Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κυνηγός κυ-νη-γός ουσ. (αρσ.) 1. πρόσωπο που ασχολείται με το κυνήγι ζώων: μανιώδης ~. Νόμιμος/παράνομος (= λαθρο~) ~. Επαγγελματίας/ερασιτέχνης ~. ~οί αγριογούρουνων/μπεκάτσας. Βλ. αντι~.|| (ΕΘΝΟΛΟΓ.) Οι άνθρωποι από ~οί-τροφοσυλλέκτες έγιναν κτηνοτρόφοι και γεωργοί. Βλ. νομάδας.|| (για ζώο, κυρ. σκύλο) Το ένστικτο του ~ού. ΣΥΝ. θηρευτής (1) 2. (μτφ.) αυτός που επιδίδεται σε επίμονη αναζήτηση ή επιδιώκει έντονα να πετύχει κάτι: ~ της αλήθειας/της γνώσης/της περιπέτειας/των προκλήσεων/της τελειότητας (= τελειοθήρας)/της τύχης (= τυχοδιώκτης). Πβ. θηρευτής.|| Υπήρξε δεινός ~ του ωραίου φύλου. Πβ. γυναικάς, γυναικοκατακτητής. Βλ. δον ζουάν, καζανόβας.|| (συνήθ. σε ταινίες) ~ επικηρυγμένων/θησαυρών (βλ. χρυσοθήρας)/μαγισσών (βλ. κυνήγι μαγισσών). 3. ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο) παίκτης που παίζει στην επίθεση: διεθνής ~. Πβ. επιθετικός, φορ. ● ΣΥΜΠΛ.: κυνηγοί μετάλλων, κυνηγός κεφαλών 1. ΑΝΘΡΩΠ. μέλος πρωτόγονης φυλής που κόβει και διατηρεί τα κεφάλια των εχθρών της ως λάφυρα ή για τελετουργικούς σκοπούς. Βλ. ανθρωποφάγος. 2. (κατ' επέκτ.) επαγγελματίας δολοφόνος. Βλ. συμβόλαιο θανάτου. 3. (μτφ.) πρόσωπο ή εταιρεία που αναζητά υπαλλήλους υψηλού επιπέδου, για να στελεχώσουν μια επιχείρηση, έναν οργανισμό. [< αγγλ. headhunter] , κυνηγός ταλέντων: επαγγελματίας που αναζητά νέα ταλέντα: ~ ~ δισκογραφικής εταιρείας. Tην ανακάλυψε ένας ~ ~ σε μία πειραματική σκηνή. Πβ. σκάουτερ. Βλ. μάνατζερ. [< αμερικ. talent scout, 1936] [< 1: αρχ. κυνηγός]

ανθρωποφάγος

ανθρωποφάγος, ος/α, ο [ἀνθρωποφάγος] αν-θρω-πο-φά-γος επίθ. & ανθρωποφαγικός 1. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από απανθρωπιά και σκληρότητα: ~ος/~α: διάθεση. ~ο: περιβάλλον/(κοινωνικό) σύστημα. ~α: ένστικτα (ΣΥΝ. ζωώδη, κτηνώδη). Πβ. άγριος, αιμοβόρος, θηριώδης, κανιβαλικός, ωμός. 2. που τρώει ανθρώπινο κρέας: ~ος: (λευκός) καρχαρίας. ~οι: ιθαγενείς. ~α: θηρία. Βλ. σαρκοφάγος, -φάγος. ● Ουσ.: ανθρωποφάγος (ο): (συνήθ. για μέλος πρωτόγονης φυλής) κανίβαλος. [< 2: αρχ. ἀνθρωποφάγος, γαλλ. anthropophage, αγγλ. anthropophagous]

