Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 30 εγγραφές  [0-20]


  • αγαλαξία [ἀγαλαξία] α-γα-λα-ξί-α ουσ. (θηλ.) & αγαλακτία: ΙΑΤΡ. απουσία ή διακοπή παραγωγής μητρικού γάλακτος κατά την περίοδο του θηλασμού: επιλόχεια ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λοιμώδης αγαλαξία: ΚΤΗΝ. ασθένεια των αιγοπροβάτων. [< γαλλ. agalactie/agalaxie contagieuse] [< αρχ. ἀγαλαξία, ἀγαλακτία, γαλλ. agalactie, agalaxie, αγγλ. agalaxy, agalactia]
  • αγελάδα [ἀγελάδα] α-γε-λά-δα ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) γελάδα 1. το θηλυκό του βοδιού μετά την πρώτη γέννα: άσπρη/γαλακτοφόρος/μαύρη/παχιά ~. (Νωπό/παστεριωμένο/φρέσκο) γάλα/κοπριά/μαστάρια ~ας. Το μικρό της ~ας (= το μοσχάρι). ~ες γαλακτοπαραγωγής/ελευθέρας βοσκής/κρεατοπαραγωγής. Αρμέγω/εκτρέφω ~ες. Οι ~ες βόσκουν/μηρυκάζουν/μουκανίζουν. Αρμεκτήρια ~ων. Πβ. δαμάλα.|| (ειρων.) Έχει το βλέμμα της ~ας (: πνευματικά νωθρό άτομο). Βλ. ταύρος. 2. (μτφ.-υβριστ.) για παχύσαρκη, άχαρη και δυσκίνητη γυναίκα. Πβ. χοντρός. ● Υποκ.: αγελαδίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ασθένεια/νόσος των τρελών αγελάδων & (προφ.) τρελές αγελάδες: ΚΤΗΝ. σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών. [< αγγλ. mad cow disease, 1988] , ιερή αγελάδα (μτφ.): πρόσωπο, θεσμός, ζήτημα που κανείς δεν τολμά να θίξει. [< αγγλ. sacred cow, 1910, γερμ. heilige Kuh] ● ΦΡ.: βρήκε (α)γελάδα ν' αρμέγει (μτφ.): για κάποιον που απομυζά, εκμεταλλεύεται πρόσωπα ή καταστάσεις. ΣΥΝ. βρήκε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα, περίοδος/εποχή (των) ισχνών/παχιών αγελάδων (εσφαλμ. παχέων): περίοδος φτώχειας/ευμάρειας: Άρχισε/ήρθε/πέρασε/συνεχίζεται/τέλειωσε η ~ ~. Βλ. τότε που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. [< μεσν. αγελάδα]
  • αποπαρασίτωση [ἀποπαρασίτωση] α-πο-πα-ρα-σί-τω-ση ουσ. (θηλ.): ΚΤΗΝ. αγωγή, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, σε κατοικίδια ζώα, για την καταπολέμηση των ενδοπαρασίτων: προληπτική ~. ~ για ψύλλους και τσιμπούρια. ~ και εμβολιασμός/στείρωση των αδέσποτων. [< γαλλ. déparasitation]
  • ασθένεια [ἀσθένεια] α-σθέ-νει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας | -ών} (λόγ.): αρρώστια, νόσος: ανίατη/γενετική/διανοητική/εκφυλιστική/θανατηφόρα/ιάσιμη/κληρονομική/μεταδοτική/μολυσματική/νεοπλασματική/πολυπαραγοντική/χρόνια ~. Ιογενείς ~ες. ~ του αναπνευστικού. Ανακούφιση/διάγνωση/εξέλιξη/κρούσματα/παρακολούθηση/πρόληψη/συμπτώματα μιας ~ας. Φάρμακο κατά της ~ας ... Άδεια/βιβλιάριο/επίδομα/παροχές ~είας. Φορείς ~ών. Κόλλησε/μετέφερε την ~. Πάσχει/προσβλήθηκε/υποφέρει από ~. Η ~ εκδηλώθηκε/εξαπλώθηκε. Πβ. νόσημα, πάθηση. Βλ. μυ~, νευρ~.|| (ΚΤΗΝ.) Παρασιτική ~. (ΓΕΩΠ.) ~ των δέντρων/του φυλλώματος. ~ του αμπελιού (π.χ. περονόσπορος, φυλλοξήρα). ~ες καλλωπιστικών φυτών. Μυκητολογικές ~ες λαχανικών.