Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 6 εγγραφές  [0-6]


  • έδαφος [ἔδαφος] έ-δα-φος ουσ. (ουδ.) {εδάφ-ους | -η, -ών} 1. το ανώτατο στρώμα του γήινου φλοιού, θεωρούμενο κυρ. ως προς τη μορφολογία, την κατάσταση, τις παραγωγικές του ιδιότητες· γη, χώμα: ανώμαλο/γόνιμο/γυμνό (: χωρίς βλάστηση)/ηφαιστειογενές/ομαλό/σαθρό/σκληρό/στερεό/τραχύ ~. Άγονα/αμμώδη/αργιλώδη (βλ. ασπρόχωμα)/εύφορα/πετρώδη/υγρά ~η. ~ κατάλληλο για καλλιέργειες και κτηνοτροφία. ~η πλούσια σε θρεπτικά συστατικά/οργανικές ύλες. Φυτά για (φτωχά και) ξηρά ~η. Ανάγλυφο/διάβρωση/θερμοκρασία/καλλιέργεια/ρύπανση/υγρασία (του) ~ους. Περιεκτικότητα του ~ους σε ασβέστιο/σίδηρο. Κάτω (πβ. υπόγειος)/πάνω (πβ. υπέργειος) από το ~. Απορρύπανση/ερημοποίηση/καθιζήσεις ~ών. Γλίστρησε κι έπεσε/κάθισε/ξάπλωσε στο ~ (πβ. καταγής).|| (ΣΤΡΑΤ.) Αναγνώριση ~ους. Επιχειρήσεις στον αέρα και το ~ (= ξηρά).|| (ΓΕΩΛ.-ΕΔΑΦ.) Ιδιότητες/χαρτογράφηση ~ών. Το πορώδες του ~ους.|| (κατ' επέκτ.) Το ~ της Σελήνης. 2. (ειδικότ.) επικράτεια, έκταση, περιοχή, χώρος: εχθρικό/ουδέτερο ~. Ελεύθερα/κατεχόμενα ~η. Επιστροφή στα πάτρια ~η (= πατρίδα). Ηλιακή έκλειψη ορατή από ελληνικό ~. Επιστροφή/κατάληψη/προσάρτηση ~ών. 3. (μτφ.) βάση, θεμέλιο, ευνοϊκό κυρ. κλίμα ή περιβάλλον: κατάλληλο ~ για την επίτευξη λύσης. Πβ. συνθήκες. ● ΣΥΜΠΛ.: παντός εδάφους: σχεδιασμένος για χρήση σε ποικίλα εδάφη: οχήματα ~ ~. Βλ. παντός καιρού. , παρθένο έδαφος (μτφ.): για καινούργιο, ανεξερεύνητο πεδίο δράσης: Τομέας που αποτελεί ~ ~ για ανάπτυξη., πρόσφορο/γόνιμο/εύφορο έδαφος/κλίμα/πεδίο (μτφ.): κατάλληλες, ευμενείς, θετικές συνθήκες: ~ ~ για επενδύσεις/έρευνα/συνεργασία. Ιδέες που βρήκαν ~ έδαφος και ρίζωσαν., προσωπικό εδάφους: που είναι υπεύθυνο για αεροπλάνα και πτήσεις και δεν εργάζεται μέσα σε αεροσκάφος. Βλ. ιπτάμενος. [< γαλλ. personnel au sol] , στέρεο έδαφος (μτφ.): σταθερή βάση, γερό θεμέλιο: ~ ~ εμπιστοσύνης, φιλίας και συνεργασίας (μεταξύ δύο χωρών)., ανταλλαγή εδαφών βλ. ανταλλαγή, απώλεια εδάφους βλ. απώλεια, ασκήσεις εδάφους βλ. άσκηση, προλείανση του εδάφους βλ. προλείανση, συνοδός εδάφους βλ. συνοδός ● ΦΡ.: η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου (μτφ.): νιώθω έντονη ανασφάλεια, πανικοβάλλομαι: Όταν πέθανε ο πατέρας της, αισθάνθηκε τη γη να χάνεται ~ ~ της.|| Το έδαφος τρίζει ~ ~ του και φοβάται για την πολιτική του επιβίωση., καλύπτω/ανακτώ/(ξανα)κερδίζω το χαμένο έδαφος (μτφ.): ξαναπαίρνω το προβάδισμα: Δεν έχουμε πολύ χρόνο για να καλύψουμε ~ ~. [< γαλλ. regagner le terrain perdu] , κερδίζει έδαφος (μτφ.): αποκτά συγκριτικό πλεονέκτημα, αρχίζει να προηγείται, να υπερέχει: ~ ~ η βιολογική γεωργία. Πβ. κερδίζει/παίρνει πόντους. [< γαλλ. gagner du terrain] , χάνει έδαφος (μτφ.): υποχωρεί. [< γαλλ. perdre du terrain] , (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο βλ. ελεύθερος, βρίσκω κοινό έδαφος (με κάποιον) βλ. κοινός, προλειαίνω/προετοιμάζω το έδαφος βλ. προλειαίνω [< 1,2: αρχ. ἔδαφος 3: γαλλ. terrain]
  • κιμιλιά κι-μι-λιά ουσ. (θηλ.): ΕΔΑΦ. -ΟΙΚΟΔ. μαλακός βράχος, που χρησιμοποιείται και ως δομικό υλικό. Βλ. άμμος.
  • πέρμαφροστ πέρ-μα-φροστ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΕΔΑΦ. μόνιμα παγωμένο έδαφος, το οποίο είναι χαρακτηριστικό των πολικών περιοχών. [< αμερικ. permafrost, 1943, γαλλ. ~, 1956]
  • χουμικός , ή, ό χου-μι-κός επίθ.: ΕΔΑΦ. που σχετίζεται με τον χούμο ή βρίσκεται σε αυτόν: ~ό: οξύ. ~ές: ενώσεις. [< γαλλ. humique] ΧΟΥΜΙΚΟΣ
  • χουμοποίηση χου-μο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΕΔΑΦ. μετατροπή σε χούμο: ~ οργανικών υπολειμμάτων. Πβ. βιοαποικοδόμηση, κομποστοποίηση. [< αγγλ. humification]
  • χούμος [χοῦμος] χού-μος ουσ. (αρσ.) & (σπάν.) χούμο (το) : ΕΔΑΦ. οργανικό στρώμα στην επιφάνεια του εδάφους, το οποίο δημιουργείται από την αποσύνθεση ύλης φυτικής ή ζωικής προέλευσης και χρησιμοποιείται ως φυσικό λίπασμα. Πβ. μαυρόχωμα. Βλ. κομπόστ, κοπριά, φυλλό-, φυτό-χωμα. [< γαλλ.-αγγλ. humus]

