Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 17 εγγραφές  [0-17]


  • διδυμία δι-δυ-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΚΡΥΣΤ. σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου ορυκτού, ώστε να παρουσιάζουν συμμετρία. Βλ. πολυδυμία. 2. ΙΑΤΡ. καρδιακή αρρυθμία κατά την οποία κάθε φυσιολογικός παλμός ακολουθείται από μία έκτακτη συστολή. [< 1: αγγλ. twinning 2: αγγλ. bigeminy, περ. 1923]
  • κρυσταλλικός , ή, ό κρυ-σταλ-λι-κός επίθ.: ΚΡΥΣΤ. που σχετίζεται με τους κρυστάλλους και ιδ. τη σύστασή τους: ~ή: δομή/ένωση/ζάχαρη/ινσουλίνη/ουσία/σκόνη/σόδα. ~ό: αλκαλοειδές/νερό (: που περιέχει ένυδρες ~ές ενώσεις)/οξύ/πυρίτιο/στερεό/σύστημα/σώμα. ~οί: ασβεστόλιθοι. ~ές: μορφές (βλ. πολυμορφισμός). ~ά: πετρώματα (βλ. γρανίτης). Βλ. μικρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: κρυσταλλικό πλέγμα βλ. πλέγμα [< γαλλ. cristallin, αγγλ. crystallic]
  • κρυσταλλικότητα κρυ-σταλ-λι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΚΡΥΣΤ. η ιδιότητα του κρυσταλλικού: βαθμός ~ας. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. cristallinité, αγγλ. crystallinity]
  • κρυσταλλογραφία κρυ-σταλ-λο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Κ): ΚΡΥΣΤ. κλάδος που μελετά την ανάπτυξη, τη δομή και τις ιδιότητες των κρυστάλλων: γεωμετρική ~. ~ ακτίνων Χ. Βλ. -γραφία. [< γαλλ. cristallographie, αγγλ. crystallography]
  • κρυσταλλογραφικός , ή, ό κρυ-σταλ-λο-γρα-φι-κός επίθ.: ΚΡΥΣΤ. που σχετίζεται με την κρυσταλλογραφία: ~ή: ανάλυση/μελέτη. [< γαλλ. cristallographique, αγγλ. crystallographic(al)]
  • κρυσταλλοποίηση κρυ-σταλ-λο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. επιφανειακή κατεργασία μαρμάρων και μωσαϊκών με σκοπό να αποκτήσουν στιλπνότητα και μεγαλύτερη αντοχή. Βλ. αδιαβροχοποίηση, γυάλισμα, φινίρισμα. 2. ΚΡΥΣΤ. κρυστάλλωση. Βλ. -ποίηση. [< γαλλ. cristallisation]
  • κρύσταλλος κρύ-σταλ-λος ουσ. (αρσ.) {κρυστάλλ-ου} & (σπάν.) κρύσταλλος (η) 1. ΚΡΥΣΤ. στερεό σώμα με εσωτερική δομή αποτελούμενη από κανονικά επαναλαμβανόμενους, γεωμετρικούς, τρισδιάστατους σχηματισμούς ατόμων, μορίων ή ιόντων· ειδικότ. καθένας από τους ελάχιστους αυτούς σχηματισμούς: ~ άλατος.|| Ιοντικοί/μεταλλικοί/μοριακοί ~οι. ~οι πυριτίου/χιονιού. 2. ΟΡΥΚΤ. διαφανές και συνήθ. άχρωμο ορυκτό με κρυσταλλική δομή· κατ' επέκτ. κρύσταλλο: φυσικός ~. ~ σαπφείρου/χαλαζία. Ινώδεις ~οι. Βλ. αμέθυστος, λάπις, μικρο~, νανο~. ● ΣΥΜΠΛ.: υγροί κρύσταλλοι: ΚΡΥΣΤ. υλικό σε ρευστή μορφή με ιδιότητες μεταξύ υγρών και στερεών. [< αγγλ. liquid crystals] , οθόνη υγρών κρυστάλλων βλ. οθόνη, ορεία κρύσταλλος βλ. όρειος, φωτονικός κρύσταλλος βλ. φωτονικός [< αρχ. κρύσταλλος, γαλλ. cristal, αγγλ. crystal]
