλαμβάνεται και μαθαίνει ευκολότερα κάτι, όταν το ακούει: Βλ. οπτικός τύπος. [< γερμ. akustischer Typ] , ακουστική εικόνα βλ. εικόνα, ακουστική κιθάρα βλ. κιθάρα, ακουστική οικολογία βλ. οικολογία, ακουστική περιγραφή βλ. περιγραφή, ακουστικό/ηχητικό/ομιλούν βιβλίο βλ. βιβλίο [< αρχ. ἀκουστικός ‘που αφορά την ακρόαση ή είναι διτεθειμένος να ακούσει’, γαλλ. acoustique, αγγλ. acoustic]
  • ακροατής, ακροάτρια [ἀκροατής] α-κρο-α-τής ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. πρόσωπο που ακούει κάτι (συνήθ. δημόσιο ακρόαμα) προσεκτικά: ~ές διάλεξης/εισήγησης/(ραδιοφωνικής) εκπομπής/συναυλίας. Οι ~ές και οι τηλεθεατές. Κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον των ~ών/~τριών (= του ακροατηρίου) του. Βλ. συν~.|| (ΓΛΩΣΣ.) Ο ομιλητής (= πομπός) και ο ~ (= δέκτης). 2. (στην τριτοβάθμια εκπαίδευση) πρόσωπο που παρακολουθεί σειρά μαθημάτων χωρίς κανονική εγγραφή: ελεύθερος ~. [< 1: αρχ. ἀκροατής, γαλλ. auditeur 2: γαλλ. auditeur libre, γερμ. Hörer]
  • ακροφωνικός , ή, ό [ἀκροφωνικός] α-κρο-φω-νι-κός επίθ.: Βλ. -φωνικός. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ακροφωνικό σύστημα 1. ΓΛΩΣΣ. σύστημα γραφής κατά το οποίο κάθε γράμμα παίρνει τη φωνητική του αξία (προφορά) από το πρώτο γράμμα της λέξης που το δηλώνει (π.χ. το γράμμα Ε προφέρεται /ε/ λόγω της προφοράς του πρώτου γράμματος της λέξης έ-ψιλον). 2. (στην αρχαιότητα) σύστημα αρίθμησης κατά το οποίο κάθε αριθμός παριστάνεται με το πρώτο γράμμα της λέξης που τον δηλώνει: Στο ~ ~ υπήρχαν τα εξής σύμβολα: Ι = 1, Π = 5, Δ = 10, Η = 100, Χ = 1.000, Μ = 10.000. [< γαλλ. acrophonique, αγγλ. acrophonic, 1909]
  • αλήθεια [ἀλήθεια] α-λή-θεια ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας} 1. αυτό που συμφωνεί με ό,τι πραγματικά υπάρχει ή συμβαίνει, γενικότ. η ίδια η πραγματικότητα: αδιάσειστη/αναμφισβήτητη/αναπόφευκτη/αντικειμενική/απλή/γυμνή (: χωρίς ενδοιασμούς για την αποκάλυψή της)/δυσάρεστη/επώδυνη/ιστορική/μισή/προφητική/σκληρή/υποκειμενική/ωμή ~. Αποδεικνύω/αποκρύπτω/αποσιωπώ/βλέπω/γνωρίζω/μαθαίνω/παραδέχομαι/συνειδητοποιώ την ~. Αναζήτηση/αποκατάσταση/γνώση/διαστρέβλωση/εύρεση της ~ας. Αποκαλύφθηκε/έλαμψε η ~. Η ~ βρίσκεται (κάπου) στη μέση. Τελικά ποια είναι η ~; Δεν λέει πάντοτε την ~. Ο ισχυρισμός/η ομολογία του δεν ανταποκρίνεται στην ~. Αντιλαμβάνονται την ~ με διαφορετικό τρόπο. Θα σας πω πικρές ~ειες. Mύθοι/παραμύθια και ~ειες για το Διάστημα. Βλ. φιλ~.|| (σε όρκο ενώπιον δικαστηρίου) Ορκίζομαι να πω την ~ και μόνο την ~.|| (ΓΛΩΣΣ.) Συνθήκες ~είας (: προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν, για να θεωρηθεί αληθές το περιεχόμενο των προτάσεων). ΑΝΤ. αναλήθεια, πλάνη1, ψέμα (1), ψεύδος 2. η ιδιότητα κάποιου πράγματος να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Αμφισβητώ/αποδεικνύω/ελέγχω/εξακριβώνω/επιβεβαιώνω την ~ των επιχειρημάτων/των καταγγελιών/των λόγων/της μαρτυρίας. Πβ. ακρίβεια, εγκυρότητα, ορθότητα. 3. αρχή, γνώση για την οποία δεν αμφιβάλλει κανείς: αιώνια/απόλυτη/άρρητη/αυταπόδεικτη/βιβλική/διαχρονική/δογματική/επιστημονική/θεμελιώδης/ιστορική/μαθηματική/μεταφυσική/(οντο)λογική/φιλοσοφική/χριστιανική ~. Κρυφές ~ειες. Αμφισβήτηση θεμελιωδών ~ειών. Πβ. αξίωμα. 4. γενικά παραδεκτή άποψη: Είπε μια μεγάλη ~. Στη συζήτηση ακούστηκαν πολλές ~ειες. Βλ. απόφθεγμα, σοφία. ● ΣΥΜΠΛ.: δόση/ίχνος αλήθειας: μέρος, ποσοστό, βαθμός αλήθειας: Δεν υπάρχει ~ ~ (= η παραμικρή αλήθεια) στους ισχυρισμούς της/στο δημοσίευμα. Υπάρχει αρκετή/κάποια/μια δόση ~ στις φήμες., ορός της αλήθειας & (λόγ.) ορός αληθείας: ουσία που προκαλεί ελαφριά νάρκωση και χορηγείται, για να ωθήσει αυτόν που ανακρίνεται, να μιλήσει ελεύθερα. Βλ. ανιχνευτής ψεύδους, ναρκανάλυση. [< αγγλ. truth serum, 1924, γαλλ. sérum de vérité] , τιμή αληθείας: η αλήθεια ή αναλήθεια μίας πρότασης ή δήλωσης: Το σύστημα της λογικής που εισηγήθηκε ο Αριστοτέλης βασίζεται στην αρχή ότι μία πρόταση μπορεί να λάβει δύο ~ές ~, την αλήθεια ή το ψεύδος. [< αγγλ. truth-value, 1903] ● ΦΡ.: από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια (παροιμ.): τα παιδιά και οι ψυχικά ασθενείς εκφράζονται με μεγαλύτερο αυθορμητισμό και ειλικρίνεια., για να λέμε/πούμε/πω την (καθαρή/μαύρη) αλήθεια: πρέπει να παραδεχτώ ή να αναγνωρίσω ότι: ~ ~, έφταιγες κι εσύ λίγο/τέτοια εξέλιξη δεν την περιμέναμε., η αλήθεια είναι/είναι αλήθεια ότι/πως (εμφατ.): είναι γεγονός, η πραγματικότητα είναι ότι ... : ~ ~ δεν μου αρέσει .../εργάστηκε πολύ σκληρά., η στιγμή/ώρα της αλήθειας: η ώρα της κρίσης, η στιγμή για κάτι σημαντικό: Έρχεται/έφτασε/πλησιάζει ~ ~. [< αγγλ. the moment of truth, 1932] , μα την αλήθεια (προφ.): έκφρ. επιβεβαίωσης: Ευχάριστη έκπληξη ~ ~! Ήθελα, ~ ~, να ήξερα πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή!, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται βλ. λέω [< αρχ. ἀλήθεια, γαλλ. vérité, αγγλ. truth, γερμ. Wahrheit]
  • αλλο- & αλλό- α' συνθετικό που δηλώνει 1. ότι κάποιος είναι διαφορετικός ή κατάγεται, έρχεται από άλλο μέρος: αλλο-εθνής. Αλλό-γλωσσος/~θρησκος. ΑΝΤ. ομο-.|| Αλλο-δαπός (ΑΝΤ. ημεδαπός). Πβ. ξενο-.|| (μτφ.) Αλλο-παρμένος. 2. (επιστ.) παραλλαγή ή διαφορά: (ΓΛΩΣΣ.) αλλό-μορφο/~φωνο.|| (ΙΑΤΡ.) Αλλο-παθητική (ΑΝΤ. ομοιο-). Βλ. αυτο-.
  • αλλόμορφο [ἀλλόμορφο] αλ-λό-μορ-φο ουσ. (ουδ.): ΓΛΩΣΣ. καθεμιά από τις ποικιλίες ενός μορφήματος: σύνθετο ~ (βλ. αμάλγαμα). Η ονομαστική πληθυντικού της λέξης πατέρας παρουσιάζει τα ~α -ες κ. -άδες. Βλ. αλλόφωνο. [< γαλλ. allomorphe, αγγλ. allomorph, 1948]
  • αλλόφωνο [ἀλλόφωνο] αλ-λό-φω-νο ουσ. (ουδ.) {αλλοφών-ου | -ων}: ΓΛΩΣΣ. καθεμία από τις διαφορετικές φωνητικές παραλλαγές με τις οποίες πραγματώνεται ένα φώνημα ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο εμφανίζεται: τα ~α του φωνήματος /x/ στις λέξεις χαρά (: υπερωικό) και χήρος (: ουρανικό). Φωνήματα, ~α και ελεύθερες παραλλαγές. Βλ. αλλόμορφο. [< αγγλ. allophone, 1938, γαλλ. ~, περ. 1950]
  • αλταϊκός , ή, ό [ἀλταϊκός] αλ-τα-ϊ-κός επίθ.: που ανήκει ή αναφέρεται στα Αλτάια Όρη της Κεντρικής Ασίας ή κυρ. στους λαούς που ζουν στην περιοχή αυτή. ● ΣΥΜΠΛ.: αλταϊκές γλώσσες: ΓΛΩΣΣ. οικογένεια κυρ. τουρκικών και μογγολικών γλωσσών. [< αγγλ. altaic]
  • αλυσίδα [ἁλυσίδα] α-λυ-σί-δα ουσ. (θηλ.) 1. σειρά κρίκων που είναι περασμένοι ο ένας μέσα από τον άλλο: αντικλεπτική/βαριά/μεταλλική/πλαστική/χοντρή ~. ~ άγκυρας/αλυσοπρίονου/σκύλου. ~ ασφαλείας. Κόβεται/σπάει η ~. Τον έδεσαν με ~. Έκλεισαν με λουκέτο και ~ την κεντρική πόρτα.|| (ως κόσμημα) Ασημένια/χρυσή ~. ~ χεριού. Μενταγιόν/σταυρός με ~. ~ ρολογιού. Tης κόπηκε η ~. Μια ~ κρεμόταν στο λαιμό της. Φορούσε μια ~ στον αστράγαλο/στο πόδι. Πβ. καδένα. 2. συνεχόμενοι μεταλλικοί κρίκοι ή/και οδοντωτοί τροχοί για μετάδοση κίνησης: ~ μοτοσικλέτας/ποδηλάτου. Καθαρίζω/λιπαίνω την ~.|| ~ εκκεντροφόρων. Κινηματική ~ βαλβίδων. ~ες για την αυτοκινητοβιομηχανία/τη χαλυβουργία. ~ες ανάρτησης/ανύψωσης/μεταφοράς. 3. (μτφ.) σειρά, ακολουθία, διαδοχή ομοειδών στοιχείων, ενεργειών, γεγονότων: αδιάσπαστη/βιολογική/εμπορική/εξελικτική/οικολογική ~. ~ διαβίβασης εντολών/διανομής/της ιεραρχίας/συναρμολόγησης. Σημαντικός κρίκος στην ~ της εξέλιξης. ~ εγκλημάτων/εκρήξεων/επιθέσεων/ερωτημάτων/παραλείψεων/προβλημάτων/συλλογισμών. ~ από κλοπές/λάθη/σκάνδαλα. Ορεινή ~ (βλ. οροσειρά).|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ του λόγου (: κυρ. στον προφορικό λόγο, σειρά λέξεων που συνδέονται συντακτικά μεταξύ τους. Βλ. σύμπλοκο).|| (ΒΙΟΛ.) Κωδική ~ DNA. ~ αμινοξέων/του γονιδίου. Αναπνευστική/διακλαδιζόμενη/ευθύγραμμη/μοριακή/πολυπεπτιδική ~. (ΧΗΜ.) Ανοιχτή/κλειστή ~ ανθράκων. ~ μορίων γλυκόζης. ~ μεταφοράς ηλεκτρονίων. ~ από αντιδράσεις. (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ εντολών/κώδικα (πβ. ακολουθία, βλ. αλγόριθμος). (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ από αντιστάσεις. (ΤΟΠΟΓΡ. παλαιότ.) Μετρική ~ (: για τη μέτρηση μήκους). (ΜΟΥΣ.) Αρμονική ~. 4. σειρά επιχειρήσεων που ανήκουν στον ίδιο οργανισμό, έχουν την ίδια επωνυμία και διαθέτουν τα ίδια περίπου προϊόντα: διεθνής/πολυεθνική ~. ~ αθλητικών ειδών/γραφείων/εστιατορίων/ξενοδοχείων/καταστημάτων. 5. (στο κέντημα) είδος βελονιάς. ● αλυσίδες (οι) (μτφ.): δεσμά: Του πέρασαν ~ (= χειροπέδες). Ο λαός έσπασε τις ~ της δουλείας/σκλαβιάς (= απελευθερώθηκε). Δεν κρατιέται ούτε με ~ (: είναι πολύ ορμητικός).|| Οι ~ της υποταγής. ● Υποκ.: αλυσιδάκι (το), αλυσιδίτσα & αλυσιδούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αλυσίδα αξίας: ΟΙΚΟΝ. σχέση αλληλεξάρτησης και συνέργειας μεταξύ των κύριων δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης, με την ανάλυση της οποίας προσδιορίζεται η συνεισφορά των δραστηριοτήτων αυτών στη συνολική απόδοση της επιχείρησης: ψηφιακές ~ες ~. ~ ~ ενός κλάδου/οργανισμού. ~ ~ στο διαδίκτυο/στις τηλεπικοινωνίες/στις υπηρεσίες υγείας. [< αγγλ. value chain] , αλυσίδα παραγωγής : ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των διαφορετικών σταδίων για την παραγωγή, διάθεση και πώληση προϊόντος ή παροχής υπηρεσίας: ~ ~ μιας επιχείρησης/των εµπορευµατικών µεταφορών/τροφίμων/τσιμέντου. Πβ. γραμμή παραγωγής. [< αγγλ. chain of production] , ανθρώπινη αλυσίδα: σειρά ατόμων που ενώνουν τα χέρια ή πιάνονται αγκαζέ, συνήθ. ως ένδειξη ειρηνικής διαμαρτυρίας ή για την αποτελεσματικότερη επιτέλεση ενός έργου: ~ ~ αλληλεγγύης/ειρήνης. Διάσωση με ~ ~. Οι διαδηλωτές σχημάτισαν ~ ~ γύρω από ... [< αγγλ. human chain, 1908] , τροφική αλυσίδα & διατροφική αλυσίδα: ΟΙΚΟΛ. ιεραρχία οργανισμών σε ένα οικοσύστημα, όπου το μεγαλύτερο είδος τρέφεται με το μικρότερο: ανθρώπινη/ζωϊκή ~ ~. [< αγγλ. food chain, 1920, γαλλ. chaîne alimentaire] , αντιολισθητικές αλυσίδες βλ. αντιολισθητικός, εφοδιαστική αλυσίδα βλ. εφοδιαστικός, κωδική αλυσίδα βλ. κωδικός, πεπτιδική αλυσίδα βλ. πεπτιδικός ● ΦΡ.: πάει αλυσίδα (προφ.): για αλληλουχία γεγονότων: ~ ~ η δουλειά/το θέμα/το κακό/το πρά(γ)μα. [< μεσν. αλυσίδα, γαλλ. chaîne, αγγλ. chain]
  • αμάλγαμα [ἀμάλγαμα] α-μάλ-γα-μα ουσ. (ουδ.) {αμαλγάμ-ατος | -ατα} 1. (μτφ.-απαιτ. λεξιλόγ.-θετ. συνυποδ.) μείγμα διαφορετικών μεταξύ τους στοιχείων: μουσικό ~. ~ εθνοτήτων/εικόνων/ήχων/πολιτισμών/φυλών. Πβ. αχταρμάς, κράμα, μωσαϊκό, συνονθύλευμα. 2. ΧΗΜ. κάθε κράμα υδραργύρου με ένα ή περισσότερα μέταλλα: οδοντιατρικό ~ (= σφράγισμα). 3. ΓΛΩΣΣ. δήλωση περισσοτέρων της μίας σημασιών από το ίδιο μόρφημα: μορφολογικό ~ (π.χ. το μόρφημα -ας στη λέξη πατέρας δηλώνει ταυτόχρονα την ονομαστική πτώση, τον ενικό αριθμό και το αρσενικό γένος). [< μεσν. αμάλγαμα, γαλλ. amalgame]
  • αμάρτυρος , η, ο [ἀμάρτυρος] α-μάρ-τυ-ρος επίθ. 1. ΓΛΩΣΣ. για αρχαίο συνήθ. λεξικό ή γραμματικό τύπο που δεν απαντά στις σωζόμενες πηγές, αλλά αναφέρεται με έμμεσο τρόπο ή είναι υποθετικά γνωστός: ~η: ινδοευρωπαϊκή ρίζα. Το σύμβολο των ~ων τύπων είναι ο αστερίσκος (*). Βλ. επανασύνθεση. 2. (σπάν.) για κάτι που δεν γίνεται γνωστό από μαρτυρίες, πηγές: Η πληροφορία αυτή είναι ~η. [< 2: αρχ. ἀμάρτυρος]
  • ανάγραμμα [ἀνάγραμμα] α-νά-γραμ-μα ουσ. (ουδ.): ΓΛΩΣΣ. λέξη ή φράση που προκύπτει από αναγραμματισμό, με χρήση κυρ. στην ποίηση, για συγκάλυψη ονομάτων ή μηνυμάτων και δημιουργία ψευδωνύμων ή τίτλων έργων (λ.χ. πολίτες-οπλίτες). [< γαλλ. anagramme, αγγλ. anagram]
  • αναγραμματισμός [ἀναγραμματισμός] α-να-γραμ-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΓΛΩΣΣ. σχηματισμός νέας λέξης ή φράσης με αλλαγή της σειράς των γραμμάτων ή των συλλαβών της αρχικής (π.χ. φαλάκρα-φαράκλα-καράφλα). Βλ. καρκινική λέξη. [< μτγν. ἀναγραμματισμός, γαλλ. anagrammatisme, αγγλ. anagrammatism]