|| (μτφ.) Κοινωνική/πνευματική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: διπλωματική ασθένεια: σε περιπτώσεις που κάποιος προφασίζεται ότι είναι άρρωστος, για να αποφύγει δυσάρεστη κατάσταση: σκηνοθετημένη ~ ~., επαγγελματική ασθένεια & νόσος: που οφείλεται στη φύση ορισμένων επαγγελμάτων. Βλ. αμιάντωση, βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, ιατρική της εργασίας. [< αγγλ. occupational disease, 1901, occupational illness] , παιδική ασθένεια/αρρώστια 1. ΙΑΤΡ. που προσβάλλει κυρ. παιδιά. Βλ. ανεμοβλογιά, ιλαρά, κοκίτης, οστρακιά, παρωτίτιδα. 2. (μτφ.-συνήθ. ειρων.) αρνητικό στοιχείο που δηλώνει ανωριμότητα, επιπολαιότητα, απειρία: (στο μπάσκετ) Η ~ ~ των πολλών χαμένων βολών., ασθένεια του φιλιού βλ. φιλί, ασθένεια/νόσος του ύπνου βλ. ύπνος, ασθένεια/νόσος των τρελών αγελάδων βλ. αγελάδα, αυτοάνοσο νόσημα/αυτοάνοση ασθένεια/νόσος βλ. αυτοάνοσος, γρίπη των πτηνών/των πουλερικών βλ. πτηνό, ψυχική ασθένεια βλ. ψυχικός [< αρχ. ἀσθένεια, γαλλ. maladie, asthénie, αγγλ. asthenia]
  • αφθώδης , ης, ες [ἀφθώδης] α-φθώ-δης επίθ. {αφθώδ-ους | -εις (ουδ. -η)}: ΙΑΤΡ. που εκδηλώνεται με άφθες: ~ης: στοματίτιδα. Βλ. -ώδης. ● ΣΥΜΠΛ.: αφθώδης πυρετός: ΚΤΗΝ. οξεία, μεταδοτική και ιογενής ασθένεια που προσβάλλει κυρ. αιγοπρόβατα, βοοειδή και χοίρους. [< αρχ. ἀφθώδης, γαλλ. aphteux, αγγλ. aphthous]
  • βρουκέλα βρου-κέ-λα ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ.-ΚΤΗΝ. γένος βακτηρίων που προσβάλλουν τους αδένες διαφόρων ζώων (κυρ. αιγών, βοοειδών, χοίρων) και μέσω αυτών τον άνθρωπο. [< αγγλ. brucella, 1930, βρετανικό ανθρ. David Bruce]
  • βρουκέλωση βρου-κέ-λω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ.-ΚΤΗΝ. μελιταίος πυρετός. ΣΥΝ. κυματοειδής πυρετός [< αγγλ. brucellosis, 1930]
  • διροφιλαρίωση δι-ρο-φι-λα-ρί-ω-ση ουσ. (θηλ.): ΚΤΗΝ. σοβαρή παρασιτική ασθένεια του σκύλου και άλλων σαρκοφάγων, η οποία μεταδίδεται από μολυσμένα κουνούπια (ενδιάμεσοι ξενιστές) και παρατηρείται ιδιαίτερα στις θερμές και εύκρατες χώρες. Βλ. λεϊσμανίαση. [< αγγλ. dirofilariasis]
  • διστομίαση δι-στο-μί-α-ση ουσ. (θηλ.): ΚΤΗΝ. -ΙΑΤΡ. ηπατική ασθένεια ανθρώπων και ζώων, κυρ. των μηρυκαστικών. ΣΥΝ. κλαπάτσα [< γαλλ. distomiase, αγγλ. distomiasis]
  • ενζωοτικός , ή, ό [ἐνζῳοτικός] εν-ζω-ο-τι-κός επίθ.: ΚΤΗΝ. που σχετίζεται με λοιμώδες νόσημα το οποίο προσβάλλει ένα ή περισσότερα είδη ζώων συγκεκριμένης περιοχής: ~ή: εγκεφαλομυελίτιδα/λεύκωση (βοοειδών)/πνευµονία (των χοίρων). [< γαλλ. enzootique, αγγλ. enzootic]
  • επιζωοτία [ἐπιζωοτία] ε-πι-ζω-ο-τί-α ουσ. (θηλ.): ΚΤΗΝ. επιδημία που προσβάλλει ζώα: η ~ του αφθώδους πυρετού/της γρίπης των πτηνών/της πανώλης των χοίρων. Βλ. ζωονόσος. [< γαλλ. épizootie, αγγλ. epizooty]
  • καταρροϊκός , ή, ό κα-ταρ-ρο-ϊ-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την καταρροή: ~ή: ρινίτιδα/ωτίτιδα. ● ΣΥΜΠΛ.: καταρροϊκός πυρετός: ΚΤΗΝ. ιογενής λοίμωξη που προσβάλλει αιγοπρόβατα και βοοειδή και μεταδίδεται με κουνούπια του γένους Culicoides. Πβ. κόρυζα. Βλ. αφθώδης πυρετός, επιζωοτία. ΣΥΝ. νόσος της κυανής γλώσσας [< αρχ. καταρροϊκός, γαλλ.-αγγλ. catarrhal, γερμ. katarrhalisch]
