Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 22 εγγραφές  [0-20]


  • αγελαδοτροφία [ἀγελαδοτροφία] α-γε-λα-δο-τρο-φί-α ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΤ. συστηματική εκτροφή και αναπαραγωγή αγελάδων για εκμετάλλευση: κρεοπαραγωγός/οικόσιτη/οργανωμένη ~. Βλ. -τροφία.
  • βοοτροφία βο-ο-τρο-φί-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.): ΖΩΟΤ. εκτροφή βοοειδών. Βλ. -τροφία. [< μεσν. βοοτροφία]
  • επιβήτορας [ἐπιβήτορας] ε-πι-βή-το-ρας ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΤ. αρσενικό ζώο, συνήθ. άλογο ή ταύρος, που χρησιμοποιείται κυρ. για αναπαραγωγή. Βλ. -τορας. 2. (συνήθ. ειρων.) άντρας που (φημολογείται ότι) έχει μεγάλες σεξουαλικές επιδόσεις. Πβ. γαμιάς. ● ΦΡ.: επιβήτορες της εξουσίας (μτφ.): που την καταχρώνται. [< 1: αρχ. ἐπιβήτωρ]
  • ζωοκομία ζω-ο-κο-μί-α ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΤ. εκτροφή και συντήρηση ζώων, κυρ. βοοειδών ή αιγοπροβάτων, με επιστημονικά μέσα. Πβ. κτηνοτροφία. Βλ. ζωοτεχνία, -κομία. ΣΥΝ. ζωοτροφία
  • ζωοκομικός , ή, ό ζω-ο-κο-μι-κός επίθ.: ΖΩΟΤ. που σχετίζεται με την ζωοκομία: ~ά: προϊόντα. Πβ. ζωοτροφ-, κτηνοτροφ-ικός. Βλ. φυτοκομικός.
  • ζωοτεχνία ζω-ο-τε-χνί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Ζ): ΖΩΟΤ. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη των συνηθειών και των μεθόδων αναπαραγωγής των κατοικίδιων κυρ. ζώων, καθώς και με τα μέσα βελτίωσης του είδους και των συνθηκών εκτροφής τους. Βλ. -τεχνία. [< γαλλ. zootechnie, αγγλ. zootechny]
  • ζωοτεχνικός , ή, ό ζω-ο-τε-χνι-κός επίθ.: ΖΩΟΤ. που σχετίζεται με τη ζωοτεχνία ή τον ζωοτέχνη: Κτηνιατρικός και ~ τομέας.|| (στο αρσ. ως ουσ.) Τεχνολόγος-~ (= ζωοτέχνης). [< γαλλ. zootechnique, αγγλ. zootechnic]
  • καπόνι κα-πό-νι ουσ. (ουδ.) 1. ΙΧΘΥΟΛ. εδώδιμο ψάρι της άμμου (επιστ. ονομασ. Trigla lineata), που συγγενεύει με το χελιδονόψαρο, έχει κοραλλί χρώμα, μεγάλα θωρακικά πτερύγια που του επιτρέπουν να στέκεται συχνά όρθιο για να βρει την τροφή του, χοντρό κεφάλι με κοφτό μέτωπο και στόμα που βρίσκεται πολύ χαμηλά: κακαβιά με ~. 2. ΖΩΟΤ. ευνουχισμένος πετεινός που εκτρέφεται για το μαλακό και εύγευστο κρέας του. 3. ΝΑΥΤ. (στο πλοίο) εξάρτημα ανάρτησης, στήριξης ή ανέλκυσης: Οι λέμβοι κρέμονται απ' τα ~ια. [< μεσν. καπόνιν, ιταλ. cappone, βεν. capon]
  • κάπρος κά-προς ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΤ. χοίρος αναπαραγωγής. Βλ. χοιρομητέρα. 2. ΖΩΟΛ. (λόγ.) αγριόχοιρος, αγριογούρουνο. [< αρχ. κάπρος]
  • κονικλοτροφία κο-νι-κλο-τρο-φί-α ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΤ. οργανωμένη εκτροφή κουνελιών. Βλ. -τροφία.
  • μεταξοσκωληκοτροφία με-τα-ξο-σκω-λη-κο-τρο-φί-α ουσ. (θηλ.) (παρωχ.): ΖΩΟΤ. σηροτροφία.
  • πτηνοτροφία πτη-νο-τρο-φί-α ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΤ. συστηματική εκτροφή πτηνών με στόχο κυρ. την οικονομική εκμετάλλευση αυτών και των προϊόντων τους: βιολογική/οικόσιτη ~. Βλ. -τροφία. ΣΥΝ. ορνιθοτροφία [< γαλλ. aviculture]
  • πτηνοτροφικός , ή, ό πτη-νο-τρο-φι-κός επίθ.: ΖΩΟΤ. που σχετίζεται με την πτηνοτροφία ή τον πτηνοτρόφο: ~ός: κλάδος. ~ές: εγκαταστάσεις/επιχειρήσεις/μονάδες. ~ά: μηχανήματα/προϊόντα. Αγροτικός ~ Συνεταιρισμός.
  • σηροτροφία ση-ρο-τρο-φί-α ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΤ. εκτροφή μεταξοσκωλήκων με σκοπό την παραγωγή μεταξιού. Βλ. -τροφία. ΣΥΝ. μεταξοσκωληκοτροφία [< γαλλ. sériciculture]
  • σηροτροφικός , ή, ό ση-ρο-τρο-φι-κός επίθ.: ΖΩΟΤ. που σχετίζεται με τη σηροτροφία: ~ή: εταιρεία. ~ό: εργαστήριο/κέντρο. [< γαλλ. séricicole]
  • χοιρομητέρα χοι-ρο-μη-τέ-ρα ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΤ. ο θηλυκός χοίρος μετά τον πρώτο τοκετό. Βλ. κάπρος.
  • χοίρος [χοῖρος] χοί-ρος ουσ. (αρσ.) (λόγ.): γουρούνι: (ΖΩΟΤ.) απογαλακτισμένος ~. ~οι αναπαραγωγής/σφαγής. Εκτροφή ~ων (= χοιροτροφία). Σφαγείο ~ων (= χοιροσφαγείο). Βλ. αγριόχοιρος, κάπρος, χοιρίδιο, χοιρομητέρα. ● ΣΥΜΠΛ.: γρίπη των χοίρων: ΙΑΤΡ. οξεία, μεταδοτική, αναπνευστική ασθένεια με υψηλή νοσηρότητα και χαμηλή θνησιμότητα, η οποία προκαλείται από τον ιό Η1Ν1 και προσβάλλει τους χοίρους, αλλά μπορεί να μολύνει και τον άνθρωπο. [< αγγλ. swine flu, 1919, swine influenza, 1919] [< αρχ. χοῖρος]
  • χοιροστάσιο χοι-ρο-στά-σι-ο ουσ. (ουδ.) & (λαϊκό) χοιροστάσι: ΖΩΟΤ. χώρος ή οργανωμένη μονάδα εκτροφής χοίρων. Βλ. -στάσιο. ΣΥΝ. χοιροτροφείο [< γαλλ. porcherie]
  • χοιροσφαγείο [χοιροσφαγεῖο] χοι-ρο-σφα-γεί-ο ουσ. (ουδ.): ΖΩΟΤ. σφαγείο χοίρων. [< μεσν. χοιροσφαγεῖον]
  • χοιροτροφείο [χοιροτροφεῖο] χοι-ρο-τρο-φεί-ο ουσ. (ουδ.): ΖΩΟΤ. χοιροτροφική μονάδα. Βλ. -τροφείο. ΣΥΝ. χοιροστάσιο [< μτγν. χοιροτροφεῖον]