  • κρυστάλλωση κρυ-στάλ-λω-ση ουσ. (θηλ.): ΚΡΥΣΤ. δημιουργία κρυστάλλων κατά τη στερεοποίηση ενός υγρού: ~ του μελιού (= ζαχάρωμα, απο~)/του νερού.|| ~ αλάτων/πολυμερών. Θερμοκρασία ~ης. Βλ. ανα~.|| (σπάν.-μτφ.) Ιδεολογικές ~ώσεις. ● ΣΥΜΠΛ.: κλασματική κρυστάλλωση: ΧΗΜ. μέθοδος διαχωρισμού των συστατικών ενός διαλύματος ή καθαρισμού του, με τη χρήση διαλύτη ή μέσω ειδικής θερμοκρασίας. [< γαλλ. cristallisation fractionnée] [< μεσν. κρυστάλλωσις ΄μετατροπή σε πάγο΄, γαλλ. cristallisation, αγγλ. crystallization]
  • κυβικός , ή, ό κυ-βι-κός επίθ. 1. (επιστ.) που έχει σχήμα κύβου ή που σχετίζεται με τον κύβο: (ΦΥΣ.) ~ή: διαστολή στερεών.|| (ΚΡΥΣΤ.) ~ή: δομή (κρυστάλλου). Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στο ~ό σύστημα. 2. ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης που υπολογίζεται ή ορίζεται σε όγκο κύβου: ~ή: γιάρδα/ίντσα/παλάμη. ~ό: πόδι/χιλιοστό(μετρο). ~ό: χιλιόμετρο νερού/πάγου. 3. ΜΑΘ. υψωμένος στον κύβο (στην τρίτη δύναμη): ~ός: αριθμός (= τέλειος κύβος). ~ή: εξίσωση/καμπύλη. ~ά: πολυώνυμα. ● Ουσ.: κυβικά (τα) {σπάν. στον εν.}: ενν. μέτρα ή εκατοστά: δέκα ~ μπετόν/χαλίκι.|| (ΜΗΧΑΝΟΛ., για κινητήρες οχημάτων) Αυτοκίνητο/μηχανή ... ~ών. Πβ. κυβισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: κυβικό μέτρο/εκατοστό/δεκατόμετρο/χιλιοστόμετρο (συντομ. κ.μ./κ.εκ./κ.δεκ./κ. χιλ., σύμβ. m3/cm3/dm3/mm3): ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης όγκου η οποία ισούται με κύβο που η κάθε ακμή του είναι ίση με ένα μέτρο/εκατοστό/δεκατόμετρο. Βλ. λίτρο, τετραγωνικό δεκατόμετρο/εκατοστό/μέτρο/χιλιόμετρο. ● ΦΡ.: άραξε στα κυβικά σου! βλ. αράζω, δεν είναι για τα κιλά/κυβικά μου βλ. κιλό [< αρχ. κυβικός, γαλλ. cubique, αγγλ. cubic]
  • κυψελίδα κυ-ψε-λί-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΦΥΣΙΟΛ. ουσία που εκκρίνεται από τους σμηγματογόνους αδένες του έξω ακουστικού πόρου, για να διατηρεί εύκαμπτο τον τυμπανικό υμένα και να παρεμποδίζει την είσοδο βλαβερών στοιχείων στο αυτί. Πβ. βύσμα. ΣΥΝ. κερί (2) 2. ΤΕΧΝΟΛ. καθετί που έχει τη μορφή μικρής κυψέλης: ~ καυσίμου.κυψελίδες (οι) 1. ΦΥΣΙΟΛ. μικρές διευρύνσεις, κοιλότητες που εντοπίζονται στα βρογχιόλια και αποτελούν τη βασική λειτουργική μονάδα των πνευμόνων. 2. ΚΡΥΣΤ. οι δομικές μονάδες του κρυστάλλου. [< αρχ. κυψελίς, γαλλ. cellule]
  • μικρόλιθος μι-κρό-λι-θος ουσ. (αρσ.) 1. ΠΑΛΑΙΟΝΤ. μικρό λαξευμένο λίθινο εργαλείο από πυριτόλιθο ή οψιανό με ξύλινη ή οστέινη λαβή: προϊστορικός/τριγωνικός ~. 2. ΚΡΥΣΤ. μικροσκοπικός κρύσταλλος σε ηφαιστειακά πετρώματα. [< γαλλ. microlithe , αγγλ. microlith]
  • νανοκρύσταλλος να-νο-κρύ-σταλ-λος ουσ. (αρσ.) {συνήθ. στον πληθ.} : ΚΡΥΣΤ. κρύσταλλος με διαστάσεις νανοκλίμακας. Βλ. μικροκρύσταλλος. [< αγγλ. nanocrystal, 1984, γαλλ. nanocristal]
  • ορθομετρικός , ή, ό [ὀρθομετρικός] ορ-θο-με-τρι-κός επίθ. 1. ΓΕΩΔ. που υπολογίζεται με βάση το γεωειδές: ~ό: υψόμετρο. 2. ΚΡΥΣΤ. (για κρύσταλλο ή κρυσταλλική μορφή) που έχει άξονες οι οποίοι τέμνονται κάθετα. [< αγγλ. orthometric]
