Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 44 εγγραφές  [0-20]


  • ECDL (το): European Computer Driving Licence. Πιστοποίηση βασικών γνώσεων και χρήσης Η/Υ.
  • αδούλευτος , η, ο [ἀδούλευτος] α-δού-λευ-τος επίθ. (λαϊκό) 1. που δεν έχει τύχει επεξεργασίας: ~o: ξύλο (= ακατέργαστο).|| (μτφ.) ~ος: λόγος (πβ. γνήσιος, φυσικός. ΑΝΤ. δουλεμένος). ~η: γραφή/φωνή (ΣΥΝ. καλλιεργημένη). ~ο: κείμενο/ύφος (πβ. φροντισμένο). ΣΥΝ. ανεπεξέργαστος. ΑΝΤ. επεξεργασμένος. 2. αμεταχείριστος, καινούργιος: ~η: συσκευή. ~ο: μηχάνημα. Πωλείται Η/Υ, ~, στο κουτί του (ΑΝΤ. από δεύτερο χέρι). ΣΥΝ. αχρησιμοποίητος ΑΝΤ. μεταχειρισμένος, χρησιμοποιημένος (1) 3. που αποκτήθηκε χωρίς εργασία: ~α: χρήματα. ΑΝΤ. δεδουλευμένος 4. που δεν έχει γυμναστεί, ασκηθεί: ~ο: σώμα (ΣΥΝ. αγύμναστο. ΑΝΤ. γυμνασμένο). ~η: ομάδα. 5. (για γη) που δεν έχει καλλιεργηθεί: ~ο: χωράφι. Τόπος χέρσος, ~. ΣΥΝ. ακαλλιέργητος (1) ΑΝΤ. καλλιεργημένος (1) [< αρχ. ἀδούλευτος 'που δεν ήταν ποτέ δούλος']
  • αντιπροσωπεύω [ἀντιπροσωπεύω] α-ντι-προ-σω-πεύ-ω ρ. (μτβ.) {αντιπροσώπευ-σα, -σει, -θηκε κ. -τηκε, -θεί κ. -τεί, -οντας, -όμενος, (σπάν.) -μένος} 1. είμαι εξουσιοδοτημένος να ενεργώ ως αντιπρόσωπος: ~ει την οργάνωση. Ως σύμβουλος του Υπουργείου Εξωτερικών ~σε την Ελλάδα σε πολλά διεθνή συνέδρια. Η εταιρεία ~εται από ... Ο ~όμενος μπορεί να ζητήσει αποζημίωση από τον πληρεξούσιο. ΣΥΝ. εκπροσωπώ (1) 2. εκφράζω: Ποιο είδος μουσικής σας ~ει; 3. αντιστοιχώ με κάτι, συμβολίζω: Μετοχές που ~ουν ποσό άνω των 8 δις ευρώ. Τα εικονίδια στην επιφάνεια εργασίας του Η/Υ ~ουν προγράμματα ή λειτουργίες. 4. αποτελώ, συνιστώ: H θέρμανση ~ει το ...% του συνόλου της ενέργειας που καταναλώνουν τα κτίρια. [< μεσν. αντιπροσωπεύω, γαλλ. représenter]
  • αντιστατικός , ή, ό [ἀντιστατικός] α-ντι-στα-τι-κός επίθ.: ΦΥΣ. που εμποδίζει ή περιορίζει τη δημιουργία στατικού ηλεκτρισμού: ~ή: βαφή/βούρτσα (για μαλλιά)/μοκέτα/προστασία/συσκευασία. ~ά μαντιλάκια για την οθόνη του Η/Υ. [< αγγλ. antistatic, 1952, γαλλ. antistatique, 1969]
  • αποδεικνύω [ἀποδεικνύω] α-πο-δει-κνύ-ω ρ. (μτβ.) {απέδει-ξε κ. απόδει-ξε, αποδεί-ξει, σποδεί-χθηκε κ. -χτηκε, (λόγ. απεδεί-χθη, απεδεί-χθησαν, μτχ. αποδει-χθείς, -χθείσα, -χθέν, αποδεδει-γμένος), αποδει-χθεί κ. -χτεί, απόδειξέ το, αποδεικνύ-οντας} & (προφ.) αποδείχνω : δείχνω με τεκμηριωμένα στοιχεία ή λογικούς συλλογισμούς ότι κάτι αληθεύει, ισχύει: ~ την αθωότητά μου/την αλήθεια. ~ κάτι με επιχειρήματα/με τη μέθοδο της εις άτοπον απαγωγής (πβ. τεκμηριώνω). Ο έλεγχος ~ξε ότι υπήρξαν σοβαρές παραλείψεις (= αποκάλυψε, κατέδειξε). Μπορείς να ~ξεις τους ισχυρισμούς σου; Τι προσπαθείς να ~ξεις με αυτή τη συμπεριφορά; Απαιτείται έγγραφο που να ~ει τη γνώση Η/Υ (πβ. βεβαιώνω, πιστοποιώ). Το ύφος του ~ει (= μαρτυρεί, φανερώνει) τη δυσαρέσκειά του. Mία φωτογραφία δεν ~ει (= λέει, σημαίνει) τίποτα! Αποδείξτε έμπρακτα την αγάπη σας στα παιδιά! ~ξε ότι είναι σε θέση να ... Δεν χρειάζεται ν' ~ξεις σε κανέναν ποιος είσαι/την αξία σου. Θα σου ~ξω ότι κάνεις λάθος. Βλ. αντ~. ● Παθ.: αποδεικνύεται: φαίνεται ή διαπιστώνεται με βάσιμα στοιχεία ότι (κάτι) πράγματι είναι: ~ εύκολα/με τον καλύτερο τρόπο/πανηγυρικά/περίτρανα ότι ... Από την έρευνα ~ ότι ... Όπως ~ από μελέτες που έγιναν, ... Δεν ~χθηκε η ενοχή του. ~χθηκε ότι είχε άδικο. Έχει ~χθεί (= επαληθευτεί) επιστημονικά/πειραματικά ότι .../η ... Κατά πόσον ήταν συνεπής, μένει να ~χτεί. Τα μέτρα ~χθηκαν ανεπαρκή. ~χθηκα (= βγήκα) σωστός τελικά! (σε μαθηματική άσκηση:) Να ~χθεί ότι τα τρίγωνα ... είναι ίσα.|| (ΝΟΜ.) ~χθείσες: παραβάσεις. ~χθέντα: (πραγματικά) περιστατικά. ● ΦΡ.: άντε να αποδείξεις ότι/πως δεν είσαι ελέφαντας βλ. ελέφαντας [< αρχ. ἀποδεικνύω, ἀποδείκνυμι]
  • αποδεκτός , ή, ό [ἀποδεκτός] α-πο-δε-κτός επίθ. & (προφ.) αποδεχτός: που γίνεται δεκτός ή αναγνωρίζεται ως ορθός, κατάλληλος: ~ός: τρόπος αντιμετώπισης (πβ. εγκεκριμένος). ~οί: κανόνες/όροι. ~ές: απόψεις/αρχές (πβ. παραδεδεγμένος)/θέσεις/μέθοδοι. ~ά: όρια. Μη ~οί λόγοι (απουσίας). Λύση ~ή από επιστημονική άποψη. (Δεν) έγιναν ~ές οι παραιτήσεις των ... Είναι ευρέως/καθολικά/κοινώς/ομόφωνα ~ό ότι ... Έκαναν ~ό το αίτημά του (: έγινε σεβαστό). Πβ. παραδεκτός.|| (για πρόσ.) Μη ~ από την κοινωνία/τον κύκλο του.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ός: κωδικός πρόσβασης. Πολιτική ~ής χρήσης (: για επιτρεπόμενες και μη δραστηριότητες σε δίκτυο Η/Υ).|| (ΓΛΩΣΣ.) (Μη) ~ή πρόταση (: που (δεν) είναι σύμφωνη με τους γλωσσικούς, υφολογικούς και πραγματολογικούς κανόνες μιας γλώσσας· βλ. (αντι)γραμματικός). [< μτγν. ἀποδεκτός, γαλλ.-αγγλ. acceptable]
  • αυτοματισμός [αὐτοματισμός] αυ-το-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. αυτόματη εκτέλεση λειτουργίας και κατ' επέκτ. μηχανισμός που λειτουργεί αυτόματα, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση: ηλεκτρονικός/πλήρης ~. Ηλεκτρικοί/ιατρικοί/υδραυλικοί/ψηφιακοί ~οί. ~ γραφείου/διαχείρισης/επιχειρήσεων (με χρήση Η/Υ)/μηχανημάτων/της παραγωγής/σπιτιού/υπηρεσιών. ~ στα κτίρια και τη βιομηχανία/στο σύστημα ασφαλείας. Ρομποτική/τηλεματική και ~. ~οί γκαράζ/θέρμανσης/θυρών (οροφής)/ψύξης. ~οί για αρδεύσεις/θερμοκήπια. 2. ΙΑΤΡ. ακούσια, ασυνείδητη εκτέλεση κινήσεων· λειτουργία οργάνου χωρίς τη μεσολάβηση του κεντρικού νευρικού συστήματος. Βλ. -ισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικός αυτοματισμός: διχασμός, συγκρούσεις μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων που συνήθ. προκαλούνται σκόπιμα με σκοπό τον αποπροσανατολισμό τους: ενεργοποίηση/υποδαύλιση του ~ού ~ού. Η αντιλαϊκή τακτική του ~ού ~ού. Κινητοποιήσεις, απεργίες και ~ ~. ~οί ~οί απεργοσπαστών. Βλ. κοινωνικός διάλογος. [< πβ. αρχ. αὐτοματισμός 'τύχη', αγγλ. automation, 1912, γαλλ. ~, 1955, γαλλ. automatisme, αγγλ. automatism]
  • αφορμάριστος , η, ο [ἀφορμάριστος] α-φορ-μά-ρι-στος επίθ. 1. ΠΛΗΡΟΦ. που δεν έχει φορμαριστεί, δεν του έχει γίνει φορμάτ: ~ος: (σκληρός) δίσκος (Η/Υ). ΑΝΤ. φορμαρισμένος. 2. (σπάν.) που δεν έχει φόρμα ή σχήμα. Πβ. αδιαμόρφωτος, ασχημάτιστος. 3. (συνήθ. για ομάδα ή παίκτη ποδοσφαίρου) ντεφορμέ. ΑΝΤ. φορμαρισμένος. [< 1: αγγλ. unformatted]
  • γνώση γνώ-ση ουσ. (θηλ.) 1. η διαδικασία της μάθησης, της απόκτησης αντίληψης του κόσμου· συνεκδ. οτιδήποτε γνωρίζει κανείς· (ειδικότ., στον πληθ.) το σύνολο των πληροφοριών που κατέχει: βιωματική/δηλωτική/διαδικαστική/παθητική/συστηματική ~. Δικαίωμα/πρόσβαση στη ~. Δίψα για ~. Τα όρια της ~ης. Κοινωνία της ~ης. Θεωρία της ~ης (βλ. γνωσιο-, επιστημο-λογία). Βλ. μετα~.|| Άριστη/βαθιά/ελλιπής/επαρκής/επιστημονική/επιφανειακή/ιστορική/κοινή/ρηχή/στείρα ~. Σε βάθος ~. ~ ξένων γλωσσών/χειρισμού Η/Υ. ~ (πάνω) σε έναν τομέα. Η διαχείριση/η κατάκτηση της ~ης. Έχω άμεση/απόλυτη/πλήρη (πβ. επίγνωση)/σαφή/συνολική/σφαιρική ~ (συνήθ. +γεν., πβ. συναίσθηση). Ενεργώ με/χωρίς ~ των συνεπειών.|| Άρτιες/γενικές/εγκυκλοπαιδικές/ειδικές/εξειδικευμένες/επαγγελματικές/θεωρητικές/νέες/πρακτικές/προαπαιτούμενες/σχολικές/τεχνικές/τυπικές ~εις. Επίπεδο ~εων. Τεχνολογία ~εων. Οι αποκτηθείσες ~εις και δεξιότητες. Έχει/διαθέτει πολλές ικανότητες και ~εις. Aξιολογώ/αξιοποιώ/βελτιώνω/ελέγχω/εμπλουτίζω/εφαρμόζω/προσφέρω τις ~εις μου. Αποδεικτικό/αφομοίωση/εύρος/θησαυρός/μετάδοση/παιχνίδι/πιστοποίηση/πληθώρα/συσσώρευση/τεστ ~εων. Ανταλλαγή εμπειριών και ~εων. Βλ. διά-, επί-, πρό-γνωση. ΑΝΤ. άγνοια (1), αδαημοσύνη 2. ΦΙΛΟΣ. η θεμελιωμένη πεποίθηση για την ύπαρξη, τη φύση, την ουσία ή την κατάσταση ενός πράγματος: διαισθητική/εμπειρική/ενορατική/νοητική/ορθολογική ~. 3. (προφ.) σύνεση: Έχει ~. Πβ. φρόνηση, φρονιμάδα. ● ΣΥΜΠΛ.: άμεση γνώση βλ. άμεσος, γραμματικές γνώσεις βλ. γραμματικός, εξόρυξη γνώσης βλ. εξόρυξη, επιχείρηση έντασης γνώσης βλ. επιχείρηση, σιωπηλή/σιωπηρή γνώση βλ. σιωπηλός, Τεστ Γνώσεων και Δεξιοτήτων βλ. τεστ, το δέντρο της γνώσης (του καλού και του κακού) βλ. δέντρο ● ΦΡ.: βάζω γνώση {κυρ. στον αόρ.} (προφ.): συνετίζομαι, λογικεύομαι: Την έχεις πατήσει τόσες φορές κι ακόμη ~ δεν έβαλες. Πβ. βάζω μυαλό/νιονιό., εν γνώσει (λόγ.): (+γεν.) γνωρίζοντας συνειδητά: ~ ~ του γεγονότος/των συνεπειών του νόµου. Ενεργώ/μιλώ ~ ~ μου (ότι ...). Τελεί ~ ~ όλων των οικονομικών στοιχείων της επιχείρησης. ΑΝΤ. εν αγνοία (κάποιου), έχουν γνώση οι φύλακες: για να δηλωθεί ότι είναι ενημερωμένοι οι αρμόδιοι και γενικότ. ότι κάποιος βρίσκεται σε εγρήγορση: Μην ανησυχείς, ~ ~!, λαμβάνω γνώση (επίσ.): ενημερώνομαι σχετικά με κάτι: ~ ~ των ανακοινώσεων/αποφάσεων/εγγράφων/προβλημάτων. Παρακαλούμε να λάβουν ~ οι ενδιαφερόμενοι ενυπογράφως. Είχε λάβει ~ για την υπόθεση από τους συνεργάτες του. [< γαλλ. prendre connaissance] , περιέρχεται σε γνώση & εις γνώσιν κάποιου (λόγ.) {κυρ. σε ενεστ. και αόρ.}: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. γίνεται αντιληπτό, υποπίπτει στην αντίληψη κάποιου: ~ ~ της αρμόδιας Αρχής/του ενδιαφερομένου/της ηγεσίας/της κυβέρνησης. Έγγραφα/καταγγελίες/πληροφορίες/στοιχεία που περιήλθαν εις γνώσιν της επιτροπής., προς γνώση και συμμόρφωση & (λόγ.) προς γνώσιν και συμμόρφωσιν: για αποτροπή ανεπιθύμητης συμπεριφοράς και παραδειγματισμό: Θα επιβληθεί χρηματικό πρόστιμο ~ ~. , φέρω σε γνώση/εις γνώσιν κάποιου {κυρ. στον ενεστ.} (λόγ.): ενημερώνω κάποιον σχετικά με ένα θέμα, πληροφορώ: ~ ~ της δικαστικής Αρχής/του ενδιαφερομένου/του κοινού. Θα ήθελα να ~ ~ σας ένα πολύ σημαντικό ζήτημα. Πβ. γνωστοποιώ., κοντά στο(ν) νου κι η γνώση βλ. νους, μετά λόγου γνώσεως βλ. λόγος, σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση βλ. κόκορας, στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα βλ. στερνός [< αρχ. γνῶσις 3: μεσν. γνώση]
  • δίσκος δί-σκος ουσ. (αρσ.) 1. ΜΟΥΣ. κυκλικό, επίπεδο και με μικρές αυλακώσεις αντικείμενο από βινύλιο, το οποίο, περιστρεφόμενο σε πικάπ ή γραμμόφωνο, επιτρέπει την αναπαραγωγή των ήχων που έχουν εγγραφεί σε αυτό· κατ΄επέκτ. τα τραγούδια ή οι συνθέσεις που περιέχονται σε αυτό· καταχρ. μουσικό σιντί: συλλεκτικός ~. Ελληνικοί/λαϊκοί/ξένοι ~οι. ~οι 33/45/78 στροφών. Βλ. EP2, LP. Έβγαλε/κυκλοφόρησε/παρουσίασε τον νέο του/τον πρώτο του προσωπικό ~ο (: δισκογραφική δουλειά). Πβ. άλμπουμ. 2. σκεύος σερβιρίσματος, συνήθ. κυκλικό και επίπεδο: ασημένιος/ξύλινος ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Άγιος ~ (= δισκάριο). Η περιφορά του ~ου. 3. ΠΛΗΡΟΦ. στρογγυλό, επίπεδο, μεταλλικό ή πλαστικό μέσο αποθήκευσης δεδομένων: μαγνητικός ~ (: επιστρωμένος με μαγνητικό υλικό για την εγγραφή των πληροφοριών). Ψηφιακός (ευέλικτος/πολυμορφικός) ~ (: στον οποίο η πληροφορία είναι εγγεγραμμένη σε ψηφιακή μορφή· βλ. ντιβιντί, σιντί). Μνήμη/μονάδα ~ου. Αφαιρούμενοι ~οι. 4. ΑΘΛ. το όργανο της δισκοβολίας, το οποίο, στη σύγχρονη μορφή του, είναι μια στρογγυλή, ξύλινη ή πλαστική πλάκα με στεφάνη και κέντρο από μέταλλο· συνεκδ. η δισκοβολία: σφαίρα, ~, ακόντιο. Ρίψη ~ου. Έριξε/πέταξε τον ~ο στα 62 μ. και 37 εκ.|| ~ ανδρών/γυναικών. Χρυσό μετάλλιο στον ~ο. 5. (γενικότ.) αντικείμενο ή σχηματισμός στρογγυλής και σχετικά επίπεδης μορφής: (μεταλλικός) ~ κοπής σιδήρου. Πβ. τροχός.|| (ΑΘΛ.) Πήλινος ~ (: χρησιμοποιείται ως στόχος σε αγώνες σκοποβολής. Βλ. σκιτ).|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Ο ~ της Φαιστού.|| (ΜΗΧΑΝΟΛ.) Οι ~οι του αυτοκινήτου (= δισκόφρενα).|| (λογοτ.) Ο πύρινος/φωτεινός/χρυσός ~ του ήλιου (= ηλιακός ~). Ο ασημένιος ~ της σελήνης (= σεληνιακός ~).|| (ΒΙΟΛ.) Εμβρυϊκός ~ (: περιοχή του γονιμοποιημένου ωαρίου).|| ~οι ντεμακιγιάζ. ● Υποκ.: δισκάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: οπτικός δίσκος: ΠΛΗΡΟΦ. στρογγυλή επίπεδη πλάκα, με ειδική επικάλυψη, για την αποθήκευση ψηφιακού υλικού (κειμένου, μουσικής ή οπτικών εικόνων), το οποίο μπορεί να ανακληθεί με τη χρήση ακτίνων λέιζερ. Βλ. μπλου ρέι, ντιβιντί, σιντί. [< αγγλ. optical disk, 1977] , σκληρός δίσκος & (προφ.) σκληρός: ΠΛΗΡΟΦ. άκαμπτος μαγνητικός δίσκος τοποθετημένος μόνιμα στην κεντρική μονάδα ή φορητός, ο οποίος αποτελεί το κύριο αποθηκευτικό μέσο των Η/Υ: χωρητικότητα ~ού ~ου: ... γιγαμπάιτ. Ελεύθερος χώρος στον ~ό ~ο. Βλ. δισκέτα, φλασάκι. [< αγγλ. hard disk, 1978] , εύκαμπτος δίσκος βλ. εύκαμπτος, ιπτάμενος δίσκος βλ. ιπτάμενος, μεσοσπονδύλιος δίσκος βλ. μεσοσπονδύλιος, πλατινένιος δίσκος βλ. πλατινένιος, πλευστός δίσκος βλ. πλευστός, χρυσός δίσκος βλ. χρυσός ● ΦΡ.: περιφέρει/βγάζει δίσκο/τον δίσκο της επαιτείας (ειρων.): για κάποιον που ζητά χρήματα, οικονομική βοήθεια. [< 1: γαλλ. disque, περ. 1900, 2,5: μτγν. δίσκος 3: αγγλ. disc, 1947, 4: αρχ. δίσκος]
  • επίδομα [ἐπίδομα] ε-πί-δο-μα ουσ. (ουδ.) {επιδόμ-ατος | -ατα, -άτων}: ΟΙΚΟΝ. ποσό που δίνεται ανά συγκεκριμένα διαστήματα ως ενίσχυση σε ειδικές κατηγορίες εργαζομένων του δημόσιου ή ιδιωτικού φορέα: γονικό/κρατικό/μηνιαίο/οικογενειακό/προνοιακό/στεγαστικό/συμπληρωματικό/φοιτητικό ~. ~ αδείας/(κοινωνικής) αλληλεγγύης (βλ. ΕΚΑΣ)/αναπηρίας/ανεργίας/ασθενείας/γάμου/θέσης (ευθύνης)/μητρότητας/παιδιών/παραπληγίας/(πετρελαίου) θέρμανσης/χρήσης Η/Υ. Αίτηση/διεκδίκηση/δικαίωμα/κατάργηση/παροχή/χορήγηση ~ατος. Προνοιακά ~ατα. Ενσωμάτωση του ~ατος στον μισθό/στη σύνταξη. Καταβολή των ~άτων στους δικαιούχους. ~ατα: εξαθλίωσης/πείνας/πτωχοκομείου. Πβ. βοήθημα. Βλ. αναδρομικά (τα), αποζημίωση, προσαύξηση, χρονο~. [< μτγν. ἐπίδομα ‘συνεισφορά, συμμετοχή’]
  • επιτυχής , ής, ές [ἐπιτυχής] ε-πι-τυ-χής επίθ. {επιτυχ-ούς | -είς (ουδ. -ή)· επιτυχέστ-ερος, -ατος} (λόγ.): επιτυχημένος: ~ής: αποφοίτηση/διαχείριση/έκβαση/θεραπεία/λύση/πρόβλεψη/προσγείωση. ~ές: αποτέλεσμα/εγχείρημα/πείραμα/τέλος (= αίσιο). ~είς: χειρισμοί. ~είς: προβλέψεις. Επιλογή/καριέρα που θεωρείται ~. Η χειρουργική επέμβαση/μεταμόσχευση ήταν ~. Το έργο του απελθόντος Διοικητικού Συμβουλίου υπήρξε άκρως ~ές.|| ~ής: παραλληλισμός (= εύστοχος). ~ές: παράδειγμα (= ταιριαστό).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ής: εγκατάσταση (προγράμματος στον Η/Υ)/σύνδεση δικτύου. ΑΝΤ. ανεπιτυχής, αποτυχημένος (1) ● επίρρ.: επιτυχώς [-ῶς] [< αρχ. ἐπιτυχής]
  • ευπαθής , ής, ές [εὐπαθής] ευ-πα-θής επίθ. {ευπαθέστ-ερος, -ατος} 1. που είναι επιρρεπής σε ασθένειες: ~ής: οργανισμός (= ευαίσθητος). ~ές: είδος. ~είς: ηλικίες. ~ή: φυτά. ~ στον ιό της γρίπης/σε λοιμώξεις/στις μολύνσεις. Πβ. ευάλωτος, ευπρόσβλητος, φιλάσθενος. Βλ. -παθής. 2. (μτφ.) που αλλοιώνεται, φθείρεται εύκολα, ευαίσθητος: ~ές: οικοσύστημα. ~ή: προϊόντα/τρόφιμα (π.χ. κρέας, λαχανικά, φρούτα).|| Ο Η/Υ είναι ~ σε απότομες μεταβολές της τάσης του ηλεκτρικού ρεύματος. ● επίρρ.: ευπαθώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ευπαθείς/ευαίσθητες/ευάλωτες (κοινωνικά) ομάδες βλ. ευαίσθητος [< μτγν. εὐπαθής ‘που επηρεάζεται εύκολα, καλότυχος’, γαλλ. vulnérable]
  • ηλεκτρονικός , ή, ό [ἠλεκτρονικός] η-λε-κτρο-νι-κός επίθ. 1. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. που βασίζει τη λειτουργία του στην ηλεκτρονική και ειδικότ. που περιέχει και χρησιμοποιεί λυχνίες, τρανζίστορ ή ολοκληρωμένα κυκλώματα-τσιπ· που σχετίζεται με αυτή: ~ός: διακόπτης/μετρητής/πίνακας. ~ή: ζυγαριά/οθόνη. ~ό: θερμόμετρο/πιεσόμετρο/ρολόι/σύστημα/χρονόμετρο. ~ές: κάμερες/μηχανές/συσκευές. ~ά: μουσικά όργανα (βλ. αρμόνιο, συνθεσάιζερ).|| ~ός: έλεγχος (κινητήρα). ~ή: ανάφλεξη/ασφάλεια/παρακολούθηση (: με κάμερες). ~ές: μετρήσεις. Πβ. ηλεκτρικός. Βλ. μικρο~, νανο~, φωτο~. 2. ΠΛΗΡΟΦ. που γίνεται, χρησιμοποιείται ή υφίσταται μέσω υπολογιστή και ιδ. του διαδικτύου: ~ή: επεξεργασία/καταγραφή/μεταφορά (χρημάτων)/πλοήγηση. ~ές: δημοσιεύσεις/συναλλαγές/υπηρεσίες.|| ~ή: ατζέντα/βάση (δεδομένων). ~ό: κατάστημα/λεξικό. ~ά: ίχνη/μέσα.|| ~ή: ζωή/φιλία. Πβ. διαδικτυακός, η-, ψηφιακός. 3. ΦΥΣ.-ΧΗΜ. που σχετίζεται με τα ηλεκτρόνια ή ειδικότ. με το φαινόμενο της μετακίνησής τους κατά μήκος ενός αγωγού: ~ή: αγωγιμότητα/διαμόρφωση (ατόμων/στοιχείων)/δομή/ροή. ~ή Μικροσκοπία. ● Ουσ.: ηλεκτρονικά (τα) 1. (προφ.) μαγαζί στο οποίο μπορεί κάποιος να παίξει ηλεκτρονικά παιχνίδια. 2. (προφ.) ηλεκτρονική: Ασχολείται με τα ~. 3. ενν. συστήματα: ψηφιακά ~., ηλεκτρονικός (ο/η): επιστήμονας ή τεχνικός με ειδίκευση στην ηλεκτρονική: ~ μηχανικός. ~ υπολογιστών και δικτύων. [< γαλλ. électronicien, 1955] ● επίρρ.: ηλεκτρονικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονική ανταλλαγή δεδομένων: ΠΛΗΡΟΦ. (στα πλαίσια του ηλεκτρονικού εμπορίου) κοινή δομή αρχείων που επιτρέπει σε επιχειρήσεις, οργανισμούς και υπηρεσίες την αποστολή και λήψη εγγράφων και γενικότ. πληροφοριών μέσω των υπολογιστικών τους συστημάτων. [< αγγλ. electronic data interchange (EDI), 1975] , ηλεκτρονικό πορτοφόλι: ΤΕΧΝΟΛ. τραπεζική κάρτα για την πραγματοποίηση συναλλαγών μικρού ύψους, χωρίς μετρητά ή πιν. Πβ. έξυπνη κάρτα, ηλεκτρονικό χρήμα. [< αγγλ. electronic/e- wallet/purse] , ηλεκτρονικός υπολογιστής (Η/Υ): ΠΛΗΡΟΦ. αυτόματη ψηφιακή συσκευή που έχει προγραμματιστεί να επεξεργάζεται, να αποθηκεύει και να ανακτά δεδομένα, βάσει ενός συνόλου εντολών: κεντρικός/προσωπικός (= πι σι)/συμβατός/φορητός ~ ~. Βλ. κεντρική μονάδα επεξεργασίας, λογισμικό, περιφερειακή συσκευή/μονάδα, σκληρός δίσκος, υλισμικό. ΣΥΝ. κομπιούτερ, υπολογιστής [< αγγλ. electronic computer, 1946] , βιομετρικό/ηλεκτρονικό διαβατήριο βλ. διαβατήριο, διαδικτυακό/ηλεκτρονικό ημερολόγιο βλ. ημερολόγιο, ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά απόβλητα βλ. απόβλητα, ηλεκτρονικά αντίμετρα βλ. αντίμετρο, ηλεκτρονικά παιχνίδια βλ. παιχνίδι, ηλεκτρονικά σκουπίδια βλ. σκουπίδι, ηλεκτρονικές αγορές βλ. αγορά, ηλεκτρονική αλληλογραφία βλ. αλληλογραφία, ηλεκτρονική βία βλ. βία, ηλεκτρονική δημοκρατία βλ. δημοκρατία, ηλεκτρονική δημοσιογραφία βλ. δημοσιογραφία, ηλεκτρονική διακυβέρνηση βλ. διακυβέρνηση, ηλεκτρονική διεύθυνση βλ. διεύθυνση, ηλεκτρονική έκδοση βλ. έκδοση, ηλεκτρονική εκπαίδευση βλ. εκπαίδευση, ηλεκτρονική λυχνία βλ. λυχνία, ηλεκτρονική μουσική βλ. μουσική, ηλεκτρονική ποίηση βλ. ποίηση, ηλεκτρονική πώληση βλ. πώληση, ηλεκτρονική ταυτότητα βλ. ταυτότητα, ηλεκτρονική τραπεζική βλ. τραπεζικός, ηλεκτρονική ψηφοφορία βλ. ψηφοφορία, ηλεκτρονική/ηλεκτρική κλειδαριά βλ. κλειδαριά, ηλεκτρονική/ψηφιακή τάξη βλ. τάξη, ηλεκτρονικό βιβλίο βλ. βιβλίο, ηλεκτρονικό έγκλημα βλ. έγκλημα, ηλεκτρονικό εμπόριο βλ. εμπόριο, ηλεκτρονικό επιχειρείν βλ. επιχειρείν, ηλεκτρονικό κιόσκι βλ. κιόσκι, ηλεκτρονικό μελάνι βλ. μελάνι, ηλεκτρονικό μήνυμα βλ. μήνυμα, ηλεκτρονικό μικροσκόπιο βλ. μικροσκόπιο, ηλεκτρονικό νέφος βλ. νέφος, ηλεκτρονικό περίπτερο βλ. περίπτερο, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο βλ. ταχυδρομείο, ηλεκτρονικό φακέλωμα βλ. φακέλωμα, ηλεκτρονικό χαρτί βλ. χαρτί, ηλεκτρονικό χρήμα βλ. χρήμα, ηλεκτρονικό ψάρεμα βλ. ψάρεμα, ηλεκτρονικό/ηλεκτρικό τσιγάρο βλ. τσιγάρο, ηλεκτρονικός εγκέφαλος βλ. εγκέφαλος, ηλεκτρονικός λογογράφος βλ. λογογράφος, ηλεκτρονικός πόλεμος βλ. πόλεμος, ηλεκτρονικός Τύπος βλ. τύπος, ηλεκτρονικός/ψηφιακός αναγνώστης βλ. αναγνώστης, ψηφιακή πόλη βλ. πόλη, ψηφιακή/ηλεκτρονική κορνίζα βλ. κορνίζα, ψηφιακή/ηλεκτρονική υπογραφή βλ. υπογραφή, ψηφιακό/ηλεκτρονικό έντυπο βλ. έντυπο [< αγγλ. electronic, 1902, γαλλ. électronique, 1903, γερμ. elektronisch]
  • καλώδιο κα-λώ-δι-ο ουσ. (ουδ.) {καλωδί-ου | -ων}: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. δέσμη συρμάτων που περιβάλλεται από μονωτικό υλικό και χρησιμεύει ως αγωγός ηλεκτρικής ενέργειας· (ΤΗΛΕΠ.) το αντίστοιχο μέσο διάδοσης κυρ. τηλεοπτικών ή τηλεφωνικών σημάτων: αναλογικά ή ψηφιακά/εναέρια, υπόγεια ή υποβρύχια/εύκαμπτα/ηλεκτρικά/θερμαντικά ή θερμικά (: σε ενδοδαπέδια θέρμανση)/ομοαξονικά/σειριακά/τηλεγραφικά/χάλκινα ~α. Το (σπιράλ) ~ του ακουστικού. ~ μεταφοράς δεδομένων/μουσικής (για κινητό)/προέκτασης/σύνδεσης/τροφοδοσίας (βλ. τροφοδοτικό)/φόρτισης. Ο ακροδέκτης/το βύσμα του ~ου. Αντικατάσταση φθαρμένου ~ου. Τα ~α του Η/Υ. Τα ~α της ΔΕΗ (: ~α υψηλής τάσης· βλ. πυλώνας)/του ΟΤΕ. ~α ηχείων/μικροφώνου (= μικροφωνικά ~α). ~α-αντάπτορες/μετατροπείς. Αξεσουάρ/απογυμνωτής/κόπτης ~ων. Έλεγχος των ~ων (βλ. καλωδίωση). Κίνδυνος ηλεκτροπληξίας από γυμνά ~α. Βάζω το ~ (της συσκευής) στην πρίζα (πβ. καλωδιώνω). Βλ. μπουζο~.|| ~α οπτικών ινών. ● Υποκ.: καλωδιάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: γδάρτης καλωδίων βλ. γδάρτης, τριπολικό καλώδιο βλ. τριπολικός [< αρχ. καλῴδιον ΄μικρό παλαμάρι', γαλλ. câble, αγγλ. cable]
  • καρπιαίος , α, ο [καρπιαῖος] καρ-πι-αί-ος επίθ.: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με τον καρπό του χεριού: ~ος: σωλήνας (: στενό κανάλι μέσα από το οποίο διέρχεται το μέσο νεύρο και οι τένοντες των καμπτήρων μυών των δαχτύλων). ~α: άρθρωση. ~α: οστά. Βλ. -ιαίος. ΣΥΝ. καρπικός (1) ● ΣΥΜΠΛ.: σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα (ακρ. ΣΚΣ): ΙΑΤΡ. διαταραχή η οποία προκαλείται από την παρατεταμένη πίεση του μέσου νεύρου στο ύψος του καρπού και χαρακτηρίζεται κυρ. από πόνο και μούδιασμα των τριών πρώτων δακτύλων: ~ ~ στους χρήστες Η/Υ. Βλ. γάγγλιο. [< αγγλ. carpal tunnel syndrome, 1954] [< γαλλ. carpien, αγγλ. carpal, γερμ. karpal]
  • κατατόπια κα-τα-τό-πια ουσ. (ουδ.) (τα) (προφ.): άγνωστα στους πολλούς, όχι εύκολα αντιληπτά ή κρυφά σημεία ενός μέρους: Έλα να σου δείξω τα ~ (της περιοχής)! Ξέρει όλα τα ~ της πόλης. (για διαρρήκτη:) Γνώριζε καλά τα ~ (του σπιτιού).|| (μτφ.) Ως νέος χρήστης Η/Υ, δεν έχω μάθει ακόμη τα ~. [< μεσν. τα κατατόπια]
  • κέρσορας κέρ-σο-ρας ουσ. (αρσ.): ΠΛΗΡΟΦ. κινητή ένδειξη σε οθόνη Η/Υ η οποία αναβοσβήνει στο σημείο όπου αναμένεται να πληκτρολογηθεί κείμενο: θέση/τοποθέτηση του ~α. Μετακινήστε/σύρετε τον ~α. Βλ. ποντίκι. ΣΥΝ. δρομέας (3) [< αγγλ. cursor, 1967]
  • κολλημένος , η, ο κολ-λη-μέ-νος επίθ. 1. (μτφ.-αργκό) που έχει εμμονή με κάτι ή κάποιον ή είναι προσκολλημένος σε αυτό(ν): (για πρόσ.) ~ με το ίντερνετ/τις μοτοσικλέτες/την μπάλα (πβ. τρελαμένος). Μένω ~ στο παρελθόν.|| Το μυαλό μου είναι ~ο στην εικόνα του ατυχήματος (: το σκέφτομαι συνέχεια). 2. που έχει ενωθεί με μια επιφάνεια συνήθ. με χρήση κολλητικής ουσίας: αυτοκόλλητο ~ο/αφίσα ~η (πάνω) στον τοίχο. Πβ. κολλητός.|| (μτφ.-προφ.) Με το τηλέφωνο ~ο στο αυτί (: για κάποιον που μιλά διαρκώς στο τηλέφωνο). 3. (μτφ.-προφ.) που έχει μείνει στάσιμος σε συγκεκριμένο σημείο· κατ' επέκτ. μπλοκαρισμένος: (συνήθ. για μηχανισμό) ~ο: μοτέρ/πρόγραμμα (Η/Υ).|| ~ στην κίνηση (: μποτιλιαρισμένος, σταματημένος). ● βλ. κολλώ
  • κρασάρω κρα-σά-ρω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κράσαρ-ε} (αργκό) 1. ΠΛΗΡΟΦ. {συνήθ. στο γ' πρόσ.} (κυρ. για Η/Υ) υφίσταται ξαφνική και σημαντική βλάβη, συνήθ. με αποτέλεσμα την απώλεια δεδομένων: ~ει το πρόγραμμα/ο σέρβερ/το σύστημα/ο υπολογιστής. Το ίντερνετ ~ε. 2. (μτφ.) τα χάνω, μπλοκάρω, συνήθ. από υπερβολική κούραση: Έχει ~ει το μυαλό μου. Πβ. τα παίζω. [< 1: αγγλ. crash, 1973]

