Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 10 εγγραφές  [0-10]


  • αντιπρόσωπος [ἀντιπρόσωπος] α-ντι-πρό-σω-πος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {αντιπροσώπ-ου | -ων, -ους}: πρόσωπο που με εξουσιοδότηση ενεργεί ή παρίσταται για λογαριασμό άλλου: ειδικός/εξουσιοδοτημένος/επίσημος/μόνιμος/νόμιμος ~. Οι ~οι του έθνους/του λαού (: οι βουλευτές). Οι ~οι του Θεού (: οι ιερείς). Ορίστηκε/στάλθηκε (ως) ~. ~-πωλητής. Η Βουλή των ~ων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πβ. απεσταλμένος, πληρεξούσιος, πράκτορας.|| (ΝΟΜ.) Άμεσος/έμμεσος ~.|| (σπανιότ.) Βασικός ~ (= εκφραστής) μιας άποψης/ομάδας. ΣΥΝ. εκπρόσωπος. Βλ. -πρόσωπος. ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστικός αντιπρόσωπος: ΕΜΠΟΡ. φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει το δικαίωμα της αποκλειστικής διάθεσης των προϊόντων μιας επιχείρησης σε ορισμένη περιοχή: ~ ~ και διανομέας/εισαγωγέας της εταιρείας ... [< αγγλ. exclusive representative] , δικαστικός αντιπρόσωπος: νομικός στον οποίο ανατίθεται ο έλεγχος για τη νομιμότητα της εκλογικής διαδικασίας και της έκδοσης των αποτελεσμάτων εκλογικού τμήματος., διπλωματικός αντιπρόσωπος/εκπρόσωπος: πρόσωπο επίσημα εξουσιοδοτημένο από το κράτος να το εκπροσωπεί διπλωματικά στο εξωτερικό. Πβ. διπλωμάτης, επιτετραμμένος, πρεσβευτής., εκλογικός αντιπρόσωπος: αντιπρόσωπος κόμματος ή υποψηφίου σε εκλογικό τμήμα, στον οποίο ανατίθεται η τήρηση της διαφάνειας της εκλογικής διαδικασίας και της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων., εμπορικός αντιπρόσωπος: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αντιπροσωπεύει μία ή περισσότερες παραγωγικές ή εμπορικές επιχειρήσεις έναντι των πελατών εμπόρων. Βλ. διανομέας. , Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων (ακρ. ΕΜΑ): όργανο που αποτελείται από πρέσβεις των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει ως έργο την προετοιμασία των εργασιών του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γαλλ. Comité des Représentants Permanents] [< μεσν. αντιπρόσωπος, γαλλ. représentant, αγγλ. representative]
  • αποκλειστικός , ή, ό [ἀποκλειστικός] α-πο-κλει-στι-κός επίθ. 1. που ανήκει σε έναν και μόνο ή σε μικρή ομάδα του συνόλου· που έχει ή αποτελεί ειδικό προνόμιο κυρ. εμπορίας ή εκμετάλλευσης: ~ή: άδεια λειτουργίας/(εργασιακή) απασχόληση/κυριότητα (πβ. πλήρης)/προσφορά/συμφωνία/συνεργασία/σχέση/χορηγία/χρήση. ~ό: δικαίωμα/συμβόλαιο. ~ές: συμβάσεις. ~ά: καθήκοντα. Έχω την ~ή (βλ. ειδική, ιδιαίτερη) αρμοδιότητα/ευθύνη του ... (πβ. απόλυτη).|| (ΕΜΠΟΡ.) ~ός: διανομέας/δικαιούχος/εισαγωγέας/προμηθευτής. ~ή: διάθεση (προϊόντος). ~οί: δικαιούχοι. Πβ. μοναδικός. 2. ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ. που προβάλλεται από ένα μόνο μέσο ενημέρωσης ως δημοσιογραφική επιτυχία: ~ή: συνέντευξη. ~ό: βίντεο/ντοκουμέντο/ρεπορτάζ. ~ές: δηλώσεις/ειδήσεις/εικόνες/φωτογραφίες. Ο σταθμός διατηρεί/εξασφάλισε τα ~ά δικαιώματα μετάδοσης των αγώνων. Σύμφωνα με εμπιστευτικές και ~ές πληροφορίες ...|| (ως ουσ.) Σούπερ ~ό (πβ. αποκλειστικότητα)! ● επίρρ.: αποκλειστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Το θέμα αφορά ~ εμένα και κανέναν άλλον. Πβ. μόνο. ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστική αδελφή/νοσοκόμα & (προφ.) αποκλειστική {σπάν. αποκλειστικός νοσοκόμος}: που αναλαμβάνει επ' αμοιβή την φροντίδα ενός και μόνο ασθενή, συνήθ. που δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί: Βάζω/παίρνω ~., αποκλειστική οικονομική ζώνη βλ. οικονομικός, αποκλειστικός αντιπρόσωπος βλ. αντιπρόσωπος, αποκλειστικός θηλασμός βλ. θηλασμός ● ΦΡ.: απλώς και μόνο/αποκλειστικά και μόνο/μόνο και μόνο βλ. μόνο [< γαλλ. exclusif]
  • δικαιοδόχος δι-και-ο-δό-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.) ΝΟΜ.-ΕΜΠΟΡ.: πρόσωπο ή εταιρεία που έχει αποδεχθεί ή κληρονομήσει δικαιώματα άλλου και ειδικότ. την άδεια να διαθέτει στην αγορά προϊόντα ή υπηρεσίες ή να φέρει αποκλειστικά συγκεκριμένη εμπορική επωνυμία σε ορισμένη περιοχή. Βλ. δικαιόχρηση, -δόχος. ΑΝΤ. δικαιοπάροχος [< γερμ. Rechtsnachfolger]
  • δικαιοπαροχή δι-και-ο-πα-ρο-χή ουσ. (θηλ.) ΝΟΜ.-ΕΜΠΟΡ.: δικαιόχρηση. ΣΥΝ. φραντσάιζ
  • δικαιοπάροχος δι-και-ο-πά-ρο-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.) ΝΟΜ.-ΕΜΠΟΡ.: πρόσωπο ή εταιρεία που μεταβιβάζει σε άλλον δικαίωμα και ειδικότ. που του παρέχει την άδεια να διαθέτει στην αγορά προϊόντα ή υπηρεσίες ή να φέρει αποκλειστικά εμπορική επωνυμία σε ορισμένη περιοχή. ΑΝΤ. δικαιοδόχος [< γερμ. Gewährsmann]
  • δικαιόχρηση δι-και-ό-χρη-ση ουσ. (θηλ.) & δικαιοχρησία: ΝΟΜ.-ΕΜΠΟΡ. δικαίωμα πώλησης των προϊόντων ή των υπηρεσιών εταιρείας σε ορισμένη περιοχή με χρήση του σήματος, της επωνυμίας και της τεχνογνωσίας της. Βλ. δικαιοδόχος. ΣΥΝ. δικαιοπαροχή, φραντσάιζ