  • περιθλασίμετρο πε-ρι-θλα-σί-με-τρο ουσ. (ουδ.): ΚΡΥΣΤ. όργανο που αναλύει την ατομική δομή κρυσταλλικών συνήθ. ουσιών, καταγράφοντας την περίθλαση ακτίνων Χ, νετρονίων ή ηλεκτρονίων που διέρχονται μέσα από αυτές: αυτόματο/οπτικό ~. Βλ. -μετρο. [< αγγλ. diffractometer, 1909]
  • πλέγμα πλέγ-μα ουσ. (ουδ.) 1. κατασκευή που προκύπτει από την πλέξη υλικών, δημιουργώντας μια δικτυωτή δομή: αντικολλητικό/γαλβανισμένο/δομικό/μεταλλικό (πβ. συρματόπλεγμα)/μονωτικό/προστατευτικό/συνθετικό ~. ~ ενίσχυσης/εξαερισμού/καλωδίου/περιφράξεων. Νάιλον/συρμάτινο ~ για τα παράθυρα (πβ. σήτα). ~ οδικών αξόνων (: για συγκράτηση υλικών που κατολισθαίνουν· βλ. ξεσκάρωμα).|| (ΒΙΟΧ.) ~ από μόρια DNA (βλ. αλυσίδα).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Υπολογιστικό ~. 2. (μτφ.) σύνολο στοιχείων που συσχετίζονται ή/και αλληλεξαρτώνται, δίκτυο: ευρύ/θεσμικό/ιδεολογικό/κοινωνικό/νομικό/οικιστικό (βλ. συγκρότημα)/οικονομικό/περίπλοκο/πολιτικό/σύνθετο ~. ~ διαδικασιών/εξουσίας/μέτρων/προβλημάτων/πρωτοβουλιών/ρυθμίσεων/συμμαχιών/συμφερόντων/σχέσεων. Νομοθετικό ~ προστασίας του περιβάλλοντος. Δημιουργείται ένα αποτελεσματικό ~ ελέγχου της αγοράς. 3. σύμπλεγμα: ψυχολογικά ~ατα. ~ ανωτερότητας/κατωτερότητας. 4. ΑΝΑΤ. δίκτυο κυρ. νεύρων ή αγγείων: αυχενικό/βραχιόνιο/ιερό (βλ. ιερό οστό)/καρδιακό/κοιλιακό/νευρικό/οδοντικό/οσφυϊκό/πυελικό/φλεβικό ~. 5. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. ηλεκτρόδιο σε ελικοειδή περιέλιξη που περιβάλλει την κάθοδο σε έναν ηλεκτρονικό σωλήνα και παρεμβάλλεται στην πορεία των ηλεκτρονίων, ρυθμίζοντας τον αριθμό των διερχόμενων ηλεκτρονίων. ● ΣΥΜΠΛ.: κρυσταλλικό πλέγμα: ΚΡΥΣΤ. η διάταξη των ατόμων, ιόντων ή μορίων ενός κρυστάλλου. [< αγγλ. crystal lattice, 1926] , τροφικό πλέγμα: ΒΙΟΛ. το δίκτυο που απεικονίζει το σύνολο των τροφικών σχέσεων μεταξύ των οργανισμών ενός οικοσυστήματος: θαλάσσιο/μικροβιακό ~ ~. Σύμφωνα με την έρευνα, παρατηρείται σημαντική διαταραχή στο ~ ~ της λίμνης., ορθογώνιο πλέγμα βλ. ορθογώνιος [< 1: αρχ. πλέγμα 2: γαλλ. réseau 3,5: γερμ. Komplex 4: γαλλ. plexus]
  • πολυδυμία πο-λυ-δυ-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. -ΚΤΗΝ. πολύδυμη κύηση: φυλές προβάτων με υψηλή ~. 2. ΚΡΥΣΤ. σύμφυση πολλών κρυστάλλων του ίδιου ορυκτού, ώστε να παρουσιάζουν συμμετρία. Βλ. διδυμία.
  • πολυμορφισμός πο-λυ-μορ-φι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΒΙΟΛ. γενετική, δομική ή λειτουργική παραλλαγή που διαπιστώνεται ανάμεσα σε πληθυσμούς του ίδιου είδους. Βλ. γενετική ποικιλότητα. 2. ΧΗΜ.-ΚΡΥΣΤ. εμφάνιση μιας ουσίας με δύο ή περισσότερες διακριτές κρυσταλλικές μορφές. Βλ. αλλοτροπία, ισομορφισμός, -ισμός. [< γαλλ. polymorphisme, αγγλ. polymorphism]