  • κοκκιδίωση κοκ-κι-δί-ω-ση ουσ. (θηλ.) & κοκκιδίαση: ΚΤΗΝ. παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει θηλαστικά, πουλιά και ανθρώπους με βασικό σύμπτωμα τη βλεννώδη έως υδαρή διάρροια, την απώλεια βάρους και την αδυναμία: ~ σε κοτόπουλα/νεοσσούς. ~ της γάτας/του κουνελιού. Το εμβόλιο/το μικρόβιο της ~ης. Βλ. σαλμονέλωση. [< γαλλ. coccidiose, αγγλ. coccidiosis]
  • κτηνιατρική κτη-νι-α-τρι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Κ): ΚΤΗΝ. επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη φροντίδα της υγείας των κατοικίδιων κυρ. ζώων. Βλ. ζωοτεχνία, -ιατρική. [< γαλλ. médecin vétérinaire]
  • κτηνιατρικός , ή, ό κτη-νι-α-τρι-κός επίθ.: ΚΤΗΝ. που σχετίζεται με την κτηνιατρική ή/και τον κτηνίατρο: ~ός: εξοπλισμός/σύλλογος. ~ή: αγωγή/εξέταση/επιθεώρηση/επιτροπή/Εταιρεία/κλινική/μονάδα/περίθαλψη/συνταγή/σχολή/υπηρεσία. ~ό: εργαστήριο/κέντρο. ~οί: έλεγχοι. ~ές: Αρχές. ~ά: είδη/φάρμακα. Βλ. αστυ~, -ιατρικός.
  • κυματοειδής , ής, ές κυ-μα-το-ει-δής επίθ. (λόγ.): που μοιάζει με κύμα ως προς τη μορφή ή την κίνησή του, κυματιστός: ~ής: σωλήνας (: σπιράλ). ~ής: γραμμή/επιφάνεια/καμπύλη. ~ές: έλασμα/χαρτί (= οντουλέ)/χαρτόνι. ~είς: κινήσεις. ~ή: φύλλα. Βλ. -ειδής, καμπυλοειδής. ΑΝΤ. ευθύς (1), ίσιος (1) ● επίρρ.: κυματοειδώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: κυματοειδής πυρετός: ΙΑΤΡ. -ΚΤΗΝ. μελιταίος πυρετός. ΣΥΝ. βρουκέλωση [< γαλλ. fièvre ondulante] , κυματοειδής παύλα βλ. παύλα [< αρχ. κυματοειδής ‘θυελλώδης, τρικυμιώδης’]
  • λιστερίωση λι-στε-ρί-ω-ση ουσ. (θηλ.) & λιστερίαση: ΙΑΤΡ. -ΚΤΗΝ. σοβαρή ζωονόσος που προσβάλλει κυρ. τα αιγοπρόβατα, οφείλεται στο βακτήριο λιστέρια και μπορεί να μεταδοθεί στον άνθρωπο είτε μέσω απευθείας επαφής με το μολυσμένο ζώο είτε με κατανάλωση μολυσμένων τροφίμων ζωικής ή φυτικής προέλευσης. [< αγγλ. listeriosis, 1941, γαλλ. listériose, 1950]
  • μάλη2 μά-λη ουσ. (θηλ.): ΚΤΗΝ. λοιμώδης και συχνά θανατηφόρος νόσος, κυρ. των ιπποειδών, η οποία οφείλεται στο βακτήριο Burkholderia mallei και μεταδίδεται σπάνια στον άνθρωπο μέσω επαφής με μολυσμένο ζώο.
  • μελιταίος , α, ο [μελιταῖος] με-λι-ταί-ος επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: μελιταίος πυρετός: ΙΑΤΡ.-ΚΤΗΝ. λοιμώδες νόσημα που μεταδίδεται από μολυσμένους ιστούς ή γαλακτοκομικά προϊόντα, προσβάλλει κατοικίδια ζώα και μέσω αυτών τον άνθρωπο (ζωοανθρωπονόσος), προκαλώντας χαμηλό πυρετό, κόπωση και εφιδρώσεις. Βλ. λιστέρια, σαλμονέλα, σιγκέλα. ΣΥΝ. βρουκέλωση, κυματοειδής πυρετός [< γαλλ. fièvre de Malte] [< αρχ. Μελιταῖος]
  • μόρβα μόρ-βα ουσ. (θηλ.): ΚΤΗΝ. νόσος των σκύλων, γνωστή και ως ιός του Καρέ, που μεταδίδεται κυρ. από την επαφή του κουταβιού με άρρωστα σκυλιά. [< ιταλ. morva]