αγορά

αγορά [ἀγορά] α-γο-ρά ουσ. (θηλ.) 1. απόκτηση αγαθών έναντι χρημάτων και συνεκδ. ό,τι αποκτά κάποιος, καταβάλλοντας χρηματικό ποσό: επιτυχημένη/λιανική/νόμιμη/παράνομη/συμφέρουσα/χονδρική ~. Δικαίωμα/ολοκλήρωση/συμβόλαιο/τιμή/τρόποι ~άς. ~ ελπίδας (βλ. εμπόριο ελπίδας). Ακριβές/έξυπνες (πβ. συμφέρουσες)/καθημερινές/χριστουγεννιάτικες ~ές (πβ. ψώνια). ~ές με δόσεις/πιστωτική κάρτα/τοις μετρητοίς. ~ές μέσω διαδικτύου. Διαμερίσματα προς ~. Στεγαστικά δάνεια για ~ πρώτης κατοικίας. Ακυρώνω/κλείνω μια ~. Έκανα/πραγματοποίησα μια καλή/σημαντική ~. Κάνω τις ~ές μου στο κέντρο (πβ. αγοράζω, ψωνίζω). ~ές άνω των ... ευρώ. Βλ. εξ~, προ~, τηλε~. ΑΝΤ. πώληση 2. ΟΙΚΟΝ. μηχανισμός μέσω του οποίου οι αγοραστές και οι πωλητές επικοινωνούν και δραστηριοποιούνται, για να ανταλλάξουν προϊόντα ή υπηρεσίες· ειδικότ. σύνολο συνθηκών που σχετίζονται με την παραγωγή και το εμπόριο συγκεκριμένου αγαθού ή υπηρεσίας σε μια χώρα ή δεδομένη γεωγραφική περιοχή: ανεπτυγμένη/διεθνής/εγχώρια/εθνική/ελληνική/εσωτερική/κορεσμένη/παγκόσμια/τουριστική/τραπεζική/χρηματιστηριακή (: χρηματιστήριο) ~. Ψηφιακή ενιαία ~ (της Ευρωπαϊκής Ένωσης). ~ αξιών (: απόκτηση μετοχών)/ακινήτων/βιβλίων/ενέργειας/οικοπέδου/ομολόγων/χρήματος (ΣΥΝ. χρηματαγορά). Εικόνα/εκσυγχρονισμός/επάρκεια/κατάσταση/τάσεις/τομείς (της) ~άς. Ανατροπές/(αυξημένη) κίνηση/έλεγχοι/κρίση/στασιμότητα στην ~ (βλ. αγοραστικός). Επικίνδυνα προϊόντα αποσύρονται από την/εντοπίστηκαν στην/κυκλοφορούν (/λανσάρονται) στην ~. Η ~ κατακλύζεται από κινέζικα προϊόντα. Οι τιμές κυμαίνονται στην ~ από ... έως ... ευρώ. Ευνοϊκές συνθήκες επικρατούν στην ~. Βούλιαξε η ~ (= περνά κρίση). Ανοδικά/πτωτικά κινήθηκε η ~ αυτοκινήτου τον μήνα ... Οι πολυεθνικές ελέγχουν την ~. Βλ. επαν~, ευρω~, χρηματ~. 3. χώρος, περιοχή ή χώρα όπου διεξάγονται αγοραπωλησίες· ειδικότ. εμπορικό κέντρο· συνεκδ. όσοι δραστηριοποιούνται στον σχετικό τομέα: βαρβάκειος/δημοτική/κεντρική/παλιά/σκεπαστή (πβ. παζάρι)/τοπική/υπαίθρια ~. ~ κρέατος (= κρεατ~)/λουλουδιών. Άνοιγμα/διείσδυση σε νέες ~ές. Βλ. υπερ~.|| Οδηγός ~άς (πβ. κατάλογος). Η ~ είναι άδεια. Δεν κατέβηκα/πήγα σήμερα στην ~.|| Αλυσίδα καταστημάτων με αξιόπιστο/ισχυρό/καλό όνομα στην ~ (πβ. πιάτσα). Βούιξε η ~ από φήμες ότι ... 4. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΙΣΤ. οικονομικοπολιτικό και πολιτιστικό κέντρο στην αρχαιότητα: αρχαία/ρωμαϊκή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αγορά εργασίας: ΟΙΚΟΝ. εργατικό δυναμικό και εργοδότες, μεταξύ των οποίων διεξάγονται διαπραγματεύσεις για την κάλυψη διαθέσιμων θέσεων εργασίας ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση: ανοιχτή/ευέλικτη/ηλεκτρονική ~ ~. Ανθρώπινο κεφάλαιο και ~ ~. Ένταξη/προώθηση των γυναικών/των πτυχιούχων στην ~ ~. Βγήκε στην ~ ~. [< αγγλ. labour-market] , αγορά κεφαλαίου: ΟΙΚΟΝ. κεφαλαιαγορά., αγορά συναλλάγματος: ΟΙΚΟΝ. εγχώρια ή διεθνής αγορά στην οποία ανταλλάσσονται τα εθνικά νομίσματα: διατραπεζική/ελεύθερη/προθεσμιακή ~ ~. [< αγγλ. foreign exchange market, 1948] , δευτερογενής αγορά: ΟΙΚΟΝ. χρηματιστηριακή αγορά όπου πραγματοποιούνται συναλλαγές σε τίτλους που έχουν εκδοθεί στο παρελθόν. [< αγγλ. secondary market] , ελεύθερη αγορά: ΟΙΚΟΝ. αγοραπωλησίες στις οποίες οι τιμές καθορίζονται από τον ελεύθερο ανταγωνισμό: παγκοσμιοποιημένη ~ ~. ~ ~ τηλεπικοινωνιών. [< αγγλ. free market] , έρευνα αγοράς: ΟΙΚΟΝ. επιστημονική διερεύνηση και προσδιορισμός των συνθηκών που επικρατούν σε συγκεκριμένο χώρο σχετικά με τη ζήτηση και την προσφορά αγαθών, υπηρεσιών και παραγωγικών συντελεστών: πανευρωπαϊκή/ποιοτική/ποσοτική ~ ~. Mάρκετινγκ και ~ ~. ~ες ~ και καταναλωτικής συμπεριφοράς. Βλ. ομάδα-στόχος. [< αγγλ. market research, 1920] , ηλεκτρονικές/ψηφιακές αγορές: ΔΙΑΔΙΚΤ. εμπορικές συναλλαγές μέσω διαδικτύου και ειδικότ. διαδικτυακές αγορές αγαθών και υπηρεσιών: κάθετη (: στην οποία συμμετέχουν εταιρείες από συγκεκριμένους τομείς δραστηριότητας)/οριζόντια (: συμμετοχή εταιρειών ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριοποίησής τους) ~ή ~ά. Πρόσβαση σε ~ ~ με χρήση κωδικού. Ανοικτές (: δημόσιες)/διεπιχειρησιακές/κλειστές (: ιδιωτικές) ~ ~. Βλ. τηλεσυνεργασία, ψηφιακή οικονομία.|| ~ή ~ά εισιτηρίων/προϊόντων. Προπληρωμένη κάρτα για ~ ~. Η ασφάλεια των ~ών ~ών. Βλ. ηλεκτρονικό εμπόριο, ηλεκτρονική πώληση. [< αγγλ. e-market, electronic shopping, 1959] , μερίδιο/κομμάτι/μέρος (της) αγοράς: ΟΙΚΟΝ. το ποσοστό των συνολικών πωλήσεων προϊόντος ή υπηρεσίας που κατέχει συγκεκριμένη εταιρεία: Οι αλυσίδες καταστημάτων ελέγχουν όλο και μεγαλύτερο ~ ~. Η εταιρεία κατέχει ~ ~ της τάξης του ...%. [< αγγλ. market share, 1954] , πρωτογενής αγορά: ΟΙΚΟΝ. χρηματιστηριακή αγορά όπου οι επιχειρήσεις και το κράτος εκδίδουν νέους τίτλους και αποκτούν κεφάλαια. [< αγγλ. primary market] , φιλανθρωπική αγορά: παζάρι, τα έσοδα του οποίου διατίθενται για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Βλ. έρανος. [< αγγλ. charity bazaar] , αγορά ευρωομολόγων βλ. ευρωομόλογο, αναδυόμενες αγορές βλ. αναδυόμενος, ανάλυση αγοράς βλ. ανάλυση, ανάπτυξη αγοράς βλ. ανάπτυξη, απελευθέρωση της αγοράς/των αγορών βλ. απελευθέρωση, αποτυχία της αγοράς βλ. αποτυχία, ατελής αγορά βλ. ατελής, ευαίσθητη αγορά βλ. ευαίσθητος, καλάθι αγορών βλ. καλάθι, κοινή αγορά βλ. κοινός, λαϊκή αγορά βλ. λαϊκός, λαχειοφόρος αγορά βλ. λαχειοφόρος, μαύρη (αγορά) βλ. μαύρος, οικονομία της αγοράς βλ. ελεύθερη οικονομία, παράλληλη αγορά βλ. παράλληλος, πιστωτική αγορά βλ. πιστωτικός ● ΦΡ.: βγάζει (κάτι) στην αγορά: το προωθεί στο εμπόριο: Η εταιρεία σχεδιάζει να βγάλει στην ~ νέα σειρά καλλυντικών., βγαίνει στην αγορά: (για προϊόν) κυκλοφορεί στο εμπόριο· (για πρόσωπο) διεξάγει διαπραγματεύσεις, για να αγοράσει ή να πουλήσει κάτι: Κινητό που βγήκε ~ τον περασμένο μήνα.|| (για κράτος ή εταιρεία) Βγήκε ~/στις αγορές, για να δανειστεί. [< αρχ. ἀγορά, αγγλ. market, γαλλ. marché, γερμ. Markt]

αλληλογραφία

αλληλογραφία [ἀλληλογραφία] αλ-λη-λο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): επικοινωνία μέσω συμβατικού ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου· συνεκδ. το σύνολο των επιστολών, εγγράφων, καρτών που έχει ανταλλάξει ή δεχτεί κάποιος: αραιή/διπλωματική/εμπορική (: για υποθέσεις μιας επιχείρησης)/επίσημη/ερωτική/ιδιωτική/καθημερινή/πολιτική/προσωπική/συμβατική (: μέσω του παραδοσιακού ταχυδρομείου)/τακτική/υπηρεσιακή (: για έγγραφα που διακινούνται σε δημόσιες Αρχές ή υπηρεσίες) ~. ~ εξωτερικού/εσωτερικού. Φάκελοι/φόρμα ~ας. Στήλη ~ας (: σε εφημερίδα ή περιοδικό). Διεκπεραίωση της ~ας. Διατηρεί/έχει πυκνή ~ με τον ... (= αλληλογραφεί). Διέκοψα την ~ μαζί του.|| Η ~ του ποιητή. Θα διαβάσω την ~ μου. Βλ. -γραφία. ● ΣΥΜΠΛ.: ανεπιθύμητη/ενοχλητική (ηλεκτρονική) αλληλογραφία & ανεπιθύμητα/ενοχλητικά μηνύματα & (σπάν.) κακόβουλη/αυτόκλητη αλληλογραφία, κακόβουλα/αυτόκλητα μηνύματα: ΔΙΑΔΙΚΤ. σπαμ: φίλτρα για την ~ ~ (πβ. αντισπάμ)., ηλεκτρονική αλληλογραφία: ΔΙΑΔΙΚΤ. ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και ειδικότ. τα ηλεκτρονικά μηνύματα, ιμέιλ: Εταιρική ~ ~. Διακομιστής ~ής ~ας. Λίστα/λογαριασμός ~ής ~ας. Ασφάλεια στην ~ ~. [< αγγλ. electronic/e- mail, 1977] ● ΦΡ.: δι' αλληλογραφίας & με αλληλογραφία: για κάτι που γίνεται με επικοινωνία μέσω συμβατικού ή ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: αγορές/πωλήσεις/σπουδές/ψηφοφορία ~ ~. [< πβ. μεσν. αλληλογραφία 'σύνθεση ποιημάτων', γαλλ. correspondance]

άμεσος

άμεσος, η, ο [ἄμεσος] ά-με-σος επίθ. {αμεσότ-ερος, -ατος} 1. που γίνεται χωρίς μεσολάβηση άλλου ή που συνδέεται απευθείας με κάποιον ή κάτι χρονικά ή χωρικά: ~ος: κληρονόμος/προϊστάμενος. ~η: αναφορά/(ΝΟΜ.) αντιπροσώπευση/απήχηση/εκλογή/εμπειρία/επαφή (με το δέρμα)/επέμβαση (π.χ. της Αστυνομίας, του εισαγγελέα)/επίδραση/επικοινωνία/μετάδοση (= απευθείας)/πρόσβαση/συμμετοχή. ~οι: ενδιαφερόμενοι (= άμεσα). Ήμουν παρών στο συμβάν και έχω ~η (= προσωπική) αντίληψη. Έχει ~η σχέση με τον χώρο/το ζήτημα. ΑΝΤ. έμμεσος (1) 2. που συμβαίνει ή πρέπει να γίνει πολύ γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση: ~ος: έλεγχος/ψεκασμός. ~η: ανακούφιση (από τον πόνο)/αναχώρηση (πλοίου, πτήσης)/απάντηση/αποζημίωση (πληγέντων, παραγωγών)/βοήθεια/εκκένωση (κτιρίου)/εφαρμογή (νόμου, προγράμματος, σχεδίου)/προστασία (καλλιέργειας). ~o: αποτέλεσμα. ~ες: επιπτώσεις/επιχορηγήσεις. Ζητείται η ~η κινητοποίηση των Αρχών. ~ και σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία. ~η χειρουργική επέμβαση/εισαγωγή στο νοσοκομείο (ΣΥΝ. επείγουσα). 3. που αφορά το παρόν ή κοντινό μέλλον: ~οι: σκοποί/στόχοι. ~ες: επιδιώξεις/προθέσεις. ~α: σχέδια (ΣΥΝ. προσεχή. ΑΝΤ. απώτερα). ● επίρρ.: άμεσα 1. με άμεσο τρόπο, απευθείας, χωρίς μεσολάβηση ή παρεμβολή (τρίτου): Νοσήματα που σχετίζονται ~ με το κάπνισμα. ~ ασφαλισμένος (: σε αντιδιαστολή με τον έμμεσα ασφαλισμένο, που έχει λ.χ. ασφάλεια από τους γονείς του).|| Θέματα που μας αφορούν/ενδιαφέρουν ~. ΑΝΤ. έμμεσα 2. (καταχρ.) αμέσως, χωρίς καθυστέρηση, αργοπορία, χρονοτριβή: Νομοσχέδιο που προωθείται ~ από την κυβέρνηση. Απόφαση που βγήκε/λύση που δόθηκε ~. (για διαμέρισμα/κατάστημα που ενοικιάζεται ή πωλείται) ~ διαθέσιμο. ● ΣΥΜΠΛ.: άμεση γνώση: ΦΙΛΟΣ. που αποκτάται, προέρχεται αποκλειστικά από τις αισθήσεις., άμεση δράση 1. (με κεφαλ. τα Α, Δ) & (λόγ.) Άμεσος Δράση: αστυνομική υπηρεσία που αντιμετωπίζει χωρίς καθυστέρηση έκτακτα περιστατικά: Καλώ/τηλεφωνώ/φωνάζω την ~ ~ (= το εκατό). 2. που αποβλέπει στην ταχύτατη επίτευξη ενός στόχου με χρήση των πιο αποτελεσματικών κατά περίπτωση μέσων: Πρέπει να αναλάβουμε ~ ~, να κηρύξουμε απεργία., άμεση δημοκρατία βλ. δημοκρατία, άμεση εκλογή βλ. εκλογή, άμεση παράδοση βλ. παράδοση, άμεση/απευθείας πώληση βλ. πώληση, άμεσο αντικείμενο βλ. αντικείμενο, άμεσο μάρκετινγκ/άμεση διαφήμιση βλ. μάρκετινγκ, έκτακτης/άμεσης/πρώτης ανάγκης βλ. ανάγκη ● ΦΡ.: στο άμεσο μέλλον: στο (πολύ) κοντινό μέλλον, προσεχώς, σύντομα: Δεν προβλέπονται σημαντικές αλλαγές/εξελίξεις ~ ~. ΣΥΝ. στο εγγύς μέλλον ΑΝΤ. στο απώτερο μέλλον, υπάρχει άμεση/μεγάλη/(κατ)επείγουσα ανάγκη βλ. ανάγκη [< αρχ. ἄμεσος, γαλλ. immédiat, γαλλ.-αγγλ. direct]

αναγνώστης

αναγνώστης [ἀναγνώστης] α-να-γνώ-στης ουσ. (αρσ.) {αναγνωστ-ών} 1. {θηλ. αναγνώστρια}: πρόσωπο που διαβάζει: επαρκής/τακτικός/υποψιασμένος/φανατικός ~. Γράμματα/επιστολές ~ών (: στον Τύπο). Οι ~ες μιας εφημερίδας/μιας ιστοσελίδας/ενός περιοδικού. Κύκλος ~ών. Βλ. -γνώστης, λαθρ~, φιλ~. 2. ΠΛΗΡΟΦ. ηλεκτρονική συσκευή που έχει τη δυνατότητα να λαμβάνει και να αναγνωρίζει δεδομένα: ~ κάρτας. 3. ΕΚΚΛΗΣ. (αξίωμα του κατώτερου κλήρου) βοηθός ιερέα ή ψάλτη που διαβάζει περικοπές της Αγίας Γραφής κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας. Βλ. κανονάρχης. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικός/ψηφιακός αναγνώστης: ΠΛΗΡΟΦ. ηλεκτρονική φορητή συσκευή σε μορφή επίπεδης οθόνης για την προβολή και ανάγνωση ηλεκτρονικών βιβλίων και εγγράφων. [< αγγλ. e-(book) reader, περ. 2000] , κριτικός αναγνώστης: πρόσωπο που διαβάζει ένα έργο, κυρ. λογοτεχνικό, με κριτικό πνεύμα· ειδικότ. επιστήμονας που ελέγχει την επιστημονική και διδακτική αρτιότητα ενός συγγραφικού έργου: ~ ~ δημοσιευμάτων. Ομάδα ~ών ~ών και ακαδημαϊκών υπευθύνων. Βλ. επιμελητής εκδόσεων. [< αγγλ. critical reader] , οπτικός αναγνώστης: ΠΛΗΡΟΦ. συσκευή, συνήθ. εξάρτημα σκάνερ, που αναγνωρίζει τυπογραφικούς χαρακτήρες και τους μετατρέπει σε αντίστοιχες ψηφιακές πληροφορίες, αναγνωρίσιμες από τον υπολογιστή: ~ ~ δακτυλικών αποτυπωμάτων/δίσκου. [< αγγλ. optical (character) reader, 1962] [< 1,3: μτγν. ἀναγνώστης 2: αγγλ. reader, 1946]

αντίμετρο

αντίμετρο [ἀντίμετρο] α-ντί-με-τρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -έτρου, συνήθ. στον πληθ.}: κάθε κίνηση, ενέργεια ή μέσο για την πρόληψη, αντιμετώπιση ή εξουδετέρωση κάποιου άλλου, συνήθ. απειλής, κινδύνου: αποτελεσματικό ~. Εμπορικά/οικονομικά ~α. ~α ασφαλείας.αντίμετρα (τα) & (σπάν.) αντιμέτρα: ΝΟΜ. μέτρα που λαμβάνει ένα κράτος για την αντιμετώπιση της εις βάρος του παραβίασης του διεθνούς δικαίου από άλλο κράτος. Πβ. αντίποινα. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικά αντίμετρα & αντίμετρα: ΣΤΡΑΤ. απενεργοποίηση της λειτουργίας εχθρικών συστημάτων (κυρ. ραντάρ) με παρεμβολή παρασίτων. Βλ. ηλεκτρονικός πόλεμος. [< αγγλ. electronic countermeasures, 1962] [< γαλλ. contre-mesure]

απόβλητα

απόβλητα [ἀπόβλητα] α-πό-βλη-τα ουσ. (ουδ.) (τα) {-ων κ. -ήτων | σπανιότ. στον εν. απόβλητο} (επίσ.): άχρηστα υπολείμματα προερχόμενα από βιομηχανικές, αγροτικές ή οικιακές εγκαταστάσεις, συνήθ. ρυπογόνα, που απορρίπτονται στο περιβάλλον ή ανακυκλώνονται: αδρανή/αέρια/αστικά/βιοαποικοδομήσιμα/βιοδιασπάσιμα/βιολογικά (= βιοαπόβλητα)/βιομηχανικά/γεωργικά/δημοτικά/εξορυκτικά/ επικίνδυνα/ζωικά/θερμικά/ιατρικά/νοσοκομειακά (: που παράγονται σε υγειονομικές μονάδες, συνήθ. μολυσματικά)/μεταλλευτικά/οικοδομικά/οργανικά/τοξικά/υγρά (= λύματα)/φυτικά/χημικά ~. Θαλάσσια ~. Ανακύκλωση/αποτέφρωση ~ων. Πβ. απορρίμματα, σκουπίδια. ● ΣΥΜΠΛ.: επεξεργασία αποβλήτων & απορριμμάτων: ΤΕΧΝΟΛ. οι φυσικές, θερμικές, χημικές ή βιολογικές διεργασίες, συμπεριλαμβανομένης της διαλογής, που μεταβάλλουν τα χαρακτηριστικά των αποβλήτων, προκειμένου να περιοριστούν ο όγκος ή οι επικίνδυνες ιδιότητές τους, να διευκολυνθεί η διακίνησή τους ή να βελτιωθεί η ανάκτηση χρήσιμων υλών: θερμική ~ ~ (= αποτέφρωση). ~ ~ βυρσοδεψείων/ελαιουργείων/χαρτοποιίας. ~ ~ τροφίμων. [< αγγλ. waste treatment] , ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά απόβλητα: ΤΕΧΝΟΛ. παλιές ή/και χαλασμένες ηλεκτρικές και ιδ. ηλεκτρονικές συσκευές που καταλήγουν στα σκουπίδια: ανακύκλωση ~ών και ~ών ~ων. [< αγγλ. e-waste, 1999] , μηδενικά απόβλητα/απορρίμματα: ΟΙΚΟΛ. περιορισμός των αποβλήτων στην ελάχιστη δυνατή ποσότητα. [< αγγλ. zero waste, 1970, γαλλ. zéro déchet] , διαχείριση αποβλήτων/απορριμμάτων βλ. διαχείριση, ραδιενεργά/πυρηνικά απόβλητα βλ. ραδιενεργός, στερεά απόβλητα/απορρίμματα βλ. στερεός [< γαλλ. déchets, αγγλ. waste]

αρμόνιο

αρμόνιο [ἁρμόνιο] αρ-μό-νι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΜΟΥΣ. φορητό πληκτροφόρο όργανο που αντικαθιστά το εκκλησιαστικό όργανο και το οποίο παράγει μεγάλη ποικιλία ηχοχρωμάτων: πιάνο και ~. Βλ. συνθεσάιζερ. [< ιταλ. armonio, γαλλ.-αγγλ. harmonium]

βια

βια ουσ. (θηλ.) (λαϊκό-λογοτ.): βιασύνη. ΣΥΝ. βιάση [< αρχ. βία με συνίζηση]

βιβλίο

βιβλίο βι-βλί-ο ουσ. (ουδ.) 1. έντυπο σε μορφή σελίδων με γραπτό ή/και εικονογραφικό υλικό, δεμένων στη μία τους πλευρά, το οποίο διαθέτει εξώφυλλο και οπισθόφυλλο και έχει εκδοθεί σε πολλά αντίτυπα· κυρ. το περιεχόμενό του (π.χ. κείμενο): δερματόδετο/χαρτόδετο ~. Το κάλυμμα/τα κεφάλαια/το παράρτημα/ο πρόλογος/το σχήμα/ο τίτλος ενός ~ου. (εμφατ.) Το ~ των ~ων (= η Αγία Γραφή). ~-οδηγός μαγειρικής (βλ. τσελεμεντές). ~ τσέπης (: μικρού μεγέθους και σε προσιτή τιμή, πβ. βίπερ). Έκθεση ~ου. Μεταχειρισμένα/παλιά/σπάνια ~α (βλ. παλαιοβιβλιοπωλείο). Ράφια με ~α. ~ που εξαντλήθηκε και επανεκδόθηκε. Αγοράζω/ανοίγω/βγάζω (= εκδίδω)/διαβάζω/κλείνω/ξεφυλλίζω/φυλλομετρώ ένα ~. Μοιράστηκαν τα ~α στους μαθητές (ενν. τα σχολικά).|| Απολαυστικό/βαρετό/διασκεδαστικό/ενδιαφέρον/μεταφρασμένο/πολυδιαβασμένο (βλ. τιράζ)/συναρπαστικό/χρήσιμο ~. Διδακτικά/εξωσχολικά/επιστημονικά/λογοτεχνικά/παιδικά/πανεπιστημιακά (πβ. σύγγραμμα) ~α. (Συγ)γράφει ένα ~ για/πάνω σε ... (βλ. πνευματικά δικαιώματα). Τόποι που ξέρουμε μόνο από τα ~α (: όχι από κοντά). Βλ. άλμπουμ, ανθολόγιο, εγχειρίδιο, κατάλογος, λεύκωμα, μπροσούρα, μυθιστόρημα.|| (μτφ.) Το ~ της ζωής/της φύσης. 2. (ειδικότ.) μεγάλο τετράδιο με χοντρό συνήθ. εξώφυλλο, το οποίο χρησιμοποιείται για καταγραφή, καταχώρηση στοιχείων: (ΟΙΚΟΝ.-ΛΟΓΙΣΤ.) ~ αποθήκης/επιταγών (= τσεκ, μπλοκ)/μεταγραφών (υποθηκοφυλακείου)/μετόχων. Τραπεζικά ~α. Πβ. κατάστιχο, τεφτέρι.|| (κυρ. για την Εφορία:) (Χειρόγραφο) ~ αγορών/εξόδων/εσόδων/πωλήσεων. Εμπορικά ~α και ~α επιτηδευματιών. Άνοιγμα/ενημέρωση/κλείσιμο (των) ~ων (βλ. ισολογισμός). Ανακρίβεια ~ων. Απόρριψη/έλεγχος (των) ~ων (: από τη ΔΟΥ). Επιχειρήσεις που τηρούν ~α Α'/Β'/Γ' κατηγορίας (= ~α Εφορίας). (για λογιστή) Κρατάω τα ~ (ενν. εταιρείας ή ιδιώτη).|| (γενικότ.) ~ δρομολογίων/ευχών/παραπόνων/πρακτικών/συλλυπητηρίων. Υπέγραψε στο ~ επισκεπτών. 3. σε ΦΡ. για πρόσωπο πολύ μελετηρό, βιβλιόφιλο ή το αντίθετο: άνθρωπος του ~ου. Είναι συνέχεια πάνω από ένα ~. Δεν έχει ανοίξει/πιάσει ~ στη ζωή/στα χέρια του. 4. καθένα από τα ξεχωριστά τμήματα ενός ευρύτερου γραπτού έργου: στο δεύτερο ~ της τριλογίας ... Πβ. τόμος. ● Υποκ.: βιβλιαράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστικό/ηχητικό/ομιλούν βιβλίο: εγγραφή σε κασέτα ή κυρ. σιντί, κειμένου (συνήθ. λογοτεχνικού) που διαβάζεται συχνά από ηθοποιό ή συγγραφέα και διατίθεται στο εμπόριο: ψηφιακά ακουστικά/ομιλούντα ~α. ~ ~ για τυφλούς. [< αγγλ. audiobook, 1942, γαλλ. audiolivre, 1949] , ανοιχτό βιβλίο (μτφ.): για πρόσωπο που φανερώνει τον χαρακτήρα του, που διακρίνεται από ειλικρίνεια: Σε διαβάζω/σε ξέρω σαν ~ ~., ηλεκτρονικό βιβλίο & ψηφιακό βιβλίο: κείμενο σε ψηφιακή μορφή ή υλικό που διαβάζεται ψηφιακά: διαδραστικά/ενισχυμένα/κανονικά ~ά ~α. Βλ. ηλεκτρονική έκδοση, ηλεκτρονικό χαρτί, ψηφιακή/ηλεκτρονική βιβλιοθήκη. [< αγγλ. electronic/e-book, 1988, γαλλ. e-book, 1998] , βιβλίο/έργο αναφοράς βλ. αναφορά, Ιερό Βιβλίο/Κείμενο βλ. ιερός, κανονικά βιβλία βλ. κανονικός, Λευκή Βίβλος/Λευκό Βιβλίο βλ. βίβλος, ληξιαρχικά βιβλία βλ. ληξιαρχικός, λογιστικά βιβλία βλ. λογιστικός, Μπλε Βίβλος βλ. βίβλος ● ΦΡ.: τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο (μτφ.): το διαβάζω γρήγορα, γιατί το βρίσκω ενδιαφέρον, συναρπαστικό., Βιβλίο Μητρώου Μαθητών/Μητρώο Μαθητών βλ. μητρώο, κλείνω τα βιβλία βλ. κλείνω [< αρχ. βιβλίον, αγγλ. book, γαλλ. livre, γερμ. Buch]

γάγγλιο

γάγγλιο γάγ-γλι-ο ουσ. (ουδ.) {γαγγλ-ίου | -ίων} 1. ΙΑΤΡ. κυστική δομή με βλεννώδες περιεχόμενο, η οποία εμφανίζεται στον καρπό του χεριού ή σπανιότ. στην άνω επιφάνεια του άκρου ποδιού. 2. ΑΝΑΤ. {συνήθ. στον πληθ.} μικρή μάζα νευρικών κυττάρων που αναπτύσσεται κυρ. έξω από το κεντρικό νευρικό σύστημα: αυχενικό/μηνοειδές/οφθαλμικό ~. Αισθητικά/λεμφικά (= λεμφογάγγλια)/νωτιαία/συμπαθητικά ~α.|| Βασικά ~α (του εγκεφάλου). Πβ. πυρήνας. [< μτγν. γαγγλίον, γαλλ.-αγγλ. ganglion, γερμ. Ganglion]

γδάρτης

γδάρτης γδάρ-της ουσ. (αρσ.) 1. (μτφ., για έμπορο, δημόσια επιχείρηση) που εκμεταλλεύεται τον πελάτη ή τον πολίτη, χρεώνοντάς τον με μεγάλο ποσό. Πβ. αγιογδύτης, κερδοσκόπος. Βλ. λωποδύτης. 2. (σπάν.) εκδορέας. Βλ. -έας. ● ΣΥΜΠΛ.: γδάρτης καλωδίων: ΤΕΧΝΟΛ. απογυμνωτής. ● ΦΡ.: Μάρτης γδάρτης (και κακός παλουκοκαύτης) βλ. Μάρτης

γραμματικός

γραμματικός, ή, ό γραμ-μα-τι-κός επίθ.: ΓΛΩΣΣ. -ΓΡΑΜΜ. που σχετίζεται με τη γραμματική: ~ός: έλεγχος. ~ή: λειτουργία (π.χ. των άρθρων, των συνδέσμων, των προθέσεων). ~ό: λάθος. ~οί: κανόνες/τύποι. ~ές: ασκήσεις/κλίσεις. ~ά: φαινόμενα. Οι ~ές πληροφορίες μιας λέξης (: γένος, αριθμός, πτώση, πρόσωπο, χρόνος, έγκλιση). Βλ. αντι~, συντακτικός. ● επίρρ.: γραμματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: ~ ορθές/σωστές προτάσεις (= από ~ή άποψη). ● ΣΥΜΠΛ.: γραμματικές γνώσεις: μορφωτικό επίπεδο: βασικές/ελάχιστες/λίγες ~ ~. ~ ~ Δημοτικού/Γυμνασίου/Λυκείου., γραμματική δομή: σύνολο λέξεων (φράση, πρόταση) που σχηματίζεται σύμφωνα με τους κανόνες της γραμματικής μιας γλώσσας: αφηρημένες ~ές ~ές. [< αγγλ. grammatical structure] , γραμματική κατηγορία: το μέρος του λόγου στο οποίο ανήκει μια λέξη., γραμματικό γένος: το γένος ενός ουσιαστικού, όπως αυτό ορίζεται από τη γραμματική, σε αντιδιαστολή με το φυσικό γένος. [< αρχ. γραμματικός, αγγλ.-γαλλ. grammatical]

δέντρο

δέντρο δέ-ντρο ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) δένδρο 1. κάθε ξυλώδες, πολυετές φυτό με σταθερό κορμό, που σχηματίζει κλαδιά σε αρκετό ύψος από το έδαφος: αειθαλές/αιωνόβιο/κωνοφόρο/οπωροφόρο/τροπικό/φυλλοβόλο ~. Η κουφάλα/η σκιά/ο φλοιός/τα φύλλα ενός ~ου. Απολιθωμένα/καμένα ~α. Ασθένειες των ~ων. Καλλιεργώ/κλαδεύω/κόβω/ξεριζώνω/ποτίζω/φυτεύω ένα ~. Ανθίζει/μεγαλώνει ένα ~. ~ ελιάς. Θάμνοι και ~α. ~-μινιατούρα/νάνος (βλ. μπονσάι).|| (μτφ.) Το ~ της ειρήνης/ελευθερίας/(ΠΔ) ζωής (: που χαρίζει αθανασία). Βλ. ευκάλυπτος, καστανιά, κέδρος, μηλιά, οξιά, πεύκο, πορτοκαλιά, χαμόδεντρο. 2. δενδροδιάγραμμα. ● Υποκ.: δεντράκι (το): ΣΥΝ. δενδρύλλιο ● ΣΥΜΠΛ.: γενεαλογικό δέντρο: το σύνολο των προγόνων κάποιου ανθρώπου ή ζωικού είδους, καθώς και το διάγραμμα που τους εμφανίζει σε δενδρική δομή μέχρι κάποιο όριο στο παρελθόν: ~ ~ οικογένειας (= οικογενειακό δέντρο)/τριών γενεών/... χρόνων. Βλ. ρίζες.|| ~ ~ αιλουροειδών/θηλαστικών. ~ ~ καθαρόαιμου σκύλου (βλ. πεντιγκρί).|| (μτφ.) ~ ~ χειρογράφου. [< γαλλ. arbre généalogique] , το δέντρο της γνώσης (του καλού και του κακού) (ΠΔ): ΘΕΟΛ. το δέντρο με τον απαγορευμένο από τον Θεό καρπό, τον οποίο έφαγαν οι Πρωτόπλαστοι και εκδιώχθηκαν από τον Παράδεισο., χριστουγεννιάτικο δέντρο/δέντρο των Χριστουγέννων: έλατο με διακοσμητικά αντικείμενα ή/και φωτάκια που τοποθετείται σε ιδιωτικούς ή δημόσιους χώρους κατά την περίοδο των Χριστουγέννων: Στολίζω το ~ ~. [< γερμ. Weihnachtsbaum] , βρογχικό δέντρο βλ. βρογχικός, οικογενειακό δέντρο βλ. οικογενειακός ● ΦΡ.: βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος (μτφ.): για κάποιον που ασχολείται με τις λεπτομέρειες και όχι με την ουσία ενός θέματος. [< 1: μεσν. δέντρο(ν)]