αγκύλη

αγκύλη [ἀγκύλη] α-γκύ-λη ουσ. (θηλ.) {αγκυλ-ών} 1. {συνήθ. στον πληθ.} τυπογραφικό σημείο ή σύμβολο που χρησιμοποιείται κυρ. στα μαθηματικά, την πληροφορική, τη φιλολογία, τη φυσική: αγκιστροειδείς (= άγκιστρα, μύστακες {})/καμπύλες (= παρενθέσεις)/τετράγωνες ~ες ([]). Άνοιγμα/ζεύγος/κλείσιμο ~ών. Αριθμοί/εντολές/λέξεις (μέσα) σε ~ες. Χαρακτήρες εκτός/εντός ~ών. Βάζω/γράφω κάτι (μέσα) σε ~ες. Οι γωνιώδεις ~ες < > χρησιμοποιούνται στις κριτικές εκδόσεις για δήλωση προσθήκης.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Κωδικοί που περικλείονται σε ~ες. 2. ΑΝΑΤ. καμπή, τόξο: ανοιχτή/κλειστή/κολική/τραχηλική/φακοειδής ~. Η ~ του μέσου εντέρου. ~ες των σπονδυλικών νεύρων. Ορθοδοντικές ~ες. 3. ΝΑΥΤ. (σπάν.) θηλιά σχοινιού ή συρματόσχοινου για το δέσιμο πλοίου και γενικότ. κάθε θηλιά. [< 1: αρχ. ἀγκύλη, γαλλ. crochet, αγγλ. bracket 2: αγγλ. ansa, loop]

αλλόμορφο

αλλόμορφο [ἀλλόμορφο] αλ-λό-μορ-φο ουσ. (ουδ.): ΓΛΩΣΣ. καθεμιά από τις ποικιλίες ενός μορφήματος: σύνθετο ~ (βλ. αμάλγαμα). Η ονομαστική πληθυντικού της λέξης πατέρας παρουσιάζει τα ~α -ες κ. -άδες. Βλ. αλλόφωνο. [< γαλλ. allomorphe, αγγλ. allomorph, 1948]

αλλόφωνο

αλλόφωνο [ἀλλόφωνο] αλ-λό-φω-νο ουσ. (ουδ.) {αλλοφών-ου | -ων}: ΓΛΩΣΣ. καθεμία από τις διαφορετικές φωνητικές παραλλαγές με τις οποίες πραγματώνεται ένα φώνημα ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο εμφανίζεται: τα ~α του φωνήματος /x/ στις λέξεις χαρά (: υπερωικό) και χήρος (: ουρανικό). Φωνήματα, ~α και ελεύθερες παραλλαγές. Βλ. αλλόμορφο. [< αγγλ. allophone, 1938, γαλλ. ~, περ. 1950]