αγελάδα

αγελάδα [ἀγελάδα] α-γε-λά-δα ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) γελάδα 1. το θηλυκό του βοδιού μετά την πρώτη γέννα: άσπρη/γαλακτοφόρος/μαύρη/παχιά ~. (Νωπό/παστεριωμένο/φρέσκο) γάλα/κοπριά/μαστάρια ~ας. Το μικρό της ~ας (= το μοσχάρι). ~ες γαλακτοπαραγωγής/ελευθέρας βοσκής/κρεατοπαραγωγής. Αρμέγω/εκτρέφω ~ες. Οι ~ες βόσκουν/μηρυκάζουν/μουκανίζουν. Αρμεκτήρια ~ων. Πβ. δαμάλα.|| (ειρων.) Έχει το βλέμμα της ~ας (: πνευματικά νωθρό άτομο). Βλ. ταύρος. 2. (μτφ.-υβριστ.) για παχύσαρκη, άχαρη και δυσκίνητη γυναίκα. Πβ. χοντρός. ● Υποκ.: αγελαδίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ασθένεια/νόσος των τρελών αγελάδων & (προφ.) τρελές αγελάδες: ΚΤΗΝ. σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών. [< αγγλ. mad cow disease, 1988] , ιερή αγελάδα (μτφ.): πρόσωπο, θεσμός, ζήτημα που κανείς δεν τολμά να θίξει. [< αγγλ. sacred cow, 1910, γερμ. heilige Kuh] ● ΦΡ.: βρήκε (α)γελάδα ν' αρμέγει (μτφ.): για κάποιον που απομυζά, εκμεταλλεύεται πρόσωπα ή καταστάσεις. ΣΥΝ. βρήκε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα, περίοδος/εποχή (των) ισχνών/παχιών αγελάδων (εσφαλμ. παχέων): περίοδος φτώχειας/ευμάρειας: Άρχισε/ήρθε/πέρασε/συνεχίζεται/τέλειωσε η ~ ~. Βλ. τότε που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. [< μεσν. αγελάδα]

αμιάντωση

αμιάντωση [ἀμιάντωση] α-μι-ά-ντω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. επαγγελματική νόσος που προσβάλλει τους πνεύμονες και οφείλεται στην εισπνοή σκόνης αμιάντου. Βλ. πνευμονοκονίαση. [< αγγλ. asbestosis, 1927]

ανεμοβλογιά

ανεμοβλογιά [ἀνεμοβλογιά] α-νε-μο-βλο-γιά ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. μεταδοτική εξανθηματική και συνήθ. επιδημική νόσος που εμφανίζεται κυρ. σε παιδιά και οφείλεται σε ιό: ουλές/σημάδια από ~. Βλ. έρπης ζωστήρ, ερυθρά, ευλογιά, ιλαρά, κοκίτης, μαγουλάδες, οστρακιά. [< γαλλ. varicelle]

αυτοάνοσος

αυτοάνοσος, η, ο [αὐτοάνοσος] αυ-το-ά-νο-σος επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την αυτοανοσία: ~ος: διαβήτης. ~η: αντίδραση/διαταραχή/ηπατίτιδα. ~ο: σύνδρομο. ● ΣΥΜΠΛ.: αυτοάνοσο νόσημα/αυτοάνοση ασθένεια/νόσος: που οφείλεται σε αντισώματα τα οποία παράγει το σώμα εναντίον των δικών του κυττάρων ή ιστών. Βλ. σκλήρυνση κατά πλάκας. [< αγγλ. autoimmune, 1952, γαλλ. auto-immun, 1973]

αφθώδης

αφθώδης, ης, ες [ἀφθώδης] α-φθώ-δης επίθ. {αφθώδ-ους | -εις (ουδ. -η)}: ΙΑΤΡ. που εκδηλώνεται με άφθες: ~ης: στοματίτιδα. Βλ. -ώδης. ● ΣΥΜΠΛ.: αφθώδης πυρετός: ΚΤΗΝ. οξεία, μεταδοτική και ιογενής ασθένεια που προσβάλλει κυρ. αιγοπρόβατα, βοοειδή και χοίρους. [< αρχ. ἀφθώδης, γαλλ. aphteux, αγγλ. aphthous]

-ειδής

-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.

ζωονόσος

ζωονόσος ζω-ο-νό-σος ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κάθε ασθένεια ή λοιμώδης νόσος που προσβάλλει τα ζώα και μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο. Πβ. ανθρωποζωο-, ζωοανθρωπο-νόσος. Βλ. επιζωοτία, λεπτοσπείρωση, λιστερίωση, μελιταίος πυρετός, τοξοπλάσμωση, τουλαραιμία. [< γαλλ. zoonose, 1953, αγγλ. zoonosis]

ζωοτεχνία

ζωοτεχνία ζω-ο-τε-χνί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Ζ): ΖΩΟΤ. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μελέτη των συνηθειών και των μεθόδων αναπαραγωγής των κατοικίδιων κυρ. ζώων, καθώς και με τα μέσα βελτίωσης του είδους και των συνθηκών εκτροφής τους. Βλ. -τεχνία. [< γαλλ. zootechnie, αγγλ. zootechny]

λεϊσμανίαση

λεϊσμανίαση λε-ϊ-σμα-νί-α-ση ουσ. (θηλ.) & λεϊσμανίωση: ΙΑΤΡ. λοιμώδες παρασιτικό νόσημα, που οφείλεται στη λεϊσμάνια: δερματική/σπλαγχνική ~. ~ του ανθρώπου/σκύλου (= καλααζάρ). Βλ. -ίαση. [< αγγλ. leishmaniasis, 1907]

λιστέρια

λιστέρια λι-στέ-ρι-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. gram θετικό βακτήριο (επιστ. ονομασ. Listeria monocytogenes) που προκαλεί λιστερίωση: ζαμπόν/τυρί με ~. Βλ. καμπυλοβακτηρίδιο, σαλμονέλα, σιγκέλα. [< αγγλ. listeria, 1952, γαλλ. ~, 1955]