δημοκρατία

δημοκρατία δη-μο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.) {δημοκρατι-ών} 1. ΠΟΛΙΤ. πολίτευμα στο οποίο η εξουσία πηγάζει από τον λαό και ασκείται από αυτόν άμεσα ή έμμεσα (μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων): αστική (βλ. καπιταλισμός)/σοσιαλιστική/συμμετοχική ~. Ανοιχτή/πλουραλιστική ~. Εχθρός/υπέρμαχος της ~ας. Κλονίζονται τα θεμέλια της ~ας. Η ανακήρυξη/αποκατάσταση/εγκαθίδρυση/εδραίωση/κατάλυση/κρίση/οικοδόμηση/υπονόμευση της ~ας. Έλλειμμα ~ας. Αγωνιστές της ~ας. Πβ. λαϊκή κυριαρχία. Βλ. αριστοκρατία, δεσποτεία, δικτατορία, μον-, ολιγ-αρχία, μετα~, σοσιαλ~, τηλε~, τυραννία, χριστιανο~.|| (καταχρ.) Θεοκρατική ~.|| (προφ., συνήθ. ελευθερία λόγου:) Αφήστε τον να πει τη γνώμη του, ~ δεν έχουμε; 2. (συνεκδ.) το κράτος που έχει δημοκρατικό πολίτευμα: Ελληνική/Κυπριακή ~. (ΙΣΤ.) Η Αθηναϊκή ~.|| Οι πρώην σοβιετικές ~ες.|| Ανεξάρτητες/αυτόνομες/δυτικές/φιλελεύθερες ~ες. 3. η περίοδος κατά την οποία επικρατεί δημοκρατικό πολίτευμα σε μία χώρα και η οποία αρχίζει από την ψήφιση ή αναθεώρηση του Συντάγματος: η B'/Γ' Ελληνική ~. Η Ε' Γαλλική ~. Βλ. -κρατία. ● ΣΥΜΠΛ.: αβασίλευτη δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. πολίτευμα στο οποίο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται άμεσα από τον λαό ή έμμεσα από τους αντιπροσώπους του: Η ~ ~ διακρίνεται σε προεδρική και προεδρευόμενη. Βλ. ρεπουμπλικανισμός.|| (το κράτος με το συγκεκριμένο πολίτευμα:) Η χώρα ανακηρύχθηκε ~ ~., άμεση δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. πολίτευμα στο οποίο η εξουσία ασκείται απευθείας από τον λαό: Η ~ ~ της αρχαίας Αθήνας. Βλ. δημοψήφισμα. [< γαλλ. démocratie directe] , ανελεύθερη δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. πολιτικό καθεστώς το οποίο τυπικά είναι δημοκρατικό, στο πλαίσιο όμως του λαϊκισμού παραβιάζει συστηματικά τις δημοκρατικές αρχές [< αμερικ. illiberal democracy, 1997], αντιπροσωπευτική/έμμεση δημοκρατία & αντιπροσωπευτικό σύστημα: ΠΟΛΙΤ. πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης μέσω αιρετών αντιπροσώπων του λαού: H ~ ~ διακρίνεται σε αβασίλευτη και βασιλευόμενη. Πβ. κοινοβουλευτισμός. [< γαλλ. démocratie représentative] , βασιλευόμενη/βασιλευομένη δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. μορφή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που ορίζει κληρονομικό βασιλιά ως ανώτατο άρχοντα· συνεκδ. το κράτος με το συγκεκριμένο πολίτευμα., ηλεκτρονική δημοκρατία: χρήση των σύγχρονων τεχνολογιών (διαδίκτυο, κινητή τηλεφωνία) για την ενημέρωση και την ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών στη διαμόρφωση και λήψη αποφάσεων: ηλεκτρονική διακυβέρνηση και ~ ~. Βλ. ηλεκτρονική ψηφοφορία. ΣΥΝ. τηλεδημοκρατία (1) [< αγγλ. electronic/e- democracy] , κοινοβουλευτική δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με χαρακτηριστικά την άσκηση της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας από το κοινοβούλιο και την περιορισμένη δικαιοδοσία του Προέδρου της Δημοκρατίας: βασιλευόμενη/προεδρευόμενη ~ ~. ΣΥΝ. κοινοβουλευτισμός [< γαλλ. démocratie parlementaire] , λαϊκή/λαοκρατική δημοκρατία (κ. με κεφαλ. Λ, Δ): ΠΟΛΙΤ. μορφή πολιτεύματος που εγκαθιδρύθηκε στα κομμουνιστικά καθεστώτα, κυρ. μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπό την επίδραση της μαρξιστικής-λενινιστικής ιδεολογίας: ~ ~ της Κίνας/Κορέας (= Βόρεια Κορέα). Βλ. δικτατορία του προλεταριάτου, υπαρκτός σοσιαλισμός. [< γαλλ. république/démocratie populaire] , ομοσπονδιακή δημοκρατία: ομοσπονδιακό κράτος με δημοκρατικό πολίτευμα: η ~ ~ της Γερμανίας.|| (το συγκεκριμένο πολίτευμα:) Καθεστώς ~ής ~ας. [< αγγλ. Federal Republic, γαλλ. République fédérale] , προεδρευόμενη/προεδρευομένη δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. μορφή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην οποία η εξουσία ασκείται από την κυβέρνηση που έχει εκλέξει ο λαός, ενώ αρχηγός του κράτους, χωρίς ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες, είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που εκλέγεται συνήθ. από το κοινοβούλιο: Η Ελλάδα έχει ~ ~.|| (το κράτος με το συγκεκριμένο πολίτευμα:) H χώρα ανακηρύχθηκε (σε) ~ ~., προεδρική δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στην οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αρχηγός του κράτους και της κυβέρνησης και έχει ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες. [< γαλλ. démocratie présidentielle] , δημοκρατία της μπανανίας/μπανάνας βλ. μπανάνα, Προεδρία της Δημοκρατίας βλ. προεδρία, Πρόεδρος (της Δημοκρατίας) βλ. πρόεδρος [< αρχ. δημοκρατία, γαλλ. démocratie, αγγλ. democracy, γερμ. Demokratie]

δημοσιογραφία

δημοσιογραφία δη-μο-σι-ο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ. η συγκέντρωση, επεξεργασία και μετάδοση ειδήσεων από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά· το σχετικό επάγγελμα και το αντίστοιχο γνωστικό αντικείμενο: αθλητική/ανεξάρτητη/αντικειμενική/ελεύθερη/έντυπη/ερευνητική/ κίτρινη (βλ. Τύπος)/μάχιμη/πολιτική/στρατευμένη ~. Πβ. Τύπος. Βλ. φωτο~.|| Διδάσκει/σπουδάζει ~. Βλ. -γραφία. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονική δημοσιογραφία: τα μέσα ραδιοτηλεοπτικής ενημέρωσης και η πληροφόρηση μέσω του διαδικτύου: Η ~ ~ κάνει εκτεταμένη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας. Πβ. ηλεκτρονικός Τύπος. [< αγγλ. electronic/e-journalism, περ. 1970] [< γαλλ. journalisme]

δια- & διά- & δι-

δια- & διά- & δι- πρόθημα που δηλώνει: 1. αλληλεπίδραση μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών, αμοιβαιότητα: δια-κρατικός/~πολιτισμικός/~τμηματικός. Δια-προσωπικός. Δι-ατλαντικός/~ευρωπαϊκός (βλ. παν-).|| Δια-πλοκή (πβ. εμ-).|| Διά-λογος (ΑΝΤ. μονό-). 2. διέλευση: διά-βαση/~πλους. Δια-περνώ/~σχίζω. Δι-έρχομαι.|| Δια-βιβάζω (βλ. μετα-).|| (μτφ., έμμεση αντίληψη:) Δια-βλέπω. 3. διάδοση: δια-χέω.|| (επιτατ.) Δια-κήρυξη (βλ. προ-). Δια-λαλώ. 4. χωρισμό, μοίρασμα: δια-βάθμιση/~νομή (βλ. κατα-). Δια-μοιράζω. Δι-αιρώ.|| (κατ' επέκτ. διάκριση:) Δια-πρέπω. 5. ανταγωνισμό, ασυμφωνία, εναντίωση: δι-αγωνίζομαι (βλ. αντ-).|| Δια-φορά. Διά-σταση (βλ. από-). Δια-φωνώ (ΑΝΤ. συμ-).|| Δια-μάχη/~πληκτισμός. 6. προσωρινή ή μόνιμη παύση: διά-λειμμα. Δια-κόπτω (βλ. ανα-). 7. επίταση: δια-σαφηνίζω (πβ. απο-). Δι-ασφαλίζω (πβ. εξ-).|| (αρνητ. συνυποδ.) Δια-γράφω (πβ. ξε-). Δια-βόητος (βλ. περι-). Δια-λύω (βλ. κατα-)/~στρεβλώνω/~φθείρω. 8. χρονική διάρκεια: δι-ημερεύω (πβ. εφ-).|| (μτφ.) Δι-αιωνίζω.

διαβατήριο

διαβατήριο δι-α-βα-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {διαβατηρί-ου} 1. πιστοποιητικό ταυτότητας που χορηγείται από το κράτος στους υπηκόοους του για τη μετάβαση και παραμονή τους σε χώρα του εξωτερικού: ατομικό/διπλωματικό/έγκυρο/εθνικό/ευρωπαϊκό/πλαστό/υπηρεσιακό ~. Ανανέωση/αντικατάσταση/αριθμός/έκδοση/θεώρηση/φωτογραφίες ~ου. Επικυρωμένο αντίγραφο ~ου. Έλεγχος ~ων στα σύνορα. Το ~ έχει λήξει. Πβ. πασαπόρτι. Βλ. βίζα.|| Επαγγελματικό ~ (βλ. ευρω~). ~ γλωσσών (: με τις γλωσσικές δεξιότητες του κατόχου του, βλ. Ευρωπαϊκό πορτφόλιο). Βλ. -τήριο. 2. (μτφ.) οτιδήποτε εξασφαλίζει σε κάποιον πρόσβαση ή άδεια για κάτι: ~ για διεθνή αναγνώριση/την επιτυχία/το μέλλον/τον τελικό.|| Πήρε το ~ για την Ευρωπαϊκή Ένωση (: για υποψήφια προς ένταξη χώρα).|| Πήρε ~ για τον άλλο κόσμο (: είναι ετοιμοθάνατος). ● ΣΥΜΠΛ.: βιολογικό διαβατήριο: ατομικό, ηλεκτρονικό αρχείο για επαγγελματίες αθλητές, όπου καταγράφονται και αντιπαραβάλλονται τα αποτελέσματα όλων των ελέγχων ντόπινγκ, στους οποίους υποβάλλονται σε μια ορισμένη χρονική περίοδο, για την εξακρίβωση της λήψης ή μη αναβολικών από μέρους τους. [< αγγλ. (Athlete) Biological Passport] , βιομετρικό/ηλεκτρονικό διαβατήριο: που περιέχει τα χαρακτηριστικά του κατόχου του (δακτυλικά αποτυπώματα, χρώμα ίριδας, φωνή) αποθηκευμένα σε μικροτσίπ., ενιαίο διαβατήριο: που επιτρέπει στις επενδυτικές επιχειρήσεις να ασκούν τις δραστηριότητές τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση., κοινοτικό διαβατήριο βλ. κοινοτικός [< γαλλ. passeport]

διακυβέρνηση

διακυβέρνηση δι-α-κυ-βέρ-νη-ση ουσ. (θηλ.): ΠΟΛΙΤ. άσκηση εξουσίας, ιδ. από την κυβέρνηση μιας χώρας: αυταρχική/ευρωπαϊκή/οικονομική/παγκόσμια/προοδευτική/ρυθμιστική/τεχνοκρατική (πβ. κυβερνητισμός) ~. Συμμετοχική και δημοκρατική ~ του κράτους. Πβ. διοίκηση.|| (κατ' επέκτ.) ~ πλοίου/σκάφους. Πβ. πιλοτάρισμα, πλοήγηση.|| ~ του διαδικτύου (: πολιτική οργάνωσης και άσκησης ελέγχου στον κυβερνοχώρο). ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτή διακυβέρνηση: ΠΟΛΙΤ. τρόπος διακυβέρνησης που δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες να συμμετέχουν μέσω του διαδικτύου στη λήψη κυβερνητικών αποφάσεων. [< αγγλ. open government, 1971] , εταιρική διακυβέρνηση: ΟΙΚΟΝ. σύνολο κανόνων που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των μετόχων, της διοίκησης και όσων επηρεάζονται από τη λειτουργία της εταιρείας με στόχο τη μεγιστοποίηση της αξίας της επιχείρησης. [< αγγλ. corporate governance] , ηλεκτρονική διακυβέρνηση & ηλεκτρονική διοίκηση: ΠΟΛΙΤ. χρήση των τεχνολογιών της πληροφορίας και επικοινωνίας (ΤΠΕ) στη δημόσια διοίκηση, με σκοπό τη βελτίωση της εξυπηρέτησης του κοινού, την ενδυνάμωση της δημοκρατίας και την υποστήριξη των δημόσιων πολιτικών. Βλ. τηλεδιοίκηση. [< αγγλ. Electronic/e- Government] [< μτγν. διακυβέρνησις ‘διεύθυνση, καθοδήγηση, γαλλ. gouvernement]

διεύθυνση

διεύθυνση δι-εύ-θυν-ση ουσ. (θηλ.) (συντομ. Δ/νση, στις σημ. 1,2,3) 1. τα στοιχεία που προσδιορίζουν τον τόπο κατοικίας ή εργασίας κάποιου (οδός, αριθμός, περιοχή)· το ίδιο το μέρος όπου διαμένει ή εργάζεται: ακριβής/λανθασμένη/μόνιμη/προσωρινή/ταχυδρομική ~. ~ αλληλογραφίας/αποστολής (π.χ. του λογαριασμού)/έδρας (επιχείρησης)/επικοινωνίας/σπιτιού. Άλλαξε ~. Στο φάκελο αναγράφονται η ~ του αποστολέα και του παραλήπτη.|| Τα γραφεία του οργανισμού μεταφέρονται σε νέα ~. 2. διοίκηση, ευθύνη διαχείρισης έργου, λειτουργίας υπηρεσίας ή συνεκδ. αυτός που έχει αναλάβει τη διοίκηση ή ο χώρος όπου στεγάζονται τα σχετικά γραφεία: οικονομική/τεχνική ~. ~ εφημερίδας/θεάτρου/σχολείου/παραγωγής/προγράμματος. Έχει τη γενική ~ της εταιρείας/τη ~ σύνταξης του περιοδικού. Της ανέθεσαν/εμπιστεύθηκαν τη ~ του ινστιτούτου. Παραιτήθηκε από τη ~. Πβ. μάνατζμεντ.|| (για μουσικό σχήμα ή σύνολο:) ~ χορωδίας. Συναυλία υπό τη ~ του ...|| Απευθύνομαι στη/καταγγέλλω τη ~. Η ~ δεν φέρει ευθύνη για τυχόν απολεσθέντα αντικείμενα. Πβ. διευθυντής, προϊστάμενος.|| Η έδρα της ~ης. 3. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. (κ. με κεφαλ. Δ) διοικητική υποδιαίρεση υπηρεσίας, οργανισμού ή τομέας επιχείρησης και συνεκδ. οι υπάλληλοί της: Αστυνομική/Κεντρική/Περιφερειακή ~. ~ Πρωτοβάθμιας/Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. ~ Διοικητικού (ενν. προσωπικού)/Μεταφορών/Μηχανοργάνωσης/Πολεοδομίας/Τροχαίας. Γενική ~ Αρχαιοτήτων. ~ Μάρκετινγκ/Προµηθειών/Πωλήσεων μιας εταιρείας. Γραμματέας ~ης.|| Από τη ~ διατίθενται ενημερωτικά φυλλάδια. Βλ. τμήμα. 4. ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθμός ή γενικότ. το σύνολο των χαρακτήρων που προσδιορίζει θέση μνήμης, καταχωρητή, αποδέκτη μηνύματος, συσκευή: άκυρη/έγκυρη ~. ~ διακομιστή/δικτυακού παροχέα/ιστοσελίδας. Βιβλίο (: διευθυνσιογράφος)/γραμμή ~ύνσεων. Χρήσιμες ~ύνσεις στο διαδίκτυο. Σε κάθε υπολογιστή αντιστοιχίζεται μια ~. 5. κατεύθυνση προς την οποία κινείται κάποιος ή κάτι: διαγώνια/διαμήκης/κατακόρυφη/οριζόντια/πλάγια/τυχαία ~. Η ~ του αέρα/των ακτίνων του ήλιου. Ο άνεμος άλλαξε ~ (= πορεία).|| (ΦΥΣ.) ~ της δύναμης/του μαγνητικού πεδίου/της ορμής/της ταχύτητας. Πβ. φορά. Βλ. τετρα~. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονική διεύθυνση & διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (επίσ.): ΔΙΑΔΙΚΤ. σειρά χαρακτήρων που προσδιορίζει μια εικονική τοποθεσία στην οποία μπορούν να σταλούν ηλεκτρονικά μηνύματα. ΣΥΝ. ιμέιλ (2) [< αγγλ. electronic/email address] , σύστημα διεύθυνσης: ΤΕΧΝΟΛ. το σύνολο των οργάνων οχήματος ή σκάφους τα οποία επιτρέπουν την πλοήγησή του: ηλεκτρικό/μηχανικό/υδραυλικό ~ ~. ~ ~ αεροσκάφους/αυτοκινήτων. ~ατα ~ βολής/πυρός. ● ΦΡ.: προς όλες τις κατευθύνσεις/διευθύνσεις: παντού: Τα σωματίδια κινούνται ~ ~. Τα κύματα διαδίδονται ~ ~. Πβ. όλα τα αζιμούθια. [< 1,4: γαλλ. adresse 2,3,5: γαλλ. direction]

δισκέτα

δισκέτα δι-σκέ-τα ουσ. (θηλ.): ΠΛΗΡΟΦ. (κυρ. παλαιότ.) μικρός μαγνητικός δίσκος με πλαστικό κάλυμμα που έχει περιορισμένη χωρητικότητα και χρησιμοποιείται για την αποθήκευση και μεταφορά δεδομένων: ~ εκκίνησης. Αντιγραφή αρχείου από τη ~ στον σκληρό δίσκο. Κάνω φορμάτ στη ~. Πβ. εύκαμπτος δίσκος. Βλ. -έτα. ΣΥΝ. φλόπι [< αγγλ. diskette, 1973]

εγκέφαλος

εγκέφαλος [ἐγκέφαλος] ε-γκέ-φα-λος ουσ. (αρσ.) {-ου (συνηθέστ.) -άλου} 1. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το ανώτερο ενδοκρανιακό τμήμα του κεντρικού νευρικού συστήματος των σπονδυλωτών που ελέγχει και συντονίζει τις φυσιολογικές λειτουργίες (όπως αναπνοή, κίνηση των μυών), ερμηνεύει τα ερεθίσματα των αισθήσεων και αποτελεί την έδρα των συνειρμών, των ενστίκτων, της μάθησης και -ιδ. για τον άνθρωπο- της συνείδησης: ανθρώπινος/διάμεσος (πβ. διεγκέφαλος)/μέσος (πβ. μεσεγκέφαλος)/οπίσθιος (βλ. παρεγκεφαλίδα)/πρόσθιος/ρομβοειδής/τελικός ~. Η γέφυρα/τα ημισφαίρια (αριστερό, δεξιό)/τα κέντρα/οι κοιλίες/τα κύτταρα/οι λοβοί (βρεγματικός, κροταφικός)/οι νευρώνες/η (λευκή/φαιά) ουσία/ο φλοιός του ~ου. Ατροφία/διάσειση/εκφυλιστική νόσος (πβ. πάρκινσον)/εμφύτευμα (πβ. τσιπ)/κακώσεις/μαγνητική τομογραφία/πλαστικότητα (: η εγγενής ιδιότητα συνεχούς αναδόμησης)/φλεγμονή (πβ. εγκεφαλίτιδα)/(νευρο)φυσιολογία/χαρτογράφηση του ~άλου. Εγχείρηση/όγκος στον ~ο. Ο ~ αντιδρά/αποκρίνεται/δίνει εντολή-σήμα/ενεργοποιείται.|| Τεχνητοί ~οι (πβ. ρομπότ) και νευρωνικά δίκτυα. Πβ. μυαλό, νους. Βλ. νευρο-διαβιβαστής, -επιστήμες, νωτιαίος μυελός, τεχνητή νοημοσύνη. 2. (μτφ., συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) πρόσωπο που διαδραματίζει καθοδηγητικό, αρχηγικό ρόλο σε ένα εγχείρημα: Ελεύθερος παραμένει/συνελήφθη ο ~ της απαγωγής/της δολοφονίας/της (βομβιστικής) επίθεσης. Επιχειρηματικοί/οικονομικοί/στρατιωτικοί ~οι. Στα χέρια των Αρχών οι ~οι της κομπίνας/του κυκλώματος/της οργάνωσης/της σπείρας/της συμμορίας. Βλ. εμπνευστής, οργανωτής, σχεδιαστής. ΣΥΝ. ιθύνων νους 3. (συνεκδ.) χαρακτηρισμός προσώπου σε σχέση με τον τρόπο σκέψης, τη νοοτροπία του: Μόνο ένας αρρωστημένος/νοσηρός/πειραγμένος/σατανικός ~ θα μπορούσε να σχεδιάσει κάτι τέτοιο!|| (ειρων.) Ποιος φαεινός ~ (= ανεγκέφαλος άνθρωπος) είχε αυτή την ιδέα;|| (θετ. συνυποδ.) Είναι ~ στα μαθηματικά (= διάνοια, ιδιοφυΐα). Οι μεγάλοι ~οι της ιστορίας. Πβ. μυαλό. ● ΣΥΜΠΛ.: διαρροή εγκεφάλων/επιστημόνων: μετανάστευση επιστημόνων, ερευνητών, ειδικευμένου δυναμικού σε χώρες με καλύτερες επαγγελματικές ευκαιρίες ή γενικότ. συνθήκες ζωής. Βλ. κινητικότητα. [< αμερικ. brain drain, 1960, γαλλ. ~, περ. 1960] , ηλεκτρονικός εγκέφαλος ΗΛΕΚΤΡΟΝ.-ΠΛΗΡΟΦ. 1. ηλεκτρονικό σύστημα που ελέγχει και συντονίζει τις λειτουργίες μηχανημάτων ή εξαρτημάτων: ~ ~ του αυτοκινήτου. Βλ. ελεγκτής, μικροεπεξεργαστής. 2. (παλαιότ.) ηλεκτρονικός υπολογιστής. [< αγγλ. electronic brain, 1945] , μαλάκυνση (του) εγκεφάλου/εγκεφαλική μαλάκυνση βλ. μαλάκυνση, μεταιχμιακό σύστημα (του εγκεφάλου) βλ. μεταιχμιακός, πλύση εγκεφάλου βλ. πλύση ● ΦΡ.: γανώνω το κεφάλι/τον εγκέφαλο/τα μυαλά/τ' αυτιά κάποιου βλ. γανώνω, έχει κάλο στον εγκέφαλο βλ. κάλος [< αρχ. ἐγκέφαλος, γαλλ. cerveau, αγγλ. brain]

έγκλημα

έγκλημα [ἔγκλημα] έ-γκλη-μα ουσ. (ουδ.) {εγκλήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΝΟΜ. άδικη πράξη ή παράλειψη καθήκοντος που τιμωρείται από τον νόμο· ειδικότ. ανθρωποκτονία: αυτόφωρο ~. ~ βίας/μίσους/πάθους. ~ κατά της ζωής/της ιδιοκτησίας/της φύσης (= οικολογικό ~). ~ εκ προμελέτης/εξ αμελείας/με δόλο/με πρόθεση. Το ~ της αρχαιοκαπηλίας/του εμπρησμού/της εσχάτης προδοσίας/της σεξουαλικής κακοποίησης. Καταδικάστηκε/κατηγορείται για ~. (Ηθικός) αυτουργός/διαλεύκανση/εκδίκαση/ένοχος/εξιχνίαση/θύμα/κίνητρα/μάρτυρες/παραγραφή/πρόληψη/καταστολή/τέλεση ~ατος. Συνεργοί στο ~. Βασικά/θρησκευτικά/οικονομικά (βλ. φοροδιαφυγή)/ρατσιστικά ~ατα. Αποκαλύπτω/διαπράττω/ομολογώ/σκεπάζω ένα ~. Στα ίχνη του ~ατος. ~ σε βαθμό κακουργήματος. Βλ. πλημμέλημα, πταίσμα.|| Άγριο/αποτρόπαιο/ειδεχθές/πρωτοφανές/στυγερό/φρικιαστικό ~. ~ εν ψυχρώ. Βασικός ύποπτος για το ~. (ως παραθετικό σύνθ.) ~-μυστήριο (= μυστηριώδες). Πβ. δολοφονία, φόνος. ΣΥΝ. εγκληματική ενέργεια (1) 2. (μτφ.-εμφατ.) ενέργεια που θεωρείται απαράδεκτη· λάθος, συνήθ. με πολύ δυσάρεστες συνέπειες: ~ κατά/σε βάρος του λαού. Μέγιστο/έσχατο ~. Είναι ~ να λέω τη γνώμη μου ξεκάθαρα; ● ΣΥΜΠΛ.: διαρκές έγκλημα: ΝΟΜ. του οποίου η ενέργεια συνεχίζεται και μετά την τέλεσή του, π.χ. αρπαγή ανηλίκου· κατ' επέκτ. που δεν παραγράφεται λόγω των σοβαρών του συνεπειών: ~ ~ κατά του περιβάλλοντος., εγκλήματα πολέμου: που διαπράττονται κατά τη διάρκεια πολέμου, παραβιάζοντας διεθνείς συμβάσεις (π.χ. βασανιστήρια αιχμαλώτων). [< αγγλ. war crimes, 1906] , ηλεκτρονικό έγκλημα & ηλεκτρονική εγκληματικότητα: ΔΙΑΔΙΚΤ. κάθε αξιόποινη πράξη που τελείται μέσω υπολογιστή ή δικτύου: κράκερ/χάκερ και ~ ~. Πάταξη του ~ού ~ατος. Υπηρεσία Δίωξης ~ού ~ατος. Βλ. δικτυοπειρατεία, ηλεκτρονικό εμπόριο. ΣΥΝ. κυβερνοέγκλημα [< αγγλ. electronic/e- crime] , οργανωμένο έγκλημα: εγκληματικές οργανώσεις ή/και η παράνομη δραστηριότητά τους: διασυνοριακό/διεθνές ~ ~. Τα δίκτυα/τα κυκλώματα/οι νονοί του ~ου ~ατος. Το εμπόριο ανθρώπων ως μορφή ~ου ~ατος. Βλ. μαφία, συμμορία, τρομοκρατία, υπόκοσμος. [< αγγλ. organized crime, 1929] , πειστήρια του εγκλήματος: αποδεικτικά στοιχεία για τη διάπραξή του: Εξαφάνισε/ψάχνει για τα ~ ~. Τα ~ ~ εξετάζονται στο εγκληματολογικό εργαστήριο. Πβ. τεκμήριο., πολιτικό έγκλημα/αδίκημα: κάθε πράξη που παραβιάζει την έννομη λειτουργία ή την οργάνωση ενός κράτους., στιγμιαίο έγκλημα: ΝΟΜ. έγκλημα που ολοκληρώνεται τη στιγμή που τελείται. Βλ. φόνος., τόπος του εγκλήματος: το σημείο όπου διαπράχθηκε ένα έγκλημα: Εξέταση/έρευνα στον ~ο ~. Συνελήφθη στον ~ο ~. Ο δολοφόνος γυρνάει/επιστρέφει πάντα στον ~ο ~., αναπαράσταση (του) εγκλήματος βλ. αναπαράσταση, έγκλημα καθοσιώσεως βλ. καθοσίωση, ιδιώνυμο αδίκημα/έγκλημα βλ. αδίκημα, οικονομικό έγκλημα βλ. οικονομικός, σώμα του εγκλήματος βλ. σώμα ● ΦΡ.: έγκλημα και τιμωρία: σε περιπτώσεις που μια αξιόποινη πράξη τιμωρείται τελικά με δίκαιο και παραδειγματικό τρόπο., έγκλημα κατά της ανθρωπότητας : κτηνώδης, ανήθικη πράξη (π.χ. εξολόθρευση ή υποδούλωση) σε βάρος ολόκληρου πληθυσμού ή τμήματός του για φυλετικούς, θρησκευτικούς ή άλλους λόγους. Βλ. γενοκτονία, ολοκαύτωμα., εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας: ΝΟΜ. βιασμός, αποπλάνηση ανηλίκου, σεξουαλική κακοποίηση: ~ ~ και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής., αποδοχή προϊόντων εγκλήματος βλ. αποδοχή, εγκλήματα κατά των ηθών βλ. ήθος [< αρχ. ἔγκλημα ‘κατηγορητήριο, μήνυση’, γαλλ.-αγγλ. crime]

έκδοση

έκδοση [ἔκδοση] έκ-δο-ση ουσ. (θηλ.) 1. η διαδικασία της τύπωσης ενός έργου σε πολλά συνήθ. αντίτυπα και της διάθεσής του σε κυκλοφορία· συνεκδ. το ίδιο το έργο: εικονογραφημένη/ενημερωτική/έντυπη/επιστημονική/ιδιωτική/ιστορική/καθημερινή/λαμπρή/μηνιαία/μνημειώδης/πανεπιστημιακή/περιοδική/πολυτελής/πολύτομη/συλλεκτική ~. ~ εγχειριδίου/λεξικού/ποιημάτων. Επιμέλεια/τόπος/χρονολογία ~ης. Ιστορικό/κατάλογος ~όσεων. Βλ. αυτο~, συν~.|| ~ νομισμάτων (πβ. κοπή). 2. κάθε νέα μορφή ενός έργου ή προϊόντος που τίθεται σε κυκλοφορία: αναθεωρημένη/διαδικτυακή/δοκιμαστική/έκτακτη/εμπλουτισμένη/επαγγελματική/επαυξημένη/επετειακή/πιλοτική/πρώτη/τελευταία ~. ~ με διορθώσεις. Γραμματόσημο της αναμνηστικής ~ης. Αριθμός ~ης.|| Πολυμορφική ~ αυτοκινήτου. Έχει βγει βελτιωμένη ~. Πβ. μοντέλο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ενημερωμένη ~ λογισμικού. Αναβάθμιση σε νέα ~. Πβ. ανατύπωση, επανακυκλοφορία, επαν~. 3. εκτύπωση επίσημου ή ειδικού εντύπου, με το οποίο δίνεται ορισμένο δικαίωμα στον κάτοχό του· γενικότ. κοινοποίηση: ~ άδειας (κυκλοφορίας)/βίζας/δελτίου αστυνομικής ταυτότητας/διαβατηρίου/διαζυγίου/εγκυκλίου/εισιτηρίου/εντάλματος/επιταγής/πιστοποιητικού/ποινικού μητρώου/πράσινης κάρτας. Ημερομηνία/τέλη ~ης. Θα γίνει ~ τιμολογίου (= θα εκδοθεί).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ αποδείξεων/δανείου (: παροχή άδειας για δάνειο)/ομολόγων/τίτλων/χρεογράφων.|| ~ αποτελεσμάτων/απόφασης/διαταγής/διατάγματος (= ανακοίνωση, δημοσίευση). 4. ΝΟΜ. παράδοση ατόμου που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα από το κράτος στο οποίο έχει καταφύγει σε αυτό που έχει τη δικαιοδοσία να το δικάσει ή/και να το τιμωρήσει: ~ εγκληματία/υπόπτων. Αίτημα ~ης. Η χώρα ζητά την ~ των τρομοκρατών. Βλ. προσαγωγή.εκδόσεις (οι): εκδοτικός οίκος και γενικότ. το εμπόριο βιβλίου: Κυκλοφορεί από τις ~ ... Βιβλίο των ~όσεων ...|| Εταιρεία που δραστηριοποιείται στο χώρο των ~όσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: έκδοση δικαιωμάτων: ΟΙΚΟΝ. έκδοση επιπλέον μετοχών στους υπάρχοντες μετόχους σε τιμή λίγο πιο χαμηλή από την τρέχουσα της αγοράς: ~ ~ προτίμησης. [< αγγλ. rights issue, 1955] , ηλεκτρονική έκδοση: κυκλοφορία ενός έργου στο διαδίκτυο ή σε CD-ROM: ~ ~ εγκυκλοπαίδειας/περιοδικού. Η εφημερίδα κυκλοφορεί σε έντυπη και ~ ~. Πβ. ηλεκτρονικό βιβλίο. [< αγγλ. electronic/e- edition] , κριτική έκδοση: ΦΙΛΟΛ. που βασίζεται στη μελέτη διαφορετικών χειρογράφων και εκδόσεων: ~ ~ (αρχαίου) κειμένου. ~ ~ με σχόλια και μετάφραση. [< λατ. editio critica] , επιτραπέζια έκδοση βλ. επιτραπέζιος [< μτγν. ἔκδοσις, γαλλ. édition]

εκπαίδευση

εκπαίδευση [ἐκπαίδευση] εκ-παί-δευ-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΠΑΙΔΑΓ. συστηματική, οργανωμένη και χρονικά καθορισμένη διαδικασία μετάδοσης γνώσεων, αξιών, δεξιοτήτων και ικανοτήτων, η οποία υλοποιείται από την Πολιτεία ή άλλους φορείς: γλωσσική/δημόσια (δωρεάν)/δίγλωσση/ελληνόγλωσση/ιδιωτική/συμπεριληπτική/φροντιστηριακή (πβ. παραπαιδεία) ~. Εγκύκλια ~. Υποχρεωτική (: νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο) και μη υποχρεωτική (: λύκειο) ~. Ανώτατη (: ακαδημαϊκή, πανεπιστημιακή) και ανώτερη (: τεχνολογική) ~. (Προ)σχολική ~. Προ-/μετα-πτυχιακή ~. Κοινωνιολογία της ~ης. Σύμβουλος ~ης (= σχολικός σύμβουλος). Οι νέες τεχνολογίες στην ~. Ο δημόσιος χαρακτήρας της ~ης. Πβ. παιδεία. Βλ. μετ~, συν~, τηλ~. 2. (κατ' επέκτ.) κατάρτιση: επαγγελματική ~. Συνεχής ~ (προσωπικού/υπαλλήλων). Βλ. Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε., αυτο~, (εξ)ειδίκευση, επιμόρφωση. 3. άσκηση: αθλητική ~. Λαμβάνω θεωρητική (πχ. ως υποψήφιος οδηγός)/ταχύρυθμη (βλ. σεμινάριο) ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Βασική ~ (: στα ΚΕΝ). ~ στα όπλα.|| ~ σκύλων (= εκγύμναση). Βλ. προ~. 4. αγωγή, γαλούχηση, διαπαιδαγώγηση: ~ για τα ανθρώπινα δικαιώματα/την υγεία. ● ΣΥΜΠΛ.: άτυπη εκπαίδευση/μάθηση & (σπάν.) ανεπίσημη εκπαίδευση/μάθηση: ΠΑΙΔΑΓ. που πραγματοποιείται μέσα από τις καθημερινές εμπειρίες και την προσωπική αναζήτηση του ατόμου. [< αγγλ. informal education/learning] , δευτεροβάθμια/μέση εκπαίδευση: το Γυμνάσιο και το Λύκειο, η βαθμίδα της εκπαίδευσης μεταξύ της πρωτοβάθμιας και της τριτοβάθμιας: δημόσια/ιδιωτική ~ ~., διά βίου μάθηση/εκπαίδευση: που συντελείται καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής και καλύπτει όλα τα είδη και επίπεδα της τυπικής, μη τυπικής και άτυπης εκπαίδευσης. Βλ. Λαϊκό Πανεπιστήμιο, συνεχιζόμενη/διά βίου/διαρκής κατάρτιση. [< αγγλ. lifelong learning, 1930, lifelong education] , εκπαίδευση ενηλίκων: κάθε οργανωμένη εκπαιδευτική διαδικασία με την οποία το ενήλικο άτομο αναπτύσσει τις ικανότητές του, εμπλουτίζει τις γνώσεις του, βελτιώνει τα προσόντα του, με σκοπό την ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και την ενεργό συμμετοχή του στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη: άτυπη ~ ~. Γενική γραμματεία ~ης ~ (ακρ. ΓΓΕΕ). ~ ~ μεταναστών στην ελληνική γλώσσα. Η ~ ~ συμβάλλει στην αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού. Πβ. συνεχιζόμενη εκπαίδευση. Βλ. σχολείο δεύτερης ευκαιρίας. [< αγγλ. adult education, 1814] , εκπαίδευση εξ αποστάσεως/από απόσταση & διδασκαλία/μάθηση/σπουδές εξ αποστάσεως/από απόσταση: που γίνεται χωρίς φυσική παρουσία στον ίδιο χώρο διδασκόντων και διδασκομένων και βασίζεται στην επικοινωνία με ηλεκτρονικά μέσα, όπως το διαδίκτυο. Βλ. Ανοικτό Πανεπιστήμιο, τηλεκατάρτιση. ΣΥΝ. τηλεκπαίδευση, τηλεμάθηση [< αγγλ. distance education, distance learning, 1972] , επίσημη/τυπική εκπαίδευση & (σπάν.) μάθηση: ΠΑΙΔΑΓ. που παρέχεται μέσα από ένα αυστηρά καθορισμένο πρόγραμμα σπουδών και εκτείνεται σε τρεις βαθμίδες. Βλ. πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια, τριτοβάθμια εκπαίδευση. [< αγγλ. formal education] , ηλεκτρονική εκπαίδευση: σύγχρονη μέθοδος εκμάθησης από απόσταση που βασίζεται σε ηλεκτρονικά μέσα: (α)σύγχρονη ~ ~. ~ ~ των ατόμων με ειδικές ανάγκες/των εργαζομένων στη χρήση των νεώτερων τεχνολογιών (πβ. τηλε-κατάρτιση, -µάθηση). Μοντέλο/περιβάλλον/πλατφόρμα/πρόγραμμα/σύστημα/υπηρεσίες ~ής ~ης. ~ ~ και χρήση πολυμέσων. Πβ. τηλεκπαίδευση. Βλ. κινητή μάθηση. [< αγγλ electronic/e- learning, e-education] , μη επίσημη/μη τυπική εκπαίδευση & (σπάν.) μάθηση: ΠΑΙΔΑΓ. που λειτουργεί παράλληλα με την επίσημη και παρέχει συμπληρωματικές γνώσεις και δεξιότητες. Βλ. περιβαλλοντική εκπαίδευση. [< αγγλ. non-formal education] , πρωτοβάθμια εκπαίδευση & στοιχειώδης: το Δημοτικό Σχολείο., συνεχιζόμενη εκπαίδευση: επιμορφωτικά προγράμματα, που απευθύνονται κυρ. σε επαγγελματίες, για τις πρόσφατες εξελίξεις στο πεδίο του ενδιαφέροντός τους: ~ ~ και κατάρτιση (ακρ. ΣΕΚ). ~ ~ και διά βίου μάθηση. Πβ. εκπαίδευση ενηλίκων. [< αγγλ. continuing education, 1927, further education, 1937] , τριτοβάθμια εκπαίδευση: η ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση: εισαγωγή στην ~ ~. Βλ. ΑΕΙ, ΤΕΙ., ανοιχτή εκπαίδευση βλ. ανοιχτός, αντισταθμιστική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αντισταθμιστικός, ασύγχρονη τηλεκπαίδευση βλ. τηλεκπαίδευση, βασική εκπαίδευση βλ. βασικός, διαπολιτισμική εκπαίδευση βλ. διαπολιτισμικός, ειδική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αγωγή, εκπαιδευτικό σύστημα βλ. εκπαιδευτικός, Κέντρο (Εκπαίδευσης) Νεοσυλλέκτων βλ. νεοσύλλεκτος, περιβαλλοντική εκπαίδευση βλ. περιβαλλοντικός, τεχνική εκπαίδευση βλ. τεχνικός [< γαλλ. éducation, αγγλ. education]