ανιχνευτής

ανιχνευτής [ἀνιχνευτής] α-νι-χνευ-τής ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. & ανιχνευτήρας: συσκευή ανίχνευσης: ασύρματος/ηλεκτρονικός/θερμοδιαφορικός/φορητός/φωτοηλεκτρικός/ψηφιακός ~. ~ αγωγιμότητας/διαρροών/(ΠΛΗΡΟΦ.) ιών/κίνησης (: σύστημα ασφαλείας, βλ. συναγερμός)/κοριών και ασύρματης κάμερας/μετάλλων/ραντάρ/σωματιδίων/χαρτονομισμάτων (: για τον έλεγχο της εγκυρότητάς τους). ~ές ακτίνων Χ/θερμότητας/ναρκών/πυρκαγιάς (= πυρ~)/ραδιενέργειας/χρυσού. Βλ. εντοπιστής.|| ~ές σώματος (: σε αεροδρόμια). Βλ. φωτο~. 2. (θηλ. ανιχνεύτρια): κάθε μέλος του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων ηλικίας 15-18 ετών, το οποίο δραστηριοποιείται στη διερεύνηση του φυσικού περιβάλλοντος και της κοινωνικής ζωής, καθώς και στην προσφορά προς το σύνολο της κοινωνίας: κλάδος/κοινότητα ~ών. 3. (σπάν.) αυτός που ανιχνεύει: ~ ναρκωτικών ουσιών (: για σκύλο, πβ. ιχνηλάτης). Αλεξιπτωτιστής ~. ~ ταλέντων (πβ. σκάουτερ). ● ΣΥΜΠΛ.: ανιχνευτής καπνού: ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα συναγερμού που ενεργοποιείται, όταν παρουσιαστεί καπνός. [< αγγλ. smoke detector, 1927] , ανιχνευτής ψεύδους & (σπάν.) αλήθειας: όργανο καταγραφής των αλλαγών που παρατηρούνται στις φυσιολογικές λειτουργίες ανθρώπου (καρδιακοί παλμοί, πίεση, ιδρώτας), όταν ψεύδεται. Πβ. πολύγραφος. Βλ. ορός της αλήθειας. [< αγγλ. lie detector, 1922] [< μεσν. ανιχνευτής, αγγλ. detector, γαλλ. détecteur]

αντιολισθητικός

αντιολισθητικός, ή, ό [ἀντιολισθητικός] α-ντι-ο-λι-σθη-τι-κός επίθ. & αντιολισθηρός: που εμποδίζει την ολίσθηση ή δεν γλιστρά: ~ός: τάπητας. ~ή: επιφάνεια (ΑΝΤ. γλιστερή)/λαβή. ~ά: λάστιχα/παπούτσια/πατάκια (μπάνιου). ~ό: σύστημα (πέδησης/πρόσδεσης). ΑΝΤ. ολισθηρός (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αντιολισθητικές αλυσίδες: ΤΕΧΝΟΛ. που τοποθετούνται στα ελαστικά οχήματος, για να αποτρέψουν ή να περιορίσουν την ολίσθησή του σε χιονισμένο ή παγωμένο δρόμο. Πβ. χιονοαλυσίδες. [< γαλλ. antidérapant, αγγλ. antiskid, 1904]

απόφθεγμα

απόφθεγμα [ἀπόφθεγμα] α-πό-φθεγ-μα ουσ. (ουδ.) {αποφθέγμ-ατα}: κρίση καθολικού κύρους διατυπωμένη με σύντομο και εύστοχο τρόπο, με αποτέλεσμα να διατηρείται στη μνήμη: λαϊκό/φιλοσοφικό ~. ~ατα και αινίγματα/παροιμίες/στοχασμοί. Συλλογή ~άτων. Πβ. γνωμικό, ρήση, ρητό. [< αρχ. ἀπόφθεγμα] ΑΠΟΦΘΕΓΜΑ

αυτο- & αυτό- & αυτ- & αυθ-

αυτο- & αυτό- & αυτ- & αυθ-: λεξικό πρόθημα που αναφέρεται στον ίδιο τον εαυτό, σε ό,τι γίνεται από μόνο του ή στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις: (έκφρ. αυτοπάθειας:) αυτο-ειρωνεία/~εξορία/~καταστροφή/~μάθηση/~προβολή/~συγκράτηση. Αυτο-συγκεντρώνομαι. Αυτο-επιβάλλομαι.|| Aυτο-γενής/~φυής. Αυτ-απόδεικτος. Αυθ-ύπαρκτος.|| Aυτο-δίδακτος/~δύναμος/~νομος/~φωτος (ΑΝΤ. ετερό-). Αυτ-εξούσιος.

βιβλίο

βιβλίο βι-βλί-ο ουσ. (ουδ.) 1. έντυπο σε μορφή σελίδων με γραπτό ή/και εικονογραφικό υλικό, δεμένων στη μία τους πλευρά, το οποίο διαθέτει εξώφυλλο και οπισθόφυλλο και έχει εκδοθεί σε πολλά αντίτυπα· κυρ. το περιεχόμενό του (π.χ. κείμενο): δερματόδετο/χαρτόδετο ~. Το κάλυμμα/τα κεφάλαια/το παράρτημα/ο πρόλογος/το σχήμα/ο τίτλος ενός ~ου. (εμφατ.) Το ~ των ~ων (= η Αγία Γραφή). ~-οδηγός μαγειρικής (βλ. τσελεμεντές). ~ τσέπης (: μικρού μεγέθους και σε προσιτή τιμή, πβ. βίπερ). Έκθεση ~ου. Μεταχειρισμένα/παλιά/σπάνια ~α (βλ. παλαιοβιβλιοπωλείο). Ράφια με ~α. ~ που εξαντλήθηκε και επανεκδόθηκε. Αγοράζω/ανοίγω/βγάζω (= εκδίδω)/διαβάζω/κλείνω/ξεφυλλίζω/φυλλομετρώ ένα ~. Μοιράστηκαν τα ~α στους μαθητές (ενν. τα σχολικά).|| Απολαυστικό/βαρετό/διασκεδαστικό/ενδιαφέρον/μεταφρασμένο/πολυδιαβασμένο (βλ. τιράζ)/συναρπαστικό/χρήσιμο ~. Διδακτικά/εξωσχολικά/επιστημονικά/λογοτεχνικά/παιδικά/πανεπιστημιακά (πβ. σύγγραμμα) ~α. (Συγ)γράφει ένα ~ για/πάνω σε ... (βλ. πνευματικά δικαιώματα). Τόποι που ξέρουμε μόνο από τα ~α (: όχι από κοντά). Βλ. άλμπουμ, ανθολόγιο, εγχειρίδιο, κατάλογος, λεύκωμα, μπροσούρα, μυθιστόρημα.|| (μτφ.) Το ~ της ζωής/της φύσης. 2. (ειδικότ.) μεγάλο τετράδιο με χοντρό συνήθ. εξώφυλλο, το οποίο χρησιμοποιείται για καταγραφή, καταχώρηση στοιχείων: (ΟΙΚΟΝ.-ΛΟΓΙΣΤ.) ~ αποθήκης/επιταγών (= τσεκ, μπλοκ)/μεταγραφών (υποθηκοφυλακείου)/μετόχων. Τραπεζικά ~α. Πβ. κατάστιχο, τεφτέρι.|| (κυρ. για την Εφορία:) (Χειρόγραφο) ~ αγορών/εξόδων/εσόδων/πωλήσεων. Εμπορικά ~α και ~α επιτηδευματιών. Άνοιγμα/ενημέρωση/κλείσιμο (των) ~ων (βλ. ισολογισμός). Ανακρίβεια ~ων. Απόρριψη/έλεγχος (των) ~ων (: από τη ΔΟΥ). Επιχειρήσεις που τηρούν ~α Α'/Β'/Γ' κατηγορίας (= ~α Εφορίας). (για λογιστή) Κρατάω τα ~ (ενν. εταιρείας ή ιδιώτη).|| (γενικότ.) ~ δρομολογίων/ευχών/παραπόνων/πρακτικών/συλλυπητηρίων. Υπέγραψε στο ~ επισκεπτών. 3. σε ΦΡ. για πρόσωπο πολύ μελετηρό, βιβλιόφιλο ή το αντίθετο: άνθρωπος του ~ου. Είναι συνέχεια πάνω από ένα ~. Δεν έχει ανοίξει/πιάσει ~ στη ζωή/στα χέρια του. 4. καθένα από τα ξεχωριστά τμήματα ενός ευρύτερου γραπτού έργου: στο δεύτερο ~ της τριλογίας ... Πβ. τόμος. ● Υποκ.: βιβλιαράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστικό/ηχητικό/ομιλούν βιβλίο: εγγραφή σε κασέτα ή κυρ. σιντί, κειμένου (συνήθ. λογοτεχνικού) που διαβάζεται συχνά από ηθοποιό ή συγγραφέα και διατίθεται στο εμπόριο: ψηφιακά ακουστικά/ομιλούντα ~α. ~ ~ για τυφλούς. [< αγγλ. audiobook, 1942, γαλλ. audiolivre, 1949] , ανοιχτό βιβλίο (μτφ.): για πρόσωπο που φανερώνει τον χαρακτήρα του, που διακρίνεται από ειλικρίνεια: Σε διαβάζω/σε ξέρω σαν ~ ~., ηλεκτρονικό βιβλίο & ψηφιακό βιβλίο: κείμενο σε ψηφιακή μορφή ή υλικό που διαβάζεται ψηφιακά: διαδραστικά/ενισχυμένα/κανονικά ~ά ~α. Βλ. ηλεκτρονική έκδοση, ηλεκτρονικό χαρτί, ψηφιακή/ηλεκτρονική βιβλιοθήκη. [< αγγλ. electronic/e-book, 1988, γαλλ. e-book, 1998] , βιβλίο/έργο αναφοράς βλ. αναφορά, Ιερό Βιβλίο/Κείμενο βλ. ιερός, κανονικά βιβλία βλ. κανονικός, Λευκή Βίβλος/Λευκό Βιβλίο βλ. βίβλος, ληξιαρχικά βιβλία βλ. ληξιαρχικός, λογιστικά βιβλία βλ. λογιστικός, Μπλε Βίβλος βλ. βίβλος ● ΦΡ.: τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο (μτφ.): το διαβάζω γρήγορα, γιατί το βρίσκω ενδιαφέρον, συναρπαστικό., Βιβλίο Μητρώου Μαθητών/Μητρώο Μαθητών βλ. μητρώο, κλείνω τα βιβλία βλ. κλείνω [< αρχ. βιβλίον, αγγλ. book, γαλλ. livre, γερμ. Buch]

-γενής

-γενής, ής, ές {-γενούς (προφ.) -γενή | -γενείς (ουδ. -γενή)}: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν προέλευση, σύσταση ή σειρά σε κλίμακα: αλλο~/ανομοιο~/γη~/δι~/εγ~/ελληνο~/ενδο~/εξω~/ερωτο~/ετερο~/ευ~/θνησι~/ιθα~/ιο~/καρκινο~/λατινο~/μονο~/ομο~/ομοιο~/παθο~/ρηξι~/σεισμο~/συγ~/τρι~/ψυχο~. Bλ. -γόνος.|| Πρωτο~/δευτερο~/τριτο~.