  • σημαία ση-μαί-α ουσ. (θηλ.) {σημαιών} 1. κομμάτι από ύφασμα ή πλαστικό, που ποικίλλει σε μέγεθος, σχήμα (συνήθ. ορθογώνιο ή τετράγωνο) και χρώματα, συχνά είναι διακοσμημένο με έμβλημα, προσαρμόζεται σε κοντάρι και χρησιμοποιείται ως σύμβολο: η ελληνική (= γαλανόλευκη)/ευρωπαϊκή/αμερικανική (= αστερόεσσα) ~. Επίσημη ~ κράτους/χώρας. Πειρατική/πολεμική ~. Εθνικές ~ες. Η ~ του δήμου/του κόμματος/της ομάδας/της πόλης/του συλλόγου/του σωματείου. Η ~ της αεροπορίας/της επανάστασης/του ναυτικού/του στρατού ξηράς. Ο ιστός της ~ας. Αλλαγή/ανάρτηση/βεβήλωση/έπαρση/ύψωση ~ας. Η ~ ανεμίζει. Ανεβάζω/κατεβάζω/κρατώ/κρεμώ/τιμώ τη ~. ~ αναρτημένη σε ... Πλοίο με ~ ... Οι ~ες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πβ. λάβαρο, παντιέρα.|| (συνεκδ.) Αγωνίστηκαν/θυσιάστηκαν για τη ~ (: το έθνος, την πατρίδα). 2. παρόμοιο αντικείμενο που έχει ορισμένο συμβολισμό ή χρησιμοποιείται για συγκεκριμένο σκοπό: ειδική/κίτρινη (: διεθνές σήμα της καραντίνας)/οικολογική/πράσινη ~. Διακοσμητικές/διαφημιστικές ~ες.|| (στο ποδόσφαιρο) Η ~ (συνήθ. το σημαιάκι) του επόπτη/κόρνερ.|| (στον μηχανοκίνητο αθλητισμό) Η ~ του αφέτη. Κόκκινη ~ (για διακοπή του αγώνα). Πτώση της καρό ~ας (: τερματισμού). Βλ. φόρμουλα. || (ΛΑΟΓΡ.) ~ του γάμου (= φλάμπουρο). 3. {κυρ. στον εν.} (μτφ.) έμβλημα, σύμβολο: ιδεολογική ~. Παίκτης-~ της ομάδας του (: ηγετική μορφή). Με ~ την ανανέωση/ποιότητα (πβ. σύνθημα). Έγινε η ~ του κινήματος ενάντια στην ... 4. {κυρ. στον εν.} εξάρτημα του ταξίμετρου με την ένδειξη "ελεύθερο", που, όταν είναι ανεβασμένο, δηλώνει ότι το ταξί είναι διαθέσιμο: (στην εκκίνηση της διαδρομής) πτώση της ~ας. ● Υποκ.: σημαιάκι (το), σημαιούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γαλάζια σημαία: διεθνές περιβαλλοντικό σήμα ποιότητας που απονέμεται ως τιμητική διάκριση σε οργανωμένη παραλία ή μαρίνα, με κριτήρια την καθαριότητα θάλασσας και ακτής, την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, την ασφάλεια λουομένων και επισκεπτών και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. [< αγγλ. blue flag, 1987] , λευκή σημαία 1. σημαία και γενικότ. πανί άσπρου χρώματος που δηλώνει παράδοση, ανακωχή, συνθηκολόγηση: ~ ~ για διακοπή των εχθροπραξιών. Σήκωσαν/ύψωσαν ~ ~. 2. (κατ' επέκτ.) για κάθε κίνηση συμφιλιωτικού, διαπραγματευτικού χαρακτήρα., σημαία ευκαιρίας & (σπάν.) ευκολίας (συντομ. ΣΕ) 1. ΕΜΠΟΡ. νηολόγηση εμπορικού πλοίου με ξένη σημαία, που του παρέχει λιγότερο περιοριστικούς κανονισμούς (στη φορολογία, τη νομοθεσία). 2. (μτφ.) για ανεκπλήρωτες υποσχέσεις ή δικαιολογίες: προεκλογικές ~ες ~. [< αγγλ. flag of convenience] , ολυμπιακή σημαία βλ. ολυμπιακός, υποστολή (της) σημαίας βλ. υποστολή ● ΦΡ.: η σημαία κυματίζει μεσίστια: ως ένδειξη πένθους για τον θάνατο επιφανούς προσωπικότητας ή γενικότ. για εθνικό πένθος., κάνω σημαία μου (κάτι): το υποστηρίζω με πάθος: ~ ~ τον εθελοντισμό/τα δημοκρατικά ιδεώδη., κάτω από τη/υπό (τη) σημαία 1. (μτφ.) για κάποιον ή κάτι που είναι υπό την εξουσία, εποπτεία, καθοδήγηση, προστασία κράτους, φορέα, ιδεολογίας: Δήμαρχος/περιφερειάρχης που εξελέγη ~ ~ ενός κόμματος. ~ ~ του αντιπολεμικού κινήματος. 2. (μόνο με το υπό) για πλεούμενο που φέρει τη σημαία μιας χώρας: πλοία υπό ~ κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γαλλ. sous les drapeaux] , κρατώ ψηλά τη σημαία (μτφ.) : εξακολουθώ να αγωνίζομαι για κάτι ανυποχώρητα: Μαχητές που κράτησαν ~ ~ της ελευθερίας. Η εταιρεία κρατάει ~ ~ της ποιότητας., παίρνω άδεια από τη σημαία (μτφ.-ειρων.): για εργαζόμενο ή φαντάρο που απουσιάζει χωρίς επίσημη άδεια., υψώνω τη σημαία 1. την ανεβάζω στον ιστό. 2. (μτφ.) διακηρύσσω: ~σε ~ του εκσυγχρονισμού/της ενότητας., με σημαίες και (με) ταμπούρλα βλ. ταμπούρλο, σηκώνω τη σημαία βλ. σηκώνω, υποστέλλω τη σημαία βλ. υποστέλλω [< μτγν. σημαία, γαλλ. drapeau, αγγλ. flag]
  • τσιφ1 {άκλ.} (ως επίθ. ή επίρρ.): ΕΜΠΟΡ. -ΟΙΚΟΝ. διεθνής όρος, ο οποίος δηλώνει ότι στην τιμή εισαγόμενων εμπορευμάτων συμπεριλαμβάνονται το κόστος, τα ασφάλιστρα και η μεταφορά τους στο λιμάνι προορισμού, ενώ από εκεί και μετά τα έξοδα και οι κίνδυνοι βαραίνουν τον αγοραστή. [< αγγλ. CIF, C(ost), I(nsurance and) F(reight), γαλλ. C.I.F, 20ός αι.]
  • φορτωτής φορ-τω-τής ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. μηχανήμα (ή όχημα) φόρτωσης υλικών: ερπυστριοφόροι/λαστιχοφόροι/τηλεσκοπικοί ~ές. ~ές-εκσκαφείς. Βλ. (φορτο)εκ~, μπουλντόζα. 2. ΕΜΠΟΡ. φυσικό ή νομικό πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου έχει συναφθεί σύμβαση μεταφοράς εμπορευμάτων. Πβ. ναυλωτής. 3. πρόσωπο που εργάζεται στη φόρτωση εμπορευμάτων. 4. ΠΛΗΡΟΦ. τμήμα του λειτουργικού (συστήματος), το οποίο φορτώνει τα προγράμματα στη μνήμη του επεξεργαστή: ~ εκκίνησης. [< μεσν. φορτωτής, 1: γαλλ. chargeuse 2,3: γαλλ. chargeur 4: αγγλ. loader, 1959]
  • φραντσάιζ φρα-ντσά-ιζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & φραντσάιζινγκ: ΝΟΜ. -ΕΜΠΟΡ. δικαιόχρηση. [< αγγλ. franchise, 1959]

