Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 200 εγγραφές  [0-20]


  • ακανές [ἀκανές] α-κα-νές ουσ. (αρσ.) : ΖΑΧΑΡ. παραδοσιακό γλύκισμα των Σερρών, είδος λουκουμιού με φρέσκο βούτυρο και αμύγδαλο. Βλ. -ές.
  • βασιλόπιτα βα-σι-λό-πι-τα ουσ. (θηλ.): ΖΑΧΑΡ. πρωτοχρονιάτικο παρασκεύασμα (κέικ, τσουρέκι, αλμυρή ή γλυκιά πίτα), με κρυμμένο νόμισμα, που θεωρείται ότι φέρνει τύχη σε όποιον το βρει στο κομμάτι του και κόβεται αμέσως μετά τον ερχομό του νέου έτους, αλλά και τις υπόλοιπες ημέρες του δωδεκαήμερου ή και μέχρι τον Φεβρουάριο (από υπηρεσίες, ιδρύματα, συλλόγους): η κοπή/το φλουρί της ~ας. Βλ. χριστόψωμο, -πιτα. ΣΥΝ. αγιοβασιλόπιτα, πίτα (3)
  • βάφλα βά-φλα ουσ. (θηλ.): ΖΑΧΑΡ. είδος παχιάς συνήθ. τηγανίτας, τραγανής απ' έξω, που ψήνεται σε βαφλιέρα και παίρνει σχήμα που μοιάζει με δικτυωτό πλέγμα: ~ με παγωτό/σαντιγί/σιρόπι/σοκολάτα. Βλ. κρέπα. [< αγγλ. waffle]
  • βουτήματα βου-τή-μα-τα ουσ. (ουδ.) (τα): ΖΑΧΑΡ. αρτοσκευάσματα και γλυκίσματα μικρού μεγέθους, που σερβίρονται συνήθ. με ροφήματα: αλμυρά/γλυκά ~. ~ βουτύρου/διαίτης/κανέλας. Παξιμαδάκια, κουλουράκια, κριτσίνια, μπισκότα και άλλα ~. Πβ. πτι-φουρ. ● Υποκ.: βουτηματάκια (τα) [< γαλλ. mouillettes]
  • βραχάκια βρα-χά-κια ουσ. (ουδ.) (τα): ΖΑΧΑΡ. σοκολατάκια που παρασκευάζονται από λιωμένη κουβερτούρα και ξηρούς καρπούς, συνήθ. αμύγδαλα.
  • γαλακτομπούρεκο γα-λα-κτο-μπού-ρε-κο ουσ. (ουδ.) & (προφ.) γαλατομπούρεκο: ΖΑΧΑΡ. σιροπιαστό γλυκό ταψιού με στρώσεις φύλλου κρούστας και γέμιση κρέμας (από γάλα, σιμιγδάλι, ζάχαρη και αβγά). Βλ. γαλατόπιτα, μπακλαβάς.
  • γαλατόπιτα γα-λα-τό-πι-τα ουσ. (θηλ.): ΖΑΧΑΡ. γλυκό ταψιού που έχει ως βάση το γάλα και περιέχει σιμιγδάλι ή αλεύρι, βούτυρο, ζάχαρη και αβγά: ~ με/χωρίς φύλλο. Βλ. -πιτα.
  • γαρνίρισμα γαρ-νί-ρι-σμα ουσ. (ουδ.) {γαρνιρίσμ-ατος}: ΜΑΓΕΙΡ. -ΖΑΧΑΡ. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γαρνίρω: σαντιγί για ~. Πβ. γαρνιτούρα.
  • γαρνίρω γαρ-νί-ρω ρ. (μτβ.) {γαρνίρ-οντας | γαρνίρι-σα, -σμένος}: ΜΑΓΕΙΡ. -ΖΑΧΑΡ. στολίζω (με γαρνιτούρα): ~ την τούρτα (με σαντιγί). Φιλέτο ~σμένο με ρύζι. Παγωτό ~σμένο με αμύγδαλα και σιρόπι. [< γαλλ. garnir]