παύλα

παύλα [παῦλα] παύ-λα ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. σημείο στίξης που χρησιμοποιείται για την παρεμβολή (παρενθετικής ή αυτοτελούς) φράσης ή πρότασης σε κείμενο, την αλλαγή ομιλητή σε διάλογο, την ένωση δύο λέξεων που εκφέρονται μαζί ή το χώρισμα συλλαβών: διπλή ~ (--). Μεγάλη ~ (–) ή κεραία. Μικρή ~ (-). Κάτω ~ (_). Ανάμεσα σε ~ες. Βλ. ενωτικό, κόμμα, παρένθεση, τελεία. ● Υποκ.: παυλίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κυματοειδής παύλα: ΛΕΞΙΚΟΓΡ. σύμβολο (~) που αντικαθιστά την κεφαλή (υπο)λήμματος, συμπλόκου ή έκφρασης. ΣΥΝ. τίλντα ● ΦΡ.: τελεία και παύλα βλ. τελεία [< αρχ. παῦλα ‘παύση, διακοπή, τέλος’, γαλλ. tiret]

πτηνό

πτηνό πτη-νό ουσ. (ουδ.) (επίσ.): ΟΡΝΙΘ. πουλί: άγρια/αποδημητικά/αρπακτικά/εξωτικά/επιδημητικά/μεταναστευτικά/μικρά ~ά. Παρυδάτια/υδρόβια ~ά. ~ά συντροφιάς (: καναρίνι, παπαγάλος). Ταΐστρες/φωλιές ~ών. ΣΥΝ. πετούμενα ● ΣΥΜΠΛ.: γρίπη των πτηνών/των πουλερικών & νόσος/ασθένεια των πτηνών/των πουλερικών: ΚΤΗΝ. -ΙΑΤΡ. γρίπη που προκαλείται από τον ιό Η5Ν1, προσβάλλει πτηνά και σπανιότ. χοίρους και μεταδίδεται από ζώο σε ζώο ή σε άνθρωπο. [< αγγλ. avian influenza, 1965, bird flu, 1972] , παραδείσια πουλιά βλ. παραδείσιος, ωδικά πτηνά βλ. ωδικός [< αρχ. πτηνόν]

σαλμονέλωση

σαλμονέλωση σαλ-μο-νέ-λω-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. λοίμωξη που οφείλεται στη σαλμονέλα: (μη) τυφική ~. Η ~ ως τροφιμογενές νόσημα. [< αγγλ. salmonellosis, 1913]

ταύρος

ταύρος [ταῦρος] ταύ-ρος ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. αρσενικό βόδι που προορίζεται για αναπαραγωγή: εκτροφή ~ων. Βλ. αγελάδα.|| (ΑΡΧ.-ΛΑΟΓΡ.) Θυσία ~ου (= ταυροθυσία). 2. ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Τ) αστερισμός του Βόρειου Ημισφαιρίου· το δεύτερο από τα ζώδια του ζωδιακού κύκλου (21 Απριλίου-20 Μαΐου) μεταξύ Κριού και Διδύμων· {κ. θηλ. προφ. ταυρίνα} (συνεκδ.) ο αστρολογικός χαρακτηρισμός του προσώπου που έχει γεννηθεί αυτή την περίοδο. Βλ. Πλειάδες. 3. (μτφ.) δυνατός ή εξοργισμένος άνδρας: Δεν τον φοβάμαι στη δουλειά, είναι ~ (πβ. σκύλος).|| Όρμηξε (καταπάνω του) σαν ~ σε κόκκινο πανί. Κατέφτασε σαν αφηνιασμένος ~. Βλ. τίγρη. ● Υποκ.: ταυράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: μαινόμενος ταύρος (λόγ.): έξαλλoς, εξαγριωμένος άνθρωπος: Όταν νευριάσει γίνεται ~ ~. Όρμησε σαν ~ ~ στον αγωνιστικό χώρο. ● ΦΡ.: πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα: αντιμετωπίζω με ταχύτητα και αποφασιστικότητα μια δύσκολη κατάσταση., σαν ταύρος σε υαλοπωλείο & (λόγ.) ως ταύρος εν υαλοπωλείω: για άτομο που αντιδρά ανεξέλεγκτα και παρορμητικά, προξενώντας καταστροφές σε έναν χώρο: Μπήκε/μπούκαρε μέσα ~ ~. Χίμηξε ~ ~ και τα διέλυσε όλα. [< αρχ. ταῦρος]