αδιαβροχοποίηση

αδιαβροχοποίηση [ἀδιαβροχοποίηση] α-δι-α-βρο-χο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) (επιστ.): μετατροπή ενός υλικού σε αδιάβροχο: αδιαφανής/πλήρης ~. ~ δαπέδων/δερμάτων/κτιρίων. Βλ. -ποίηση. [< γαλλ. imperméabilisation]

αλλοτροπία

αλλοτροπία [ἀλλοτροπία] αλ-λο-τρο-πί-α ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) αλλοτροπισμός (ο): ΧΗΜ. εμφάνιση ενός στοιχείου με δύο ή περισσότερες διακριτές φυσικές μορφές: Ο άνθρακας εμφανίζει ~. Βλ. ισο-, πολυ-μορφισμός. [< γαλλ. allotropie, αγγλ. allotropy]

αμέθυστος

αμέθυστος, η, ο [ἀμέθυστος] α-μέ-θυ-στος επίθ.: που δεν έχει μεθύσει. Πβ. ξεμέθυστος. ΑΝΤ. μεθυσμένος (1) [< μτγν. ἀμέθυστος]

αράζω

αράζω [ἀράζω] α-ρά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άρα-ξα, -γμένος, αράζ-οντας} 1. (μτφ.-λαϊκό) κάθομαι χαλαρά, αδρανώ, ξεκουράζομαι: ~ στο γρασίδι/μπροστά στην τηλεόραση (πβ. θρονιάζομαι, στρογγυλοκάθομαι, στρώνομαι). ~ουν με τις ώρες στις καφετέριες. ~γμένος με τα πόδια πάνω στο γραφείο. Επιτέλους, να πάω ν' ~ξω στο σπιτάκι μου. Κάτσε κι ~ξε! (πβ. κουλάρω, χαλαρώνω)|| Η καρδιά μου ψάχνει ένα απάνεμο λιμάνι ν' ~ξει (= να βρει καταφύγιο). 2. οδηγώ σκάφος σε ασφαλές μέρος, ώστε να αγκυροβολήσει· (κατ' επέκτ. για όχημα) παρκάρω: ~ξε τη βάρκα σε απάνεμο μέρος. Πβ. ελλιμεν-, προσορμ-ίζω. Βλ. προσ~.|| (προφ.) Τα αυτοκίνητα ήταν ~γμένα στο γκαράζ (= παρκαρισμένα, σταθμευμένα).αράζει: (για πλεούμενο) ρίχνει άγκυρα: Το πλοίο ~ξε έξω από το λιμάνι. Το καΐκι ~ξε στην παραλία. Πβ. ελλιμενίζεται, ναυλοχεί, προσορμίζεται. ● ΦΡ.: άραξε στα κυβικά σου! (νεαν. αργκό): μην ξεπερνάς τα όρια, τις δυνατότητές σου: Όπα, μεγάλε, δεν σε παίρνει! ~ ~!, την αράζω (μτφ.-λαϊκό): κάθομαι αναπαυτικά, συνήθ. για μεγάλο χρονικό διάστημα: ~ ~ξε στον καναπέ και δεν σηκωνόταν., σία κι αράξαμε βλ. σία [< μεσν. αράζω]

γενετική

γενετική γε-νε-τι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ): ΒΙΟΛ. κλάδος που μελετά τους μηχανισμούς που διέπουν την κληρονομικότητα: αναπτυξιακή/βιοχημική/εξελικτική/κλινική/μικροβιακή/πληθυσμιακή ~ (: ~ των πληθυσμών)/ποσοτική (: μελετά την ποικιλότητα που παρουσιάζουν οι πληθυσμοί σε ποσοτικά χαρακτηριστικά, φαινότυπους). ~ του ανθρώπου/των φυτών. Βλ. βιο~, επι~, φυλο~, βιο-ηθική, -τεχνολογία, γονίδιο, DNA, RNA, κλωνοποίηση, κυτταρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: Αντίστροφη Γενετική: μεταβολή της γονιδιακής ακολουθίας γενετικού υλικού που είναι γνωστή, με σκοπό την ανάλυση του φαινοτύπου ενός οργανισμού ή τη διερεύνηση ασθενειών., Ιατρική Γενετική: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. επιστημονικός κλάδος ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη νόσων που οφείλονται σε γενετικούς παράγοντες., Μοριακή Γενετική: η οποία μελετά τη μοριακή δομή και λειτουργία των γονιδίων. [< αγγλ. molecular genetics, 1963] [< πβ. μτγν. γενετική 'γενική πτώση', γαλλ. génétique, 1911, αγγλ. genetics, 1905]