άμμος

άμμος [ἄμμος] άμ-μος ουσ. (θηλ.) 1. πάρα πολύ μικροί, ασύνδετοι και ευδιάκριτοι κόκκοι, προερχόμενοι από θραύσματα ορυκτών ή πετρωμάτων, που βρίσκονται στις ακρογιαλιές, τον βυθό της θάλασσας και των λιμνών, την κοίτη και τις εκβολές των ποταμών και σε ερήμους: βρεγμένη/ζεστή/καυτή/λεπτή/λεπτόκοκκη/μαύρη/χοντρή/χρυσή/ψιλή ~. ~ στα μαλλιά/παπούτσια. Παχύ στρώμα ~ου. Παραλία με άσπρη/λευκή ~ο. Τα πόδια μου βουλιάζουν στην ~ο. Ο αέρας έφερνε την ~ο στα πρόσωπά μας.|| Θραυστή (: λατομείου)/φυσική ~ (: θαλάσσης, ορυκτή, ποταμίσια, ως οικοδομικό υλικό). Βλ. αμμοχάλικο, παιπάλη.|| ~ της γάτας (: για τα περιττώματά της). 2. αμμώδες έδαφος και ιδ. αμμουδιά: παιχνίδια στην ~ο. Διανυκτερεύω/κάνω ηλιοθεραπεία/κοιμάμαι/κυλιέμαι/ξαπλώνω/παίζω/περπατώ στην ~ο. Τα παιδιά φτιάχνουν κάστρα/πύργους στην ~ο. ● ΣΥΜΠΛ.: κινούμενη άμμος: ψιλή άμμος που αποτελείται από άργιλο και μεγάλη ποσότητα νερού, με αποτέλεσμα να βυθίζεται όποιος ή ό,τι πατά σε αυτή. Βλ. βάλτος, έλος.|| (μτφ. για κάτι που παγιδεύει ή απογοητεύει:) ~ ~ το Χρηματιστήριο για τις κατασκευαστικές. [< γαλλ. sables mouvants] ● ΦΡ.: κτίζει πύργους/παλάτια στην άμμο (μτφ.): κοπιάζει άδικα., σαν την άμμο της θάλασσας (ΠΔ): πάρα πολύ μεγάλος, τεράστιος αριθμός: Οι σκέψεις μου για σένα ~ ~ (πβ. αμέτρητες, άπειρες)., χώνω/κρύβω/βάζω το κεφάλι στην άμμο: (επιτιμητικά) εθελοτυφλώ: Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, δε μπορούμε να ~ουμε ~ (: να κλείνουμε τα μάτια). (ειρων.) ~ουν ~ και το πρόβλημα εξαφανίζεται! Βλ. στρουθοκαμηλίζω., αίμα και άμμος! βλ. αίμα [< αρχ. ἄμμος]

ανταλλαγή

ανταλλαγή [ἀνταλλαγή] α-νταλ-λα-γή ουσ. (θηλ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανταλλάσσω: ~ δώρων/επισκέψεων/επιστολών/νομισμάτων/οικοπέδων. ~ βαρύτατων κατηγοριών/ευχών/ύβρεων/φιλοφρονήσεων (πβ. ανταπόδοση). Ελεύθερη ~ απόψεων/γνώσεων/εμπειριών/ιδεών. Δυνατότητα/σύστημα ~ής (πληροφοριών). Καθεστώς (εμπορικών) ~ών.|| ~ τεχνολογίας μεταξύ εταιρειών. Πρόγραμμα ~ής μαθητών/φοιτητών μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακαδημαϊκές/πολιτιστικές ~ές. ~ές εκπαιδευτικών/επιστημόνων. Στο πλαίσιο μορφωτικών ~ών ...|| (ΦΥΣ.) ~ θερμότητας με το περιβάλλον.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δεδομένων (μεταξύ συστημάτων). ● ΣΥΜΠΛ.: ανταλλαγή αιχμαλώτων: ΝΟΜ. (στο Διεθνές Δίκαιο) απελευθέρωση αιχμαλώτων πολέμου και από τις δύο εμπόλεμες πλευρές., ανταλλαγή εδαφών: ΝΟΜ. αμοιβαία παραχώρηση χερσαίων ή/και θαλάσσιων περιοχών ανάμεσα σε εμπόλεμα γειτονικά κράτη στα πλαίσια διεθνούς συμφωνίας., ανταλλαγή πληθυσμών (παλαιότ.): ΝΟΜ. συμφωνία μεταξύ όμορων εμπόλεμων κρατών περί αμοιβαίας μετανάστευσης των μειονοτήτων τους και εγκατάστασής τους σε αυτό από το οποίο κατάγονται: βίαιη/υποχρεωτική ~ ~. Βλ. απέλαση, εκπατρισμός. ● ΦΡ.: σε ανταλλαγή πυροβολισμών/πυρών: κατά τη διάρκεια ανταπόδοσης πυροβολισμών: νεκρός ~ ~. Έχασε τη ζωή του/σκοτώθηκε ~ ~. [< μτγν. ἀνταλλαγή, γαλλ. échange, αγγλ. exchange]