ελέφαντας

ελέφαντας [ἐλέφαντας] ε-λέ-φα-ντας ουσ. (αρσ.) {θηλ. (προφ.) ελεφαντίνα} & (λόγ.) ελέφας 1. ΖΩΟΛ. μεγαλόσωμο φυτοφάγο θηλαστικό, που ζει σε κοπάδια (οικογ. Elephantidae), με προβοσκίδα, χαυλιόδοντες, παχύ δέρμα, μεγάλα και πλατιά αυτιά: αρσενικός/ασιατικός/αφρικανικός/θηλυκός/ινδικός/λευκός ~. Άγριοι/εξημερωμένοι ~ες. Αγέλη ~ων. Απολιθωμένα οστά νάνων ~ων. Βλ. μαμούθ, παχύδερμος, προβοσκιδωτά. 2. (μτφ.-μειωτ.) πολύ παχύς άνθρωπος, υπέρβαρος. Πβ. ιπποπόταμος. 3. (σπάν.) ελεφαντόδοντο, φίλντισι: έργα από ~α και χρυσό.ελέφαντες (οι): φασόλια γίγαντες. ● Υποκ.: ελεφαντάκι (το): στις σημ. 1,2. ● ΣΥΜΠΛ.: θαλάσσιος ελέφαντας: ΖΩΟΛ. είδος μεγαλόσωμης φώκιας (επιστ. ονομασ. Mirounga leonina)., νεκροταφείο ελεφάντων 1. το μέρος στο οποίο θεωρείται ότι πηγαίνουν οι ελέφαντες, όταν καταλάβουν ότι θα πεθάνουν. 2. (μτφ.) τόπος εκτοπισμού ή χώρος περιθωριοποίησης. Βλ. σκοτώνουν τα άλογα, όταν γεράσουν. [< γαλλ. le cimetière des éléphants] ● ΦΡ.: (έχει) μνήμη ελέφαντα: ισχυρή μνήμη. Βλ. καμήλα. ΑΝΤ. (έχει) μνήμη χρυσόψαρου [< γαλλ. (avoir) une mémoire d΄ éléphant] , άντε να αποδείξεις ότι/πως δεν είσαι ελέφαντας (χιουμορ.): για να δηλωθεί ότι κάτι ολοφάνερο ή αυτονόητο, δεν γίνεται αμέσως αντιληπτό ή κατανοητό. [< αρχ. ἐλέφας, γαλλ. éléphant, αγγλ. elephant]

εμπόριο

εμπόριο [ἐμπόριο] ε-μπό-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ίου}: ΟΙΚΟΝ. αγοραπωλησία αγαθών, υπηρεσιών ή οικονομικών τίτλων, με σκοπό το κέρδος: γενικό/διεθνές/θαλάσσιο (βλ. ναυτιλία) ~. Εξωτερικό/εισαγωγικό (= εισαγωγές)/εξαγωγικό (= εξαγωγές) ~. Εσωτερικό/λιανικό (= λιαν~)/χονδρικό (= χονδρ~) ~. ~ αυτοκινήτων/ειδών υγιεινής/κρασιού/μετάλλων/τροφίμων (ΣΥΝ. εμπορία). ~ και επιχειρήσεις. Γενική Γραμματεία ~ίου (ακρ. ΓΓΕ). Ασχολείται με το/κάνει ~ ρούχων (= εμπορεύεται ρούχα). Βλ. ΠΟΕ, GATT.|| Παράνομο ~ (= λαθρ~, παρα~). ~ ανθρώπων (κυρ. βρεφών ή παιδιών). ~ ναρκωτικών/όπλων (πβ. διακίνηση). ~ αρχαιοτήτων (= αρχαιοκαπηλία). ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερο εμπόριο: που διενεργείται ελεύθερα μεταξύ των κρατών, χωρίς την επιβολή μέτρων προστατευτισμού, κυρ. δασμών: ~ ~ και ελεύθερη διακίνηση. Ζώνη ~ου ~ίου (= ελεύθερων συναλλαγών). Βλ. παρεμβατ-, (νεο)φιλελευθερ-ισμός. [< αγγλ. free trade] , εμπόριο ελπίδας/ελπίδων (αρνητ. συνυποδ.): συναλλαγές ή συμφωνίες, οι οποίες στηρίζονται στην εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου μέσα από τη δημιουργία ή παροχή συνήθ. ψεύτικων ελπίδων ή υποσχέσεων σε άτομα που μειονεκτούν (π.χ. ασθενείς, ανέργους): ~ ~ σε βάρος των καρκινοπαθών., εναλλακτικό και αλληλέγγυο εμπόριο & δίκαιο (και αλληλέγγυο) εμπόριο & εναλλακτικό εμπόριο: ΟΙΚΟΝ.-ΟΙΚΟΛ. νέα μορφή εμπορικής δραστηριότητας, οι φορείς της οποίας (συνεταιρισμοί και μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί) προμηθεύονται προϊόντα από μικρούς παραγωγούς των αναπτυσσόμενων χωρών, που σέβονται την ανθρώπινη εργασία και το περιβάλλον, και τα διαθέτουν στην αγορά σε συγκεκριμένα καταστήματα και σε δίκαιες τιμές· κατ΄επέκτ. το συγκεκριμένο κίνημα που αποσκοπεί στην καταπολέμηση της φτώχειας και τη βιώσιμη ανάπτυξη του αναπτυσσόμενου κόσμου. [< αγγλ. fair trade, 1947] , ηλεκτρονικό εμπόριο: που γίνεται μέσω κυρ. του διαδικτύου: ~ ~ μεταξύ επιχειρήσεων (και καταναλωτών). Πύλη ~ού ~ίου. Πβ. τηλεμπόριο. Βλ. ευρυζωνικότητα. [< αγγλ. electronic/e- commerce, 1993] , παράλληλο εμπόριο: που διεξάγεται με διαφορετικούς τρόπους και διαδικασίες σε σχέση με το συνηθισμένο εμπόριο, ταυτόχρονα όμως με αυτό., διαμετακομιστικό εμπόριο βλ. διαμετακομιστικός, εμπόριο/εμπορία οργάνων βλ. όργανο ● ΦΡ.: του εμπορίου: χαρακτηρισμός προϊόντων, συνήθ. τροφίμων και ποτών, που παρασκευάζονται σε βιομηχανικές μονάδες και προορίζονται για μαζική κατανάλωση: λάδι ~ ~ (= συσκευασμένο· ΑΝΤ. χύμα)., εκτός εμπορίου βλ. εκτός, έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου βλ. στάση, εμπόριο λευκής σαρκός βλ. σαρξ [< αρχ. ἐμπόριον, γαλλ. commerce, αγγλ. trade]

έντυπο

έντυπο [ἔντυπο] έ-ντυ-πο ουσ. (ουδ.) {εντύπ-ου | -ων}: οτιδήποτε περιέχει τυπωμένο κείμενο (συνήθ. με μικρό αριθμό σελίδων): διαφημιστικά (πβ. προσπέκτους)/ενημερωτικά/επιστημονικά/μαθητικά/πολιτι(στι)κά ~α.  ~ο: έντυπο (βλ. Τύπος). Σταντ (= προσπεκτοθήκη)/σχεδίαση ~ύπων. ~ που εκδίδεται σε μηνιαία βάση. Βλ. μπροσούρα, περιοδικό, φυλλάδιο.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ αίτησης/αξιολόγησης/συμμετοχής/υπεύθυνης δήλωσης/υποβολής πρότασης. Φορολογικά ~α. Συμπληρώστε το ~. Πβ. φόρμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ψηφιακό/ηλεκτρονικό έντυπο: ΠΛΗΡΟΦ. που μπορεί κάποιος να το διαβάσει και να το επεξεργαστεί μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή: ανάγνωση/καταχώρηση ~ού ~ου. Κατεβάζω το ~ ~. Βλ. ψηφιακή/ηλεκτρονική βιβλιοθήκη. [< γαλλ. imprimé]

εξόρυξη

εξόρυξη [ἐξόρυξη] ε-ξό-ρυ-ξη ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΛ. εξαγωγή ορυκτών ή μεταλλευμάτων από κοιτάσματα: ~ διαμαντιών/πετρελαίου/χρυσού. Λατομεία ~ης μαρμάρων. 2. ΙΑΤΡ. (για τον οφθαλμικό βολβό) χειρουργική αφαίρεση. ● ΣΥΜΠΛ.: εξόρυξη γνώσης: ΠΛΗΡΟΦ. αποκάλυψη ή παραγωγή λειτουργικής γνώσης μέσω ανάλυσης δεδομένων: ~ ~ από πολυμέσα. [< αγγλ. knowledge mining] , εξόρυξη δεδομένων & (σπάν.) πληροφοριών: ΠΛΗΡΟΦ. αυτόματη άντληση δομημένης πληροφορίας από αδόμητο σύστημα στοιχείων: ~ ~ από τον παγκόσμιο ιστό. Βλ. ανάκτηση πληροφοριών. [< αγγλ. data mining, 1968] [< μτγν. ἐξόρυξις ‘βγάλσιμο (για μάτια)’]

επιχειρείν

επιχειρείν [ἐπιχειρεῖν] ε-πι-χει-ρείν ουσ. (ουδ.) (λόγ.): επιχειρηματική δραστηριότητα: σύγχρονο ~. Πβ. επιχειρηματικότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικό επιχειρείν & η-επιχειρείν: δραστηριοποίηση επιχείρησης στο διαδίκτυο: ~ ~ για ονλάιν αγορές/κρατήσεις/πωλήσεις. [< αγγλ. electronic/e- business]

επιχείρηση

επιχείρηση [ἐπιχείρηση] ε-πι-χεί-ρη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. μονάδα παραγωγής αγαθών ή παροχής εμπορικών υπηρεσιών που ιδρύεται και διοικείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, συνήθ. με σκοπό το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος: αγροτική/ατομική/βιομηχανική/βιοτεχνική/δημοτική/εκδοτική/ελεύθερη (: που λειτουργεί χωρίς να υπόκειται σε κρατικό παρεμβατισμό)/εμπορική/επικερδής/ζημιογόνα/ιδιωτική/(μη) κερδοσκοπική/κρατική/μεγάλη/μικτή (: ιδιωτικού και δημοσίου ενδιαφέροντος)/μεσαία/μικρή (= μικρο~)/ναυτιλιακή/οικογενειακή/οικοδομική/παραγωγική/πολυεθνική/προβληματική/συνεταιριστική/τοπική/τραπεζική (= τράπεζα) ~. ~ κοινής ωφελείας (βλ. ΔΕΚΟ). Άδεια/διαφήμιση/διευθυντής/δυναμικό/έδρα/εκπρόσωπος/επιτελείο/επωνυμία/ίδρυση/ισολογισμός/κόστος/λειτουργία/περιουσία/προσωπικό/σήμα/(διοικητικό) συμβούλιο/συνεργάτης/υπάλληλος/χρηματοδότηση ~ης. Ένωση/μηχανοργάνωση/οδηγός/όμιλος/στελέχωση/συγχώνευση/σύνδεσμος ~ήσεων. Τμήμα Τουριστικών ~ήσεων. Aσχολούμαι με ~ήσεις (πβ. μπίζνες). Πβ. εταιρεία, φίρμα. 2. σύνολο συστηματικών και ομαδικών προσπαθειών και ενεργειών για την επίτευξη ενός στόχου: αστυνομική/δύσκολη/επικίνδυνη (βλ. περιπέτεια) ~. Αποτυχία/επιτυχία/οργάνωση/σχεδιασμός/συντονισμός ~ης. Ολονύκτια ~ διάσωσης (εγκλωβισμένων, ναυαγών)/εκκένωσης (κτιρίου/οικισμού/χώρου)/εύρεσης αγνοουμένων/κατάσβεσης (πυρκαγιάς, φωτιάς)/παροχής βοήθειας. ~ για τη σύλληψη του δράστη. Πβ. απόπειρα, εκστρατεία. 3. ΣΤΡΑΤ. σχεδιασμός και εκτέλεση συντονισμένων στρατιωτικών ενεργειών με σκοπό την εξουδετέρωση του εχθρού: αεροπορική/αιφνιδιαστική/αμυντική/αμφίβια/αποβατική/εκκαθαριστική/επιθετική/μυστική/ναυτική/πολεμική/χερσαία ~. ~ στρατηγικής σημασίας. Βάση/διεξαγωγή/τόπος ~ης. Γραφείο/(μτφ.) θέατρο/κέντρο/χάρτης ~ήσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσια επιχείρηση: νομικό πρόσωπο που ιδρύεται και διοικείται ή ελέγχεται από το κράτος ή δημόσιο οργανισμό και στοχεύει στην ικανοποίηση σημαντικής κοινωνικής ανάγκης: ~ ~ Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ)., επιχείρηση έντασης γνώσης: τεχνοβλαστός., αξία επιχείρησης βλ. αξία, εκκαθάριση εταιρείας/επιχείρησης βλ. εκκαθάριση, επίθεση/αποστολή αυτοκτονίας βλ. αυτοκτονία, επιχείρηση-αρετή/επιχείρηση αρετής βλ. αρετή, επιχείρηση-σκούπα βλ. σκούπα, ζώνη επιχειρήσεων βλ. ζώνη, Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων βλ. οργάνωση, στελέχη επιχειρήσεων βλ. στέλεχος, Συμπαραστάτης του Δημότη και της Επιχείρησης βλ. συμπαραστάτης, Συμπαραστάτης του Πολίτη και της Επιχείρησης βλ. συμπαραστάτης, συνδυασμένες επιχειρήσεις βλ. συνδυάζω ● ΦΡ.: κάνω/μεταβάλλω κάτι σε επιχείρηση (αρνητ. συνυποδ.): ασκώ δραστηριότητα με σκοπό το οικονομικό κέρδος, σε αντίθεση με τον χαρακτήρα της: ~ ~ τον αθλητισμό/την πολιτική/την φιλανθρωπία. Πβ. εμπορευματοποιώ. [< 1: γαλλ. entreprise 2,3: αρχ. ἐπιχείρησις]

ευαίσθητος

ευαίσθητος, η, ο [εὐαίσθητος] ευ-αί-σθη-τος επίθ. 1. που συγκινείται, στενοχωριέται ή προσβάλλεται εύκολα· που ενδιαφέρεται για τα προβλήματα της κοινωνίας, των συνανθρώπων του και συμπάσχει μαζί τους: (για πρόσ.) ~ος: καλλιτέχνης. ~η: ψυχή. ~ και ρομαντικός/τρυφερός (πβ. λεπτεπίλεπτος, ντελικάτος). Κοινωνικά ~οι πολίτες (= ευαισθητοποιημένοι). Έχει γίνει πολύ ~η. Είναι ~ σε θέματα που αφορούν την οικογένειά του. Πβ. ευσυγκίνητος. Βλ. αδιάφορος, σκληρός, υπερ~.|| (κατ' επέκτ.) ~η: ηλικία (: η παιδική ή συνηθέστ. η εφηβική)/ματιά (στον ανθρώπινο πόνο). ~α: τραγούδια (= συγκινητικά). ΣΥΝ. συναισθηματικός (2) ΑΝΤ. αναίσθητος (2), ασυγκίνητος 2. που επηρεάζεται σχετικά εύκολα και συνήθ. αρνητικά από εξωτερικά κυρ. ερεθίσματα ή αντιδρά πιο έντονα σε αυτά: ~ος: λαιμός/οργανισμός (= ευπρόσβλητος). ~η: ερωτογενής ζώνη (π.χ. στήθος). ~ο: στομάχι. ~α: νεύρα. Είναι ~η στις ανοιξιάτικες αλλεργίες. ~ στον ήλιο/στο φως (βλ. φωτο~). Σαμπουάν για λεπτά/ξηρά και ~α μαλλιά. Μάσκα απολέπισης για ~ες επιδερμίδες (πβ. ευερέθιστος). Φυτό ~ο σε ασθένειες. Από μικρός είχε ~η (= εύθραυστη) υγεία. (για αισθητήρια όργανα) ~η: όσφρηση. Βλ. θερμο~. 3. που απαιτεί προσεκτικό, λεπτό χειρισμό και διακριτικότητα: ~η: υπόθεση. ~ο: ζήτημα/πρόβλημα. Ο ~ κλάδος της υγείας/τομέας της εκπαίδευσης. Η πιο ~η πλευρά ενός θέματος. Πβ. επικίνδυνος, κρίσιμος, νευραλγικός. 4. ΤΕΧΝΟΛ. (για όργανο, συσκευή) που μπορεί να καταγράφει μικρές αλλαγές ή διαφορές σε φυσικά μεγέθη: ~ος: αισθητήρας. ~η: ζυγαριά (πβ. ακριβής). ~ο: μικρόφωνο. ● επίρρ.: ευαίσθητα ● ΣΥΜΠΛ.: ευαίσθητη αγορά: ΟΙΚΟΝ. της οποίας οι τιμές επηρεάζονται εύκολα από τις εκάστοτε (ευνοϊκές ή δυσμενείς) συνθήκες: η ~ ~ του Χρηματιστηρίου. [< αγγλ. sensitive market] , ευαίσθητη περιοχή 1. τα γεννητικά όργανα των γυναικών συνήθ. ή των μωρών: μαντιλάκια καθαρισμού/προστασία/υγιεινή της ~ης ~ής. Πλένετε την ~ ~ του βρέφους με άφθονο νερό και ειδικό σαπούνι. 2. {συνήθ.+ γεν.} (γενικότ.) οποιοδήποτε ευαίσθητο μέρος ή όργανο του γυναικείου κυρ. σώματος: προϊόν κατάλληλο για την ~ ~ των ματιών. Σύσφιξη και βελτίωση της ~ης ~ης του λαιμού. 3. (μτφ.) που παρουσιάζει γεωπολιτική αστάθεια: η ~ ~ της Μέσης Ανατολής., ευπαθείς/ευαίσθητες/ευάλωτες (κοινωνικά) ομάδες: τμήματα του πληθυσμού που χρειάζονται ιδιαίτερη μεταχείριση και προστασία, λόγω της κοινωνικής, οικονομικής, πνευματικής ή φυσικής τους κατάστασης και τα οποία είναι ευάλωτα στον κοινωνικό αποκλεισμό, σε ασθένειες, σε φυσικές καταστροφές (παιδιά, ηλικιωμένοι, άνεργοι, άποροι, μετανάστες, παλιννοστούντες, πρόσφυγες, ναρκομανείς, άστεγοι): μέτρα για την ενίσχυση της απασχόλησης των ~ών ~ων. [< αγγλ. vulnerable groups] , οικολογικά ευαίσθητες περιοχές: ΟΙΚΟΛ. στις οποίες μπορεί εύκολα να διαταραχθεί η οικολογική ισορροπία, π.χ. υγρότοποι, παράκτιες, παραποτάμιες ή παραλίμνιες ζώνες, θαλάσσια πάρκα, πηγές νερού: τουρισμός και βιωσιμότητα σε ~ ~ της Ευρώπης., αδύνατο σημείο βλ. αδύνατος, αδύνατος/αδύναμος κρίκος βλ. κρίκος, ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα βλ. προσωπικός ● ΦΡ.: αγγίζω τις ευαίσθητες χορδές (κάποιου) βλ. αγγίζω [< αρχ. εὐαίσθητος ‘αυτός που έχει καλή ή έντονη αισθητικότητα’, γαλλ. sensible, αγγλ. sensitive]

εύκαμπτος

εύκαμπτος, η, ο [εὔκαμπτος] εύ-κα-μπτος επίθ. (λόγ.) ΑΝΤ. δύσκαμπτος 1. που κάμπτεται ή μπορεί να καμφθεί, να λυγίσει (εύκολα): ~ος: σωλήνας. ~η: κόλλα/οθόνη/συσκευασία. ~ο: καλώδιο/πληκτρολόγιο/υλικό.|| ~ες: αρθρώσεις. Πβ. ευλύγιστος. ΑΝΤ. άκαμπτος (2) 2. (σπάν.-μτφ.) που μπορεί να προσαρμοστεί ή να ελιχθεί εύκολα: ~η: πολιτική. Πβ. ευέλικτος, ευπροσάρμοστος. ΑΝΤ. δυσπροσάρμοστος ● ΣΥΜΠΛ.: εύκαμπτος δίσκος & μαλακός δίσκος: ΠΛΗΡΟΦ. δισκέτα. Βλ. σκληρός δίσκος. [< αμερικ. floppy disk, 1972] [< 1: αρχ. εὔκαμπτος]

ημερολόγιο

ημερολόγιο [ἡμερολόγιο] η-με-ρο-λό-γι-ο ουσ. (ουδ.) 1. έντυπο με τη μορφή ενωμένων σελίδων, πίνακα ή μικρού βιβλίου, που περιλαμβάνει τους μήνες ενός έτους με τις ημέρες του καθενός, και συνήθ. με σχετικές ενδείξεις για καθεμιά από αυτές, δηλ. θρησκευτική γιορτή, νηστεία, ώρα ανατολής και δύσης του ήλιου, φάσεις της Σελήνης· η αντίστοιχη ηλεκτρονική μορφή: εβδομαδιαίο/επιτραπέζιο/ετήσιο ~. ~ γραφείου/τοίχου/τσέπης. Το ~ του 2013. Κοιτάζω το ~, για να δω πότε πέφτει το Πάσχα. Πβ. ημεροδείκτης, καλεντάρι. Βλ. αλμανάκ, καζαμίας, -λόγιο. 2. (ειδικότ.) βιβλίο-σημειωματάριο, με τις σχετικές ενδείξεις για κάθε μέρα του μήνα και με κενό χώρο ή γραμμές για τη σημείωση υπενθυμίσεων: δερμάτινο ~. Συμβουλεύομαι το ~ό μου (: για τα ραντεβού μου, τις γιορτές, τα γενέθλια). ΣΥΝ. ατζέντα (1) 3. (κατ' επέκτ.) κάθε βιβλίο-τετράδιο με γραμμές ή λευκές σελίδες για την καταγραφή, συνήθ. με ακριβή χρονολογική σειρά και ημερομηνιακή ένδειξη, καθημερινών γεγονότων, στοχασμών ή εκμυστηρεύσεων· η αντίστοιχη ηλεκτρονική μορφή: Κρατώ/τηρώ (προσωπικό) ~. "Αγαπημένο/αγαπητό μου ~, ..."|| Επενδυτικό/οικονομικό/σχολικό ~. ~ πλοίου. ~ ανασκαφών/γεγονότων/έργου. (ΛΟΓΙΣΤ.) ~ αγορών/εισπράξεων/κίνησης/πωλήσεων/ταμείου. 4. πρόγραμμα, κατά αυστηρή ημερομηνιακή σειρά: ακαδημαϊκό ~. ~ αγώνων/διοργανώσεων/δραστηριοτήτων/εκδηλώσεων/συναυλιών. ΣΥΝ. ατζέντα (3) 5. ΑΣΤΡΟΝ. (κ. με κεφαλ. Η) σύστημα μέτρησης και διαίρεσης του χρόνου σε μεγάλα διαστήματα (μέρες, μήνες, έτη), το οποίο βασίζεται στη μέση διάρκεια διάφορων περιοδικών αστρονομικών φαινομένων, συνήθ. στην εναλλαγή ημέρας και νύχτας ή των εποχών ή/και στις φάσεις της σελήνης: αστρονομικό/σεληνιακό ~. Το αιγυπτιακό/αρχαίο ελληνικό/εβραϊκό/ισλαμικό/περσικό/ρωμαϊκό ~. 6. ΦΙΛΟΛ. βιογραφικό είδος, με αυστηρή τοπική και χρονική ένδειξη στην αρχή, στο οποίο ο συγγραφέας καταγράφει, με εξομολογητικό, ειλικρινές και αυθόρμητο ύφος, σημαντικά ή ασήμαντα γεγονότα της προσωπικής του ζωής ή/και κοινωνικά συμβάντα που του προσέλκυσαν το ενδιαφέρον. Βλ. απομνημονεύματα, (αυτο)βιογραφία. ● Υποκ.: ημερολογιάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: διαδικτυακό/ηλεκτρονικό ημερολόγιο: ΔΙΑΔΙΚΤ. μπλογκ. ΣΥΝ. ιστοημερολόγιο, ιστολόγιο [< αγγλ. weblog, 1997] , ηλιακό ημερολόγιο: ΑΣΤΡΟΝ. που βασίζεται στον χρόνο που χρειάζεται η Γη, δηλ. 365 μέρες, για να ολοκληρώσει μια πλήρη περιφορά γύρω από τον Ήλιο., γρηγοριανό/νέο ημερολόγιο βλ. γρηγοριανός, ιουλιανό/παλαιό/παλιό ημερολόγιο βλ. ιουλιανός1 [< μτγν. ἡμερολόγιον, γαλλ. calendrier, journal, αγγλ. calendar, diary]

-ιαίος

-ιαίος, α, ο λόγιο επίθημα για την παραγωγή επιθέτων κυρ. από ουσιαστικά∙ δηλώνει 1. διάρκεια ή επανάληψη σε τακτά χρονικά διαστήματα: στιγμ~/ωρ~.|| Eβδομαδ~/μην~. 2. μέρος του σώματος: κροταφ~ (= κροταφικός)/μετωπ~ (λοβός). Μηρ-ιαίο (οστό). Γλουτ-ιαίοι (μύες). 3. τρόπο: βαθμ~/κατακλυσμ~. 4. μέγεθος ή ποσότητα: γιγαντ~ (πβ. -ιος)/κολοσσ~/σπιθαμ~.|| Εκατοστ~/ποσοστ~.

ιπτάμενος

ιπτάμενος, η, ο [ἱπτάμενος] ι-πτά-με-νος επίθ. 1. που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να υψώνεται στον αέρα, να πετά, να αιωρείται: ~ο: όχημα/ραντάρ. ~ες: μηχανές. ~α: μέσα. Άγνωστης Ταυτότητας ~ο Αντικείμενο (ΑΤΙΑ, πβ. ούφο).|| ~α: έντομα (κουνούπια, μύγες, σκνίπες)/μυρμήγκια (= φτερωτά).|| ~η: τέφρα (: κατάλοιπο από την καύση άνθρακα).|| (στα παραμύθια) ~ος: δράκος. ~η: σκούπα (μάγισσας). ~ο: χαλί. Βλ. πετούμενος. 2. (για πρόσ.) που ανήκει στο πλήρωμα αεροσκάφους ή εργάζεται μετακινούμενος με εναέρια μέσα: ~ος: μηχανικός (της Αεροπορίας)/χειριστής (ελικοπτέρων). ~ο: προσωπικό (ΑΝΤ. προσωπικό εδάφους).|| ~οι: γιατροί του ΕΚΑΒ (: που συμμετέχουν σε αεροδιακομιδές). ● Ουσ.: ιπτάμενος (ο/η): πιλότος, κυρ. πολεμικού αεροσκάφους: ταξίαρχος ~. Τμήμα ~ένων της Σχολής Ικάρων. ● ΣΥΜΠΛ.: ιπτάμενη συνοδός & (λόγ.) ιπταμένη (η): αεροσυνοδός., ιπτάμενος δίσκος: ούφο. [< αγγλ. flying saucer, 1947] , ιπτάμενος φροντιστής/συνοδός: άνδρας που ανήκει στο πλήρωμα επιβατηγού αεροσκάφους και έχει καθήκοντα ανάλογα με αυτά της αεροσυνοδού., (ιπτάμενο) δελφίνι βλ. δελφίνι, ιπτάμενο τάνκερ βλ. τάνκερ [< αρχ. ἱπτάμενος, αγγλ. flying]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

κιόσκι

κιόσκι κιό-σκι ουσ. (ουδ.): στεγασμένη κατασκευή σε υπαίθριο χώρο, που χρησιμεύει ως σημείο ανάπαυσης, πληροφόρησης ή εξυπηρέτησης του κοινού: μεταλλικό/ξύλινο/τουριστικό ~. Προεκλογικά ~ια. Το ~ του πάρκου/της πλατείας (βλ. καλαμωτή, οικίσκος, σκιάδα). ~ πώλησης (εφημερίδων). Πβ. περίπτερο. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικό/διαδραστικό/ψηφιακό κιόσκι: ΠΛΗΡΟΦ. οθόνη αφής τοποθετημένη σε δημόσιο χώρο, για την παροχή πληροφοριών ή γενικότ. την εξυπηρέτηση των πολιτών: ~ά ~ια ενημέρωσης των καταναλωτών. [< αγγλ. electronic kiosk] [< μεσν. κιόσκι(ον) < τουρκ. köşk, πβ. γαλλ. kiosque]

κλειδαριά

κλειδαριά κλει-δα-ριά ουσ. (θηλ.): μεταλλικός μηχανισμός, ο οποίος, με την εισαγωγή του σωστού κλειδιού, επιτρέπει την ασφάλιση ή απασφάλιση μιας κατασκευής, κυρ. πόρτας: μηχανική/ψηφιακή ~. Αντικλεπτικές ~ιές. Ο αφαλός/το γλωσσίδι/το ελατήριο της ~ιάς. Μεντεσέδες/μπάρες/σύρτες και ~ιές. Διέρρηξαν/έσπασαν/παραβίασαν την ~. Λαδώνω την ~. ΣΥΝ. κλειδωνιά, κλείθρο.|| Η ~ της βαλίτσας/του χρηματοκιβωτίου. Βλ. λουκέτο. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονική/ηλεκτρική κλειδαριά: ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα ασφαλείας θυρών, το οποίο χρησιμοποιεί ηλεκτρονικές μεθόδους (π.χ. προσωπικό κωδικό, βιομετρικά μέσα, μαγνητική κάρτα) για την αναγνώριση της ταυτότητας του προσώπου που επιθυμεί να μπει στον χώρο: ~ ~ με δακτυλικό αποτύπωμα/μπουτόν (εσωτερικά) και πληκτρολόγιο (εξωτερικά). Βλ. κλειδάριθμος, κυπρί., κλειδαριά ασφαλείας: που δεν παραβιάζεται εύκολα. [< μεσν. κλειδαριά]

κοινωνικός

κοινωνικός, ή, ό κοι-νω-νι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την κοινωνία και τα μέλη της: ~ός: θεσμός/ρατσισμός/τομέας/φορέας/χαρακτήρας. ~ή: αλλαγή/αλληλεπίδραση/ανάπτυξη/άνοδος/βελτίωση/διαστρωμάτωση/διαφοροποίηση/ειρήνη/ελίτ/ευημερία/ζωή/ιεραρχία/καταξίωση/κρίση/μειονότητα/οργάνωση/παθογένεια/πραγματικότητα/πρόοδος/προσαρμογή/συμπεριφορά. ~ό: αγαθό/ζήτημα/θέμα/σύνολο/σύστημα. ~οί: δεσμοί/παράγοντες. ~ές: αντιθέσεις/δεξιότητες/εντάσεις/εξελίξεις/συγκρούσεις/συμβάσεις/σχέσεις/υποθέσεις. ~ά: δεδομένα/στρώματα/φαινόμενα. Βλ. ατομικός, ψυχο~.|| Ο άνθρωπος αποτελεί ~ό όν (: έχει την τάση να δημιουργεί κοινωνίες και να ζει σε αυτές). ~ά: έντομα (π.χ. οι μέλισσες). 2. που αναφέρεται ή στοχεύει στη βελτίωση της ζωής σε μια κοινωνία: ~ός: εθελοντισμός/σχεδιασμός/φιλελευθερισμός/χάρτης (: που περιέχει τα θεμελιώδη ~ά δικαιώματα των εργαζομένων). ~ή: απασχόληση/ατζέντα/βοήθεια/δράση/έρευνα/ευαισθητοποίηση/μέριμνα/νομοθεσία/προσφορά/συνεισφορά/υγεία/φροντίδα. ~ό: έργο/ίδρυμα/κίνημα/πρόγραμμα. ~οί: αγώνες. ~ές: κατακτήσεις/παροχές/υπηρεσίες/υποδομές. ~ά: μέτρα. Δίκτυο ~ής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών. Ευρωπαϊκό ~ό Ταμείο (ακρ. ΕΚΤ). Τμήμα ~ής Διοίκησης/Εργασίας. Ο ~ ρόλος της επιστήμης και της Ανώτατης Εκπαίδευσης.|| (για τη στήριξη ευπαθών ομάδων) ~ό: ιατρείο/παντοπωλείο/φαρμακείο. 3. (για πρόσ.) που έχει πολλές (κοινωνικές) συναναστροφές ή που χαρακτηρίζεται από τάση και επιθυμία για γνωριμία με άλλους ανθρώπους: ~ός: τύπος/χαρακτήρας. Είναι πολύ ~, κάνει πολύ εύκολα φίλους. Πβ. κοσμικός. ΣΥΝ. εξωστρεφής ΑΝΤ. ακοινώνητος (1), αντικοινωνικός (2), απόμακρος (2), μονόχνοτος 4. που αναφέρεται σε κοινωνικά θέματα ή/και προβλήματα: ~ή: (τηλεοπτική) σειρά/ταινία. ~ό: μυθιστόρημα/σίριαλ. Μήνυμα ~ού περιεχομένου. ● Ουσ.: κοινωνικά (τα): (στον έντυπο ή ηλεκτρονικό Τύπο) στήλη με αγγελίες γεννήσεων, γάμων, θανάτων ή άλλων κοινωνικών γεγονότων. ● επίρρ.: κοινωνικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: ~ αποδεκτός/αποκλεισμένος/απομονωμένος. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικά δίκτυα/μέσα & μέσα κοινωνικής δικτύωσης & κοινωνική δικτύωση & σόσιαλ μίντια: ΔΙΑΔΙΚΤ. τρόπος διαδραστικότητας που επιτρέπει στους χρήστες να επικοινωνούν εικονικά, να δημιουργούν περιεχόμενο στο διαδίκτυο και να το μοιράζονται με άλλους χρήστες: ιστότοποι/κοινότητες/μέσα/πλατφόρμες/υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης. Προφίλ σε κοινωνικά δίκτυα/μέσα (βλ. ίνσταγκραμ, τουίτερ, φέισμπουκ). Βλ. ιμέιλ, τσατ. [< αγγλ. social networking, 1998, social media, 2004] κοινωνικές επιστήμες: που έχουν ως αντικείμενο τους θεσμούς, τη δομή και τη λειτουργία των (ανθρώπινων) κοινωνιών καθώς και τις διαπροσωπικές σχέσεις μεταξύ των μελών τους. Βλ. ανθρωπο-, κοινωνιο-, ψυχο-λογία., κοινωνική δικαιοσύνη: ισότητα μεταξύ των μελών μιας κοινωνίας (στην οικονομία, τη μόρφωση)· ειδικότ. η κατανομή των υλικών αμοιβών με βάση ηθικές και κοινώς αποδεκτές αρχές: αγώνας για ~ ~. Πολιτική ~ής ~ης, κοινωνική δομή: η μορφή της εσωτερικής οργάνωσης μιας κοινωνίας (με θεσμούς, οικονομικά συστήματα, κοινωνικές τάξεις): η ~ ~ μιας αρχαιοελληνικής πόλης/της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας/ενός ευρωπαϊκού κράτους., κοινωνική εργασία 1. εφαρμοσμένη επιστήμη που έχει ως αντικείμενο την αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων και αναγκών με στόχο την κοινωνική ευημερία· συνεκδ. το επάγγελμα του κοινωνικού λειτουργού: Τμήμα ~ής ~ας. 2. υπηρεσία που προσφέρουν οι αντιρρησίες συνείδησης στα πλαίσια της εναλλακτικής θητείας και γενικότ. κάθε εθελοντική εργασία που παρέχεται συνήθ. σε νοσοκομεία, κοινωφελή ιδρύματα και φυλακές., κοινωνική θέση: η θέση ενός ατόμου ανάμεσα στα μέλη μιας κοινωνίας με βάση τον κοινωνικό ρόλο που έχει ή σύμφωνα με κοινώς αποδεκτά κριτήρια (π.χ. οικονομική κατάσταση, επάγγελμα, μόρφωση): υψηλή/χαμηλή ~ ~. Η ~ ~ της γυναίκας σήμερα., κοινωνική κινητικότητα: η μεταβολή της κοινωνικής θέσης ενός ατόμου κατά τη διάρκεια της ζωής του (π.χ. ένας φτωχός που γίνεται πλούσιος και αντίστροφα). [< αγγλ. social mobility, 1927] , κοινωνική συνείδηση: το ενδιαφέρον για τα προβλήματα της κοινωνίας και των μελών της, που συχνά συνοδεύεται από ανάληψη δράσης για την αντιμετώπισή τους., κοινωνική ψυχολογία: ΨΥΧΟΛ. ψυχοκοινωνιολογία. Βλ. δυναμική της ομάδας. [< αγγλ. social psychology] , κοινωνικοί εταίροι : ΠΟΛΙΤ. (κυρ. για συλλογικές διαπραγματεύσεις) οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι ή συχνότ. οι εκπρόσωποί τους: εθνικοί/Ευρωπαίοι ~ ~. Οικονομικοί και ~ ~. Διάλογος με ~ούς ~ους. Βλ. συνομιλητής., κοινωνικοί κανόνες: που περιέχουν πρότυπα αποδεκτής από την κοινωνία συμπεριφοράς και δράσης: άγραφοι ~ ~., κοινωνικός διάλογος: που γίνεται μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων για την επίλυση εργασιακών ζητημάτων: ~ ~ για την προώθηση της απασχόλησης., κοινωνικός τουρισμός: κρατικός θεσμός με τον οποίο παρέχονται φτηνές ή δωρεάν διακοπές σε ορισμένες κατηγορίες ατόμων (οικονομικά ασθενείς, άτομα με ειδικές ανάγκες): εσωτερικός/ευρωπαϊκός ~ ~. Δελτίο/εισιτήρια/πρόγραμμα ~ού ~ού. ~ ~ για αγρότες/για την τρίτη ηλικία., (κοινωνικό) περιθώριο/περιθώριο της κοινωνίας βλ. περιθώριο, αγωγή του πολίτη βλ. αγωγή, εναλλακτική (κοινωνική) θητεία βλ. θητεία, εταιρική κοινωνική ευθύνη βλ. ευθύνη, κοινωνικές υπηρεσίες βλ. υπηρεσία, κοινωνικές υποχρεώσεις βλ. υποχρέωση, κοινωνική αλληλεγγύη βλ. αλληλεγγύη, κοινωνική ανθρωπολογία βλ. ανθρωπολογία, κοινωνική ανισότητα βλ. ανισότητα, κοινωνική αντίληψη βλ. αντίληψη, κοινωνική ασφάλεια βλ. ασφάλεια, κοινωνική ασφάλιση βλ. ασφάλιση, κοινωνική ένταξη βλ. ένταξη, κοινωνική μητέρα βλ. μητέρα, κοινωνική οικονομία βλ. οικονομία, κοινωνική ομάδα βλ. ομάδα, κοινωνική πολιτική βλ. πολιτική, κοινωνική πρόνοια βλ. πρόνοια, κοινωνική προστασία βλ. προστασία, κοινωνική συνοχή βλ. συνοχή, κοινωνική τάξη βλ. τάξη, κοινωνικό κεφάλαιο βλ. κεφάλαιο, κοινωνικό κράτος βλ. κράτος, κοινωνικό ντάμπινγκ βλ. ντάμπινγκ1, κοινωνικό περιβάλλον βλ. περιβάλλον, κοινωνικό συμβόλαιο βλ. συμβόλαιο, κοινωνικό φύλο βλ. φύλο, κοινωνικός αποκλεισμός βλ. αποκλεισμός, κοινωνικός αυτοματισμός βλ. αυτοματισμός, κοινωνικός δαρβινισμός βλ. δαρβινισμός, κοινωνικός έλεγχος βλ. έλεγχος, κοινωνικός ιστός βλ. ιστός, κοινωνικός λειτουργός βλ. λειτουργός, κοινωνικός/έμμεσος μισθός βλ. μισθός, λαϊκή/κοινωνική συναίνεση βλ. συναίνεση [< αρχ. κοινωνικός, γαλλ. social, sociable]