τότε

τότε τό-τε επίρρ. & (λαϊκό) τότες & ετότε 1. σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο του παρελθόντος ή του μέλλοντος: ~ τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Θυμάσαι ~ που ... Ήταν ~ που είχε πρωτοέρθει στην Αθήνα. ~ ήμουν είκοσι χρονών. Δεν υπήρχαν τόσες ανέσεις ~. Δεν έχω τις ίδιες απόψεις που είχα ~. Όπως ~, έτσι και τώρα ...|| Θα περάσουν τα χρόνια και ~ θα καταλάβουν. 2. (εμφατ.) εκείνη τη στιγμή: Και ~ άρχισε να βρέχει. ~ πήρε το θάρρος και μίλησε. Σηκώνεται ~ κι αυτός και βγαίνει έξω. Νευριάζει με το παραμικρό και ~ είναι δύσκολο να τον συγκρατήσεις. Μου το είπε δεύτερη φορά και πάλι ~ δεν έδωσα σημασία. 3. σε αυτή την περίπτωση: Αλλά ~ γεννιέται το ερώτημα ... Πες πως έρχεται ξαφνικά, τι κάνουμε ~; Αν δεν έχει αυτός την ευθύνη, ~ ποιος την έχει; Δεν σου αρέσει; Ε, ~ λοιπόν, άλλαξέ το. Αν είχαν παίξει καλά, ~ θα είχαμε κερδίσει.|| (ειρων.) Αν αυτός είναι επιστήμονας, ~ εγώ είμαι αστροναύτης (: όσο αυτός είναι ..., άλλο τόσο είμαι και εγώ ...). 4. (ως επίθ., + άρθ.) για κάποιον ή κάτι που εντάσσεται στην χρονική περίοδο στην οποία αναφέρεται ο ομιλητής: ο ~ αρμόδιος/διευθυντής/επικεφαλής/πρέσβης/πρόεδρος. Η ~ διοίκηση/ηγεσία/κατάσταση/κυβέρνηση. Οι ~ συνεργάτες. Οι ~ (= τοτινές) συνθήκες. Τα ~ δεδομένα/στελέχη. ● Ουσ.: τότε (το): οι συνθήκες που ίσχυαν παλαιότερα, το παρελθόν: Συγκρίνοντας το ~ και το σήμερα. Οι δύο γενιές συναντώνται και μιλούν για το ~ και το τώρα. ● ΦΡ.: από τότε: από εκείνη τη χρονική στιγμή ή περίοδο: ~ ~ μέχρι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει. ~ ~ που μετακόμισε, έχουμε χαθεί (πβ. αφότου). Πέρασαν είκοσι χρόνια ~ ~ που τον είδα τελευταία φορά., ε/εμ τότε (προφ.): για δήλωση συμπεράσματος: ~ ~ δεν διαφωνούμε! ~ ~ φταίνε αυτοί. Πβ. λοιπόν, μα., ως/μέχρι τότε: μέχρι ένα χρονικό σημείο: ~ ~ έχουμε πολλά ακόμα να μάθουμε. Ήταν η μεγαλύτερη διαδήλωση που είχε γίνει ~ ~.|| (ως επίθ.) Οι ~ ~ σύμμαχοι. [< αρχ. τότε]