απώλεια

απώλεια [ἀπώλεια] α-πώ-λει-α ουσ. (θηλ.) 1. χάσιμο, στέρηση: (για υλικό αντικείμενο ή αγαθό:) ~ αποσκευών/διαβατηρίου/εγγράφου/(πιστωτικής) κάρτας/ταυτότητας (ΑΝΤ. εύρεση). ~ εισοδήματος/χρημάτων. (ΟΙΚΟΝ.) ~ κονδυλίων/μεριδίου αγοράς/πόρων. Σε περίπτωση ~ας. Πβ. εξαφάνιση.|| (για οτιδήποτε σωματικό ή διανοητικό:) Γρήγορη/σταθερή ~ βάρους (= αδυνάτισμα). ~ δοντιών/μαλλιών/λίπους/μυϊκής μάζας. (ΙΑΤΡ.) Οστική ~ (πβ. οστεοπόρωση). ~ αίματος (πβ. αιμορραγία)/ακοής (βλ. κώφωση)/δυνάμεων/μνήμης (πβ. αμνησία)/όρασης (βλ. τύφλωση)/ούρων (βλ. ακράτεια)/συνείδησης (πβ. κώμα)/(για ιπτάμενο μέσο) ύψους. Πβ. ελάττωση, μείωση.|| (για ιδιότητα, δυνατότητα, δικαίωμα, κατάσταση, στοιχείο, χαρακτηριστικό:) ~ βιοποικιλότητας/ελέγχου/ενδιαφέροντος/εργασίας/ευκαιρίας (ΑΝΤ. αξιοποίηση)/χρόνου/ψυχραιμίας. ~ (ΠΛΗΡΟΦ.) δεδομένων/(ΤΗΛΕΠ.) σήματος (ΑΝΤ. ανάκτηση).|| (ΦΥΣ.) ~ στήριξης (: αεροσκάφους που δεν μπορεί να διατηρηθεί σε πτήση). 2. διαρροή, διαφυγή και ό,τι διαφεύγει, διαρρέει: μαγνητική/φυσική ~. ~ ενέργειας/ηλεκτρικού φορτίου/ισχύος/καυσίμου/νερού/πάγων/τριβής.|| Θερμικές ~ες κτιρίου. Πυκνωτής με ~ες. 3. (για πρόσ.) θάνατος· το πλήγμα που αυτός συνεπάγεται· το κόστος που προκαλεί η απουσία ή απομάκρυνση ενός ανθρώπου: πρόωρη/τραγική ~. Εξέφρασαν την οδύνη τους για/θρηνούν/πενθούν την ~ του συναδέλφου τους.|| Εθνική/οδυνηρή ~.|| Δυσαναπλήρωτη ~ (= κενό). Η αποχώρησή του θα αποτελέσει σοβαρή ~ για την παράταξη.απώλειες (οι) (συνεκδ.) 1. ζημιές: υπολογισμός κερδών-~ειών. Το Χρηματιστήριο έκλεισε με μεγάλες/μικρές/οριακές/σημαντικές ~ της τάξης του ... %. Μεταφορά χωρίς ~. Υπέστησαν βαρύτατες ~. Πβ. αβαρία, φθορά. 2. νεκροί, θύματα (κυρ. σε πόλεμο): Ο βομβαρδισμός προκάλεσε ανυπολόγιστες ~ μεταξύ των αμάχων/σε ανθρώπινες ζωές. ● ΣΥΜΠΛ.: απώλεια εδάφους: υποχώρηση, οπισθοχώρηση: (μτφ.) Άμεση συνέπεια της οικονομικής κρίσης είναι η ~ ~ στη διεθνή αγορά.|| (κυριολ.) ~ ~ λόγω διάβρωσης., παράπλευρες απώλειες/ζημιές βλ. παράπλευρος ● ΦΡ.: η οδός της απωλείας (λόγ.): τρόπος ζωής που οδηγεί στη διαφθορά, στην ανηθικότητα., μεγάλη απώλεια! (προφ.-ειρων.): ως έκφραση απαξίωσης: Τι μου λες, δεν θα 'ρθει; ~ ~. [< αρχ. ἀπώλεια, γαλλ. perte, αγγλ. loss]