κόκορας

κόκορας κό-κο-ρας ουσ. (αρσ.) {-α (λαϊκό) -όρου} 1. ΟΡΝΙΘ. κατοικίδιο πτηνό (επιστ. ονομασ. Gallus gallus, Gallus domesticus), το αρσενικό της κότας, με μεγάλο λειρί και μακριά προγούλια κάτω από το ράμφος του, πλούσιο φτέρωμα και καμπυλωτή ουρά· συνεκδ. το κρέας του: ~ ελευθέρας βοσκής (: αλανιάρης). Το λάλημα του ~α. Έσφαξαν ένα ~α. Πβ. αλέκτορας, πετεινός.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ κοκκινιστός/κρασάτος/χωριάτικος με μακαρόνια/χυλοπίτες. ~ παστιτσάδα. 2. ΤΕΧΝΟΛ. (παλαιότ.) επικρουστήρας, σφύρα (σκανδάλης). ● ΦΡ.: κάνει τον κόκορα/το κοκόρι & το παίζει κοκόρι (προφ.): (για άνδρα) παριστάνει τον γενναίο, τον δυνατό, τον έξυπνο ή τον έμπειρο, συνήθ. σε ερωτικά ζητήματα. Πβ. κοκορεύομαι. ΣΥΝ. κάνει/παριστάνει τον παλικαρά, όπου λαλούν πολλοί κοκόροι/πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει (παροιμ.): όταν αναμειγνύονται πολλά άτομα σε μια υπόθεση, συνήθ. δεν επιτυγχάνεται το επιθυμητό αποτέλεσμα. ΣΥΝ. οι πολλοί καπεταναίοι ρίχνουν έξω το καράβι, πολλές μαμές, στραβό το παιδί, σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση (παροιμ.) & κοκόρου γνώση (ειρων.): για να δηλωθεί η έλλειψη ευφυΐας., τα φόρτωσε στον κόκορα (μτφ.): για κάποιον που αδιαφορεί για τις υποχρεώσεις του: Από τη στιγμή που πέρασε στη σχολή ~ ~. Τα έχει φορτώσει ~ τελευταία. [< 1: ηχομιμητ. λ. 2: αγγλ. cock]

κολλώ

κολλώ [κολλῶ] κολ-λώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κολλ-ά κ. -άει ...| κόλλ-ησα, -ιέται, -ιούνται, -ήθηκε, -ημένος, -ώντας} & κολλάω 1. ενώνω κάτι ή ενώνομαι με κάτι άλλο συνήθ. με ειδική ουσία ή κατάλληλη μέθοδο, τεχνική, τρόπο: ~ το γραμματόσημο στο φάκελο. ~ τα σπασμένα κομμάτια/δύο φύλλα χαρτί. ~ με ηλεκτροκόλληση/κόλλα (πβ. συγ~)/σελοτέιπ. ~ησαν αφίσες/ζωγραφιές στον τοίχο. Τα ~ησες στραβά! ~ησε μια ετικέτα σε κάθε δοχείο (πβ. επι~). Ζελέ που δεν ~άει τα μαλλιά. Επίδεσμος που ~άει από μόνος του (= αυτοκόλλητος). ~ησε άμμος/λάσπη πάνω στα παπούτσια. Ανακατεύουμε συνεχώς το φαγητό, για να μην ~ήσει (ενν. στο μαγειρικό σκεύος). Η κατσαρόλα αυτή δεν ~άει (: είναι αντικολλητική). Η ζύμη ~άει στα δάχτυλά μου.|| (μτφ.-προφ.) ~ ολόκληρος από τον ιδρώτα. ~άνε τα χέρια μου. ~ησε η γλώσσα μου (: στέγνωσε, χρειάζεται να πιω κάτι). Το φορτηγό ~ησε από πίσω μας (: βρίσκεται πολύ κοντά ή ακουμπά το αυτοκίνητό μας). ~ησε (= αγκιστρώθηκε) πάνω του από τον φόβο. Στο τέλος του κειμένου ~ησα (= πρόσθεσα) μια παράγραφο. Βλ. προσ~. ΑΝΤ. ξεκολλώ (1) 2. (κυρ. για ασθένεια) μεταδίδω ή μεταδίδομαι: ~ησα γρίπη/έναν ιό. ~ησε έιτζ. Φύγε από κοντά μου μη με ~ήσεις! Η αρρώστια αυτή (δεν) ~άει με σωματική επαφή.|| ~ησε ψείρες.|| (μτφ.) ~ησε το μικρόβιο της μουσικής από τον πατέρα του. ΣΥΝ. αρπάζω (4) 3. (μτφ.-προφ.) για κάποιον ή κάτι που μου γίνεται εμμονή, με καθηλώνει, μου αρέσει υπερβολικά: ~άει στα ίδια και τα ίδια/στο παρελθόν. Μην ~άς (= στέκεσαι) σε άχρηστες λεπτομέρειες/στους τύπους. Μου ~ησε ένα τραγούδι. Μου ~ησε η ιδέα (= μου καρφώθηκε) ότι κάπου τον έχω ξαναδεί. ~ησα με το παιχνίδι/στην τηλεόραση/στον υπολογιστή (= απορροφήθηκα). ~άει το βλέμμα μου σε κάτι. Με το που το είδα, ~ησα (πβ. έμεινα, έπαθα)!|| (για πρόσ.) Έχει ~ήσει μαζί της/του. Μόλις την είδε αυτό ήταν, ~ησε (: την ερωτεύτηκε). 4. (μτφ.) αδυνατώ να προχωρήσω ή να λειτουργήσω περαιτέρω· μένω στάσιμος: Το αυτοκίνητο ~ησε στο χιόνι. ~ήσαμε στην κίνηση. ~ησε (= σφήνωσε) η πόρτα. Το θέμα έχει ~ήσει (= βαλτώσει) στα γραφειοκρατικά. Η ομάδα εδώ και καιρό έχει ~ήσει στους είκοσι βαθμούς. Το ποντίκι/σιντί πλέιερ ~άει (πβ. κρεμάει). Πβ. ακινητοποιούμαι, κομπλάρω, σκαλώνω. 5. (μτφ.) πιέζω, ενοχλώ κάποιον, γίνομαι φορτικός: Σταμάτα να του ~άς! Μη μου ~άς (: μη με προκαλείς, τσιγκλάς)! Της ~άει όλη την ώρα (: την πειράζει ή τη φλερτάρει· βλ. παρενοχλώ). Μας έχει ~ήσει σαν βδέλλα/τσιμπούρι. Βλ. προσεγγίζω, προσκολλώμαι. 6. (μτφ.-προφ.) ταιριάζω: Ο χαρακτηρισμός αυτός ~άει περισσότερο σε σένα. ~ήσαμε αμέσως μαζί (= τα βρήκαμε). ● ΦΡ.: (αυτό) δεν κολλάει/πού κολλάει;: για να δηλωθεί ότι κάτι δεν έχει σχέση, συνήθ. με ό,τι προηγήθηκε: Αυτό που λες δεν κολλάει (= δένει) με τη συζήτηση. Κάτι δεν κολλάει στην υπόθεση, δεν νομίζεις; Πού κολλάει πάλι αυτό;, δεν μου κολλάει ύπνος: δυσκολεύομαι, δεν μπορώ να κοιμηθώ., κόλλα το/κόλλα πέντε!: (ενν. χτύπα την παλάμη του χεριού σου στη δική μου) ως έκφραση ενθουσιασμού, θαυμασμού ή συμφωνίας., κολλάω (τα) ένσημα (κάποιου): (για εργοδότη) καταβάλλω στο οικείο ασφαλιστικό ταμείο τις εισφορές εργαζομένου., το μυαλό μου κολλάει & κολλάω (προφ.): δεν μπορώ να σκεφτώ, μπλοκάρω: Κοίτα που ~ησε το ~ μου και δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομά του. Τώρα ~ησα, τι ήθελα να πω; ΣΥΝ. βραχυκυκλώνω (3), (κολλάω) σαν τη μύγα (μες) στο μέλι βλ. μύγα, κόλλησε η βελόνα βλ. βελόνα, κολλώ κάποιον στον τοίχο βλ. τοίχος, μπρίκια κολλάμε (τώρα); βλ. μπρίκι1, στη βράση κολλάει το σίδερο βλ. βράση ● βλ. κολλημένος [< αρχ. κολλῶ, γαλλ. coller]

κορνίζα

κορνίζα κορ-νί-ζα ουσ. (θηλ.) 1. πλαίσιο γύρω από πίνακα ζωγραφικής ή καθρέφτη· ειδικότ. διακοσμητική θήκη με τζάμι για φωτογραφίες: ασημένια/μεταλλική/ξύλινη/ορθογώνια/πλαστική/σκαλιστή/στρογγυλή/χειροποίητη ~. ~ αλουμινίου. Παιδικές ~ες. Πβ. κάδρο.|| Βάζω το δίπλωμα/πτυχίο σε ~ (= το κορνιζάρω). Έσπασε η ~ (= το γυαλί της). 2. διακοσμητικό ή προστατευτικό περίβλημα κατασκευής: γύψινη/μαρμάρινη ~. ~ στέγης. Η ~ του παραθύρου/του τζακιού. Βλ. κάσα, σοβατεπί, φάσα. ● Υποκ.: κορνιζούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ψηφιακή/ηλεκτρονική κορνίζα : ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη προβολής ψηφιακών εικόνων και φωτογραφιών. [< αγγλ. digital photo frame] [< βεν. cornise]

λογογράφος

λογογράφος λο-γο-γρά-φος ουσ. (αρσ.) 1. ΦΙΛΟΛ. {συνηθέστ. στον πληθ.} ονομασία των πρώτων Ελλήνων συγγραφέων πεζών κειμένων, ιδ. ιστορικών, που έζησαν κατά τον 6ο και 5ο π.Χ. αι. και συνέλεξαν γενεαλογικό, εθνογραφικό και γεωγραφικό υλικό, κυρ. από τον χώρο της Μικράς Ασίας: Ίωνες ~οι. 2. ΦΙΛΟΛ. (στην αρχαιότητα) ρήτορας που αναλάμβανε τη συγγραφή δικανικών λόγων έναντι αμοιβής. 3. επαγγελματίας που συντάσσει επίσημους λόγους, κυρ. για πολιτικούς. Βλ. -γράφος. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικός λογογράφος & λογογράφος: ΠΛΗΡΟΦ. πρόγραμμα ή συσκευή που μετατρέπει αυτόματα τον προφορικό λόγο που εκφωνεί ο χρήστης του μέσω μικροφώνου σε ηλεκτρονικό κείμενο: ελληνοαγγλικός/ιατρικός/νομικός ~ ~. Βλ. αναγνώριση. [< 1,2: αρχ. λογογράφος, γαλλ. logographe, αγγλ. logographer 3: αγγλ. speechwriter]

λόγος

λόγος λό-γος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΛΩΣΣ. η ανθρώπινη ικανότητα για έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων, γνώσεων, πληροφοριών μέσω της γλώσσας· η πραγμάτωση και οι διάφορες μορφές της: έναρθρος ~. Διαταραχές (βλ. αλαλία, α-, δυσ-φασία, αφωνία, τραυλ-, ψευδ-ισμός)/θεραπεία (πβ. λογοθεραπεία)/κατανόηση/όργανα (πβ. φωνή)/παραγωγή ~ου.|| Αρθρώνω/εκφέρω ~ο (= μιλώ). Συνηθισμένα λάθη στον καθημερινό ~ο. Έχει την ευχέρεια/το χάρισμα του ~ου. Είναι άριστος χειριστής του ~ου.|| Είδη ~ου. Δείκτες ~ου (= κειμενικοί δείκτες). Γραπτός (πβ. γραφή, γράψιμο)/δημοσιογραφικός/έμμετρος ή ποιητικός (= ποίηση)/επιστημονικός/ηλεκτρονικός/πολιτικός/προφορικός (= ομιλία) ~. Αρχαίος/αττικός (βλ. διάλεκτος)/δημοτικός (= δημοτική)/νεοελληνικός (= νεοελληνική) ~ (= γλώσσα). Έντεχνος ~/η τέχνη του ~ου (= λογοτεχνία). 2. αιτία ή σκοπός, πρόθεση: Για τον άλφα ή βήτα ~ο (= για τον ένα ή τον άλλο ~ο) ... Για ~ους αρχής/ασφαλείας/εκδίκησης/σκοπιμότητας/συμφέροντος/τιμής/υγείας ... Για ειδικούς/επαγγελματικούς/ευνόητους/οικογενειακούς/οικονομικούς/πολιτικούς/πολλούς/σοβαρούς/συναισθηματικούς ~ους. Ένας ~ παραπάνω να ... Διερεύνηση των ~ων/συνηθέστεροι ~οι αποτυχίας στο σχολείο. Ο κύριος ~ είναι ότι ... Υπάρχει ~ που ... Δεν συντρέχει/υπάρχει ~ (για) να .../ανησυχίας. Αυτός δεν είναι ~ να αγχώνεσαι. Εξ αυτού του ~ου. Αισθάνεται ότι δεν έχει ~ο ύπαρξης (πβ. νόημα, προορισμό, βλ. κενό). Για ποιο ~ο (πβ. αφορμή) έλειπες; Για κανένα ~ο (να) μη με ενοχλήσετε (: σε καμία περίπτωση). Ζητάει και τον ~ο (= και τα ρέστα) από πάνω. Δεν έχω ~ο να αμφιβάλλω. Ποιοι ~οι επιβάλλουν/ευνοούν/οδηγούν/ωθούν ...; Άγνωστοι παραμένουν οι ~οι (= τα αίτια, κίνητρα) του εγκλήματος. Δέκα ~οι για να κόψετε το κάπνισμα. Επικαλέστηκε προσωπικούς ~ους. Έχω ~ο/τον ~ο μου/τους ~ους μου που το αναφέρω. Δεν είχε ~ο να πει ψέματα. Εξήγησε τους ~ους για τους οποίους (= γιατί) ... Έχει βάσιμους ~ους να πιστεύει ότι ... Το θυμάμαι αυτό που λες, για άσχετο όμως ~ο. Πβ. αιτιο-, δικαιο-λογία. 3. αγόρευση, ομιλία: αποχαιρετιστήριος/αυτοσχέδιος/εναρκτήριος/επικήδειος/θρησκευτικός/καταγγελτικός/πολιτικός/(συνήθ. για κόμμα) προγραμματικός/προεκλογικός ~. Πανηγυρικός ~ για την 25η Μαρτίου. Βγάζω/εκφωνώ ~ο (στη Βουλή/στο δικαστήριο). Γράφω/ετοιμάζω ένα ~ο. Βλ. διάλεξη, διδαχή, κήρυγμα.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΡΗΤΟΡ.) Δικανικοί/επιδεικτικοί/συμβουλευτικοί ~οι. Οι ~οι του Δημοσθένη (βλ. φιλιππικός)/Κικέρωνα. Αγώνας ~ων. 4. ό,τι λέει κάποιος: η αλήθεια των ~ων του. Αναντιστοιχία/συνέπεια ~ων και έργων/πράξεων. Όλοι είχαν να πουν έναν καλό ~ο για το φαγητό (πβ. εγκώμιο, έπαινος). Τι ~ο ξεστόμισες (: βρισιά, ύβρις)! Έχει πάντα έτοιμο τον κακό τον ~ο (= την κακία).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Πνευματικοί ~οι. ~οι Αγίων. ΣΥΝ. λόγια (1) 5. συζήτηση, αναφορά: Γίνεται (πολύς) ~ για πρόωρες εκλογές/ότι (σπάν. να) ... (: συζητιέται, σχεδιάζεται) Τον ~ο σου είχαμε (: μιλούσαμε, κουβεντιάζαμε για σένα). Πβ. μνεία. 6. υπόσχεση, διαβεβαίωση, δέσμευση: Αθέτησε/κράτησε/τήρησε τον ~ο της. Έχεις τον ~ο μου (πβ. δίνω τον λόγο μου, λόγω τιμής/στον ~ο της τιμής μου). Έμεινε πιστός/φάνηκε συνεπής στον ~ο του. Βασίζομαι στον ~ο σου.|| Είναι άνθρωπος με ~ο (: τιμή). 7. το δικαίωμα να μιλήσει κάποιος: Απευθύνω/αποτείνω/δίνω τον ~ο (σε κάποιον). Του αφαίρεσε τον ~ο. Κύριε ..., έχετε τον ~ο. Και τώρα ο ~ στον πρόεδρο. (ΝΟΜ.) Δικαίωμα ~ου.|| (κατ' επέκτ.) Τον ~ο έχει τώρα η δικαιοσύνη (: είναι η σειρά της να αποφασίσει). 8. άποψη, γνώμη με ισχύ: Ο ~ του ακούγεται/μετράει/περνάει (: είναι σεβαστός, τον εκτιμούν). Θα έχει βαρύνοντα ~ο στην τελική απόφαση.|| Δεν υπάκουσε στον ~ο του πατέρα του. Πβ. διαταγή, εντολή, προσταγή. 9. λογική: ορθός ~ (πβ. ορθολογισμός). Η μετάβαση του ανθρώπου από τον μύθο στον ~ο. Πβ. έλλογο, μυαλό, νους. Βλ. υπέρλογο. ΣΥΝ. λογικό ΑΝΤ. άλογο(ν), παράλογο 10. ΜΑΘ. σχέση μεταξύ δύο μεγεθών, η οποία εκφράζεται ως το πηλίκο που προκύπτει, όταν διαιρεθούν μεταξύ τους: 3/4, ο ~ του 3 προς το 4. Ας υποθέσουμε ότι ο ~ α/β είναι σταθερός ... ΣΥΝ. αναλογία (5) ● Υποκ.: λογάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (του) λόγου: ΓΛΩΣΣ. μελέτη της δομής και των κανόνων που διέπουν γλωσσικές μονάδες μεγαλύτερες από την πρόταση (π.χ. παράγραφος, κείμενο, συνομιλία) κυρ. με γραμματικά και σημασιολογικά κριτήρια· κατ΄επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος: κριτική ~ ~. Βλ. ανάλυση συνομιλίας, αναφορικ-, συνεκτικ-ότητα, συνοχή. [< αγγλ. discourse analysis, 1952] , (τα) μέρη του λόγου βλ. μέρος, αποχρών λόγος βλ. αποχρών, ελευθερία (της) γνώμης/(της) έκφρασης/(των) ιδεών/(του) λόγου βλ. ελευθερία, ενδιάθετος λόγος βλ. ενδιάθετος, εστιακός λόγος βλ. εστιακός, ευθύς λόγος βλ. ευθύς, καθυστέρηση του λόγου/της ομιλίας βλ. καθυστέρηση, ο Λόγος (του Θεού) βλ. θεός, ο λόγος της τιμής βλ. τιμή, πεζός λόγος βλ. πεζός, πλάγιος λόγος βλ. πλάγιος, σπερματικός λόγος βλ. σπερματικός, σχήμα (λόγου) βλ. σχήμα, υποθετικός λόγος βλ. υποθετικός, υποτεταγμένος λόγος βλ. υποταγμένος ● ΦΡ.: από λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): από μένα, σένα ...: Μάθαμε ~ του ότι ..., για λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): για τον εαυτό μου/σου/του ...: ~ σου καλά έπραξες., για τον λόγο ότι ... & (σπάν.-λόγ.) επί τω λόγω ότι ...: γιατί, επειδή, εφόσον., δεν είναι σχήμα λόγου (προφ.): για κάτι που λέγεται κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά ή τυπικά: Θα χαρώ να τα ξαναπούμε· κι αυτό που λέω ~ ~ (: το εννοώ πραγματικά)., δεν μου πέφτει λόγος (προφ.): δεν με αφορά: Αν και (εμένα) ~ ~, θα σε συμβούλευα να φύγεις. Είναι προσωπική της επιλογή και δεν πέφτει ~ σε κανένα., δίνω λόγο 1. δίνω εξηγήσεις για τις ενέργειές μου, απολογούμαι, δικαιολογούμαι: Δεν έχω να δώσω ~ σε κανένα. ΣΥΝ. δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό, λογοδοτώ 2. λογοδίνομαι: Έδωσαν ~ κι ετοιμάζονται να παντρευτούν. Πβ. αρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι. 3. υπόσχομαι: Δώσαμε ~ να ξαναβρεθούμε στο ίδιο μέρος., έχω λόγο: εκφράζω την άποψή μου, συμμετέχω στη λήψη αποφάσεων: Δεν ~ει ~ στη διοίκηση της εταιρείας., ζητώ τον λόγο 1. ζητώ από κάποιον να εξηγήσει τις πράξεις του, τη συμπεριφορά του: Κανείς δεν πρόκειται να σου ζητήσει ~. 2. (σε επίσημη συζήτηση, συνέλευση) ζητώ το δικαίωμα να μιλήσω: Κύριε Πρόεδρε, ~ ~. Ζήτησε και πήρε ~. [< γαλλ. demander la parole] , κάνω λόγο για ...: αναφέρομαι σε κάτι: Στην ανακοίνωσή/δήλωσή/έκθεσή/συνέντευξή του έκανε ~ για άμεση λήψη μέτρων., λόγο (σ)τον λόγο: κατά την εξέλιξη της συζήτησης: ~ ~ άναψαν τα αίματα., λόγος (και) αντίλογος: διατύπωση άποψης και προβολή της αντίθετής της, στο πλαίσιο του διαλόγου, της ελευθερίας έκφρασης: ~ ~ για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αγώνες ~ου (και) ~ου (πβ. αντιλογία, επιχειρηματολογία). Βλ. ντιμπέιτ., λόγου χάρη/χάριν (συντομ. λ.χ.): για παράδειγμα., λόγω και έργω & λόγω ή έργω (λόγ.): με λόγια και/ή πράξεις: Είναι χαρισματική προσωπικότητα ~ ~.|| (ΝΟΜ.) ~ ~ εξύβριση., λόγω τιμής & στο(ν) λόγο (της τιμής) μου (προφ.): ως έκφραση διαβεβαίωσης για την αλήθεια, την αξιοπιστία, την εγκυρότητα των λόγων κάποιου: Λόγω τιμής, δεν ξέρω τίποτα. Σου υπόσχομαι, στον λόγο της τιμής μου, δεν θα το ξανακάνω. [< γαλλ. (ma) parole d'honneur] , μετά λόγου γνώσεως (απαιτ. λεξιλόγ.): με πλήρη επίγνωση της κατάστασης, με σύνεση και λογική, εκ πείρας, υπεύθυνα: Το λέω ~ ~., ο/η/το εν λόγω (λόγ.): για πρόσωπο ή πράγμα που έχει ήδη αναφερθεί, προς αποφυγή επανάληψης ή με ειρωνική χροιά: Με βάση τις διατάξεις του ~ ~ νόμου ... Η επιτροπή διαπίστωσε ότι ο ~ ~ υποψήφιος δεν διαθέτει προϋπηρεσία. Το ~ ~ προϊόν παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα. Πβ. ο περί ου ο λόγος., ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση (εμφατ.-προφ.): σε περιπτώσεις που δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης: ~ ~ για ξεκούραση, αύριο φεύγουμε. -Μπορείς να με βοηθήσεις; -~ ~ (: βέβαια, θέλει και ρώτημα;)! Συναντηθήκαμε σήμερα, αλλά ~ ~ (: δεν μιλήσαμε καθόλου) για τα χθεσινά. Λίγες μέρες πριν τις διακοπές και για εισιτήρια φυσικά ~ ~ να γίνεται (: έχουν εξαντληθεί)., παίρνω/λαμβάνω τον λόγο: μιλώ ή παρεμβαίνω σε συζήτηση, αφού έρθει η σειρά μου: Πήρε ~ και είπε ... Πρώτος έλαβε ~ ο ..., ποιος ο λόγος να ...;: είναι άσκοπο, ανώφελο, ανούσιο: ~ ~ να πάω, αφού δεν θα έρθει; Πβ. ποιο το όφελος/(προς) τι το όφελος;, που λέει ο λόγος & (σπάν.) ο λόγος το λέει (προφ.): μιλώντας υποθετικά, για να αναφερθεί ένα παράδειγμα ή μια παροιμία, λαϊκή ρήση: Kαι πενήντα να μαζευτούμε, ~ ~, χωράμε στην αίθουσα. Πβ. ας πούμε, τρόπος του λέγειν.|| Δεν θέλει κόπο, αλλά τρόπο, ~ ~., του λόγου/(κι) ελόγου μου/σου/του ... (λαϊκό, συνήθ. ειρων.-μειωτ. για το β' κ. γ' πρόσ.): αντί της προσ. αντων. εγώ, εσύ, αυτός: Έτσι μεγάλωσα και ~ μου (= κι εγώ). Από πού 'ρχεσαι ~ σου; Καλό κουμάσι είναι κι ~ του! ΣΥΝ. αφεντιά, φυσικώ τω λόγω (λόγ.): όπως είναι λογικό, φυσικό., χωρίς/δίχως λόγο (και αιτία) & χωρίς αιτία/λόγο κι αφορμή & (λόγ.) άνευ λόγου (και αιτίας): χωρίς λογική εξήγηση: Κατηγορεί ο ένας τον άλλο ~ ~. Υποστήκαμε τα πάνδεινα ~ λόγο. ΣΥΝ. αδικαιολόγητα, αναίτια ΑΝΤ. δικαιολογημένα, ανάξιος λόγου βλ. ανάξιος, άξιος λόγου βλ. άξιος, για του λόγου το αληθές/το ασφαλές βλ. αληθής, δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί βλ. βλέπω, δίνω τον λόγο μου/τον λόγο της τιμής μου βλ. δίνω, εν τη ρύμη του λόγου βλ. ρύμη, ένας λόγος/μια κουβέντα είναι βλ. ένας, μία/μια, ένα, επ' ουδενί (λόγω) βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, έχει τον πρώτο (και τον τελευταίο) λόγο βλ. πρώτος, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, ζωή σε (λόγου) σας βλ. ζωή, κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον βλ. δεύτερος, κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος, κουβέντα στην κουβέντα/λόγο στον λόγο βλ. κουβέντα, κουβέντα/λόγος να γίνεται βλ. γίνομαι, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με λίγα/δυο λόγια βλ. λόγια, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, ο περί ου/η περί ης/το περί ου ο λόγος βλ. περί, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, περί ορέξεως (ουδείς λόγος/κολοκυθόπιτα) βλ. όρεξη, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, τι μέρος του λόγου είναι ...; βλ. μέρος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω [< αρχ. λόγος, γαλλ. langue, parole, raison]

λυχνία

λυχνία λυ-χνί-α ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. κάθε συσκευή παραγωγής φωτός ή γενικότ. ακτινοβολίας: ηλεκτρική ~. ~ αλογόνου/ατμών (νατρίου/υδραργύρου)/κενού/λεντ/πετρελαίου/φθορισμού. Πβ. λάμπα, λαμπτήρας, μπαλαντέζα, φανός.|| ~ ακτίνων Χ. ● ΣΥΜΠΛ.: ενδεικτική λυχνία: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. μικρή λυχνία σε συσκευή ή μηχάνημα, η οποία ανάβει ως ένδειξη λειτουργίας ή βλάβης: κόκκινη/πράσινη ~ ~. ~ ~ τροφοδοσίας (ηλεκτρονικού υπολογιστή). Η ~ ~ του εκτυπωτή/κινητήρα/κλιματιστικού. Πβ. φωτάκι. [< αγγλ. pilot light, 1970] , ηλεκτρονική λυχνία (κυρ. παλαιότ.): ΗΛΕΚΤΡΟΝ. γυάλινος ή μεταλλικός σωλήνας κενός αέρος (λυχνία κενού) ή με ιοντισμένο αέριο (λυχνία αερίου), εφοδιασμένος με δύο ή περισσότερα ηλεκτρόδια, τα οποία συλλαμβάνουν δέσμες ηλεκτρονίων ή ρυθμίζουν τη ροή τους· χρησιμοποιήθηκε σε ηλεκτρονικές συσκευές: αντικατάσταση των ~ών ~ών από τα τρανζίστορ. Βλ. δίοδος, θερμιονικός, κρυσταλλολυχνία, μάγνητρο, τρίοδη. [< αγγλ. electron tube, 1919] , επτάφωτη λυχνία βλ. επτάφωτος, καθοδική λυχνία & καθοδικός σωλήνας βλ. καθοδικός [< αρχ. λυχνία ‘λυχνοστάτης’, γαλλ. lampe, αγγλ. lamp]

μελάνι

μελάνι με-λά-νι ουσ. (ουδ.) {μελαν-ιού} 1. ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. & (λόγ.) μελάνη (η): υγρή συνήθ. ουσία με χρώμα που χρησιμοποιείται για γράψιμο, εκτύπωση, σχεδίαση και ζωγραφική· δοχείο ή εξάρτημα συσκευής που την περιέχει: έγχρωμο/μαύρο/στερεό/τυπογραφικό/φωτογραφικό ~. ~ γραφής/μαρκαδόρου/πένας/στιλό/σφραγίδας/ταμπόν. Εξοικονόμηση/ποιότητα ~ιού. Κασέτες/φυσίγγια ~ιού. Στέγνωσε/τελείωσε το ~. Βλ. καρμπόν, πιγμέντο.|| Ανταλλακτικό ~. Ανακατασκευασμένα ~ια. Συμβατά ~ια για εκτυπωτές ... Αναγόμωση/ανακύκλωση ~ιών. 2. ΖΩΟΛ. παχύρρευστο σκουρόχρωμο υγρό που εκκρίνουν μερικά κεφαλόποδα, όταν κινδυνεύουν, για να θολώσουν τα νερά και να αποφύγουν έτσι τους εχθρούς τους: ~ χταποδιού.|| (κ. στη μαγειρική) Ζυμαρικά με ~ σουπιάς. ● Υποκ.: μελανάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικό μελάνι: ΠΛΗΡΟΦ. ηλεκτρονικό χαρτί. [< αγγλ. electronic/e- ink] , αόρατη/συμπαθητική μελάνη βλ. μελάνη ● ΦΡ.: αμολώ/ρίχνω/αφήνω (πίσω μου) μελάνι (μτφ.): προσπαθώ να ξεφύγω ή να κρύψω κάτι, μπερδεύοντας ή παραπλανώντας τους άλλους. Πβ. θολώνω τα νερά., πριν στεγνώσει η μελάνη/το μελάνι ... & δεν στέγνωσε ακόμη η μελάνη/το μελάνι ...: (μτφ.) για εξέλιξη που ακολουθεί ή αναιρεί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα προηγούμενη δήλωση, γεγονός, κατάσταση: Πριν στεγνώσει ~ της υπογραφής, λύθηκε το συμβόλαιο., γράφω (κάποιον/κάτι) στα παλιά μου τα παπούτσια/(λόγ.) στα παλαιότερα των υποδημάτων μου βλ. γράφω, έχει χυθεί/χύθηκε πολύ μελάνι/πολλή μελάνη βλ. χύνω [< μεσν. μελάνιν, γαλλ. encre, αγγλ. ink]

μεσοσπονδύλιος

μεσοσπονδύλιος, α, ο με-σο-σπον-δύ-λι-ος επίθ.: ΑΝΑΤ. που βρίσκεται μεταξύ δύο σπονδύλων: ~ο: διάστημα. ~ες: αρθρώσεις. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: μεσοσπονδύλιος δίσκος : καθένας από τους σκληρούς ελαστικούς δίσκους που παρεμβάλλονται μεταξύ των οστών της σπονδυλικής στήλης, διευκολύνοντας την κίνηση του σώματος και απορροφώντας τους κραδασμούς: κήλη ~ου ~ου (πβ. δισκοπάθεια, βλ. ισχι-, οσφυ-αλγία). [< γαλλ. intervertébral]

μήνυμα

μήνυμα μή-νυ-μα ουσ. (ουδ.) {μηνύμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. είδηση, πληροφορία που συνήθ. στέλνουμε σε κάποιον με τον οποίο δεν μπορούμε να επικοινωνήσουμε άμεσα: αστείο/γραπτό/δωρεάν/επείγον/ερωτικό/ηχητικό/ηχογραφημένο/νέο/παραπλανητικό/προσωπικό/προφορικό/συγχαρητήριο/τηλεφωνικό/φωνητικό ~. ~ κινδύνου (πβ. ΣΟΣ). Ο αποστολέας/δέκτης/παραλήπτης/πομπός ενός ~ατος. Λαμβάνω/σβήνω ένα ~. Απαντώ σε/αφήνω ένα ~. Ακούω τα ~ατα στον τηλεφωνητή. (σε κινητά, υπολογιστές) Το ~ ελήφθη/στάλθηκε. Μου ήρθε ~ που λέει ... Αναγνωσμένα/απεσταλμένα/αποθηκευμένα/εισερχόμενα/εξερχόμενα/πρότυπα ~ατα. Ανάγνωση/αποκωδικοποίηση/αποστολή/δημιουργία/διαγραφή/επεξεργασία/καταχώρηση/λήψη/παραλαβή/προώθηση ενός ~ατος. Ανταλλαγή/αρχείο/διαχείριση ~άτων.|| Διαγράφω ένα ~. Βλ. βιντεο~.|| (μτφ.) Αισιόδοξα/ευχάριστα είναι τα ~ατα (: οι ενδείξεις) για ... Πβ. μαντάτο, νέο. Βλ. προ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Το χαρμόσυνο ~ της Ανάστασης. 2. επίσημη ανακοίνωση, λόγος σημαντικού προσώπου, συνήθ. πολιτικού: ετήσιο/πασχαλινό/πολιτικό/πρωτοχρονιάτικο ~. ~ αγάπης/ειρήνης/ενότητας/συμπαράστασης. ~ του αρχηγού (π.χ. της Αστυνομίας)/προέδρου/πρύτανη/πρωθυπουργού για/προς ... Απευθύνω ένα (σύντομο) ~. Πβ. ανακοινωθέν, εξαγγελία. 3. η κύρια ιδέα, οι βασικές απόψεις, θέσεις: Το ~ των αγώνων/των εκλογών/μιας εορτής. Το αντιπολεμικό/επαναστατικό/επίκαιρο/κοινωνικό/παιδαγωγικό ~ μιας ομιλίας/ταινίας. Το κεντρικό ~ ενός βιβλίου. Πβ. δίδαγμα, νόημα, ουσία.|| Το ~ μιας ιδεολογίας/ενός καλλιτέχνη/ενός ρεύματος. ● Υποκ.: μηνυματάκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικό μήνυμα (επίσ.) 1. ΔΙΑΔΙΚΤ. & μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: που αποστέλλεται μέσω του διαδικτύου και μπορεί να συνοδεύεται από συνημμένα αρχεία κειμένου, εικόνας ή ήχου. ΣΥΝ. ιμέιλ (1) 2. (γενικότ.) που στέλνεται μέσω κάθε άλλου τηλεπικοινωνιακού δικτύου. Βλ. εικονομήνυμα, εσεμές. [< αμερικ. electronic mail, 1975] , μήνυμα λάθους/σφάλματος: ΠΛΗΡΟΦ. ειδοποίηση που εμφανίζεται στην οθόνη υπολογιστή ή ηλεκτρονικής συσκευής κατά τον εντοπισμό λάθους: ~ ~ κάρτας SIM. ~ ~ κατά την εγκατάσταση/έναρξη ενός λογισμικού/παιχνιδιού. Βλ. κωδικός σφάλματος. [< αγγλ. error message] , μηνύματα των καιρών: οι απαιτήσεις ή οι τάσεις μιας εποχής: ανοιχτός/ευαίσθητος στα ~ ~. Ανταποκρίνεται στα/αφουγκράζεται τα ~ ~., ανεπιθύμητη/ενοχλητική (ηλεκτρονική) αλληλογραφία βλ. αλληλογραφία, διαφημιστικό μήνυμα βλ. διαφημιστικός ● ΦΡ.: περνάω το μήνυμα: κάνω κάποιον να καταλάβει κάτι: Ο προσκοπισμός ~ει ~ του εθελοντισμού., πιάνω/παίρνω το μήνυμα (κάποιου) (μτφ.-προφ.): αντιλαμβάνομαι, κατανοώ κάτι: Ελπίζω να έπιασες το ~ά μου. Το πήρα το ~, μην ανησυχείς. [< 1: αρχ. μήνυμα 2,3: γαλλ.-αγγλ. message]