ύπνος

ύπνος [ὕπνος] ύ-πνος ουσ. (αρσ.) 1. περιοδική φυσιολογική κατάσταση των ανθρώπων και των ζώων κατά την οποία η συνείδηση υπολειτουργεί, οι μύες χαλαρώνουν, η κυκλοφορία του αίματος και η αναπνοή επιβραδύνονται και η ικανότητα αντίδρασης στα ερεθίσματα μειώνεται: ανεπαρκής/ανήσυχος/βαθύς/βαρύς/βραδινός/γλυκός/επαρκής/ήρεμος/μεσημεριανός (= σιέστα)/παρατεταμένος/πρωινός/σύντομος/τεχνητός (πβ. ύπνωση) ~. Απώλεια/προβλήματα/στέρηση ~ου. Δωμάτιο (= υπνοδωμάτιο)/εργαστήριο/μαξιλάρι/(κακή) στάση/στρώμα ~ου. Ρούχα (βλ. νυχτικό, πιτζάμα)/στάδια του ~ου. Ώρα για ~ο. Εν/σε ώρα ~ου. ~ με/χωρίς όνειρα. Παραμιλώ στον ~ο μου (πβ. υπνολαλία). Ο γιατρός μου συνέστησε ξεκούραση και ~ο. Χόρτασα ~ο. Πάμε/πέφτουμε για ~ο. Βρίσκεται σε κατάσταση ~ου. (προφ.) Έριξα έναν ~ο (: κοιμήθηκα πάρα πολύ ή/και πολύ καλά). Μόλις σηκώθηκα από τον ~ο (: μόλις ξύπνησα/σηκώθηκα από το κρεβάτι). (Για κάτι ευχάριστο ή επιθυμητό, αλλά μη αναμενόμενο:) Ούτε στον ~ο του δεν φανταζόταν ότι θα έβρισκε τόσο καλή δουλειά. 2. (μτφ.) αδράνεια ή νωθρότητα: Καιρός να ξυπνήσουμε/σηκωθούμε από τον ~ο μας (= να δραστηριοποιηθούμε). Πβ. λήθαργος. ● Υποκ.: υπνάκος (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: αιώνιος ύπνος (μτφ.): θάνατος: Ο μοναχός κοιμήθηκε τον ~ο ~ο. Πβ. αιώνια ανάπαυση. Βλ. αιώνιο σκοτάδι., ασθένεια/νόσος του ύπνου: ΙΑΤΡ. τροπική λοιμώδης νόσος που μεταδίδεται με τσίμπημα από μύγα τσε τσε και μπορεί να είναι θανατηφόρα. Πβ. τρυπανοσωμίαση., ελαφρύς ύπνος βλ. ελαφρύς, παράδοξος ύπνος βλ. παράδοξος, υπνική άπνοια/άπνοια του ύπνου βλ. άπνοια1, χειμερία νάρκη βλ. χειμέριος ● ΦΡ.: είμαι από τον ύπνο: δεν έχω συνέλθει ακόμα από τον ύπνο: ~ ~ και δεν μπορώ να σκεφτώ τι μου λες., καλόν ύπνο(!): ευχή σε κάποιον που πάει για ύπνο. ΣΥΝ. όνειρα γλυκά!, κοιμάται τον ύπνο του δικαίου 1. (μτφ.) για άνθρωπο που χαρακτηρίζεται από αφέλεια, που δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του και ειδικότ. τις ενέργειες εις βάρος του: Οι συνάδελφοί του συνωμοτούν για να τον διώξουν κι αυτός ~ ~. 2. κοιμάται βαθιά, ήρεμα: Αν και έχει τόση φασαρία, αυτός ~ ~ (= του καλού καιρού). [< γαλλ. dormir du sommeil du juste] , ο ύπνος τρέφει τα παιδιά κι ο ήλιος τα μοσχάρια (γνωμ.): για να τονιστεί η ευεργετική επίδραση του ύπνου κατά την παιδική ηλικία ή ειρων. για άνθρωπο που του αρέσει να κοιμάται πολύ., πιάνω (κάποιον) στον ύπνο (μτφ.): αιφνιδιάζω, βρίσκω κάποιον απροετοίμαστο: Ο ξαφνικός χιονιάς έπιασε τον κρατικό μηχανισμό ~. Οι παίκτες έπιασαν ~ την άμυνα των αντιπάλων και σκόραραν., στον ύπνο σου το είδες/έβλεπες/'βλεπες; (προφ.-ειρων.): σε περίπτωση που κάτι το οποίο δεν ισχύει παρουσιάζεται ως πραγματικό ή όταν κάποια ενέργεια εκτελείται πολύ νωρίς το πρωί: Πώς και μου τηλεφωνείς πρωί πρωί, ~ με έβλεπες;, ύπνε που παίρνεις τα παιδιά (έλα πάρε και τούτο) (ειρων.): για κάποιον που νυστάζει σε ασυνήθιστη ώρα ή ακατάλληλο μέρος ή που είναι νωθρός., βλέπω κάποιον/κάτι στο όνειρό μου/στον ύπνο μου βλ. βλέπω, δεν μου κολλάει ύπνος βλ. κολλώ, με παίρνει/πιάνει (ο) ύπνος βλ. παίρνω [< αρχ. ὕπνος]

φιλί

φιλί φι-λί ουσ. (ουδ.) {φιλ-ιού}: επαφή των χειλιών κυρ. με σημείο του προσώπου κάποιου ως ένδειξη αγάπης, έρωτα, συμπάθειας ή φιλικότητας: αθώο/απαλό/βιαστικό/γλυκό/ερωτικό/ζεστό/ηχηρό/πεταχτό/ρουφηχτό/τρυφερό ~. Καυτά ~ιά. ~ στο μάγουλο/μέτωπο/στόμα/χέρι (= χειροφίλημα). Της έδωσε ένα παθιασμένο ~. Δέχομαι/παίρνω ένα ~. Κλέβω ένα ~ (: κλεφτό). Να του δώσετε πολλά ~ιά και από μένα. Ανταλλάσσω/μοιράζω/στέλνω ~ιά. (σε αποφώνηση:) Με πολλά ~ιά. Πβ. ασπασμός, μάκια, ματς μουτς, φίλημα.|| (μτφ.-λογοτ.) Πικρό ~. Το στερνό ~ (: σε περίπτωση οριστικού αποχωρισμού ή θανάτου).|| (επιτατ.) Την/τον έπνιξε στα ~ιά. Με γέμισε ~ιά/με τρέλανε στα ~ιά. || Διαδικτυακά ~ιά. ● Υποκ.: φιλάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ασθένεια του φιλιού & νόσος του φιλιού: ΙΑΤΡ. λοιμώδης μονοπυρήνωση., γαλλικό φιλί: ερωτικό φιλί με επαφή των γλωσσών. ΣΥΝ. γλωσσόφιλο ● ΦΡ.: το φιλί του Ιούδα (μτφ.): για πράξη εξαπάτησης και προδοσίας., φιλιά/φιλάκια (οικ.): ως χαιρετισμός, τρυφερή αποφώνηση συνήθ. σε τηλεφωνική συνομιλία: Τα λέμε, φιλάκια! Πολλά φιλιά σε όλους! ΣΥΝ. φιλούρες, (είναι) όλο αγκαλιές και φιλιά βλ. αγκαλιά, ανάρια ανάρια το φιλί, για να 'χει νοστιμάδα βλ. ανάριος, σκάω (ένα) φιλί/χαστούκι (σε κάποιον) βλ. σκάω, το φιλί της αγάπης βλ. αγάπη, φιλί (της) ζωής βλ. ζωή [< μεσν. το φιλείν, αρχ. απαρέμφατο φιλεῖν]

