Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 113 εγγραφές  [0-20]


  • αλληλεγγύη [ἀλληλεγγύη] αλ-λη-λεγ-γύ-η ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) συνείδηση αμοιβαιότητας, συνήθ. ανάμεσα στα μέλη ενός συνόλου, η οποία οδηγεί στην ηθική υποχρέωση παροχής βοήθειας· κατ' επέκτ. αλληλοβοήθεια, αλληλοϋποστήριξη: διεθνής/έμπρακτη/επαγγελματική/εργατική/κοινοτική (: μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης)/πολιτική/συναδελφική/χριστιανική ~. Ανθρωπιά και ~. Η ~ ανάμεσα στους λαούς/(μεταξύ) των ανθρώπων (πβ. συνοχή). ~ ενάντια στον ρατσισμό. Κίνημα/μήνυμα/πνεύμα ~ης (πβ. αδελφικ-, συντροφικ-ότητα). Ταμείο ~ης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (: για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών). Εισφορά/φόρος ~ης. Εκδήλωση σε ένδειξη ~ης προς τους πληγέντες/στους πρόσφυγες. Δείχνω/εκφράζω την ~ μου προς/σε κάποιον (πβ. συμπαράσταση). (Δεν) έχουν/υπάρχει ~ μεταξύ τους. 2. ΝΟΜ. νομική σχέση που προσδίδει σε μια υποχρέωση τον χαρακτήρα της αμοιβαιότητας. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνική αλληλεγγύη: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. σχέσεις και δεσμοί αμοιβαίας στήριξης και συμπαράστασης που αναπτύσσουν τα μέλη μιας κοινωνίας και ο βαθμός ενσωμάτωσής τους μέσα στο σύνολο: Κοινοτικό πρόγραμμα για την απασχόληση και την ~ ~. (Εθνικό) Κέντρο/πολιτική/(Ειδικό) Ταμείο ~ής ~ης. Επίδομα ~ής ~ης Συνταξιούχων (= ΕΚΑΣ). Βλ. ΕΚΚΑ. [< γαλλ. solidarité sociale] , απεργία αλληλεγγύης βλ. απεργία, κοινωνική οικονομία βλ. οικονομία [< μτγν. ἀλληλεγγύη ‘αμοιβαία εγγύηση’, γαλλ. solidarité]
  • αντικουλτούρα [ἀντικουλτούρα] α-ντι-κουλ-τού-ρα ουσ. (θηλ.): ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. σύνολο πολιτισμικών αντιλήψεων, τάσεων και τρόπων ζωής που αντιστρατεύονται την κυρίαρχη κουλτούρα και εισάγουν νέους κανόνες και αξίες. Βλ. αντισυμβατικότητα, υποκουλτούρα. [< αγγλ. counterculture, 1947, γαλλ. contre-culture, 1971]
  • αντιφεμινισμός [ἀντιφεμινισμός] α-ντι-φε-μι-νι-σμός ουσ. (αρσ.): ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. ιδεολογία ή σύνολο ενεργειών που αντιτίθενται στον φεμινισμό. ΑΝΤ. φεμινισμός [< αγγλ. antifeminism, 1954, γαλλ. antiféminisme]
  • ατομικισμός [ἀτομικισμός] α-το-μι-κι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. (αρνητ. συνυποδ.) πρόταξη του ατομικού συμφέροντος: άκρατος ~. Η σύγχρονη κοινωνία επιβάλλει/καλλιεργεί τον έντονο ανταγωνισμό και τον ~ό. Πβ. εγωκεντρ-, φιλοτομαρ-ισμός, φιλαυτία. ΣΥΝ. ατομισμός (1) ΑΝΤ. αλτρουισμός 2. ΦΙΛΟΣ. θεωρία ή τάση που προβάλλει το άτομο ως υπέρτατη αξία· ατομοκρατία: Ο ~ αποδίδει μεγάλη αξία στην ατομική ελευθερία και έκφραση. ΣΥΝ. ιντιβιντουαλισμός 3. ΦΙΛΟΣ. (ειδικότ.) δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού του ατόμου απέναντι στις απρόσωπες κοινωνικές εξουσίες, αξίες και επιρροές. Βλ. -ισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: μεθοδολογικός ατομι(κι)σμός: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. μέθοδος ανάλυσης και ερμηνείας των κοινωνικών φαινομένων με βάση τις ενέργειες, τη στάση και γενικότ. τα χαρακτηριστικά των ατόμων. [< γαλλ. individualisme]
  • ατομοκεντρισμός [ἀτομοκεντρισμός] α-το-μο-κε-ντρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. εγωκεντρισμός. Πβ. ατομικισμός. 2. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. -ΦΙΛΟΣ. κάθε θεωρία ή τάση που δίνει προτεραιότητα στο άτομο έναντι της κοινωνίας. Βλ. -ισμός.
  • αφθονία [ἀφθονία] α-φθο-νί-α ουσ. (θηλ.): ποσότητα μεγαλύτερη από την αναγκαία: υλική ~. ~ αγαθών/πληροφοριών. Πηγές ενέργειας που υπάρχουν σε/(λόγ.) εν ~ στη φύση. Πβ. περίσσεια, πληθώρα. Βλ. υπερ-αφθονία, -επάρκεια.|| To κέρας της ~ας (= Αμάλθειας). ΑΝΤ. ανεπάρκεια (1), έλλειψη (1), σπανιότητα ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνία της αφθονίας: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. αναπτυγμένη οικονομικά, καταναλωτική κοινωνία. [< αγγλ. affluent society, 1958] [< αρχ. ἀφθονία] ΑΦΘΟΝΙΑ
  • βάση βά-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. καθετί πάνω στο οποίο στέκεται, στηρίζεται, σταθεροποιείται ή στερεώνεται κάτι: αποσπώμενη/γυάλινη/ενσωματωμένη/μαρμάρινη/μεταλλική/ξύλινη ~. Η ~ του αγάλματος (πβ. βάθρο)/του κίονα (πβ. σπείρα, στυλοβάτης)/της κολόνας/του ναού (πβ. κρηπίδωμα)/του τηλεσκοπίου. ~ γραφείου (για οθόνη)/τοίχου (για τηλεόραση).|| Στη ~ του βουνού/του βράχου (= στους πρόποδες).|| ~ τάρτας (πβ. ζύμη).|| (ΑΝΑΤ.) Η ~ του δοντιού/του εγκεφάλου/της καρδιάς/του κρανίου (: το κατώτερο τμήμα).|| (ΓΕΩΜ.) Η ~ του κώνου/της πυραμίδας/του τραπεζίου/του τριγώνου. Βλ. πλευρά.|| (μτφ.) Στη ~ του βαθμολογικού πίνακα/της κατάταξης (: στην κατώτερη θέση). Βλ. ανά-, διά-, μετά-, παρά-βαση. ΑΝΤ. κορυφή (1) 2. (μτφ.) θεμελιώδης αρχή, στοιχείο, δεδομένο πάνω στο οποίο στηρίζεται μια πρόταση, μια θεωρία, μια κίνηση, ένα σύστημα: ~ αναφοράς/σύγκρισης. Η ~ ενός προβληματισμού/συλλογισμού (πβ. αφετηρία). Συνομιλίες σε κοινά αποδεκτή ~. Ισχυρισμός που δεν έχει λογική ~ (= αβάσιμος, αστήρικτος). Ανυπόστατη καταγγελία χωρίς ~ (πβ. έρεισμα, στήριγμα). Το επιχείρημα είναι σαθρό στη ~ του. Εξέταση του θέματος από/πάνω σε ηθική/θεωρητική/οικονομική/πολιτική ~ (= άποψη, πλευρά). Κοινή ~ συνεννόησης. Στρατηγική που χρησιμεύει ως ~ των μελλοντικών ενεργειών. Για την έρευνά μου έχω/λαμβάνω ως ~ τα εξής ... Το ζήτημα τέθηκε σε νέα ~/επί νέας ~ης. Το συστηματικό διάβασμα αποτελεί τη ~ της επιτυχίας. Διαρθρωτικές αλλαγές σε επίπεδο ~ης. Παροχή υπηρεσιών ευρείας ~ης (= μεγάλης γκάμας). Έβαλαν/έθεσαν τις ~εις για πολιτιστική ανάπτυξη. Οργάνωση της κοινωνίας πάνω σε γερές/σταθερές/στέρεες ~εις (= θεμέλια).|| Εταιρεία λαϊκής ~ης. 3. ο πιο χαμηλός βαθμός, για να θεωρηθεί επιτυχής μια εξέταση: Έγραψε ακριβώς τη ~ (π.χ. δέκα στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, πέντε στο Πανεπιστήμιο)/κάτω από τη ~ (= κόπηκε)/πάνω από τη ~ (= πέρασε). Έπιασε/πήρε τη ~. 4. περιοχή ή χώρος με εγκαταστάσεις όπου οργανώνονται και πραγματοποιούνται διάφορες επιχειρήσεις: (ΣΤΡΑΤ.) αεροπορική/ναυτική ~. Μυστική ~. ~ ανεφοδιασμού (αεροσκαφών/πλοίων)/εκτόξευσης (πυραύλων)/υποβρυχίων. ~ του ΝΑΤΟ.|| Διαστημική ~. 5. έδρα ή τόπος διαμονής: η ~ μιας επιχείρησης. Γυρίζω/επιστρέφω στη ~ μου. Εγκαταλείπω τη/φεύγω από τη ~ μου. 6. ΠΟΛΙΤ. τα μέλη ή/και οι οπαδοί ενός κόμματος ή γενικότ. μιας οργάνωσης: η εκλογική/εργατική/κομματική ~. ΑΝΤ. ηγεσία (1), κορυφή (2) 7. κύριο, απαραίτητο συστατικό (μίγματος, προϊόντος): αρώματα με ~ τη λεβάντα. Κρέμα προσώπου με ~ φυτικά έλαια.|| Έβαψε τα δωμάτια σε διάφορες αποχρώσεις με ~ το μπλε. 8. προϊόν που τοποθετείται ως υπόστρωμα σε επιφάνεια: ~ βερνικιού (πβ. αστάρι, στόκος).|| ~ μέικ απ (πβ. φον ντε τεν). Διάφανη ~ νυχιών. 9. ΧΗΜ. ουσία που παράγει άλας και νερό, όταν αντιδρά με οξύ: ασθενής/ισχυρή ~. Βλ. εξουδετέρωση. 10. ΜΑΘ. ακέραιος αριθμός μεγαλύτερος του ένα, ο οποίος έχει επιλεγεί για τη δημιουργία συστήματος αρίθμησης (π.χ. το δύο για το δυαδικό, το δέκα για το δεκαδικό). 11. ΓΛΩΣΣ. (σπάν.) ρίζα, θέμα (λέξης). 12. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. (στον μαρξισμό) η οικονομική διάρθρωση μιας κοινωνίας, δηλ. το σύνολο των παραγωγικών σχέσεων, σε αντιδιαστολή με το εποικοδόμημα. Βλ. υπερδομή. ΣΥΝ. υποδομή (3) ● βάσεις (οι) 1. η κατώτερη βαθμολογία κυρ. για εισαγωγή σε ανώτατη ή ανώτερη Σχολή ή για διορισμό στο Δημόσιο κατόπιν γραπτού διαγωνισμού, η οποία καθορίζεται από τον βαθμό του τελευταίου (στη σειρά κατάταξης) από τους επιτυχόντες που μπορούν να γίνουν δεκτοί: άνοδος/αύξηση/μείωση/πτώση των ~εων (εισαγωγής στα ΑΕΙ). Οι ~ ανέβηκαν/έπεσαν. Στα ύψη εκτινάχθηκαν/εκτοξεύθηκαν/έφτασαν οι ~ της Ιατρικής. Ανακοινώθηκαν/βγήκαν οι ~. ~ μορίων μετάθεσης. 2. εφόδια, κυρ. γνώσεις ή ηθικές αρχές: Αποκτώ ~εις στο δημοτικό. Έχει καλές ~ (= υπόβαθρο) στα μαθηματικά.|| Έλαβε/πήρε γερές/σωστές ~ από τους γονείς (βλ. ανατροφή)/την οικογένειά/το σπίτι του (= θεμέλια). ● ΣΥΜΠΛ.: βάση δεδομένων & βάση (συντομ. ΒΔ): ΠΛΗΡΟΦ. συλλογή, καταχώρηση και οργάνωση πληροφοριών σε ένα αρχείο, ώστε να είναι διαθέσιμες για αναζήτηση και ανάκτηση: ηλεκτρονική/ψηφιακή ~ ~. [< αγγλ. database, 1962] , βάση διανυσματικού χώρου: ΜΑΘ. κάθε σύνολο γραμμικά ανεξάρτητων διανυσμάτων τέτοιο, ώστε καθένα από αυτά να μπορεί να γραφεί ως γραμμικός συνδυασμός των διανυσμάτων της βάσης., αζωτούχες βάσεις βλ. αζωτούχος, σταθμός βάσης βλ. σταθμός, συμπληρωματικές βάσεις βλ. συμπληρωματικός, φορολογική βάση βλ. φορολογικός ● ΦΡ.: δίνω βάση σε (κάτι): δίνω προσοχή, σημασία: Μη ~εις ~ στα κουτσομπολιά του κόσμου/σε φήμες. Δώσε ~ σε ό,τι σου λέω (= πρόσεξε)!, κατά βάση & (λόγ.) κατά βάσιν: κυρίως, βασικά· σε βασικές γραμμές: Τα βιβλία του είναι ~ ~ ιστορικά. Πβ. κατά κύριο λόγο, κατ’ ουσία(ν), πρωτίστως.|| ~ ~ συμφωνώ με την απόφαση. Πβ. επί της αρχής., με βάση (+ αιτ.) & (λόγ.) βάσει (+ γεν.): σύμφωνα με, με κριτήριο: Χωρισμός σε ομάδες με ~ την ηλικία. Βάσει (του) Νόμου, έχω το δικαίωμα να ..., σε ... βάση & (λόγ.) επί ... βάσεως: για δήλωση χρόνου, τρόπου: σε διαρκή/μακροπρόθεσμη/μόνιμη/σταθερή ~. Εξυπηρέτηση πελατών επί εικοσιτετραώρου βάσεως.|| Σε εθελοντική/ισότιμη ~ (= εθελοντικά, ισότιμα). [< αγγλ. on a ... basis] , στη βάση & (λόγ.) επί τη βάσει (+ γεν.): βασιζόμενος σε, στηριζόμενος σε: Το πρόβλημα πρέπει να εξεταστεί ~ ~ του δημόσιου διαλόγου. Υπολογισμός των κερδών της εταιρείας επί τη βάσει των εσόδων και εξόδων της., από μηδενική βάση βλ. μηδενικός, βάσει σχεδίου βλ. σχέδιο [< αρχ. βάσις, αγγλ. base, basis, γαλλ. base, γερμ. Basis]
  • βολονταρισμός βο-λο-ντα-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. θέση η οποία υποστηρίζει τη δράση που βασίζεται στη βούληση, αποκλείοντας κάθε εξαναγκασμό: επαναστατικός/πολιτικός ~. 2. ΦΙΛΟΣ. θεωρία κατά την οποία θεμελιώδης οργανωτική δύναμη του κόσμου και του ατόμου είναι η βούληση. Βλ. λογοκρατία, νοησιαρχία. ΣΥΝ. βουλησιαρχία 3. (αρνητ. συνυποδ.) στάση, συμπεριφορά προσώπου ή ομάδας ανθρώπων που πιστεύουν ότι μπορούν να επιβάλουν δογματικά ή/και αυταρχικά τις επιθυμίες τους. Πβ. ετσιθελισμός. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. volontarisme, 1909]
  • γενιά γε-νιά ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) γενεά 1. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. σύνολο ανθρώπων που έχουν την ίδια περίπου ηλικία, κοινά βιώματα και δραστηριοποιούνται την ίδια χρονική περίοδο: η επόμενη/νέα/νεότερη/παλιά/προηγούμενη/σημερινή ~. Ηρωική/ξεριζωμένη (: πρόσφυγες) ~. Οι (επ)ερχόμενες/μελλοντικές ~ιές. ~ ζωγράφων/ηθοποιών/πολιτικών. Η ~ της αμφισβήτησης/του διαδικτύου/της Κατοχής/του Μάη του '68/της μεταπολίτευσης/του Πολυτεχνείου/του '40. ~ Χ (: γεννημένοι στις δεκαετίες '60-'70). ~ Υ (: γεννημένοι στις δεκαετίες '80-'90). H δική μου ~ μεγάλωσε με αυτή τη μουσική/σε σκληρές συνθήκες. Είμαστε της ίδιας ~ιάς.|| (ΛΟΓΟΤ.) Η ~ του μεσοπολέμου/του '30. Πρώτη/δεύτερη μεταπολεμική (ποιητική) ~. Μια νέα ~ συγγραφέων αναδύθηκε/διαμορφώθηκε/εμφανίστηκε. 2. άτομα με κοινή καταγωγή, σόι: αρχοντική/επιφανής/πλούσια/ταπεινή ~. Είναι από καλή ~. Κατάγεται από αριστοκρατική ~. Πβ. φάρα. Βλ. γενεαλογία, γενεαλογικό δέντρο.|| Πρώτη/δεύτερη/τρίτη ~ μεταναστών (: τα παιδιά τους, τα εγγόνια και τα δισέγγονα, αντίστοιχα). ΣΥΝ. οικογένεια (2) 3. χρονικό διάστημα τριάντα περίπου ετών, ο χρόνος, κατά μέσο όρο, ανάμεσα στη γέννηση των γονιών και τη γέννηση του πρώτου παιδιού τους: σε τρεις ~ιές (: σε εκατό περ. χρόνια). 4. (μτφ.) βαθμός τεχνολογικής εξέλιξης: επόμενη/παλιά ~ αυτοκινήτων/προϊόντων/συσκευών/υπηρεσιών. Πέμπτη ~ υπολογιστών. Αντιβιοτικά/δίκτυο νέας ~ιάς. Αεροσκάφη τρίτης/τέταρτης ~ιάς. Μηχανήματα/τεχνολογία/ψηφιακές μηχανές τελευταίας ~ιάς.|| (ΦΥΣ.) Σωματίδια της πρώτης ~ιάς. 5. ΒΙΟΛ. το σύνολο των οργανισμών που προέρχονται ο ένας από τον άλλον με αναπαραγωγή: γονική ~ (: οι οργανισμοί που διασταυρώνονται για την αναπαραγωγή του είδους). Θυγατρική ~ (: οι απόγονοι). ● ΣΥΜΠΛ.: μπιτ γενιά βλ. μπιτ1, χαμένη γενιά βλ. χαμένος ● ΦΡ.: από γενιά σε γενιά: από τη μια γενιά στην άλλη, κατά πατροπαράδοτο τρόπο, παραδοσιακά: Γνώσεις που έφτασαν ~ ~ μέχρι τις μέρες μας. Έθιµα/παραδόσεις που περνούν ~ ~. Πβ. (από) πάππου προς πάππου. [< γαλλ. de génération en génération] , γενιές και γενιές (εμφατ.): πολλές γενιές: ~ ~ παιδιών μεγάλωσαν με τα παραμύθια της γιαγιάς., άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά βλ. σκύλος, βρήκε/είδε ο γύφτος τη γενιά του (κι αναγάλλιασε η καρδιά του) βλ. γύφτος, γύφτισσα [< μεσν. γενιά, αρχ. γενεά, γαλλ. génération, αγγλ. generation]
  • δαρβινισμός δαρ-βι-νι-σμός ουσ. (αρσ.): ΒΙΟΛ. η θεωρία του Δαρβίνου για την προέλευση και εξέλιξη των βιολογικών ειδών μέσω της φυσικής επιλογής. Βλ. νεο~, γενετική, θεωρία της εξέλιξης, -ισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικός δαρβινισμός: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. θεωρία που ερμηνεύει την υπερίσχυση των ισχυρότερων κοινωνικών ομάδων με αναγωγή στους βιολογικούς νόμους της δαρβινικής εξέλιξης. Βλ. κοινωνιοβιολογία, ρατσισμός, το δίκαιο του ισχυρότερου. [< αγγλ. social darwinism, 1877] [< αγγλ. Darwinism, 1860, γαλλ. darwinisme]
  • διαντίδραση δι-α-ντί-δρα-ση ουσ. (θηλ.): ΦΙΛΟΣ.-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. θεωρία που υποστηρίζει την αλληλεπίδραση μεταξύ των ατόμων: κοινωνική/συμβολική ~. Πβ. διάδραση.
  • διαστρωματικός , ή, ό δι-α-στρω-μα-τι-κός επίθ. (επιστ.) 1. που γίνεται σε στρώσεις ή βρίσκεται μεταξύ διαφορετικών στρωμάτων: ~ός: ψεκασμός. ~ό: φίλτρο. 2. που αφορά διαφορετικά επίπεδα, ομάδες, τάξεις: (ΣΤΑΤΙΣΤ.) ~ή: σύγκριση. ~ά: δεδομένα (: για διαφορετικές μονάδες ή σύνολα σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή). Βλ. διαχρονικός.|| (ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ.) ~ή: βάση/κατανομή του εισοδήματος. Βλ. διαταξικός. ● επίρρ.: διαστρωματικά [< γαλλ. stratifié] ΔΙΑΣΤΡΩΜΑΤΙΚΟΣ
  • διπλός , ή, ό δι-πλός επίθ. & (λόγ.) διπλούς 1. που είναι δύο (σχεδόν) φορές μεγαλύτερος από κάτι, σε μέγεθος, ποσότητα: ~ός: κίνδυνος/κόπος. ~ό: όφελος.|| ~ός: μισθός. ~ή: δόση/τιμή/χρέωση. ~ό: κέρδος/σκορ. ~ά: έξοδα. Πβ. διπλάσιος. Βλ. τρί-, τετρά-, πεντά-διπλος.|| (ως ουσ. στον πληθ.) Κερδίζει τα ~ά (ενν. λεφτά).|| (ειδικότ. για ποτά ή φαγητά:) ~ός: ελληνικός (καφές)/εσπρέσο. ~ή: μερίδα (φαγητό). ~ό: ουίσκι. ΑΝΤ. απλός, κανονικός. 2. που αποτελείται από δύο μέρη ή έχει δύο μορφές: ~ός: αερόσακος (: οδηγού-συνοδηγού)/πάτος/(ΑΡΧΑΙΟΛ.) πέλεκυς. ~ή: πόρτα (: ασφαλείας)/πρόσοψη. ~ό: άλμπουμ (με τραγούδια)/τεύχος (περιοδικού) (: με διπλάσια ύλη)/φύλλο (τετραδίου). ~ό: λεωφορείο (= διώροφο). ~οί: προβολείς (αυτοκινήτου). ~ά: παράθυρα (: με ~ό τζάμι για καλύτερη θερμομόνωση και ηχομόνωση).|| (ΑΘΛ.) ~ό: σκιφ (= με δύο κωπηλάτες).|| ~ός: στόχος/συμβολισμός. ~ή: ευκαιρία/προστασία. Λέξεις με ~ή σημασία (= αμφίσημες). Πβ. διττός. 3. που γίνεται ή επαναλαμβάνεται δύο φορές· που αφορά δύο πρόσωπα ή γεγονότα: ~ός: έλεγχος/κόμπος/υπολογισμός. ~ή: περιστροφή/προσπάθεια.|| (ΑΘΛ.) ~ός: αγώνας/τελικός (εντός και εκτός έδρας).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Κάντε ~ό κλικ στο εικονίδιο.|| ~ός: φόνος. ~ή: γιορτή/νίκη. 4. σχεδιασμένος για δύο άτομα: ~ός: καναπές. ~ή: κουβέρτα. ~ό: κρεβάτι/στρώμα. Βλ. ημί-, υπέρ-διπλος. ΑΝΤ. μονός (1) 5. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) που έχει σκόπιμα δύο πλευρές, εκ των οποίων η μία συνήθ. είναι κρυφή: ~ός: εαυτός (βλ. διχασμένη προσωπικότητα, σχιζοφρένεια). ~ή: όψη (ζητήματος)/τακτική. ~ό: πρόσωπο (: ανειλικρινές).|| ~ός: πράκτορας (: που εργάζεται συγχρόνως και κρυφά για λογαριασμό δύο αντίπαλων κρατών).|| Κρατούσε ~ά (λογιστικά) βιβλία (βλ. φοροδιαφυγή). Βλ. -πλός. ● Ουσ.: διπλές (οι): ζαριά στην οποία και τα δυο ζάρια δείχνουν το δύο: Έφερε ~. Πβ. δυάρες. Βλ. ντόρτια, πεντάρες., διπλό (το) ΑΘΛ. 1. (προφ.) η εκτός έδρας νίκη ομάδας και το αντίστοιχο σύμβολο 2 σε προγνωστικά αγώνων ποδοσφαίρου ή μπάσκετ: Έφερε/πέτυχε το ~. 2. τρόπος διεξαγωγής αγωνίσματος (τένις, πινγκ πονγκ, μπάντμιντον), σύμφωνα με τον οποίο κάθε ομάδα αποτελείται από ένα ζευγάρι αθλητών: ~ ανδρών/γυναικών. 3. ανεπίσημος αγώνας ποδοσφαίρου ή μπάσκετ, συχνά με αυτοσχέδια τέρματα ή μπασκέτες: Παιδιά θα παίξουμε ένα ~; Βλ. μονό. ● επίρρ.: διπλά ● ΣΥΜΠΛ.: διπλή ζωή: για παράλληλη εξωσυζυγική σχέση ή παράνομη, ύποπτη, μη κοινωνικά αποδεκτή δραστηριότητα, η οποία κρατιέται σκόπιμα κρυφή: Έχει/ζει/κάνει ~ ~. [< γαλλ. double vie] , διπλή προσωπικότητα: διχασμένη., διπλή ταρίφα: αυξημένο τιμολόγιο ταξί για νυχτερινά δρομολόγια, από τις δώδεκα τα μεσάνυχτα έως τις πέντε το πρωί, ή για διαδρομές έξω από την έδρα του, εκτός περιμετρικής ζώνης: Τους χρέωσε ~ ~., διπλής κατεύθυνσης/(λόγ.) κατευθύνσεως 1. & με διπλή κατεύθυνση: με ροή οχημάτων σε δύο αντίθετες κατευθύνσεις: δρόμος ~ ~. ΑΝΤ. μονής κατεύθυνσης 2. προς δύο πλευρές: επικοινωνία ~ ~ (= αμφίδρομη)., οικογενειακό διπλό & διπλό: ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο) προπονητικός αγώνας που διεξάγεται μεταξύ παικτών της ίδιας ομάδας, με χρήση και των δύο τερμάτων., άνω (και) κάτω τελεία βλ. τελεία, διπλή άρθρωση βλ. άρθρωση, διπλή όραση βλ. όραση, διπλό ταυ βλ. ταυ, διπλός αστέρας βλ. αστέρας ● ΦΡ.: έγινε διπλός/διπλάσιος (προφ.): πάχυνε πολύ. ΑΝΤ. έμεινε (ο) μισός, έχει διπλό ρόλο 1. παίζει δύο διαφορετικούς ρόλους στο ίδιο έργο: ~ ~ στην ταινία, καθώς υποδύεται δίδυμα αδέλφια. 2. (μτφ.) διττή συνεισφορά, επίδραση στην εξέλιξη ή διαμόρφωση κατάστασης: Η λειτουργία του εργαστηρίου ~ ~, αφενός ... και αφετέρου ... Θα ~ ~ στην ομάδα, ως προπονητής και παίκτης. 3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. -ΨΥΧΟΛ. διπλάσιες απαιτήσεις από πρότυπα αναμενόμενης κοινωνικής συμπεριφοράς: Ο δάσκαλος στο ψηφιακό σχολείο ~ ~, του καθοδηγητή και υποστηρικτή. (κατ' επέκτ.) Η σύγχρονη γυναίκα καλείται να επιτελέσει τριπλό ρόλο: της μητέρας, της εργαζόμενης και της συζύγου., και του χρόνου διπλός/διπλή! (ευχετ. σε ανύπαντρο/-η): και του χρόνου να έχεις παντρευτεί: άντε, ~ ~! Πβ. και στα δικά σου., διπλά και τρίδιπλα βλ. τρίδιπλος, διπλής όψης/όψεως βλ. όψη, μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά βλ. χαρά, παίζει διπλό παιχνίδι βλ. παιχνίδι, παίζει σε δύο/σε διπλό/σε πολλά ταμπλό βλ. ταμπλό, τα βλέπω διπλά βλ. βλέπω ● βλ. διπλο- & διπλό-, δις2, τριπλός [< μτγν. διπλός, γαλλ.-αγγλ. double]
  • δομοποίηση δο-μο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι η ανθρώπινη δράση λαμβάνει χώρα μέσα σε ένα πλαίσιο προϋπάρχουσας κοινωνικής δομής που κυβερνάται από ένα σύστημα κανόνων-νόμων: ~ των ταξικών σχέσεων. Βλ. -ποίηση. [< αγγλ. structuration, 1927]
  • δυναμική δυ-να-μι-κή ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) σύνολο δυνάμεων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους σε ένα ευρύτερο σύστημα και οδηγούν σε θετικές εξελίξεις: η ~ της αγοράς/του διαδικτύου (= οι δυνατότητες). Η ~ της ιστορίας. 2. ΦΥΣ. (κ. με κεφαλ. Δ) κλάδος της Μηχανικής που έχει ως αντικείμενο την κίνηση των σωμάτων σε σχέση με τις δυνάμεις που την προκαλούν: οι νόμοι της ~ής. Βλ. αερο~, βιο~, γεω~, ηλεκτρο~, κινηματική, ρευστο~, υδρο~. ΑΝΤ. στατική 3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. οι διαδικασίες και δυνάμεις που οδηγούν στη διαμόρφωση, την εξέλιξη, τη μεταβολή ομάδας, κοινότητας ή κοινωνίας. Βλ. εμψύχωση. ● ΣΥΜΠΛ.: δυναμική της ομάδας ΨΥΧΟΛ.-ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ.: τομέας της ψυχοκοινωνιολογίας που μελετά τις αλληλεπιδράσεις των ατόμων σε μία μικρή κοινωνική ομάδα. [< αγγλ. group dynamics, 1939] , δυναμική (των) πληθυσμών βλ. πληθυσμός [< γαλλ. dynamique]
  • δυστοπία δυ-στο-πί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΦΙΛΟΣ. -ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. φανταστικός τόπος ή κοινωνία όπου οι άνθρωποι ζουν σε καθεστώς καταπίεσης, τρόμου και γενικότ. σε απάνθρωπες συνθήκες· κατ' επέκτ. κατάσταση στην οποία οι συνθήκες ζωής είναι εξαιρετικά άσχημες. Βλ. επιστημονική φαντασία, ευ-, ου-τοπία. 2. ΙΑΤΡ. ανώμαλη θέση οργάνου ή τμήματός του. [< 1: αγγλ. dystopia (1868, με διαφορετική σημ.), περ. 1950, γαλλ. dystopie, 1975]
  • δυστοπικός , ή, ό δυ-στο-πι-κός επίθ.: ΦΙΛΟΣ. -ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. που αναφέρεται στη δυστοπία: ~ή: φαντασία. ~ό: μέλλον/μυθιστόρημα. Βλ. ουτοπικός. [< 1: αγγλ. dystopian, γαλλ. dystopique, 1972]
  • εθνοκεντρισμός [ἐθνοκεντρισμός] ε-θνο-κε-ντρι-σμός ουσ. (αρσ.) (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. κριτική ατόμων ή ομάδων για έναν άλλον πολιτισμό βάσει του συστήματος αξιών της δικής τους εθνικής κοινότητας, η πίστη στη μοναδικότητα ή/και την ανωτερότητα του έθνους στο οποίο ανήκουν. Πβ. εθνικ-, σοβιν-ισμός. Βλ. ανθρωποκεντρ-, πατριωτ-ισμός. [< αγγλ. ethnocentrism, 1906, γαλλ. ethnocentrisme, 1961]
  • εθνομεθοδολογία [ἐθνομεθοδολογία] ε-θνο-με-θο-δο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. κοινωνιολογική προσέγγιση που επιχειρεί να διερευνήσει τον τρόπο με τον οποίο τα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας διαμορφώνουν κοινές αντιλήψεις και πρακτικές. Βλ. -λογία. [< αγγλ. ethnomethodology, 1963, γαλλ. ethnométhodologie, 1977]
  • εθνοτισμός [ἐθνοτισμός] ε-θνο-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. προσήλωση των ατόμων στην εθνότητα που ανήκουν: υπερβάλλων ~. Εθνικισμός και ~. Αναβίωση του ~ού. Bλ. εθνοκεντρ-, πατριωτ-, τοπικ-ισμός. [< αγγλ. ethnicism, 1972, γαλλ. ethnicisme]