άσκηση

άσκηση [ἄσκηση] ά-σκη-ση ουσ. (θηλ.) 1. συστηματική δραστηριότητα, σύνολο κινήσεων, ενεργειών για την απόκτηση ή ανάπτυξη δεξιοτήτων: (ΑΘΛ.) αερόβια/εναλλακτική/έντονη/επίπονη/κοπιαστική/σωματική/φυσιοθεραπευτική ~. Φυσική ~ (: για ενδυνάμωση των μυών ή διατήρηση του σώματος σε φόρμα) για άτομα με ειδικές ανάγκες/εγκύους. ~ήσεις ρυθμικής γυμναστικής/χαλάρωσης. ~ήσεις στην μπάρα. Όργανα/πρόγραμμα/στρώμα ~ήσεων. Πβ. άθληση, εκγύμναση, εξ~. Βλ. προ~, προπόνηση, σπορ.|| ~ αυτογνωσίας/μνήμης/υπομονής. Πνευματική ~ (βλ. καλλιέργεια, μόρφωση). 2. δοκιμασία, εφαρμογή και έλεγχος στην πράξη γνώσεων και τεχνικών που έχει διδαχθεί κάποιος: άλυτη/γραπτή/διδακτική/δύσκολη/επαναληπτική/εργαστηριακή/(ΙΑΤΡ.) κλινική/λυμένη/μαθηματική/προφορική ~. ~ ορθογραφίας/ορθοφωνίας/συμπλήρωσης κενού/χημείας. Ανάθεση/εκφώνηση/παράδοση ~ης. Βιωματικές/γλωσσικές ~ήσεις. ~ήσεις επί χάρτου. Διορθώνω/λύνω ~ήσεις. Τετράδιο ~ήσεων-εργασιών. Πβ. εξέταση, πρόβλημα, τεστ.|| Δοκιμαστική/επαγγελματική ~. Δικηγορική ~ (: υποχρεωτική πρακτική πτυχιούχου νομικής).|| ~ήσεις στο πιάνο (βλ. παίξιμο).|| Αντιτρομοκρατική ~. ~ διάσωσης/επιβίωσης/πυρκαγιάς/σεισμού.|| (ΣΤΡΑΤ.) Διακλαδική/ναυτική/στρατιωτική ~. ~ήσεις βολής/ετοιμότητας/συναγερμού. Βλ. εκπαίδευση, εν~, προ~. 3. {χωρ. πληθ.} επιβολή, χρήση, εφαρμογή: ~ βίας/ελέγχου/εξουσίας/επιρροής/κριτικής/(οικονομικής) πίεσης.|| (ΝΟΜ.) ~ αγωγής/αναίρεσης/αρμοδιοτήτων/(της) γονικής μέριμνας/εκλογικού δικαιώματος/ένδικων μέσων/έφεσης/καθηκόντων/ποινικής δίωξης. 4. επαγγελματική ενασχόληση: ~ της δικηγορίας/ιατρικής. 5. ΕΚΚΛΗΣ. συνειδητή, εκούσια αποχή από υλικές απολαύσεις, με σκοπό την πνευματική ολοκλήρωση: ~ μοναχού/πιστού. ~ και διαλογισμός/προσευχή. Πβ. ασκητισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: ασκήσεις ακριβείας: συγχρονισμένες ασκήσεις., ασκήσεις εδάφους: ΓΥΜΝ. αγώνισμα της ενόργανης γυμναστικής, στο οποίο ο αθλητής εκτελεί το πρόγραμμά του στο δάπεδο: ~ ~ ανδρών/γυναικών. [< αγγλ. floor exercise, 1961] , άσκηση επαγγέλματος (επίσ.): εκτέλεση εργασίας για την οποία απαιτούνται ορισμένες προϋποθέσεις και δικαιολογητικά: ελεύθερη/παράνομη ~ ~. Άδεια/απαγόρευση/δικαίωμα ~ης ~., πρακτική άσκηση & πρακτική εξάσκηση: θητεία σε πραγματικές συνθήκες εργασίας για απόκτηση επαγγελματικής εμπειρίας ή/και άδειας ασκήσεως επαγγέλματος: προαιρετική/υποχρεωτική ~ ~. ~ ~ πτυχιούχου/σπουδαστή/φοιτητή. ~ ~ στο εξωτερικό. Πβ. πρακτική. [< αγγλ. on-the-job-training] , άσκηση προσομοίωσης βλ. προσομοίωση, πεδίο ασκήσεων βλ. πεδίο ● ΦΡ.: κατά την άσκηση: κατά την εκτέλεση, τη διενέργεια: ~ ~ των καθηκόντων του. [< γαλλ. dans l'exercice de ] [< αρχ. ἄσκησις, γαλλ. exercice, αγγλ. exercise]

