Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 7 εγγραφές  [0-7]


  • Ανθρωπόκαινο [Ἀνθρωπόκαινο] Αν-θρω-πό-και-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -αίνου} & ανθρωπόκαινος εποχή: ΓΕΩΛ.- ΚΛΙΜΑΤ. η πιο πρόσφατη περίοδος του Τεταρτογενούς η οποία συνδέεται με την ανθρωπογενή συνιστώσα της κλιματικής αλλαγής. Βλ. Ολόκαινο. [< αγγλ. Anthropocene, διαδόθηκε από τον P. J.-Crutzen, περ. 1990, γαλλ. anthropocène, 2000, ιταλ. Antropocene, 2002]
  • απερήμωση [ἀπερήμωση] α-πε-ρή-μω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΛ.- ΚΛΙΜΑΤ. ερημοποίηση. 2. (απαιτ. λεξιλόγ.) ερήμωση: εγκατάλειψη και ~ της υπαίθρου.|| (μτφ.) Κοινωνική/οικονομική ~.
  • ερημοποίηση [ἐρημοποίηση] ε-ρη-μο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΛ.- ΚΛΙΜΑΤ. μετατροπή καλλιεργήσιμης ή κατοικήσιμης έκτασης σε έρημο ή άγονη έκταση εξαιτίας της ανθρώπινης παρέμβασης (π.χ. υπερβόσκηση, οικοπεδοποίηση) ή της κλιματικής αλλαγής: ~ λόγω λειψυδρίας. Διάβρωση και ~ του εδάφους. ΣΥΝ. απερήμωση (1) [< γαλλ. désertification, 1910, αγγλ. desertification, 1972]
  • κλιματολογία κλι-μα-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Κ): ΓΕΩΛ.- ΚΛΙΜΑΤ. επιστήμη η οποία εξετάζει τη μακρόχρονη στατιστική συμπεριφορά των κλιματικών αλλαγών ενός τόπου, τις αιτίες που τις προκαλούν και την εφαρμογή των κλιματολογικών στοιχείων στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων: γενική/δυναμική/εφαρμοσμένη/φυσική ~. Κέντρο Ερεύνης Φυσικής της Ατμοσφαίρας και ~ας (της Ακαδημίας Αθηνών). Βλ. -λογία, βιο~, παλαιο~. [< γαλλ. climatologie, 1834, αγγλ. climatology, 1813]
  • Ολόκαινο [Ὁλόκαινο] Ο-λό-και-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -αίνου}: ΓΕΩΛ.- ΚΛΙΜΑΤ. η πρώτη μεταπαγετώδης περίοδος του Τεταρτογενούς που ακολουθεί το Πλειστόκαινο, ξεκινά περ. 10.000 -12.000 χρόνια πριν, συνεχίζεται μέχρι και σήμερα και χαρακτηρίζεται από θερμές κλιματολογικές συνθήκες: ανώτερο/μέσο/πρώιμο ~. [< αγγλ. holocene, γαλλ. holocène]
  • Πλειστόκαινο Πλει-στό-και-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -αίνου} & Πλειστόκαινος (η): ΓΕΩΛ.- ΚΛΙΜΑΤ. η πρώτη περίοδος του Τεταρτογενούς (περ. από 1,6 εκατομμύρια έως περ. 10.000 έτη πριν) η οποία ονομάζεται και περίοδος των Παγετώνων· χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή θερμών και ψυχρών κλιματολογικών συνθηκών και την εμφάνιση του ανθρώπου. Βλ. Ολόκαινο, παλαιολιθική εποχή. [< γαλλ. pléistocène, αγγλ. pleistocene]
  • πλειστόκαινος , ος/η, ο πλει-στό-και-νος επίθ. & πλειστοκαινικός, ή, ό: ΓΕΩΛ.- ΚΛΙΜΑΤ. που σχετίζεται με το Πλειστόκαινο. [< γαλλ. pléistocène, αγγλ. pleistocene]

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

Ολόκαινο

Ολόκαινο [Ὁλόκαινο] Ο-λό-και-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -αίνου}: ΓΕΩΛ.- ΚΛΙΜΑΤ. η πρώτη μεταπαγετώδης περίοδος του Τεταρτογενούς που ακολουθεί το Πλειστόκαινο, ξεκινά περ. 10.000 -12.000 χρόνια πριν, συνεχίζεται μέχρι και σήμερα και χαρακτηρίζεται από θερμές κλιματολογικές συνθήκες: ανώτερο/μέσο/πρώιμο ~. [< αγγλ. holocene, γαλλ. holocène]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.