ψυχικός

ψυχικός, ή, ό ψυ-χι-κός επίθ.: που αναφέρεται στην ψυχή, στη συναισθηματική και ηθική πλευρά του ανθρώπου: ~ός: δεσμός/κλονισμός/κόσμος (= εσωτερικός)/πλούτος/πόνος. ~ή: ανανέωση/ανάπτυξη/αναστάτωση/ανθεκτικότητα/ανωτερότητα/αποξένωση/γαλήνη/διάθεση/διέγερση/δοκιμασία/δύναμη/ζωή/ηρεμία/ισορροπία/καλλιέργεια/κατάπτωση/κατάσταση/λειτουργία/πίεση/συμπαράσταση/ταλαιπωρία/ταραχή/υγιεινή/φόρτιση. ~ό: άλγος/δέσιμο/κενό/κόστος/μεγαλείο/ράκος/σθένος. ~οί: παράγοντες. ~ές: αρετές/εξάρσεις/επιπτώσεις/ικανότητες/παθήσεις. ~ά: αποθέματα/νοσήματα/οφέλη/συμπλέγματα/φαινόμενα (ΑΝΤ. φυσικά)/χαρίσματα. (Γνήσιος/καθαρός) ~ αυτοματισμός (βλ. υπερρεαλισμός). Βλ. νευρο~, πνευματ-, ψυχοσωματ-ικός.|| (καταχρ.) ~ές εμπειρίες (= μεταφυσικές, παρα-φυσικές, -ψυχικές). ΑΝΤ. σωματικός ● επίρρ.: ψυχικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ψυχική ασθένεια & νόσος: ΨΥΧΙΑΤΡ. κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από διαταραχές στη σκέψη, το συναίσθημα, τη συμπεριφορά αλλά και την επικοινωνία του ανθρώπου με τον συνάνθρωπό του και χρειάζεται ιατρική αντιμετώπιση: σοβαρή/χρόνια ~ ~. Βλ. σχιζοφρένεια, ψυχική/διανοητική διαταραχή, ψύχωση., ψυχική επαφή: αμοιβαία επικοινωνία, συναισθηματική σύνδεση, οικειότητα μεταξύ προσώπων: έλλειψη ~ής ~ής. Έχω ~ ~ με κάποιον. Του λείπει η ~ ~ και η αγάπη., ψυχική σύγκρουση {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΨΥΧΑΝ. κατάσταση κατά την οποία το άτομο βιώνει ασύμβατες μεταξύ τους επιθυμίες, απαιτήσεις ή ενορμήσεις: ασυνείδητες ~ές ~ούσεις. Επίλυση ~ών ~ούσεων (μέσω της ψυχοθεραπείας)., ψυχική υγεία: κατάσταση ψυχολογικής και συναισθηματικής ευεξίας, η οποία επιτρέπει στο άτομο να αξιοποιεί τις πνευματικές του δυνατότητες, να προσαρμόζεται στο κοινωνικό σύνολο και να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της καθημερινής ζωής: σωματική και ~ ~. Κέντρο/κλινική (βλ. ψυχιατρείο)/μονάδα/υπηρεσίες ~ής ~ας., ψυχικό όργανο: ΨΥΧΑΝ. το σύνολο των συνειδητών και ασυνείδητων λειτουργιών του ανθρώπου, ο ψυχισμός: Βλ. αυτό, εγώ, υπερεγώ., ψυχικό τραύμα: επώδυνο βίωμα, το οποίο έχει συνήθ. μακροχρόνιες επιπτώσεις στον ψυχισμό του ατόμου: ανεξίτηλα/βαθιά ~ά ~ατα. Φροντίδα παιδιών με ~ά ~ατα. Βλ. σοκ, ψυχοτραυματολογία., ψυχική ανάταση βλ. ανάταση, ψυχική οδύνη βλ. οδύνη, ψυχική/διανοητική διαταραχή βλ. διαταραχή [< αρχ. ψυχικός, γαλλ. psychique, αγγλ. psychic]

-ώδης

-ώδης, ης, ες (λόγ.) επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. χαρακτηρίζεται ή αποτελείται, συνήθ. σε μεγάλο βαθμό, από αυτό που δηλώνει το επίθετο: αιματ~/θορυβ~/θυελλ~/σαρκ~.|| Δενδρ~/ελ~/θαμν~. 2. (μειωτ.) έχει την ιδιότητα που εκφράζει το πρώτο μέρος της λέξης: νηπι~/παιδαρι~. 3. αναδίδει μυρωδιά: δυσ~/ευ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.