αγριο- & αγριό- & αγρι- α' συνθετικό λέξεων∙ δηλώνει: 1. μη εξημερωμένο ή αδέσποτο ζώο: αγριο-γούρουνο/~κάτσικο/~περίστερο. Αγριό-γατα/~παπια/~χηνα/~χοιρος. 2. αυτοφυές φυτό: αγριο-βότανο/~λούλουδο/~ράδικο/~συκιά/~φράουλα. Αγριό-χορτα. Αγρι-ελιά.|| Αγριο-κέρασο. 3. (μτφ., για πρόσ. ή χαρακτηριστικά) απολίτιστη, επιθετική συμπεριφορά, βλοσυρότητα στην όψη: αγρι-άνθρωπος (βλ. χοντρ-).|| Αγριό-φατσα. 4. (μτφ.-εμφατ.) αυστηρό ή απειλητικό τρόπο: αγριο-κοίταγμα/~κοιτάζω. 5. άγονο, δύσβατο ή αφιλόξενο μέρος: αγριό-τοπος. Βλ. ξερο-. 6. ανυπόφορη ένταση: αγριο-φωνάρα.
ακούνητος, η, ο [ἀκούνητος] α-κού-νη-τος επίθ. (λαϊκό): που δεν κουνιέται, δεν κουνήθηκε ή δεν μπορεί να κουνηθεί: ~ο: βλέμμα. ~ο: έπιπλο (= αμετακίνητο, π.χ. λόγω βάρους). Κάθομαι/στέκομαι ~. Μείνε ~ (= ακίνητος)!|| Παρέμειναν ~οι στις καλοπληρωμένες θέσεις τους. Πβ. αμετακίνητος, ασάλευτος. ● ΦΡ.: αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα 1. (μτφ.) για πειθήνια όργανα: Καθόταν αγαλματάκι ~ο και περίμενε διαταγές. 2. ομαδικό παιδικό παιχνίδι: ~ ~ μέρα ή νύχτα;
βαμμένος, η, ο βαμ-μέ-νος επίθ. 1. που έχει βαφτεί: ~α: αβγά/μαλλιά/μάτια/χείλη. Τοίχοι ~οι γαλάζιοι/σε λευκό χρώμα. Βλ. φρεσκο~.|| (ΜΕΤΑΛΛ., για προστασία από την οξείδωση) ~ο: ατσάλι. Βλ. γαλβανισμένος.|| (μτφ., για εγκληματία) Χέρια ~α με αίμα (= αιματοβαμμένα). 2. (μτφ.-προφ.) φανατικός: ~ος: αριστερός/δεξιός.|| ~ος: οπαδός (= πωρωμένος). ● βλ. βάφω
-θάνατος, η, ο: β' συνθετικό ουσιαστικοποιημένων κυρ. επιθέτων με αναφορά στον θάνατο: ετοιμο~/μελλο~.
θυμάρι θυ-μά-ρι ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. αγγειόσπερμο, πολυετές, θαμνώδες δικοτυλήδονο φυτό (επιστ. ονομασ. Thymus vulgaris) με αρωματικά φύλλα και μικρά άνθη, τα οποία χρησιμοποιούνται αποξηραμένα ως καρύκευμα, ενώ το αιθέριο έλαιο που εξάγεται από αυτά χρησιμοποιείται ως θεραπευτικό μέσο ή για την παρασκευή αρωμάτων: άγριο ~. Κοτόπουλο με ~. Βλ. φρύγανο. ΣΥΝ. θύμος (2) [< μεσν. θυμάρι(ο)ν < μτγν. θύμον (το)]
-ιάτικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χρόνο ή χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αυγουστ~/βραδ~/πρωιν~. Πβ. -ιανός, -ινός.|| Γαμπρ~/νυφ~ (πβ. -ικός). Βλ. -άτικος.