-γραφία

-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

διδυμία

διδυμία δι-δυ-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΚΡΥΣΤ. σύμφυση δύο κρυστάλλων του ίδιου ορυκτού, ώστε να παρουσιάζουν συμμετρία. Βλ. πολυδυμία. 2. ΙΑΤΡ. καρδιακή αρρυθμία κατά την οποία κάθε φυσιολογικός παλμός ακολουθείται από μία έκτακτη συστολή. [< 1: αγγλ. twinning 2: αγγλ. bigeminy, περ. 1923]

ιερό

ιερό [ἱερό] ι-ε-ρό ουσ. (ουδ.) 1. ΕΚΚΛΗΣ. χώρος του χριστιανικού ναού όπου βρίσκεται η Αγία Τράπεζα και ο οποίος χωρίζεται από τον κυρίως ναό με τέμπλο. Πβ. άβατο, τα Άγια των Αγίων, άδυτο, Ιερό/Άγιο Βήμα. Βλ. αψίδα, εικονοστάσι, κόγχη. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. ναός ή τόπος αφιερωμένος σε θεό ή θεότητες: το ~ της Αθηνάς/του Απόλλωνα. Το ~ της Ολυμπίας. Βωμός ~ού. Πβ. τέμενος. ● βλ. ιερός [< 1: μτγν. ἱερόν 2: αρχ. ~]

κιλό

κιλό κι-λό ουσ. (ουδ.) {κιλ-ού}: ΜΕΤΡΟΛ. η βασική μονάδα μέτρησης μάζας στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων που υποδιαιρείται σε χίλια γραμμάρια· συνεκδ. βάρος: δύο ~ά μήλα/πατάτες. Ένα ~ ψωμί (βλ. καρβέλι, φραντζόλα). Ένα τέταρτο του ~ού/μισό ~ (= μισόκιλο) σοκολατάκια. Γλυκά/τιμή ~ού. Κουτί/πακέτο/συσκευασίες του ενός ~ού. Ζυγίζω/είμαι εξήντα ~ά. Θέλω να αδυνατίσω/να χάσω δέκα ~ά.|| Απαλλάχθηκε από τα επιπλέον/παραπανίσια/περιττά ~ά. Διατηρείται/ήρθε/κρατιέται/παραμένει στα ~ά του (: στο κανονικό, συνηθισμένο βάρος του).|| (ΑΘΛ., στην άρση βαρών) Σήκωσε συνολικά ... ~ά. ● Υποκ.: κιλάκι (το) ● ΦΡ.: βρίσκω (κάποιον) στα κιλά μου (προφ.): κάνω σχέση ή τα βάζω με κάποιον που είναι στο ίδιο επίπεδο με εμένα., δεν είναι για τα κιλά/κυβικά μου (προφ.): ξεπερνά τα όρια των δυνατοτήτων μου. Βλ. άραξε στα κυβικά σου!, κατηγορία ... κιλών/στα ... κιλά: ΑΘΛ. (στην άρση βαρών, την πάλη, την πυγμαχία) για αθλητές με ίδιο περ. σωματικό βάρος: ελληνορωμαϊκή ανδρών: κατηγορία εξήντα κιλών. Πολύ καλή εμφάνιση πραγματοποίησε στα πενήντα πέντε ~ της ελευθέρας πάλης., με το κιλό 1. (μτφ.) για κάτι που βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες, αλλά συνήθ. είναι χαμηλής ποιότητας: (Πάρτε) παπούτσια/ρούχα ~ ~ (: με τον σωρό). Πβ. αβέρτα, με τη σέσουλα. 2. (παλαιότ.) (για τιμή) ανάλογα με το βάρος του εμπορεύματος: Αγοράζω/πουλώ ~ ~. ΑΝΤ. με το κομμάτι, τα έχει/πήρε τα κιλάκια του/της (προφ., συχνά ευφημ.): είναι παχουλός, παχύς. Βλ. εύσωμος., βάζω/παίρνω κιλά/βάρος βλ. παίρνω [< γαλλ. kilo (< συντομ. kilogramme)]

λίτρο

λίτρο λί-τρο ουσ. (ουδ.): ΜΕΤΡΟΛ. μονάδα μέτρησης του όγκου υγρών (σύμβ. l ή L), ίση με ένα κυβικό δεκατόμετρο: δύο ~α λάδι. Στα ... ευρώ το ~ η τιμή της βενζίνης.|| Μπουκάλι/συσκευασία του μισού ~ου. Βλ. χωρητικότητα.|| Ένα ~ γάλα/νερό (: περ. τέσσερα ποτήρια). Βλ. γαλόνι1, κιλό, μόδι, πίντα. Βλ. εκατό-, εκατοστό-, χιλιό-, χιλιοστό-λιτρο, μικρο~. [< μτγν. λίτρον, γαλλ.-αγγλ. litre]

-μετρο

-μετρο {-μετρου (σπάν. λόγ.) -μέτρου} β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών για τη δήλωση 1. οργάνου μέτρησης: αμπερό~/βαρό~/γωνιό~/διαστημό~/θερμιδό~ (πβ. -μετρητής)/θερμό~/μικρό~/παρκό~/παχύ~/πεδιό~/πιεσό~/υδρό~ (πβ. υδροδείκτης)/χρονό~/ψυχρό~. 2. μονάδας μήκους, πολλαπλάσιας ή υποπολλαπλάσιας του μέτρου: δεκά~/εκατοστό~. Xιλιό~.|| Yποδεκά~.