  • γαρνιτούρα γαρ-νι-τού-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ΜΑΓΕΙΡ. -ΖΑΧΑΡ. κάθε φαγώσιμο που χρησιμοποιείται για το στόλισμα πιάτου, γλυκού ή ποτού: κρέας με ~ σαλάτα. Γλυκό με ~ σιρόπι σοκολάτας. Πβ. γαρνίρισμα. 2. (κατ΄ επέκτ., κυρ. σε ρούχα) στολίδι: διακοσμητικές ~ες και κεντήματα. Πβ. τρέσα.|| (αρνητ. συνυποδ.) Ομιλία χωρίς ~ες και φανφάρες. Πβ. φιοριτούρα. [< γαλλ. garniture]
  • γιαουρτόπιτα για-ουρ-τό-πι-τα ουσ. (θηλ.): ΖΑΧΑΡ. γλυκό του ταψιού με βασικό συστατικό το γιαούρτι: ~ σιροπιαστή. Βλ. -πιτα.
  • γκανάζ γκα-νάζ ουσ. (ουδ. + θηλ.) & γκανάς: ΖΑΧΑΡ. κρεμώδες μείγμα λιωμένης σοκολάτας και κρέμας γάλακτος που χρησιμοποιείται για γέμιση ή επικάλυψη. [< γαλλ. ganache]
  • γκοφρέτα γκο-φρέ-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΖΑΧΑΡ. είδος γλυκίσματος από αλλεπάλληλες στρώσεις λεπτών και τραγανών φύλλων ζύμης με γέμιση και συνήθ. επικάλυψη σοκολάτας. Βλ. βάφλα, μιλφέιγ, ρυζο~, -έτα. 2. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. λεπτή πλακέτα ημιαγωγού. ● Υποκ.: γκοφρετάκι (το): στη σημ. 1., γκοφρετίτσα (η): στη σημ. 1., γκοφρετούλα (η): στη σημ. 1. [< γαλλ. gaufrette]
  • γλασάρισμα γλα-σά-ρι-σμα ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) γκλασάρισμα: ΖΑΧΑΡ. επικάλυψη με γλάσο: ~ φρούτων. Βλ. -ισμα.
  • γλασάρω γλα-σά-ρω ρ. (μτβ.) {γλασάρ-ισα κ. γλάσαρα, -ισμένος} & (σπάν.) γκλασάρω: ΖΑΧΑΡ. επικαλύπτω με γλάσο (μαρμελάδα, σιρόπι, μέλι): ~ισμένο κέικ. [< γαλλ. glacer]
  • γλασέ γλα-σέ επίθ. {άκλ.} & γκλασέ: ΖΑΧΑΡ. επικαλυμμένος με γλάσο: κερασάκια ~. ● Ουσ.: γλασέ (το): χρωματιστό χαρτί (κυρ. για χειροτεχνίες) με λεία και γυαλιστερή τη μια του επιφάνεια. Πβ. ιλουστρασιόν. Βλ. γκοφρέ. ● ΣΥΜΠΛ.: φρουί γλασέ: μικρά τεμάχια φρούτου καλυμμένα με γλάσο. Βλ. κόντιτα., μαρόν γλασέ βλ. μαρόν, ρύζι γλασέ βλ. ρύζι [< γαλλ. glacé]