αντιπρόσωπος

αντιπρόσωπος [ἀντιπρόσωπος] α-ντι-πρό-σω-πος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {αντιπροσώπ-ου | -ων, -ους}: πρόσωπο που με εξουσιοδότηση ενεργεί ή παρίσταται για λογαριασμό άλλου: ειδικός/εξουσιοδοτημένος/επίσημος/μόνιμος/νόμιμος ~. Οι ~οι του έθνους/του λαού (: οι βουλευτές). Οι ~οι του Θεού (: οι ιερείς). Ορίστηκε/στάλθηκε (ως) ~. ~-πωλητής. Η Βουλή των ~ων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πβ. απεσταλμένος, πληρεξούσιος, πράκτορας.|| (ΝΟΜ.) Άμεσος/έμμεσος ~.|| (σπανιότ.) Βασικός ~ (= εκφραστής) μιας άποψης/ομάδας. ΣΥΝ. εκπρόσωπος. Βλ. -πρόσωπος. ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστικός αντιπρόσωπος: ΕΜΠΟΡ. φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει το δικαίωμα της αποκλειστικής διάθεσης των προϊόντων μιας επιχείρησης σε ορισμένη περιοχή: ~ ~ και διανομέας/εισαγωγέας της εταιρείας ... [< αγγλ. exclusive representative] , δικαστικός αντιπρόσωπος: νομικός στον οποίο ανατίθεται ο έλεγχος για τη νομιμότητα της εκλογικής διαδικασίας και της έκδοσης των αποτελεσμάτων εκλογικού τμήματος., διπλωματικός αντιπρόσωπος/εκπρόσωπος: πρόσωπο επίσημα εξουσιοδοτημένο από το κράτος να το εκπροσωπεί διπλωματικά στο εξωτερικό. Πβ. διπλωμάτης, επιτετραμμένος, πρεσβευτής., εκλογικός αντιπρόσωπος: αντιπρόσωπος κόμματος ή υποψηφίου σε εκλογικό τμήμα, στον οποίο ανατίθεται η τήρηση της διαφάνειας της εκλογικής διαδικασίας και της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων., εμπορικός αντιπρόσωπος: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αντιπροσωπεύει μία ή περισσότερες παραγωγικές ή εμπορικές επιχειρήσεις έναντι των πελατών εμπόρων. Βλ. διανομέας. , Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων (ακρ. ΕΜΑ): όργανο που αποτελείται από πρέσβεις των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει ως έργο την προετοιμασία των εργασιών του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γαλλ. Comité des Représentants Permanents] [< μεσν. αντιπρόσωπος, γαλλ. représentant, αγγλ. representative]

διανομέας

διανομέας δι-α-νο-μέ-ας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {διανομ-είς, -έων} 1. πρόσωπο που κάνει διανομή προϊόντων· ειδικότ. εταιρεία που μεσολαβεί μεταξύ παραγωγών και επιχειρήσεων λιανικού εμπορίου: ταχυδρομικός ~ (πβ. ταχυδρόμος). ~ πίτσας/φαγητού (πβ. ντελιβεράς, πιτσαδόρος)/Τύπου. Βλ. ταχυ~.|| Αποκλειστικός/εμπορικός/εξουσιοδοτημένος ~. ~ αυτοκινήτων/τροφίμων/φυσικού αερίου. Επίσημος αντιπρόσωπος και ~.|| (ΚΙΝΗΜ.) Παραγωγοί και ~είς ταινιών. Βλ. προμηθευτής. 2. ΤΕΧΝΟΛ. μηχάνημα ή συσκευή διανομής· ειδικότ. ντιστριμπιτέρ: ~ λιπασμάτων/νερού (= διανεμητής).|| (ΜΗΧΑΝ.) ~ θερμότητας. [< 1: μτγν. διανομεύς ‘αυτός που διανέμει’ 2: γαλλ. distributeur]

δικαιοδόχος

δικαιοδόχος δι-και-ο-δό-χος ουσ. (αρσ. + θηλ.) ΝΟΜ.-ΕΜΠΟΡ.: πρόσωπο ή εταιρεία που έχει αποδεχθεί ή κληρονομήσει δικαιώματα άλλου και ειδικότ. την άδεια να διαθέτει στην αγορά προϊόντα ή υπηρεσίες ή να φέρει αποκλειστικά συγκεκριμένη εμπορική επωνυμία σε ορισμένη περιοχή. Βλ. δικαιόχρηση, -δόχος. ΑΝΤ. δικαιοπάροχος [< γερμ. Rechtsnachfolger]

δικαιόχρηση

δικαιόχρηση δι-και-ό-χρη-ση ουσ. (θηλ.) & δικαιοχρησία: ΝΟΜ.-ΕΜΠΟΡ. δικαίωμα πώλησης των προϊόντων ή των υπηρεσιών εταιρείας σε ορισμένη περιοχή με χρήση του σήματος, της επωνυμίας και της τεχνογνωσίας της. Βλ. δικαιοδόχος. ΣΥΝ. δικαιοπαροχή, φραντσάιζ

θηλασμός

θηλασμός θη-λα-σμός ουσ. (αρσ.) & θήλασμα (το): διατροφή βρέφους με γάλα από τη θηλή του μαστού· κατ' επέκτ. πιπίλισμα: ο ~ του μωρού. Πβ. γαλουχία. Βλ. απογαλακτισμός, απο~.|| Τεχνητός ~ κουταβιών (: με μπιμπερό).|| ~ του δακτύλου. ΣΥΝ. βύζαγμα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστικός (μητρικός) θηλασμός: σίτιση βρέφους μόνο με μητρικό γάλα, χωρίς συμπληρώματα από άλλη υγρή ή στερεή τροφή, συνήθ. κατά τους πρώτους έξι μήνες της ζωής του. [< μτγν. θηλασμός]