μικροσκόπιο

μικροσκόπιο μι-κρο-σκό-πι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΤΕΧΝΟΛ. οπτικό όργανο το οποίο με τη βοήθεια φωτεινών ακτίνων μεγεθύνει αντικείμενα που είναι αόρατα διά γυμνού οφθαλμού: διοπτρικό/διοφθαλμικό/εργαστηριακό/κοινό/οπτικό/πολωτικό/στερεοσκοπικό/φορητό/φωτονικό/χειρουργικό/ψηφιακό ~. ~ φθορισμού/χειρός. Φακός ~ίου. Απεικόνιση/εξέταση/εργαστηριακές ασκήσεις με ~. Βλ. -σκόπιο. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικό μικροσκόπιο: που παράγει σε μεγέθυνση την εικόνα ενός μικροσκοπικού αντικειμένου σε μια οθόνη φθορισμού ή σε φωτογραφική πλάκα μέσω μιας δέσμης ηλεκτρονίων: ~ ~ σάρωσης. [< γερμ. Elektronenmikroskop, αγγλ. electron microscope, 1932] , μικροσκόπιο ατομικής δύναμης: όργανο μέτρησης και καταγραφής της θέσης μιας πολύ λεπτής ακίδας, καθώς αυτή κινείται πάνω στην προς εξέταση επιφάνεια: απεικόνιση βιολογικών ιστών με χρήση ~ίου ~. [< αγγλ. atomic force microscope (AFM)] ● ΦΡ.: στο/από το μικροσκόπιο: (μτφ.) για να δηλωθεί ότι κάποιος ή κάτι εξετάζεται ενδελεχώς: Βάζω κάτι/κάτι μπαίνει στο ~. H σύμβαση μεγάλου έργου βρίσκεται στο ~ των εισαγγελικών Αρχών. Από ~ ~ της κοινοβουλευτικής ομάδας θα περάσει η οικονομική πολιτική., (ούτε) με (τα) κιάλια/το κιάλι βλ. κιάλι [< ιταλ. microscopio, γαλλ.-αγγλ. microscope, γερμ. Mikroskop]

μουσική

μουσική μου-σι-κή ουσ. (θηλ.) 1. η τέχνη της διάταξης των ήχων μουσικών οργάνων και φωνών σε σύνολο με μελωδία, ρυθμό και αρμονία, η σχετική δημιουργία καθώς και το σύνολο των έργων και μορφών της τέχνης αυτής: απαλή/ατμοσφαιρική/βυζαντινή/γλυκιά/δημοτική/δυτική/εκκλησιαστική/ελαφρά/ελληνική/εμπορική/ευρωπαϊκή/(ηλεκτρο)ακουστική/ηχογραφημένη (βλ. κασέτα, σιντί)/κινηματογραφική/λαϊκή/μοντέρνα/οργανική/ξένη/παιδική/παραδοσιακή/πειραματική (: που χρησιμοποιεί νέες τεχνικές ήχου)/πένθιμη/ποιοτική/ρεμπέτικη/σκηνική/σοβαρή/στρατιωτική/σύγχρονη/συμφωνική/χαρούμενη/χορευτική/χορωδιακή/φωνητική/ψηφιακή ~. ~ έθνικ/πανκ/ποπ/ραπ/ροκ/τζαζ. (ΚΙΝΗΜ.) ~ αγωνίας. ~ για βιολί/θέατρο (βλ. όπερα)/μπαλέτο/ορχήστρα/πιάνο. Η ~ της εκδήλωσης/παράστασης/ταινίας. Ακούω/ασχολούμαι με (την)/γράφω/μαθαίνω/συνθέτω ~. Βάζω ~ σε ένα ποίημα (= μελοποιώ). Αίθουσα/ακρόαση/βραδιά/είδη/θεωρία/ιστορία (βλ. μουσικολογία)/κομμάτι/κριτική (πβ. μουσικοκριτική)/μάθημα ~ής. ~ και στίχοι του τραγουδιού. Η ~ εξημερώνει τα ήθη. Μετά ~ής (= με συνοδεία ~ής).|| (συνεκδ.) Η ~ του δήμου (= μπάντα). Παίζει συνεχώς την ίδια ~ (: τα ίδια τραγούδια). 2. ήχος με μουσικό, ρυθμικό τόνο, μουσικότητα, μελωδικότητα: ~ της βροχής/της θάλασσας/των κυμάτων/των πουλιών/της φύσης. Η ~ της γλώσσας/των λέξεων/του στίχου. Η φωνή της είναι ~ στα αυτιά μου. 3. γραφική αναπαράσταση μουσικών ήχων, παρτιτούρα: χαρτί ~ής (πβ. πεντάγραμμο). Διαβάζω ~ (βλ. νότα). ● Υποκ.: μουσικούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονική μουσική: είδος σύγχρονης μουσικής που χρησιμοποιεί ηλεκτρονικά μέσα για την παραγωγή του ήχου καθώς και για την επεξεργασία του μουσικού έργου. Βλ. ελεκτρόνικα, συνθεσάιζερ, τέκνο. [< αγγλ. electronic music, περ. 1930] , θεωρητικά (της) Μουσικής: θεωρία της Μουσικής (αρμονία, αντίστιξη, φούγκα, τονική σύνθεση): ανώτερα ~ ~., απόλυτη μουσική βλ. απόλυτος, ατονική μουσική βλ. ατονικός2, ενόργανη μουσική βλ. ενόργανος, έντεχνη μουσική βλ. έντεχνος, κλασική μουσική βλ. κλασικός, μαύρη μουσική βλ. μαύρος, μουσική δωματίου βλ. δωμάτιο, μουσική μορφολογία βλ. μορφολογία, προγραμματική μουσική βλ. προγραμματικός, σειραϊκή μουσική βλ. σειραϊκός, συγκεκριμένη μουσική βλ. συγκεκριμένος, τροπική μουσική βλ. τροπικός, τσιγγάνικη μουσική βλ. τσιγγάνικος ● ΦΡ.: ξύλο μετά μουσικής βλ. ξύλο [< αρχ. μουσική, ιταλ. musica, γαλλ. musique, αγγλ. music, γερμ. Musik]

νέφος

νέφος νέ-φος ουσ. (ουδ.) {νέφ-ους | -η, -ών} 1. ΟΙΚΟΛ. φαινόμενο ατμοσφαιρικής ρύπανσης που δημιουργείται σε αστικές και βιομηχανικές περιοχές, λόγω της υψηλής συγκέντρωσης ρύπων, σε συνδυασμό είτε με χαμηλή θερμοκρασία και υψηλή υγρασία (αιθαλομίχλη) είτε με υψηλές θερμοκρασίες, μεγάλη ηλιοφάνεια και μικρή υγρασία (φωτοχημικό νέφος). Βλ. καυσαέρια, όξινη βροχή, φαινόμενο του θερμοκηπίου. 2. ΜΕΤΕΩΡ. {συνήθ. στον πληθ.} σύννεφο: κατώτερα (: στρώματα, στρωματοσωρείτες, σωρείτες, σωρειτομελανίες)/μεσαία (: υψιστρώματα, υψισωρείτες)/ορεογραφικά/ανώτερα ή υψηλά (: θύσανοι, θυσανοστρώματα) ~η. Πβ. ομίχλη. ΣΥΝ. νεφέλη 3. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε μοιάζει με σύννεφο: τοξικά ~η. Ένα ~ αερίων/καπνού/σκόνης κάλυψε τον ουρανό/υψώθηκε πάνω από την πόλη.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) (Μεσο)αστρικά ~η (βλ. γαλαξίας, νεφέλωμα). 4. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.) ό,τι προκαλεί φόβο και ανησυχία, προμηνύει κάτι κακό: απειλητικά ~η. Πυκνώνουν τα ~η στις σχέσεις των δύο κρατών. Η κατάθεση του μάρτυρα διέλυσε όλα τα ~η (= τις υποψίες). ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρομαγνητικό νέφος: ρύπανση από την ακτινοβολία ασύρματων συσκευών και από τις κεραίες ραδιοφωνίας και τηλεφωνίας., ηλεκτρονικό νέφος & νέφος ηλεκτρονίων: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. ο χώρος του ατόμου που εκτείνεται πέρα από τον πυρήνα και όπου, θεωρητικά, κινούνται τα ηλεκτρόνια. [< αγγλ. electron cloud, 1926] , Νέφη του Μαγγελάνου: ΑΣΤΡΟΝ. δύο γαλαξίες, δορυφορικοί του δικού μας, που έχουν ακανόνιστο σχήμα και είναι ορατοί από το Νότιο Ημισφαίριο, χωρίς τη βοήθεια τηλεσκοπίου: Μεγάλο/Μικρό Νέφος του Μαγγελάνου., ραδιενεργό νέφος: σκόνη και ραδιενεργά στοιχεία που συγκεντρώνονται στην ατμόσφαιρα, συνήθ. μετά από πυρηνική έκρηξη ή διαρροή. [< αγγλ. radioactive dust/cloud] , υδρογονοσωματιδιακό νέφος βλ. υδρογονοσωματιδιακός, υπολογιστικό νέφος βλ. υπολογιστικός, φωτοχημικό νέφος βλ. φωτοχημικός ● ΦΡ.: (εν) μέσω νεφών (μτφ.-λόγ.): για καταστάσεις ασάφειας, αδιαφάνειας ή έντασης: Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε ~ ~. [< αρχ. νέφος, αγγλ. cloud, smog]

νους

νους [νοῦς] ουσ. (αρσ.) {νου (λόγ.) νοός | (λόγ.) πληθ. νόες} ΣΥΝ. διάνοια, μυαλό 1. το σύνολο των συνειδητών και ασυνείδητων νοητικών διαδικασιών που σχετίζονται κυρ. με την αντίληψη, τη σκέψη, τη φαντασία, τη μνήμη· το πνεύμα, ο λόγος (δηλ. το λογικό): γέννημα/δημιούργημα/κατασκεύασμα/πλάσμα/προϊόν του νου (πβ. αποκύημα της φαντασίας). Οι δυνάμεις/η εγρήγορση/η καθαρότητα του νου. Έχει δημιουργικό/εύστροφο/οξύ/πρακτικό νου. Πράξη που ξεπερνά τον ανθρώπινο νου (: αδιανόητη, φρικτή). Αποφασίζει/κρίνει με καθαρό νου (= λογικά, ψύχραιμα). Έσβησε από τον νου του τα πάντα (= τα ξέχασε). Έχασε το(ν) νου της/σάλεψε ο ~ του (= τρελάθηκε). Πβ. νοημοσύνη, νόηση. Βλ. ψυχή.|| (ΦΙΛΟΣ.) Ο ~ του Αναξαγόρα/Ηράκλειτου. Φιλοσοφία του νου. 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο έξυπνο, με ιδιαίτερα ανεπτυγμένη νοητική ικανότητα: φωτισμένος ~ (πβ. ιδιοφυΐα). Μόνο ένας δαιμόνιος/σατανικός ~ θα μπορούσε να σχεδιάσει κάτι τέτοιο! ● ΣΥΜΠΛ.: κοινός νους & (σπάν.) κοινό μυαλό: κοινή λογική., ιθύνων νους βλ. ιθύνων, τετράγωνο μυαλό βλ. μυαλό ● ΦΡ.: βάζω στο(ν)/με τον νου/μυαλό μου κάτι (προφ.): πάει το μυαλό μου σε κάτι, σκέφτομαι, υποψιάζομαι: Δεν ~εις με τον νου σου τι σε περιμένει!, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) (προφ.): σταματώ να το(ν) σκέφτομαι, το(ν) ξεχνώ: Μη φοβάσαι, δεν θα ξανασυμβεί, βγάλ' το ~ σου! Δεν μπορεί κανείς να μου (το) βγάλει ~ ότι ...|| Βγάλ' την, επιτέλους, ~ σου!, δεν το βάζει/δεν το χωράει/δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους/το μυαλό κάποιου/του ανθρώπου (προφ.): δεν μπορεί να το πιστέψει, είναι αδιανόητο: ~ ~ ο νους/το μυαλό του ανθρώπου αυτό που συνέβη!, έχε τον νου σου & το(ν) νου σου (προφ.): πρόσεχε: ~ ~ μην πάθεις κανένα κακό. Τον νου σου! Θα πέσεις!, έχω στο(ν) νου μου/κατά νου (κάποιον/κάτι) (προφ.) 1. έχω κάποιον ή κάτι στο μυαλό μου, στη σκέψη μου: ~ ~ πολλά πράγματα. Έχε κατά ~ (= έχε υπόψη σου) ότι ... 2. σκοπεύω, προτίθεμαι: Έχει στο(ν) νου του/κατά νου ν' αλλάξει σπίτι. Πβ. έχω κάποιον/κάτι στο μυαλό μου., έχω το(ν) νου/το μυαλό μου σε κάποιον/κάτι (προφ.): με απασχολεί, το(ν) σκέφτομαι (επίμονα): ~ει ~ της συνέχεια στα παιδιά. Το μυαλό του το έχει στο παιχνίδι. Πού είχες ~ σου, όταν σου μιλούσα;|| Έχει αλλού το ~ του (= είναι αφηρημένος)., κοντά στο(ν) νου κι η γνώση (παροιμ.): για κάτι που (θεωρείται ότι) είναι αυτονόητο, που δεν χρειάζεται πολλή σκέψη., λέω με το νου μου (προφ.): σκέφτομαι: 'Είμαι πολύ τυχερός σήμερα!', είπε με το νου του. Πβ. λέω (από) μέσα μου., νους υγιής εν σώματι υγιεί (γνωμ.-λόγ.): δεν νοείται πνευματική υγεία χωρίς σωματική· προκειμένου να τονιστεί η σημασία της σωματικής άσκησης (άθλησης) ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την πνευματική ευεξία. [< λατ. mens sana in corpore sano] , ό,τι βάλει ο νους (του ανθρώπου) (προφ.): ό,τι μπορεί κάποιος να φανταστεί· τα πάντα, πολλά και διάφορα (πράγματα): Στο παζάρι μπορούσες να βρεις ~ ~ σου/του ανθρώπου! Πβ. και του πουλιού το γάλα., ψήλωσε ο νους (κάποιου) (μτφ.-προφ.) 1. έχει υπερβολικές φιλοδοξίες. 2. έχασε τα λογικά του., ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες βλ. μυαλό, βάζω κακό με το μυαλό/τον νου μου βλ. κακό, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι, μου περνά (από το μυαλό/τον νου) βλ. περνώ, μου πήρε το μυαλό/τα μυαλά/το(ν) νου βλ. μυαλό, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό βλ. κακό, σταματά ο νους του ανθρώπου βλ. σταματώ, τρέχει/ταξιδεύει/γυρίζει ο νους/το μυαλό κάποιου βλ. τρέχω, τυπώνω (καλά μέσα) στο μυαλό/στο(ν) νου μου βλ. τυπώνω [< 1: αρχ. νοῦς, γαλλ. esprit, αγγλ. mind, γερμ. Geist 2: γαλλ. esprit]

ντιβιντί

ντιβιντί ντι-βι-ντί ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & ντι βι ντι & DVD ΤΕΧΝΟΛ. 1. οπτικός δίσκος χωρητικότητας πάνω από 4,7 γιγαμπάιτ: κινηματογραφικά/μουσικά ~. Ταινίες ~. Αποθήκευσε τις φωτογραφίες σε ~. Βλ. εμ-πι-θρι, σιντί. ΣΥΝ. βιντεοδίσκος 2. συσκευή αναπαραγωγής των αντίστοιχων δίσκων: ενσωματωμένο ~. ~ εγγραφής.|| Βλέπει ταινίες στο ~ (= ντιβιντί πλέιερ). [< αμερικ. Digital Versatile Disk (DVD), 1993]

-παθής

-παθής, ής, ές {-παθούς | -παθείς (ουδ. -παθή)} (λόγ.) επίθημα επιθέτων και ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. υποφέρει, έχει πληγεί ή πάσχει από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (για πρόσ., συνήθ. ως ουσ., αρσ. κ. θηλ.) αναξιο~. Πβ. -παθών.|| (ειδικότ.) Πλημμυρο~/πυρο~/σεισμο~. Πβ. -πληκτος.|| Καρδιο~/καρκινο~. 2. έχει συγκεκριμένη ιδιότητα σε έντονο συνήθ. βαθμό: (για πρόσ., ως επίθ.) α~/εγω~/εμ~/ηττο~/μυστικo~.|| Eυ~. 3. προκαλεί ορισμένα συναισθήματα: (ως επίθ., για πρόσ.) αντι~/συμ~.|| Ηδυ~.

παιχνίδι

παιχνίδι παι-χνί-δι ουσ. (ουδ.) {παιχνιδ-ιού | -ιών} & (σπάν.-προφ.) παιγνίδι 1. αντικείμενο, κατασκευή που απευθύνεται κυρ. σε μικρά παιδιά, με σκοπό τη διασκέδασή τους: εκπαιδευτικά/ηχητικά/μηχανικά/μουσικά/ξύλινα ~ια. Επιτραπέζια ~ια (βλ. γκρινιάρης, μονόπολη, παζλ, σκραμπλ). Απαγόρευση/απόσυρση ~ιού (ως ακατάλληλου). ~ια με μπαταρίες. Φουσκωτά ~ια θαλάσσης. Βιομηχανία/διαφημίσεις/εργοστάσιο/κατάστημα ~ιών. Παίζει με τα ~ια του. Βλ. αεροπλαν-, αλογ-, αυτοκινητ-άκι, κούκλα, μπάλα.|| Τα ~ια της παιδικής χαράς (βλ. τραμπάλα, τσουλήθρα)/του λούνα παρκ (βλ. καρουσέλ). 2. δραστηριότητα που συνήθ. βασίζεται σε κανόνες, με σκοπό την ψυχαγωγία ή/και την ανάδειξη νικητή, σε περιπτώσεις που απαιτούνται δύο ή περισσότεροι παίκτες: αθλητικό/διασκεδαστικό ~. ~ και μάθηση. Ατομικά/ομαδικά παιδικά (βλ. αμπάριζα, κορόιδο, κουτσό, κρυφτό, κυνηγητό, μήλα, τυφλόμυγα)/επιστημονικά/κοινωνικά/πνευματικά (βλ. αίνιγμα, γρίφος, κουίζ, μπριτζ, σταυρόλεξο) ~ια. ~ λογικής (βλ. σουντόκου)/μνήμης (βλ. γιάντες)/στρατηγικής (βλ. ναυμαχία, ντάμα, σκάκι, τάβλι)/υπαίθρου/φαντασίας. ~ια κονσόλας. Τηλεοπτικό ~ γνώσεων (= τηλε~). Έχασα/κέρδισα στο ~.|| Αντιαθλητικό/τίμιο ~. Το στιλ του ~ιού. Πβ. παίξιμο. || Ερωτικό ~. 3. ΑΘΛ. αγώνας, ματς: δυνατό/εύκολο/συγκλονιστικό ~. Στημένα ~ια. Το ~ της Κυριακής. Οι καλύτερες φάσεις του ~ιού. Αποβλήθηκε/αποχώρησε τραυματισμένος από το ~. Πβ. αναμέτρηση. 4. (μτφ.) κάτι που θεωρείται εξαιρετικά εύκολο: Οι ασκήσεις τού φάνηκαν ~. 5. (μτφ.) πρόσωπο που το κάνει κάποιος ό,τι θέλει ή κάτι που δεν το παίρνει στα σοβαρά: Δεν είμαι ~ στα χέρια σου (πβ. άθυρμα, έρμαιο, μαριονέτα, όργανο, πιόνι, υποχείριο).|| Τα βλέπει όλα σαν ~! 6. (μτφ.) κόλπο, τέχνασμα: βρόμικα/επικίνδυνα/κομματικά/πολιτικά/προεκλογικά/σκοτεινά/ύποπτα ~ια. ~ια συμφερόντων. Τα ~ια της διαδοχής/της εξουσίας/της τύχης (πβ. παιχνίδισμα). ~ νεύρων (πβ. πόλεμος νεύρων). Άρχισαν το ~ της προπαγάνδας. 7. (μτφ.) παιχνίδισμα: τα ~ια του φωτός. ● Υποκ.: παιχνιδάκι (το): κυρ. στις σημ. 1, 4. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικά παιχνίδια & (προφ.) ηλεκτρονικά (τα): ΤΕΧΝΟΛ. αυτά που παίζονται με τη χρήση ηλεκτρονικής συσκευής· συνεκδ. κατάστημα ή χώρος με τα συγκεκριμένα παιχνίδια. Πβ. βιντεοπαιχνίδι. [< αγγλ. computer game, 1965, electronic game, περ. 1975] , θεατρικό/δραματικό παιχνίδι: θεατρική δραστηριότητα, συχνά στο πλαίσιο της σχολικής διαδικασίας, με παιδαγωγικούς σκοπούς: δάσκαλος/εργαστήριο ~ού ~ιού. Διδάσκει ~ ~. Βλ. ψυχόδραμα., παιχνίδι ρόλων στο οποίο οι παίκτες υποδύονται 1. ρόλους στο πλαίσιο συγκεκριμένης κατάστασης ή σεναρίου, κυρ. για εκπαιδευτικούς, ψυχοθεραπευτικούς ή ψυχαγωγικούς λόγους. 2. χαρακτήρες και εμπλέκονται σε φανταστικές περιπέτειες. [< αγγλ. 1: role play 2: role playing game, 1976] , σκληρό παιχνίδι 1. αθλητικός αγώνας που χαρακτηρίζεται από δυναμικό ή/και βίαιο παίξιμο. 2. (μτφ.) παρασκηνιακές, προκλητικές ή υπονομευτικές ενέργειες σε βάρος κάποιου: Σε ~ ~ εξελίσσεται η εκλογή του νέου προέδρου.|| (κατ' επέκτ.) Η μοίρα/τύχη τού έπαιξε ~ ~ (: του συνέβη κάτι πολύ δυσάρεστο)., τεχνικό παιχνίδι: που σε αυτό παίζει ρόλο κυρ. η διανοητική ικανότητα του παίκτη: Το μπιλιάρδο είναι ~ ~., τυχερά παιχνίδια & παιχνίδια τύχης: που το αποτέλεσμά τους εξαρτάται αποκλειστικά ή κυρίως από την τύχη: παιχνίδια της τράπουλας (= χαρτοπαίγνια) και άλλα ~ ~. Μηχανήματα ~ών ~ιών (= παιγνιομηχανήματα). Παράνομα τυχερά παιχνίδια. Πβ. τζόγος. Βλ. κίνο, λαχείο, λόττο, μπαρμπούτι, μπίνγκο, παπάς, προπό, πρότο, ρουλέτα, φρουτάκια. [< γαλλ. jeux de hasard] , αγώνας/παιχνίδι νοκ άουτ βλ. νοκ άουτ, ανοιχτό παιχνίδι βλ. ανοιχτός, κλειστό παιχνίδι βλ. κλειστός, κονσόλα παιχνιδιών βλ. κονσόλα, παιχνίδι κέντρου βλ. κέντρο ● ΦΡ.: βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι & μπαίνω στο παιχνίδι: προσκαλώ κάποιον ή συμμετέχω ο ίδιος σε παιχνίδι και κατ' επέκτ. δραστηριότητα ή κόλπο: Εκπομπή που βάζει ~ και τους θεατές. Η ομάδα μπήκε δυνατά ~.|| Όταν μπαίνει ~ ο ανταγωνισμός, ξεχνάμε την αλληλεγγύη. Πβ. βάζω (κάποιον)/μπαίνω/είμαι στο κόλπο, μπαίνω στον χορό., βγάζω/αφήνω (κάποιον) (έξω) από το παιχνίδι & βγαίνω/είμαι/μένω (έξω) από το παιχνίδι: αποκλείω κάποιον από παιχνίδι και κατ' επέκτ. από δραστηριότητα, κόλπο ή δεν συμμετέχω (πια) σε αυτό: Ο διαιτητής έβγαλε τον παίκτη από ~ ~ (: τον απέβαλε). Όποιος ακουμπήσει την μπάλα βγαίνει από ~ ~.|| (μτφ.) Άφησαν τις μικρές επιχειρήσεις έξω ~ ~. Βγήκε από ~ ~ των εκλογών. Δεν έχω ιδέα· είμαι/έχω μείνει έξω ~ ~., κάνω παιχνίδι (προφ.) 1. ΑΘΛ. εκδηλώνω οργανωμένη επίθεση: ~ει ~ από τα άκρα. Οι αντίπαλοι έπαιξαν πολύ καλά και δεν μας άφησαν να ~ουμε ~. 2. (μτφ.) δραστηριοποιούμαι και έχω τον έλεγχο σε κάποιον τομέα: Ο επιχειρηματικός κολοσσός που ~ει ~ στη Μέση Ανατολή. 3. (μτφ.) ερωτοτροπώ., μοιράζω το παιχνίδι: οργανώνω δραστηριότητα: (ΑΘΛ.) Παίρνει την πρώτη μπαλιά και ~ει ~.|| (μτφ.) Η κυβέρνηση επιχειρεί να μοιράσει ~., παίζει διπλό παιχνίδι (μτφ.): συνεργάζεται παρασκηνιακά και με τις δύο αντιτιθέμενες πλευρές. Πβ. παίζει σε δύο/διπλό/πολλά ταμπλό., παίζει παιχνίδια (μτφ.-προφ.): μηχανορραφεί, προβαίνει σε δόλιες πράξεις: ~ουν ~ εις βάρος μας/σε βάρος των καταναλωτών. Δεν μπορείτε να ~ετε ~ στην πλάτη της χώρας. Παίζονται περίεργα ~ πίσω από την πλάτη του., παίζω άσχημο παιχνίδι σε κάποιον (προφ.): εξαπατώ, βλάπτω: Η κλήρωση/η μοίρα/η τύχη τού έπαιξε ~ ~., παίζω το παιχνίδι του (μτφ.-προφ.): με τη στάση μου εξυπηρετώ τα συμφέροντα κάποιου: Μην παίζεις ~ ~ τους! Αρνούμαι να/δεν θα παίξω ~ ~ τους. Δεν ~ ~ κανενός. ΣΥΝ. παίζω το χαρτί του ... (2), παιχνίδι με τις λέξεις 1. προσπάθεια υπεκφυγής ή αποπροσανατολισμού με εκμετάλλευση κυρ. της πολυσημίας των λέξεων. 2. χρήση ομόηχων, πολύσημων λέξεων, αναγραμματισμών για υφολογικούς, παιδαγωγικούς ή ψυχαγωγικούς σκοπούς., το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι (μτφ.): μεθοδική και αγωνιώδης καταδίωξη μέχρι την τελική εξολόθρευση του πιο αδύναμου: ~ ~ ανάμεσα στην Αστυνομία και τους ληστές., χάνω το παιχνίδι (μτφ.-προφ.): χάνω τον έλεγχο, αποτυγχάνω: Μην αγχωθείς, γιατί το έχασες το ~. Το παιχνίδι έχει χαθεί., γυρίζω το παιχνίδι & το παιχνίδι γυρίζει βλ. γυρίζω, έσωσε την παρτίδα/το παιχνίδι βλ. σώζω, οι κανόνες του παιχνιδιού βλ. κανόνας, παίζω καθαρό παιχνίδι/καθαρά βλ. καθαρός, παίζω το παιχνίδι μου βλ. παίζω, παιχνίδι της μοίρας βλ. μοίρα, στο χαμηλό παιχνίδι βλ. χαμηλός, στο ψηλό παιχνίδι βλ. ψηλός, το χοντραίνω (το παιχνίδι)/το παιχνίδι χοντραίνει βλ. χοντραίνω [< μεσν. παιγνίδι, γαλλ. jeu, αγγλ. game]

περίπτερο

περίπτερο πε-ρί-πτε-ρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -έρου} 1. μικρό κατάστημα σε πεζοδρόμιο ή πλατεία, συνήθ. ξύλινο με σχήμα θαλάμου, όπου πωλούνται κυρ. ψιλικά είδη: το ~ της γειτονιάς. Άδεια εκμετάλλευσης/είδη/ιδιοκτήτης (= περιπτεράς) ~έρου. Βλ. ψιλικατζίδικο. 2. μικρός χώρος ή στεγασμένη κατασκευή που χρησιμεύει κυρ. για την παρουσίαση και προώθηση προϊόντων ή για την πληροφόρηση και εξυπηρέτηση του κοινού: εκθεσιακό/εκλογικό ~. ~ ενημέρωσης/πληροφοριών. 3. κτίσμα σε υπαίθριο χώρο για ανάπαυση ή αναψυχή, κιόσκι: κυνηγετικό ~. ● Υποκ.: περιπτεράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικό περίπτερο: δικτυακός τόπος με τα πρωτοσέλιδα ή τις ηλεκτρονικές εκδόσεις έντυπων μέσων. [< μτγν. περίπτερον ‘(για ναό) που περιβάλλεται από πτερά, δηλ. σειρές κιόνων’, γαλλ. kiosque]

πλατινένιος

πλατινένιος, ια, ιο πλα-τι-νέ-νιος επίθ.: που έχει κατασκευαστεί από πλατίνα ή σπανιότ. έχει το χρώμα της. Πβ. πλατινέ. Βλ. -ένιος, λευκόχρυσος, χρυσός. ● ΣΥΜΠΛ.: πλατινένιος δίσκος: ΜΟΥΣ. σιντί που έχει ξεπεράσει τις δώδεκα χιλιάδες πωλήσεις· ειδικότ. το σχετικό βραβείο που απονέμεται τιμητικά στον τραγουδιστή και τους δημιουργούς του: διπλά ~ ~.|| Απονομή ~ιου ~ου. Βλ. χρυσός δίσκος. [< αγγλ. platinum disc, 1971]

πλευστός

πλευστός, ή, ό πλευ-στός επίθ.: που έχει σχεδιαστεί ή κατασκευαστεί κατά τρόπο ώστε να λειτουργεί ομαλά, χωρίς δονήσεις: ~ή: δαγκάνα (φρένου). ● ΣΥΜΠΛ.: πλευστός δίσκος: ΜΗΧΑΝΟΛ. δίσκος που δεν βιδώνει σταθερά στο κέντρο των τροχών οχήματος (κυρ. μοτοσικλέτας), αλλά στηρίζεται σε μία σειρά δακτυλίων που επιτρέπουν την κίνησή τους στον κατά μήκος άξονα και εγκάρσια. [< αγγλ. floating disc] [< μτγν. πλευστός 'πλωτός']

ποίηση

ποίηση ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΛΟΓΟΤ. έντεχνος λόγος που αξιοποιεί στο μέγιστο βαθμό τη συγκινησιακή λειτουργία της γλώσσας και χαρακτηρίζεται, κατά κανόνα, από πυκνότητα, ευρηματική εικονοποιία και εσωτερικό ρυθμό· συνεκδ. ποιήματα, ποιητικά έργα: αφηγηματική (βλ. έπος, μπαλάντα)/δραματική (βλ. κωμ-, τραγ-ωδία)/έμμεση/λυρική (βλ. ελεγεία, ωδή)/χορική ~. Βουκολική/διδακτική/εκκλησιαστική/ερωτική/ηρωική ή επική/θρησκευτικήμελική/παιδική/περιστασιακή/πολιτική/στρατευμένη/φιλοσοφική/χριστιανική ~. Δημοτική/δημώδης/λαϊκή/λόγια ~. Μεταπολεμική/μοντέρνα/(υπερ)ρεαλιστική/ρομαντική/σύγχρονη ~. ~ και πεζογραφία. (Μαθητικοί) αγώνες/ανθολογία/βιβλίο/βραβείο/διαγωνισμός/σεμινάρια/συμπόσιο/φεστιβάλ ~ης. Παγκόσμια Ημέρα ~ης. Το μεγαλείο/η σπουδαιότητα της ~ης. || Μελοποιημένη ~. H ~ του 20ού αι. Απαγγέλλω/γράφω ~. 2. (μτφ.) οτιδήποτε προσφέρει αισθητική ή γευστική απόλαυση: ηλιοβασίλεμα/θέα/πίνακας/τοπίο σκέτη ~ (= μαγεία, ομορφιά)! || Το κέικ/το κρασί ήταν (σκέτη) ~. Πβ. όνειρο. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονική ποίηση: ποιητικά κείμενα που γράφονται και διαβάζονται σε διαδραστικό περιβάλλον. [< αγγλ. electronic/e-poetry] , οπτική ποίηση: (κυρ. στις δεκαετίες 1960 και 1970) στην οποία η διάταξη του κειμένου, οι εικόνες και τα σύμβολα παίζουν ρόλο στην ερμηνεία των ποιημάτων: ηχητική και ~ ~. Βλ. λετρισμός. [< αγγλ. visual poetry] , συγκεκριμένη ποίηση: (τη δεκαετία του 1950) η οποία χρησιμοποιεί τα γράμματα με τέτοιο τρόπο στη σελίδα ώστε να δημιουργείται μια υποβλητική εικόνα. [< αγγλ. concrete poetry, 1958] [< 1: αρχ. ποίησις 2: γαλλ. poésie]

πόλεμος

πόλεμος πό-λε-μος ουσ. (αρσ.) {-ου (συχνότ. λόγ.) -έμου | -έμων, -έμους} 1. ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα σε κράτη ή ομάδες, που θεωρούν ότι είναι κυρίαρχα/ες: αιματηρός/αμυντικός/εθνικοαπελευθερωτικός/εμφύλιος/επιθετικός/θερμός/κατακτητικός/μακροχρόνιος/νικηφόρος/προληπτικός/συμβατικός ~. ~ για την ανεξαρτησία/το πετρέλαιο. ~ μέχρις εσχάτων. Αιχμάλωτοι/απόμαχοι/βετεράνοι/θύματα/τραυματίες ~έμου. Η αφορμή/η αρχή/το τέλος (βλ. ανακωχή, εκεχειρία) του ~έμου. Oι ηττημένοι/νικητές του ~έμου. Επί ποδός/σε καιρό (λόγ. εν καιρώ)/στα πρόθυρα ~έμου. Διεξάγεται/ξέσπασε ~. Αποτράπηκε/εντείνεται/κλιμακώνεται/μαίνεται/συνεχίζεται ο ~. Κάνουν ~ο (= πολεμούν). Έχασαν/κέρδισαν τον ~ο. Χώρα που βρίσκεται/έχει εμπλακεί σε ~ο. Αντιτάχθηκαν/συμμετείχαν στον ~ο. Γύρισε από τον/πήγε στον/σκοτώθηκε στον ~ο.|| ~ συμμοριών.|| (ΙΣΤ.) Ο Ελληνοτουρκικός/Πελοποννησιακός ~. Ο Πρώτος/Δεύτερος Παγκόσμιος ~. Οι Βαλκανικοί/Ναπολεόντειοι/Περσικοί ~οι. Ο ~ του Κόλπου/των Έξι Ημερών. Πβ. μάχη, σύρραξη. Βλ. επίθεση, επιχείρηση, εχθροπραξία, πολιορκία. ΑΝΤ. ειρήνη (1) 2. (μτφ.) σκληρός αγώνας επικράτησης, ανταγωνισμός· αντιπαράθεση, διένεξη: ανηλεής/ανοιχτός/βρόμικος/υπόγειος ~ (για την τηλεθέαση). Εμπορικός/ιδεολογικός/κοινωνικός/οικονομικός ~. ~ φατριών. ~ προσφορών/συμφερόντων/τιμών. ~ λάσπης (= λασπο~). Πβ. λασπομαχία. Έχουν αποδυθεί/επιδοθεί σε ~ο ανακοινώσεων/δηλώσεων/εντυπώσεων.|| Μην ανοίγεις ~ο μαζί του! ΣΥΝ. σύγκρουση (2) 3. (μτφ.) έντονη προσπάθεια για την αντιμετώπιση και εξάλειψη προβλήματος: Ξεκίνησαν ~ο κατά της διαπλοκής/του καρκίνου/των μονοπωλίων/των ναρκωτικών/της τρομοκρατίας. Ο ~ εναντίον (= η καταπολέμηση) της διαφθοράς. Πβ. εκστρατεία, σταυροφορία. ΣΥΝ. αγώνας (1), μάχη (3), πάλη (2) ● ΣΥΜΠΛ.: βιολογικός/πυρηνικός/χημικός πόλεμος: στον οποίο γίνεται χρήση βιολογικών, πυρηνικών ή χημικών όπλων, αντίστοιχα. [< αγγλ. biological/nuclear/chemical war] , εγκληματίας πολέμου: άτομο που έχει διαπράξει εγκλήματα πολέμου: Η δίκη των ~ών ~., ηλεκτρονικός πόλεμος: χρήση σύγχρονου ηλεκτρονικού εξοπλισμού, με σκοπό τις παρεμβολές στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία των εχθρικών συστημάτων (πλοήγησης, όρασης, ρίψης βομβών, ραντάρ) και την παρεμπόδιση της λειτουργίας τους. [< αγγλ. electronic warfare] , ψυχολογικός πόλεμος 1. συστηματική χρήση της προπαγάνδας από κάποιο κράτος, με σκοπό να καμφθεί το ηθικό του αντιπάλου. 2. πόλεμος νεύρων: Του ασκούν ~ό ~ο, για να παραιτηθεί. [< αγγλ. psychological warfare, 1940] , αιτία πολέμου βλ. αιτία, ακήρυχτος πόλεμος βλ. ακήρυχτος & ακήρυκτος, ανάπηρος πολέμου βλ. ανάπηρος, ανθρωπιστική επέμβαση βλ. επέμβαση, εγκλήματα πολέμου βλ. έγκλημα, ιερός/θρησκευτικός πόλεμος βλ. ιερός, ολοκληρωτικός πόλεμος βλ. ολοκληρωτικός, πόλεμος νεύρων βλ. νεύρα, πόλεμος των άστρων βλ. άστρο, πόλεμος/μάχη χαρακωμάτων βλ. χαράκωμα2, το τσεκούρι του πολέμου βλ. τσεκούρι, Τρωικός Πόλεμος βλ. τρωικός, Ψυχρός Πόλεμος βλ. ψυχρός ● ΦΡ.: κάνω πόλεμο σε κάποιον: συγκρούομαι ανοιχτά μαζί του: Της ~ουν ~ (= την πολεμούν), για να τη διώξουν., πόλεμος πατήρ πάντων: ΦΙΛΟΣ. η σύγκρουση μεταξύ των αντίθετων δυνάμεων που ενυπάρχουν στα πράγματα, είναι η γενεσιουργός δύναμη των όντων, η πηγή της ζωής., θέρος, τρύγος, πόλεμος βλ. θέρος1, κηρύσσω (τον) πόλεμο βλ. κηρύσσω & κηρύττω, τα τύμπανα του πολέμου βλ. τύμπανο [< 1: αρχ. πόλεμος 2,3: αγγλ. war, γαλλ. guerre]