  • γλάσο γλά-σο ουσ. (ουδ.) & γκλάσο 1. ΖΑΧΑΡ. σιρόπι με βάση τη ζάχαρη για την επικάλυψη γλυκών, τα οποία έτσι αποκτούν λεία και γυαλιστερή επιφάνεια: λευκό ~. Κέικ/μπισκότα με ~ λεμονιού/σοκολάτας. 2. ΜΑΓΕΙΡ. παχύρρευστη σάλτσα, κυρ. για κρέατα, η οποία παρασκευάζεται συνήθ. από τον ζωμό τους: κοτόπουλο με ~. [< γαλλ. glace]
  • γλύκισμα γλύ-κι-σμα ουσ. (ουδ.) {γλυκίσμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΖΑΧΑΡ. κάθε γλυκό παρασκεύασμα, συνήθ. μικρού μεγέθους: παραδοσιακά/σπιτικά/τοπικά ~ατα. 2. (μτφ.) για πολύ νόστιμο φαγητό. ΣΥΝ. λουκούμι (2) [< μεσν. γλύκισμα < μτγν. γλύκυσμα]
  • γλυκό γλυ-κό ουσ. (ουδ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΖΑΧΑΡ. παρασκεύασμα με φυσική ή/και συνθετική γλυκαντική ουσία: παραδοσιακά/σοκολατένια/σπιτικά/τοπικά/χειροποίητα ~ά. Αγαπημένο/νόστιμο ~. ~ά (του) ψυγείου. ~ με αγνά υλικά/καρύδια/μέλι/φρούτα. ~ για/ως επιδόρπιο. Κουταλάκι/πιατάκι του ~ού. Συνταγές/φύλλο κρούστας για ~ά. Κουτί (με) ~ά. Δένει/κρυώνει το ~. Ψήνω το ~. Δοκιμάζω/κερνώ/προσφέρω/τρατάρω (ένα) ~. ~ά και αρτοσκευάσματα. Κάνει/φτιάχνει ωραία ~ά. Το ~ με λίγωσε. Τα ~ά παχαίνουν. Πβ. γλύκισμα. Βλ. αμυγδαλωτό, κέικ, πάστα, τούρτα. ● Υποκ.: γλυκάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: γλυκά (του) ταψιού: σιροπιαστά, συνήθ. με φύλλο, που ψήνονται στον φούρνο. Βλ. γαλακτομπούρεκο, καζάν ντιπί, κανταΐφι, μπακλαβάς, ραβανί, σαραγλί., γλυκό του κουταλιού: γλύκισμα από φρούτα και σπανιότ. άνθη ή λαχανικά, που έχουν βράσει με ζάχαρη και έχουν σιροπιάσει, το οποίο σερβίρεται με μικρό κουτάλι σε πιατάκι: ~ ~ βύσσινο/κεράσι/κυδώνι/περγαμόντο/σύκο/τριαντάφυλλο. Βλ. νεραντζάκι. ● ΦΡ.: ήρθε κι έδεσε (το γλυκό)/δένει το γλυκό βλ. έρχομαι [< μεσν. γλυκός]
  • δίπλα δί-πλα ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.} (οικ.): πτυχή: οι ~ες της φούστας. Πβ. πιέτα, σούρα1, σούφρα, τσάκιση.|| Η κοιλιά του έχει κάνει ~ες από το πάχος.δίπλες (οι): ΖΑΧΑΡ. παραδοσιακό γλύκισμα από τηγανητά φύλλα ζύμης, βουτηγμένα σε μέλι ή σιρόπι και πασπαλισμένα με τριμμένο καρύδι και κανέλα: ~ και μελομακάρονα. Πβ. ξεροτήγανο. [< μεσν. δίπλα]