μόνο

μόνο μό-νο επίρρ. δηλώνει 1. αποκλειστικότητα ή περιορισμό: ~ για μέλη/παιδιά/σένα. ~ για επαγγελματική/προσωπική/σχολική χρήση. ~ εσένα εμπιστεύομαι/εσύ το ξέρεις. Σκέφτεται ~ τον εαυτό του. ~ αυτόν ακούει (: κανέναν άλλο). ~ η Μαρία δεν ήρθε. Αυτός ~ με καταλαβαίνει. Εγώ ~ Αγγλικά ξέρω. ~ το απόγευμα είμαστε ανοιχτά. ~ με χρήση αντιολισθητικών αλυσίδων γίνεται η κυκλοφορία των οχημάτων. ~ άκου, μη μιλάς. ~ να κοιτάς, δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι άλλο. Αυτό ~ έχω, δεν φτάνει; Όταν είσαι ήρεμος, τότε ~ μπορείς να αποφασίσεις σωστά. Πρόσεχε ~ (να) μη σε καταλάβουν. Γράφω ~ όταν έχω κάτι να πω.|| ~ (: μακάρι) να μπορούσα να έρθω! Αχ, και ~ να 'ξερες! (απειλητ.) ~ να τον δω μπροστά μου, θα δει τι έχει να πάθει. Πβ. μονάχα. 2. ανώτατο αριθμητικό όριο ή ελάχιστη ποσότητα ή ιδιότητα: Το ασανσέρ χωράει ~ τρία άτομα. ~ πέντε λεπτά θα σας απασχολήσω. Θέλω ~ μισό κιλό (: όχι παραπάνω). ~ οι δυο μας ήμασταν. ~ μια φορά, ποτέ ξανά. Κράτηση ~ για δυο άτομα. Έναν μήνα ~ θα λείψω. -Πέντε ευρώ πλήρωσα. -~ (: τόσο λίγο); Τρεις μέρες ~ έμειναν.|| (αόριστα) ~ ένας τρελός θα δεχόταν. 3. αντίθεση ή εξαίρεση: Μπορείς να μείνεις, ~ φασαρία μην κάνεις. Καθάρισα όλο το σπίτι, ~ με τον κήπο δεν ασχολήθηκα (: εκτός από). 4. (σε σχήμα λιτότητας) μετριασμό αρνητικής άποψης: ~ ευγενικός δεν ήταν (: κάθε άλλο παρά, καθόλου)/ωραίο δεν το λες. Δεν είναι ~ για να ... 5. προϋπόθεση, όρο: Πες ό,τι έχεις να πεις, ~ μη φωνάζεις. Μπορείτε να μπείτε στο μαγαζί ~ αν έχετε κλείσει τραπέζι. Να αργήσεις όσο θες, ~ (: αρκεί, φτάνει) να με ειδοποιήσεις/να μη με στήσεις. Η είσοδος επιτρέπεται ~ εφόσον έχετε σχετική άδεια. Η συσκευή λειτουργεί ~ όταν είναι στην πρίζα. Το προϊόν μπορεί να επιστραφεί ~ σε περίπτωση που είναι αλλοιωμένο. ● ΦΡ.: απλώς/απλά και μόνο/αποκλειστικά και μόνο/μόνο και μόνο (εμφατ.): για κανέναν άλλο λόγο ή σκοπό, τίποτα άλλο: Δεν θα τον προσλάβω ~ ~ επειδή είναι φίλος (ενν. χωρίς να πληροί άλλες προϋποθέσεις). Θα το κάνω ~ ~ επειδή το ζήτησες. Ήρθε ~ ~ για να περάσει την ώρα του! (συχνότ. καταχρ.) Δεν τον ενδιαφέρει απλά και μόνο να κάνει ένα ρεκόρ.|| Εισάγει αποκλειστικά και μόνο βιολογικά προϊόντα., και μόνο: για ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό που αναφέρεται: Τρομάζω ~ ~ με την ιδέα/στη σκέψη ότι ... Από την έκφρασή του ~ ~ κατάλαβα ότι έλεγε ψέματα. Μ' αυτή ~ ~ μ' αυτή την κάρτα επιτρέπεται να μπεις μέσα. ~ ~ που τον είδα, εκνευρίστηκα., και όχι μόνο: για να υποδηλώσει ότι αυτό που μόλις αναφέρθηκε αφορά ή περιλαμβάνει και άλλους ή άλλα: για συλλέκτες ~ ~. Μουσικό-~ ~- τριήμερο. Στην ιστοσελίδα θα βρείτε συνταγές μαγειρικής ~ ~., μόνο που (σύνδ.): αλλά, όμως: Τον συμπαθώ, ~ ~ συχνά με εξοργίζει. Θα ερχόμουν, ~ ~ έχω κανονίσει. Θα το αγόραζα, ~ ~ δεν έχω χρήματα. Μοιάζουν πολύ, ~ ~ (: με τη διαφορά ότι) αυτός είναι λίγο πιο ψηλός., μόνο που δεν (+ αόρ.) (προφ.): λίγο έλειψε να, παρά λίγο, σχεδόν: ~ ~ μας έβρισε/χτύπησε.|| (εμφατ.) Μόνο την αστυνομία (που) δεν μας έφεραν!, τόσος μόνο: πολύ μικρός ή λίγος: ~ο ~ μου αρκεί. ~οι ~ έμειναν στο τέλος., αν και μόνο αν βλ. αν, μόνο αφού βλ. αφού, μόνο έτσι/έτσι μόνο βλ. έτσι, όχι μόνο ..., αλλά και βλ. όχι, παρά μόνο βλ. παρά, παρά μόνο αν βλ. παρά [< αρχ. μόνον]