αζωτούχος

αζωτούχος, ος/α, ο [ἀζωτοῦχος] α-ζω-τού-χος επίθ.: ΧΗΜ. που περιέχει άζωτο: ~ος/α: (χημική) ένωση/λίπανση/μουστάρδα (: τοξική χημική ένωση, πβ. αέριο της μουστάρδας). ~ο: λίπασμα. ~ες: ομάδες/ουσίες. ~α: αέρια/άλατα/οξείδια/παράγωγα/προϊόντα. Βλ. -ούχος2. ● ΣΥΜΠΛ.: αζωτούχες βάσεις & (σπάν.) νουκλεϊκές/νουκλεϊνικές βάσεις: ΒΙΟΧ. τα συστατικά των νουκλεϊνικών οξέων (DNA, RNA), δηλ. η αδενίνη, η γουανίνη, η κυτοσίνη, η θυμίνη και η ουρακίλη. [< αγγλ. nitrogenous bases] [< γαλλ. azoté]

ανα- & αν- & ανά- & άν-

ανα- & αν- & ανά- & άν- (λόγ.) πρόθημα λέξεων που δηλώνει 1. επανάληψη: (κυρ. σε ουσ. και ρ.) ανα-βαθμολόγηση/~βίωση (πβ. επανα-)/~δάσωση/~παλαίωση/~σχηματισμός. Ανα-θαρρώ. Ανα-γεννιέμαι (πβ. ξανα-).|| (σε επιστ. όρους) Ανα-βολισμός/~διπλασιασμός. 2. κίνηση προς τα πάνω: ανα-βάτης. Αν-οδικός. Ανά-βαση. Άν-οδος. ΑΝΤ. κατα- & κατ- & καθ- & κατά- & κάτ- & κάθ- (3) 3. έμφαση: ανα-βοώ. Αν-αγαλλιάζω/~αγγελία. Ανά-λαφρος.

αντισυμβατικότητα

αντισυμβατικότητα [ἀντισυμβατικότητα] α-ντι-συμ-βα-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα του αντισυμβατικού: η ~ μιας επιλογής/ιδέας/συμπεριφοράς. ΣΥΝ. αντικομφορμισμός ΑΝΤ. κομφορμισμός, συμβατικότητα

απεργία

απεργία [ἀπεργία] α-περ-γί-α ουσ. (θηλ.) {απεργι-ών} 1. εκούσια, συλλογική και οργανωμένη αποχή από την εργασία, που συνοδεύεται από περικοπή μισθού και έχει ως στόχο την ικανοποίηση των αιτημάτων των εργαζομένων: αιφνιδιαστική/απροειδοποίητη/γενική/καθολική/κλαδική (βλ. παν~)/μαζική/νόμιμη/πανελλαδική/πολιτική/συμβολική ~. ~ διδασκόντων/εργατών/συμβασιούχων/υπαλλήλων. ~ των εργαζομένων στο μετρό/στις τράπεζες. ~ διαρκείας/συμπαράστασης. ~ για το ασφαλιστικό/για αύξηση μισθών. Αναστολή/κήρυξη/λύση/παράταση/περιφρούρηση της ~ας. Μπαράζ ~ών. Σε κλοιό ~ών η χώρα. Το (συνταγματικά κατοχυρωμένο) δικαίωμα της ~ας. Κάλεσμα σε ~. Αναστέλλουν την/βρίσκονται σε/έχουν/κατεβαίνουν σε/πραγματοποιούν ~. Έληξε/παρατείνεται/συνεχίζεται η ~. Την ~ οργάνωσε η ΑΔΕΔΥ. Εικοσιτετράωρη ~ κήρυξε η ΓΣΕΕ. Σε τριήμερη ~ προχωρούν οι ... Μεγάλη/μικρή συμμετοχή στην ~. Κάνω ~ (= απεργώ). Σπάω την ~ (βλ. απεργοσπάστης). Στην ~ λαμβάνουν μέρος και οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ. Βλ. α(ν)εργία, αντ~, πικετοφορία. 2. προσωρινή διακοπή δραστηριοτήτων ως μορφή διαμαρτυρίας ή για τη διεκδίκηση αιτημάτων: πανευρωπαϊκή ~ φοιτητών και μαθητών. Βλ. αποχή. ● ΣΥΜΠΛ.: απεργία αλληλεγγύης: που στοχεύει στην υποστήριξη ή την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης άλλων εργαζομένων. [< αγγλ. sympathy/solidarity strike] , απεργία πείνας/δίψας: άρνηση λήψης τροφής/νερού ως έσχατη μορφή διαμαρτυρίας ή άσκησης πίεσης για την ικανοποίηση αιτήματος., καταχρηστική απεργία: που λόγω παρατεταμένης διάρκειας συνεπάγεται τη δυνατότητα καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη: Παράνομη και καταχρηστική κηρύχθηκε/κρίθηκε από το δικαστήριο η απεργία. [< γαλλ. grève abusive] , κυλιόμενη/επαναλαμβανόμενη απεργία: που πραγματοποιείται σε διαδοχικά χρονικά διαστήματα, κάποτε από διαφορετικές κατηγορίες προσωπικού ή σε διαφορετικά τμήματα μιας επιχείρησης ή υπηρεσίας: ~ ~ ανά γεωγραφικό διαμέρισμα. Απεργιακός αγώνας διαρκείας με πενθήμερες ~ες ~ες. [< αγγλ. rolling strike, 1969] , λευκή απεργία: όταν οι εργαζόμενοι προσέρχονται στον χώρο εργασίας, αλλά αρνούνται να εργαστούν και γενικότ. απέχουν από τα καθήκοντά τους. Βλ. καθιστική διαμαρτυρία, στάση εργασίας., προειδοποιητική απεργία: μικρής διάρκειας που γίνεται με σκοπό να τονιστεί η αποφασιστικότητα των εργαζομένων να διεκδικήσουν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. [< αγγλ. warning/token strike] [< γαλλ. grève]