αγριόχοιρος

αγριόχοιρος [ἀγριόχοιρος] α-γρι-ό-χοι-ρος ουσ. (αρσ.) {αγριόχοιρ-ου} (λόγ.): ΖΩΟΛ. αγριογούρουνο. ΣΥΝ. κάπρος (1) [< μτγν. ἀγριόχοιρος]

ζωοτεχνία

ζωοτεχνία ζω-ο-τε-χνί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Ζ): ΖΩΟΤ. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη των συνηθειών και των μεθόδων αναπαραγωγής των κατοικίδιων κυρ. ζώων, καθώς και με τα μέσα βελτίωσης του είδους και των συνθηκών εκτροφής τους. Βλ. -τεχνία. [< γαλλ. zootechnie, αγγλ. zootechny]

κάπρος

κάπρος κά-προς ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΤ. χοίρος αναπαραγωγής. Βλ. χοιρομητέρα. 2. ΖΩΟΛ. (λόγ.) αγριόχοιρος, αγριογούρουνο. [< αρχ. κάπρος]

-στάσιο

-στάσιο {-στασίου (σπανιότ.) -στάσιου | -στασίων} (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. κτηνοτροφική μονάδα: βου~/χοιρο~. 2. εγκατάσταση μηχανημάτων, χώρο αποθήκευσης ή στάθμευσης: λεβητο~/μηχανο~.|| Βιβλιο~/οπλο~.|| Αμαξο~. 3. θεσμό ελέγχου, προσωρινή αναστολή, αναβολή: ενοικιο~.|| Δικαιο~. Xρεο~.

-τεχνία

-τεχνία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά 1. σε χειρωνακτική ή πνευματική τέχνη ή το αποτέλεσμά της: λιθο~/μεταλλο~/μικρο~/υαλο~.|| Χειρο~ (πβ. -τέχνημα).|| Λογο~. 2. σε ιδιότητα ή χαρακτηριστικό: αριστο~/δεξιο~/κακο~.[πβ. γαλλ. -technie, αγγλ. -techny

-τορας

-τορας {-τόρων} & -τωρ {-τορος} : επίθημα ουσιαστικών που παράγονται από ρήματα και δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει συγκεκριμένη ιδιότητα ή επαγγελματική δραστηριότητα: γεννή~. (Ο/η) διδάκ~.|| Εισπράκ~.

-τροφείο

-τροφείο (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. μονάδα εκτροφής ζώων: κυνο~/πτηνο~/χοιρο~ (πβ. -στάσιο).|| Iχθυο~.|| (μτφ.) Θηριο~. 2. ίδρυμα που παρέχει στέγη και τροφή: οικο~/ορφανο~. Βλ. -κομείο.

-τροφία

-τροφία (λόγ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρονται σε εκτροφή ζώων: αγελαδο~/βοο~/κονικλο-/κτηνο-/πτηνο~/χοιρο~.|| Iχθυο~ (πβ. -καλλιέργεια, -κομία).|| Σηρο~. Βασιλο~.

φυτοκομικός

φυτοκομικός, ή, ό φυ-το-κο-μι-κός επίθ.: ΓΕΩΠ. που σχετίζεται με τη φυτοκομία: ~ές: εργασίες. ~ά: προϊόντα.

χοιρομητέρα

χοιρομητέρα χοι-ρο-μη-τέ-ρα ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΤ. ο θηλυκός χοίρος μετά τον πρώτο τοκετό. Βλ. κάπρος.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.