ελεύθερος

ελεύθερος, η, ο [ἐλεύθερος] ε-λεύ-θε-ρος επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. ελευθέρα} & (λαϊκό-λογοτ.) λεύτερος & ελεύτερος 1. που δεν δεσμεύεται, δεν υπόκειται σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς περιορισμούς, δεσμεύσεις, εξαρτήσεις, ρυθμίσεις, υποχρεώσεις ή έλεγχο: ~ος: κόσμος/λαός. ~η: ενημέρωση/χώρα. ~ο: έθνος/κράτος (πβ. αυτόνομος, ΑΝΤ. υπόδουλος, σκλαβωμένος). ~οι: πολίτες. ~ες: εκλογές. ~α: εδάφη. Όλοι είναι/γεννιούνται ίσοι και ~οι. Ανοιχτή και ~η κοινωνία. Ο κρατούμενος αφέθηκε ~ (ΑΝΤ. αιχμάλωτος, φυλακισμένος). Είδη/ζώα που ζουν ~α στη φύση. (ως ουσ.) ~οι και δούλοι.|| ~ος: λόγος. ~η: επιλογή/κίνηση/βούληση/σκέψη (: χωρίς προκαταλήψεις και στερεότυπα). ~ο: πνεύμα/φρόνημα. Είσαι ~ να κάνεις ό,τι θέλεις (πβ. ανεξάρτητος). Νιώθει ~η (πβ. αυτεξούσιος). ~ κι ωραίος. ~οι από το άγχος/φοβίες (πβ. απαλλαγμένος, απελευθερωμένος· ΑΝΤ. δέσμιος). Είναι ~οι να αποφασίσουν/δράσουν/φύγουν ... (: έχουν το δικαίωμα). Άσε/άφησε τον εαυτό σου ~ο (βλ. χαλαρός)/τη φαντασία σου ~η.|| ~ος: έρωτας. ~η: σχέση.|| ~ος: αυτοσχεδιασμός. ~η: διασκευή/συζήτηση. ~ο: θέμα/πρόγραμμα. ΑΝΤ. επιβεβλημένος.|| ~ος: ακροατής (: που δεν έχει κάνει εγγραφή). (ΟΙΚΟΝ.) ~ες: συναλλαγές/τιμές. (+ γεν.) Εισόδημα/ποσό ~ο φόρου. (ΣΤΡΑΤ.) ~ αρβυλών/ασκήσεων/υπηρεσίας (: για λόγους υγείας). Βλ. ημι~, φιλ~. 2. που δεν έχει καταληφθεί, διαθέσιμος: ~ος: χώρος. ~η: δίοδος/θέση (= άδεια, κενή· ΑΝΤ. κατειλημμένη)/μέρα/(τηλεφωνική) γραμμή (ΑΝΤ. απασχολημένη). ~ο: ακίνητο (: μη υποθηκευμένο ή διεκδικούμενο)/διαμέρισμα (ΑΝΤ. νοικιασμένο)/δωμάτιο/πεδίο (δράσης)/ταξί/τραπέζι (ΑΝΤ. αγκαζέ, πιασμένο, ρεζερβέ). Πέρνα, ο δρόμος είναι ~ (ΑΝΤ. κλειστός). (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ο τμήμα δίσκου/μνήμης.|| (για πρόσ.) Έχω ~ο το απόγευμα. Είσαι ~ για έναν καφέ (πβ. εύκαιρος); || Τι κάνεις στις ~ες ώρες σου; 3. ανύπαντρος ή που δεν έχει δεσμό: ~ ή παντρεμένος; Πβ. άγαμος, αδέσμευτος, εργένης. Βλ. δεσμευμένος. ΑΝΤ. έγγαμος (1) 4. που γίνεται αυτόματα ή ανεμπόδιστα· (ειδικότ., για δραστηριότητα) που γίνεται χωρίς σύνθετο εξοπλισμό ή που δεν απαγορεύεται: ~ος: συνειρμός. ~η: αναπνοή. ~η ροή ενέργειας/πληροφορίας (πβ. ακώλυτος). (σε αθλήματα με μπάλα) ~η: βολή. ~ο: βολέ/σουτ (ως ουσ.) Εκτέλεσε το ~ο.|| ~η: αναρρίχηση/πτήση (με αλεξίπτωτο πλαγιάς).|| ~η: στάθμευση (ΑΝΤ. ελεγχόμενη). ~ο: κυνήγι. 5. που δεν είναι δεμένος, μπορεί να κινηθεί ανενόχλητα: ~ος: τροχός. ~α: μαλλιά (: λυτά). (Κλήση) με ~α χέρια. ~η άκρη ελατηρίου/σχοινιού.|| (ΧΗΜ.) ~ος: σίδηρος. ~ο: ασβέστιο. ● Ουσ.: ελεύθερο (το) 1. άδεια, δικαίωμα, έγκριση: το ~ της επιλογής. Της έδωσε το ~ να ... (: της επέτρεψε). Έχει το ~ να ... (: μπορεί, του επιτρέπεται). Πβ. ελευθέρας, πράσινο φως. 2. ΑΘΛ. στιλ κολύμβησης με το σώμα μπρούμυτα, τα χέρια να βυθίζονται στο νερό, διαγράφοντας εναλλάξ κυκλική τροχιά και τα πόδια να κινούνται γρήγορα πάνω κάτω: ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. πεταλούδα, πρόσθιο, ύπτιο. ΣΥΝ. κρόουλ (1) [< 2: αγγλ. free-style, περ. 1934] ● επίρρ.: ελεύθερα & (λόγ.) -έρως ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερα αγαθά: ΟΙΚΟΝ. που είναι διαθέσιμα χωρίς (ή με ελάχιστο) κόστος και υπάρχουν σε αφθονία σε σχέση με τις ανάγκες που καλύπτουν: ~ ~ είναι, π.χ., ο ατμοσφαιρικός αέρας, το ηλιακό φως, το νερό της πηγής και της θάλασσας (φυσικοί πόροι εν γένει). Βλ. οικονομικά αγαθά. , ελεύθερη πρόσβαση: (+ σε) που γίνεται χωρίς περιορισμούς: Έχουν ~ ~ στο διαδίκτυο/στις πληροφορίες. Βάσεις δεδομένων ~ης ~ης., ελεύθερο κάμπινγκ: που δεν είναι οργανωμένο, γίνεται με πρωτοβουλία των κατασκηνωτών, χωρίς πληρωμή., ελευθέρας/ελεύθερης βοσκής βλ. βοσκή, ελεύθερες ρίζες βλ. ρίζα, ελεύθερη αγορά βλ. αγορά, ελεύθερη είσοδος βλ. είσοδος, ελεύθερη ενέργεια (συστήματος) βλ. ενέργεια, ελεύθερη ένωση βλ. ένωση, ελεύθερη ζώνη βλ. ζώνη, ελεύθερη κατάδυση βλ. κατάδυση, ελεύθερη κυκλοφορία βλ. κυκλοφορία, ελεύθερη μετάφραση/απόδοση βλ. μετάφραση, ελεύθερη οικονομία βλ. οικονομία, ελεύθερη πτώση βλ. πτώση, ελεύθερη ραδιοφωνία/τηλεόραση βλ. ραδιοφωνία, ελεύθερο εμπόριο βλ. εμπόριο, ελεύθερο επάγγελμα βλ. επάγγελμα, ελεύθερο λάκτισμα βλ. λάκτισμα, Ελεύθερο Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, ελεύθερο σχέδιο βλ. σχέδιο, ελεύθερο χτύπημα βλ. χτύπημα, ελεύθερο ωράριο βλ. ωράριο, ελεύθερο/ανοιχτό λογισμικό βλ. λογισμικό, ελεύθερος ανταγωνισμός βλ. ανταγωνισμός, ελεύθερος επαγγελματίας βλ. επαγγελματίας, ελεύθερος σκοπευτής βλ. σκοπευτής, ελεύθερος στίχος βλ. στίχος, ελεύθερος χρόνος βλ. χρόνος, ελευθέρων ηθών βλ. ήθος, ζώνη ελεύθερων συναλλαγών βλ. ζώνη, σύμφωνο (ελεύθερης) συμβίωσης βλ. συμβίωση ● ΦΡ.: (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο: δημιουργώ ευνοϊκές συνθήκες για κάποιον ή κάτι: ~ ~ στους ανταγωνιστές/στον αντίπαλο/στους σφετεριστές. Τους αφήνει το πεδίο ~ να δράσουν., (το) ελευθέρας (προφ.) 1. (ειρων.) το ελεύθερο: Έχουν ~ ~ να κάνουν το δικό τους. 2. κάρτα που επιτρέπει τη δωρεάν είσοδο κυρ. σε μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους, μέσα συγκοινωνίας και κατ' επέκτ. η ίδια η δωρεάν είσοδος: Λήγει ~ ~ μου., ελεύθερο πουλί βλ. πουλί [< αρχ. ἐλεύθερος, γαλλ. libre, αγγλ. free]