πόλη

πόλη πό-λη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} & (λόγ.) πόλις 1. οικιστική μονάδα με μεγάλο πληθυσμό (δηλ. πάνω από δέκα χιλιάδες κατοίκους στην Ελλάδα), η οποία περιλαμβάνει αστικό χώρο, κτίρια, δρόμους, δίκτυα επικοινωνίας και μεταφορών και στην οποία παρατηρείται συγκέντρωση δραστηριοτήτων: ανθρώπινη/αρχαία/βιομηχανική/βιώσιμη/γραφική/εμπορική/επαρχιακή/έρημη/ζωντανή/ιστορική/καθαρή/κοσμοπολίτικη/μεσαιωνική/παραθαλάσσια/πολυπολιτισμική (βλ. χοάνη)/πράσινη/πυκνοκατοικημένη (βλ. αστικοποίηση, αστυφιλία)/υδροκέφαλη (βλ. αποκέντρωση)/υπόγεια/φιλόξενη ~. Η ~ των Αθηνών/της Θεσσαλονίκης. ~ του μέλλοντος. ~-κόσμημα. Ολυμπιακή ~ (: που φιλοξενεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες). Το αεροδρόμιο/τα αξιοθέατα/ο δήμαρχος/οι επισκέπτες/ο πολιούχος/τα μνημεία/τα μουσεία/οι πλατείες/τα προάστια/οι συνοικίες μιας ~ης. Χάρτης της ~ης. Στην άκρη/στην καρδιά/στις παρυφές/στα περίχωρα της ~ης. Ίδρυση/καταστροφή μιας ~ης. Η μετακίνηση στην ~ (βλ. κυκλοφοριακό, συγκοινωνίες). Αδελφοποιημένες ~εις. ~εις και χωριά (βλ. επαρχία, περιφέρεια). Βλ. δήμος, κωμόπολη, μεγαλούπολη, μητρόπολη, πολίχνη, πρωτεύουσα.|| (περιοχή μέσα σε ~:) Άνω/Παλαιά/Πάνω Πόλη. ΣΥΝ. άστυ 2. (συνεκδ.) οι κάτοικοί της, το κέντρο της ή η ζωή σε αυτή: Η ~ γιορτάζει/ήταν ανάστατη/κοιμάται. Ξεσηκώθηκε όλη η ~.|| Κατεβαίνω στην ~ για δουλειές.|| Το άγχος/οι ανέσεις/ο θόρυβος/η κίνηση της ~ης. ● ΣΥΜΠΛ.: η αγία πόλη (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Α, Π): η Ιερουσαλήμ., η αιώνια πόλη (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Α, Π): η Ρώμη. [< γαλλ. la Ville éternelle ] , η πόλη του φωτός (κ. με κεφαλ. Π, Φ): το Παρίσι. [< γαλλ. la Ville lumière] , ιερή πόλη: που αποτελεί σημαντικό τόπο προσκυνήματος. || Η ~ ~ του Μεσολογγίου., παγκόσμια πόλη: αυτή που θεωρείται σημαντικός κόμβος στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. [< αγγλ. global city, 1991] , πόλη-κράτος & (λόγ.) πόλις-κράτος: ΑΡΧ. μορφή πολιτικής οργάνωσης στην αρχαία Ελλάδα· ειδικότ. κρατική οντότητα αποτελούμενη από το αστικό κέντρο (άστυ) και την αγροτική περιοχή (χώρα) που βρισκόταν γύρω από αυτό., ψηφιακή πόλη & ηλεκτρονική πόλη: στην οποία κυριαρχεί η ψηφιακή τεχνολογία στην εξυπηρέτηση των πολιτών. Βλ. τηλεματική., ανοχύρωτη πόλη βλ. ανοχύρωτος, η βασιλίδα των πόλεων βλ. βασιλίδα, κράτος/πόλη δορυφόρος βλ. δορυφόρος, σχέδιο πόλεως/πολεοδομικό σχέδιο βλ. σχέδιο ● ΦΡ.: κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη βλ. χωριό, το χρυσό κλειδί της πόλης βλ. κλειδί [< αρχ. πόλις, γερμ. Polis, αγγλ. polis]

ποντικί

ποντικί πο-ντι-κί επίθ./ουσ. {άκλ.}: που έχει το γκρι χρώμα του ποντικιού: ~ ρούχο.|| (ως ουσ.) Σκούρο ~ (ενν. χρώμα). Πβ. ανθρακί, σουρί.

πώληση

πώληση πώ-λη-ση ουσ. (θηλ.): παροχή αγαθού έναντι οικονομικού συνήθ. ανταλλάγματος· (κατ' επέκτ., στον πληθ.) η αντίστοιχη εμπορική δραστηριότητα: λιανική/χονδρική ~. ~ γης/εισιτηρίων/εξοπλισμού/επιχειρήσεων/κατοικίας. ~ τοις μετρητοίς/με πίστωση (= βερεσέ). Γραφεία/δικαιώματα/εντολή/όροι/(επιλεγμένα) σημεία (βλ. POS)/σύμβαση/συμβόλαιο/τιμή ~ης. Άδεια/κατάστημα ~ης (ποτών). Διαμερίσματα προς ~. (για προϊόν) Πρώτο στις ~ήσεις. ~ήσεις αυτοκινήτων/σκαφών. Άνοδος/αύξηση/μείωση των (εταιρικών) ~ήσεων. Διευθυντής/δίκτυο/ρεκόρ/τμήμα/υποστήριξη ~ήσεων. Από την άποψη των/από πλευράς ~ήσεων. Η εταιρεία προέβη/προχώρησε σε ~ των μετοχών της. Βλ. μετα~, μονο~, προ~, τηλε~, μάρκετινγκ, παραγγελία.|| (σε αγγελίες) ~ήσεις ακινήτων/οικοπέδων. ΣΥΝ. πούλημα (1) ΑΝΤ. αγορά (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άμεση/απευθείας πώληση & κατευθυνόμενη πώληση: προώθηση και πώληση προϊόντων και υπηρεσιών με άμεσο τρόπο, η οποία γίνεται συνήθ. στο σπίτι του καταναλωτή ή σε άλλα μέρη που δεν αποτελούν καταστήματα λιανικής και διεξάγεται με παρουσιάσεις ή επιδείξεις εκ μέρους του πωλητή. Βλ. πλασιέ. [< αγγλ. direct sale] , αναγκαστική πώληση: ΝΟΜ. πώληση περιουσιακών στοιχείων που επιβάλλεται από το δικαστήριο σε οφειλέτη, λόγω αδυναμίας εξόφλησης των οικονομικών του υποχρεώσεων. [< γαλλ. vente forcée] , ανοικτές πωλήσεις: ΟΙΚΟΝ. πρακτική πώλησης χρηματιστηριακών τίτλων, χωρίς να έχει κάποιος την κυριότητά τους, με την προσδοκία ότι η πτώση των τιμών τους θα του επιτρέψουν να τις αγοράσει με κέρδος: μετοχές ~ών ~ήσεων. ΣΥΝ. σορτάρισμα [< αγγλ. short selling] , ηλεκτρονική πώληση: που γίνεται μέσω ίντερνετ, συνήθ. με πιστωτική κάρτα. [< αγγλ. electronic/e-selling] , προώθηση πωλήσεων (στο μάρκετινγκ): ΟΙΚΟΝ. δραστηριότητα που αποσκοπεί στην αύξηση των πωλήσεων μέσω διάφορων ενεργειών (εκπτώσεις, δώρα, κουπόνια, παροχή μεγαλύτερης ποσότητας προϊόντος με τα ίδια χρήματα, δείγματα, δωρεάν δοκιμές). [< αγγλ. sales promotion] , πώληση εξ αποστάσεως & από απόσταση: μέσω τηλεφώνου, ταχυδρομείου ή του διαδικτύου. Πβ. τηλεπώληση. [< αγγλ. distance selling] [< αρχ. πώλησις, γαλλ. vente, αγγλ. sale, selling]

σιωπηλός

σιωπηλός, ή, ό σιω-πη-λός επίθ. 1. (κυρ. για πρόσ.) που δεν μιλά ή δεν θορυβεί· για μέρος όπου δεν ακούγονται ομιλίες ή θόρυβοι: ~ός: ακροατής/παρατηρητής. ~ή: παρουσία/συνοδεία. Ακούω/κάθομαι/παρακολουθώ/(παρα)μένω ~ (βλ. απόμακρος, συγκρατημένος). ΣΥΝ. σιωπηρός. Πβ. αμίλητος, βουβός.|| ~ός: δρόμος (ΑΝΤ. πολύβουος). ~ή: αίθουσα/λίμνη. Πβ. ήσυχος. 2. (μτφ.) που γίνεται ή εκδηλώνεται χωρίς θόρυβο ή αναστάτωση: ~ός: θρήνος/πόνος. ~ή: αγωνία/διαμαρτυρία/πορεία (ΑΝΤ. θορυβώδης)/προσευχή (πβ. νοερή). ~ό: δράμα/έγκλημα/ύφος. (κατ' επέκτ.) ~ή: νόσος (= ασυμπτωματική, υποκλινική· πβ. ύπουλος).|| (ειδικότ., προφ.) Έχω το κινητό στο ~ό (= αθόρυβο). Βλ. σίγαση. 3. που αναφέρεται στη σιωπή, ως απροθυμία ή αδυναμία κάποιου να εκφραστεί· (για κάτι) που δηλώνεται μέσω αυτής: ~ή: στάση. Παθητικοί και ~οί θεατές.|| ~ή: ανοχή/έγκριση/στήριξη/συμφωνία. Πβ. σιωπηρός. Βλ. -ηλός. ● επίρρ.: σιωπηλά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: σιωπηλή/σιωπηρή γνώση: που είναι δύσκολο να μεταδοθεί μέσω του προφορικού ή γραπτού λόγου· πρακτική γνώση. [< αγγλ. tacit knowledge] , σιωπηρή/σιωπηλή πλειοψηφία βλ. πλειοψηφία [< αρχ. σιωπηλός, γαλλ. silencieux, αγγλ. silent]

στερνός

στερνός, ή, ό στερ-νός επίθ. (λαϊκό-λογοτ.) : τελευταίος, ύστατος: ~ή: ανάσα/ελπίδα/ματιά/παρηγοριά/φορά/χαρά/ώρα (: πριν από τον θάνατο). ~ό: ταξίδι (: του νεκρού προς τον άλλο κόσμο). ● Ουσ.: στερνά (τα) (λαϊκό): γεράματα: στα ~ του βίου/της ζωής. ● ΣΥΜΠΛ.: το τελευταίο αντίο βλ. αντίο, το ύστατο χαίρε βλ. ύστατος ● ΦΡ.: καλά στερνά!: ως ευχή για να έχει κάποιος καλά γεράματα., στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα (παροιμ.): για την εκ των υστέρων αναγνώριση σφάλματος: Τώρα πια έγινε το κακό. ~ ~!, τα στερνά τιμούν τα πρώτα (γνωμ.): τα τελευταία αξιέπαινα έργα ενός ανθρώπου μπορούν να αποκαταστήσουν τα σφάλματα του παρελθόντος. [< μεσν. υστερνός]

τάξη

τάξη τά-ξη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. τήρηση κανόνων, οργάνωση, μεθοδικότητα· κατ' επέκτ. εύρυθμη λειτουργία, κοινωνική ομαλότητα, νομιμότητα: ~ και καθαριότητα/νοικοκυροσύνη. Επιτέλους, έβαλε/μπήκε ~ εδώ μέσα! Στο σπίτι τους βασίλευε/επικρατούσε η απόλυτη ~. ΑΝΤ. ακαταστασία, αταξία.|| Έχει ~ στη δουλειά της (= είναι τακτική). Πβ. οργανωτικ-, συστηματικ-ότητα.|| Η κοινοβουλευτική ~ (: οι κανονισμοί που καθορίζουν τη λειτουργία της Βουλής). Η φυσική ~ των πραγμάτων. (ΑΣΤΡΟΝ.) Κοσμική ~ και χάος.|| Αποκατάσταση/διασάλευση/διατήρηση/επαναφορά της ~ης. Μονάδες Αποκατάστασης ~ης (ακρ. ΜΑΤ). Διαφυλάσσω/επιβάλλω την ~. Πβ. ευταξία. ΑΝΤ. αναρχία. 2. υποδιαίρεση του κύκλου σπουδών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σχολικό έτος· συνεκδ. οι μαθητές ή/και ο διδάσκων, η αίθουσα διδασκαλίας: προπαρασκευαστική ~. Το αναλυτικό πρόγραμμα/τα βιβλία/τα μαθήματα/η ύλη κάθε ~ης. ~εις ένταξης/μικτής ικανότητας/υποδοχής (για αλλοδαπούς μαθητές). Επαναλαμβάνω/περνώ/χάνω την ~ (= δεν προβιβάζομαι). Πηγαίνει στην έκτη ~ του Δημοτικού/στην τρίτη ~ του Γυμνασίου/Λυκείου. Eίναι/πάνε στην ίδια ~ (= είναι συμμαθητές).|| (ειδικότ., στη φροντιστηριακή εκπαίδευση:) ~εις ενηλίκων (= τμήματα). Θα βγάλει/κάνει την ~ το καλοκαίρι.|| Οι μικρές/μεγάλες ~εις (: αναφορικά με την ηλικία των μαθητών). Αξιολόγηση/διαχείριση της ~ης. Επίσκεψη της ~ης στο μουσείο. Είναι πρώτος στην ~ (του).|| Η έδρα/τα θρανία/ο πίνακας της ~ης. Απουσιάζω από την ~.|| Εικονική-δυνητική ~ (= τηλε~). 3. θέση σε ιεραρχία: λογιστής/μηχανικός Α'/Β'/Γ' ~εως. Βλ. βαθμίδα, βαθμός. 4. κατηγορία σε σύστημα ταξινόμησης: η Τάξις των Θετικών Επιστημών/των Γραμμάτων και των Καλών Τεχνών/των Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών (: της Ακαδημίας Αθηνών).|| (ΑΣΤΡΟΝ.) ~εις λαμπρότητας αστέρων.|| (ΖΩΟΛ.-ΒΟΤ.) Η ~ των κολεόπτερων. Βλ. (συν)ομοταξία, υπερ~, υπο~.|| (ΜΑΘ.) Διαφορικές εξισώσεις πρώτης/ανώτερης ~ης.|| (ΧΗΜ.) Οργανική ένωση που ανήκει στην ~ των μονοσακχαριτών.|| (γενικότ.) Παρουσίαση εργογραφίας κατά χρονολογική ~ (= σειρά). 5. {συνήθ. στον πληθ.} οργανωμένο σύνολο ατόμων με κοινά χαρακτηριστικά: διαφωνίες στις ~εις (= στους κόλπους/κύκλους) των εκπαιδευτικών/εργαζομένων σχετικά με ...|| (ειρων.) Η ευγενής/συμπαθής ~ των ... Πβ. σινάφι.|| Οι ~εις των προοδευτικών/συντηρητικών. Πβ. παράταξη.|| Οι ~εις της Ελληνικής Αστυνομίας.|| (ΣΤΡΑΤ.) Κατατάχθηκε/υπηρετεί στις ~εις των Ενόπλων Δυνάμεων.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Οι ~εις (= τα τάγματα) των Αγγέλων. 6. {στη γεν.} επίπεδο, είδος: προβλήματα διαφορετικής ~ης. Άλλης ~εως θέμα είναι το ... Πβ. κλάση2. 7. διάταξη, σχηματισμός: (κυρ. ΣΤΡΑΤ.) Το πεζικό πολεμούσε σε πυκνή ~. Βλ. παράταξη. ● ΣΥΜΠΛ.: ηθικής τάξης/τάξεως: που σχετίζεται με την ηθική: ζητήματα/θέματα/προβλήματα ~ ~. Για λόγους ~ ~. [< γαλλ. d'ordre moral] , ηλεκτρονική/ψηφιακή τάξη & η-τάξη: ΠΑΙΔΑΓ. -ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα οργάνωσης και διαχείρισης εκπαιδευτικού υλικού στο διαδίκτυο που επιτρέπει τη συνεχή αλληλεπίδραση εκπαιδευτή και εκπαιδευομένου. Βλ. ηλεκτρονική εκπαίδευση, τηλε-διδασκαλία, -εκπαίδευση, -μάθηση, -τάξη. [< αγγλ. e-class] , κοινωνική τάξη & τάξη: καθεμία από τις ομάδες που διαφοροποιούνται μεταξύ τους με βάση το οικονομικό ή μορφωτικό επίπεδο των μελών τους, τη συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία ή/και το επάγγελμα: ανώτερη/μεσαία/κατώτερη ~ ~.|| Η αγροτική/άρχουσα/αστική/εργατική (= ο εργαζόμενος λαός)/κυβερνώσα/κυρίαρχη/λαϊκή ~. Η ~ των μικρομεσαίων. Οι ασθενέστερες (οικονομικά)/εύπορες/παραγωγικές/υψηλές/χαμηλές (εισοδηματικά) ~εις. Σύγκρουση των ~εων. ΣΥΝ. στρώμα (3), νέα τάξη (πραγμάτων): διαμόρφωση νέας κατάστασης σε παγκόσμιο επίπεδο μετά από σημαντικές μεταβολές στα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα· γενικότ. αλλαγή κατεύθυνσης, πορείας: Δημιουργείται μια ~ ~.|| ~ ~ στην πολιτική. Πβ. νέα εποχή., πάλη των τάξεων & ταξική πάλη: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. σύγκρουση ταξικών συμφερόντων, κυρ. ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο, η οποία, σύμφωνα με τον μαρξισμό, βρίσκεται στη βάση της εξέλιξης της ιστορίας., έννομη τάξη βλ. έννομος, η καθεστηκυία τάξη βλ. καθεστηκυία, όργανο της τάξης/τάξεως βλ. όργανο, τάξη μεγέθους βλ. μέγεθος ● ΦΡ.: ανακαλώ/επαναφέρω κάποιον στην τάξη (επίσ.): του επισημαίνω ότι έχει υπερβεί τα όρια, τον υποχρεώνω να πειθαρχήσει. [< γαλλ. rappeler à l' ordre] , βάζω/μπαίνει κάτι σε τάξη & βάζω/μπαίνει τάξη σε κάτι: τακτοποιώ/διευθετείται: Βάζω σε τάξη τις ιδέες/τις σημειώσεις/τις σκέψεις μου. Βάλε τάξη στο δωμάτιο/στη ζωή σου. Το αρχείο μπήκε σε τάξη., πρώτος/δεύτερος τη τάξει (επίσ.): που βρίσκεται στα ανώτερα ιεραρχικά κλιμάκια, κατέχοντας την πρώτη/δεύτερη θέση: πρώτος ~ ~ αξιωματούχος/πολίτης του κράτους (= ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας)/υπουργός (πβ. πρωτοκλασάτος)., της τάξεως/τάξης (+ γεν.): του ύψους, του επιπέδου: άνοδος/απώλειες/αύξηση/έλλειμμα/κέρδη/πλεόνασμα ~ ~ του ... %. Ποσό ~ ~ των δύο χιλιάδων ευρώ., διασάλευση της (δημόσιας/έννομης) τάξης βλ. διασάλευση, ησυχία, τάξη και ασφάλεια βλ. ησυχία, κερδίζω χρονιά/τάξη βλ. κερδίζω, μένω στην ίδια τάξη βλ. μένω, πρώτης τάξεως/τάξης βλ. πρώτος [< αρχ. τάξις ‘διάταξη ή γραμμή μάχης, παραγγελία, ρόλος, θέση, κοινωνική τάξη’, γαλλ. ordre, classe]

ταυτότητα

ταυτότητα ταυ-τό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {ταυτοτήτων} 1. το σύνολο των ειδικών στοιχείων για την αναγνώριση ατόμου ή αντικειμένου: διαπίστωση/εξακρίβωση της ~ας. Αποδεικνύω την ~ά μου. Πβ. ταυτοπροσωπία.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ.) Κωδικοί πρόσβασης για έλεγχο της ~ας των χρηστών. Ηλεκτρονική Υπηρεσία Απόκτησης Ακαδημαϊκής ~ας.|| ~ προϊόντος. Ανταλλακτικά αγνώστου ~ας (= προέλευσης). Δελτίο ενεργειακής ~ας κτιρίου (: έντυπο με την περιγραφή των ενεργειακών του χαρακτηριστικών). 2. επίσημο έγγραφο που εκδίδεται από αρμόδια Αρχή και με το οποίο επιτυγχάνεται η αναγνώριση ατόμου· ειδικότ. βραχιόλι με χαραγμένο συνήθ. το όνομα του κατόχου του: απώλεια/θεώρηση/κλοπή ~ας. Αριθμός/έκδοση/επίδειξη ~ας. Βουλευτική/δημοσιογραφική/στρατιωτική/υπηρεσιακή/φοιτητική (= πάσο) ~. ~ μέλους.|| Ασημένια/χρυσή ~. Φοράει ~ στο χέρι. 3. (κατ' επέκτ.) τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ατόμου ή ομάδας: ατομική/γενετική (πβ. DNA)/γλωσσική/εθνική/εθνοτική/έμφυλη/ευρωπαϊκή/θρησκευτική/ιστορική/κοινωνική/πολιτική/πολιτισμική/σεξουαλική/συλλογική/τοπική ~. Πολλαπλές ~ες. Εμπορική/εταιρική ~ (: λογότυπο, επαγγελματικές κάρτες, επιγραφές). ~ έργου/έρευνας (: σχέδιο, προφίλ δείγματος, κριτήρια)/εφημερίδας (: ο χώρος όπου αναγράφονται ο ιδιοκτήτης, ο εκδότης, ο διευθυντής)/οργάνωσης. Διαμόρφωση/διατήρηση/επιλογή/κατασκευή/κρίση ~ας. Αποκτώ/χάνω την ~ά μου. Παράγοντες που καθορίζουν την ~ ενός λαού. Κόμμα με ξεκάθαρη/με σαφή/χωρίς (ιδεολογική) ~. Πβ. φυσιογνωμία. Βλ. ιδιαιτερ-, προσωπικ-ότητα.|| (ΨΥΧΟΛ.) Διαταραχή ~ας φύλου (= σεξουαλικής ~ας).|| Άνθρωπος με διπλή ~ (= ζωή). 4. σχέση απόλυτης ομοιότητας, σύμπτωση, ταύτιση: ~ απόψεων/θέσεων/σκοπών/συμφερόντων (ΑΝΤ. διάσταση, σύγκρουση). Πβ. συμφωνία.|| (ΦΙΛΟΣ.) Αρχή της ~ας (: αρχή της Λογικής κατά την οποία κάθε έννοια ταυτίζεται με τον εαυτό της). 5. ΜΑΘ. ισότητα που επαληθεύεται για όλες τις τιμές που είναι δυνατόν να πάρουν οι μεταβλητές της. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονική ταυτότητα 1. μικροτσίπ με τα προσωπικά δεδομένα ατόμου για την ταυτοποίησή του: ~ ~ για νεογνά/πολιτών.|| (για ζώα:) ~ ~ κατοικιδίων. 2. ψηφιακή κάρτα χρήστη για την απόδειξη της ταυτότητάς του κυρ. σε ηλεκτρονικές συναλλαγές. Πβ. έξυπνη κάρτα. 3. ειδική διαδικασία ελέγχου των κτιρίων με σκοπό την ορθή συντήρησή τους, την ασφάλεια των κατασκευών, τη φιλική προς το περιβάλλον οικιστική ανάπτυξη και την καταπολέμηση των πολεοδομικών αυθαιρεσιών και της αυθαίρετης δόμησης. [< 1,2: αγγλ. electronic/e- card] , μεταλλική ταυτότητα & πλακέτα από μέταλλο 1. ΣΤΡΑΤ. πάνω στην οποία αναγράφεται το ονοματεπώνυμο, ο Αριθμός Στρατολογικού Μητρώου και η ομάδα αίματος του οπλίτη και η οποία φοριέται με αλυσίδα στο λαιμό. 2. που στερεώνεται πάνω στο κολάρο σκύλων για την εύκολη αναγνώρισή τους., αστυνομική ταυτότητα βλ. αστυνομικός, δελτίο ταυτότητας βλ. δελτίο ● ΦΡ.: του πήρε την ταυτότητα (κυρ. αθλητική αργκό): τον νίκησε κατά κράτος, τον κατατρόπωσε. Πβ. παίρνω (και) τα σώβρακα (κάποιου). [< αρχ. ταυτότης ‘απόλυτη ομοιότητα’, γαλλ. identité 3: αγγλ. identity crisis, 1941]

ταχυδρομείο

ταχυδρομείο [ταχυδρομεῖο] τα-χυ-δρο-μεί-ο ουσ. (ουδ.): υπηρεσία που παραλαμβάνει και διανέμει επιστολές και δέματα ή διεκπεραιώνει συγκεκριμένες οικονομικές συναλλαγές· συνεκδ. το κτίριο στο οποίο στεγάζεται ή οτιδήποτε διακινείται μέσω αυτής· η αποστολή τους μέσω της αντίστοιχης υπηρεσίας: συμβατικό ~. Διανομείς/θυρίδα/τέλη ~ου. Γραμματόσημα με σφραγίδα ~ου. Βλ. ΕΛ.ΤΑ.|| Κεντρικό ~. Πώληση ειδών κινητής τηλεφωνίας/συλλεκτικών αντικειμένων στο ~. Παραλαβή γράμματος από το ~. Πληρωμή λογαριασμού στο ~. Μεταφορά χρημάτων μέσω ~ου (βλ. ταχυδρομική επιταγή).|| (επίσ.) Διαφημιστικό/διασυνοριακό/επιστολικό ~. Επείγον ~. Παράδοση ~ου.|| Στέλνω το βιβλίο με απλό/ιδιωτικό/συστημένο ~ (βλ. κούριερ). ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: ΔΙΑΔΙΚΤ. σύστημα επικοινωνίας μέσω ανταλλαγής ηλεκτρονικών μηνυμάτων: ασφαλές ~ ~. Κεντρικός διακομιστής ~ού ~ου (= σέρβερ). Λογαριασμός/προστασία/χρήστης ~ού ~ου. Πβ. ηλεκτρονική αλληλογραφία. [< αγγλ. electronic mail, email, 1979] , πνευματικό/σωληνωτό ταχυδρομείο: ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα διακίνησης εγγράφων και αντικειμένων εντός κτιρίου ή μεταξύ κτιρίων μέσω δικτύου σωληνώσεων., υβριδικό ταχυδρομείο: ΔΙΑΔΙΚΤ. ηλεκτρονική αποστολή εγγράφων σε ταχυδρομική υπηρεσία, για να τα προωθήσει σε συγκεκριμένους παραλήπτες. [< αγγλ. hybrid mail] , φωνητικό ταχυδρομείο & (σπάν.) ταχυδρομείο φωνής: ΤΗΛΕΠ. υπηρεσία για την αποθήκευση τηλεφωνικών μηνυμάτων σε θυρίδα του χρήστη: εκτροπή/προώθηση κλήσης στο ~ ~. Πρόσβαση στο ~ ~ μέσω υπολογιστή. Πβ. προσωπικός τηλεφωνητής. [< αγγλ. voice mail, 1980, voice messaging, 1981] [< γερμ. Post, γαλλ. poste]

τεστ

τεστ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} 1. (επιστ.) ειδικός, τεκμηριωμένος έλεγχος για την εξαγωγή συμπερασμάτων: αντικειμενικό/αξιόπιστο ~. Η ακρίβεια/τα αποτελέσματα/η διάρκεια/η εγκυρότητα ενός ~. Επανάληψη του ~. Κάνω/πραγματοποιώ ένα ~.|| (ΙΑΤΡ., εξέταση:) Γενετικό/διαγνωστικό/προληπτικό ~. Προγεννητικά ~. ~ αίματος/γονιμότητας/δυσανεξίας (τροφών)/ούρων/χοληστερίνης. ~ για καρκίνο του προστάτη. Το ~ εγκυμοσύνης βγήκε αρνητικό/θετικό. Το ~ έδειξε ... (για αθλητή) Πέρασε από ~ ουσιών (= ντόπινγκ κοντρόλ).|| (ΨΥΧΟΛ.) Ατομικό/ομαδικό/ψυχολογικό ~. Ψυχομετρικά ~. ~ μνήμης/προσωπικότητας/συναισθηματικής νοημοσύνης.|| (ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ.) Κοινωνιομετρικό ~.|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) Στατιστικό ~. 2. ΠΑΙΔΑΓ. πρόχειρη και συνήθ. σύντομη εξέταση ύλης που έχει διδαχθεί· γενικότ. δοκιμασία αξιολόγησης γνώσεων ή/και δεξιοτήτων από δημόσιο ή πιστοποιημένο φορέα: απροειδοποίητο/γραπτό/δοκιμαστικό/δύσκολο/εύκολο/προφορικό/ωριαίο ~. ~ προόδου. ~ ερωτήσεων/πολλαπλών επιλογών/σωστό-λάθος. ~ στην άλγεβρα. Πήρα είκοσι στο ~ (της) χημείας. Πβ. διαγώνισμα.|| Κατατακτήριο ~. ~ γλωσσομάθειας/επαγγελματικού προσανατολισμού/επίδοσης/ικανοτήτων/πιστοποίησης. Απέτυχε στο/πέρασε το ~. Βλ. διαγωνισμός. 3. έλεγχος λειτουργίας ή απόδοσης, τεστάρισμα: ~ μηχανήματος.|| (μτφ.) Κρίσιμο ~ για την οικονομία η αυριανή συνεδρίαση. ● Υποκ.: τεστάκι (το): κυρ. στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: Παπ τεστ & τεστ Παπ & τεστ Παπανικολάου: ΙΑΤΡ. κυτταρολογική χρωστική μέθοδος για την ανίχνευση και διάγνωση κακοήθων ή προκαρκινικών αλλοιώσεων του τραχήλου της μήτρας. [< αμερικ. Pap(anicolaou) test, 1946, pap smear, 1952] , συγκριτικό τεστ: δοκιμή προϊόντων της ίδιας κατηγορίας από ειδικούς, με στόχο τη σύγκριση και τον εντοπισμό των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων τους: ~ ~ εκτυπωτών/συστημάτων πλοήγησης/για φωτογραφικές μηχανές., τεστ αντοχής & στρες τεστ 1. έλεγχος της σταθερότητας και των ορίων συστήματος σε συνθήκες που υπερβαίνουν την ομαλή λειτουργία του μέχρι σημείου κατάρρευσης, με εφαρμογές στην πληροφορική και κυρ. την οικονομία: Οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα υποβληθούν στο ~ ~ της ΕΚΤ. 2. ΙΑΤΡ. τεστ/δοκιμασία κοπώσεως. [< αγγλ. stress test, 1955] , Τεστ Γνώσεων και Δεξιοτήτων: γραπτή δοκιμασία για την αξιολόγηση γενικών και πρακτικών γνώσεων, που αφορά τους διαγωνισμούς οι οποίοι διενεργούνται από τον ΑΣΕΠ για διορισμό στο Δημόσιο., τεστ ντράιβ: δοκιμαστική οδήγηση οχήματος: ~ ~ στα νέα μοντέλα της εταιρείας. [< αγγλ. test-drive, 1950] , κρας τεστ βλ. κρας, τεστ νοημοσύνης βλ. νοημοσύνη, τεστ Ντι-Εν-Έι βλ. Ντι-Εν-Έι, τεστ πατρότητας βλ. πατρότητα, τεστ/δοκιμασία κοπώσεως βλ. κόπωση [< αγγλ. (mental) test, 1890, γαλλ. test, 1893 < λατ. testu(m) ‘κεραμικό δοχείο’]

τραπεζικός

τραπεζικός, ή, ό τρα-πε-ζι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με την τράπεζα: ~ός: δείκτης/κολοσσός/όμιλος/τομέας/υπάλληλος. ~ή: αγορά/ανάπτυξη/διοίκηση/δραστηριότητα/εγγύηση/εντολή/εξυπηρέτηση/επιταγή/εταιρεία/κατάθεση/μεταφορά/οδηγία/πίστωση (βλ. ενέγγυα πίστωση)/πολιτική/πρακτική/ρευστότητα/χρηματοδότηση. ~ό: απόρρητο/δάνειο/δίκαιο/έμβασμα/ίδρυμα/κατάστημα/κεφάλαιο/υπόλοιπο. ~οί: οργανισμοί/τίτλοι (του Χρηματιστηρίου)/τόκοι. ~ές: εργασίες/μετοχές/προμήθειες/συμβάσεις/συναλλαγές/υπηρεσίες. ~ά: επιτόκια/κέρδη/προϊόντα. Αυτόματες ~ές μηχανές (= αυτόματα μηχανήματα αναλήψεων, ΑΤΜ). Πβ. τραπεζιτικός. Βλ. δια~, εξω~, παρα~. ● Ουσ.: τραπεζική (η): γενικός όρος για διάφορους τομείς των τραπεζικών εργασιών: επενδυτική/λιανική/ναυτιλιακή/χονδρική ~. Ασφαλής ~ επιχειρήσεων/ιδιωτών., τραπεζικός (ο/η): τραπεζοϋπάλληλος. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονική τραπεζική: το σύνολο των συναλλαγών που διενεργούν πελάτες τράπεζας, χρησιμοποιώντας ηλεκτρονικά μέσα και κυρ. το διαδίκτυο, χωρίς να είναι απαραίτητη η φυσική τους παρουσία σε τραπεζικό κατάστημα: πληρωμή λογαριασμών μέσω ~ής ~ής. [< αγγλ. electronic/e- banking, 1957] , τραπεζικό σύστημα: το σύνολο των χρηματοπιστωτικών οργανισμών και ιδρυμάτων (μιας χώρας) και ειδικότ. ο τρόπος οργάνωσης και διαχείρισης του δικτύου τους: ισχυρό/κεντρικό/παγκόσμιο ~ ~. Δομή του ~ού ~ατος. Συγχωνεύσεις και εξαγορές στο ~ ~.|| Εξόφληση λογαριασμών/πληρωμή μισθών/συναλλαγές μέσω ~ού ~ατος. [< αγγλ. banking system] , Διεθνής Αριθμός Τραπεζικού Λογαριασμού βλ. λογαριασμός, τραπεζικό χρήμα βλ. χρήμα, Τραπεζικός Μεσολαβητής βλ. μεσολαβητής [< πβ. μεσν. τραπεζικός ΄που αναφέρεται στο τραπέζι, στην παροχή τροφής΄, αγγλ. bank, banking, γαλλ. bancaire, 1912]

τριπολικός

τριπολικός, ή, ό τρι-πο-λι-κός επίθ. 1. ΗΛΕΚΤΡ. που διαθέτει τρεις πόλους: ~ός: διακόπτης. ~ή: ασφάλεια/πρίζα. ~ό: φις. 2. (μτφ.) που εμπεριέχει τρεις διαμετρικά αντίθετες ή/και αντιμαχόμενες δυνάμεις: ~ή: σχέση. ~ό (πολιτικό) σύστημα. ● ΣΥΜΠΛ.: τριπολικό καλώδιο: ΗΛΕΚΤΡ. που έχει συνολικά τρία σύρματα (για τον θετικό, τον αρνητικό και τον ουδέτερο πόλο). [< 1: αγγλ. tripolar, γαλλ. tripolaire]