βάφλα

βάφλα βά-φλα ουσ. (θηλ.): ΖΑΧΑΡ. είδος παχιάς συνήθ. τηγανίτας, τραγανής απ' έξω, που ψήνεται σε βαφλιέρα και παίρνει σχήμα που μοιάζει με δικτυωτό πλέγμα: ~ με παγωτό/σαντιγί/σιρόπι/σοκολάτα. Βλ. κρέπα. [< αγγλ. waffle]

γαλακτομπούρεκο

γαλακτομπούρεκο γα-λα-κτο-μπού-ρε-κο ουσ. (ουδ.) & (προφ.) γαλατομπούρεκο: ΖΑΧΑΡ. σιροπιαστό γλυκό ταψιού με στρώσεις φύλλου κρούστας και γέμιση κρέμας (από γάλα, σιμιγδάλι, ζάχαρη και αβγά). Βλ. γαλατόπιτα, μπακλαβάς.

γαλατόπιτα

γαλατόπιτα γα-λα-τό-πι-τα ουσ. (θηλ.): ΖΑΧΑΡ. γλυκό ταψιού που έχει ως βάση το γάλα και περιέχει σιμιγδάλι ή αλεύρι, βούτυρο, ζάχαρη και αβγά: ~ με/χωρίς φύλλο. Βλ. -πιτα.

γκοφρέ

γκοφρέ γκο-φρέ επίθ. {άκλ.}: ανάγλυφος, που έχει ανώμαλη επιφάνεια: ~ ρολό (υγείας)/ύφασμα/χαρτόνι. ΑΝΤ. λείος, στιλπνός ● Ουσ.: γκοφρέ (το): το αντίστοιχο είδος χαρτιού που χρησιμοποιείται συνήθ. στη χειροτεχνία: κολάζ με πολύχρωμα ~. Πβ. οντουλέ. Βλ. γλασέ, ιλουστρασιόν. [< γαλλ. gaufré]