οικονομικός

οικονομικός, ή, ό [οἰκονομικός] οι-κο-νο-μι-κός επίθ. ΟΙΚΟΝ. 1. που αναφέρεται στην οικονομία ή τα οικονομικά: ~ός: απολογισμός/οργανισμός (πβ. τράπεζα)/πόλεμος/προϋπολογισμός/Τύπος/φορέας. ~ή: ανάλυση/ανάπτυξη/ανεξαρτησία/βοήθεια/διάρθρωση/διαφάνεια/διαχείριση/διπλωματία/δυσπραγία/εισφορά/ενημέρωση/εξαθλίωση/εξέλιξη/εξυγίανση/επιστήμη (= οικονομικά)/θεωρία/κρίση/μεταρρύθμιση/πρόοδος/σταθερότητα/συγκυρία/συμφωνία/σύνοδος/ύφεση. ~ό: άνοιγμα/ίδρυμα/κέρδος/κλίμα/κόστος/κραχ/μοντέλο/σκάνδαλο/φόρουμ. ~οί: δείκτες/πόροι. ~ές: δυσκολίες/κυρώσεις/παροχές/συναλλαγές/υπηρεσίες. ~ά: αποτελέσματα/εργαλεία/κίνητρα/συμφέροντα. Εξαμηνιαία/ετήσια ~ή έκθεση του Ομίλου ... ~ή ενίσχυση/στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Βρίσκεται σε ~ό αδιέξοδο λόγω χρεών. Περικοπές για ~ούς λόγους. Δημόσια ~ή Υπηρεσία (ακρ. ΔΟΥ). ~ό Επιμελητήριο Ελλάδας (ακρ. ΟΕΕ).|| ~ό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ακρ. ΟΠΑ). ~ά μαθηματικά και στατιστική. Πτυχιούχος ΑΕΙ ~ής κατεύθυνσης. (ως ουσ.) Οι φοιτητές του ~ού.|| (για πρόσ.) ~ός: αναλυτής/διαχειριστής/διευθυντής/ελεγκτής/έφορος. ~ό: επιτελείο (κυβέρνησης)/στέλεχος. Βλ. μακρο~, μικρο~, τεχνο~, χρηματο~. 2. που κοστίζει λίγο, ανέξοδος· που εξοικονομεί ενέργεια: ~ό: γεύμα/εισιτήριο/εστιατόριο/μαγαζί/ξενοδοχείο. ~ές: διακοπές. ~ή λειτουργία εγκατάστασης/συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας. ~ό πακέτο καρτοκινητής τηλεφωνίας. Προσφορά συμφέρουσα από ~ή άποψη. Η ~ότερη λύση/πρόταση της αγοράς για συνεχή πρόσβαση στο ίντερνετ.|| ~ός: κινητήρας/λαμπτήρας. ~ή: συσκευή. ~ό: αυτοκίνητο (: σε κατανάλωση βενζίνης). ΣΥΝ. φτηνός (1) ΑΝΤ. ακριβός (1), αντιοικονομικός, δαπανηρός ● Ουσ.: οικονομικό (το): καθετί που σχετίζεται με χρήματα, το χρηματικό: Έχει τεράστια περιουσία και συνεπώς έχει λύσει το ~ του. Μίλησε στον εργοδότη του για το ~ (: τον μισθό). Δεν την ενδιαφέρει το ~ της υπόθεσης. Το ~ (ενν. πρόβλημα) της χώρας. ● επίρρ.: οικονομικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστική οικονομική ζώνη (ακρ. ΑΟΖ): ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. ζώνη θαλάσσιας δικαιοδοσίας και δικαιωμάτων (κυρ. εκμετάλλευση των φυσικών πόρων) των παράκτιων κρατών με εύρος μέχρι 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές, που περιλαμβάνει τα ύδατα, τον βυθό και το υπέδαφος της περιοχής της, και αρχίζει μετά το τέλος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Βλ. υφαλοκρηπίδα. [< αγγλ. exclusive economic zone, 1975] , οικονομικά αγαθά: τα μέσα για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών που είναι αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας και βρίσκονται σε ανεπάρκεια σε σχέση με τις ανάγκες που καλύπτουν: Τα ~ ~ διακρίνονται στα υλικά και τα άυλα αγαθά ή υπηρεσίες. Βλ. διαρκή, ελεύθερα, καταναλωτικά, κεφαλαιουχικά αγαθά., οικονομικά μεγέθη 1. οποιαδήποτε μεταβλητή υπολογίζεται με αριθμητικούς ή ποσοτικούς όρους: εταιρικά/συνοπτικά ~ ~. Βελτιωμένα/μειωμένα εμφανίζονται τα ~ ~ του ομίλου στο εξάμηνο ... Τα ~ ~ της ζώνης του ευρώ. ~ ~ σε επίπεδο χώρας (π.χ. ΑΕΠ, επιτόκια, βλ. μακροοικονομία). 2. {κυρ. στον εν.} οικονομική συσκευασία. [< 2: αγγλ. economy size, 1950] , οικονομικές επιστήμες: όσες μελετούν την παραγωγή, κατανομή, κατανάλωση και διαχείριση αγαθών και υπηρεσιών: Βραβείο Νόμπελ ~ών ~ών. Βλ. μακρο-, μικρο-οικονομία. ΣΥΝ. οικονομικά (2), οικονομολογία [< γαλλ. sciences économiques] , οικονομικές καταστάσεις: πίνακες αναλυτικής παρουσίασης κατά κατηγορία των δεδομένων που περιγράφουν την οικονομική πορεία μιας εταιρείας σε ορισμένη χρονική περίοδο, οι οποίοι δημοσιεύονται συγκεντρωτικά για τη διεξοδική ενημέρωση των επενδυτών: ενδιάμεσες/ενοποιημένες/εξαμηνιαίες/ετήσιες/περιοδικές/συνοπτικές/τριμηνιαίες ~ ~. Βλ. επαναδημοσίευση, ισολογισμός, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες., οικονομική γεωγραφία: ΓΕΩΓΡ. κλάδος που μελετά και αναλύει τα τεχνικά, κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά στοιχεία του γεωγραφικού χώρου, καθώς και τη σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ του φυσικού περιβάλλοντος και του ανθρώπινου παράγοντα· το αντίστοιχο διδασκόμενο μάθημα. Βλ. ανθρωπογεωγραφία. [< αγγλ. economic geography] , οικονομική ελευθερία: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της συμμετοχής σε οικονομικές συναλλαγές, χωρίς κυβερνητικές παρεμβάσεις ή άλλους εξωτερικούς παράγοντες., οικονομική θέση 1. & τουριστική θέση: χώρος σε Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (αεροπλάνα, πλοία, τρένα), όπου οι επιβάτες εξασφαλίζουν θέση με φθηνότερο εισιτήριο: εισιτήριο/κάθισμα/καμπίνα ~ής ~ης. ΑΝΤ. διακεκριμένη θέση 2. οικονομική κατάσταση: Βρίσκεται σε δύσκολη ~ ~. Σε δεινή ~ ~ περιήλθε ο Όμιλος ... [< 1: αγγλ. economy class, γαλλ. classe économique] , οικονομική μονάδα: κάθε οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστούν δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας: Δύο αντιπροσωπευτικές ~ές ~ες είναι το νοικοκυριό και η επιχείρηση. [< αγγλ. economic unit] , οικονομική πολιτική: σύνολο μέτρων και αποφάσεων που λαμβάνονται σε κυβερνητικό συνήθ. επίπεδο για τον καθορισμό συγκεκριμένης πορείας στον τομέα της οικονομίας και την επίτευξη οικονομικών στόχων: εθνική/εξωτερική/εσωτερική/κοινοτική/περιοριστική ~ ~. Αλλαγή/χάραξη ~ής ~ής. Σφιχτή ~ ~ για μείωση του ελλείμματος.|| ~ ~ της εταιρείας., οικονομική συσκευασία: συσκευασία προϊόντος που είναι μεγαλύτερη σε μέγεθος ή ποσότητα από τη συμβατική, αλλά φτηνότερη αναλογικά. Βλ. οικογενειακό μέγεθος., Οικονομικό Δίκαιο: ΝΟΜ. οι κανόνες που ρυθμίζουν τις οικονομικές σχέσεις και δραστηριότητες: διοικητικό ~ ~. Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού ~ού ~ου., οικονομικό έγκλημα: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. κάθε παράνομη οικονομική δραστηριότητα (όπως φοροδιαφυγή, υπεξαίρεση χρημάτων): διεθνές/ηλεκτρονικό/οργανωμένο ~ ~. Βλ. ΣΔΟΕ., οικονομικό σύστημα (το): κάθε σύνολο κανόνων στα πλαίσια μιας κοινωνίας που ρυθμίζουν την παραγωγή, κατανομή και κατανάλωση αγαθών: διεθνές/ευρωπαϊκό/φιλελεύθερο ~ ~. Το ~ ~ του καπιταλισμού., οικονομικοί μετανάστες/πρόσφυγες: πρόσωπα που εγκαταλείπουν τη χώρα τους σε αναζήτηση εργασίας και καλύτερου βιοτικού επίπεδου: νόμιμοι/παράνομοι ~ ~.|| Εσωτερικοί ~ ~. Βλ. ευπαθείς (κοινωνικά) ομάδες. [< αγγλ. economic migrants/refugees] , οικονομικός κύκλος: περιοδική, επαναλαμβανόμενη διακύμανση ύφεσης-ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας: Ανοδική/πτωτική φάση ~ού ~ου. Βραχυχρόνιοι/μακροχρόνιοι/μεσοχρόνιοι ~οί ~οι. [< αγγλ. business/economic cycle] , οικονομικός παράγοντας 1. οτιδήποτε επηρεάζει μια κατάσταση από οικονομικής πλευράς: Ο τουρισμός αποτελεί ζωτικό/σημαντικό ~ό ~α ανάπτυξης του νησιού. 2. πρόσωπο που έχει ισχυρή θέση και ασκεί επιρροή στον επιχειρηματικό κόσμο: κορυφαίος/σημαίνων/τοπικός ~ ~. ~οί ~ες και διαχειριστές μεγάλων κεφαλαίων., οικονομικός/κεντρικός προγραμματισμός/σχεδιασμός: η επίδραση της κεντρικής εξουσίας ενός κράτους ή συνόλου κρατών στη λήψη αποφάσεων καθοριστικής σημασίας στον οικονομικό τομέα., Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος βλ. ευρωπαϊκός, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες βλ. στοιχείο, οικονομική ανάπτυξη βλ. ανάπτυξη, οικονομική βία βλ. βία, Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) βλ. ένωση, οικονομική μεγέθυνση βλ. μεγέθυνση, οικονομικό αντικείμενο βλ. αντικείμενο, οικονομικό έτος βλ. έτος, σύνδρομο οικονομικής θέσης βλ. σύνδρομο [< αρχ. οἰκονομικός, γαλλ. économique, αγγλ. economic]