κυνήγι

κυνήγι κυ-νή-γι ουσ. (ουδ.) {κυνηγ-ιού (λόγ.) -ίου} 1. εντοπισμός, σύλληψη ή/και θανάτωση ζώων (σπανιότ. ψαριών) ως χόμπι, επάγγελμα ή (κυρ. παλαιότ.) για εξασφάλιση τροφής: ελεγχόμενο/οργανωμένο/παράνομο (πβ. λαθροθηρία)/υποβρύχιο (βλ. ψαροντούφεκο) ~. Άδεια/απαγόρευση/είδη/έναρξη/εποχή/όπλα (= κυνηγετικά· βλ. καραμπίνα, τουφέκι)/(απαγορευμένη/ιδιωτική) περιοχή ~ιού. ~ με άλογα/σκυλιά (= κυνηγόσκυλα). Το ~ του αγριογούρουνου/της αλεπούς/του λαγού/της μπεκάτσας/της φάλαινας (= φαλαινοθηρία)/του φασιανού/της φώκιας. (Δεν) επιτρέπεται το ~. Το ~ (= η κυνηγετική περίοδος) αρχίζει ... και διαρκεί μέχρι ... Πβ. θήρα. Βλ. σαφάρι.|| (μτφ.) Το ~ των εγκληματιών/τρομοκρατών/φοροφυγάδων. Πβ. καταδίωξη, κυνήγημα, κυνηγητό. Βλ. έρευνα. 2. (συνεκδ.) το σύνολο των ζώων που επιτρέπεται να κυνηγήσει κάποιος σε συγκεκριμένο τόπο ή ζώο που έχει σκοτωθεί με αυτόν τον τρόπο: χοντρό ~ (: τα άγρια ζώα). Στην περιοχή υπάρχει πλούσιο ~. Πβ. λεία.|| Μαγείρεψε ~. ΣΥΝ. θήραμα (1) 3. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) επίμονη αναζήτηση, σταθερή επιδίωξη: αδιάκοπο/άσκοπο/ατέρμονο ~. Το ~ των βαθμών (= βαθμοθηρία)/της δόξας/των εντυπώσεων/της επιτυχίας/του κέρδους/της ομορφιάς/της τελειότητας (= τελειοθηρία)/της τηλεθέασης/του χρόνου/των ψήφων (= ψηφοθηρία). Στο ~ της πρόκρισης η ποδοσφαιρική ομάδα. Πβ. άγρα, αλιεία. ● ΣΥΜΠΛ.: κυνήγι κεφαλών 1. ΑΝΘΡΩΠ. συστηματική καταδίωξη και εξόντωση μιας ομάδας ανθρώπων. 2. (μτφ.) διωγμός εις βάρος μιας πληθυσμιακής ομάδας. Βλ. κατατρεγμός. [< αγγλ. headhunting] , κυνήγι θησαυρού βλ. θησαυρός1, κυνήγι μαγισσών βλ. μάγισσα ● ΦΡ.: παίρνω στο κυνήγι (κάποιον) {συνήθ. στον αόρ.} (προφ.): τον κυνηγώ: Τους πήραν ~ χωρίς να καταφέρουν να τους πιάσουν. Πβ. (κατα)διώκω.|| (απειλητ.) Λίγα τα λόγια σου, μην σε πάρω ~. [< μεσν. κυνήγι(ν) < μτγν. κυνήγιον]

μάνατζερ

μάνατζερ μά-να-τζερ ουσ. (αρσ. + θηλ.) {άκλ.} 1. ανώτατο στέλεχος επιχείρησης που οργανώνει, διευθύνει και ελέγχει τις δραστηριότητές της κατά τομέα ή στο σύνολό τους: επιτυχημένος/ικανός/μάρκετινγκ ~. ~ εστιατορίου. Πβ. διευθυντής. 2. πρόσωπο υπεύθυνο για τις επαγγελματικές και οικονομικές υποθέσεις καλλιτέχνη ή αθλητή: ~ του συγκροτήματος/τραγουδιστή.|| (ειδικότ.) Τεχνικός/τιμ ~. Βλ. κυνηγός ταλέντων. ΣΥΝ. ατζέντης, ιμπρεσάριος [< αγγλ. manager, γαλλ. manage(u)r]

νομάδας

νομάδας νο-μά-δας ουσ. (αρσ.) {συνήθ. στον πληθ.} & (λόγ.) νομάς (ο/η) 1. ΑΝΘΡΩΠ. πρόσωπο, μέλος φυλής ή λαού που δεν έχει μόνιμο τόπο κατοικίας, αλλά μετακινείται ανά τακτά χρονικά διαστήματα: οι ~ες της ερήμου.|| (ως επίθ.) ~ες: κτηνοτρόφοι. Πβ. σκηνίτης, φερέοικος. 2. (μτφ.) αυτός που περιπλανιέται από τόπο σε τόπο: σύγχρονοι ~ες. Βλ. μετανάστης, πρόσφυγας.● ΣΥΜΠΛ.: ψηφιακοί νομάδες: άτομα που εργάζονται μέσω διαδικτύου και δεν έχουν σταθερή διαμονή. [< αμερικ. digital nomad, 1993] [< αρχ. νομάς ‘περιπλανώμενος για αναζήτηση βοσκής’. [< αρχ. νομάς, γαλλ. nomade, αγγλ. nomad]