έρχομαι

έρχομαι [ἔρχομαι] έρ-χο-μαι ρ. (αμτβ.) {ερχόμουν, ήρθα (επίσ.) ήλθα, έρθω (επίσ.) έλθω κ. προφ. 'ρθω κ. 'ρθώ, προστ. έλα, ελάτε, (μτχ.) ερχ-όμενος} 1. πηγαίνω, φτάνω σε έναν τόπο, χώρο ή σημείο· πλησιάζω κάπου ή κάποιον, επιστρέφω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, συχνάζω: ~ από μακριά. ~εται από στιγμή σε στιγμή. Ήρθαν αεροπορικώς. Θα έρθουν πριν από/μετά το καλοκαίρι. Τα αποδημητικά πουλιά ~ονται από τις βόρειες χώρες. Το τρένο ~εται τα ξημερώματα. Έλα εδώ/μέσα (πβ. κόπιασε, πέρασε)! Έλα κοντά μου/μαζί μου (πβ. συνοδεύω). ~ σε ένα λεπτό. Τον είδα να ~εται τρέχοντας (ΑΝΤ. φεύγω). ~όμενοι/καθώς έρχεστε από το λιμάνι, στρίψτε δεξιά. Έρχεσαι (: είσαι καθ' οδόν); ~όταν προς το μέρος μου. Έλα να φάμε μαζί αύριο (= σε προσκαλώ). Να μας έρχεσαι (= επισκέπτεσαι)! Ήρθε να με δει. Ήρθε στον ύπνο μου (= τον ονειρεύτηκα). Δεν ήρθε για καλό. Όταν έρθει, τα ξαναλέμε. Βλ. εισ~, εξ~, ξανα~, προ~, προσ~.|| Μου ήρθε (= έλαβα) ένα γράμμα/μήνυμα. Ήρθαν τα χρήματα. 2. (+ σε + ουσ., η σύναψη ισοδυναμεί με ρήμα ομόρριζο με το ουσ., ως απολεξικοποιημένο ρήμα) περιέρχομαι, καταλήγω σε μια κατάσταση: ~ σε αντίθεση (= αντιτίθεμαι)/αντιπαράθεση (= αντιπαρατίθεμαι)/διαπραγματεύσεις (= διαπραγματεύομαι)/διάσταση/επικοινωνία (= επικοινωνώ)/σύγκρουση (= συγκρούομαι)/συμβιβασμό (= συμβιβάζομαι)/συμφωνία (= συμφωνώ)/συνεννόηση (= συνεννοούμαι) με κάποιον. ~ σε κέφι. Ήρθε σε (ανοιχτή) ρήξη με το κατεστημένο της εποχής. Ήλθαν σε βοήθεια όσων τους είχαν ανάγκη (= βοήθησαν).|| ~ (= περνώ) στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας. Ας έλθουμε στο θέμα/ζήτημα που μας αφορά (= ας ασχοληθούμε με). 3. (συνήθ. + τακτ. αριθμητ.) καταλαμβάνω ορισμένη θέση, κατατάσσομαι αξιολογικά, αναδεικνύομαι: Ήρθαν (= βγήκαν) δεύτεροι/έκτοι στον διαγωνισμό/στο πρωτάθλημα. Οι δύο ομάδες ήρθαν ισόπαλες. Βλ. αν~.|| Πιο σημαντική είναι η θεραπεία και μετά ~ονται η φροντίδα και η υποστήριξη.έρχεται (προφ.) 1. (για γεγονός, φαινόμενο, κατάσταση) πλησιάζει, επίκειται ή συμβαίνει, γίνεται: ~ βροχή/(κυριολ. κ. μτφ.) θύελλα/καταιγίδα/κρίση/μπόρα. Στο τέλος ~ ο θάνατος (= επέρχεται). Μετά την ακμή ~ (= ακολουθεί, έπεται) η παρακμή. ~ονται αυξήσεις/γιορτές/εκλογές/εκπτώσεις. ~ονται δύσκολοι καιροί. Θα έρθουν καλύτερες/χειρότερες μέρες για όλους. Ήρθε (= έφτασε) ο καιρός/η στιγμή να αντιδράσουμε. Ήρθε η σειρά μας. Η απόφασή μας ήρθε φυσικά κι αβίαστα. 2. (+ από) (για πράγμα, φυσικό φαινόμενο ή κατάσταση) προέρχεται, έχει την αφετηρία του, προκύπτει: Ο θόρυβος/η σκόνη ~ από το διπλανό διαμέρισμα. Οι πρώτες πληροφορίες για την πόλη ~ονται (= πηγάζουν) από τη ρωμαϊκή εποχή. Ιδεολογικά κινήματα που ήρθαν από τη δύση. Πβ. απορρέω. 3. (προηγείται προσ. αντων. σε γεν.) αισθάνομαι, σκέφτομαι ή μου συμβαίνει κάτι: Μου ~ονται όλα ανάποδα/βολικά/δεξιά. Με το που τους είδε, της ήρθαν δάκρυα στα μάτια (= δάκρυσε). Του ήρθε βήχας/εμετός (= έκανε εμετό)/ζαλάδα (= ζαλίστηκε)/λιποθυμία (= λιποθύμησε). Της ήρθε όρεξη για σοκολάτα. Κάνει/λέει ό,τι του ~ (= του κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό), του καπνίζει). Μου ήρθε μια ιδέα.|| (οικ.