ολυμπιακός

ολυμπιακός, ή, ό [ὀλυμπιακός] ο-λυ-μπι-α-κός επίθ. 1. ΑΘΛ. (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Ο) που σχετίζεται με τους Ολυμπιακούς Αγώνες: ~ός: βωμός/εθελοντισμός/ύμνος/χάρτης (: που ορίζει τις αρχές που διέπουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες και την τήρησή τους από την εκάστοτε διοργανώτρια πόλη). ~ή: αποστολή/ιδέα (= ολυμπισμός)/νίκη/χορηγία. ~ό: ιδεώδες/κέντρο (π.χ. κωπηλασίας, ξιφασκίας)/μετάλλιο/πάρκο/πνεύμα/ρεκόρ/στάδιο/συγκρότημα/τουρνουά. ~ές: αξίες/διακρίσεις/εγκαταστάσεις/υποδομές. ~ά: αγωνίσματα. Διεθνής ~ή Ακαδημία (ακρ. ΔΟΑ)/Επιτροπή (ακρ. ΔΟΕ). Σχεδιασμός ~ής ασφάλειας. Βλ. μετα~, παρα~, προ~.|| ~ές: σπουδές. 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε συμφωνεί ή γίνεται με τις προδιαγραφές των Ολυμπιακών Αγώνων: γήπεδο/πισίνα ~ών διαστάσεων (= πενηντάρα). ● ΣΥΜΠΛ.: Ειδικοί Ολυμπιακοί Αγώνες & Σπέσιαλ Ολύμπικς: ΑΘΛ. αθλητική διοργάνωση που διεξάγεται κάθε δύο χρόνια και στην οποία συμμετέχουν παιδιά και ενήλικοι με νοητική υστέρηση. Βλ. Παραολυμπιακοί Αγώνες. [< αγγλ. Special Olympics, 1968] , ολυμπιακή εκεχειρία: η ιδέα και το κίνημα για την επαναφορά του θεσμού κατάπαυσης των εχθροπραξιών στην υφήλιο κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων., Ολυμπιακή Οικογένεια: τα πρόσωπα τα οποία απαρτίζουν τις αντιπροσωπείες των χωρών που συμμετέχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες (π.χ. αθλητές, προπονητές, συνοδοί)., ολυμπιακή παιδεία: παιδαγωγικό πρόγραμμα που έχει ως στόχο τον καθορισμό ή/και την τροποποίηση προτύπων συμπεριφοράς των νέων, σύμφωνα με τις διαχρονικές αξίες του ολυμπισμού, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία του σύγχρονου πολιτισμού., ολυμπιακή σημαία: σύμβολο των Ολυμπιακών Αγώνων· αποτελείται από πέντε κύκλους (μπλε, μαύρο, κόκκινο, κίτρινο, πράσινο) που συμπλέκονται σε άσπρο φόντο και αντιστοιχούν σε καθεμία από τις πέντε ηπείρους., ολυμπιακή φλόγα: σύμβολο των Ολυμπιακών Αγώνων· η τελετή αφής της γίνεται αρκετούς μήνες πριν από την έναρξή τους στο βωμό της Αρχαίας Ολυμπίας και παραμένει αναμμένη μέχρι την τελετή λήξης τους: η άφιξη/η παράδοση/το ταξίδι/η υποδοχή της ~ής ~ας., ολυμπιακό χωριό: οικισμός στον οποίο φιλοξενούνται κυρ. οι αθλητές κατά την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων., Ολυμπιακοί Αγώνες & (προφ.) Ολυμπιακοί & (επίσ.) Θερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες 1. ΑΡΧ. οι σημαντικότεροι αθλητικοί αγώνες που τελούνταν πανελληνίως προς τιμήν του Δία κάθε τέσσερα χρόνια στην Αρχαία Ολυμπία: Οι ~ ~ έγιναν για πρώτη φορά το 776 π.Χ. ΣΥΝ. Ολύμπια (τα) 2. η μεγαλύτερη παγκόσμια αθλητική διοργάνωση που φιλοξενείται από διαφορετική διοργανώτρια πόλη κάθε τέσσερα χρόνια και στην οποία συμμετέχουν αθλητές από όλο τον κόσμο: Οι πρώτοι σύγχρονοι ~ ~ έγιναν στην Αθήνα το 1896. Οι πρώτοι ~ ~ Νέων διεξήχθησαν τον Αύγουστο του 2010 στη Σιγκαπούρη (: για νέους ηλικίας 14-18 χρονών). Τελετή έναρξης/λήξης των ~ών ~ων. Η μασκότ των ~ών ~ων. Βλ. παραολυμπιάδα. ΣΥΝ. Ολυμπιάδα (2), ολυμπιακός όρκος: όρκος που απαγγέλλει αθλητής ή αθλήτρια της διοργανώτριας χώρας και ένας κριτής για λογαριασμό όλων των αθλητών και των κριτών αντίστοιχα που συμμετέχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες κατά την εναρκτήρια τελετή τους., Χειμερινοί Ολυμπιακοί Αγώνες: ειδικοί Ολυμπιακοί Αγώνες για χειμερινά αθλήματα και αγωνίσματα στον πάγο., ολυμπιακή δάδα βλ. δάδα, ολυμπιακή λαμπαδηδρομία βλ. λαμπαδηδρομία [< αρχ. Ὀλυμπιακός, γαλλ. olympique, αγγλ. olympic]

-πρόσωπος

-πρόσωπος, η, ο β' συνθετικό επιθέτων και σπανιότ. ουσιαστικών για δήλωση 1. ορισμένων χαρακτηριστικών του προσώπου: μακρο~ (βλ. μακρυ-μούρης)/στρογγυλο~.|| (μτφ.) Δι~.|| (προφ.) Μ' έβγαλε ασπροπρόσωπo. 2. συγκεκριμένου συνόλου μελών: ολιγο~/πολυ~. Πβ. -άνθρωπος, -μελής. 3. (ουσ.) εξουσιοδοτημένου ατόμου: αντι~/εκ~. 4. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. ενέργειας για λογαριασμό κάποιου: αυτοπρόσωπη δήλωση. 5. ΓΛΩΣΣ. συνήθ. ειδικής κατηγορίας ρημάτων με ελλειπτικό σχηματισμό ή χωρίς λεξικό υποκείμενο και των αντίστοιχων δομών: α-πρόσωπη/τριτο~ σύνταξη.