συμβόλαιο

συμβόλαιο συμ-βό-λαι-ο ουσ. (ουδ.) {συμβολαί-ου}: ΝΟΜ. γραπτή συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων φυσικών ή νομικών προσώπων, με την οποία οι συμβαλλόμενοι δεσμεύονται απέναντι στους όρους της και ειδικότ. σύμβαση εργασίας· συνεκδ. το σχετικό επίσημο έγγραφο: αποκλειστικό/ασφαλιστήριο/διετές/δισκογραφικό/επαγγελματικό/μεταβιβαστικό/μισθωτήριο/προγαμιαίο/προθεσμιακό/συνταξιοδοτικό/τηλεοπτικό/(μτφ.) χρυσό ~. ~ γονικής παροχής/πώλησης (κατοικίας)/συνεργασίας/συντήρησης (εξοπλισμού)/τεχνικής υποστήριξης. Αθέτηση/αναπροσαρμογή/αξία/διακοπή/εξαγορά/επέκταση/καταγγελία/λύση/όροι/παραβίαση του ~ου.|| ~ διάρκειας ενός έτους/ύψους ... ευρώ. Έκλεισε/έχει συνάψει ~ με την εταιρεία ... Ακύρωσε/ανανέωσε/έσπασε το ~ό του. Ο παίκτης δεσμεύεται με ~/θα τιμήσει το ~ό του (ενν. με την ομάδα). Το ~ό της με τον (τηλεοπτικό) σταθμό λήγει το καλοκαίρι. (μτφ.) Κανείς δεν κάνει ~ με την επιτυχία (: δεν είναι δεδομένη).|| Αντίγραφο ~ου. Η αξία του ακινήτου αναγράφεται στο ~. Το όνομα του παίκτη θα ανακοινωθεί, μόλις πέσουν οι υπογραφές στα ~α. (συνήθ. για συμβολαιογράφο) Ανέλαβε τη σύνταξη του οριστικού ~ου. Πβ. συμφωνητικό. Βλ. προσύμφωνο. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικό συμβόλαιο: συμφωνία, πραγματική ή υποθετική, μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας, βάσει της οποίας καθένα από αυτά παραχωρεί τα φυσικά του δικαιώματα, με αντάλλαγμα έννομα δικαιώματα στο πλαίσιο οργανωμένου κράτους. [< αγγλ. social contract, 1660, γαλλ. contrat social] , λευκό συμβόλαιο: (κυρ. για αθλητή) που δεν αναγράφεται η αμοιβή του ή εμφανίζεται ότι δεν εισπράττει χρήματα: πρακτική ~ών ~ων (: για φοροαποφυγή και των δύο συμβαλλομένων). Έρχομαι στην ομάδα και με ~ ~ (: χωρίς αποδοχές)., συμβόλαιο τιμής: προφορική δέσμευση για εκπλήρωση υπόσχεσης, τήρηση συμφωνίας: (σε προεκλογικό λόγο) Το πρόγραμμά μας είναι ~ ~ με τον λαό., κλειστό συμβόλαιο βλ. κλειστός, συμβόλαιο θανάτου βλ. θάνατος ● ΦΡ.: ο λόγος κάποιου είναι συμβόλαιο/νόμος & (σπάν.) σπαθί (προφ.-μτφ.): για πρόσωπο που τηρεί τις υποσχέσεις του, που είναι άξιο εμπιστοσύνης., στα συμβόλαια (προφ.): στη φάση των τελικών διαπραγματεύσεων πριν ή μέχρι και την οριστική υπογραφή ενός συμβολαίου: Βρήκαμε σπίτι για αγορά και τώρα είμαστε ~ ~. [< αρχ. συμβόλαιον, γαλλ. contrat, αγγλ. contract]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.