άρθρωση

άρθρωση [ἄρθρωση] άρ-θρω-ση ουσ. (θηλ.) 1. τρόπος σύνδεσης των τμημάτων ενός συνόλου (συνήθ. των οστών) και συνεκδ. η ίδια η σύνδεση ή το σημείο στο οποίο ενώνονται: (ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ.) ποδοκνημική ~. ~ αγκώνα/αστραγάλου/γνάθου/γονάτου/ισχίου/καρπού/ώμου. ~ώσεις δακτύλων/ποδιών/σπονδυλικής στήλης/χεριών. Πόνος/τραυματισμός στις ~ώσεις. Πάθηση/φλεγμονή των ~ώσεων. Πβ. κλείδωση. Βλ. εξ~, ψευδ~.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) (Περι)στροφική/πρισματική ~. ~ μπροστινής ανάρτησης. Σπαστή ~ συσκευής. Εσωτερική ~ κατοικίας.|| (μτφ.) Η ~ των σκηνών του θεατρικού έργου. Πβ. αρμός, συναρμογή. Βλ. δι~, συν~. 2. ΓΛΩΣΣ. εκφορά και εκφώνηση φθόγγων, συλλαβών και λέξεων, με συγκεκριμένη διάταξη και κινήσεις των φωνητικών οργάνων και γενικότ. ο τρόπος προφοράς: άριστη/καθαρή/σωστή ~. ~ συμφώνων/φωνηέντων. Μηχανισμός/προβλήματα/τρόπος ~ης. Εξαίρετη ~ ηθοποιού. 3. διατύπωση, έκφραση: ~ αιτήματος/πολιτικού λόγου. ● ΣΥΜΠΛ.: διπλή άρθρωση: ΓΛΩΣΣ. η διπλή συγκρότηση της ανθρώπινης γλώσσας από μονάδες ήχου με νόημα (πρώτη άρθρωση: μονήματα, μορφήματα), που αναλύονται σε μονάδες ήχου χωρίς νόημα (δεύτερη άρθρωση: φωνήματα): Η ~ ~ χαρακτηρίζει αποκλειστικά την ανθρώπινη ομιλία. [< μτγν. ἄρθρωσις, γαλλ. articulation]

αστέρας

αστέρας [ἀστέρας] α-στέ-ρας ουσ. (αρσ.) (επίσ.) & (αρχαιοπρ.) αστήρ 1. ΑΣΤΡΟΝ. αστέρι: γέννηση/θάνατος/θέση/κίνηση/μάζα/τροχιά/φάσμα ενός ~α. ~ γίγαντας (βλ. κόκκινος/ερυθρός γίγαντας)/νάνος (βλ. λευκός νάνος). Σμήνη ~ων. Α(ει)φανείς ~ες. Οι ~ες ενός γαλαξία. Πβ. άστρο. Βλ. αστερισμός, ημι~. 2. (μτφ.) γνωστή προσωπικότητα, συνήθ. καλλιτέχνης, με λάμψη και γοητεία: διάσημος/διεθνής/νέος/τηλεοπτικός (= τηλε~) ~. ~ες της δημοσιογραφίας/του θεάματος/του κινηματογράφου/της μουσικής/του ποδοσφαίρου/του Χόλιγουντ. Η διοργάνωση θα φιλοξενήσει ~ες του παγκόσμιου κλασικού αθλητισμού. Πβ. βεντέτα, διασημότητα, (σούπερ) σταρ, φίρμα.αστέρων: διακριτικό διαβάθμισης της ποιότητας: εστιατόριο/ξενοδοχείο πέντε (: πρώτης κατηγορίας)/έξι (: πολυτελείας) ~. Κονιάκ/μπράντι τριών, πέντε ή επτά ~.|| (μτφ.-επιτατ.) Γιορτή/συμφωνία πολλών ~. ● ΣΥΜΠΛ.: απλανής (αστέρας) & απλανές αστέρι: που λόγω της απόστασής του από τη Γη, δίνει την εντύπωση ότι βρίσκεται σε σταθερή θέση σε σχέση με άλλους αστέρες. [< γαλλ. étoile fixe] , άστρο/αστέρας νετρονίων & αστέρι νετρονίων: ουράνιο σώμα που αποτελείται από συμπυκνωμένη ύλη, προκύπτει από την κατάρρευση άστρου στην τελευταία φάση της ζωής του και έχει ισχυρό βαρυτικό πεδίο. Βλ. σουπερνόβα. [< αγγλ. neutron star, 1934] , διπλός αστέρας: σύστημα δύο αστέρων που φαίνονται (οπτικό ζεύγος) ή είναι (φυσικό ζεύγος ή δυαδικός αστέρας) πολύ κοντινοί στο ουράνιο στερέωμα., μεταβλητός αστέρας: του οποίου η φωτεινότητα υπόκειται σε μεταβολές με την πάροδο του χρόνου. Πβ. πάλσαρ., πολικός αστέρας: ο λαμπρότερος αστέρας της Μικρής Άρκτου, που φαίνεται πολύ κοντά στον Β. Πόλο: Ο ~ ~ χρησιμεύει ως δείκτης προσανατολισμού. [< αγγλ. North Star] , ανερχόμενο αστέρι βλ. αστέρι, διάττων αστέρας βλ. διάττων, καινοφανής (αστέρας) βλ. καινοφανής, νεφελοειδής (αστέρας) βλ. νεφελοειδής, υπερκαινοφανής (αστέρας) βλ. υπερκαινοφανής [< μεσν. αστέρας, αγγλ. star, γαλλ. étoile]

βλέπω

βλέπω βλέ-πω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {είδα (δω, προστ. δες, δείτε (λαϊκό) δέστε κ. ιδέστε, δει (λαϊκό) ιδεί, ειδωθήκαμε κ. ιδωθήκαμε, ιδωθεί, βλέποντας, ιδωμένος} 1. αντιλαμβάνομαι οπτικές παραστάσεις μέσω της όρασης, στρέφω το βλέμμα μου προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: Δεν ~ει καθόλου (= είναι τυφλός)/καλά χωρίς γυαλιά (βλ. μυωπία, πρεσβυωπία). ~ει από το ένα μάτι. Βλ. αγγίζω, ακούω, γεύομαι, μυρίζω.|| (μτφ.) ~ει με τα μάτια της ψυχής.|| (Για) δες (= κοίτα) πάνω/πώς περπατάει/τι κάνει! Την είδε από μακριά/στο βάθος. Με το που τον ~ει, ... Τους είδαν να φεύγουν. Μη σε δει κανείς (= μη σε πάρει είδηση)! Δεν ~εις (= προσέχεις) πού πατάς; Δεν μπορούσαμε να δούμε (= διακρίνουμε) τίποτα από τον καπνό. Χαίρεσαι να τους ~εις μαζί (: ταιριάζουν). Θέλω να σε ~ (: να είσαι) χαρούμενη. (σε ευχή) Να τη δεις νυφούλα (πβ. καμαρώνω)!|| Το είδα στην εφημερίδα (= διάβασα). Βλ. δια~, ξανα~, παρα~, πρωτο~. 2. (μτφ.) διαμορφώνω άποψη, θεωρώ, κρίνω, αντιμετωπίζω με συγκεκριμένο τρόπο: Πώς ~εις (: αξιολογείς, βρίσκεις) την κατάσταση; Δες το σαν μια καλή ευκαιρία να ... Δεν το ~ σωστό να ... Αν συνεχίσεις έτσι, σε ~ (= προβλέπω) να μένεις στην ίδια τάξη! Δεν (μας) ~ να τα καταφέρνουμε (πβ. πιστεύω)!|| ~ει (= μαντεύει, προλέγει, προφητεύει) το μέλλον.|| Πώς ~εις (= φαντάζεσαι) τον εαυτό σου μετά από δέκα χρόνια;|| Σε ~ μόνο σαν φίλο (: όχι ερωτικά). ~ει τους πάντες και τα πάντα με καχυποψία (πβ. υπο~).|| Κοιμήσου τώρα και αύριο ~ουμε (= αποφασίζουμε) τι θα κάνουμε. 3. (μτφ.) διαπιστώνω, καταλαβαίνω, συνειδητοποιώ: Τώρα ~ ότι έκανα λάθος. ~εις πόσο κουράζομαι; Όπως θα είδατε κι οι ίδιοι, οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Είδες που στα 'λεγα; Περιμένω να δω πού θα καταλήξει η συζήτηση. Δεν ~ τι νόημα έχουν όλα αυτά. Πβ. κατανοώ.|| (κατ' επέκτ.) Θα δεις (= θα μάθεις) πολλά εδώ που ήρθες. Δεν είδες τι έγινε (: δεν έμαθες); ΣΥΝ. αντιλαμβάνομαι (1) 4. (μτφ.) ελέγχω, προσέχω, ερευνώ: Δες (= τσέκαρε) αν υπάρχουν λάθη στο κείμενο.|| Πρέπει να σε δει (= εξετάσει) γιατρός. Ας δούμε το ζήτημα αναλυτικά.|| ~ το μωρό/το φαγητό/τη φωτιά (πβ. επιτηρώ).|| ~ουν (= ενδιαφέρονται, κοιτάζουν) μόνο το κέρδος/το συμφέρον τους. Πβ. απο~, προσ~. 5. επικοινωνώ με κάποιον, τον συναντώ ή τον επισκέπτομαι: Τον είδα χθες. Έλα να με δεις, όποτε θες. Ο διευθυντής θα σας δει (= δεχτεί) σε λίγο. Δεν θέλω να δω κανένα (: θέλω να μείνω μόνος). Είμαι σίγουρη, κάπου σ' έχω δει (πβ. γνωρίζω, ξέρω). 6. (για θεάματα) παρακολουθώ: Τι ~εις στην τηλεόραση; Πήγαν να δουν τον αγώνα (στο γήπεδο).βλέπε (συντομ. βλ.): ως παραπομπή: ~ σελ. ... Πβ. ιδέ., βλέπει (μτφ.): έχει θέα προς ορισμένο σημείο: Βεράντα που ~ προς τη θάλασσα. Το μπαλκόνι ~ ανατολικά. ΣΥΝ. αντικρίζει, βλεπόμαστε: συναντιόμαστε: Δεν ~ πια (: έχουμε χαθεί, δεν επικοινωνούμε). Ειδωθήκαμε πρόσφατα. Πόσο καιρό έχουμε να ιδωθούμε; ~ονται στα κρυφά (: για ερωτικές συναντήσεις)., έχω δει: έχω αρνητικά ή θετικά βιώματα: Μόνο λύπες έχει ~ στη ζωή της. Πβ. ζω. ● ΦΡ.: (βλέπω κάποιον/κάτι) με άλλο/διαφορετικό μάτι: αλλάζω στάση απέναντι σε κάποιον ή κάτι, αντιμετωπίζω πιο θετικά τους ανθρώπους ή/και τις καταστάσεις: Δείτε τον εαυτό σας ~ ~. Η ζωή ~ ~., (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί θαυμασμός, έκπληξη, αγανάκτηση, εκνευρισμός ή αποδοκιμασία: ~ ~ μεγαλεία/σύμπτωση! ~ ~ να με κατηγορεί κι από πάνω. Για δες/κοίτα που τα κατάφερε! Πβ. άκουσον, άκουσον! άκου πράγματα!, (για) να δεις/δει την υγειά σου/του: (για) να επανακτήσει(ς) τη σωματική και ψυχική σου/του υγεία: Κόψε το πολύ φαΐ, ~ ~ σου., (όπως) βλέπεις/βλέπετε (προφ.-παρενθετικά): συνήθ. για αιτιολόγηση των λεγομένων, έκφρ. απολογητικής ή ειρωνικής διάθεσης: Δεν θέλω, ~ ~, να γίνομαι βάρος. Παραιτήθηκε· δεν μπορεί, ~ ~, να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις. ~ ~, έχω δίκιο., ... να δουν τα μάτια σου! (προφ.-εμφατ.): για να τονιστεί μεγάλη ποσότητα, πλήθος: Λεφτά/νερά ~ ~!, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) & ακούστε (να δείτε)/κοιτάξτε (να δείτε) (στην αρχή του λόγου, προφ.) 1. άκουσέ με, πρόσεξε, για να καταλάβεις: ~ ~ πώς έχει η κατάσταση/τι θα κάνουμε. ~ ~, τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως περιμέναμε. (απειλητ.) ~ ~! Δεν θα τα πάμε καθόλου καλά! Βλ. παραγεμίσματα. ΣΥΝ. άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! 2. για να δηλωθεί έκπληξη ή απαξίωση: ~ ~ πρά(γ)ματα! Πβ. (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί., βλέπει μακριά: (για πρόσωπο) είναι διορατικός, αντιλαμβάνεται τη μελλοντική εξέλιξη των πραγμάτων., βλέπεις/είδες που ...; (προφ.): για να τονίσει ο ομιλητής ότι τελικά είχε δίκιο για κάτι ή/και ότι η άποψη του συνομιλητή του δεν ισχύει: ~ ~ άδικα ανησύχησες/στα 'λεγα;, βλέποντας και κάνοντας (προφ.): ανάλογα με τις συνθήκες, την περίσταση: Η λογική/η πολιτική του ~ ~ (: κυρ. όταν δεν υπάρχει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός)., βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια & τα μάτια μου βλέπουν/κάνουν αστ(ε)ράκια/πουλάκια (προφ.): ζαλίζομαι μετά από δυνατό χτύπημα (συνήθ. στο κεφάλι), πτώση ή κούραση: Του έριξε ένα χαστούκι και ακόμα ~ει ~. Βλέπω ~ από το διάβασμα., βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου & βλέπω όνειρο 1. ονειρεύομαι: Χθες το βράδυ σε είδα στο όνειρό μου. Είδα στον ύπνο μου ότι ... Τι όνειρο είδες; 2. (μτφ.) φαντάζομαι ανυπόστατα πράγματα: Στο όνειρό σου/στον ύπνο σου το είδες; ~ει όνειρα και στον ξύπνιο του!, για να δούμε ... (προφ.): ως έκφραση επιφύλαξης ή συγκρατημένης αισιοδοξίας: -Θα έρθει σίγουρα! -~ ~ ... Πβ. θα δείξει, θα δούμε.|| ~ ~ τι θα δούμε/τι θα γίνει!, δεν βλέπεται: είναι πολύ άσχημος ή στερείται αισθητικής, ποιότητας., δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί: δεν καταλαβαίνω την αιτία: ~ ~ να μην τα καταφέρουμε. ~ ~ τον κατηγορούν., δεν βλέπω την ώρα να ...: ανυπομονώ, λαχταρώ: ~ ~ γυρίσω/φύγω. Πβ. αδημονώ, πώς και πώς/τι. ΣΥΝ. μετράω τις μέρες/τις ώρες/τους μήνες, δεν βλέπω φως (μτφ.): δεν διαβλέπω θετική εξέλιξη: ~ ~ στην άκρη/στο βάθος του τούνελ., δεν με/σε/τον βλέπω καλά (προφ.): κρίνω ότι τα πράγματα δεν θα έχουν ευνοϊκή εξέλιξη: Πάω να κοιμηθώ, γιατί δεν με ~ ~ (: είμαι πολύ κουρασμένος). (ως προειδοποίηση ή απειλητ.) Πρόσεχε τι λες, γιατί δεν σε ~ ~., εγώ να δεις! (προφ.-εμφατ.): για να ενισχυθούν τα λεγόμενα του συνομιλητή: -Έχω περάσει τα πάνδεινα. -~ ~ τι έχω τραβήξει! (ειρων.) -Είμαι πολύ χαρούμενος που θα τον ξαναδώ. -~ ~!, είδα (κάποιον/κάτι) με τα ίδια μου τα μάτια/με τα μάτια μου: ήμουν αυτόπτης μάρτυρας (συμβάντος). || (ως έκφρ. επιφύλαξης) Αν δεν το δω ~ ~, δεν το πιστεύω! ΣΥΝ. ιδίοις όμμασι(ν), είδα κι έπαθα να ... (προφ.-εμφατ.): ταλαιπωρήθηκα πάρα πολύ: ~ ~ ξεμπλέξω/συνεννοηθώ. ~ ~ του το εξηγήσω/τον ξεφορτωθώ., εκεί/πού να δεις (προφ.-εμφατ.): για ενίσχυση των λεγομένων: Εκεί να δεις γέλια/τι έγινε! Πού να δείτε το σπίτι τους!, εμένα που με βλέπεις (προφ.-εμφατ.): εγώ: ~ ~, δεν έσκυψα κεφάλι!, έχω δει πολλά & έχουν δει πολλά τα μάτια μου: έχω αποκτήσει πολλές εμπειρίες, έχω ζήσει πολλά: Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο κι ~ ~., θα δεις (τι θα πάθεις/κι εγώ)!: απειλητ. ή χιουμορ. Πβ. θα σου δείξω (εγώ)., θα δούμε/(αυτό) θα το δούμε (προφ.): ως έκφρ. αβεβαιότητας, επιφύλαξης ή αμφισβήτησης: -Θα πάμε εκδρομή; -~ ~ (= θα δείξει). Πβ. για να δούμε.|| -Θες δεν θες, θα πάω! -Αυτό θα το δούμε!, και τι να δω! (σε αφήγηση, εμφατ.-προφ.): για να κινητοποιηθεί το ενδιαφέρον του ακροατή: Κοιτάζω ~ ~! Τα πάντα άνω-κάτω!, κάνει πως δεν βλέπει: προσποιείται ότι δεν αντιλαμβάνεται κάτι. Πβ. εθελοτυφλώ. ΣΥΝ. κάνει την πάπια/το κορόιδο, κάνω τα στραβά μάτια, κάνω/παριστάνω τον ψόφιο κοριό, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; (απειλητ.): για να δείξουμε σε κάποιον ότι δεν πρέπει να μας υποτιμά ή να μας περιφρονεί: ~ ~; Δεν θα μας κάνεις εσύ ό,τι θέλεις!, μην (τον) είδατε τον Πανα(γ)ή (λαϊκό-προφ.): όταν κάποιος εξαφανίζεται, χωρίς να εκπληρώσει τις υποσχέσεις ή τις υποχρεώσεις του: Μας έταζε λαγούς και πετραχήλια και μετά ~ ~! ΣΥΝ. μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε, να δεις που (στο τέλος) θα ... (προφ.) 1. για να δηλωθεί διαίσθηση, βεβαιότητα ότι θα συμβεί κάτι, συνήθ. ανεπιθύμητο: ~ ~ βρεθούμε μπλεγμένοι! 2. ως έκφρ. ενθάρρυνσης, διαβεβαίωσης: ~ ~ κανείς δεν θα καταλάβει το λάθος σου!, να σε δω (προφ.) 1. να σε καμαρώσω: ~ ~, να σε χαρώ! 2. να σε προσέξω καλύτερα, να δω πώς φαίνεσαι: Γύρνα, ~ ~. 3. ως έκφρ. αμφιβολίας ή πρόκλησης: Τώρα ~ ~ στα δύσκολα!, όποιος έχει μάτια, βλέπει (προφ.): είναι ολοφάνερο, οπότε δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις: ~ ~ τη διαφορά. Πβ. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω, ο νοών νοείτω., όπως σε βλέπω και με βλέπεις! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλυτη βεβαιότητα: -Είσαι σίγουρος; -Ναι, σου λέω, ~ ~! Πβ. αλήθεια, ειλικρινά, πράγματι., ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε (προφ.): για τον φόβο που προκαλείται από το ξέσπασμα έντονου θυμού: Δύσκολα θυμώνει, όταν όμως γίνει αυτό, ~ ~!, πού (το) βλέπεις/είδες (κάτι); (προφ.): αγενής αμφισβήτηση της άποψης του συνομιλητή: ~ (τη) ~ την καθυστέρηση; ~ (το) ~ το πρόβλημα;, πού σε είδα, πού σε ξέρω & δεν σε είδα, δεν σε ξέρω (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος συμπεριφέρεται με αδιαφορία ή/και αγνωμοσύνη: Κάνει τον καλό, μέχρι να πετύχει αυτό που θέλει και μετά ~ ~!, πρέπει να σε δει/να σε κοιτάξει γιατρός! & δεν πας να/μήπως να σε δει (/κοιτάξει) κανένας γιατρός (καλύτερα); (προφ.-ειρων.): λέγεται για κάποιον που μιλά ή συμπεριφέρεται παράλογα, περίεργα: Δεν πας καλά, μου φαίνεται! ~ ~!, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); & πώς το βλέπεις το πράγμα; (αργκό, ως έκφρ. δυσαρέσκειας): τι θέλεις, πού το πας;: Όλοι εδώ σου μιλάμε ευγενικά. Εσύ ~ ~;, τα βλέπει (όλα) ρόδινα: έχει θετική στάση, είναι αισιόδοξος. [< γαλλ. voir tout en rose] , τα βλέπω διπλά (προφ.): δεν διακρίνω κάποιον ή κάτι καθαρά, κυρ. λόγω μέθης., τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα (μτφ.-προφ.): είμαι απαισιόδοξος, διαβλέπω εμπόδια και δυσκολίες. [< γαλλ. voir tout en noir] , τα είδα όλα! (προφ.) 1. εντυπωσιάστηκα, έμεινα έκπληκτος (ευχάριστα ή δυσάρεστα). 2. τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. είδα τον Χριστό φαντάρο!, τα χρειάστηκα, τα έχω δει όλα (αργκό): έχω περάσει πολλά, έχουν δει πολλά τα μάτια μου: ~ ~ σ' αυτή τη δουλειά., την έχει δει (κάπως) (αργκό): θεωρεί τον εαυτό του κάτι σπουδαίο: Την έχει δει αρχηγός/ντίβα., τι (είν' αυτό που) βλέπω/βλέπουν τα ματάκια μου! (προφ.): δηλωτικό ευχάριστης ή δυσάρεστης έκπληξης., τι έχουν να δουν/τι άλλο θα δουν τα μάτια/τα ματάκια μας & τι έχουμε να/τι άλλο θα δούμε (ακόμα) (προφ.): πόσα πολλά, συνήθ. αρνητικά, έχουμε ακόμη να ζήσουμε: Ένας Θεός ξέρει ~ ~!, τον βλέπει σαν μύγα/κουνούπι: του φέρεται υπεροπτικά, τον περιφρονεί. Πβ. αφ' υψηλού., (αυτό) πού το είδες (γραμμένο); βλ. γραμμένος, (αυτό) το έργο το έχω δει/ξαναδεί βλ. έργο, (βλέπε παραπάνω) βλ. παραπάνω, (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή βλ. προκοπή, (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι βλ. μάτι, ακόμη δεν τον είδαμε (και) Γιάννη τον βαφτίσαμε/τον εβγάλαμε βλ. Γιάννης, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος βλ. δέντρο, βλέπει το φως/έρχεται στο φως της δημοσιότητας βλ. δημοσιότητα, βλέπει/κοιτάζει τα ραδίκια/τα κυπαρίσσια ανάποδα βλ. ανάποδα, βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο βλ. πρόσωπο, βλέπω το ποτήρι μισοάδειο/το ποτήρι είναι μισοάδειο βλ. ποτήρι, βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο/το ποτήρι είναι μισογεμάτο βλ. μισογεμάτος, βλέπω φαντάσματα βλ. φάντασμα, βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι βλ. πράγμα, βλέπω/καταλαβαίνω τη γλύκα βλ. γλύκα, βλέπω/κοιτάζω την καμπούρα κάποιου βλ. καμπούρα, βλέπω/κοιτάζω/προχωρώ μπροστά βλ. μπροστά, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του βλ. μύτη, δεν βλέπω (ούτε) τη μύτη μου βλ. μύτη, δεν βλέπω μπροστά μου/δεν σε βλέπω από την πείνα βλ. πείνα, δεν έχω μάτια να δω βλ. μάτι, δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον βλ. θέλω, είδα (κι) απόειδα βλ. απόειδα, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είδα τον χάρο με τα μάτια μου βλ. χάρος, είδα τον Χριστό φαντάρο! βλ. Χριστός, είδε το φως της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι βλ. παιδί, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, μάτια που δεν βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται βλ. μάτι, μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε βλ. απαντώ, να το δω και να μην το πιστέψω βλ. πιστεύω, όποιος πρόλαβε, τον Κύριον είδε βλ. προλαβαίνω, παίρνω (στα) ζεστά/βλέπω ζεστά κάτι βλ. ζεστός, παίρνω/βλέπω κάτι στραβά βλ. στραβός, στάσου/περίμενε/κάτσε και θα δεις! βλ. στέκομαι, στον ύπνο σου το είδες/έβλεπες/'βλεπες; βλ. ύπνος, τα είδα όλα κωλυόμενα βλ. κωλύω, τη βλέπω τη δουλειά βλ. δουλειά, την/το είδε αλλιώς βλ. αλλιώς, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα, το(ν) βλέπει/χτυπά(ει) ο ήλιος βλ. ήλιος ● βλ. ιδωμένος [< αρχ. βλέπω, μεσν. είδα, γαλλ. voir, αγγλ. see, γερμ. sehen]