μικροκρύσταλλος

μικροκρύσταλλος μι-κρο-κρύ-σταλ-λος ουσ. (αρσ.) {κυρ. στον πληθ.}: ΧΗΜ.-ΟΡΥΚΤ. κρύσταλλος ορατός μόνο με μικροσκόπιο. [< αγγλ. micro-crystal, γαλλ. microcristal]

οθόνη

οθόνη [ὀθόνη] ο-θό-νη ουσ. (θηλ.) {οθονών} 1. ΤΕΧΝΟΛ. επιφάνεια ηλεκτρονικής συσκευής πάνω στην οποία προβάλλονται εικόνες ή/και δεδομένα· μόνιτορ: αναλογική/(κυρ. παλαιότ.) ασπρόμαυρη/διάφανη/έγχρωμη/επαγγελματική/επίπεδη/εύκαμπτη/θολωτή/κυρτή/μεγάλη/μεσαία/μικρή/πανοραμική/φθορίζουσα/φωτεινή/ψηφιακή ~. ~ αριθμομηχανής/θυροτηλεφώνου/κάμερας/μικροσκοπίου/ραντάρ/φωτογραφικής μηχανής. ~ ... ιντσών (: καθεμία από τις διαγωνίους της είναι ... ίντσες). Ασύρματο ακουστικό κινητού (τηλεφώνου) με ~. ~ ρυθμίσεων τζι-πι-ες. Ζυγαριά με ~. Τηλεόραση ευρείας ~ης. ~ες ελέγχου/μηδενικής κατανάλωσης/οροφής.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ γραφικών. ~ υψηλής/χαμηλής ανάλυσης. Κάρτα (: βοηθητική πλακέτα που καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας και την ποιότητα της εικόνας)/περιστροφή (: από οριζόντια σε κατακόρυφη θέση)/φόντο (πβ. ταπετσαρία) ~ης. Βραχίονας/προστατευτικό φίλτρο ~ης. (ειδικότ.) Αναγνώστης και (εικονικό) πληκτρολόγιο ~ης (: βασικά εργαλεία τυφλού, χρήστη Η/Υ). 2. ΤΕΧΝΟΛ. άσπρη συνήθ. επιφάνεια απεικόνισης ή αναπαραγωγής φωτογραφιών ή κινηματογραφικών εικόνων· συνεκδ. κινηματογράφος ή τηλεόραση: Χωρίς τα γυαλιά μου δεν βλέπω τίποτα στην ~.|| Ο σκηνοθέτης επιστρέφει στην ~ με ένα σίριαλ/μια ταινία σχετικά με ... Η συνέχεια επί της ~ης/στις ~ες σας. Βλ. γιγαντο~, προτζέκτορας, σελιλόιντ. 3. ΝΑΥΤ. ύφασμα κατασκευής ιστίων. Πβ. μουσαμάς. 4. ΤΥΠΟΓΡ. πλαίσιο που χρησιμοποιείται στην μεταξοτυπία. ● Υποκ.: οθονίτσα, οθονούλα (η). ● ΣΥΜΠΛ.: η μεγάλη οθόνη (μτφ.): ο κινηματογράφος: μεταφορά δημοφιλούς βιβλίου στη ~ ~. Πβ. πανί. [< γαλλ. le grand écran] , η μικρή οθόνη (μτφ.): η τηλεόραση. [< γαλλ. le petit écran] , μπλε οθόνη (θανάτου): ΠΛΗΡΟΦ. μήνυμα σφάλματος που εμφανίζεται από τα λειτουργικά συστήματα (ιδ. τα Windows) στην οθόνη ενός υπολογιστή, όταν συμβεί κάποιο ανεπανόρθωτο λάθος, με σκοπό τη διακοπή λειτουργίας του και την αποτροπή βλάβης. [< αγγλ. blue screen of death, 1993] , οθόνη αφής & επαφής: ΤΕΧΝΟΛ. που επιτρέπει την καταχώρηση δεδομένων και την ενεργοποίηση λειτουργιών σε ηλεκτρονικές συσκευές και μηχανήματα με την αφή ή με γραφίδα· ειδικότ. περιφερειακή συσκευή εισόδου σε υπολογιστή, με τη βοήθεια της οποίας ο χρήστης μπορεί εύκολα να μεταβιβάσει την επιλογή του: χωρητική ~ ~. [< αγγλ. touch screen, 1974] , οθόνη υγρών κρυστάλλων: ΤΕΧΝΟΛ. είδος λεπτής και επίπεδης οθόνης χαμηλής ισχύος που αποτελείται από πλέγμα κρυστάλλων των οποίων η ανακλαστικότητα ποικίλλει ανάλογα με την τάση που ασκείται σε αυτό: φωτιζόμενη ~ ~. ~ ~ σε αριθμομηχανή/κινητό τηλέφωνο/φορητό υπολογιστή/ψηφιακό ρολόι. Πληκτρολόγιο/τηλεχειριστήριο με ~ ~. Βλ. υπέρλεπτος. [< αγγλ. Liquid Crystal Display (Screen) (LCD), 1968] , προφύλαξη οθόνης: ΠΛΗΡΟΦ. πρόγραμμα, συνήθ. αυτόματο, το οποίο ύστερα από διάστημα αδράνειας μαυρίζει την επιφάνεια οθόνης του υπολογιστή ή εμφανίζει σε αυτήν διαρκώς εναλλασσόμενη εικόνα, ώστε να εμποδίσει την καταστροφή του φωσφόρου της: Ρύθμιση του χρονικού διαστήματος, προτού ξεκινήσει η ~ ~. [< αγγλ. screen saver, 1981] , στιγμιότυπο οθόνης: ΠΛΗΡΟΦ. εικόνα που καταγράφει ό,τι εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή σε μια συγκεκριμένη στιγμή: αποθήκευση ~ου ~ης σε κινητό τηλέφωνο. [< αγγλ. screenshot/screen capture] , επιφάνεια οθόνης βλ. επιφάνεια, οθόνη πλάσματος βλ. πλάσμα, πανοραμική οθόνη βλ. πανοραμικός [< 1,2: αγγλ. screen, γαλλ. écran 3: αρχ. ὀθόνη ‘πανί ή λινό ύφασμα, ιστίο’]