κουβέρτα κου-βέρ-τα ουσ. (θηλ.) 1. κλινοσκέπασμα από μαλλί, βαμβάκι ή συνθετικό υλικό, για προστασία από το κρύο· κατ' επέκτ. κάλυμμα για την κατάσβεση μικρών εστιών φωτιάς ή την προστασία από τη θερμότητα: ελαφριά/ζεστή/ισοθερμική/λεπτή/παιδική/στρατιωτική/υπέρδιπλη/χοντρή ~. ~ βελουτέ/πικέ/φλις. ~ αγκαλιάς (: για βρέφη). Ακρυλικές ~ες. Σκεπάζομαι/τυλίγομαι με την ~. Χώθηκε κάτω από την ~. Πβ. βελέντζα, μπατανία. Βλ. λευκά είδη, πάπλωμα.|| Αντιπυρική/πυρίμαχη ~. Δύσφλεκτη ~ διάσωσης. ~ες πυρόσβεσης. 2. ΝΑΥΤ. κατάστρωμα (σκάφους): πλήρωμα ~ας. ΣΥΝ. ντεκ (1) ● Υποκ.: κουβερτούλα (η) & κουβερτάκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρική κουβέρτα: ΤΕΧΝΟΛ. που θερμαίνεται με ηλεκτρικό ρεύμα. [< αγγλ. electric blanket, 1930] ● ΦΡ.: αβέρτα-κουβέρτα βλ. αβέρτα [< μεσν. κουβέρτα < βεν. coverta]
μαύρος, η, ο [μαῦρος] μαύ-ρος επίθ. 1. που έχει το χρώμα με την ελάχιστη φωτεινότητα ή τη μέγιστη σκοτεινότητα, η επιφάνεια του οποίου απορροφά, αλλά δεν αντανακλά καμία ορατή ακτινοβολία: ~ος: πίνακας (= μαυροπίνακας). ~η: απόχρωση/κουκκίδα/σημαία. ~ο: άλογο/βελούδο/κοράκι/στιλό/φόντο/φόρεμα. ~ο δερμάτινο/πέτσινο μπουφάν. ~ες: γόβες. ~α: εσώρουχα. Βάζω ~ο μολύβι στα μάτια. Μελάνι ~ου χρώματος.|| (ΤΥΠΟΓΡ.) ~α γράμματα σε λευκό φόντο. Εκτύπωση με (έντονα) ~α (= μπολντ) στοιχεία. Βλ. ημίμαυρος.|| (εμφατ.) ~, κατάμαυρος. ~ σαν κάρβουνο/πίσσα (πβ. κατράμι). Πβ. ασπρό-, ολό-μαυρος. ΑΝΤ. άσπρος (1), λευκός (1) 2. που έχει πολύ σκούρο χρώμα, σχεδόν μαύρο: ~ος: ουρανός (πβ. συννεφιασμένος). ~η: πεύκη. ~α: γυαλιά.|| ~ος: καφές (: χωρίς γάλα). ~η: ζάχαρη (βλ. άσπρη)/μπίρα (βλ. ξανθιά)/σοκολάτα (ή υγείας)/σταφίδα (βλ. ξανθή). ~ο: κρασί (: σκούρο κόκκινο, βλ. μαυροδάφνη)/πιπέρι/ρύζι (βλ. λευκό)/ψωμί (πβ. ολικής αλέσεως). ~ες: ελιές (βλ. πράσινες). ~α: σταφύλια (βλ. λευκά).|| ~α: δόντια/μαλλιά/στίγματα (πβ. μελανά). ~οι κύκλοι κάτω από τα μάτια. Έγινε ~ από τον ήλιο (πβ. μαυρίζω). Το μάτι του είναι ~ο από τη(ν) μπουνιά που έφαγε.|| Μες στη ~η νύχτα (: χωρίς φεγγάρι ή αστέρια, πολύ σκοτεινή).|| ~α: νύχια/χέρια (: βρόμικα, λερωμένα. ΑΝΤ. καθαρά). Έγινα ~ από τον καπνό.|| (για πρόσ.) ~η: φυλή (: με σκουρόχρωμη επιδερμίδα, νέγρικη. Βλ. κίτρινη, λευκή). 3. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός για να δηλωθεί κάτι αρνητικό, δυσάρεστο, θλιβερό: ~ος: μήνας. ~η: ζωή (πβ. άθλιος, βασανισμένος, δυστυχισμένος). ~ες: ειδήσεις/σκέψεις (πβ. απαισιόδοξος). ~α: μηνύματα. ~η ψυχή (: κακιά, μοχθηρή). ~ο (= δυσοίωνο) το μέλλον της οικονομίας. ~α σύννεφα στον τουρισμό. ~ες γιορτές/~ο Σαββατοκύριακο θα περάσουμε! Είναι σε ~α χάλια/έχει τα ~α του τα χάλια (: σε πολύ άσχημη κατάσταση)!|| (συνδεδεμένος με καταστροφικό, τραγικό γεγονός) ~ος: Σεπτέμβρης. ~η: επέτειος/μέρα (πβ. αποφράδα)/σελίδα της ιστορίας.|| (εμφατ.) ~η: απελπισία/πείνα/φτώχεια. Η ~η (= πικρή) αλήθεια είναι ότι ...|| ~η: μαγεία. 4. (προφ.) που δεν δηλώνεται στην εφορία και αποφέρει παράνομα κέρδη: ~η: οικονομία. Πβ. λαθραίος. ● Ουσ.: μαύρα (τα) 1. μαύρα ρούχα, συχνά ως ένδειξη πένθους: ντύνομαι στα/φοράω ~. Έβγαλε τα ~ (: σταμάτησε να πενθεί). Βλ. λευκά. 2. τα μαύρα πιόνια στο σκάκι: Παίζουν τα ~. Βλ. λευκά., μαύρο (το) 1. το αντίστοιχο χρώμα: Προτιμώ το μοβ από το ~.|| Το ~ σου πάει πολύ! ΑΝΤ. άσπρο (1) 2. (& σπάν. μαύρη ψήφος) (αργκό) αρνητική ψήφος· γενικότ. καταψήφιση, αποδοκιμασία ενός προσώπου ή μιας κατάστασης: Οι ψηφοφόροι θα ρίξουν ~ στο κόμμα. Θα φάει ~ δαγκωτό στις εκλογές. ΣΥΝ. φούμο (2) 3. & μαύρη (η): (αργκό) χασίς. Πβ. φούντα, χόρτο. ● Υποκ.: μαυρούλης , α, ικο ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρη (αγορά) 1. παράνομη αγοραπωλησία σε δύσκολες κυρ. περιόδους (όπως πολεμικές) όπου υπάρχει έλλειψη εμπορευμάτων, κυρ. τροφίμων, τα οποία πωλούνται σε πολύ υψηλές τιμές. 2. παράνομη αγοραπωλησία προϊόντων που δεν είναι νόμιμα, δεν βρίσκονται εύκολα στο εμπόριο ή πωλούνται σε χαμηλότερη από την κανονική τιμή, συνήθ. επειδή είναι κλεμμένα. [< αγγλ. black market, 1931, γαλλ. marché noir, 1945] , μαύρη γη (μτφ.) 1. καμένη έκταση. 2. (λογοτ., συχνά σε δημοτικά τραγούδια) ο Άδης., μαύρη ζώνη: ΑΘΛ. που αποκτούν οι αθλούμενοι στις πολεμικές τέχνες και προσδιορίζει το ανώτερο επίπεδο τεχνικής και εμπειρίας τους στο άθλημα. Βλ. λευκή ζώνη., μαύρη μουσική: ΜΟΥΣ. το σύνολο των μουσικών ειδών αφροαμερικανικής προέλευσης. Βλ. αρ εν μπι, μπλουζ, ραπ, σόουλ, τζαζ, χιπ χοπ., μαύρο μυθιστόρημα ΛΟΓΟΤ. 1. αυτό που συνδυάζει συνήθ. την αστυνομική πλοκή με την αρνητική, σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας. Βλ. φιλμ νουάρ. 