ιπτάμενος

ιπτάμενος, η, ο [ἱπτάμενος] ι-πτά-με-νος επίθ. 1. που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να υψώνεται στον αέρα, να πετά, να αιωρείται: ~ο: όχημα/ραντάρ. ~ες: μηχανές. ~α: μέσα. Άγνωστης Ταυτότητας ~ο Αντικείμενο (ΑΤΙΑ, πβ. ούφο).|| ~α: έντομα (κουνούπια, μύγες, σκνίπες)/μυρμήγκια (= φτερωτά).|| ~η: τέφρα (: κατάλοιπο από την καύση άνθρακα).|| (στα παραμύθια) ~ος: δράκος. ~η: σκούπα (μάγισσας). ~ο: χαλί. Βλ. πετούμενος. 2. (για πρόσ.) που ανήκει στο πλήρωμα αεροσκάφους ή εργάζεται μετακινούμενος με εναέρια μέσα: ~ος: μηχανικός (της Αεροπορίας)/χειριστής (ελικοπτέρων). ~ο: προσωπικό (ΑΝΤ. προσωπικό εδάφους).|| ~οι: γιατροί του ΕΚΑΒ (: που συμμετέχουν σε αεροδιακομιδές). ● Ουσ.: ιπτάμενος (ο/η): πιλότος, κυρ. πολεμικού αεροσκάφους: ταξίαρχος ~. Τμήμα ~ένων της Σχολής Ικάρων. ● ΣΥΜΠΛ.: ιπτάμενη συνοδός & (λόγ.) ιπταμένη (η): αεροσυνοδός., ιπτάμενος δίσκος: ούφο. [< αγγλ. flying saucer, 1947] , ιπτάμενος φροντιστής/συνοδός: άνδρας που ανήκει στο πλήρωμα επιβατηγού αεροσκάφους και έχει καθήκοντα ανάλογα με αυτά της αεροσυνοδού., (ιπτάμενο) δελφίνι βλ. δελφίνι, ιπτάμενο τάνκερ βλ. τάνκερ [< αρχ. ἱπτάμενος, αγγλ. flying]