όρειος

όρειος, α, ο [ὄρειος] ό-ρει-ος επίθ. (λόγ.): κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ορεία κρύσταλλος: ΟΡΥΚΤ. άχρωμη, διαυγής ποικιλία του χαλαζία η οποία χρησιμοποιείται για την κατασκευή οπτικών εξαρτημάτων και διακοσμητικών αντικειμένων. [< αρχ. ὄρειος ‘που προέρχεται από το βουνό’]

ορθογώνιος

ορθογώνιος, α, ο [ὀρθογώνιος] ορ-θο-γώ-νι-ος επίθ. 1. ΓΕΩΜ. που έχει ορθές γωνίες: ~ο: παραλληλεπίπεδο (: που όλες οι έδρες του είναι ~α παραλληλόγραμμα)/τραπέζιο (: με δύο ορθές γωνίες). Βλ. -γώνιος. 2. που έχει σχήμα ορθογώνιου παραλληλογράμμου: ~ος: ναός/περίβολος/πύργος/χώρος. ~α: αίθουσα/δεξαμενή/κάτοψη. ~ο: γήπεδο/κουτί/κτίσμα/πλαίσιο/τραπέζι. Βλ. τετραγωνικός. ● επίρρ.: ορθογώνια & (λόγ.) ορθογωνίως ● ΣΥΜΠΛ.: ορθογώνια πολυώνυμα: ΜΑΘ. σύστημα πολυωνύμων τα οποία είναι ορθογώνια ως προς μία μη αρνητική συνάρτηση βάρους., ορθογώνια υπερβολή: ΜΑΘ. υπερβολή της οποίας οι ασύμπτωτες είναι κάθετες μεταξύ τους. [< αγγλ. rectangular hyperbola] , ορθογώνιες συντεταγμένες: ΜΑΘ. σύστημα συντεταγμένων του οποίου οι άξονες τέμνονται κάθετα., ορθογώνιο παραλληλόγραμμο & ορθογώνιο: ΓΕΩΜ. τετράπλευρο που έχει όλες τις γωνίες του ορθές και τις απέναντι πλευρές του ίσες μεταξύ τους και παράλληλες. Βλ. κύβος., ορθογώνιο πλέγμα: ΠΛΗΡΟΦ. ορθογώνιο το οποίο χρησιμοποιείται για τη δημιουργία και επεξεργασία σχεδίων ή λογιστικών φύλλων., ορθογώνιο τρίγωνο: ΓΕΩΜ. του οποίου η μια γωνία είναι ορθή: ισοσκελές ~ ~. Βλ. αμβλυγώνιο, οξυγώνιο τρίγωνο., ορθή/ορθογραφική/ορθογώνια/ορθογωνική προβολή βλ. προβολή [< μτγν. ὀρθογώνιος, γαλλ.-αγγλ. orthogonal]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