-ειρων.) Θέλατε και πρωτάθλημα τρομάρα να σας έρθει! 4. (για ρούχο ή οτιδήποτε συμπληρώνει την εμφάνιση ενός ατόμου) εφαρμόζει, ταιριάζει: Το παντελόνι/φόρεμα του/της ~ (= πέφτει) κοντό/μακρύ/στενό. Βλ. πηγαίνει. 5. για δήλωση ιδιότητας, συνήθ. κόστους: Δεν θα το αγοράσω, μου ~ κάπως ακριβό. Πβ. κοστίζει. 6. (προηγείται προσ. αντων. σε γεν.) για δήλωση του ορίου, επιπέδου στο οποίο φτάνει κάτι: Το νερό της ~όταν ως/ίσαμε το γόνατο/τη μέση. ● Μτχ.: ερχόμενος , η, ο 1. ο αμέσως επόμενος: Οι ~ες γενιές (= επερχόμενες, μελλοντικές, μεταγενέστερες. ΑΝΤ. προγενέστερες). Η δίκη θα αρχίσει την ~η Δευτέρα (= προσεχή. ΑΝΤ. περασμένη, προηγούμενη). Βλ. εξ~. 2. που κινείται προς το μέρος κάποιου: τα ~α αυτοκίνητα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. (σπανιότ.-λόγ., με κεφαλ. το αρχικό Ε) που προσδοκάται ο ερχομός του: Ευλογημένος ο ~. ● ΦΡ.: (κάτι) πάει κι έρχεται (μτφ.-προφ.): που μπορεί κανείς να το ανεχθεί, δεχτεί: Αυτό ~ ~., αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, (αλλιώς θα προσπεράσει) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι αν είναι πεπρωμένο να συμβεί κάτι, θα συμβεί: Μην αγχώνεσαι να βρεις σύντροφο, ~ ~., έρχεται από το μέλλον (μτφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι πρωτοπόρος ή κάτι καινοτόμο: Ιδέα/κίνημα/σχεδιασμός που ~ ~., έρχεται από το παρελθόν (μτφ.): ανήκει στο παρελθόν και επανέρχεται στο παρόν: Ανάμνηση/μόδα/μορφή/μυστικό που ~ ~., έρχεται στον κόσμο/στη ζωή (για πρόσ.): γεννιέται., έρχομαι στα λεφτά μου (προφ.): δεν έχω κέρδος ούτε απώλεια, συνήθ. από τυχερό παιχνίδι., έρχομαι στα λόγια (κάποιου) (προφ.): συμφωνώ μαζί του, αναφέρω τα λόγια του, με τα οποία μπορεί να διαφωνούσα παλιότερα: Να λοιπόν που τώρα ~εσαι ~ μου., ήρθε κι έδεσε (το γλυκό)/δένει το γλυκό & (σπάν.) δένει το σιρόπι (μτφ.-προφ.): για σύμπτωση, συνδυασμό, συνήθ. αρνητικών στοιχείων, παραγόντων, γεγονότων ή για ανθρώπους που ταιριάζουν: Κάτι οι ανούσιοι διάλογοι, κάτι το κακό σενάριο, ~ έδεσε το γλυκό! Η παρουσία του ~ έδεσε με όλο αυτό το κλίμα της γιορτής!|| Όχι ότι φταίει κανείς για τις σχέσεις μας, απλά δεν δένει ~!, καλώς ήρθες/ήρθατε & καλωσήρθες/καλωσήρθατε (προφ.): τυπικός χαιρετισμός για την υποδοχή επισκέπτη ή φιλοξενούμενου: -~ ~ατε! -Καλώς σας βρήκαμε! (βλ. καλώς τα δέχτηκες) ~ ~ες στην παρέα μας! ~ατε στον δικτυακό τόπο/στην ιστοσελίδα μας!|| (ως ουσ.) Ας πιούμε ένα κρασί για το ~ ~. Με το ~ ~ες άρχισε τη γκρίνια (= αμέσως· πβ. με το καλημέρα). ΣΥΝ. καλώς όρισες/ορίσατε, μου έρχεται/μου 'ρχεται να ...: νιώθω έντονα την ανάγκη ή την επιθυμία να κάνω κάτι: Όταν το σκέφτηκα, μου ήρθε να βάλω τα γέλια.|| (εμφατ.) Έτσι ~ ~ τα παρατήσω όλα., μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη {συνήθ. στον αόρ.}: σκέφτομαι ή θυμάμαι κάποιον ή κάτι: Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε ~ είναι ... Τι σας φέρνει στο νου η λέξη ...; Πβ. έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου.|| Ήρθαν ~ μας παλιές αναμνήσεις. Σε έφερα ~ μου, όπως ήσουν τότε (πβ. αναπολώ)., όσα έρθουν κι όσα πάνε/όσα πάνε κι όσα έρθουν (προφ.): δεν με νοιάζει τι πρόκειται να συμβεί: Κάνω τα στραβά μάτια, ~ ~. Πβ. δε βαριέσαι, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει., πάει κι έρχεται 1. πηγαινοέρχεται, υπάρχει κινητικότητα: Κόσμος ~ ~. Καράβια/τρένα πάνε κι έρχονται. 2. πηγαίνει πέρα-δώθε: Το εκκρεμές ~ ~. 3. για να δηλωθεί αποδοχή, ανοχή μιας κατάστασης, ενός γεγονότος: Αν το διαζύγιο είναι συναινετικό, ~ ~. 4. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.) γίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό: Οι εκπλήξεις/τα κεράσματα/οι συζητήσεις πάνε κι έρχονται (= δίνουν και παίρνουν)! [< μεσν. υπάγω και έρχομαι] , (μου) έρχεται μία η άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, (το γήρας) ου γαρ έρχεται μόνον βλ. ου, ανακατωμένος/ανακατεμένος ο ερχόμενος βλ. ανακατεμένος, από κει που ήρθε/'ρθε βλ. εκεί, από την Πόλη έρχομαι και στην κορ(υ)φή κανέλα βλ. κανέλα, βγαίνει/βρίσκεται/εμφανίζεται/έρχεται στο προσκήνιο βλ. προσκήνιο, βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια βλ. επιφάνεια, έγινε/γίνεται το έλα να δεις βλ. γίνομαι, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είμαι/έρχομαι στα πράγματα βλ. πράγμα, εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα 'ρθεις βλ. είμαι, έλα, παππού/παππούλη (μου), να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά/τ' αμπέλια σου βλ. παππούς, έλα/καλώς ήρθες στο κλαμπ βλ. κλαμπ, έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου βλ. κεφάλι, έρχεται και παρέρχεται βλ. παρέρχομαι, έρχεται στα χέρια μου βλ. χέρι, έρχεται/πάει/πέφτει/ταιριάζει γάντι/κουτί βλ. γάντι, έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) βλ. γάμος, έρχομαι στα ίσα μου βλ. ίσα1, έρχομαι στα σύγκαλά/στα λογικά μου βλ. σύγκαλα, έρχομαι/είμαι/βρίσκομαι σε επαφή (με κάποιον/κάτι) βλ. επαφή, έρχομαι/μπαίνω στη θέση του βλ. θέση, έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον βλ. μούρη, έρχομαι/φέρνω (κάτι) πάτσι και πόστα βλ. πάτσι, έφαγα/μου 'ρθε/μου 'πεσε κεραμίδα (στο κεφάλι) βλ. κεραμίδα, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, ήρθα για να μείνω βλ. μένω, ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα βλ. άγριος, ήρθαν/πιάστηκαν στα λόγια βλ. λόγια, ήρθαν/πιάστηκαν στα χέρια βλ. χέρι, ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου) βλ. τέλος, ήρθε/σήμανε η ώρα βλ. ώρα, καλομελέτα κι έρχεται! βλ. καλομελετώ, μου ήρθε λουκούμι βλ. λουκούμι, μου ήρθε/'ρθε κόλπος/ταμπλάς βλ. κόλπος2, μου πάει/έρχεται/κοστίζει/στοιχίζει ο κούκος αηδόνι βλ. αηδόνι, μπαίνω/έρχομαι στη ζωή κάποιου βλ. μπαίνω, ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω βλ. κόσμος, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα βλ. πηγαίνω & πάω, πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι βλ. γωνία, πήγαινε-έλα βλ. πηγαίνω & πάω, πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της βλ. καρδιά, τα καλύτερα έρχονται! βλ. καλύτερος, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα, τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη βλ. τρώω, φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω βλ. πάνω & επάνω ● βλ. έλα [< αρχ. ἔρχομαι, γαλλ. venir, αγγλ. come, γερμ. kommen]