σηκώνω

σηκώνω ση-κώ-νω ρ. (μτβ.) {σήκω-σα, σηκώ-θηκα, -μένος, προστ. αορ. σήκω, σηκωθείτε, σηκών-οντας} 1. μετακινώ κάτι σε υψηλότερο σημείο· κινώ προς τα πάνω, υψώνω, ανεβάζω: ~ το ακουστικό/τηλέφωνο. Μη ~εις βάρος (πβ. βαστώ, κρατώ). Πόσα κιλά μπορείς να ~σεις; ~σε τη βαλίτσα. ~σε από κάτω μια πέτρα. ~θηκαν (= απογειώθηκαν) τα αεροσκάφη/ελικόπτερα.|| ~ την ασφάλεια/τον μοχλό/την τέντα (: την τυλίγω προς τα πάνω)/το χειρόφρενο. ~σε το χέρι του, για να ζητήσει τον λόγο. ~σε το βλέμμα/τα μάτια της στον ουρανό (πβ. στρέφω). Είχε ~σει το πόδι του από το γκάζι. ~ομαι στις μύτες των ποδιών.|| ~θηκαν άγρια και απειλητικά κύματα. Ο ήλιος είχε ~θεί ψηλά. ΑΝΤ. κατεβάζω (1) 2. (προφ.) κάνω κάποιον να σταθεί όρθιος· ξυπνώ· (για εκπαιδευτικό) εξετάζω μαθητή: Ο προπονητής ~σε τους αναπληρωματικούς για ζέσταμα. Τους ~σε από το τραπέζι. Μη ~εσαι! Σήκω να χορέψεις! ~θηκε από τη θέση του/και τον ακολούθησε/να φύγει. (για ζώο) Η αρκούδα ~θηκε στα πισινά της πόδια.|| (ειδικότ.) Μας ~σε από τον καναπέ (: μας υποχρέωσε να δραστηριοποιηθούμε).|| Την ~σε από τον ύπνο. Τι ώρα ~εσαι το πρωί;|| Ο δάσκαλος με ~σε στο μάθημα/στον πίνακα. ΑΝΤ. ξαπλώνω (3) 3. (μτφ., για αναστάτωση, ταραχή) προκαλώ: Η δήλωσή του ~σε θύελλα αντιδράσεων/διαμαρτυριών. ~θηκε κύμα εξεγέρσεων εναντίον ... Πβ. δημιουργώ, ξε~. 4. (μτφ.) αναλαμβάνω κάτι δύσκολο, επωμίζομαι: ~ει την ευθύνη. ~σε το βάρος του αγώνα/της ενοχής. 5. (μτφ.) αντέχω: Δεν τα ~ τα ξενύχτια/φάρμακα.|| (κυριολ. για υλική κατασκευή) Γέφυρα που μπορεί να ~σει μέχρι δύο τόνους βάρος. Τα δοκάρια ~ουν (= στηρίζουν, υποβαστάζουν) την πλάκα (της οικοδομής). 6. (προφ.) ανέχομαι, υπομένω, δέχομαι: Δεν ~ει άλλο την κοροϊδία. Δεν ~ αντίρρηση/αστεία/κουβέντα/προσβολές. Πβ. επιτρέπω. 7. (προφ.) κλέβω: ~σαν δέκα χιλιάδες ευρώ. Τα ~σαν όλα οι διαρρήκτες. Πβ. αρπάζω, κατακλέβω. 8. (προφ.) κάνω ανάληψη: ~σε όλα τα λεφτά από τον λογαριασμό της. Είχε ~σει τις καταθέσεις του από την τράπεζα. 9. (προφ.) χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω: ~σε πέντε ορόφους. (για κατασκευαστή:) ~ει πολυκατοικίες. Πβ. υψώνω. 10. (προφ.) μαζεύω: Έχουν ~σει το τραπέζι/τα χαλιά. Πβ. ξεστρώνω. ΑΝΤ. στρώνω (1) ● σηκώνει (προφ.-μτφ.) 1. επιδέχεται, αφήνει περιθώριο για κάτι: Πρόταση που ~ (= χωρά) πολλή σκέψη. Το ζήτημα δεν ~ αναβολή/καθυστέρηση. 2. απαιτεί, καθιστά απαραίτητο (κάτι): Η υπόθεση ~ καφέ/ποτό/τσιγάρο.|| Η κατάσταση του τραυματία ~ ακόμη και χειρουργείο. ● Παθ.: σηκώνομαι 1. {μόνο στο γ' εν.} (για φυσικό φαινόμενο που) αρχίζει να γίνεται έντονα αισθητό: ~θηκε αέρας/θύελλα/τρικυμία. Είχε ~θεί ομίχλη. 2. (μτφ.-προφ.) συνέρχομαι από ασθένεια: ~θηκε από την αρρώστια (= αποθεραπεύτηκε). 3. (μτφ.-προφ.-παλαιότ.) ξεσηκώνομαι, επαναστατώ. ● ΦΡ.: (ανα)σηκώνει τους ώμους/τις πλάτες (του): ως ένδειξη άγνοιας, αδιαφορίας: ~ ~ αμήχανα. ~σε ~ με απορία., δεν σηκώνω κεφάλι (προφ.): για να δηλωθεί η αφοσίωση σε κάτι, η εντατική ενασχόληση με κάτι: ~ ~ (= απορροφώμαι) από το βιβλίο. Δεν ~ει ~, δουλεύει απο το πρωί μέχρι το βράδυ., μου σηκώνεται (προφ.): διεγείρομαι, έχω στύση. Πβ. καυλώνω. ΑΝΤ. μου πέφτει, σήκω εσύ, να κάτσω εγώ (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): για την προσπάθεια κάποιου να καταλάβει θέση, αξίωμα που ανήκει σε άλλον., σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι ο ιεραρχικά κατώτερος εκφράζει αμφισβήτηση ή εναντίωση προς τον ανώτερό του., σηκώνει (πολύ) νερό (μτφ.-προφ.): για κάτι σχετικό ή ασαφές, που επιδέχεται (πολλή) συζήτηση, ανάλυση και διαφορετικές ερμηνείες: Έννοια/θέμα/μεγάλη κουβέντα που ~ ~. , σηκώνει (τη) μύτη (μτφ.-προφ.): φέρεται αλαζονικά: Παρά τις επιτυχίες του, ποτέ δεν ~σε ~. Πβ. έχει ψηλά τη μύτη., σηκώνει στην πλάτη/στις πλάτες του (μτφ.): για ευθύνη που αναλαμβάνει, επωμίζεται κάποιος: ~ ~ τα οικονομικά βάρη/τα χρέη. Πβ. στην καμπούρα (κάποιου)., σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία: για να δηλωθεί έναρξη παράστασης, σειράς παραστάσεων ή γενικότ. θεάματος, εκδήλωσης, διαδικασίας: Το καρναβάλι/φεστιβάλ σηκώνει/ανεβάζει την ~ του.|| Σηκώνεται ~ της 1ης αγωνιστικής. Ανοίγει ~ του διαλόγου/των συνομιλιών. ΑΝΤ. κλείνει/πέφτει η αυλαία. [< γαλλ. lever le rideau] , σηκώνομαι και φεύγω (εμφατ.): φεύγω από κάπου (έναν χώρο, μια επαγγελματική θέση): ~ ~ βιαστικός.|| Μόλις τελειώσει το συμβόλαιό μου, θα σηκωθώ και θα φύγω (βλ. τα βρόντηξε). Αν δεν σου αρέσει, σήκω και φύγε. , σηκώνω κεφάλι (μτφ.) 1. προβάλλω αντίσταση, αντιδρώ: ~ ~ και ζητώ τα κεκτημένα μου. ΑΝΤ. σκύβω το κεφάλι (2) 2. ορθοποδώ: Δεν μπορεί να ~σει ~ από τα χρέη και τους λογαριασμούς. , σηκώνω μπαϊράκι/παντιέρα (μτφ.-προφ.): εναντιώνομαι σε κάτι, επαναστατώ: Έχει ~σει δικό του μπαϊράκι (πβ. κάνει του κεφαλιού του). ~σαν την παντιέρα της αντίστασης/της εξέγερσης., σηκώνω στα χέρια (μου): υψώνω και κρατώ κάποιον ή κάτι ψηλά: Τον ~σαν ~, φωνάζοντας ρυθμικά το όνομά του (πβ. αποθεώνω). ~σαν ~ τους το τρόπαιο., σηκώνω στο πόδι (μτφ.-προφ.): αναστατώνω, ξεσηκώνω: ~σε ~ όλη τη γειτονιά., σηκώνω τα χέρια ψηλά & σηκώνω ψηλά τα χέρια: για να δηλωθεί αποτυχία, αδυναμία: ~σε ~ και παραδόθηκε.|| (συνήθ. μτφ.) ~ ~ και παραδέχομαι την ήττα μου. ~ ~· δεν μπορώ να καταλάβω πώς σκέφτεσαι. Η επιστήμη σηκώνει ~ ~ (: σε περιπτώσεις που δεν μπορεί να επιλυθεί ή να εξηγηθεί λογικά κάτι)., σηκώνω τη σημαία 1. {κυρ στο γ' πρόσ.} (στο ποδόσφαιρο) κάνει σινιάλο, κρατώντας ψηλά το σημαιάκι: Ο επόπτης ~ει ~ του, για να υποδείξει το οφσάιντ. 2. είμαι σημαιοφόρος: ~σε ~ στην παρέλαση. 3. (μτφ.) διακηρύσσω: ~ ~ της αντίστασης/επανάστασης/κάθαρσης/μεταρρύθμισης. ΣΥΝ. υψώνω τη σημαία (2), σηκώνω χέρι (προφ.): χειροδικώ: ~σε ~ πάνω μου. , σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε (προφ.): για να δηλωθεί δουλική υποταγή: Τον έχει "~ ~" (πβ. έχω κάποιον του χεριού μου). Είχε τη δική του προσωπικότητα, δεν ήταν "~ ~". , (δεν) (το) αντέχει/σηκώνει η τσέπη μου βλ. τσέπη, (ο καθένας) σηκώνει/κουβαλάει τον σταυρό του βλ. σταυρός, ανεβάζω/σηκώνω τον πήχη/πήχυ (ψηλά) βλ. ανεβάζω, ανοίγω πανιά βλ. πανί, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, δεν κουνά/δεν σηκώνει ούτε το δαχτυλάκι του/ούτε το μικρό του δαχτυλάκι βλ. δάχτυλο, δεν με σηκώνει το κλίμα βλ. κλίμα, δεν σηκώνει αστεία βλ. αστείο, δεν σηκώνει/δεν δέχεται μύγα στο σπαθί του βλ. μύγα, η μύτη του να πέσει, δεν θα σκύψει να τη σηκώσει/να την πιάσει βλ. μύτη, θα τον πάρει (ο διάβολος) και θα τον σηκώσει βλ. παίρνω, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, κουβαλώ/σηκώνω στους ώμους (μου) βλ. ώμος, μου σηκώθηκε η πέτσα/το πετσί βλ. πέτσα, μου σηκώθηκε η τρίχα (κάγκελο) βλ. τρίχα, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω βλ. πέτρα, παίρνω/ρίχνω/σηκώνω/πετάω μπόι βλ. μπόι, σηκώνει/υψώνει ανάστημα βλ. ανάστημα, σηκώνομαι από το κρεβάτι βλ. κρεβάτι, σηκώνω (την) άγκυρα βλ. άγκυρα, σηκώνω αντάρτικο βλ. αντάρτικο, σηκώνω σκόνη βλ. σκόνη, σηκώνω τα μανίκια βλ. μανίκι, σηκώνω το γάντι βλ. γάντι, σηκώνω/υψώνω το λάβαρο της επανάστασης βλ. λάβαρο, σηκώνω/υψώνω το ποτήρι βλ. ποτήρι, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, υψώνω/σηκώνω τη φωνή μου βλ. φωνή [< μεσν. σηκώνω, γαλλ. lever]