γενεαλογία

γενεαλογία γε-νε-α-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. γενεαλογικό δέντρο: η ~ (και οι ρίζες) μιας οικογένειας.|| Καταγωγή και ~ ενός έθνους. Πβ. καταβολές.|| (για ζώα ράτσας:) Πιστοποιητικό ~ας. Κουτάβια άριστης/καλής ~ας. Βλ. πεντιγκρί. 2. ΙΣΤ. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την καταγωγή και τις συγγενικές σχέσεις προσώπων και οικογενειών. Βλ. εραλδική, -λογία. 3. (μτφ.) προέλευση και εξελικτική πορεία: η ~ ενός κινήματος. [< αρχ. γενεαλογία, γαλλ. généalogie, αγγλ. genealogy]

διαταξικός

διαταξικός, ή, ό δι-α-τα-ξι-κός επίθ. (λόγ.): που αφορά δύο ή περισσότερες κοινωνικές τάξεις: ~ή: συμμαχία. ~ό: κίνημα. Υπερκομματικός και ~ ο χαρακτήρας της εκδήλωσης. Βλ. αταξ-, διακομματ-, διαστρωματ-, ενδοταξ-ικός. ● επίρρ.: διαταξικά [< αγγλ. interclass, 1950]

διαχρονικός

διαχρονικός, ή, ό δι-α-χρο-νι-κός επίθ. 1. που αντέχει στον χρόνο: ~ός: θεσμός/συγγραφέας. ~ή: αξία/μόδα/συνέχεια. ~ό: αίτημα/έργο/ερώτημα/μήνυμα/πρόβλημα. Πβ. αιώνιος, ακατάλυτος, υπερχρονικός. 2. ΓΛΩΣΣ. που σχετίζεται με τη διαχρονία: ~ή: προσέγγιση/σημασιολογία/σύνταξη/φωνολογία. Πβ. ιστορικοσυγκριτικός. Βλ. συγχρονικός. ● επίρρ.: διαχρονικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< 2: γαλλ. diachronique, 1908, αγγλ. diachronic, 1922]

διπλο- & διπλό-

διπλο- & διπλό- & διπλ-: α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει 1. επανάληψη ή διπλασιασμό: διπλο-βάρδια. Διπλό-φαρδος (βλ. μονό-). Διπλο-φουρνιστά (: για αρτοσκευάσματα).|| (ΙΑΤΡ.) Διπλ-ωπία.|| (συχνά αρνητ. συνυποδ.) Διπλο-θεσίτης (βλ. πολυ-)/~κράτηση/~παρκάρισμα/~συνταξιούχος/~ψηφία.|| (επιτατ.) Διπλο-κλειδώνω. 2. διπλή μορφή: διπλο-πρόσωπος (πβ. δι-).|| (ΓΡΑΜΜ.) Διπλό-κλιτος. ● βλ. διπλός

ΕΚΚΑ

ΕΚΚΑ: (το) Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης.

εμψύχωση

εμψύχωση [ἐμψύχωση] εμ-ψύ-χω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ενθάρρυνση: ~ των παικτών/του προσωπικού. Χρειάζεται (υπο)στήριξη και ~. Πβ. ενδυνάμωση. Βλ. συμπαράσταση. ΣΥΝ. εγκαρδίωση 2. ΨΥΧΟΛ. -ΠΑΙΔΑΓ. μέθοδος που αποσκοπεί στην ανάπτυξη της δημιουργικής έκφρασης, της κοινωνικοποίησης και των δεξιοτήτων μιας ομάδας, μέσω της οργάνωσης και υλοποίησης εκπαιδευτικού, κοινωνικού ή πολιτιστικού σχεδίου δράσης: Η ~ ενθαρρύνει τη μάθηση. Βλ. δυναμική, πρότζεκτ. 3. ζωντάνεμα· ειδικότ. διαδικασία κατά την οποία δίνεται κίνηση σε άψυχα αντικείμενα, ώστε να μοιάζουν ζωντανά: ~ κούκλας. Βλ. κινούμενα σχέδια, μαριονέτα. [< 1: γαλλ. animation 2: γαλλ. ~, 1972 3: μτγν. ἐμψύχωσις]

εξουδετέρωση

εξουδετέρωση [ἐξουδετέρωση] ε-ξου-δε-τέ-ρω-ση ουσ. (θηλ.) 1. εξολόθρευση, εξαφάνιση, εξάλειψη: ~ του αντιπάλου/εχθρού (πβ. συντριβή). ~ της τρομοκρατικής οργάνωσης (πβ. εξάρθρωση). Επιδιώκεται η πολιτική του ~ (πβ. αφοπλισμός).|| ~ του θορύβου/της κακοσμίας. ~ βακτηρίων από αντισώματα του οργανισμού (πβ. αδρανοποίηση). ~ του κινδύνου που την απειλούσε. Πβ. εκμηδένιση.|| ~ βόμβας/εκρηκτικών μηχανισμών/ναρκών (πβ. απενεργοποίηση). 2. ΧΗΜ. ουδετεροποίηση. [< γαλλ. neutralisation]

ημι-

ημι- & ημί- (λόγ.): πρόθημα επιθέτων και ουσιαστικών με τη σημασία του μισού, ελλιπούς ή μη ολοκληρωμένου: ημι-άγριος/~διάφανος. Ημί-γλυκος (βλ. υπο-)/~γυμνος. Πβ. μισο-.|| Hμι-αργία/~κύκλιο. Ημί-θεος.

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

κοινωνιοβιολογία

κοινωνιοβιολογία κοι-νω-νι-ο-βι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ. κλάδος της εξελικτικής βιολογίας που μελετά τη συμμετοχή των γενετικών παραγόντων στη διαμόρφωση της κοινωνικής συμπεριφοράς και οργάνωσης των έμβιων όντων. Bλ. αναγωγισμός, εξελικτική ψυχολογία, ηθολογία, κοινωνική ανθρωπολογία, κοινωνικός δαρβινισμός. [< γαλλ. sociobiologie, 1902, διαδόθηκε το 1977, αγγλ. sociobiology, 1946]

-λογία

-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός. 2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~. 3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~. 4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.

λογοκρατία

λογοκρατία λο-γο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.): ΦΙΛΟΣ. ορθολογισμός, ρασιοναλισμός. Πβ. νοησιαρχία. Βλ. αισθησιοκρατία, βολονταρ-, εμπειρ-ισμός, -κρατία.

μηδενικός

μηδενικός, ή, ό μη-δε-νι-κός επίθ.: που είναι ίσος με μηδέν· κατ' επέκτ. ασήμαντος: ~ός: συντελεστής/φόρος. ~ή: χρέωση. ~ό: κέρδος.|| ~ός: ρυθμός ανάπτυξης/χρόνος. ~ή: αντίσταση/αξία/εκπομπή ρύπων/πιθανότητα/ποσότητα/συμμετοχή. ~ό: αποτέλεσμα/ποσοστό/ρίσκο. Ο κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας θεωρείται ~ (= ανύπαρκτος). Πβ. μηδαμινός. ● ΣΥΜΠΛ.: μηδενική ανοχή: για κατάσταση η οποία δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με ανεκτικότητα· καμία απολύτως ανοχή: ~ ~ στη βία. ~ ~ από τους πολίτες. [<αμερικ. zero-tolerance, 1972] , μηδενική εστίαση: ΛΟΓΟΤ. όρος της αφηγηματολογίας που δηλώνει ότι ο αφηγητής είναι παντογνώστης και διηγείται τα γεγονότα σε γ' εν. πρόσ. ● ΦΡ.: από μηδενική βάση & σε μηδενική βάση: από την αρχή, χωρίς να έχει προκαθοριστεί κάτι ή να θεωρείται δεδομένο: διάλογος/διαπραγματεύσεις από ~ ~. Εξετάζει το θέμα από ~ ~. Η όποια συζήτηση δεν μπορεί παρά να γίνει σε ~ ~., μηδενικός νόμος & (σπάν.) μηδενική αρχή: ΦΥΣ. νόμος ή αρχή της θερμοδυναμικής σύμφωνα με τον/την οποία η θερμοδυναμική ισορροπία δύο συστημάτων με ένα τρίτο συνεπάγεται και τη μεταξύ τους θερμοδυναμική ισορροπία. [< γαλλ. nul, zéro]

μόνο

μόνο μό-νο επίρρ. δηλώνει 1. αποκλειστικότητα ή περιορισμό: ~ για μέλη/παιδιά/σένα. ~ για επαγγελματική/προσωπική/σχολική χρήση. ~ εσένα εμπιστεύομαι/εσύ το ξέρεις. Σκέφτεται ~ τον εαυτό του. ~ αυτόν ακούει (: κανέναν άλλο). ~ η Μαρία δεν ήρθε. Αυτός ~ με καταλαβαίνει. Εγώ ~ Αγγλικά ξέρω. ~ το απόγευμα είμαστε ανοιχτά. ~ με χρήση αντιολισθητικών αλυσίδων γίνεται η κυκλοφορία των οχημάτων. ~ άκου, μη μιλάς. ~ να κοιτάς, δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι άλλο. Αυτό ~ έχω, δεν φτάνει; Όταν είσαι ήρεμος, τότε ~ μπορείς να αποφασίσεις σωστά. Πρόσεχε ~ (να) μη σε καταλάβουν. Γράφω ~ όταν έχω κάτι να πω.|| ~ (: μακάρι) να μπορούσα να έρθω! Αχ, και ~ να 'ξερες! (απειλητ.) ~ να τον δω μπροστά μου, θα δει τι έχει να πάθει. Πβ. μονάχα. 2. ανώτατο αριθμητικό όριο ή ελάχιστη ποσότητα ή ιδιότητα: Το ασανσέρ χωράει ~ τρία άτομα. ~ πέντε λεπτά θα σας απασχολήσω. Θέλω ~ μισό κιλό (: όχι παραπάνω). ~ οι δυο μας ήμασταν. ~ μια φορά, ποτέ ξανά. Κράτηση ~ για δυο άτομα. Έναν μήνα ~ θα λείψω. -Πέντε ευρώ πλήρωσα. -~ (: τόσο λίγο); Τρεις μέρες ~ έμειναν.|| (αόριστα) ~ ένας τρελός θα δεχόταν. 3. αντίθεση ή εξαίρεση: Μπορείς να μείνεις, ~ φασαρία μην κάνεις. Καθάρισα όλο το σπίτι, ~ με τον κήπο δεν ασχολήθηκα (: εκτός από). 4. (σε σχήμα λιτότητας) μετριασμό αρνητικής άποψης: ~ ευγενικός δεν ήταν (: κάθε άλλο παρά, καθόλου)/ωραίο δεν το λες. Δεν είναι ~ για να ... 5. προϋπόθεση, όρο: Πες ό,τι έχεις να πεις, ~ μη φωνάζεις. Μπορείτε να μπείτε στο μαγαζί ~ αν έχετε κλείσει τραπέζι. Να αργήσεις όσο θες, ~ (: αρκεί, φτάνει) να με ειδοποιήσεις/να μη με στήσεις. Η είσοδος επιτρέπεται ~ εφόσον έχετε σχετική άδεια. Η συσκευή λειτουργεί ~ όταν είναι στην πρίζα. Το προϊόν μπορεί να επιστραφεί ~ σε περίπτωση που είναι αλλοιωμένο. ● ΦΡ.: απλώς/απλά και μόνο/αποκλειστικά και μόνο/μόνο και μόνο (εμφατ.): για κανέναν άλλο λόγο ή σκοπό, τίποτα άλλο: Δεν θα τον προσλάβω ~ ~ επειδή είναι φίλος (ενν. χωρίς να πληροί άλλες προϋποθέσεις). Θα το κάνω ~ ~ επειδή το ζήτησες. Ήρθε ~ ~ για να περάσει την ώρα του! (συχνότ. καταχρ.) Δεν τον ενδιαφέρει απλά και μόνο να κάνει ένα ρεκόρ.|| Εισάγει αποκλειστικά και μόνο βιολογικά προϊόντα., και μόνο: για ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό που αναφέρεται: Τρομάζω ~ ~ με την ιδέα/στη σκέψη ότι ... Από την έκφρασή του ~ ~ κατάλαβα ότι έλεγε ψέματα. Μ' αυτή ~ ~ μ' αυτή την κάρτα επιτρέπεται να μπεις μέσα. ~ ~ που τον είδα, εκνευρίστηκα., και όχι μόνο: για να υποδηλώσει ότι αυτό που μόλις αναφέρθηκε αφορά ή περιλαμβάνει και άλλους ή άλλα: για συλλέκτες ~ ~. Μουσικό-~ ~- τριήμερο. Στην ιστοσελίδα θα βρείτε συνταγές μαγειρικής ~ ~., μόνο που (σύνδ.): αλλά, όμως: Τον συμπαθώ, ~ ~ συχνά με εξοργίζει. Θα ερχόμουν, ~ ~ έχω κανονίσει. Θα το αγόραζα, ~ ~ δεν έχω χρήματα. Μοιάζουν πολύ, ~ ~ (: με τη διαφορά ότι) αυτός είναι λίγο πιο ψηλός., μόνο που δεν (+ αόρ.) (προφ.): λίγο έλειψε να, παρά λίγο, σχεδόν: ~ ~ μας έβρισε/χτύπησε.|| (εμφατ.) Μόνο την αστυνομία (που) δεν μας έφεραν!, τόσος μόνο: πολύ μικρός ή λίγος: ~ο ~ μου αρκεί. ~οι ~ έμειναν στο τέλος., αν και μόνο αν βλ. αν, μόνο αφού βλ. αφού, μόνο έτσι/έτσι μόνο βλ. έτσι, όχι μόνο ..., αλλά και βλ. όχι, παρά μόνο βλ. παρά, παρά μόνο αν βλ. παρά [< αρχ. μόνον]

μπιτ1

μπιτ1 ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΟΥΣ. έντονος ρυθμός που κυριαρχεί και συνήθ. επαναλαμβάνεται σε ένα κομμάτι ηλεκτρονικής μουσικής: ~ από τα ντραμς/το συνθεσάιζερ. ● Υποκ.: μπιτάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: μπιτ γενιά: μπίτνικ. [< αμερικ. beat generation, 1952] [< αγγλ. beat, γαλλ. ~, 1966]