εικόνα

εικόνα [εἰκόνα] ει-κό-να ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) εικών 1. ζωγραφική αναπαράσταση, φωτογραφία· ό,τι προβάλλεται σε οθόνη ή αντανακλάται σε επιφάνεια: σκίτσα και ~ες. Βιβλίο με ~ες (= εικονογραφημένο). Ιστορία σε ~ες. Πβ. εικονογράφημα, ζωγραφιά.|| Τρισδιάστατη ~ (βλ. ολόγραμμα). Κινηματογραφική/τηλεοπτική ~. Κινούμενες ~ες (βλ. καρτούν). Μετάδοση/λήψη ~ας. ~ες από δορυφόρο. Δεν έχει καθαρή/καλή ~ η τηλεόραση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ψηφιακή ~. Ανάλυση/εισαγωγή/επεξεργασία/σάρωση ~ας. (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) Η ~ του ραντάρ. Βλ. πίξελ.|| Βλέπει την ~ του στον καθρέφτη (= είδωλο). 2. ΕΚΚΛΗΣ. εικόνισμα: βυζαντινή/θαυματουργή ~. Λιτάνευση/περιφορά/προσκύνημα της ~ας του Αγίου .../της Παναγίας. Άγιες/ιερές ~ες. Ασπάζεται/προσκυνά την ~ του Χριστού. Προσεύχεται μπροστά στην ~. Βλ. αγιογραφία. 3. (μτφ.) άποψη, εντύπωση που διαμορφώνεται από ορισμένα στοιχεία, δεδομένα ή προκαλείται από περιγραφή: αντιπροσωπευτική/εφιαλτική/ολοκληρωμένη/συγκεχυμένη ~. Δημόσια ~ (πβ. ίματζ). Η ~ της καθημερινότητας/της οικονομίας. Η ~ της κυβέρνησης (πβ. πορτρέτο, προφίλ, φυσιογνωμία). Αποκτώ/σχηματίζω γενική (βλ. πανόραμα)/ολοκληρωμένη ~ επί του θέματος (πβ. γνώμη). Πήραμε μια πρώτη ~ (= ιδέα). Δεν έχω συνολική ~ της κατάστασης. Δίνει αρνητική ~ προς τα έξω/στους άλλους. (ΙΑΤΡ.) Η κλινική ~ του ασθενή.|| Πιστή ~ της πραγματικότητας. Στο έργο παρουσιάζεται μια σαφής ~ της εποχής. Πβ. όψη. Βλ. αυτο~. 4. (μτφ.) νοητική αναπαράσταση: αμυδρή/ονειρική (βλ. όνειρο, οπτασία, όραμα) ~. Κρατάω ζωηρή/ζωντανή την ~ του μέσα μου. ~ες του παρελθόντος περνούσαν διαδοχικά από το μυαλό του (πβ. αναμνήσεις).|| (ΦΙΛΟΛ.) Μυθιστόρημα πλούσιο σε ~ες. ● Υποκ.: εικονίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική εικόνα 1. ΓΛΩΣΣ. & (σπάν.) ακουστικό ίνδαλμα: η γνώση που έχει ο ομιλητής για την προφορά μιας λέξης. ΣΥΝ. σημαίνον 2. (στη λογοτεχνία) φράση με την οποία επιδιώκεται να δραστηριοποιηθεί η ακοή του αναγνώστη. [< γαλλ. image auditive] , οπτική εικόνα 1. ΓΛΩΣΣ. & (σπάν.) οπτικό ίνδαλμα: η γνώση που έχει κάποιος για τον τρόπο γραφής μιας λέξης. 2. ΛΟΓΟΤ. περιγραφή με την οποία επιζητείται να ενεργοποιηθεί η όραση του αναγνώστη. [< γαλλ. image visuelle] , η αναστήλωση των (ιερών) εικόνων βλ. αναστήλωση, μαγική εικόνα βλ. μαγικός, πάγωμα της εικόνας βλ. πάγωμα ● ΦΡ.: κατ' εικόνα και (καθ') ομοίωσιν (ΠΔ) για να δηλωθεί 1. ΘΕΟΛ. ότι ο άνθρωπος πλάστηκε από τον Θεό, σύμφωνα με την εικόνα Του, διαθέτοντας νοημοσύνη και ελευθερία βούλησης και με σκοπό να μοιάσει σε Αυτόν, ώστε να φτάσει στη θέωση. 2. (μτφ.-λόγ.) ομοιότητα στα χαρακτηριστικά: σπίτι κατασκευασμένο ~ ~ των παραδοσιακών οικιών., μια εικόνα/μια φωτογραφία (αξίζει όσο) χίλιες λέξεις (πιθ. κινέζικη παροιμ.): για να εκφραστεί η παραστατικότητα, η δύναμη της εικόνας., δίνω την εντύπωση/την εικόνα βλ. δίνω [< αρχ. εἰκών, γαλλ.-αγγλ. image, αγγλ. picture 2: μεσν. εικόνα, γαλλ. icône, αγγλ. icon]

επανασύνθεση

επανασύνθεση [ἐπανασύνθεση] ε-πα-να-σύν-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. ανασύνθεση: ~ της επιτροπής. Πβ. ανα-συγκρότηση, -σύσταση.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Διάλυση και ~ των κιόνων. Πβ. ανακατασκευή, αποκατάσταση.|| (ΒΙΟΧ.) ~ του γλυκογόνου. 2. ΓΛΩΣΣ. διαδικασία αναγωγής γλωσσικών τύπων σε μη μαρτυρημένη, πρωιμότερη φάση γλώσσας ή υποθετικής πρωτόγλωσσας, που θεωρείται πρόγονος διαφόρων μαρτυρημένων γλωσσών: εξωτερική (: με σύγκριση τύπων από συγγενείς γλώσσες)/εσωτερική (: με τύπους από μία μόνο γλώσσα) ~. 3. ΠΛΗΡΟΦ. διαδικασία αλλαγής της σύνθεσης συστήματος υπολογιστή με την απομόνωση μιας ή περισσοτέρων λειτουργικών μονάδων ή την επιλογή εναλλακτικών διασυνδέσεων. [< 2: γαλλ. reconstruction 3: αγγλ. reconfiguration, 1969]

εφοδιαστικός

εφοδιαστικός, ή, ό [ἐφοδιαστικός] ε-φο-δι-α-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον εφοδιασμό: ~ή: εταιρεία τροφίμων.|| (σε μαρίνα) ~ό κέντρο για σκάφη. ● ΣΥΜΠΛ.: εφοδιαστική αλυσίδα & αλυσίδα εφοδιασμού: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο ή πλέγμα των απαιτούμενων διαδικασιών, ώστε να περάσει ένα προϊόν από την παραγωγή στην κατανάλωση, δηλ. η μεταφορά, αποθήκευση, συσκευασία και διακίνησή του: επιχειρήσεις/υπηρεσίες ~ής ας. [< αγγλ. supply chain] [< αγγλ. logistic(s), γαλλ. logistique, περ. 1970]

κιθάρα

κιθάρα κι-θά-ρα ουσ. (θηλ.): ΜΟΥΣ. μουσικό όργανο με έξι συνήθ. χορδές, μακρύ βραχίονα με κλειδιά στην κεφαλή του για το κούρδισμα των χορδών και πλατύ σκάφος με σχήμα όπως ο αριθμός οκτώ· ειδικότ. η κλασική κιθάρα: μελωδική/ρυθμική ~. Το μπράτσο/η πένα/το σώμα της ~ας. Σόλο ~. Ρεσιτάλ/σολίστ ~ας. Με τη συνοδεία ~ας. Έργα για ~. Ξέρει να γρατζουνάει την ~ (: έχει λίγες γνώσεις ~ας). Στην ~ ο ... (: σε συναυλίες, κατά την παρουσίαση των μελών της ορχήστρας). ● Υποκ.: κιθαρίτσα & κιθαρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική κιθάρα: που χρησιμοποιεί μόνο ακουστικές μεθόδους για την παραγωγή ήχου: ~ές και ηλεκτροακουστικές κιθάρες. [< αγγλ. acoustic guitar, 1958] , ηλεκτρική κιθάρα: που έχει συμπαγές σώμα, μεταλλικές χορδές και ο ήχος της ενισχύεται με ηλεκτρικά μέσα. [< αγγλ. electric guitar, 1938] [< αρχ. κιθάρα ‘λύρα’, ιταλ. chitarra]

κωδικός

κωδικός, ή, ό κω-δι-κός επίθ.: που αναφέρεται σε κώδικα ή κωδικό: ~ή: γλώσσα/φράση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ή: λέξη (βλ. πάσγουορντ). ● ΣΥΜΠΛ.: κωδική αλυσίδα: ΒΙΟΧ. η απέναντι αλυσίδα της μεταγραφόμενης στο DNA: (μη) ~ ~ ενός γονιδίου., κωδική ονομασία & κωδικό όνομα: λέξη ή σύμβολο που χρησιμοποιείται αντί του κανονικού ονόματος, για να αποκρύψει την ύπαρξη ή την ταυτότητα προσώπου ή πράγματος: Πράκτορας γνωστός με το κωδικό όνομα "..."|| Νέα έκδοση με την κωδική ονομασία ... [< αγγλ. code name] , κωδικός αριθμός: προκαθορισμένος συνδυασμός ψηφίων (ή και γραμμάτων) που δίνεται για λόγους ταυτοποίησης, ασφάλειας, ταξινόμησης, κρυπτογράφησης: εθνικός ~ ~. ~ ~ δημοσιεύματος/μερίδας επενδυτή.|| Προσωπικός ~ ~ αναγνώρισης (= πιν). [< αγγλ. code number, 1959] [< αγγλ. code]