ταμπούρλο

ταμπούρλο τα-μπούρ-λο ουσ. (ουδ.): ΜΟΥΣ. μικρό τύμπανο μπάντας με μεμβράνες στις δύο πλευρές του. Πβ. ταμπούρο. ● ΦΡ.: με σημαίες και (με) ταμπούρλα (μτφ.): με τυμπανοκρουσίες: Πήγαν στις κάλπες με ~ ~., παίζω ταμπούρλο (με) τα δάχτυλά μου (μτφ.-προφ.): χτυπώ ρυθμικά το ένα μετά το άλλο τα δάχτυλα του χεριού σε επιφάνεια, συνήθ. λόγω εκνευρισμού ή αγωνίας., παίζω ταμπούρλο στην πλάτη κάποιου (μτφ.-προφ.): τον παραπλανώ, τον κοροϊδεύω ή τον χρησιμοποιώ, συνήθ. για δικό μου όφελος., η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο βλ. καρδιά [< ιταλ. tamburlo]

υποστέλλω

υποστέλλω [ὑποστέλλω] υ-πο-στέλ-λω ρ. (μτβ.) {υπέστειλε, υποστείλει, (λόγ.) υπεστάλη, υποσταλεί, υποστέλλ-οντας} (λόγ.) 1. μετακινώ προς τα κάτω, χαμηλώνω: Υπέστειλαν τα λάβαρα (ΑΝΤ. υψώνω). 2. (μτφ.) ελαττώνω, περιορίζω: Αποφάσισαν να μην υποστείλουν τους αγώνες τους. ● ΦΡ.: υποστέλλω τη σημαία 1. την κατεβάζω από τον ιστό της. 2. (μτφ.) παραιτούμαι από προσπάθεια, στόχους: Δεν υπέστειλε ~ του καθήκοντος/του χρέους. [< αρχ. ὑποστέλλω]

υποστολή

υποστολή [ὑποστολή] υ-πο-στο-λή ουσ. (θηλ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: υποστολή (της) σημαίας 1. κατέβασμα της σημαίας από τον ιστό της: επίσημη έπαρση και ~ ~. Τελετή ~ής της ~ας. ΑΝΤ. ύψωση. 2. (μτφ.) για να δηλωθεί ότι κάποιος εγκαταλείπει την ενεργό δράση: ~ ~ για τον ποδοσφαιριστή μετά από είκοσι χρόνια στα γήπεδα. [< μτγν. ὑποστολή ‘περιορισμός, μείωση’]

φόρμουλα

φόρμουλα φόρ-μου-λα ουσ. (θηλ.) 1. (προφ.) προκαθορισμένος, συστηματικός τρόπος βάσει του οποίου γίνεται κάτι: νομική/συμβιβαστική ~. ~ συνεργασίας. Η αντιμετώπιση του προβλήματος θα στηριχτεί σε μια αποδεκτή/κοινή ~. Το υπουργείο αναζητά ~ για την καταβολή των αποζημιώσεων. Πβ. σχήμα. 2. ΑΘΛ. {άκλ.} (κ. με κεφαλ. Φ) πρωτάθλημα αγώνων με μονοθέσια αυτοκίνητα που διακρίνεται σε κατηγορίες (1, 2, 3), ανάλογα με τις προδιαγραφές των αυτοκινήτων που συμμετέχουν σε αυτό· το αντίστοιχο μηχανοκίνητο σπορ: οδηγός/πιλότος/πίστα/πρωτάθλημα της ~ 1 (F1). Σημαίες της ~ (: άσπρη, καρό, κίτρινη, κόκκινη, πράσινη, ριγέ, μαύρες, μπλε). Βλ. γκραν πρι. 3. μαθηματικός ή φυσικοχημικός τύπος: ~ για τον υπολογισμό του ... 4. σύνθεση, παρασκεύασμα: επαναστατική/μυστική/πατενταρισμένη/πρωτοποριακή ~. Αντιγηραντική ~ για την περιοχή των ματιών. [< ιταλ. formula 1,3,4: αγγλ. formula, γαλλ. formule 2: αγγλ. ~, 1927]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.