τσιγάρο

τσιγάρο τσι-γά-ρο ουσ. (ουδ.) 1. μικρά κομμάτια επεξεργασμένου καπνού τυλιγμένα με ειδικό λεπτό χαρτί σε κυλινδρικό σχήμα: βαρύ/ελαφρύ/σέρτικο ~. ~α με/χωρίς φίλτρο/με χαμηλή περιεκτικότητα σε πίσσα και νικοτίνη. Ο καπνός/η καύτρα/η μυρωδιά του ~ου. Λαθρεμπόριο/μάρκα/παραγωγή ~ων. Κάνω/πίνω ένα ~ (= καπνίζω). Έσβησε το ~ στο τασάκι. Άναβε το ένα ~ μετά το άλλο/πάνω στο άλλο. Η υπόθεση σηκώνει ~. Πβ. σιγαρέτο, στριφτό.|| (συνεκδ.) Πεταμένα ~α (= αποτσίγαρα, γόπες).|| (κατ' επέκτ.) ~ κάνναβης/μαριχουάνας. 2. (συνεκδ.) κάπνισμα: Αρχίζω/σταματώ το ~. Το ~ προκαλεί εθισμό. Κόψτε το ~ μαχαίρι.τσιγάρα (τα): πακέτο τσιγάρων: αύξηση εμμέσων φόρων σε ποτά και ~. Πετάχτηκε να πάρει ~ από το περίπτερο. ● Υποκ.: τσιγαράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικό/ηλεκτρικό τσιγάρο: ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή που λειτουργεί με επαναφορτιζόμενη μπαταρία, αποτελείται από φίλτρο, το οποίο περιέχει χημικά υγρά αναπλήρωσης, νικοτίνη και αρωματικές ύλες, και ειδικό κυλινδρικό θάλαμο στον οποίο παράγεται ατμός χωρίς τα βλαβερά συστατικά του συμβατικού τσιγάρου. Βλ. άτμισμα. [< αγγλ. electronic cigarette, e-cigarette, 2003, γαλλ. cigarette électronique, εμπορ. ονομασ. vapoteuse, 2011] ● ΦΡ.: ένα τσιγάρο/δυο τσιγάρα δρόμος βλ. δρόμος, στρίβω τσιγάρο βλ. στρίβω [< βεν. cigaro]

τύπος

τύπος τύ-πος ουσ. (αρσ.) 1. είδος, κατηγορία: ~ δέρματος/προϊόντος. ~οι ιών/πλοίων/σχολείων/υπηρεσιών. Αεροσκάφη τελευταίου ~ου (: τελευταίας τεχνολογίας). Διαβατήρια νέου ~ου. Πρωινό ευρωπαϊκού ~ου (= ευρωπαϊκό πρωινό). Οχήματα βαρέος ~ου. Αναψυκτικά ~ου κόλα. 2. χαρακτήρας: εσωστρεφής/κεφάτος/κλειστός/μοναχικός ~. Δεν ξενυχτάει· είναι πρωινός ~. Δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα κοινωνικός ~.|| Του αρέσει, γιατί έχει ~ο (= προσωπικότητα). 3. (προφ.) άτομο και (ειδικότ.-κυρ. μειωτ.) άνθρωπος με ιδιαιτερότητες στην εμφάνιση ή τη συμπεριφορά: λαϊκός ~. (Πολύ) ωραίος ~! Άχρηστος/ελεεινός ~. Ανεκδιήγητος/γραφικός ~ (πβ. φιγούρα). Μας πλησίασε ένας παράξενος/περίεργος/ύποπτος ~. Τι ~ είναι αυτός; Δεν μου αρέσει αυτός ο ~. Πβ. τυπάς. 4. {συνήθ. στον πληθ.} ενέργεια που γίνεται συμβατικά, σύμφωνα με τους κοινωνικούς κανόνες: Συνεργάζονται, τηρώντας με προσοχή τους ~ους ευγενείας. Κρατάει/προσέχει τους ~ους. Πβ. τυπικότητες, τυπικούρες.|| Ο ~ κυριαρχεί εις βάρος της ουσίας. Πβ. συμβατικότητα. 5. {συνήθ. στον πληθ.} συμπεριφορά που έχει εδραιωθεί λόγω συνήθειας ή εφαρμογής κανόνων, κυρ. θρησκευτικών ή νομικών: ~οι της χριστιανικής λατρείας.|| Η διαδικασία έγινε σύμφωνα με τους ~ους που επιβάλλει ο εσωτερικός κανονισμός της επιτροπής. Βλ. παρατυπία. 6. μοντέλο, πρότυπο: αντιπροσωπευτικός/ιδανικός ~ γυναίκας/πολίτη. 7. προκαθορισμένη φόρμα για τη σύνταξη ή συμπλήρωση εγγράφου· υπόδειγμα: ~ δήλωσης. Περιμένουν να τους σταλεί ο νέος ~ αίτησης. Ο ~ του διπλώματος. Πβ. φόρμουλα. 8. ΓΛΩΣΣ. μορφή λέξης: μεταγενέστερος/συνηρημένος ~. Ανώμαλοι/γραμματικοί/λόγιοι ~οι. ~οι ρημάτων. ~οι της δημοτικής/της καθαρεύουσας. Συμπληρώστε τα κενά με τον σωστό ~ο του επιθέτου. 9. ΜΑΘ. παράσταση που απεικονίζει συμβολικά μαθηματικές σχέσεις: αλγεβρικός ~. Ο ~ της εξίσωσης. Ο ~ που δίνει το εμβαδόν του κύκλου.|| ~ συνάρτησης. 10. (λόγ.) αποτύπωμα, στάμπα: ο ~ της σφραγίδας.Τύπος (ο): τα έντυπα κυρ. Μέσα Ενημέρωσης και οι εργαζόμενοι σε αυτά: αντιπολιτευόμενος/εβδομαδιαίος/επαρχιακός/περιοδικός/περιφερειακός/πολιτικός/συντηρητικός/τοπικός/φιλοκυβερνητικός ~. Aίθουσα/ακόλουθος/διεύθυνση/σύμβουλος ~ου. Επισκόπηση αθλητικού/ευρωπαϊκού/oικονομικού ~ου. Οι εκπρόσωποι του ~ου (= οι δημοσιογράφοι). Ανταποκριτές ξένου ~ου. Τα πρωτοσέλιδα του ~ου. Άρθρα/δημοσιεύματα/καταχωρήσεις στον ~ο. Διαρροή στοιχείων στον ~ο. Γράφτηκε/διαβάσαμε στον ~ο. Ο σημερινός ~ προβάλλει τις εξελίξεις γύρω από ... || Κάνω δηλώσεις στον ~ο. Eλεύθερος και ανεξάρτητος ~. Πβ. δημοσιογραφία. ΣΥΝ. η τέταρτη εξουσία [< γαλλ. presse] ● επίρρ.: τύποις (λόγ.) 1. με βάση τους τύπους, τυπικά: ~ πεπαιδευμένος. ΑΝΤ. ουσιαστικά (1) 2. (παλαιότ.) για να δηλωθεί το όνομα συγκεκριμένου τυπογραφείου, στο οποίο έχει εκδοθεί βιβλίο ή έντυπο: Εν Αθήναις, ~ ... ● ΣΥΜΠΛ.: Γραφείο Τύπου: τμήμα οργανισμού, εταιρείας, κόμματος υπεύθυνο για την ενημέρωση του κοινού και την επικοινωνία με τα ΜΜΕ: το ~ ~ του πρωθυπουργού. ~ ~ πρεσβείας/υπουργείου. ~ ~ και Δημοσίων Σχέσεων/Πληροφοριών. Ηλεκτρονικό ~ ~., ηλεκτρονικός Τύπος: τα ραδιοτηλεοπτικά και ψηφιακά μέσα ενημέρωσης σε αντιδιαστολή με τον έντυπο Τύπο. Πβ. ηλεκτρονική δημοσιογραφία. [< γαλλ. presse électronique] , ο κίτρινος Τύπος & κίτρινη δημοσιογραφία/φυλλάδα & κίτρινο έντυπο: τα έντυπα που στοχεύουν στην αύξηση της κυκλοφορίας τους μέσω του κιτρινισμού: οι φυλλάδες του ~ου ~ου. Πβ. σκανδαλοθηρικός. [< αμερικ. the yellow Press, 1898, yellow(kid) journalism, 1895] , πρακτορείο Τύπου & πρακτορείο εφημερίδων: που διανέμει εφημερίδες και περιοδικά. Βλ. πρακτορείο ειδήσεων., χημικός τύπος: ΧΗΜ. που εκφράζει τη σύνθεση χημικής ένωσης και ειδικότ. τις αναλογίες των χημικών στοιχείων τα οποία περιέχονται σε αυτή: Ο ~ ~ του νερού είναι H2O. Πβ. μοριακός τύπος. [< γαλλ. formule chimique] , ψηφιακός Τύπος: οι εφημερίδες και τα περιοδικά του διαδικτύου. [< γαλλ. presse digitale] , αδύνατος τύπος βλ. αδύνατος, αθλητικός τύπος βλ. αθλητικός, ακουστικός τύπος βλ. ακουστικός, ανακοίνωση Τύπου βλ. ανακοίνωση, δελτίο Τύπου βλ. δελτίο, δυνατός/ισχυρός τύπος βλ. δυνατός, εκπρόσωπος Τύπου βλ. εκπρόσωπος, η ελευθερία του Τύπου βλ. ελευθερία, ημερήσιος Τύπος βλ. ημερήσιος, λευκοκυτταρικός τύπος βλ. λευκοκυτταρικός, μοριακός τύπος βλ. μοριακός, ομάδα αίματος βλ. αίμα, οπτικός τύπος βλ. οπτικός, συνέντευξη Τύπου βλ. συνέντευξη, συντακτικός τύπος βλ. συντακτικός ● ΦΡ.: (δεν) είναι ο τύπος μου (προφ.): (δεν) μου αρέσει, (δεν) μου ταιριάζει, (δεν) είναι το στιλ μου., για τους τύπους (προφ.): για τα μάτια του κόσμου, για το θεαθήναι: Πήγαν μαζί στην εκδήλωση ~ ~., διά του Τύπου (επίσ.): μέσω των έντυπων και ραδιοτηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης: συκοφαντική δυσφήμιση ~ ~. Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού θα ανακοινωθούν ~ ~., του τύπου: όπως: παροιμίες/παρομοιώσεις/(εκ)φράσεις ~ ~ ..., θέτω τον δάκτυλον εις/επί τον τύπον των ήλων βλ. ήλος, στενές επαφές τρίτου τύπου βλ. επαφή, τύπος και υπογραμμός βλ. υπογραμμός, υπό μορφή(ν) βλ. μορφή [< αρχ. τύπος, γαλλ. type, forme 8: μτγν. ~]

υπογραφή

υπογραφή [ὑπογραφή] υ-πο-γρα-φή ουσ. (θηλ.) 1. ιδιόχειρη και συνήθ. συντομευμένη αναγραφή του ονοματεπώνυμου: δυσανάγνωστη/καλλιτεχνική/χαρακτηριστική ~. Πλαστογράφηση της ~ής. Απαιτείται η ~ (του κηδεμόνα). Κείμενο χωρίς ~ (= ανυπόγραφο). Το έγγραφο δεν προωθείται χωρίς την ~ του αρμόδιου υπαλλήλου. Οι γονείς μαζεύουν/συγκεντρώνουν ~ές για την κατασκευή σχολείου στην περιοχή (: ως μέσο άσκησης πίεσης στην πολιτεία). Πβ. τζίφρα.|| (εμφατ.) Δεν ξέρει (ούτε) την ~ του να βάλει (: είναι εντελώς αγράμματος).|| (μτφ.) Προϊόντα/ρούχα με ~ (: από γνωστό σχεδιαστή ή επώνυμη μάρκα, πβ. σινιέ).|| (μτφ.) Τιμώ την ~ μου (: είμαι συνεπής σε κάτι για το οποίο έχω δεσμευτεί). 2. (κατ' επέκτ.) επικύρωση εγγράφου ή συμφωνίας: ~ ανακωχής/ειρήνης/πρωτοκόλλου/σύμβασης/συμβολαίου/συνεργασίας/συνθήκης. Δικαίωμα ~ής. Η υπουργική απόφαση είναι έτοιμη προς ~. Kαθυστερεί η ~ για τη δημοπράτηση του έργου. Βλ. προσ~, συν~. ● ΣΥΜΠΛ.: ψηφιακή/ηλεκτρονική υπογραφή: ΠΛΗΡΟΦ. το ισοδύναμο της ιδιόχειρης υπογραφής, το οποίο παρέχει εγγύηση για την αυθεντικότητα του περιεχομένου μηνυμάτων ή εγγράφων που διακινούνται ηλεκτρονικά. [< αγγλ. digital/electronic signature, 1976] , το γνήσιο(ν) της υπογραφής βλ. γνήσιος ● ΦΡ.: βάζω/δίνω την υπογραφή μου (για κάποιον/κάτι): συμφωνώ, εγκρίνω κάτι ή εγγυώμαι προσωπικά για κάποιον: Για την τιμιότητά του βάζω εγώ ~. Πβ. προσυπογράφω., πέφτουν (οι) υπογραφές (προφ.): συνάπτεται και επικυρώνεται συμφωνία: ~ ~ για την ανέγερση εμπορικού κέντρου. Χτες το βράδυ έπεσαν ~ με τον νέο παίκτη της ομάδας. [< 1: μτγν. ὑπογραφή, 2: γαλλ. signature]

φακέλωμα

φακέλωμα φα-κέ-λω-μα ουσ. (ουδ.) (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φακελώνω. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικό φακέλωμα: υποκλοπή και ηλεκτρονική καταγραφή των προσωπικών δεδομένων πολιτών, μέσω παρακολούθησης κάθε μορφής επικοινωνίας και συναλλαγών τους που γίνονται τηλεφωνικά ή διαδικτυακά. Βλ. αρχειοθέτηση.

χαρτί

χαρτί χαρ-τί ουσ. (ουδ.) {χαρτ-ιού | -ιών} 1. προϊόν με τη μορφή συνήθ. λεπτών ορθογώνιων φύλλων, το οποίο κατασκευάζεται από ειδική επεξεργασία πολτού ινών κυτταρίνης και χρησιμοποιείται κυρ. ως επιφάνεια γραφής: ανακυκλωμένο/γκοφρέ/δημοσιογραφικό (: εφημερίδων και περιοδικών)/εκτυπωτικό/λεπτό/λευκό/μιλιμετρέ/πεπιεσμένο/σκληρό/φωτογραφικό/χρωματιστό ~. ~ ιλουστρασιόν/καρμπόν/κραφτ/οντουλέ. ~ ακουαρέλας/αλληλογραφίας/εκτύπωσης/πολυτελείας. Βλ. μπριστόλ, χαρτικά.|| Μια κόλλα/ένα κομμάτι ~. Φωτοτυπία σε ~ Α4. Κοπτικό ~ιών. Βλ. χαρτόνι.|| ~ περιτυλίγματος/ταπετσαρίας. 2. {συνήθ. στον πληθ.} (κατ΄επέκτ.) σελίδα με γραπτό ή τυπωμένο, ενίοτε επίσημο κείμενο: γραφείο πήχτρα στα ~ιά (βλ. χαρτομάνι, χαρτούρα). Μια στιγμή, να ρίξω μια ματιά στα ~ιά μου. Άπλωσε τα ~ιά του στο τραπέζι. 3. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) έγγραφο με το οποίο πιστοποιείται ή ανακοινώνεται επίσημα κάτι: πλαστά ~ιά. Μετανάστες/πρόσφυγες χωρίς ~ιά (: άδεια παραμονής, βίζα). Έλεγχος ~ιών (από αστυνομικό· βλ. ταυτότητα, δίπλωμα οδήγησης). Πήρε ~ από γιατρό (= βεβαίωση). Του ήρθε το ~, για να παρουσιαστεί στον στρατό. Πήρε επιτέλους το ~ (= απολυτήριο, πτυχίο). Κατέθεσε όλα τα απαραίτητα ~ιά για ανανέωση/έκδοση διαβατηρίου (= δικαιολογητικά, παράβολα, πιστοποιητικά). 4. {συνήθ. στον πληθ.} τραπουλόχαρτο: Έχω (πολύ) καλό ~ (: συνδυασμό φύλλων). Ανακάτεψε/μοίρασε τα ~ιά. Κόψε τα ~ιά (: χώρισε την τράπουλα σε δύο μέρη)! Άνοιξε τα ~ιά του (: τα έδειξε στους υπόλοιπους παίκτες για να κριθεί ο νικητής). 5. ΟΙΚΟΝ. {στον πληθ.} (προφ.) μετοχή: κρατικά ~ιά. ● Υποκ.: χαρτάκι (το): χαρτί μικρού μεγέθους: ~ με αριθμό προτεραιότητας στις τράπεζες. Έγραψε σ' ένα ~ τον αριθμό του τηλεφώνου της.|| Εξασφάλισαν το μαγικό/πολυπόθητο ~ (: εισιτήριο).|| Δεν έχω ~ια (= τσιγαρόχαρτα) για να στρίψω τσιγάρο.|| Θα παίξουμε ~ (= χαρτιά) την Πρωτοχρονιά; ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτό χαρτί: ως χαρακτηρισμός για άτομο που δεν κρύβει τίποτα: Είναι ~ ~· δεν πρόκειται να σε κοροϊδέψει/σου πει ψέματα., αντικολλητικό χαρτί: που έχει αντικολλητικές ιδιότητες και χρησιμοποιείται συνήθ. στη μαγειρική: Ψήνω τις πατάτες σε ~ ~. Βλ. αλουμινόχαρτο, λαδόκολλα., ηλεκτρονικό χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη χειρός από ειδικού τύπου λεπτό και διαφανές υλικό, στην οποία μπορεί να προβληθεί εικόνα υψηλής ευκρίνειας με κείμενο ή/και φωτογραφίες: έγχρωμο ~ ~. ΣΥΝ. ηλεκτρονικό μελάνι [< αγγλ. electronic/e- paper] , θερμικό/θερμογραφικό/θερμοευαίσθητο χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. ειδικά επεξεργασμένο χαρτί, ευαίσθητο στις υψηλές θερμοκρασίες, το οποίο χρησιμοποιείται σε θερμικούς εκτυπωτές: ~ ~ φαξ. ~ ~ για ταμειακές μηχανές. [< αγγλ. thermal/thermographic paper, γαλλ. papier thermosensible] , χαρτί κουζίνας & ρολό κουζίνας: απορροφητικό χαρτί σε μεγάλο ρολό, το οποίο χρησιμοποιείται συνήθ. στην κουζίνα ως μέσο καθαρισμού., χαρτί υγείας/τουαλέτας: λεπτό χαρτί σε μικρό ρολό, για την προσωπική υγιεινή στο μπάνιο: απορροφητικό/αρωματικό/μαλακό ~ ~. Πβ. κωλόχαρτο. [< αγγλ. toilet paper, γαλλ. papier hygiénique, papier-toilette] , χημικό χαρτί: το οποίο παράγεται μέσω χημικής επεξεργασίας ασβεστίου και θειικής ρίζας για την παραγωγή ινών κυτταρίνης. [< αγγλ. chemical paper, γαλλ. papier chimique] , ψηφιακό χαρτί: ΤΕΧΝΟΛ. οθόνη χειρός για τη δημιουργία χειρογράφων με χρήση ψηφιακού στιλό. [< αγγλ. digital paper] , άγραφο χαρτί βλ. άγραφος, βαρύ/γερό/δυνατό/μεγάλο χαρτί βλ. βαρύς, διαπραγματευτικό χαρτί βλ. διαπραγματευτικός, διαφανές χαρτί βλ. διαφανής, σημαδεμένη τράπουλα/σημαδεμένα χαρτιά βλ. σημαδεμένος, χαρτί κρεπ βλ. κρεπ ● ΦΡ.: ανοίγω/δείχνω/φανερώνω τα χαρτιά μου (μτφ.): κάνω γνωστές τις σκέψεις και τις προθέσεις μου ή τα στοιχεία που έχω στη διάθεσή μου: Άνοιξε ~ ~ του αποκαλύπτοντας τα μελλοντικά του σχέδια. Άνοιξαν ~ ~ τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων., βγάζω/παίρνω/πιάνω χαρτί και μολύβι: είμαι έτοιμος να γράψω, να σημειώσω, να υπολογίσω κάτι: Πάρε ~ ~ και κάνε το τεστ., κάνω τα χαρτιά μου: υποβάλλω τα απαιτούμενα πιστοποιητικά ή δικαιολογητικά στην αρμόδια υπηρεσία: ~ ~ για άδεια παραμονής και εργασίας/το δημόσιο/διορισμό/ειδικότητα/πρόσληψη στο ...., κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου (μτφ.): δεν αποκαλύπτω τις προθέσεις μου., με ανοιχτά χαρτιά (μτφ.): με ειλικρίνεια και χωρίς υπεκφυγές: διάλογος ~ ~. Διαπραγματεύομαι/μιλάω ~ ~., μοιράζω την τράπουλα/τα χαρτιά 1. (μτφ.) ασκώ έλεγχο, κάνω διανομή ρόλων χάρη στην εξουσία που διαθέτω. Πβ. ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά. 2. (σε χαρτοπαίγνιο) δίνω στους παίκτες τα τραπουλόχαρτα που τους αναλογούν., όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη: ως παρηγορητικός αστεϊσμός προς κάποιον που χάνει σε τυχερό παιχνίδι, συνήθ. χαρτοπαίγνιο., παίζει το τελευταίο του χαρτί: χρησιμοποιεί την τελευταία του ευκαιρία, το ατού που έχει, για να υπερισχύσει έναντι του αντιπάλου του, μετά από προηγούμενες αποτυχημένες προσπάθειες: Η ομάδα ~ ~ της χαρτί, διεκδικώντας την πρόκριση. Έπαιξε ~ ~ και έχασε. [< γαλλ. jouer sa dernière carte] , παίζω το χαρτί του ... 1. & παίζω τα χαρτιά μου: χρησιμοποιώ στοιχείο ή μέσο που θα με βοηθήσει να ικανοποιήσω τις επιδιώξεις μου: ~ει ~ του λαϊκισμού/πατριωτισμού.|| Αν ~ξει τα χαρτιά του σωστά, θα τα καταφέρει. 2. λειτουργώ προς όφελος των συμφερόντων κάποιου: Εδώ και χρόνια ~ει ~ των ισχυρών. ΣΥΝ. παίζω το παιχνίδι του, στα χαρτιά 1. για κάτι που παραμένει ανεφάρμοστο, ενώ έχει ανακοινωθεί ότι θα πραγματοποιηθεί: Το έργο έμεινε ~ ~ (= στον αέρα, στα λόγια, στα σχέδια). ΣΥΝ. επί χάρτου (2) 2. σε θεωρητικό επίπεδο, στη θεωρία: μέτρα ιδανικά ~ ~, αλλά ανεφάρμοστα στην πράξη.|| (ΑΘΛ.) Ντέρμπι ~ ~ (: όταν ο ένας από τους δύο αντιπάλους δεν έχει την προσδοκώμενη απόδοση και ηττάται με μεγάλη διαφορά). Φαβορί ~ ~. ΣΥΝ. επί χάρτου (2) 3. ΑΘΛ. για αποτέλεσμα αγώνα που προκύπτει μετά από απόφαση αρμόδιου οργάνου ομοσπονδίας ή αθλητικού δικαστηρίου και όχι στον αγωνιστικό χώρο: Ήττα/νίκη/πρόκριση ~ ~. Πήρε τον αγώνα/τους βαθμούς ~ ~. Πβ. άνευ αγώνα/αγώνος. [< 2: αγγλ. on paper] , ανακατεύω την τράπουλα/τα χαρτιά βλ. ανακατεύω, καμένο χαρτί βλ. καίω, τραβώ χαρτί βλ. τραβώ, τυλίγω (κάποιον) σε μια κόλλα χαρτί βλ. τυλίγω, χαρτί βίβλου βλ. βίβλος, χαρτί και καλαμάρι βλ. καλαμάρι [< μεσν. χαρτί(ν) 4: ιταλ. carte]

χρήμα

χρήμα [χρῆμα] χρή-μα ουσ. (ουδ.) {χρήμ-ατος | -ατα, -άτων} ΣΥΝ. λεφτά 1. ΟΙΚΟΝ. επίσημο μέσο πληρωμής με τη μορφή κερμάτων και χαρτονομισμάτων: ελεγχόμενο (: που η κυκλοφορία του ελέγχεται από τις νομισματικές Αρχές)/μεταλλικό/νόμιμο/παράνομο ~. Κοινοτικό ~ (: οι οικονομικοί πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ζήτηση/προσφορά ~ατος (: συνολική ποσότητα ~ατος σε κυκλοφορία). Διακίνηση/εισροή/έκδοση ~ατος. Η (ανταλλακτική) αξία/τα είδη/το κόστος/ο ρόλος/η τιμή του ~ατος. Βλ. χρηματαγορά. 2. (ειδικότ.) {συνήθ. στον πληθ.} (μεγάλο) χρηματικό ποσό, συνήθ. σε μετρητά: αφθονία/παραχάραξη/συσσώρευση ~ατος. Βοήθεια/εισφορές σε ~. Πεταμένα/χαμένα ~ατα. Τα ~ατα της αποζημίωσης. Δανεισμός/δαπάνη/εκταμίευση/έλλειμμα/κατάθεση/μεταβίβαση/υπεξαίρεση ~άτων. Καταμετρητής/κάτοχος ~άτων. Παιχνίδια με αληθινά/εικονικά ~ατα. Εξοικονομώ χρόνο και ~. Επενδύω τα ~ατά μου (πβ. κεφάλαιο). Επιστράφηκαν/παρακρατήθηκαν ~ατα. Διαθέτω/διαχειρίζομαι/καταβάλλω/κλέβω/μαζεύω/ξοδεύω/προσφέρω/χρειάζομαι ~ατα. Μεταφέρω/τοποθετώ ~ατα σε λογαριασμό. Δεν έχω καθόλου ~ατα μαζί/πάνω/στο πορτοφόλι μου. Δεν λογαριάζω/τσιγκουνεύομαι τα ~ατα. Μου κόστισε/στοίχισε πολλά ~ατα. Δεν θα πάμε διακοπές ελλείψει ~άτων. Πβ. ρευστό. 3. (ειδικότ.) (μεγάλες) απολαβές ή χρηματική περιουσία, πλούτος· συνεκδ. οι οικονομικά εύρωστοι: ~ατα και ακίνητα. Πακτωλός ~άτων. Το ~ ρέει άφθονο. Δουλειές που αφήνουν ~ (: κέρδος). Βγάζει αρκετά ~ατα από τη δουλειά του. Έχει πολλά ~ατα. Πόσα ~ατα παίρνεις τον μήνα (: ποιος/πόσος είναι ο μισθός σου); Έπαιξε όλα του τα ~ατα στα χαρτιά.|| Η δύναμη/το κυνήγι του ~ατος. Επίδειξη ~ατος. Αγαπάει/κυνηγάει το ~ (= τους παράδες, τα φράγκα). Πβ. μαμωνάς.|| Το ~ (= οι πλούσιοι) εξουσιάζει τον κόσμο. ● ΣΥΜΠΛ.: ακριβό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. δανεισμός με υψηλό επιτόκιο, επειδή η ζήτηση χρήματος υπερβαίνει την προσφορά., βρόμικο/μαύρο χρήμα: χρηματικά ποσά που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες και δεν έχουν φορολογηθεί: διακίνηση/εισαγωγή ~ου ~ατος. Χώρα που λειτουργεί ως παράδεισος/πλυντήριο (: για ξέπλυμα) ~ου ~ατος. [< αγγλ. dirty/black money] , γκρίζο χρήμα (προφ.): μίζα., δημόσιο/κρατικό χρήμα: οι οικονομικοί πόροι του κράτους: διαχείριση/κατάχρηση του δημόσιου ~ατος., εύκολο χρήμα (προφ.): χρηματικά ποσά που αποκτώνται με εύκολο και συνήθ. μη νόμιμο τρόπο: γρήγορο και ~ ~ (στα χαρτιά/στο καζίνο). [< αγγλ. easy money] , ζεστό χρήμα & (σπάν.) θερμό/καυτό χρήμα 1. (προφ.) ρευστό: Η συμφωνία έκλεισε με ~ ~ (= μετρητά). Η αγορά έχει ανάγκη από ~ ~. 2. ΟΙΚΟΝ. επενδυτικό κεφάλαιο που επιδιώκει βραχυπρόθεσμα την υψηλότερη δυνατή απόδοση. [< αγγλ. hot money, 1936] , ηλεκτρονικό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που έχει αποθηκευτεί με ηλεκτρονικό τρόπο, κυρ. για πραγματοποίηση συναλλαγών μέσω διαδικτύου. Πβ. ηλεκτρονικό πορτοφόλι. [< αγγλ. electronic/e-money, 1966] , πολιτικό χρήμα (κυρ. στη ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.): η χρηματοδότηση, τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων., τραπεζικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. τραπεζικές επιταγές., φτηνό χρήμα (προφ.): δανεισμός χρημάτων με χαμηλό επιτόκιο και ευνοϊκούς όρους., ψηφιακό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που διακινείται ηλεκτρονικά. [< αγγλ. digital cash, 1991] , άντληση κεφαλαίων βλ. άντληση, λογιστικό χρήμα βλ. λογιστικός, ξέπλυμα χρήματος βλ. ξέπλυμα, πιστωτικό χρήμα βλ. πιστωτικός, πλαστικό χρήμα βλ. πλαστικός, ρευστό χρήμα βλ. ρευστός, το κόστος του χρήματος βλ. κόστος ● ΦΡ.: βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα (προφ.): επενδύω μεγάλο χρηματικό ποσό σε κάτι που πιστεύω ότι θα μου αποφέρει κέρδος: Έβαλε/έριξε πολλά λεφτά στην επιχείρηση., είναι υπεράνω χρημάτων (λόγ.): δεν τον ενδιαφέρουν τα λεφτά., επί χρήμασι (αρχαιοπρ.): έναντι χρημάτων, με οικονομικό αντάλλαγμα: πληροφορίες ~ ~.|| ~ ~ εκδιδόμενη γυναίκα. Πβ. επί πληρωμή. ΑΝΤ. δωρεάν, ο χρόνος είναι χρήμα (γνωμ.): είναι σημαντική η σωστή διαχείριση του χρόνου., παίρνω χρήματα (προφ.): χρηματίζομαι, δωροδοκούμαι. Πβ. τα παίρνει χοντρά, τα πιάνει., τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό: τα λεφτά δεν αποκτώνται εύκολα, πρέπει να δουλέψει σκληρά κάποιος, για να τα αποκτήσει., το χρήμα δεν μυρίζει/τα λεφτά δεν μυρίζουν: για να δηλωθεί ότι η προέλευση των χρημάτων δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. [< γαλλ. l 'argent n'a pas d'odeur] , τραβάω χρήματα (προφ.): κάνω ανάληψη: ~ηξε ~ απ' την κάρτα/τον λογαριασμό/την τράπεζα., χρήμα/παράς/φράγκα με ουρά (προφ.): μεγάλα χρηματικά ποσά: Βγάζει ~ ~. ΣΥΝ. λεφτά με τη σέσουλα/με το τσουβάλι/με (την) ουρά, δει δη χρημάτων βλ. δει, έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου βλ. στάση, κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα βλ. κολυμπώ, ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται βλ. κρύβω, πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος βλ. μέτρο [< αρχ. χρῆμα]

χρυσός

χρυσός χρυ-σός ουσ. (αρσ.) 1. ΧΗΜ. ευγενές μεταλλικό στοιχείο (σύμβ. Au, Ζ 79) λαμπερού κίτρινου χρώματος, που αποτελεί το πολυτιμότερο μέταλλο και χρησιμοποιείται κυρ. στη χρυσοχοΐα: ακατέργαστος/καθαρός/οξειδωμένος/χυτός ~. Κόκκινος/λευκός (πβ. λευκόχρυσος) ~. ~ ... καρατίων. Εργοστάσιο/μεταλλείο/ορυχείο (= χρυσωρυχείο) ~ού. Το βάρος/η καθαρότητα του ~ού. Περιεκτικότητα σε ~ό. Ο ~ τήκεται. Βλ. ασήμι, παλλάδιο, πλατίνα.|| Κοσμήματα από ~ό (= χρυσά· πβ. μάλαμα, χρυσό). Βλ. ψευδόχρυσος.|| (μτφ., για κάτι πολύτιμο:) Πράσινος ~ (: το ελαιόλαδο). 2. ΟΙΚΟΝ. το αντίστοιχο μέταλλο ως χρηματοοικονομικό μέσο: αγορά/διαπραγμάτευση/κέρδη/ρευστοποιήσεις/υπερτίμηση ~ού. Η αξία/κίνηση του ~ού. Επενδύσεις/ισοτιμία/κεφάλαια/συναλλαγές σε ~ό. Στα ύψη ο ~.|| Νομισματικός ~ (: φυλάσσεται σε ράβδους στην κεντρική τράπεζα ενός κράτους και αποτελεί κρατικό περιουσιακό στοιχείο). 3. (κατ' επέκτ.) πλούτος, ακριβά αντικείμενα, πολυτέλεια, χρήματα: Αγαπά τον ~ό (= χρυσάφι). ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρος χρυσός: το πετρέλαιο: η τρελή κούρσα του ~ου ~ού. Σε επίπεδα ρεκόρ ο ~ ~. [< αγγλ. black gold, 1910, γαλλ. l'or noire, 1937] , ράβδος χρυσού βλ. ράβδος, ρήτρα συναλλάγματος/(ξένου) νομίσματος/χρυσού/τιμαρίθμου βλ. ρήτρα ● ΦΡ.: ό,τι αγγίζει γίνεται χρυσός/χρυσάφι: ό,τι κάνει στέφεται με μεγάλη επιτυχία, είναι πολύ τυχερός. Πβ. Μίδας., πληρώνω κάποιον/κάτι χρυσό: χρυσοπληρώνω., η σιωπή είναι χρυσός βλ. σιωπή, ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός βλ. λάμπω [< αρχ. χρυσός, γαλλ. or, αγγλ. gold]

ψάρεμα

ψάρεμα ψά-ρε-μα ουσ. (ουδ.) {ψαρέμ-ατος} 1. ασχολία κατά την οποία κάποιος προσπαθεί να πιάσει ψάρια ή/και θαλασσινά: βραδινό (βλ. πυροφάνι)/επαγγελματικό/ερασιτεχνικό (: ως χόμπι)/παράκτιο/παράνομο (= λαθραλιεία)/υποβρύχιο (βλ. καρτέρι) ~. ~ με καλάμι/ψαροντούφεκο. ~ στα ανοιχτά/στο ποτάμι. ~ τσιπούρας. Βάρκα (= ψαρόβαρκα)/δίχτυα (βλ. απλάδι, γρίπος, καλάδα, πεζόβολο)/εργαλεία (βλ. αγκίστρι, ιχθυοπαγίδα, καθετή, κιούρτος, παραγάδι, πεταχτάρι, πετονιά, συρτή, τσαπαρί)/σύνεργα (= ψαρικά) ~ατος. Μέθοδοι/τεχνικές/τρόποι ~ατος. Δολώματα για ~ (βλ. μαλάγρα). Πβ. αλιεία, αλίευση, ψαρική. Βλ. κυνήγι. 2. (μτφ.-προφ.) αναζήτηση, προσπάθεια εξεύρεσης: ~ ψηφοφόρων. 3. (μτφ.-προφ.) έμμεση προσπάθεια απόσπασης πληροφοριών: Άσε το ~ και ρώτα με ευθέως αυτό που θες! Πβ. βολιδοσκόπηση, εκμαίευση. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικό ψάρεμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. μορφή ηλεκτρονικής απάτης μέσω ιμέιλ ή ιστοσελίδας που εμφανίζεται ότι προέρχεται από κάποια νόμιμη πηγή (π.χ. τράπεζα) και ζητά από τον παραλήπτη ή χρήστη να καταχωρήσει προσωπικά του στοιχεία (π.χ. πάσγουορντ, πιν, αριθμό τραπεζικού λογαριασμού ή πιστωτικής κάρτας). Βλ. κακόβουλο λογισμικό. [< αμερικ. phishing, 1996] [< μεσν. ψάρεμα]

ψηφοφορία

ψηφοφορία ψη-φο-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.): διαδικασία μέσω της οποίας ασκείται το εκλογικό δικαίωμα ή δηλώνεται προσωπική προτίμηση, ώστε να ληφθούν συλλογικές αποφάσεις: ανοιχτή/ενεργή/επαναληπτική/επίσημη/κλειστή/ονλάιν/παγκόσμια ~. Αίθουσα/αποτελέσματα/διεξαγωγή/ώρες ~ας. Έναρξη/λήξη/ολοκλήρωση της ~ας. ~ με απλή/απόλυτη/ειδική πλειοψηφία. ~ δι' αλληλογραφίας/διά ανατάσεως της χειρός/διά βοής. Διενεργείται ~ για ... Απέχω από την/παίρνω μέρος στην ~. Θέτω κάτι σε ~. Κάνω ~ για κάτι. Κρίσιμη ~ για τον προϋπολογισμό. Βλ. εκλογές, τηλε~, -φορία. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονική ψηφοφορία: η οποία πραγματοποιείται ηλεκτρονικά, συνήθ. μέσω διαδικτύου. [< αγγλ. electronic/e- voting, περ. 1960] , καθολική ψηφοφορία: σύστημα στο οποίο έχουν δικαίωμα ψήφου όλοι οι ενήλικοι πολίτες που πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις: αρχή της ~ής ~ας., μυστική ψηφοφορία: διαδικασία κατά την οποία ο ψηφοφόρος τοποθετεί το ψηφοδέλτιο σε φάκελο πίσω από παραβάν και το ρίχνει σε κάλπη, με αποτέλεσμα η ψήφος του να παραμένει κρυφή: αρχαιρεσίες με ~ ~., φανερή ψηφοφορία: διαδικασία κατά την οποία ο ψηφοφόρος εκφράζει την προτίμησή του με ανάταση του χεριού ή αναφωνώντας ναι, όχι ή παρών: ονομαστική ~ ~ (στη Βουλή)., άμεση εκλογή βλ. εκλογή, έμμεση εκλογή βλ. εκλογή, ονομαστική ψηφοφορία βλ. ονομαστικός [< αρχ. ψηφοφορία]

EP2

EP2: μουσικός δίσκος μέσης διάρκειας. Βλ. LP. [< αμερικ. Extended-Play, 1954]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.