2. το γοτθικό, με βασικά χαρακτηριστικά τα υπερφυσικά και τρομακτικά στοιχεία. [< γαλλ. roman noir] , αρνητική/μαύρη διαφήμιση βλ. διαφήμιση, άσπρο-μαύρο & μαύρο-άσπρο βλ. άσπρος, η μαύρη ήπειρος βλ. ήπειρος, μαύρα σκοτάδια βλ. σκοτάδι, μαύρα ταμεία βλ. ταμείο, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, μαύρες συσκευές βλ. συσκευή, Μαύρη Βίβλος βλ. βίβλος, μαύρη εργασία βλ. εργασία, μαύρη κωμωδία βλ. κωμωδία, μαύρη λίστα βλ. λίστα, μαύρη προπαγάνδα βλ. προπαγάνδα, μαύρη τρύπα βλ. τρύπα, μαύρη χήρα βλ. χήρα, μαύρο θέατρο βλ. θέατρο, μαύρο κουτί βλ. κουτί, μαύρο πρόβατο βλ. πρόβατο, μαύρο τσάι βλ. τσάι, μαύρο/μπλακ χιούμορ βλ. χιούμορ, μαύρο/σκοτωμένο αίμα βλ. αίμα, μαύρος θάνατος βλ. θάνατος, μαύρος καβαλάρης βλ. καβαλάρης, μαύρος νάνος βλ. νάνος, μαύρος πάγος βλ. πάγος, μαύρος χρυσός βλ. χρυσός ● ΦΡ.: μαύρος και άραχνος (μτφ.-εμφατ.): για καθετί δύσκολο, δυσάρεστο, δυσοίωνο: Τα βλέπει/τα βρήκε/είναι όλα ~α και ~α., τα βάφω μαύρα (μτφ.-προφ.): στενοχωριέμαι υπερβολικά, απογοητεύομαι σε πολύ μεγάλο βαθμό, απελπίζομαι: Τα έβαψε ~ μετά τον χωρισμό.|| (ειρων.) Σιγά μην τα βάψω ~ που δεν ήρθε! ΣΥΝ. είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά, με παίρνει από κάτω/αποκάτω, (γράφω κάποιον/κάτι) στα μαύρα κατάστιχα βλ. κατάστιχο, άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά βλ. σκύλος, βάζω/φοράω (μαύρες) πλερέζες βλ. πλερέζα, για να λέμε/πούμε/πω την (καθαρή/μαύρη) αλήθεια βλ. αλήθεια, είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά βλ. πανί, έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου βλ. έχω, ζήσε Μάη/μαύρε μου (να φας τριφύλλι) βλ. Μάης, κάνει το άσπρο μαύρο βλ. άσπρος, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, κλαίω με μαύρο δάκρυ βλ. δάκρυ, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) βλ. μάτι, μαύρη (/πολλή) μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα βλ. μαυρίλα, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) βλ. νύχτα, μαύρη η ώρα βλ. ώρα, μαύρο φίδι που σ' έφαγε/θα σε φάει βλ. τρώω, με (τα πιο) ζοφερά/μελανά χρώματα βλ. χρώμα, μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι βλ. χιόνι, ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) βλ. πέτρα, τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα βλ. βλέπω, του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή [< μτγν. μαῦρος, γαλλ. noir, αγγλ. black]
νεράιδα νε-ράι-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΛΑΟΓΡ. (σε παραμύθια και λαϊκές δοξασίες) αιθέριο γυναικείο πλάσμα εξαιρετικής ομορφιάς, συνήθ. με φτερά στην πλάτη και υπερφυσικές ικανότητες: ~ του δάσους (πβ. Νύμφες)/της λίμνης. Πβ. συλφίδα. Βλ. αερικό. ΣΥΝ. ξωθιά, ξωτικιά 2. (μτφ.) όμορφη και λεπτή νεαρή γυναίκα. Πβ. άγγελος, οπτασία. ● Υποκ.: νεραϊδούλα (η) [< μεσν. νεράιδα]