λέω

λέω λέ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {λες, λέ-ει, -με, -τε, -ν(ε), έλεγα, είπα (προστ. πες, πείτε κ. πέστε), πει, λέγ-ομαι, λέ-χθηκε (λόγ.) ειπώ-θηκε (λογιότ. ελέ-χθη, -χθησαν, μτχ. λε-χθείς, -χθείσα, -χθέν), λε-χθεί (λόγ.) ειπω-θεί, λέγ-οντας, -όμενος, ειπω-μένος} & (λόγ.) λέγω 1. εκφέρω λέξεις και φράσεις, αρθρώνω φθόγγους: Συγγνώμη, δεν σ' άκουσα, τι είπες; Είπαν (= αντάλλαξαν) βαριές κουβέντες. Έχω κάτι να σου πω (: εμπιστευτώ), αλλά μην το πεις (= αποκαλύψεις, μαρτυρήσεις) σε κανέναν/πουθενά. Πες το μου στ' αυτί/ψιθυριστά. Έφυγε, ~οντας μόνο ένα "γεια". Έχουν ~χθεί τα πάντα. (εμφατ.) ~ει και ~ει ασταμάτητα (πβ. μιλώ). Δεν ξέρει τι ~ει (= ~ει ασυναρτησίες). (ειρων.) Τέτοια λέγε μου, να χαίρομαι!|| Τι έχεις να πεις σε όσους σε κατηγορούν; Πβ. απαντώ.|| ~ τη γνώμη μου (= διατυπώνω, εκφράζω)/ψέματα (= ψεύδομαι). ~ει τις ειδήσεις (= εκφωνεί, παρουσιάζει). Πείτε μου/πέστε μου τι κάνετε/τα νέα σας. Μας είπε (= ανακοίνωσε) την απόφασή του/τα εξής: … Αναγκάστηκε να πει (= ομολογήσει, παραδεχτεί) την αλήθεια.|| Δεν μπορεί να πει (= προφέρει) το "ρο".|| Στο ~ εγώ, θα έρθει (πβ. διαβεβαιώνω)! Τι το λες και δεν το κάνεις; Ό,τι είχα/ήταν να πω το είπα (πβ. δηλώνω). Ό,τι και να πεις, έχεις δίκιο. Αφού σου είπα (= υποσχέθηκα) ότι θα σε βοηθήσω, θα το κάνω. Στο είχα πει (: επαναλάβει) πολλές φορές.|| Το είπε (= μετέδωσε) το ραδιόφωνο.|| ~νε (= κάνουν λόγο) για τα χθεσινά. 2. σκέφτομαι, υπολογίζω· νομίζω, πιστεύω· υποθέτω, φαντάζομαι: ~ να φύγω αύριο (πβ. προγραμματίζω, σκοπεύω, σχεδιάζω). Πάνω που είπα (= αποφάσισα) κι εγώ να σοβαρευτώ ... -Θα έρθεις; -Έτσι ~. Και να πεις πως δεν το περίμεναν! Πες πενήντα τα οδοιπορικά κι εκατό η διαμονή. Πόση ώρα λες να πάρει;|| Εσύ τι λες/τι έχεις να πεις γι’ αυτά; Τι θα πει ο κόσμος; (με αμφιβολία ή απορία:) ~τε να είναι τόσο απλό;|| Αν δεν σε ήξερα, θα έλεγα ότι δεν είσαι (= δεν θα σε έκανα) πάνω από είκοσι. Έτσι όπως είχε ξαπλώσει, έλεγες ότι κοιμάται. Πες πως ήσουν στη θέση μου, τι θα έκανες; Ποιος να (μου) το 'λεγε ότι θα χώριζαν! 3. για παράθεση άποψης, φήμης, γνωμικού, των λόγων κάποιου: (συνήθ. στο γ' πρόσ.) ~νε/~εται ότι/πως ... (πβ. διαδίδεται, μαρτυρείται, συζητιέται, φημολογείται, ψιθυρίζεται). Πολλά ~ονται και ακούγονται γι' αυτό το θέμα. Απ' ό,τι λένε (οι δικοί του) είναι πολύ ώριμος για την ηλικία του. Η παράδοση ~ει (= αναφέρει) ότι ο πύργος ήταν στοιχειωμένος. Στο χωριό μου ~νε: "Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά".|| Όπως ακριβώς είπα/~θηκε και πριν, ...|| (σε ευθύ ή πλάγιο λόγο) Και γυρίζει και μου ~ει: "Έχεις καθόλου λεφτά;" (πβ. ρωτώ). Δεν τη νοιάζει, ~ει. (Μου) είπε να μη χαθούμε. 4. (ειδικότ.) ισχυρίζομαι, υποστηρίζω: Ο ίδιος ~ει ότι έπεσε θύμα απάτης. Το ~ και το πιστεύω. Είσαι σίγουρος για όσα λες; Σύμφωνα με όσα ~ει σε συνέντευξή της ... Δεν ~/δεν μπορώ να πω ότι το έκανε αυτός/επίτηδες. 5. εισαγωγικά ή παρενθετικά στον λόγο ή σε τυπικές φράσεις για προσέλκυση της προσοχής, έκφραση απορίας, αμηχανίας, δυσαρέσκειας: Δεν μου λες, αύριο έχουμε μάθημα; Για να το πούμε αλλιώς/απλά/καλύτερα, ... Τολμώ να πω ότι την καταλαβαίνω. Συγγνώμη, να πω κάτι (πβ. αναφέρω, επισημαίνω, προσθέτω); Και να πω και κάτι άλλο ... Θα μου επιτρέψετε/πρέπει να πω ... Δεν χρειάζεται/περιττό να πω ότι ... (: για κάτι αυτονόητο, γνωστό). Σου το/στο ~ σαν φίλος, ξέχασέ την.|| (επιτατ., θυμωμένα:) Αυτό που σου ~ εγώ!|| (απειλητ.) Για πρόσεχε τι λες!|| (συγκαταβατικά) Ό,τι πεις εσύ!|| (στερεότυπη φρ. όταν σηκώνουμε το τηλέφωνο) Λέγετε; Λέγετε, παρακαλώ! 6. ονομάζω, αποκαλώ, χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι: -Πώς σε ~νε; -Με ~νε Ειρήνη. ~ομαι ... (: για ονοματεπώνυμο). Πολύ ακατάδεχτη η ... πώς την είπαμε; (: όταν δεν θυμόμαστε το όνομα κάποιου).|| Πώς ~εται αυτό στα Γαλλικά (πβ. μεταφράζω);|| Τον είπε βλάκα μπροστά σ' όλους. (για παρατσούκλι) Στο σχολείο τον ~νε ξερόλα. Εγώ αυτό το ~ κοροϊδία. 7. εννοώ, σημαίνω, δείχνω: (συνηθέστ. στο γ' πρόσ.) Τι θα πει "ελευθερία"; Αν γυρίσει, θα πει πως σ' αγαπάει. Το ότι τον προσκάλεσα δεν θα πει ότι τον συμπαθώ κιόλας.|| Νομίζω αυτό ~ει πολλά για τον χαρακτήρα της. Η φωτογραφία τα ~ει όλα. Το θερμόμετρο ~ει σαράντα βαθμούς Κελσίου. Η πινακίδα ~ει "Απαγορεύεται η αναστροφή". Πάτησε το κουμπί που ~ει στοπ.|| (προφ.) -Τι ώρα λες (: τι ώρα ~ει το ρολόι σου); Τα μάτια σου άλλα ~νε ... 8. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι· προτείνω, συμβουλεύω: Πες του να περάσει. Άσε με ήσυχη, σου είπα! Μην του πεις μόνο για διάβασμα (: να διαβάσει)! Θα σου πω εγώ πότε να σταματήσεις (πβ. καθοδηγώ, υποδεικνύω). Κάνε ό,τι σου ~ει (πβ. διατάζω)!|| Εγώ ~ να πάμε. Θα σου έλεγα να μη βιαστείς. Πες του κι εσύ κάτι! 9. (προφ.) διατυπώνω γραπτώς, αναφέρω: Τι ~νε (= γράφουν) οι εφημερίδες; Η διαθήκη/ο νόμος ~ει (= ορίζει) ... Χρειάζεσαι μία υπεύθυνη δήλωση που να ~ει ότι ... Ένας μεγάλος ποιητής είπε ... 10. προβλέπω, προλέγω: Εγώ το είχα πει από την αρχή. Όταν εγώ στα 'λεγα, εσύ δεν με πίστευες. Πβ. προειδοποιώ. 11. εξηγώ, ερμηνεύω: ~ει (= διαβάζει) τον καφέ/το μέλλον/τη μοίρα/το φλιτζάνι/τα χαρτιά.|| Μπορείς να μου πεις τι σημαίνει ... 12. αφηγούμαι, εξιστορώ, περιγράφω: Δεν ξέρει να ~ει ανέκδοτα. Πείτε μας πώς τα περάσατε στο ταξίδι. Ακριβώς έτσι έγιναν, όπως τα είπε. Πες μας τι σου συμβαίνει. Πβ. διηγούμαι.|| Ένας απ' τους δυο σας ~ει παραμύθια (πβ. παραμυθιάζω, ψεύδομαι). 13. κουβεντιάζω, συζητώ: Τα ~με πού και πού. Κάτσε να τα πούμε λιγάκι. Για σένα λέγαμε (= μιλούσαμε). Πίνανε και λέγανε τα δικά τους. Τι ακριβώς ~θηκε/~χθη στη γενική συνέλευση;|| Όπως είπαμε (= συμφωνήσαμε), εντάξει; 14. επαναλαμβάνω προφορικά κάτι που έχει ορισμένη μορφή και συνήθ. το έχω αποστηθίσει: ~ ένα ποίημα (= απαγγέλλω)/την προσευχή μου. Θα πει (= τραγουδήσει) κομμάτια από τον τελευταίο του δίσκο. Βλ. λεγάμενος, λέγειν, λεγόμενα, λεγόμενος.λέει (προφ.) 1. (συνήθ. με άρνηση) αξίζει: -Τι ~ το/σαν μαγαζί; - Δεν ~ μία/τίποτα. Η ταινία δεν έλεγε πολλά (πράγματα). Βλ. ψιλο~. 2. για έμφαση, ενίσχυση των λεγομένων: Ξεφαντώσαμε, ~! Αν τον ξέρω, ~; Απ’ έξω κι ανακατωτά. Πβ. δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! 3. ως συμπλήρωμα στην ομιλία, όταν κάποιος δεν βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις: Και μου ζήτησε, ~, να φύγω ~, γιατί ήθελε, ~, να ... Πβ. να πούμε. 4. σε αφηγήσεις ή υποθέσεις: Ήτανε, ~, κάποτε ένας βασιλιάς... Είδα, ~, στο όνειρό μου ότι ...|| Φαντάσου, ~, να ξανασυναντηθούμε μια μέρα. 5. για να δηλωθεί έντονη έκπληξη, απορία ή αγανάκτηση: Ποιος ήταν ~; 6. για λόγο που θεωρείται πρόφαση, δικαιολογία: Δεν ήρθε γιατί, ~ (= δήθεν), είχε δουλειά. Πβ. τάχα. 7. φημολογείται: Ο γιος τους, ~, είχε μπει φυλακή. ● ΦΡ.: ... όπως/που λέει και (προφ.): όταν αναφέρονται τα λόγια κάποιου, αποφθέγματα, παροιμίες ή στίχοι τραγουδιού: Κάθε εμπόδιο για καλό, ~ ~ ο λαός. Όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας, ..., άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν περιγράφεται με λόγια: Είχε γίνει έξω φρενών, φώναζε, έβριζε, άσε ... ~ ~ ακούς! Τα χρώματα του πίνακα είναι μοναδικά, όμως ~ ~ βλέπεις!, ας πούμε (προφ.) 1. για να δοθεί παράδειγμα: Παιδιά που είναι, ~ ~, οκτώ ετών ... Πβ. για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν/χάρη, ξέρω γω. 2. για να εκφραστεί μία υπόθεση: ~ ~ (= ας υποθέσουμε) ότι ψάχνεις για δουλειά ... Πβ. έστω. 3. για να γίνει μία πρόταση: -Πότε να πάμε; -~ ~ την πρώτη του μηνός., ας τα λέμε καλά (προφ.): σχετικά καλά, ως τυπική απάντηση χαιρετισμού: -Τι κάνεις; -Ε, ~ ~..., άστον/άσ' τον να λέει (προφ.): συνήθ. ως προτροπή σε κάποιον να μη δίνει σημασία στα λόγια τρίτου: Άστους να λένε, είσαι η καλύτερη!, αυτά/έτσι που λες/λέτε! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος θέλει να συνοψίσει κάτι ή δεν ξέρει τι άλλο να πει: ~ ~ φίλε μου, δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση., αυτό θα πει ...! (προφ.): (ως ένδειξη αναγνώρισης, θαυμασμού) αυτό είναι: ~ ~ αγάπη/εξυπηρέτηση/μαγκιά/τύχη!, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί παραδοχή, ομολογία ή συμφωνία με κάτι που προηγείται ή ακολουθεί: Είναι ωραίος νέος, αυτό/το σωστό να ~. Η αλήθεια να ~, μαζί της δεν βαριέμαι ποτέ., αφού το λες εσύ & αφού το λέτε εσείς (προφ.): (συγκαταβατικά) για να δηλωθεί αποδοχή της άποψης του άλλου: Ε, ~ ~, έτσι θα 'ναι/κάτι (παραπάνω) θα ξέρεις., για λέγε/πες (προφ.): ως προτροπή για να αφηγηθεί κάποιος κάτι ενδιαφέρον: -Συναντηθήκαμε χθες. -~ ~, ~ ~!, για να μη (σου) πω & μη (σου) πω: παρενθετικά στον λόγο για να προσθέσουμε κάτι, χωρίς να είμαστε απόλυτοι: Ένα από τα πιο σημαντικά, ~ ~ το πιο σημαντικό, είναι ..., για να σου πω (προφ.): (αυστηρά) ως έκφραση δυσφορίας, για να σταματήσει κάποιος να λέει ή να κάνει κάτι ενοχλητικό: Α, ~ ~, μη μου φωνάζεις εμένα! ~ ~, σαν πολύ αέρα δεν πήρες;, δε(ν) λέγεται (προφ.-εμφατ.): δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια: Το τι αγόρασε ~ ~! ~ ~ τι τράβηξα μέχρι να τελειώσω., δε(ν) λέω (προφ.): δεν αντιλέγω, δεν διαφωνώ: ~ ~, η δουλειά είναι δύσκολη, αλλά ..., δεν λέει να 1. (προφ.) για κάτι που δεν συμβαίνει, κυρ. αντίθετα από το επιδιωκόμενο ή το προσδοκώμενο: Αυτή η γρίπη ~ ~ περάσει με τίποτα. Η ώρα περνούσε κι αυτός δεν έλεγε να κουνηθεί από τη θέση του. 2. (νεαν. αργκό) δεν είναι σωστό, πρέπον ή συμφέρον: Θα περιμένω να τον αποχαιρετήσω, ~ ~ φύγω έτσι., δεν λες καλά/καλύτερα (που) ... & πάλι καλά (να λες) (που): (προφ.) όταν κάποιος προσπαθεί να εστιάσει στις θετικές πλευρές μιας δυσάρεστης κατάστασης: ~ ~ που δεν πάθατε τίποτα! Πβ. ευτυχώς.|| -Άργησες, αλλά τουλάχιστον ήρθες. -Πάλι καλά να λες!, δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί συμφωνία με τα προαναφερθέντα και υπερθεματισμός: Καλά, ~ ~, το μέρος ήταν καταπληκτικό! -Πώς περάσατε χθες, ωραία; -Ωραία ~ ~, τέλεια ήταν! Τυχερή, ~ ~, από θαύμα ζει!, δεν μου λέει τίποτα (προφ.): δεν μου κάνει αίσθηση, δεν το θεωρώ σημαντικό: Το ότι είναι πλούσιος πραγματικά/προσωπικά ~ ~. [< γαλλ. cela ne me dit rien] , δεν σου λέω (οικ.): (με περιπαικτική διάθεση) σε περίπτωση που κάποιος αρνείται πεισματικά να μιλήσει για κάτι: ~ ~, για να μάθεις! ~ ~, ~ ~, πού ήμουν!, είπα κι εγώ (προφ.): σε περιπτώσεις που ανατρέπονται τα λόγια, οι αρχικές σκέψεις ή εκτιμήσεις κάποιου: ~ ~ με ξέχασες;, είπα ξείπα (προφ.): για αναίρεση προηγούμενης δήλωσης ή υπόσχεσης: -Μα μου είπες πως θα μου το αγοράσεις. -~ ~ (: το παίρνω πίσω).|| (ως ουσ.) Βαρέθηκα τα ~ ~ του., είπες κάτι/τίποτα; (προφ.): με αυστηρό ύφος ή απειλητικά, για να αποθαρρυνθεί κάποιος που εκφράζει αντιρρήσεις, συνήθ. μουρμουρίζοντας ή μιλώντας σιγά: Δεν κατάλαβα. ~ ~;, εμένα μου λες (προφ.): ως έκφραση αμφισβήτησης ή συμφωνίας: (ειρων.) -Συγγνώμη, δεν θα ξαναγίνει. -~ ~!|| -Είναι πολύ δύσκολος άνθρωπος. -~ ~; Ένας θεός ξέρει τι έχω τραβήξει μαζί του., ένα (μόνο) σου λέω (προφ.-εμφατ.): για προσέλκυση της προσοχής σε αυτό που θα ακολουθήσει: ~ ~ και να το θυμάσαι, τίποτα δεν είναι δεδομένο. (απειλητ.) Ένα μόνο θα σου πω, μη διανοηθείς και ξαναγυρίσεις!, εσύ το λες αυτό/εσύ είσαι που το λες αυτό 1. (προφ.-εμφατ.) αυτή είναι η δική σου άποψη, όχι η δική μου: Εγώ δεν είπα ότι δεν θέλω, ~ ~. 2. (σε ερώτηση) ως έκφραση έκπληξης, απορίας για τα λεγόμενα κάποιου: -Δεν αντέχω άλλο. -~ ~; Νόμιζα ότι σου άρεσε η δουλειά., έτσι λες; (προφ.): αυτό νομίζεις, αυτό πιστεύεις;: ~ ~ ε; Μπορεί να 'χεις και δίκιο ..., έτσι σου είπαν να λες; (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, διαμαρτυρίας για κάτι που ειπώθηκε: -Ο καθένας θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση του. -Μπα, ~ ~;, έχει να πει κάτι/έχει κάτι να πει (προφ.): (για καλλιτέχνη ή καλλιτεχνική δημιουργία) προτείνει κάτι διαφορετικό, καινούργιο: Η ταινία δεν ~ ~., έχω να (το) λέω (προφ.): εκφράζομαι με τα καλύτερα λόγια για κάποιον ή κάτι: ~ ~ για τη φιλοξενία τους., θα έλεγα (προφ.): κειμενικός δείκτης που τονίζει την υποκειμενικότητα μιας κρίσης: Τα θέματα ήταν αρκετά εύκολα, ~ ~ (= κατά τη γνώμη μου).|| (επιτατ.) Η αύξηση είναι σημαντική, εντυπωσιακή ~ ~ (= τολμώ να πω). Πβ. αν θέλεις/θέλετε., θα μου πεις ... (προφ.): (παρενθετικά στον λόγο) ως έκφραση άποψης, σκέψης ή πιθανής εξέλιξης: Κάθε αρχή και δύσκολη, θα μου πεις., θα σου 'λεγα (τώρα) (προφ., συνήθ. με θυμωμένο ύφος): για μετριασμό των λεγομένων ή αποσιώπηση βαρύτερων χαρακτηρισμών και λόγων: ~ ~ καμιά κουβέντα, έχε χάρη όμως που ... ~ ~ τίποτα για το σόι σου, αλλά ... Πβ. τι του λες/τι να του πεις τώρα;, θα τα πούμε (προφ.) 1. ως έκφραση αποχαιρετισμού: Πολλά φιλιά, ~ ~ (από κοντά/σύντομα/την Τρίτη). Πβ. τα λέμε. 2. (απειλητ.) θα λογαριαστούμε, αναμετρηθούμε: Εμείς (οι δύο) ~ ~ στο γήπεδο/δικαστήριο., και πάει λέγοντας (προφ.): και ούτω καθεξής: Το νέο νομοσχέδιο προκάλεσε αντιδράσεις, απεργίες, διαμαρτυρίες ~ ~. ΣΥΝ. και τράβα κορδέλα/κορδόνι, και τι δεν είπε (εμφατ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι ειπώθηκαν πολλά: ~ ~ για τον διευθυντή, ότι τους καταπιέζει, ότι τους εκμεταλλεύεται, ότι ..., καλά μου (τα) έλεγες/τα 'λεγες (προφ.): για επιβεβαίωση της κρίσης κάποιου άλλου: ~ ~ να μην ανακατευτώ, αλλά πού μυαλό! Καλά μου είπανε πως είναι απατεώνας., καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε (προφ.): για να δηλωθεί συμφωνία με τα λεγόμενα κάποιου: (Πολύ) καλά τα λες, αλλά ποιος σ' ακούει; Ακριβώς έτσι έγινε, φίλε, σωστά τα λες. Ναι, ναι, (έτσι) όπως τα λέει είναι ..., κάτι έλεγες ...; (προφ.-ειρων.): όταν τα λόγια κάποιου αντιτίθενται στις πράξεις του ή γενικότ. δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα., κάτι μας είπες (τώρα)! (προφ.-ειρων.): για κάτι γνωστό, αυτονόητο: -Τόσο καιρό μας έλεγε ψέματα. -Χαίρω πολύ, ~ ~! Πβ. τι μας λες (τώρα);, κάτι μέσα μου (μού) λέει/κάτι μου λέει ότι/πως ... (προφ.): διαισθάνομαι ή προαισθάνομαι κάτι: Κι όμως εμένα ~ ~ θα τον ξαναδώ. [< γαλλ. quelque chose me dit que] , κάτι μου λέει (προφ.): μου θυμίζει κάτι: ~ ~ το όνομά του, αλλά δεν είμαι σίγουρη.|| Η φωτογραφία δεν μου λέει κάτι/τίποτα. [< γαλλ. me dit quelque chose] , λέγε λέγε/πες πες (προφ.-εμφατ.): σε περιπτώσεις που λέγεται κάτι συνεχώς και επίμονα σε κάποιον: ~ ~ στο τέλος τον έπεισαν. Πβ. λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει., λέγε με ... & μπορείς να με λες (προφ.): (ακολουθεί κύριο όνομα ή ουσιαστικό) να με αποκαλείς, φωνάζεις ..., όταν θέλει κάποιος να δημιουργήσει κλίμα οικειότητας ή, ειρων., για τον ίδιο του τον εαυτό: Από 'δω και πέρα ~ ~ απλώς/σκέτο Μαρία.|| Τελικά, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το φτιάξω, ~ ~ και μάστορα!, λέμε τώρα (προφ.-ειρων.): που λέει ο λόγος: Καλά είμαι, ~ ~. Υποσχέσεις για ένα καλύτερο, ~ ~, μέλλον., λες κ(α)ι (προφ.): σαν να: Το θυμάμαι ~ ~ ήταν χθες! Δεν μπορούσε να μιλήσει, ~ ~ κάτι του 'φραζε το στόμα. Πβ. θαρρείς και., λέω (από) μέσα μου/απομέσα μου/στον εαυτό μου: δηλ. χωρίς να ακούγομαι: Είπε ~ του (: σιγανά, σιωπηλά, χαληλόφωνα) μια προσευχή. Όλα θα πάνε καλά, είπε ~ της (: σκέφτηκε, συλλογίστηκε). Αν έχεις κάτι να πεις, μην το λες ~ ~ σου (= πες το δυνατά, φωναχτά). Βλ. μουρμουρίζω, ψιθυρίζω., μα τι λέω & τι λέω (προφ.) 1. όταν κάποιος διορθώνει ή ενισχύει τα λεγόμενά του: Μέρες έχω να γράψω, ~ ~, μήνες. 2. (ειρων.) ως έκφραση αυτοθαυμασμού: ~ ~, ο άνθρωπος!, μας τα 'παν κι άλλοι (προφ.): για κάτι που έχει ειπωθεί πολλές φορές και δεν προκαλεί πλέον εντύπωση: Άσε/αυτά ~ ~!, μη μου πεις ότι ... (προφ.): για να προκαταλάβουμε τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν σου άρεσε/δεν σκέφτεσαι κι εσύ το ίδιο. ~ ~ ξαφνικά άλλαξες γνώμη!, μη μου το λες/μη μου πεις .../τι μου λες! (προφ.): ως έκφραση έκπληξης ή ειρωνείας: -Τα 'μαθες; Παντρεύεται! -Όχι, καλέ, ~ ~!