πλέγμα

πλέγμα πλέγ-μα ουσ. (ουδ.) 1. κατασκευή που προκύπτει από την πλέξη υλικών, δημιουργώντας μια δικτυωτή δομή: αντικολλητικό/γαλβανισμένο/δομικό/μεταλλικό (πβ. συρματόπλεγμα)/μονωτικό/προστατευτικό/συνθετικό ~. ~ ενίσχυσης/εξαερισμού/καλωδίου/περιφράξεων. Νάιλον/συρμάτινο ~ για τα παράθυρα (πβ. σήτα). ~ οδικών αξόνων (: για συγκράτηση υλικών που κατολισθαίνουν· βλ. ξεσκάρωμα).|| (ΒΙΟΧ.) ~ από μόρια DNA (βλ. αλυσίδα).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Υπολογιστικό ~. 2. (μτφ.) σύνολο στοιχείων που συσχετίζονται ή/και αλληλεξαρτώνται, δίκτυο: ευρύ/θεσμικό/ιδεολογικό/κοινωνικό/νομικό/οικιστικό (βλ. συγκρότημα)/οικονομικό/περίπλοκο/πολιτικό/σύνθετο ~. ~ διαδικασιών/εξουσίας/μέτρων/προβλημάτων/πρωτοβουλιών/ρυθμίσεων/συμμαχιών/συμφερόντων/σχέσεων. Νομοθετικό ~ προστασίας του περιβάλλοντος. Δημιουργείται ένα αποτελεσματικό ~ ελέγχου της αγοράς. 3. σύμπλεγμα: ψυχολογικά ~ατα. ~ ανωτερότητας/κατωτερότητας. 4. ΑΝΑΤ. δίκτυο κυρ. νεύρων ή αγγείων: αυχενικό/βραχιόνιο/ιερό (βλ. ιερό οστό)/καρδιακό/κοιλιακό/νευρικό/οδοντικό/οσφυϊκό/πυελικό/φλεβικό ~. 5. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. ηλεκτρόδιο σε ελικοειδή περιέλιξη που περιβάλλει την κάθοδο σε έναν ηλεκτρονικό σωλήνα και παρεμβάλλεται στην πορεία των ηλεκτρονίων, ρυθμίζοντας τον αριθμό των διερχόμενων ηλεκτρονίων. ● ΣΥΜΠΛ.: κρυσταλλικό πλέγμα: ΚΡΥΣΤ. η διάταξη των ατόμων, ιόντων ή μορίων ενός κρυστάλλου. [< αγγλ. crystal lattice, 1926] , τροφικό πλέγμα: ΒΙΟΛ. το δίκτυο που απεικονίζει το σύνολο των τροφικών σχέσεων μεταξύ των οργανισμών ενός οικοσυστήματος: θαλάσσιο/μικροβιακό ~ ~. Σύμφωνα με την έρευνα, παρατηρείται σημαντική διαταραχή στο ~ ~ της λίμνης., ορθογώνιο πλέγμα βλ. ορθογώνιος [< 1: αρχ. πλέγμα 2: γαλλ. réseau 3,5: γερμ. Komplex 4: γαλλ. plexus]

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

πολυδυμία

πολυδυμία πο-λυ-δυ-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. -ΚΤΗΝ. πολύδυμη κύηση: φυλές προβάτων με υψηλή ~. 2. ΚΡΥΣΤ. σύμφυση πολλών κρυστάλλων του ίδιου ορυκτού, ώστε να παρουσιάζουν συμμετρία. Βλ. διδυμία.

φωτονικός

φωτονικός, ή, ό φω-το-νι-κός επίθ.: ΦΥΣ. -ΤΕΧΝΟΛ. που σχετίζεται με το φωτόνιο, που η λειτουργία του βασίζεται σε φωτόνια: ~ός: διακόπτης. ~ή: τεχνολογία. ~ό: μικροσκόπιο. ~ά: υλικά. ● Ουσ.: φωτονική (η): κλάδος που μελετά τις ιδιότητες και τις εφαρμογές των φωτονίων, κυρ. ως μέσων μετάδοσης πληροφοριών. [< αγγλ. photonics, 1952] ● ΣΥΜΠΛ.: φωτονικός κρύσταλλος: ΦΥΣ. περιοδική διάταξη που αποτελείται από υλικά με διαφορετική διηλεκτρική σταθερά και μεταβαλλόμενο δείκτη διάθλασης. [< αγγλ. photonic, 1938, γαλλ. photonique, 1942]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.