ντόρτια

ντόρτια ντόρ-τια ουσ. (ουδ.) (τα): (στο τάβλι) τεσσάρες. [< τουρκ. dört]

όραση

όραση [ὅραση] ό-ρα-ση ουσ. (θηλ.) 1. μία από τις πέντε βασικές αισθήσεις με την οποία τα αντικείμενα του εξωτερικού περιβάλλοντος γίνονται αντιληπτά μέσω του φωτός που εκπέμπουν ή ανακλούν και το οποίο ενεργοποιεί τον αμφιβληστροειδή χιτώνα: (ΙΑΤΡ.) έγχρωμη/κεντρική/νυχτερινή/πανοραμική/περιφερική/στερεοσκοπική/υπέρυθρη ~. Αδύνατη/ελαττωματική/θαμπή/θολή/κοντινή/μακρινή/μειωμένη/μερική/οξεία/περιορισμένη/τυφλή/φυσιολογική/χαμηλή ~. Απώλεια/βοηθήματα/διαταραχές/έλλειψη/επιδείνωση/παθήσεις (πβ. αμετρωπία)/προβλήματα ~ης. Γωνία/πεδίο ~ης. Γυαλιά/φακοί ~ης. Βελτίωση της ~ης και της οπτικής οξύτητας. Το μάτι είναι το όργανο της ~ης.|| (μτφ.) Η πνευματική ~ του νου (βλ. ενόραση).|| (στον πληθ.-κυρ. σε θρησκευτικά κείμενα:) Οράσεις (: οράματα) και αποκαλύψεις. ΑΝΤ. τυφλότητα 2. ΠΛΗΡΟΦ. κλάδος της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής που ασχολείται με την υπολογιστική επεξεργασία εικόνων του φυσικού κόσμου: μηχανική/ψηφιακή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: διπλή όραση: ΙΑΤΡ. διπλωπία., υπολογιστική όραση: ΠΛΗΡΟΦ. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη δημιουργία μηχανών οι οποίες μπορούν να επεξεργάζονται πραγματικές εικόνες και να ανακτούν τις απαραίτητες πληροφορίες για την επίλυση ενός προβλήματος. Βλ. τεχνητή νοημοσύνη. [< αγγλ. computer vision] , διόφθαλμη όραση βλ. διόφθαλμος [< 1: αρχ. ὅρασις, γαλλ. vue, vision]

ουτοπικός

ουτοπικός, ή, ό [οὐτοπικός] ου-το-πι-κός επίθ.: που θεωρείται ιδανικός, αλλά είναι ανέφικτος, απραγματοποίητος: ~ός: στόχος. ~ή: κατάσταση/κοινωνία/προσπάθεια. ~ό: μέλλον/σενάριο. ~ές: απόψεις/θεωρίες/ιδέες/προσδοκίες. ~ά: όνειρα/σχέδια. Φαντάζει ~ό να ... Πβ. ανεδαφ-, εξωπραγματ-, χιμαιρ-ικός, ανεφάρμοστος, άπιαστος. Βλ. δυστοπικός.|| (για πρόσ.) ~ός: οραματιστής.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ό του εγχειρήματος. ● επίρρ.: ουτοπικά ● ΣΥΜΠΛ.: ουτοπικός σοσιαλισμός: ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. μορφή σοσιαλισμού που βασίζεται στην υπόθεση ότι, αν τα μέσα παραγωγής περιέλθουν στα χέρια του κράτους ή των εργατών, τότε η ανεργία και η φτώχεια θα εξαλειφθούν. [< αγγλ. utopian socialism, περ. 1923] [< γαλλ. utopique, αγγλ. utopic, 1952]

όψη

όψη [ὄψη] ό-ψη ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο των ορατών εξωτερικών χαρακτηριστικών, μορφή, εμφάνιση: εσωτερική ~. Η γενική ~ του οικοδομήματος. Η αρχιτεκτονική ~ οικισμού. Πανοραμική ~ του νησιού. Με τα έργα η γειτονιά άλλαξε ~ και εκμοντερνίστηκε. Βελτίωση της όψης του κήπου/σπιτιού.|| (μτφ.) Η βραδινή ~ της πόλης.|| Κρέμα που δίνει λεία/ομοιόμορφη ~ στην επιδερμίδα.|| Πλακάκια με ~ ξύλου. 2. εμφανής πλευρά, επιφάνεια: κύρια/μπροστινή (= κάτοψη)/πλαϊνή ~. Ανατολική/βόρεια/δυτική/νότια ~ του ναού. Η κοινή ~ των κερμάτων ευρώ. Ανάπλαση της όψης του κτιρίου. Οι όροι του εισιτηρίου αναγράφονται στην οπίσθια ~ του. Βλ. πρόσοψη. 3. (μτφ.) οπτική γωνία, διάσταση: Η άγνωστη/αθέατη/κρυφή ~ των γεγονότων. Όψεις της ιστορίας/της οικονομίας/του πολιτισμού. Οι αντιφατικές όψεις του προβλήματος. Προσπάθησε να δεις την καλή ~ των πραγμάτων. Πβ. πτυχή. 4. έκφραση του προσώπου, ύφος: άγρια/αποκρουστική/γαλήνια/θλιβερή/θλιμμένη/κουρασμένη ~. Χάθηκε το χαμόγελο από την ~ του. Πβ. θωριά, κοψιά. 5. (στην αισθητική οδοντιατρική) λεπτή επικάλυψη που συγκολλάται στην πρόσθια επιφάνεια δοντιού ή δοντιών με σκοπό τη διόρθωση του σχήματος ή/και τη λεύκανση: (ολο)κεραμικές όψεις. ~ πορσελάνης/ρητίνης. 6. ΠΛΗΡΟΦ. εικονικός πίνακας, υποσύνολο της βάσης δεδομένων. 7. ΓΛΩΣΣ. ποιόν ενεργείας: συνοπτική (ρηματική) ~. ΣΥΝ. άποψη (4), τρόπος (5) 8. ΑΣΤΡΟΛ. η απόσταση μεταξύ δύο πλανητών υπολογισμένη σε μοίρες του ζωδιακού κύκλου. ● ΣΥΜΠΛ.: λογαριασμός όψεως βλ. λογαριασμός ● ΦΡ.: διπλής όψης/όψεως & δύο όψεων: που έχει ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από τις δύο πλευρές: αντίγραφο/αφίσα/εκτύπωση/μαξιλάρι/μπουφάν/σάρωση ~ ~. Πβ. μπρος πίσω, ντουμπλ φας., εκ πρώτης όψεως/όψης (λόγ.): με μια πρώτη, επιφανειακή ματιά, όπως φαίνεται: Το πρόβλημα δεν είναι τόσο μεγάλο όσο μοιάζει ~ ~. ~ ~ δείχνει απότομος, αλλά κατά βάθος είναι ευγενικός., εξ όψεως (λόγ.): εμφανισιακά· με μια πρώτη ματιά: Τον γνωρίζω μόνο ~ ~ (= φατσικά), αλλά δεν έχουμε μιλήσει.|| Οι δύο έννοιες συνδεέονται άμεσα μεταξύ τους, ~ ~ μόνο διαφέρουν. Βλ. εξ ακοής., η άλλη όψη/πλευρά βλ. άλλος, η μια/η άλλη όψη/πλευρά του νομίσματος βλ. νόμισμα, νίψον ανομήματα μη μόναν όψιν βλ. νίπτω, οι δύο/διαφορετικές όψεις/πλευρές του (ίδιου) νομίσματος βλ. νόμισμα [< αρχ. ὄψις ‘όραση, θέα, εμφάνιση, οπτασία’, γαλλ. aspect, face, 6: αγγλ. view]

παιχνίδι

παιχνίδι παι-χνί-δι ουσ. (ουδ.) {παιχνιδ-ιού | -ιών} & (σπάν.-προφ.) παιγνίδι 1. αντικείμενο, κατασκευή που απευθύνεται κυρ. σε μικρά παιδιά, με σκοπό τη διασκέδασή τους: εκπαιδευτικά/ηχητικά/μηχανικά/μουσικά/ξύλινα ~ια. Επιτραπέζια ~ια (βλ. γκρινιάρης, μονόπολη, παζλ, σκραμπλ). Απαγόρευση/απόσυρση ~ιού (ως ακατάλληλου). ~ια με μπαταρίες. Φουσκωτά ~ια θαλάσσης. Βιομηχανία/διαφημίσεις/εργοστάσιο/κατάστημα ~ιών. Παίζει με τα ~ια του. Βλ. αεροπλαν-, αλογ-, αυτοκινητ-άκι, κούκλα, μπάλα.|| Τα ~ια της παιδικής χαράς (βλ. τραμπάλα, τσουλήθρα)/του λούνα παρκ (βλ. καρουσέλ). 2. δραστηριότητα που συνήθ. βασίζεται σε κανόνες, με σκοπό την ψυχαγωγία ή/και την ανάδειξη νικητή, σε περιπτώσεις που απαιτούνται δύο ή περισσότεροι παίκτες: αθλητικό/διασκεδαστικό ~. ~ και μάθηση. Ατομικά/ομαδικά παιδικά (βλ. αμπάριζα, κορόιδο, κουτσό, κρυφτό, κυνηγητό, μήλα, τυφλόμυγα)/επιστημονικά/κοινωνικά/πνευματικά (βλ. αίνιγμα, γρίφος, κουίζ, μπριτζ, σταυρόλεξο) ~ια. ~ λογικής (βλ. σουντόκου)/μνήμης (βλ. γιάντες)/στρατηγικής (βλ. ναυμαχία, ντάμα, σκάκι, τάβλι)/υπαίθρου/φαντασίας. ~ια κονσόλας. Τηλεοπτικό ~ γνώσεων (= τηλε~). Έχασα/κέρδισα στο ~.|| Αντιαθλητικό/τίμιο ~. Το στιλ του ~ιού. Πβ. παίξιμο. || Ερωτικό ~. 3. ΑΘΛ. αγώνας, ματς: δυνατό/εύκολο/συγκλονιστικό ~. Στημένα ~ια. Το ~ της Κυριακής. Οι καλύτερες φάσεις του ~ιού. Αποβλήθηκε/αποχώρησε τραυματισμένος από το ~. Πβ. αναμέτρηση. 4. (μτφ.) κάτι που θεωρείται εξαιρετικά εύκολο: Οι ασκήσεις τού φάνηκαν ~. 5. (μτφ.) πρόσωπο που το κάνει κάποιος ό,τι θέλει ή κάτι που δεν το παίρνει στα σοβαρά: Δεν είμαι ~ στα χέρια σου (πβ. άθυρμα, έρμαιο, μαριονέτα, όργανο, πιόνι, υποχείριο).|| Τα βλέπει όλα σαν ~! 6. (μτφ.) κόλπο, τέχνασμα: βρόμικα/επικίνδυνα/κομματικά/πολιτικά/προεκλογικά/σκοτεινά/ύποπτα ~ια. ~ια συμφερόντων. Τα ~ια της διαδοχής/της εξουσίας/της τύχης (πβ. παιχνίδισμα). ~ νεύρων (πβ. πόλεμος νεύρων). Άρχισαν το ~ της προπαγάνδας. 7. (μτφ.) παιχνίδισμα: τα ~ια του φωτός. ● Υποκ.: παιχνιδάκι (το): κυρ. στις σημ. 1, 4. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικά παιχνίδια & (προφ.) ηλεκτρονικά (τα): ΤΕΧΝΟΛ. αυτά που παίζονται με τη χρήση ηλεκτρονικής συσκευής· συνεκδ. κατάστημα ή χώρος με τα συγκεκριμένα παιχνίδια. Πβ. βιντεοπαιχνίδι. [< αγγλ. computer game, 1965, electronic game, περ. 1975] , θεατρικό/δραματικό παιχνίδι: θεατρική δραστηριότητα, συχνά στο πλαίσιο της σχολικής διαδικασίας, με παιδαγωγικούς σκοπούς: δάσκαλος/εργαστήριο ~ού ~ιού. Διδάσκει ~ ~. Βλ. ψυχόδραμα., παιχνίδι ρόλων στο οποίο οι παίκτες υποδύονται 1. ρόλους στο πλαίσιο συγκεκριμένης κατάστασης ή σεναρίου, κυρ. για εκπαιδευτικούς, ψυχοθεραπευτικούς ή ψυχαγωγικούς λόγους. 2. χαρακτήρες και εμπλέκονται σε φανταστικές περιπέτειες. [< αγγλ. 1: role play 2: role playing game, 1976] , σκληρό παιχνίδι 1. αθλητικός αγώνας που χαρακτηρίζεται από δυναμικό ή/και βίαιο παίξιμο. 2. (μτφ.) παρασκηνιακές, προκλητικές ή υπονομευτικές ενέργειες σε βάρος κάποιου: Σε ~ ~ εξελίσσεται η εκλογή του νέου προέδρου.|| (κατ' επέκτ.) Η μοίρα/τύχη τού έπαιξε ~ ~ (: του συνέβη κάτι πολύ δυσάρεστο)., τεχνικό παιχνίδι: που σε αυτό παίζει ρόλο κυρ. η διανοητική ικανότητα του παίκτη: Το μπιλιάρδο είναι ~ ~., τυχερά παιχνίδια & παιχνίδια τύχης: που το αποτέλεσμά τους εξαρτάται αποκλειστικά ή κυρίως από την τύχη: παιχνίδια της τράπουλας (= χαρτοπαίγνια) και άλλα ~ ~. Μηχανήματα ~ών ~ιών (= παιγνιομηχανήματα). Παράνομα τυχερά παιχνίδια. Πβ. τζόγος. Βλ. κίνο, λαχείο, λόττο, μπαρμπούτι, μπίνγκο, παπάς, προπό, πρότο, ρουλέτα, φρουτάκια. [< γαλλ. jeux de hasard] , αγώνας/παιχνίδι νοκ άουτ βλ. νοκ άουτ, ανοιχτό παιχνίδι βλ. ανοιχτός, κλειστό παιχνίδι βλ. κλειστός, κονσόλα παιχνιδιών βλ. κονσόλα, παιχνίδι κέντρου βλ. κέντρο ● ΦΡ.: βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι & μπαίνω στο παιχνίδι: προσκαλώ κάποιον ή συμμετέχω ο ίδιος σε παιχνίδι και κατ' επέκτ. δραστηριότητα ή κόλπο: Εκπομπή που βάζει ~ και τους θεατές. Η ομάδα μπήκε δυνατά ~.|| Όταν μπαίνει ~ ο ανταγωνισμός, ξεχνάμε την αλληλεγγύη. Πβ. βάζω (κάποιον)/μπαίνω/είμαι στο κόλπο, μπαίνω στον χορό., βγάζω/αφήνω (κάποιον) (έξω) από το παιχνίδι & βγαίνω/είμαι/μένω (έξω) από το παιχνίδι: αποκλείω κάποιον από παιχνίδι και κατ' επέκτ. από δραστηριότητα, κόλπο ή δεν συμμετέχω (πια) σε αυτό: Ο διαιτητής έβγαλε τον παίκτη από ~ ~ (: τον απέβαλε). Όποιος ακουμπήσει την μπάλα βγαίνει από ~ ~.|| (μτφ.) Άφησαν τις μικρές επιχειρήσεις έξω ~ ~. Βγήκε από ~ ~ των εκλογών. Δεν έχω ιδέα· είμαι/έχω μείνει έξω ~ ~., κάνω παιχνίδι (προφ.) 1. ΑΘΛ. εκδηλώνω οργανωμένη επίθεση: ~ει ~ από τα άκρα. Οι αντίπαλοι έπαιξαν πολύ καλά και δεν μας άφησαν να ~ουμε ~. 2. (μτφ.) δραστηριοποιούμαι και έχω τον έλεγχο σε κάποιον τομέα: Ο επιχειρηματικός κολοσσός που ~ει ~ στη Μέση Ανατολή. 3. (μτφ.) ερωτοτροπώ., μοιράζω το παιχνίδι: οργανώνω δραστηριότητα: (ΑΘΛ.) Παίρνει την πρώτη μπαλιά και ~ει ~.|| (μτφ.) Η κυβέρνηση επιχειρεί να μοιράσει ~., παίζει διπλό παιχνίδι (μτφ.): συνεργάζεται παρασκηνιακά και με τις δύο αντιτιθέμενες πλευρές. Πβ. παίζει σε δύο/διπλό/πολλά ταμπλό., παίζει παιχνίδια (μτφ.-προφ.): μηχανορραφεί, προβαίνει σε δόλιες πράξεις: ~ουν ~ εις βάρος μας/σε βάρος των καταναλωτών. Δεν μπορείτε να ~ετε ~ στην πλάτη της χώρας. Παίζονται περίεργα ~ πίσω από την πλάτη του., παίζω άσχημο παιχνίδι σε κάποιον (προφ.): εξαπατώ, βλάπτω: Η κλήρωση/η μοίρα/η τύχη τού έπαιξε ~ ~., παίζω το παιχνίδι του (μτφ.-προφ.): με τη στάση μου εξυπηρετώ τα συμφέροντα κάποιου: Μην παίζεις ~ ~ τους! Αρνούμαι να/δεν θα παίξω ~ ~ τους. Δεν ~ ~ κανενός. ΣΥΝ. παίζω το χαρτί του ... (2), παιχνίδι με τις λέξεις 1. προσπάθεια υπεκφυγής ή αποπροσανατολισμού με εκμετάλλευση κυρ. της πολυσημίας των λέξεων. 2. χρήση ομόηχων, πολύσημων λέξεων, αναγραμματισμών για υφολογικούς, παιδαγωγικούς ή ψυχαγωγικούς σκοπούς., το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι (μτφ.): μεθοδική και αγωνιώδης καταδίωξη μέχρι την τελική εξολόθρευση του πιο αδύναμου: ~ ~ ανάμεσα στην Αστυνομία και τους ληστές., χάνω το παιχνίδι (μτφ.-προφ.): χάνω τον έλεγχο, αποτυγχάνω: Μην αγχωθείς, γιατί το έχασες το ~. Το παιχνίδι έχει χαθεί., γυρίζω το παιχνίδι & το παιχνίδι γυρίζει βλ. γυρίζω, έσωσε την παρτίδα/το παιχνίδι βλ. σώζω, οι κανόνες του παιχνιδιού βλ. κανόνας, παίζω καθαρό παιχνίδι/καθαρά βλ. καθαρός, παίζω το παιχνίδι μου βλ. παίζω, παιχνίδι της μοίρας βλ. μοίρα, στο χαμηλό παιχνίδι βλ. χαμηλός, στο ψηλό παιχνίδι βλ. ψηλός, το χοντραίνω (το παιχνίδι)/το παιχνίδι χοντραίνει βλ. χοντραίνω [< μεσν. παιγνίδι, γαλλ. jeu, αγγλ. game]