|| (ειρων.) Μη μου το λες, γιατί θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει. Πβ. τι λες/είπες (τώρα)!, μην το λες (προφ.): για να μετριαστεί η απολυτότητα των λεγομένων κάποιου: -Αποκλείεται να περάσει στις εξετάσεις. - Μπα, ~ ~, ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται., μου λες/σου λέει (οικ.): αμφισβητώντας την ορθότητα των λεγομένων των άλλων: Και μετά ~ ~ κάνε παιδιά/φίλους., να μη με λένε (προφ.-εμφατ.): (ως απόδοση υπόθεσης) ως διαβεβαίωση προς τον συνομιλητή ότι θα κάνουμε κάτι οπωσδήποτε: Αν δεν έχω κόψει το κάπνισμα μέχρι το καλοκαίρι, ~ ~ Κώστα. Πβ. να μου τρυπήσεις τη μύτη., να πούμε & να 'ούμε (αργκό): παρενθετικά στον λόγο ως έκφραση αμηχανίας, όταν δεν βρίσκει κάποιος τις κατάλληλες λέξεις, ή στο τέλος φράσης, πρότασης: Έφυγε, ~ ~, χωρίς να πει μια λέξη. Καλά, πού ζεις εσύ, ~ ~;, να τα πούμε; (προφ.): για τα κάλαντα: -~ ~; -Φυσικά!, ξέρω τι θα πει: γνωρίζω πολύ καλά κάτι, ευχάριστο ή δυσάρεστο: ~ ~ αγάπη/μοναξιά. Ομάδα που δεν ξέρει τι θα πει ήττα., πες ... πες (προφ.): είτε ... είτε: ~ το σύμπτωση, ~ το διαίσθηση, ήξερα τι θα συμβεί! Πβ. θες ... θες., πες το κι έγινε (προφ.): ως δήλωση προθυμίας για άμεση ικανοποίηση της επιθυμίας κάποιου: Αν θέλεις κάτι άλλο, ~ ~!, ποιος μου λέει (εμένα) (προφ.): (συνήθ. ως ρητορική ερώτηση) πώς μπορώ να ξέρω, να σιγουρευτώ: ~ ~ ότι δεν με κοροϊδεύει; Και ποιος σου ~ εσένα πως αύριο θα έχεις δουλειά;, ποιος το είπε/λέει (αυτό); (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, αμφισβήτησης των λεγομένων κάποιου: Ακούς εκεί! ~ ~ ότι είμαι υποχρεωμένος να ...;, πολλά λες (προφ.): φλυαρείς, υπερβάλλεις ή αυθαδιάζεις: Πάντα τόσα ~ ~ για σένα;|| Πάνω από εκατό ευρώ; Νομίζω ότι ~ ~.|| Σαν πολλά δεν μας τα είπες;, που λες/λέτε (προφ., ως παραγέμισμα): εισαγωγικά ή παρενθετικά κυρ. σε αφηγήσεις ή συζητήσεις: Και ~ ~, πέρυσι το καλοκαίρι ... Έφυγα, ~ ~, αμέσως., πού να στα/σας τα/σου τα λέω (προφ.) 1. εισαγωγικά, συνήθ., στον λόγο για πρόκληση εντύπωσης: Άσε φίλε, ~ στα λέω, πήρα μια λαχτάρα χθες! ~ σας τα λέω, δεν θα πιστέψετε ποια συνάντησα στον δρόμο! 2. παρενθετικά στον λόγο για αποφυγή μακρηγορίας: Υπέροχα υφάσματα, αλλά ~ σου τα λέω τώρα, πήγαινε να τα δεις καλύτερα μόνη σου., πώς να στο/το πω (προφ.): όταν δυσκολεύεται κάποιος να εκφραστεί κατάλληλα: Μου αρέσει εδώ, ~ ~..., νιώθω σαν να είναι η δεύτερη πατρίδα μου., σαν να λέμε (προφ.): ως έκφραση επεξήγησης ή κυρ. παρομοίωσης, σύγκρισης με κάτι: Έμπλεξε με συμμορίες, ~ ~ έπεσε στο στόμα του λύκου., σου λέω! (προφ.): χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση στα λεγόμενα ή στην ορθότητα ισχυρισμού που συνήθ. δεν γίνεται πιστευτός: Άσε με ήσυχο ~ ~ (πβ. επιτέλους)! Δράμα, ~ ~, η κατάσταση!, σου 'πα μου 'πες (προφ.): δικαιολογίες ή φλυαρίες: Δεν μου αρέσουν τα πολλά ~ ~, μίλα ξεκάθαρα. Άσε τα ~ ~ και στρώσου στη δουλειά., τα λέμε (οικ.): ως έκφραση αποχαιρετισμού: ~ ~ αργότερα/αύριο (πάλι)/στις 9. Άντε γεια! ~ ~. Πβ. θα τα πούμε, τα ξαναλέμε., τι έλεγα/λέγαμε; (προφ.) 1. μετά από διακοπή συζήτησης: Λοιπόν, ~ έλεγα; Α, ναι ... Θυμάστε ~ λέγαμε; 2. ως υπενθύμιση κάποιου πράγματος που έχει ήδη αναφερθεί και που επαληθεύεται από τις περιστάσεις: ~ ~ πριν για ..., τι θα έλεγες/τι λες ...;: ως ευγενική πρόταση: ~ ~ αν αγοράζαμε καινούργιο αυτοκίνητο/για ένα ποτήρι κρασί/να φάμε μαζί (: θα ήθελες να ...);, τι θα πει (προφ.) 1. τι σημαίνει. Πβ. τι εστί. 2. & τι πάει να πει: για να εκφραστεί έντονη αντίρρηση ή αγανάκτηση: Και ~ ~ δεν του αρέσει; Τόσα λεφτά δώσαμε!, τι λέει; (αργκό) 1. τι κάνεις, πώς είσαι; Πβ. πώς πάει; 2. πώς είναι;: ~ ~ η ζωή στην πρωτεύουσα;, τι λες/είπες (τώρα)! (προφ.): κυρ. ως έκφραση έκπληξης ή διαφωνίας: -Μέσα σε δυο χρόνια πήρε προαγωγή. -~ ~! Δεν θες να πας διακοπές; Μα ~ ~!, τι μας λες (τώρα); & καλέ/μωρέ τι μας λες; (προφ.): για να εκφραστεί αντίρρηση ή ειρωνεία, όταν αναφέρεται κάτι αυτονόητο, ήδη γνωστό: ~ ~, ρε άσχετε; Θα μου πεις "~ ~", αφού κι εσύ το ίδιο κάνεις.|| ~ ~; Εμείς κοιμόμαστε όρθιοι; Πβ. κάτι μας είπες (τώρα)!, τι να πω/τι να πει κανείς & τι να λέμε/τι να πούμε τώρα (προφ.): ως έκφραση αμηχανίας, έκπληξης, παράπονου, απαισιοδοξίας: Τι να (σου) πω, δεν ξέρω, τα 'χω χαμένα. Τι να πούμε κι εμείς οι άνεργοι;|| Ό,τι και να λέμε/να πούμε τώρα είναι λίγο., τι σου λέει αυτό; (προφ.): τι καταλαβαίνεις, ποιο συμπέρασμα βγάζεις;: Χρόνια τώρα ζει εκτός Ελλάδος. ~ ~;, τι του λες/τι να του πεις τώρα; (προφ.): ως ήπια έκφραση αποδοκιμασίας, αγανάκτησης, θυμού: Πήγε και τα μαρτύρησε όλα, ~ ~; Πβ. θα σου 'λεγα (τώρα).|| Τι να σου πω τώρα, καημένε μου; Έτσι που τα 'κανες ..., το 'πε και το 'κανε (προφ.): για άμεση πραγματοποίηση των λεγομένων κάποιου. Πβ. αμ' έπος αμ' έργον., του τη λέω (αργκό): αποστομώνω, κάνω παρατήρηση σε κάποιον, τον πειράζω λεκτικά: Του την είπε άσχημα και δεν της ξαναμίλησε. Όλο σου τη λέει (πβ. σου τη μπαίνει, σε τσιγκλάει)! Πβ. κολλώ κάποιον στον τοίχο, ταπώνω, τα χώνω σε κάποιον., (για) να/θα (σου/σας) πω/εξομολογηθώ την αμαρτία μου βλ. αμαρτία, (λέω) το ψωμί ψωμάκι βλ. ψωμί, (να) μην το πεις/πείτε ούτε του παπά βλ. παπάς, (το) είπε το ποίημα βλ. ποίημα, ... και θα πεις κι ένα τραγούδι βλ. τραγούδι, άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! βλ. ακούω, άκου (με) που σου λέω! βλ. ακούω, άκου λέει! βλ. ακούω, για να λέμε/πούμε και του στραβού το δίκιο βλ. στραβός, δεν (μας) τα λες καλά βλ. καλά, δεν πα να λες ό,τι θες! βλ. θέλω, δεν σε είπαμε και καμπούρη! βλ. καμπούρης, εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω βλ. εγώ, εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του βλ. σκύλος, εδώ που τα λέμε βλ. εδώ, είπα και (ε)λάλησα βλ. λαλεί, είπαν του τρελού να χέσει κι εκείνος ξεκωλώθηκε βλ. χέζω, είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα βλ. γάιδαρος, ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι, έχουμε και λέμε βλ. έχω, έχω να το λέω βλ. έχω, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, θα πούμε το νερό νεράκι βλ. νερό, θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος βλ. άλλος, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); βλ. θέλω, θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... βλ. θέλω, θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα; βλ. θέλω, και/κι ύστερα (σου) λένε βλ. ύστερα, καλά δεν τα λέω; βλ. καλά, κάποιος κάνει/λέει τα δικά του βλ. δικός, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λέει/ξέρει κάτι νεράκι βλ. νερό, λέω καλό για κάποιον βλ. καλό, λέω κάτι στα μούτρα (κάποιου) βλ. μούτρο, λέω με το νου μου βλ. νους, λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους βλ. όνομα, λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη βλ. σύκο, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι βλ. κύμινο, μια κουβέντα είπα βλ. κουβέντα, μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια βλ. δόντι, μιλώ/τα λέω(/τα ρίχνω) χύμα και τσουβαλάτα/σταράτα/τσεκουράτα βλ. χύμα, ο καθένας (λέει) το μακρύ του και το κοντό του (/το κοντό του και το μακρύ του) βλ. μακρύς, ό,τι θέλει λέει βλ. θέλω, ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε βλ. όνομα, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει βλ. χορός, ούτως ειπείν βλ. ούτω(ς), πάει να πει & πα' να πει βλ. πηγαίνω & πάω, πες τα, χρυσόστομε! βλ. χρυσόστομος, πες το ψέματα! βλ. ψέμα, ποτέ μη λες/μην πεις ποτέ βλ. ποτέ, που λέει ο λόγος βλ. λόγος, πώς είπες/είπατε; βλ. πώς, συ είπας βλ. εσύ, τα λέω ένα χεράκι βλ. χεράκι, τα λέω στην πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη βλ. πεθερά, τι έκανε λέει; βλ. κάνω, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, τι λέει το πρόγραμμα; βλ. πρόγραμμα, το καλό να λέγεται βλ. καλό, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, το λέω και γεμίζει το στόμα μου βλ. στόμα, το λέω και το ξαναλέω βλ. ξαναλέω, τολμώ να πω βλ. τολμώ, τόσα ξέρει, τόσα λέει βλ. τόσος, φερ' ειπείν βλ. φέρω ● βλ. ειπωμένος [< αρχ. λέγω, μεσν. λέω]