κοινός

κοινός, ή, ό κοι-νός επίθ. 1. που χαρακτηρίζει, αφορά ένα σύνολο ανθρώπων ή στοιχείων ή συμβαίνει συγχρόνως από πολλούς μαζί: ~ός: αγώνας/κώδικας (επικοινωνίας)/προβληματισμός/προσανατολισμός/σκοπός/στόχος/τρόπος (σκέψης)/φόβος. ~ή: αντίληψη/βούληση/διαπίστωση/επιθυμία/επιτροπή/ιστορία/καταγωγή/μοίρα/παράδοση/πολιτική/πορεία/προοπτική/στρατηγική/συνείδηση/συνισταμένη/ταυτότητα/υπηρεσία. ~ό: ανακοινωθέν/γνώρισμα/μέλλον/νόμισμα/όραμα/πρόγραμμα/σύστημα. ~οί: κανόνες/όροι/παράγοντες. ~ές: αγωνίες/απόψεις/αρχές/επιλογές/θέσεις/ιδιότητες/προθέσεις. ~ά: αιτήματα/δικαιώματα/έθιμα/ενδιαφέροντα/ήθη/σημεία/συμφέροντα/χαρακτηριστικά. Πρόσωπο ~ής αποδοχής. Αδικήματα του ~ού Ποινικού Δικαίου. Αποτελεί/είναι/συνιστά ~ή πεποίθηση ότι ... Αγωνίζεται για το ~ό καλό (: το κοινωνικού συνόλου). Πβ. ίδιος, όμοιος, συλλογικός. 2. αυτός τον οποίο μοιράζονται, έχουν στην κατοχή τους ή χρησιμοποιούν πολλά άτομα μαζί: ~ός: λογαριασμός (ΑΝΤ. χωριστός). ~ή: γλώσσα/εταιρεία (βλ. συνεταιρισμός)/ιδιοκτησία. ~ό: κτήμα/σπίτι/ταμείο. ~ές: αναμνήσεις/εμπειρίες/καταβολές/συνήθειες/ρίζες. ~οί: μετοχικοί τίτλοι. ~ά: αγαθά/βιώματα/οφέλη. ~ υποψήφιος και για τα δύο κόμματα. Έχουμε ~ούς φίλους. Δωμάτια με ~ή (= κοινόχρηστη) κουζίνα/τουαλέτα. Η ~ή ζωή ενός ζευγαριού (πβ. συμβίωση).|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: καρωτίδα. 3. που δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, μέτριος, συνηθισμένος: ο ~ αναγνώστης/καταναλωτής (= μέσος). ~ός: πολίτης (= ιδιώτης)/τύπος (δέρματος). ~οί: χαρακτηρισμοί. Αποδείχτηκε/δεν είναι παρά ένας ~ απατεώνας. Του συμπεριφέρθηκαν σαν να ήταν ένας ~ κακοποιός. Διώξη ~ού εγκλήματος. Το έργο του τον διαφοροποιεί/ξεχωρίζει από τους ~ούς ανθρώπους. Ξεπέρασε το ~ό μέτρο (πβ. μέσος όρος). ΑΝΤ. εξαιρετικός, ξεχωριστός.|| ~ό: χαρτί (: φτηνό, όχι υψηλής ποιότητας).|| (ΒΟΤ.) Θύμος ο ~ (: το θυμάρι). Πόα η ~ή.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: νόσος. ● επίρρ.: κοινώς/κοινά [κοινῶς]: από πολλούς ανθρώπους: Είναι ~ (απο/παρα)δεκτό ότι ... || (όπως λέγεται από τους περισσότερους ανθρώπους, σύμφωνα με την καθομιλουμένη:) Οίδημα, κοινώς/κατά το κοινώς λεγόμενον, πρήξιμο. ● ΣΥΜΠΛ.: (Αλεξανδρινή/Ελληνιστική) Κοινή: ΓΛΩΣΣ. η ελληνική γλώσσα όπως διαμορφώθηκε από τον 3ο αι. π.Χ. μέχρι τον 6ο αι. μ.Χ., η κοινή γνώμη: η στάση του κόσμου απέναντι σε κάποιο θέμα και συνεκδ. το κοινωνικό σύνολο: η διεθνής/ελληνική/ευρωπαϊκή/παγκόσμια ~ ~. Αποπροσανατολισμός/διαμόρφωση/ενημέρωση/επιρροή/ευαισθητοποίηση/κινητοποίηση/παραπλάνηση/πληροφόρηση/χειραγώγηση της ~ής ~ης. Υποθέσεις που συγκλόνισαν την ~ ~. Δημοσκόπηση για τη σφυγμομέτρηση της ~ής ~ης. [< γαλλ. opinion publique] ,κοινή αγορά: συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών η οποία επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και εργασίας καθώς επίσης αγαθών και υπηρεσιών· (παλαιότ. με κεφαλ. Κ,Α) η Ευρωπαϊκή Ένωση: ~ ~ ενέργειας/ηλεκτρισμού. ~ές ~ές πετρελαίου/πρώτων υλών/φυσικού αερίου. [< αγγλ. common market, 1954, γαλλ. Marché Commun, 1957] , Κοινή Νεοελληνική/Κοινή Νέα Ελληνική: ΓΛΩΣΣ. η σύγχρονη μορφή της ελληνικής γλώσσας, η οποία προήλθε από την ανάμειξη της δημοτικής με στοιχεία της καθαρεύουσας., κοινό κρυολόγημα: η πιο συχνή μορφή λοίμωξης του αναπνευστικού συστήματος που εκδηλώνεται με ρινική καταρροή, φτέρνισμα, πονοκέφαλο, πονόλαιμο, ξηρό βήχα και χαμηλό πυρετό. Βλ. γρίπη., κοινό μυστικό: για καθετί που, ενώ θεωρείται μυστικό, το γνωρίζουν πολλοί: Είναι ~ ~ στους δημοσιογραφικούς κύκλους ότι ..., κοινός τόπος (μτφ.) 1. γενικώς αποδεκτή αντίληψη, κοινοτοπία: Είναι ~ ~ ότι ... Βλ. πρωτοτυπία. 2. κοινό σημείο: ~ ~ μεταξύ των δύο πλευρών., ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο βλ. ελάχιστος, κοινή (/χριστιανική/παρούσα) εποχή βλ. εποχή, κοινή γυναίκα βλ. γυναίκα, κοινή δράση βλ. δράση, κοινή λογική βλ. λογική, κοινή μετοχή βλ. μετοχή, κοινής ωφελείας βλ. ωφέλεια, Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες) βλ. πλαίσιο, κοινό όνομα βλ. όνομα, κοινός θνητός βλ. θνητός, κοινός νους βλ. νους, κοινός παρονομαστής βλ. παρονομαστής, μέγιστος κοινός διαιρέτης βλ. διαιρέτης, το κοινό/το δημόσιο αίσθημα βλ. αίσθημα ● ΦΡ.: από κοινού: μαζί, συνεργαζόμενοι: ~ ~ ανάληψη της ευθύνης/αντιμετώπιση του προβλήματος/εμφάνιση/προσπάθεια/χρήση. Αποφάσισαν/εργάστηκαν ~ ~ (πβ. ομού)., βρίσκω κοινό έδαφος (με κάποιον) (μτφ.): βρίσκω σημείο σύγκλισης, συμφωνίας με κάποιον, το οποίο αποτελεί την αφετηρία για ευρύτερη συνεννόηση: Τα δύο κόμματα βρήκαν ~ ~ επικοινωνίας/συνεννόησης., διατάραξη (της) κοινής ησυχίας βλ. διατάραξη, κατά γενική/κοινή ομολογία βλ. ομολογία, κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο βλ. τύχη, κοινή συναινέσει βλ. συναίνεση, σε κοινή/σε δημόσια θέα βλ. θέα, ώρες κοινής ησυχίας βλ. ησυχία [< αρχ. κοινός, γαλλ. commun, αγγλ. common]