πλευρά

πλευρά πλευ-ρά ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΜ. καθένα από τα ευθύγραμμα τμήματα που ορίζουν ένα σχήμα ή καθεμία από τις επιφάνειες που ορίζουν ένα στερεό σώμα: το μήκος μιας ~άς. Κάθετες ~ές. Οι (τρεις) ~ές του τριγώνου. Οι ~ές μιας γωνίας. Το τετράγωνο έχει τέσσερις ~ές ίσες μεταξύ τους. Βλ. περίμετρος.|| Οι ~ές του κύβου (πβ. έδρα). 2. (κατ' επέκτ.) καθένα από τα μέρη ή τις περιοχές που περιβάλλουν ένα αντικείμενο ή μια χωρική διάταξη: οι εξωτερικές/εσωτερικές ~ές ενός κουτιού. Η κάτω/πάνω ~ του μαξιλαριού. Βλ. επιφάνεια.|| Η μπροστινή (= πρόσοψη)/πίσω ~ ενός κτιρίου. Η βόρεια/νότια ~ του ναού.|| Στη(ν) απέναντι/αριστερή/δεξιά ~ του δρόμου/ποταμού (= όχθη).|| Η ανατολική/δυτική ~ του οικοπέδου/της πόλης.|| Περιθώριο 1,5 εκ. σε κάθε ~/και από τις δύο ~ές του κειμένου.|| Γέρνει από τη μια ~ (= μπάντα).|| (μτφ.) Τι γίνεται στην άλλη ~ του Αιγαίου (= στην Τουρκία)/του Ατλαντικού (= στην Αμερική)/των συνόρων (= στη γείτονα χώρα); ΣΥΝ. μεριά (1) 3. (μτφ.) καθένα από τα δύο ή περισσότερα μέρη (πρόσωπα ή ομάδες) που λαμβάνουν μέρος σε μια αντιπαράθεση ή διαλογική συζήτηση: οι αντιμαχόμενες/εμπόλεμες/συμβαλλόμενες ~ές. Η άλλη/αντίθετη/ηττημένη ~ υποστήριξε ... Και από τη μια και από την άλλη ~ (= και από τις δυο ~ές, εκατέρωθεν). Από τη δική μου ~ (= από δικής μου ~άς). Από ελληνικής/κυβερνητικής ~άς ειπώθηκε ... Από την ~ του, ο κ. ... ανταπάντησε πως ... 4. όψη, διάσταση· άποψη: Έδειξε μια άλλη (άγνωστη)/την ευαίσθητη ~ του χαρακτήρα του.|| Η άσχημη/όμορφη/σκοτεινή/φωτεινή ~ της ζωής. Το ζήτημα δεν έχει μελετηθεί από (επιστημονικής/νομικής/οικονομικής) ~άς/από όλες του τις ~ές (: πλήρως). Βλέπει τη ζωή από την αρνητική/θετική της ~ (= οπτική, σκοπιά). Πβ. πτυχή. ΣΥΝ. μεριά (3) 5. ΑΝΑΤ. ένα από τα συναντώμενα κατά ζεύγη οστά (δώδεκα και από τις δύο πλευρές) που εκτείνονται από τους θωρακικούς σπονδύλους προς τη μέση γραμμή της πρόσθιας επιφάνειας του κορμού, σχηματίζοντας το μεγαλύτερο τμήμα του σκελετού του θώρακα: αυχενική/δέκατη/όγδοη ~. Γνήσιες ~ές (= οι επτά ανώτερες ~ές)/νόθες ~ές (= οι πέντε κατώτερες ~ές). Ασύντακτες ~ές (= οι δύο κατώτερες νόθες ~ές). Πβ. παΐδι, πλευρό. ● Υποκ.: πλευρίτσα (η), πλευρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: η αθέατη πλευρά (των πραγμάτων) βλ. αθέατος ● ΦΡ.: από τη μια (πλευρά/μεριά) ..., από την άλλη (πλευρά/μεριά) & από το ένα μέρος ..., από το άλλο μέρος: (για αντίθεση) αφενός ... αφετέρου: ~ ~ μου αρέσουν τα παιδιά, ~ ~ φοβάμαι τις ευθύνες., από την άλλη (πλευρά/μεριά) βλ. άλλος, η άλλη όψη/πλευρά βλ. άλλος, η μια/η άλλη όψη/πλευρά του νομίσματος βλ. νόμισμα, οι δύο/διαφορετικές όψεις/πλευρές του (ίδιου) νομίσματος βλ. νόμισμα [< 1,2,5: αρχ. πλευρά 3,4: γαλλ. côté, αγγλ. side]

πληθυσμός

πληθυσμός πλη-θυ-σμός ουσ. (αρσ.) 1. αριθμός ανθρώπων μιας περιοχής ή κοινωνικής ομάδας: αγροτικός/(ημι)αστικός/ενεργός (= εργαζόμενος)/ιθαγενής/παγκόσμιος ~. ~ του πλανήτη/της πόλης/του χωριού. Απογραφή/μεταβολή ~ού. Βλ. υπερ~. 2. ΒΙΟΛ. σύνολο ζωικών ή φυτικών οργανισμών μιας περιοχής που ανήκουν σε συγκεκριμένο είδος. Bλ. βιοποικιλότητα.|| ~οί κυττάρων. 3. ΣΤΑΤΙΣΤ. σύνολο στοιχείων ενός δείγματος: μέσος ~. ● ΣΥΜΠΛ.: δυναμική (των) πληθυσμών: ΟΙΚΟΛ. μελέτη της δομής και της εξέλιξης των φυτικών και ζωικών πληθυσμών, σε σχέση με τους παράγοντες του περιβάλλοντος. [< αγγλ. population dynamics, 1977] , άμαχος πληθυσμός βλ. άμαχος, ανταλλαγή πληθυσμών βλ. ανταλλαγή, αύξηση πληθυσμού βλ. αύξηση, γήρανση πληθυσμού βλ. γήρανση, πυκνότητα (του) πληθυσμού βλ. πυκνότητα, πυραμίδα του πληθυσμού βλ. πυραμίδα [< μτγν. πληθυσμός ‘αύξηση, πολλαπλασιασμός’, γαλλ. population, αγγλ. ~]

-πλός

-πλός, ή, ό & (σπάν.-λόγ.) -πλούς, ή, ούν: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων με βάση απόλυτα αριθμητικά∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αποτελείται από συγκεκριμένο αριθμό μερών, γίνεται ή επαναλαμβάνεται συγκεκριμένες φορές: δι~/τρι~/δεκα~/εκατοντα~. Βλ. -διπλος, -πλάσιος. ● επίρρ.: -πλά

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

σκύλος

σκύλος σκύ-λος ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. τετράποδο σαρκοφάγο κατοικίδιο θηλαστικό ζώο (επιστ. ονομασ. Canis familiaris), που γαβγίζει και διαθέτει οξεία όσφρηση· ειδικότ. το αρσενικό του: αδέσποτος/ανυπάκουος/εκπαιδευμένος/επιθετικός (βλ. αγριόσκυλο)/ημίαιμος/καθαρόαιμος/κυνηγετικός/ποιμενικός/στειρωμένος ~. ~-συνοδός/-φύλακας. ~ εργασίας/καθοδήγησης τυφλών/συντροφιάς. Αστυνομικοί ~οι ανίχνευσης εκρηκτικών/ναρκωτικών. ~οι αναζήτησης και διάσωσης. Εκπαιδευτής/εκτροφείο/ράτσες ~ων (: κανίς, κόκερ, λαμπραντόρ, μπιγκλ, μπόξερ, μπουλντόγκ, ντόπερμαν, πεκινουά, πόιντερ, ροτβάιλερ, σέτερ). Ξενοδοχείο/ξενώνας/πανσιόν ~ων (πβ. κυνοκομείο). (σε πινακίδα) Προσοχή, ο ~ δαγκώνει.|| (μτφ., για πρόσ.) Παίκτης που μάχεται/τρέχει σαν ~ (: με όλες του τις δυνάμεις). Δουλεύω σαν ~ (= σκληρά). Πιστός σαν ~.|| (υβριστ., για κακό, άπονο άνθρωπο) Φύγε από μπροστά μου, ~ε! ΣΥΝ. σκυλί. 2. ΙΧΘΥΟΛ. σκυλόψαρο. ● Υποκ.: σκυλάκι (το): Πβ. κουτάβι., σκυλάκος (ο) ● Μεγεθ.: σκύλαρος (ο) ● ΦΡ.: άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά & άσπροι σκύλοι, μαύροι σκύλοι, όλοι οι σκύλοι μια γενιά (γνωμ.): για περιπτώσεις αρνητικής κρίσης, χωρίς διάκριση ή διαβάθμιση. , εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του (παροιμ.): για μετάθεση της ευθύνης σχετικά με την εκτέλεση μιας πράξης., μπάτε/μπέστε σκύλοι (αλέστε κι αλεστικά μη δώσ(ε)τε) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι σε κάποιον χώρο επικρατεί πλήρης αυθαιρεσία, ο καθένας κάνει ό,τι θέλει: Έχουμε γίνει/καταντήσει ~ ~. Η κατάσταση είναι ~ ~. Πβ. ξέφραγο αμπέλι., σαν τον σκύλο με τη γάτα (προφ.): για έντονη και συνεχή διαμάχη μεταξύ δύο ανθρώπων ή ομάδων, παρατάξεων: Διαπληκτίζονται/μαλώνουν/τρώγονται ~ ~. ΣΥΝ. όπως η/σαν τη νύφη με την πεθερά, γίνομαι σκυλί βλ. σκυλί, και την πίτα ολόκληρη/σωστή/αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο βλ. πίτα, σαν δαρμένο σκυλί βλ. σκυλί, σκυλί/σκύλος που γαβγίζει, δεν δαγκώνει βλ. γαβγίζει, το φτηνό το κρέας το τρώνε οι σκύλοι βλ. κρέας, χάνει/δεν γνωρίζει ο σκύλος/το σκυλί τον αφέντη του βλ. αφέντης, αφέντρα [< μτγν. σκύλ(λ)ος < αρχ. σκύλαξ ‘κουτάβι’]

σταθμός

σταθμός σταθ-μός ουσ. (αρσ.) 1. σημείο, κτίριο, εγκαταστάσεις όπου πραγματοποιείται στάθμευση και κυρ. στάση οχημάτων δημόσιας συνήθ. συγκοινωνίας για μεταφορά επιβατών και φορτίων ή ανεφοδιασμό: διαμετακομιστικός/επιβατικός/κεντρικός/σιδηροδρομικός/συνοριακός/υπόγειος ~. ~ αυτοκινήτων (= πάρκινγκ)/διοδίων/εξυπηρέτησης πλοίων/του ηλεκτρικού/(υπεραστικών) λεωφορείων/μεταφόρτωσης απορριμμάτων/ταξί (πβ. πιάτσα)/του τρένου. Θα συναντηθούμε μπροστά στον ~ό. Με υποδέχτηκε στον ~ό. Αποβιβαστείτε/επιβιβαστείτε/κατεβείτε σε ~ό της γραμμής 1 (ενν. του ΗΣΑΠ). Ποιος ~ του μετρό σε εξυπηρετεί; Βλ. αερο~.|| (μτφ.) Επόμενος/πρώτος/τελευταίος ~ της περιοδείας του ... Ενδιάμεσος ~ στο ταξίδι προς ... 2. ΤΕΧΝΟΛ. εγκαταστάσεις υπηρεσίας, εταιρείας, ιδρύματος με κατάλληλο εξοπλισμό για πραγματοποίηση τεχνολογικού ή ερευνητικού έργου (παραγωγή ενέργειας, παρατηρήσεις, μετρήσεις και μελέτες, εκπομπή σημάτων) και το αντίστοιχο κτιριακό συγκρότημα: αστρονομικός/ατμοηλεκτρικός/βιολογικός/δορυφορικός/θερμοηλεκτρικός/μετεωρολογικός/περιβαλλοντικός/σεισμολογικός/τηλεοπτικός (= κανάλι, τηλε~) ~. ~ (ανα)μετάδοσης/της ΔΕΗ/επεξεργασίας αποβλήτων/ηλεκτρικής ενέργειας (ή ηλεκτρικός ~: το εργοστάσιο παραγωγής ή ο υπο~)/(ΓΕΩΔ.-ΤΟΠΟΓΡ.) παρατήρησης/ραντάρ. Κινητός ~ μέτρησης (ατμοσφαιρικών ρύπων).|| (ειδικότ. για ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό ~ό) Αγαπημένος/δημοτικός/ερασιτεχνικός/μουσικός/συνδρομητικός/τοπικός ~. Ακροαματικότητα/κεραία/πρωινή ζώνη ~ού. Αλλάζω/επιλέγω ~ό. Ποιον ~ό ακούτε; Ο ~ μεταδίδει ζωντανά από το ίντερνετ. Το ραδιόφωνό μου πιάνει μόνο δέκα ~ούς (: συχνότητες). Πβ. ραδιο~. 3. χώρος, κτίριο, εγκαταστάσεις όπου παρέχονται υπηρεσίες ή από όπου διευθύνονται συγκεκριμένες επιχειρήσεις: αστυνομικός/δασικός/πυροσβεστικός ~. Συμβουλευτικός ~ ψυχικής υγείας. ~ αιμοδοσίας/ελέγχου (διαβατηρίων)/εξυπηρέτησης/μέριμνας ζώων/φροντίδας εξαρτημένων ατόμων. Ο ~ λειτουργεί καθημερινά. Μεταφέρθηκε αιμόφυρτος στον ~ό πρώτων βοηθειών (βλ. πρώτες βοήθειες). 4. καθοριστικό γεγονός, ορόσημο, καμπή: ~ στη ζωή/στην καριέρα του υπήρξε η ... Η διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί ~ό στην παγκόσμια ιστορία.|| (κυρ. ως παραθετικό σύνθ.) Απόφαση/έργο/παράσταση/συνέδριο/συνεργασία-~. Γεγονότα/ημερομηνίες-~οί. ● ΣΥΜΠΛ.: διαστημικός σταθμός & (σπάν.) τροχιακός σταθμός: ΑΕΡΟΝ. μεγάλος τεχνητός δορυφόρος σε τροχιά κυρ. γύρω από τη Γη, που χρησιμεύει ως βάση και διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό για τη διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών: διεθνής ~ ~. [< αγγλ. space station, 1930] , πυρηνικός σταθμός: μονάδα στην οποία η πυρηνική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, ώστε να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια: Εκτός λειτουργίας τέθηκε ο ~ ~. [< αγγλ. nuclear (power) station, 1955] , ραδιοφωνικός σταθμός & (προφ.) σταθμός: χώρος παραγωγής και μετάδοσης ραδιοφωνικών εκπομπών· η αντίστοιχη υπηρεσία και ραδιοφωνική συχνότητα ή δέσμη συχνοτήτων. ΣΥΝ. ραδιοσταθμός (1), σταθμός βάσης: ΤΕΧΝΟΛ. εγκαταστάσεις λήψης και εκπομπής ηλεκτρομαγνητικών ή άλλων σημάτων: ~ ~ κινητής τηλεφωνίας. [< αγγλ. base station] , σταθμός εργασίας: ΠΛΗΡΟΦ. αυτόνομος ηλεκτρονικός υπολογιστής, συνήθ. σε δίκτυο, με μεγαλύτερη υπολογιστική ισχύ από έναν προσωπικό υπολογιστή, κατάλληλα εφοδιασμένος, για να διεκπεραιώνει σειρά απαιτητικών εργασιών: ~ ~ με δύο επεξεργαστές. [< αγγλ. workstation, 1977] , σταθμός ηλεκτροπαραγωγής & ηλεκτροπαραγωγικός/ηλεκτροπαραγωγός σταθμός: ΤΕΧΝΟΛ. ειδική μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άλλες μορφές, συνήθ. υδραυλική, πυρηνική, του ατμού, η οποία μεταφέρεται με γραμμές υψηλής τάσης. [< αγγλ. generating station] , τερματικός σταθμός ΣΥΝ. τέρμιναλ 1. αυτός στον οποίο καταλήγει μέσο μεταφοράς, αποβιβάζονται και επιβιβάζονται όλοι οι επιβάτες και εκφορτώνονται και φορτώνονται όλα τα εμπορεύματα: Το μετρό/τραμ έφτασε στον ~ό ~ό. Η αμαξοστοιχία προσεγγίζει (σ)τον ~ό ~ό. Ο ~ ~ του αεροδρομίου.|| (ειδικότ., για φόρτωση και εκφόρτωση προϊόντων σε λιμάνι) ~ ~ καυσίμων. 2. εγκαταστάσεις άντλησης και αποθήκευσης στο σημείο κατάληξης αγωγού πετρελαίου ή αερίου. 3. ΠΛΗΡΟΦ. τερματικό: ~ ~ εργασίας. [< αγγλ. terminal station] , υγειονομικός σταθμός: ιατρικό κέντρο περιορισμένων δυνατοτήτων., υδροηλεκτρικός σταθμός: εγκαταστάσεις όπου η υδραυλική ενέργεια μετατρέπεται σε ηλεκτρική. [< αγγλ. hydroelectric station, γαλλ. station hydroélectrique] , αιολικός σταθμός βλ. αιολικός2, βρεφονηπιακός/παιδικός σταθμός βλ. βρεφονηπιακός, γεωδαιτικός σταθμός βλ. γεωδαιτικός [< 1,2,3: αρχ. σταθμός, αγγλ.-γαλλ. station 4: γαλλ. étape]

συμπληρωματικός

συμπληρωματικός, ή, ό συ-μπλη-ρω-μα-τι-κός επίθ.: που συμπληρώνει κάτι που λείπει ή προσθέτει κάτι παραπάνω: ~ός: εξοπλισμός/κανονισμός/πίνακας (επιτυχόντων)/προϋπολογισμός/φόρος (μισθωμάτων). ~ή: αγωγή/ανακοίνωση/απάντηση/βιβλιογραφία/δήλωση/δίωξη/έκθεση/εκπαίδευση/ενίσχυση/κατανομή/σύμβαση/σχέση/χορήγηση (φαρμάκου)/χρηματοδότηση. ~ό: εισόδημα/κείμενο/πρόγραμμα/σχέδιο/υλικό (μαθήματος)/υπόμνημα. ~οί: όροι. ~ές: οδηγίες/παροχές (μητρότητας)/πιστώσεις/προτάσεις. ~ά: δικαιολογητικά/έντυπα/έργα/μαθήματα/μέτρα/στοιχεία. (ΝΟΜ.) Έδωσε ~ή κατάθεση. Ζητήθηκαν ~ές διευκρινίσεις/πληροφορίες (πβ. έξτρα, επιπλέον, επιπρόσθετος). Το άρθρο ... περιλαμβάνει ~ές διατάξεις. Υπογράμμισε τον ~ό ρόλο της ιδιωτικής συμμετοχής. Πβ. δευτερεύων, βοηθητ-, επικουρ-, παραπληρωματ-ικός. ΑΝΤ. βασικός, θεμελιώδης, κεντρικός, κύριος, πρωταρχικός. ● επίρρ.: συμπληρωματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: συμπληρωματικές βάσεις: ΒΙΟΧ. οι βάσεις του DNA και του RNA, μεταξύ των οποίων μπορεί να δημιουργηθούν δεσμοί υδρογόνου. Βλ. αδενίνη, γουανίνη, θυμίνη, κυτοσίνη, ουρακίλη., συμπληρωματικές γωνίες: ΓΕΩΜ. δύο οξείες γωνίες το άθροισμα των οποίων είναι ίσο με 90°. Βλ. παραπληρωματικές γωνίες., συμπληρωματική ιατρική: (κυρ. για εναλλακτικές μορφές θεραπείας) θεραπευτική που μπορεί να συμπληρώσει τη συμβατική ιατρική. [< αγγλ. complementary medicine, 1982] , συμπληρωματικά χρώματα βλ. χρώμα [< μτγν. συμπληρωματικός, γαλλ. complémentaire, supplémentaire, αγγλ. complementary]