-ές

-ές {-έδες}: κατάληξη για τον σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών από δάνειες κυρ. λέξεις: αμαν~/βαλ~/καναπ~/καφ~/μεζ~/μενεξ~/μιναρ~/μπαξ~/μπερ~/ναργιλ~/τενεκ~/φιδ~/φραπ~.

-ισμα

-ισμα (προφ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα∙ δηλώνει ενέργεια ή το αποτέλεσμά της: αμπαλάρ~ (αμπαλάρω, βλ. αμπαλάζ)/καμουφλάρ~ (καμουφλάρω, βλ. καμουφλάζ)/ρετουσάρ~ (ρετουσάρω, βλ. ρετούς)/φρενάρ~ (φρενάρω).|| Κατρακύλ~ (κατρακυλώ).

κόντιτα

κόντιτα κό-ντι-τα ουσ. (ουδ.) (τα) {άκλ.}: ΖΑΧΑΡ. ψιλοκομμένα φρουί γλασέ. [< βεν. condito]

κρέπα

κρέπα κρέ-πα ουσ. (θηλ.): ΖΑΧΑΡ. λεπτή ζύμη σε σχήμα στρογγυλό, από χυλό γάλακτος, αλευριού και αβγών που ψήνεται ή τηγανίζεται και σερβίρεται διπλωμένη, με αλμυρή ή γλυκιά γέμιση: ~ με ζαμπόν και τυρί/μαρμελάδα. ~ες σοκολάτας. Βλ. βάφλα, κρεπιέρα, τηγανίτα. [< γαλλ. crêpe]

μαρόν

μαρόν μα-ρόν επίθ. {άκλ.}: καστανός: ~ απόχρωση/βαφή. ● Ουσ.: μαρόν (το): το αντίστοιχο χρώμα: αποχρώσεις του ~. [< γαλλ. marron]

νεραντζάκι

νεραντζάκι νε-ρα-ντζά-κι ουσ. (ουδ.) & νερατζάκι 1. ΖΑΧΑΡ. γλυκό του κουταλιού από μικρά πράσινα νεράντζια. 2. μικρό νεράντζι. 3. ΒΟΤ. κοινή ονομασία του μανιταριού Cantharellus cibarius. Βλ. καλογεράκι.

-πιτα

-πιτα: β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε πίτα, αλμυρή ή γλυκιά: αλευρο~/ζυμαρό~/κασερό~/κασό~/κιμαδό~/κοτό~/κουρκουτό~/κρεατό~/κρεμμυδό~/λαχανό~/λουκανικό~/μανιταρό~/μαραθό~/παστουρμαδό~/πατατό~/πρασό~/σαρικό~/σπανακό~/(ζαμπονο/σπανακο)τυρό~/στριφτό~/τραχανό~/χορτό~.|| Γαλατό~/γιαουρτό~/καρυδό~/λεμονό~/μελό~/μηλό~/μουστό~/πορτοκαλό~/σοκολατό~/ταχινό~/χαλβαδό~.|| Κολοκυθό~/μυζηθρό~.|| Βασιλό~/φανουρό~.|| Ζαχαρό~.

ρύζι

ρύζι ρύ-ζι ουσ. (ουδ.) {ρυζ-ιού}: ΒΟΤ. μονοετές αγρωστώδες φυτό (επιστ. ονομασ. Oryza sativa)· κυρ. ο επεξεργασμένος σπόρος του ως βασικό είδος διατροφής και συνεκδ. το αντίστοιχο φαγητό: άγριο/αναποφλοίωτο/αποφλοιωμένο/αρωματικό/άσπρο/βιολογικό/καστανό/κίτρινο/μαύρο/σπυρωτό/τηγανητό ~. ~ καρολίνα/μπασμάτι/νυχάκι. Κόκκοι ~ιού. Βράζω/πλένω/σοτάρω το ~. Πβ. όρυζα.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ με θαλασσινά/σάλτσα. Ντομάτες/πιπεριές γεμιστές με ~ (= γεμιστά). ~ στον ατμό. Βλ. λαπάς, λαχανό-, πρασό-, σπανακό-ρυζο, μυδοπίλαφο, παέγια, πιλάφι, ριζότο, σάκε. ● Υποκ.: ρυζάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ρύζι γλασέ: ΜΑΓΕΙΡ. που είναι κατάλληλο για σούπες ή γεμιστά., μακρύκοκκο ρύζι βλ. μακρύκοκκος ● ΦΡ.: βράσε ρύζι/όρυζα βλ. βράζω [< μεσν. ρύζι < μτγν. ὀρύζιον]

χριστόψωμο

χριστόψωμο χρι-στό-ψω-μο ουσ. (ουδ.): ΛΑΟΓΡ. εφτάζυμο στρογγυλό ψωμί με ζάχαρη και αρωματικά, που ετοιμάζεται τα Χριστούγεννα και φέρει το σύμβολο του σταυρού. Πβ. κουλούρα. Βλ. βασιλόπιτα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.