κομπόστ

κομπόστ κο-μπόστ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΟΙΚΟΛ. φυτικό λίπασμα το οποίο παράγεται από τη ζύμωση οργανικών αποβλήτων με ορυκτές ύλες: βιολογικό/εδαφοβελτιωτικό/οικιακό/υγρό/ώριμο ~. ~ για λίπανση εδάφους/τα φυτά. Βλ. κοπρό-, φυλλό-, φυτό-χωμα, τύρφη, χούμος. [< γαλλ. compost]

προλειαίνω

προλειαίνω προ-λει-αί-νω ρ. (μτβ.) {προλεί-ανα, -άνθηκε} (λόγ.): λειαίνω από πριν· κυρ. στη ● ΦΡ.: προλειαίνω/προετοιμάζω το έδαφος (μτφ.): δημιουργώ τις κατάλληλες προϋποθέσεις: Οι συνομιλίες ~αναν ~ για την επίλυση των προβλημάτων. [< γαλλ. préparer le terrain] [< μτγν. προλειαίνω]

προλείανση

προλείανση προ-λεί-αν-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: προλείανση του εδάφους (μτφ.): δημιουργία, προετοιμασία των κατάλληλων συνθηκών: ~ ~ για επιστροφή στην ανάπτυξη

συνοδός

συνοδός συ-νο-δός ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. πρόσωπο που συνοδεύει κάποιον κυρ. για συντροφιά, βοήθεια ή προστασία: αστυνομικός ~. ~ αθλητών/καλλιτέχνη/κρατουμένων/υψηλών προσώπων. ~ παιδιών/σε σχολικό λεωφορείο. ~ ασθενή/τραυματία (σε νοσοκομείο). Σκύλος ~ (: για τυφλούς, ηλικιωμένους, άτομα με ειδικές ανάγκες· πβ. οδηγός). 2. πρόσωπο που συνοδεύει άλλο πρόσωπο σε κοινωνική εκδήλωση, δημόσιο χώρο και ειδικότ. ερωτικός σύντροφος: ~ δεσποινίδας/κυρίας. Μόνιμος/περιστασιακός ~. ~ σε έξοδο/χορό. Πβ. καβαλιέρος, ντάμα.|| (επί πληρωμή) Γραφείο/πρακτορείο ~ών (πολυτελείας). 3. ΜΟΥΣ. μουσικός που συνοδεύει οργανικά έναν σολίστ (εκτελεστή ή τραγουδιστή): ~ πιανίστας. Πβ. ακομπανιατέρ. ● ΣΥΜΠΛ.: συνοδός εδάφους (ο/η): υπάλληλος αεροπορικής εταιρείας, αρμόδιος για την εξυπηρέτηση των επιβατών στον χώρο του αεροδρομίου: ~ ~ που ελέγχει τα εισιτήρια. Βλ. αεροσυνοδός., συνοδός/πόρνη πολυτελείας: γυναίκα η οποία εκπορνεύεται έναντι υψηλής συνήθ. αμοιβής. Βλ. κολ γκερλ. [< αγγλ. escort girl, γαλλ. ~, 1983] , ιπτάμενη συνοδός βλ. ιπτάμενος, ιπτάμενος φροντιστής/συνοδός βλ. ιπτάμενος [<πβ. μτγν. σύνοδος 'συνοδοιπόρος', γαλλ. accompagnateur – αγγλ. escort agency, 1974]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.