σχέδιο

σχέδιο σχέ-δι-ο ουσ. (ουδ.) {σχεδί-ου} 1. σκοπός, στόχος και ο τρόπος επίτευξής του: επενδυτικό/επιτελικό/επιχειρησιακό/ευφυές ~. ~ αναδιάρθρωσης/ανάκαμψης/διάσωσης/ιδιωτικοποίησης/κατάσβεσης (πυρκαγιάς)/προστασίας. Στρατηγικό ~ ανάπτυξης νομού. Εκτελώ/θέτω σε εφαρμογή/καταστρώνω/πραγματοποιώ ένα ~. Έχω το ~ό μου. Ανατρέπω/χαλάω τα ~α (κάποιου). Το ~ (α)πέτυχε/ευοδώθηκε.|| Ποια είναι τα ~ά σου για το μέλλον; Στα ~ά μου είναι να ... ΣΥΝ. επιδίωξη.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ επέμβασης/επίθεσης.|| (ΠΟΛΙΤ., για πρόγραμμα εξωτερικής πολιτικής:) ~ Tρούμαν/Mάρσαλ. ΣΥΝ. πλάνο (1), πρόγραμμα (1) || (ΠΑΙΔΑΓ.) ~ εργασίας (= πρότζεκτ). 2. αναπαράσταση μορφής ή αντικειμένου, συνήθ. του περιγράμματός του, πάνω σε επιφάνεια· ειδικότ. λεπτομερής αποτύπωση αντικειμένου ή χώρου κυρ. προς κατασκευή: ~ ζωγραφικής/πορτρέτου/προσώπου/τοπίου. ~ με κάρβουνο/λαδομπογιά/μελάνι/πένα/τέμπερα/χρώμα. Παιδικό/τρισδιάστατο ~. ΣΥΝ. σκίτσο.|| ~ αυτοκινήτου/επίπλου/ιστοσελίδας/λογότυπου/μοντέλου/παπουτσιών/ρούχων/υφασμάτων. Αρχιτεκτονικό/βιομηχανικό (βλ. ντιζάιν)/διακοσμητικό/καλλιτεχνικό/κατασκευαστικό/μηχανικό/οικιστικό/τοπογραφικό ~. ~ γλύπτη/μόδιστρου/σκηνογράφου. Εκπονώ/κάνω τα ~α. Αγόρασα διαμέρισμα στα ~α (: προτού κατασκευαστεί).|| (η σχετική τεχνική:) Διδάσκω/εξετάζομαι στο/μελετώ ~.|| (σχηματική απεικόνιση χώρου:) ~ αίθουσας/τάξης. ΣΥΝ. σχεδιάγραμμα.|| Καναπές σε μοντέρνο ~. Πβ. στιλ, τεχνοτροπία. Βλ. προ~. ΣΥΝ. σχεδίαση (1), σχεδίασμα (1) 3. κάθε διακοσμητική και γενικότ. καλλιτεχνική σύνθεση πάνω σε οποιοδήποτε υλικό: γεωμετρικά ~α. Κέντημα/κουρτίνες/ποδιά/πόρτα/ταβάνι/ύφασμα με ~α. Προϊόντα σε ποικιλία ~ων. Βλ. διάνθισμα, ποίκιλμα. 4. γενική ή πρόχειρη μορφή παρουσίασης γραπτού συνήθ. κειμένου, που περιλαμβάνει τα κύρια σημεία του: ~ αίτησης/αναφοράς/βιβλίου/διάλεξης/μελέτης/ομιλίας/συμβολαίου/συμφωνίας/συνθήκης. ΣΥΝ. διάγραμμα (3) ● Υποκ.: σχεδιάκι (το): κυρ. στις σημ. 2,3. ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερο σχέδιο: που δημιουργείται με τη χρήση μολυβιού και βελόνας για τη μέτρηση των αναλογιών του αντικειμένου που θα σχεδιαστεί. Βλ. γραμμικό σχέδιο., σχέδιο Β’ & (σπανιότ.) πλάνο Β’: εναλλακτικό σχέδιο σε περίπτωση αποτυχίας του πρώτου {< αγγλ. Plan B, 1977] , σχέδιο πόλεως/πολεοδομικό σχέδιο : σχέδιο για τη ρυμοτόμηση, τη δόμηση και την επέκταση μιας πόλης: (οικισμός, οικόπεδο, περιοχή, σπίτι) εντός/εκτός ~ου πόλεως. Ένταξη στο ~ ~., σχέδιο πτήσης: αναπαράσταση της πορείας αεροσκάφους πάνω σε χάρτη., γραμμικό σχέδιο βλ. γραμμικός, επιχειρηματικό σχέδιο βλ. επιχειρηματικός, κινούμενα σχέδια βλ. κινούμενος, λογιστικό σχέδιο βλ. λογιστικός, πρόγραμμα/σχέδιο δράσης βλ. δράση, ρυθμιστικό σχέδιο βλ. ρυθμιστικός, ρυμοτομικό σχέδιο βλ. ρυμοτομικός, σχέδιο "Καλλικράτης" βλ. Καλλικράτης, σχέδιο "Καποδίστριας" βλ. Καποδίστριας, σχέδιο νόμου βλ. νόμος ● ΦΡ.: βάσει σχεδίου: για να δηλωθεί ότι κάτι γίνεται ή κάποιος ενεργεί συνειδητά, ακολουθώντας συγκεκριμένη μέθοδο, ορισμένο πρόγραμμα: Περιοχή που αναπτύσσεται ~ ~.|| (μτφ.) Βαδίζει/κινείται/λειτουργεί ~ ~ για το μέλλον. Όλα πάνε/προχωρούν ~ ~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Δρα ~ (οργανωμένου) ~, για να υπονομεύσει την ενότητα της ομάδας. Βλ. βλέποντας και κάνοντας. [< μτγν. σχέδιον ‘αυτοσχέδιος λόγος’, γαλλ. dessin, αγγλ. design]

ταμπλό

ταμπλό τα-μπλό ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. πίνακας για την ανάρτηση ανακοινώσεων ή την προβολή ειδικών πληροφοριών: Η βαθμολογία/το πρόγραμμα υπάρχει στο ~.|| Διαφημιστικό ~ (βλ. μπάνερ, πινακίδα). Hλεκτρονικό/ψηφιακό ~.|| Tα ~ των διαδηλωτών. Πβ. πλακάτ.|| (ΑΘΛ.) Το κυρίως/τελικό ~ των αγώνων τένις (πβ. τιράζ).|| (μτφ.) Εκτός ~ οι μετοχές ... (: για προσωρινή παύση της διαπραγμάτευσής τους στο ΧΑΑ). 2. ΤΕΧΝΟΛ. (σε μηχανοκίνητο συνήθ. όχημα) πλαίσιο στο οποίο ενσωματώνονται μετρητές και όργανα: ~ ενδείξεων. Το ~ του αυτοκινήτου/της μοτοσικλέτας. Τα λαμπάκια στο ~ αναβόσβηναν ασταμάτητα. Πβ. κονσόλα. 3. ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) ορθογώνια επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το καλάθι της μπασκέτας: Η μπάλα χτύπησε στο ~. Τρίποντο με ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ταμπλό-βιβάν: αναπαράσταση σκηνής, συνήθ. από την ιστορία ή έναν πίνακα, από μια ομάδα ατόμων ακινητοποιημένων σε διάφορες στάσεις. Βλ. παντομίμα. [< γαλλ. tableau vivant] ● ΦΡ.: παίζει σε δύο/σε διπλό/σε πολλά ταμπλό (προφ.-αρνητ. συνυποδ.) 1. κινείται μεταξύ δύο αντιτιθέμενων μερών, συνήθ. παρασκηνιακά, ενδιαφέρεται να είναι κοντά και στη μία και στην άλλη πλευρά, ώστε να επωφεληθεί όποια και αν επικρατήσει: Σε πόσα ~ το παίζει; Πβ. παίζει διπλό παιχνίδι. 2. έχει περισσότερους από έναν ερωτικούς συντρόφους παράλληλα, χωρίς οι ίδιοι να το γνωρίζουν. [< γαλλ. jouer sur les deux tableaux/sur plusieurs tableaux] [< γαλλ. tableau]

ταυ

ταυ [ταῦ] ουσ. (ουδ.) {άκλ.} [πρόφ. taf] 1. το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: ~ κεφαλαίο (Τ). ~ μικρό (τ). Πβ. τ. 2. (συνεκδ.) οτιδήποτε έχει μορφή Τ: βύσμα/διακλαδωτής/εργαλείο/σωλήνωση τύπου ~.|| (όργανο σχεδίασης παράλληλων και κάθετων γραμμών σε σχήμα Τ) Ξύλινο/πλαστικό ~. Πβ. παραλληλογράφος. Βλ. τρίγωνο.|| (ΦΥΣ.) Σωματίδιο ~. Βλ. λεπτ-, μι-όνιο, νετρίνο. ● ΣΥΜΠΛ.: διπλό ταυ: ΟΙΚΟΔ. είδος μεταλλικών ή ξύλινων δοκαριών διατομής Τ: δοκοί/σύνδεσμοι ~ού ~. [< αρχ. ταῦ, γαλλ.-αγγλ. tau]

τελεία

τελεία τε-λεί-α ουσ. (θηλ.) 1. σημείο στίξης (.) που συνήθ. δηλώνει το τέλος περιόδου λόγου ή αποτελεί σύμβολο σε ειδικές γλώσσες· γενικότ. κουκκίδα: (ΓΡΑΜΜ.) χρήση της ~ας στα ακρωνύμια/στις συντομογραφίες. ΣΥΝ. στιγμή. Βλ. αποσιωπητικά, εισαγωγικά, ερωτηματικό, θαυμαστικό, κόμμα, παρένθεση.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ., σε ηλεκτρονικές διευθύνσεις:) ... ~ com. Πβ. ντοτ κομ.|| (ΦΥΣ.) Κβαντικές ~ες (: μικροσκοπικοί σβόλοι ημιαγωγών).|| (μτφ.) Το νησί μου, μια ~ στον χάρτη. 2. ΜΟΥΣ. σύμβολο της βυζαντινής παρασημαντικής, που χρησιμοποιείται στην απαγγελία του Ευαγγελίου και του Αποστόλου και γράφεται με κόκκινο μελάνι. ● Υποκ.: τελίτσα (η) 1. στη σημ. 1. 2. {στον πληθ.} είδος παιχνιδιού σε έντυπο (όπως περιοδικό με σταυρόλεξα) με αριθμημένες τελείες που ενώνονται για να σχηματίσουν μια εικόνα. ● ΣΥΜΠΛ.: άνω (και) κάτω τελεία & διπλή τελεία & άνω και κάτω στιγμή: ΓΡΑΜΜ. σημείο στίξης (:) που δηλώνει είτε ότι ακολουθεί αυτούσιο απόσπασμα άλλου κειμένου είτε ότι τα επόμενα επεξηγούν τα προηγούμενα., άνω τελεία: σημείο στίξης (·) που δηλώνει παύση μεγαλύτερης διάρκειας από το κόμμα και μικρότερης από την τελεία. Βλ. ημιπερίοδος1., τρεις τελείες: αποσιωπητικά (...). ● ΦΡ.: βάζω μια (άνω) τελεία (μτφ.-προφ.): διακόπτω προσωρινά: Έχουν βάλει ~ ~ στην υπόθεση., βάζω τελεία (μτφ.-προφ.): δίνω οριστικό τέλος σε ένα θέμα: Βάλε ~ και προχώρα παρακάτω., μέχρι τελείας: πιστά, επακριβώς: εφαρμογή της νομοθεσίας ~ ~. ΣΥΝ. μέχρι κεραίας, τελεία και παύλα (μτφ.-εμφατ.-προφ.): για δήλωση οριστικού τέλους, οριστικής απόφασης χωρίς περιθώρια υπαναχώρησης: Δεν θα πας πουθενά, ~ ~! ΣΥΝ. τέρμα και τελείωσε/τελείωσε/πάει (και) τέλειωσε, τελίτσες τελίτσες (προφ.): αποσιωπητικά· λέγεται ή γράφεται για να μην αναφερθεί κάτι απρεπές. [< μτγν. τελεία (στιγμή), γαλλ. point, αγγλ. dot]

τρι- & τρί- & τρισ-

τρι- & τρί- & τρισ- πρόθημα κυρ. επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. αποτελείται από τρία μέρη ή είναι τρεις φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο από άλλο: τρι-ήμερος. Τρί-τομος. Τρισ-διάστατος. Βλ. δι-.|| Tρι-πλάσιος.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) τρί-κλινο (ενν. δωμάτιο, βλ. μονο-).|| Τρί-γωνο (βλ. εξά-, τετρα-). Τρι-οξείδιο. 2. {μόνο στο τρισ-} (επιτατ.): χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από μία ιδιότητα: τρισ-ευτυχισμένος/~χαριτωμένος.|| Τρισ-άθλιος.

τρίδιπλος

τρίδιπλος, η, ο τρί-δι-πλος επίθ. 1. που είναι διπλωμένος στα τρία: ~ο: σεντόνι. 2. τριπλάσιος. 3. υπερβολικά ογκώδης: Με τόσο που τρώει έχει γίνει ~! ● ΦΡ.: διπλά και τρίδιπλα: διπλάσια και ακόμη παραπάνω: Αξίζει ~ ~ συγχαρητήρια.|| (ως επίρρ.) Πληρώνει ~ ~ για ...

υπερδομή

υπερδομή [ὑπερδομή] υ-περ-δο-μή ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. υπερκατασκευή: Η σκάλα οδηγεί από το ισόγειο στην ~. Βλ. ανωδομή, επιδομή.|| ~ του πλοίου. 2. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. εποικοδόμημα. Βλ. βάση, υποδομή. 3. ΓΛΩΣΣ. η τυπική οργάνωση ενός κειμενικού είδους: ~ της αφήγησης. [< 1: γαλλ. superstructure]

φορολογικός

φορολογικός, ή, ό φο-ρο-λο-γι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με τη φορολογία: ~ός: ανταγωνισμός/έλεγχος (= φοροέλεγχος)/κώδικας/νόμος/προγραμματισμός/σχεδιασμός. ~ή: αμνηστία/απάτη/εναρμόνιση (των ~ών συστημάτων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης)/ισότητα/κατοικία (: ο τόπος όπου ένα πρόσωπο υποχρεούται να δηλώνει το συνολικό του εισόδημα)/κλίμακα/μεταρρύθμιση/περίοδος/πολιτική/ταμειακή μηχανή. ~ό: απόρρητο/Δίκαιο/δικαστήριο/έτος/καθεστώς/νομοσχέδιο/σαφάρι (= φοροσαφάρι). ~ές: απαλλαγές (= φοροαπαλλαγές)/διαφορές/διευκολύνσεις/εκκρεμότητες/επιβαρύνσεις/παραβάσεις/περικοπές/ρυθμίσεις/υπηρεσίες/υποχρεώσεις. ~ά: βάρη/βιβλία/έντυπα/έσοδα/κίνητρα (για επενδύσεις)/μέτρα. Λογιστικό-~ό γραφείο.|| ~ός: διαιτητής/εκπρόσωπος/σύμβουλος. ~ές: Αρχές. ● Ουσ.: φορολογικά (τα) (προφ.): ενν. θέματα: Έχει αναθέσει τα ~ του σε φοροτεχνικό. ● επίρρ.: φορολογικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: φορολογική βάση: το εισόδημα, η περιουσία και οι δαπάνες του φορολογούμενου, βάσει των οποίων καθορίζεται ο φορολογικός συντελεστής: ενιαία ~ ~. Διεύρυνση της ~ής ~ης., φορολογική δήλωση: έγγραφη ή ηλεκτρονική δήλωση εισοδήματος που υποβάλλει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στην αρμόδια φορολογική Αρχή κάθε χρόνο· συνεκδ. το αντίστοιχο έντυπο ή η ψηφιακή φόρμα: εκπρόθεσμη ~ ~. Εκκαθάριση ~ής ~ης.|| Προθεσμίες για την κατάθεση/υποβολή ~ών ~ώσεων. Οδηγίες για τη συμπλήρωση των ~ών ~ώσεων (: φορολογικός οδηγός). Βλ. φοροτεχνικός., φορολογικός μηχανισμός/εκτυπωτής: ΤΕΧΝΟΛ. ηλεκτρονική υπολογιστική συσκευή για την έκδοση παραστατικών. Πβ. ταμειακή μηχανή., φορολογικός συντελεστής: το ποσό του φόρου που αναλογεί σε κάθε μονάδα της φορολογικής βάσης, εκφραζόμενο ως ποσοστό επί τοις εκατό: ανώτατος/κεντρικός/μέσος ~ ~. Υψηλοί/χαμηλοί ~οί ~ές. Ενιαίος ~ ~ ...%. Αύξηση των ~ών ~ών., φορολογική ενημερότητα βλ. ενημερότητα, φορολογικό μητρώο βλ. μητρώο, φορολογικό ντάμπινγκ βλ. ντάμπινγκ1, φορολογικός παράδεισος βλ. παράδεισος [< μεσν. φορολογικός, γαλλ. fiscal, αγγλ. tax]