οικολογία

οικολογία [οἰκολογία] οι-κο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ο): ΟΙΚΟΛ. η επιστημονική μελέτη της πληθώρας και κατανομής των ζωντανών οργανισμών και της αλληλεπίδρασης μεταξύ τους, καθώς και ανάμεσα σε αυτούς και το περιβάλλον· κατ' επέκτ. το ιδεολογικό κίνημα που στοχεύει στην επίτευξη ισορροπίας ανάμεσα στον άνθρωπο και το περιβάλλον και στην προστασία αυτών με τη συνετή χρήση της τεχνολογίας· οι αντίστοιχες σπουδές: βιομηχανική (: που εξετάζει τη λειτουργία του βιομηχανικού συστήματος και τις αλληλεπιδράσεις του με τη βιόσφαιρα)/γενική/εξελικτική/εφαρμοσμένη/θαλάσσια/κοινωνική/λιβαδική/μικροβιακή/μοριακή/πληθυσμιακή/ριζοσπαστική/σοσιαλιστική ~. Βλ. αγρο~, βιο~, παλαιο~, -λογία.|| Τμήμα Οικιακής Οικονομίας και ~ας. Εργαστήριο ~ας. ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική οικολογία: η επιστημονική μελέτη των ήχων ενός οικοσυστήματος και της επίδρασής τους στους ζωντανούς οργανισμούς. [< αγγλ. acoustic ecology, 1960] , ανθρώπινη οικολογία: κλάδος της κοινωνιολογίας και της οικολογίας που μελετά κατά χώρο και χρόνο τις αμοιβαίες σχέσεις των ανθρώπων και της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσής τους σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της περιβαλλοντικής τους συνείδησης. [< αγγλ. human ecology, 1933] , βαθιά οικολογία/οικολογία του βάθους (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Β, Ο): ΦΙΛΟΣ. θεωρία η οποία αναγνωρίζει ίσα δικαιώματα επιβίωσης σε όλες τις μορφές ζωής και αντιτίθεται στον ανθρωποκεντρισμό. [< αγγλ. deep ecololgy, 1972] , δασική οικολογία: κλάδος που μελετά την αλληλεπίδραση των οργανισμών ενός δασικού οικοσυστήματος και τη σχέση τους με τον περιβάλλοντα χώρο., πολιτική οικολογία (κ. με κεφαλ. Π, Ο): ο αγώνας για την προστασία του περιβάλλοντος ως πολιτική θεωρία και κατ΄επέκτ. το σχετικό πολιτικό κίνημα. [< αγγλ. political ecology] [< γερμ. Ökologie, 1866, αγγλ. ecology, 1873, γαλλ. écologie, 1874, διαδόθηκε περ. το 1968]

οπτική

οπτική [ὀπτική] ο-πτι-κή ουσ. (θηλ.) 1. ΦΥΣ. κλάδος που μελετά τις ιδιότητες του φωτός και τα φαινόμενα που σχετίζονται με αυτό, ιδ. τη διάδοση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας: γεωμετρική/μη γραμμική/κβαντική/κυματική ~. Βλ. ηλεκτρο~. 2. οπτική γωνία: μέσα από την ~ (+ γεν.). Πβ. πρίσμα, σκοπιά. [< αρχ. ὀπτική, γαλλ. optique]

οπτικός

οπτικός, ή, ό [ὀπτικός] ο-πτι-κός επίθ. (επιστ.): που σχετίζεται με την όραση ή την οπτική: ~ός: έλεγχος. ~ή: αναπηρία/απόδοση/απόλαυση/εμπειρία/εμφάνιση/παρατήρηση/πρόσβαση/σήμανση/ταυτότητα (π.χ. προϊόντων, βλ. λογότυπο). ~ό: κείμενο (= εικόνα)/υλικό/φαινόμενο (π.χ. ουράνιο τόξο). ~ές: ιδιότητες/πληροφορίες. ~ά: βοηθήματα/ερεθίσματα/χαρακτηριστικά.|| (ΑΝΑΤ.) ~ός: φλοιός (του εγκεφάλου). ~ό: νεύρο (οφθαλμού). Βλ. οφθαλμικός.|| (ΟΠΤ.) ~ή: οξύτητα. ~ά: είδη (π.χ. γυαλιά, φακοί επαφής).|| (ΦΥΣ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) ~ό: καλώδιο/πρίσμα/φάσμα. ~ές: διατάξεις/μετρήσεις/συσκευές.|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ.) ~ός: προγραμματισμός. ~ό: δίκτυο/ποντίκι. ~ή ανάλυση σάρωσης.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ός: αισθητήρας/σωλήνας. ~ό: μικροσκόπιο/τηλεσκόπιο. ~οί: ανιχνευτές. ~ά: εφέ/όργανα (π.χ. διόπτρα). ~ό και ακουστικό σήμα (: οπτικοακουστικό). Βλ. ηλεκτρο~.|| (ΦΩΤΟΓΡ.) ~ός: σταθεροποιητής (εικόνας)/φακός. ● Ουσ.: οπτικά (τα): οπτικά είδη: εμπόριο/κατάστημα/συλλογή ~ών. ● επίρρ.: οπτικά & (λόγ.) -ώς [ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: οπτική άνεση: που παρέχεται μέσω των κατάλληλων επιπέδων φωτισμού: ~ ~ στο εσωτερικό κτιρίων. Λαμπτήρας που εγγυάται υψηλή ~ ~. Βλ. ακουστική, θερμική άνεση., οπτική αντίληψη: ΨΥΧΟΛ. η ικανότητα αποκωδικοποίησης των ερεθισμάτων που λαμβάνονται από τα όργανα της όρασης. Βλ. ακουστική αντίληψη. [< αγγλ. visual perception] , οπτική επαφή 1. το να είναι κάτι ή κάποιος εντός του οπτικού πεδίου προσώπου: απρόσκοπτη/καθαρή/παρατεταμένη/πρώτη/συνεχής ~ ~. Δατηρώ/έχω άμεση ~ ~ με τον χώρο. 2. ΤΗΛΕΠ. επικοινωνία μέσω οπτικών ινών: απευθείας ~ ~ μεταξύ συσκευών. Απόσταση/γραμμή/διάδοση/συνθήκες ~ής ~ής. Τα ασύρματα δίκτυα απαιτούν ~ ~ ανάμεσα σε πομπό και δέκτη., οπτική όχληση (επίσ.): που προκαλείται από θέαμα το οποίο προσβάλλει την αισθητική κάποιου: ~ ~ από τις οικοδομικές εργασίες., οπτικό ποίημα: ΛΟΓΟΤ. που συνδυάζει τον γραπτό λόγο με την εικόνα ή μεταδίδει οπτικά το νόημα με τον τρόπο διάταξής του., οπτικός θόρυβος: ΦΩΤΟΓΡ. διακυμάνσεις φωτεινότητας ή χρώματος σε εικόνες από σκάνερ ή ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Βλ. κόκκος. [< αγγλ. image noise] , οπτικός πολιτισμός: διεπιστημονικός κλάδος ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των εικόνων, ιδ. όπως αυτές προβάλλονται από τα ψηφιακά μέσα και το διαδίκτυο, καθώς και των μεθοδολογικών-φιλοσοφικών εργαλείων ανάλυσής τους: ~ ~ και Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. [< αγγλ. visual culture] , οπτικός τύπος: πρόσωπο που αντιλαμβάνεται και μαθαίνει ευκολότερα κάτι, όταν το βλέπει. Βλ. ακουστικός τύπος. [< γερμ. optischer Typ] , οπτική απάτη βλ. απάτη, οπτική γωνία βλ. γωνία, οπτική εικόνα βλ. εικόνα, οπτική επικοινωνία βλ. επικοινωνία, οπτική ίνα βλ. ίνα, οπτική ποίηση βλ. ποίηση, οπτική πυκνότητα βλ. πυκνότητα, οπτικό ζουμ βλ. ζουμ, οπτικό πεδίο βλ. πεδίο, οπτικός αναγνώστης βλ. αναγνώστης, οπτικός γραμματισμός βλ. γραμματισμός, οπτικός δίσκος βλ. δίσκος, οπτικός θάλαμος βλ. θάλαμος [< αρχ. ὀπτικός, γαλλ. optique, αγγλ. optical, visual]

πεπτιδικός

πεπτιδικός, ή, ό πε-πτι-δι-κός επίθ.: ΒΙΟΧ. που σχετίζεται με το πεπτίδιο: ~ή: ορμόνη. ~οί: δεσμοί. Βλ. πολυ~. ● ΣΥΜΠΛ.: πεπτιδική αλυσίδα: οποιαδήποτε ακολουθία αμινοξέων που ενώνονται με πεπτιδικούς δεσμούς, για να σχηματίσουν πρωτεΐνες. [< αγγλ. peptide chain, 1931] , πεπτιδικός δεσμός: ΧΗΜ. μεταξύ καρβοξυλικών και αμινικών ομάδων που αποτελεί τον κύριο σύνδεσμο όλων των πρωτεϊνικών δεσμών. [< αγγλ. peptide bond, 1932] [< αγγλ. peptidic, 1949, γαλλ. peptidique, 1907]

περιγραφή

περιγραφή πε-ρι-γρα-φή ουσ. (θηλ.): αναλυτική ή σύντομη παρουσίαση των χαρακτηριστικών κυρ. προσώπου, πράγματος, χώρου ή γεγονότος, ώστε ο ακροατής ή αναγνώστης να μπορεί να αναπλάσει την εικόνα τους στο μυαλό του: ακριβής/απλή/γενική/γλαφυρή/εκτεταμένη/εξωτερική/εσωτερική/ζωηρή/ζωντανή/λεπτομερής/περιληπτική/πιστή/πλήρης/ρεαλιστική/συνοπτική/φανταστική ~. ~ του κτίριου/προϊόντος. Βλ. αναπαράσταση.|| ~ μαθήματος/προγράμματος. ~ ενός εθίμου/σχεδίου/φαινομένου. ~ των ρόλων και αρμοδιοτήτων. Επιστημονική ~ (= εξήγηση) μιας διαδικασίας. Τεχνική ~ ενός έργου. Λειτουργική ~ ενός συστήματος.|| ~ αθλητικού αγώνα. ~ές από αυτόπτες μάρτυρες (= μαρτυρίες). Πβ. εξιστόρηση. ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική περιγραφή: επικουρική υπηρεσία η οποία βασίζεται στην αφήγηση σκηνής κυρ. ενός τηλεοπτικού προγράμματος, κινηματογραφικού έργου ή μιας θεατρικής παράστασης, ώστε να καθίσταται δυνατή η παρακολούθησή της πλοκής του/της από άτομα με προβλήματα όρασης: υπότιτλοι, ~ ~, νοηματική (: εναλλακτικά κειμένων για ΑμεΑ). [< αγγλ. audio description] [< μτγν. περιγραφή, γαλλ. description]

-φωνικός

-φωνικός, ή, ό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με αναφορά σε 1. ΜΟΥΣ. αριθμό φωνών: τετρα~. Πολυ~. 2. ΤΕΧΝΟΛ. τεχνική αναπαραγωγής ήχου: μονο~/στερεο~. 3. ΓΛΩΣΣ. ποιότητα φθόγγου: ημι~/συμ~. 4. ΤΗΛΕΠ. συγκεκριμένο μέσο επικοινωνίας: ραδιο~/τηλε~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.