χαμένος

χαμένος, η, ο χα-μέ-νος επίθ. 1. που ο κάτοχός του δεν γνωρίζει την παρούσα στιγμή πού βρίσκεται, δεν μπορεί να τον εντοπίσει· κατ' επέκτ. που δεν έχει φτάσει στον τελικό προορισμό του, δεν έχει δοθεί στον παραλήπτη του: ~η: βαλίτσα. ~ο: βιβλίο/δαχτυλίδι/κινητό/κλειδί. ~ες: σελίδες/σημειώσεις.|| Ήταν ~ για πολλές μέρες (: δεν είχαμε επαφή μαζί του).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ος: φάκελος. ~ο: αρχείο. ~α: δεδομένα. Ανάκτηση ~ου κωδικού (πρόσβασης).|| ~ο: γράμμα/δέμα/πακέτο.|| (μτφ.) Συμπλήρωσε τα ~α κομμάτια του παζλ (: έλυσε το μυστήριο). 2. που δεν υπάρχει πια, που είναι αδύνατον να αποκτηθεί, να δημιουργηθεί ή να αποκατασταθεί εκ νέου: ~ος: πολιτισμός. Ο (θρύλος/μύθος) της ~ης Ατλαντίδας. Τα ~α έργα/ποιήματα ενός δημιουργού.|| Διατήρηση του ~ου βάρους. Ο οργανισμός αναπληρώνει τα ~α υγρά.|| ~ες: ημέρες εργασίας (λόγω της απεργίας). ~η εξεταστική/~ο εξάμηνο/~α μαθήματα λόγω καταλήψεων. Αναπληρώθηκαν οι ~ες ώρες διδασκαλίας.|| (για αφηρημένη έννοια:) ~η: αξιοπρέπεια/εμπιστοσύνη/παιδικότητα. ~ο: μεγαλείο. ~ες: ελπίδες/προσδοκίες. Τα χρόνια της ~ης αθωότητας. Επανακτώ/ξαναβρίσκω τη ~η μου αυτοπεποίθηση/ισορροπία. 3. που έχει ηττηθεί σε μια αναμέτρηση ή έχει ζημιωθεί· που δεν έχει κερδηθεί: (ως ουσ.) ο ~ των εκλογών. Νικητές και ~οι. Οι ~οι του διαγωνισμού/του πολέμου.|| Στο τέλος βγήκε ~ (από την επιλογή του).|| ~ος: αγώνας. ~η: δίκη/μάχη/παρτίδα (σκάκι)/πρόκριση. 4. που έχει χάσει τον προσανατολισμό του μέσα σε μεγάλο και συνήθ. δύσβατο μέρος και δεν ξέρει πού να πάει: ~οι: ορειβάτες. ~ στα βουνά/στην έρημο/στη ζούγκλα/στον ωκεανό.|| (μτφ.) ~ στις αναμνήσεις/σκέψεις του. Αισθάνομαι/νιώθω τελείως ~ (: δεν ξέρω τι μου συμβαίνει, είμαι μπερδεμένος). 5. που δεν είχε αποτέλεσμα, που δεν αξιοποιήθηκε σωστά, κατάλληλα: ~α: λεφτά/λόγια (πβ. τζάμπα). Είναι ~ (= άδικος) χρόνος να προσπαθήσεις να τον πείσεις. Ο κόπος μου πήγε ~ (βλ. ματαιοπονία). Πβ. πεταμένος.|| ~ος: χώρος (πβ. αναξιοποίητος). ~ο: πέναλτι/τρίποντο (= άστοχο). ~ες: προσπάθειες/ψήφοι (= άκυρες). Μην αφήσεις τέτοια ευκαιρία να πάει ~η. Τέτοιο ταλέντο δεν πρέπει να πάει ~ο (= ανεκμετάλλευτο). 6. που δεν είναι συγκεντρωμένος, που δίνει την εντύπωση ότι είναι απορροφημένος στις σκέψεις του: Είναι ~ στο Διάστημα (: εκτός τόπου και χρόνου)/στον κόσμο του!|| (κατ' επέκτ.) Κοίταζε με ~ο ύφος. Πβ. αφηρημένος. 7. πεθαμένος, νεκρός· κατεστραμμένος: Άδικα/πρόωρα ~ καλλιτέχνης/συγγενής/φίλος. Οι ~οι (= σκοτωμένοι) στον πόλεμο. Χιλιάδες ~ες ζωές. Βλ. αδικο~.|| Ολοκληρωτικά ~η (= αφανισμένη) πόλη. 8. καταδικασμένος, που δεν ξέρει τι να κάνει: Αν κλείσει η εταιρεία, πάμε ~οι!|| Είναι εντελώς ~ χωρίς την γυναίκα του. Βλ. σαστισμένος. 9. που βρίσκεται σε απομακρυσμένο μέρος, μακριά από τους ανθρώπους: Νησί ~ο στον ωκεανό. 10. αχρείος, τιποτένιος: (υβριστ.) Άντε, βρε, ~ε! Πβ. ελεεινός. ● ΣΥΜΠΛ.: χαμένη γενιά 1. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. χαρακτηρισμός της γενιάς κυρ. των Αμερικανών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, εξαιτίας του κλίματος απογοήτευσης και περιφρόνησης των παραδοσιακών αξιών που επικράτησε μετά το τέλος του· κυρ. κατ΄επέκτ. γενιά χωρίς αξίες, ιδανικά. 2. ΛΟΓΟΤ. Αμερικανοί συγγραφείς, οι οποίοι μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ταξίδεψαν στην Ευρώπη, εγκαταστάθηκαν κυρ. στο Παρίσι ή/και στράφηκαν στον σοσιαλισμό, απορρίπτοντας απογοητευμένοι τις παραδοσιακές αμερικανικές αξίες. [< αμερικ. lost generation, 1926] , χαμένη υπόθεση ΣΥΝ. καμένο χαρτί 1. κατάσταση με την οποία δεν χρειάζεται να ασχοληθεί κάποιος, γιατί η έκβασή της θα είναι αναπόφευκτα αρνητική. 2. αποτυχημένος άνθρωπος, χωρίς δυνατότητες βελτίωσης: Από τότε που έμπλεξε με τα ναρκωτικά είναι ~ ~. Πβ. τελειωμένος. [< αγγλ. lost cause] ● ΦΡ.: στα χαμένα (προφ.) 1. σε κατάσταση σύγχυσης, χωρίς να ξέρω πού βρίσκομαι ή τι πρέπει να κάνω: Κοιτάζει/περπατούσε ~ ~. 2. χωρίς θετικό αποτέλεσμα, άσκοπα, μάταια: Όλος ο κόπος μου πήγε ~ ~. ΣΥΝ. εις μάτην, του κάκου, τα 'χω χαμένα 1. είμαι σαστισμένος, βρίσκομαι σε σύγχυση: Τα 'χω (εντελώς/λίγο) ~ με την κατάσταση που επικρατεί, δεν ξέρω τι να κάνω. Πβ. τα έχασα. 2. {στο γ' πρόσ.} (μειωτ.) έχω χάσει τα λογικά μου. ΑΝΤ. τα 'χω τετρακόσια, η θεωρία της χαμένης ψήφου βλ. ψήφος, καλύπτω/ανακτώ/(ξανα)κερδίζω το χαμένο έδαφος βλ. έδαφος, κερδίζω (τον) χαμένο χρόνο βλ. κερδίζω, το 'χει χαμένο/το 'χασε τελείως(/εντελώς)/το 'χει χάσει βλ. χάνω, χαμένο κορμί βλ. κορμί, χαμένος/καμένος από χέρι βλ. χέρι ● βλ. χάνω [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. χάνω]

χαρά

χαρά χα-ρά ουσ. (θηλ.) 1. έντονα θετικό συναίσθημα που συνιστά έκφραση ευτυχίας και προκαλείται από την εκπλήρωση στόχου ή επιθυμίας: εσωτερική ~. ~ και αισιοδοξία/ικανοποίηση/περηφάνια/συγκίνηση. Η ~ της δημιουργίας/του έρωτα/της ζωής/της νίκης/του παιχνιδιού. Χαμόγελα ~άς. Με ιδιαίτερη/περισσή ~. Τρελός από ~. Γέλια και ~ές. Η ~ μου δεν περιγράφεται/είναι απερίγραπτη. Είναι όλο ~. Δάκρυσε/έκλαψε/λάμπει από ~. Τα λόγια σου μου δίνουν μεγάλη ~ (= με κάνουν πολύ χαρούμενο). Χρόνια πολλά με υγεία και ~! (σε λόγο:) Έχω τη ~ και την τιμή να ... Είναι ~ μου που βρίσκομαι σήμερα μαζί σας. Πβ. ευχαρίστηση. Βλ. ενθουσιασμός. ΑΝΤ. θλίψη (1), λύπη (1), στενοχώρια 2. (συνεκδ.) οτιδήποτε προκαλεί το αντίστοιχο συναίσθημα· χαρούμενο συμβάν: απλές/καθημερινές/οικογενειακές ~ές. Ο ερχομός του ήταν (μια) ανέλπιστη/απροσδόκητη ~. Έχουμε διπλή ~ στο σπίτι: γάμο και γεννητούρια. Απολαμβάνω/γεύομαι τις μικρές ~ές (= μικροχαρές) της ζωής. Περάσαμε ~ές και λύπες. ● Υποκ.: χαρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: παιδική χαρά: υπαίθριος χώρος ψυχαγωγίας για παιδιά, στον οποίο υπάρχουν διάφορα παιχνίδια (κούνιες, τραμπάλα, τσουλήθρα): η ~ ~ της γειτονιάς. Βλ. λούνα παρκ, παιδότοπος, πάρκο.|| (μτφ.) Η άμυνα της ομάδας θυμίζει ~ ~., τσάρτερ της χαράς βλ. τσάρτερ, χαράς ευαγγέλια βλ. ευαγγέλιο ● ΦΡ.: γεια χαρά (προφ.) & (λαϊκό) γεια χαραντάν: ως φιλικός χαιρετισμός: ~ ~, παιδιά! ~ ~ σ' όλους! Γεια (σου) και χαρά σου!, η χαρά του ... (προφ.-συχνά ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον, έχει σε μεγάλο βαθμό στοιχεία που τον ικανοποιούν: Αυτοκίνητα, ~ ~ των ανδρών. Το δωμάτιό της είναι ~ ~ παιδιού (: γεμάτο παιχνίδια). Πόλη που είναι ~ ~ αρχιτέκτονα., κάνω χαρά/χαρές/χαρούλες: εξωτερικεύω τη χαρά μου: Έκανε μεγάλη χαρά που μας είδε. Μας έκανε (πολλές) χαρές/χαρούλες (: μας υποδέχτηκε θερμά).|| Το τι χαρές έκανε με τα δώρα της, δεν λέγεται!|| Ε, ρε χαρές (= γλέντια) που έχουμε να κάνουμε!, μέσα/μες στην καλή/τρελή χαρά & (σπάν.) σαν την καλή χαρά (προφ.): πολύ χαρούμενος, κεφάτος: Είναι πάντα/ξύπνησε ~ ~., μετά χαράς (λόγ.): ευχαρίστως, πρόθυμα: Δέχομαι ~ ~., μια χαρά (προφ.): πολύ καλά, ωραία: -Πώς είσαι; -~ ~! Όλα πάνε ~ ~. ~ ~ τα κατάφερες/σε βλέπω. Τα βρήκαν ~ ~ μεταξύ τους. ~ ~ (= με τον καλύτερο δυνατό τρόπο) τη χειρίστηκε την υπόθεση.|| (ειρων.) ~ ~ θα ζήσεις και χωρίς εμένα.|| Γιατί τι έχει; ~ ~ παιδί είναι (: πολύ καλό).|| Θα μπορούσε ~ ~ (= κάλλιστα) να αδιαφορήσει, αλλά δεν το 'κανε., μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά (παροιμ.): η χαρά γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, όταν τη μοιραζόμαστε με κάποιον. Βλ. μοιρασμένη λύπη, μισή λύπη., πετώ/πηδώ απ' τη χαρά μου/από χαρά (μτφ.-επιτατ.): είμαι πάρα πολύ χαρούμενος, πανευτυχής: Πέταξε ~ ~, όταν έμαθε ότι ...|| -Χαίρεσαι; -Ε, δεν πετώ κι ~ μου (= δεν τρελαίνομαι κιόλας). Κανονικά, θα 'πρεπε να ~άς από χαρά., στις χαρές/στη χαρά σου! (ευχετ., συνήθ. ως πρόποση): και στα δικά σου!: Άντε, και ~ ~! ~ ~ σας οι λεύτεροι!, χαρά θεού (προφ.): όμορφος καιρός, λιακάδα· κατ' επέκτ. για κάτι πολύ όμορφο, ευχάριστο: ~ ~ σήμερα! Είναι/έχει ~ ~ έξω, πάμε βόλτα;|| ~ ~ η φύση!, χαρά μου: οικεία προσφώνηση: Ό,τι θέλεις, ~ ~!, χαρά σ' αυτόν/σ' εκείνον/στον ... που ... (προφ.-συνήθ. ειρων.): έχει κάθε λόγο να είναι ευτυχισμένος αυτός που ...: Χαρά στον άντρα που θα την πάρει!, χαρά στο κουράγιο/στην υπομονή σου (προφ.): απορώ πώς αντέχεις: ~ ~ που περίμενες τόσες ώρες/τον ανέχεσαι!, (την) κάνει (μια χαρά) τη δουλειά/(τη δουλίτσα) του βλ. δουλειά, γιορτές/χαρές και πανηγύρια βλ. γιορτή, εργασία και χαρά! βλ. εργασία, η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) βλ. τιμή, με γεια σου, με χαρά σου βλ. γεια, μια χαρά και δυο τρομάρες βλ. τρομάρα, σιγά το/χαρά στο πρά(γ)μα! βλ. πράγμα, της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη βλ. Κυριακή, χαρά και αγαλλίαση βλ. αγαλλίαση [< αρχ. χαρά]

οικονομία

οικονομία [οἰκονομία] οι-κο-νο-μί-α ουσ. (θηλ.) {οικονομιών} 1. ΟΙΚΟΝ. (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Ο) το σύστημα παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης υλικών αγαθών και υπηρεσιών μιας κοινωνίας, η οικονομική κατάσταση και δραστηριότητα κράτους ή περιοχής καθώς και η βέλτιστη κατανομή πόρων· γενικότ. κάθε οικονομικό σύστημα: ανταγωνιστική/βιομηχανική/βιώσιμη/γεωργική/δημόσια (ή κρατική)/δικτυακή/δυναμική/εθνική/ενεργειακή/ευρωπαϊκή (/κοινοτική)/εύρωστη/ισχυρή/ναυτιλιακή/παγκόσμια/παράνομη (= παρα~)/πραγματική (ΑΝΤ. εικονική)/πράσινη/τοπική/τουριστική/υγιής/φτωχή ~. Η ~ της αγοράς. Αναθέρμανση/ανάκαμψη/δείκτες/διάρθρωση/θωράκιση/συρρίκνωση/σχεδιασμός/ύφεση της ~ας. Νόμπελ ~ας. Αναδυόμενες/αναπτυγμένες/αναπτυσσόμενες/περιφερειακές/υπανάπτυκτες ~ες. ~ες του πλανήτη/υπό μετάβαση. Η πορεία της ~ας. Προώθηση του εμπορίου και άνοιγμα της ~ας. Μέτρα ενίσχυσης/στήριξης/τόνωσης της ~ας. Επιβραδύνθηκε/επιταχύνθηκε ο ρυθμός ανάπτυξης της ~ας της ευρωζώνης στο ... τρίμηνο του έτους ... Διεθνείς ~ες και Χρηματιστήριο. 2. (κατ' επέκτ.) η οικονομική επιστήμη, τα τμήματα διδασκαλίας της και το αντίστοιχο μάθημα· το σύνολο των σχολών και των δογμάτων της οικονομικής σκέψης: Σπουδές στην ~. Σχολή ~ας και Διοίκησης. Πβ. (χρηματο)οικονομικά, οικονομολογία. Βλ. μακρο~, μικρο~, νευρο~.|| (ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ.) Καπιταλιστική/κλασική/μαρξιστική/σοσιαλιστική ~. Βλ. -νομία. 3. περιορισμός εξόδων, αποφυγή σπατάλης και γενικότ. συνετή διαχείριση, χρήση ή δραστηριότητα με στόχο το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα: σκληρή ~ (= λιτότητα). ~ στο ηλεκτρικό/στα καύσιμα/στο νερό/στο χαρτί/στα χρήματα. ~ στην κατανάλωση ενέργειας. Κάνει ~, για να πάει διακοπές. (ΤΕΧΝΟΛ.) Λάμπα ~ας (= εξοικονόμησης ενέργειας).|| (μτφ.) ~ γλώσσας/δυνάμεων/λόγου/χρόνου/χώρου. Πβ. φειδώ. Βλ. εξοικονόμηση. 4. διάταξη και κατανομή των επιμέρους διαφορετικών στοιχείων ενός καλλιτεχνικού συνήθ. έργου με στόχο τη δημιουργία οργανωμένου, λειτουργικού συνόλου: αφηγηματική/θεατρική/σκηνική ~. Παράκαμψη δευτερευόντων ζητημάτων για λόγους ~ας του κειμένου. Βλ. προ~.οικονομίες (οι): αποταμιευμένο απόθεμα χρημάτων: αιματηρές ~. Χρόνια έκανε ~. Έχω μερικές ~ στην άκρη/στην τράπεζα. Χάθηκαν οι ~ μιας ζωής. [< αγγλ. savings] ● ΣΥΜΠΛ.: ελεγχόμενη οικονομία (κυρ. παλαιότ.): στην οποία το κράτος παρεμβαίνει και κατευθύνει την οικονομική δραστηριότητα: κεντρικά ~ ~. Η μετάβαση από την αυστηρά ~ ~ στην οικονομία της αγοράς. [< αγγλ. managed economy, 1969] , ελεύθερη οικονομία & οικονομία της (ελεύθερης) αγοράς: κατά την οποία ελαχιστοποιείται ο κρατικός παρεμβατισμός και επιτρέπεται η ελεύθερη σχετικά δράση της ιδιωτικής επιχείρησης, ο ανταγωνισμός και η ελεύθερη αγορά, ενώ αναγνωρίζεται η ιδιοκτησία: ανάπτυξη/αρχές/καθεστώς/σύστημα της ~ης ~ας. Ανοικτή και ~ ~. Η οικονομία της αγοράς διέπεται από το νόμο της προσφοράς και της ζ΄ητησης. Βλ. ελεύθερος ανταγωνισμός, καπιταλ-, φιλελευθερ-ισμός. [< αγγλ. free economy, 1946, free-market economy, 1947, market economy, 1918] , θεία οικονομία: ΘΕΟΛ. το θείο σχέδιο για την σωτηρία του κόσμου: Η ~ ~ εκφράζεται μέσα από το μυστήριο της ενανθρώπησης του Υιού και Λόγου του Θεού. Πβ. θεία πρόνοια., κοινωνική οικονομία & (κοινωνική) αλληλέγγυα οικονομία & οικονομία της αλληλεγγύης: ΟΙΚΟΝ.-ΟΙΚΟΛ. τομέας της οικονομίας στον οποίο δραστηριοποιούνται επιχειρήσεις, φορείς και οργανισμοί με στόχο την κοινωνική και οικονομική ένταξη των ευπαθών ομάδων, την καταπολέμηση της ανεργίας, την προώθηση της τοπικής ανάπτυξης και των εναλλακτικών μορφών επιχειρηματικότητας: Ανάπτυξη/προγράμματα της ~ής ~ας., κρυφή οικονομία 1. ΟΙΚΟΝ. τομέας της οικονομίας που περιλαμβάνει συναλλαγές οι οποίες (παρανόμως) δεν δηλώνονται στην Εφορία και δεν λαμβάνονται υπόψη στις επίσημες στατιστικές: Η ~ ~ αφορά πολλές επιχειρηματικές δραστηριότητες. 2. (σπάν.) οικονομία ή αποταμίευση που δεν είναι άμεσα εμφανής. [< αγγλ. hidden economy, 1930] , κυκλική οικονομία & πράσινη οικονομία: (ως πράσινο μοντέλο ανάπτυξης) παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών με ελαχιστοποίηση των αποβλήτων σε όλα τα στάδια παραγωγής. ΑΝΤ. γραμμική οικονομία. [< αγγλ. circular/green economy] , μικτή οικονομία: οικονομικό σύστημα στο οποίο ο δημόσιος τομέας συνυπάρχει με τον ιδιωτικό, κυρ. στον κλάδο των επιχειρήσεων., νέα/ψηφιακή οικονομία: που βασίζεται στον παγκόσμιο ιστό· το σύνολο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που υλοποιούνται με βάση την αμφίδρομη ψηφιακή επικοινωνία· το αντίστοιχο διδασκόμενο μάθημα: ~ ~ της γνώσης και της πληροφορίας. ~ ~ και παγκοσμιοποίηση. Βλ. ηλεκτρονικό επιχειρείν. [< αγγλ. new/digital economy] , περιβαλλοντική οικονομία & οικονομία του περιβάλλοντος: κλάδος της οικονομικής επιστήμης που εστιάζει κυρίως σε περιβαλλοντικά θέματα. Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας. [< αγγλ. environmental economics] , αγροτική οικονομία βλ. αγροτικός, ανοιχτή οικονομία βλ. ανοιχτός, γραμμική οικονομία βλ. γραμμικός, ιδιωτική οικονομία βλ. ιδιωτικός, κλειστή αγροτική οικονομία βλ. κλειστός, κλειστή οικονομία βλ. κλειστός, οικιακή οικονομία βλ. οικιακός, οικονομίες κλίμακας βλ. κλίμακα, πολιτική οικονομία βλ. πολιτικός, υπερθέρμανση της οικονομίας βλ. υπερθέρμανση ● ΦΡ.: κατ' οικονομία(ν) (λόγ.): με σχέδιο και συγκεκριμένο στόχο: ~ ~ διευθέτηση/λύση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ ~ Θεού. Πβ. κατ' ανάγκη(ν)/εξ ανάγκης. [< 1: μτγν. οἰκονομία, γαλλ. économie, αγγλ. economy 3: αρχ. οἰκονομία 4: μτγν. ~]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.