πορδή πορ-δή ουσ. (θηλ.) (προφ.) ΣΥΝ. κλανιά 1. θορυβώδης συνήθ. έξοδος εντερικών αερίων από τον πρωκτό: δυνατή ~. Αμόλησε/άφησε/έριξε μια ~. 2. (μτφ.-μειωτ.-υβριστ.) ασήμαντος άνθρωπος, αμελητέος. ● Υποκ.: πορδίτσα & πορδούλα (η) ● Μεγεθ.: πόρδος (ο) ● ΦΡ.: με πορδές δεν βάφονται αβγά & με πορδές αβγά δεν βάφονται (παροιμ.): χρειάζονται αποτελεσματικά μέσα και όχι αοριστολογίες για την επίτευξη ορισμένου σκοπού., πετάγομαι σαν την πορδή (προφ.): ανακατεύομαι σε κουβέντα σε ακατάλληλη στιγμή, χωρίς να μου ζητηθεί. Βλ. φυτρώνω εκεί που δεν με σπέρνουν. [< 1: αρχ. πορδή]
πύλη πύ-λη ουσ. (θηλ.) 1. είσοδος κτιρίου ή του περιτειχίσματός του· συνεκδ. η μεγάλη πόρτα που τη φράζει: η (κεντρική/κύρια/πλαϊνή) ~ του αεροδρομίου/του εργοστασίου/της Μονής/του ναού/του νοσοκομείου/του πανεπιστημίου/του στρατοπέδου/του σχολείου. Πβ. πυλώνας.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ., για τείχος) Η ανατολική/βόρεια ~ της πόλης/του φρουρίου. Η ~ του Αδριανού/των Λεόντων. Βλ. τετράπυλο.|| Διάβηκε/πέρασε την (γιγαντιαία/επιβλητική) ~ του κάστρου. Άνοιξαν/έκλεισαν οι ~ες. Βλ. τάφρος. 2. (μτφ.) οτιδήποτε επιτρέπει την είσοδο, το πέρασμα σε κάτι άλλο: (για γεωγραφική θέση, στρατηγικής συνήθ. σημασίας) Ελλάδα, η ~ της Ευρώπης προς την Ανατολή.|| (ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ.) Νεφρική/πνευμονική ~. ~ες του ήπατος. Διαμπερές τραύμα με ~ εισόδου/εξόδου.|| (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) Η ~ του τρανζίστορ. Λογικές ~ες (: ηλεκτρονικά κυκλώματα που δέχονται μία ή περισσότερες εισόδους και εκτελώντας μία λογική πράξη παράγουν μία έξοδο).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ες δικτύων (= κοινοί κόμβοι δύο ή περισσότερων δικτύων). 3. ΠΛΗΡΟΦ. ιστοσελίδα που λειτουργεί ως αφετηρία διαδικτυακής πλοήγησης, η οποία συμπεριλαμβάνει συνήθ. μηχανή αναζήτησης, θεματικό κατάλογο ιστοσελίδων και υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: βιβλιογραφική/ειδησεογραφική/εκπαιδευτική/θεματική/μουσική/τουριστική ~. Δικτυακή/ηλεκτρονική/ψηφιακή ~ αναζήτησης/ενημέρωσης. Ευρωπαϊκή ~ για την επαγγελματική κινητικότητα. ~ πληροφοριών/πρόσβασης. Επιχειρηματικές/φωνητικές ~ες. Κεντρική σελίδα/φόρουμ της ~ης. ΣΥΝ. πόρταλ ● ΣΥΜΠΛ.: (Υψηλή) Πύλη: ΙΣΤ. το σουλτανικό ανάκτορο· (κυρ. συνεκδ.) η οθωμανική κυβέρνηση., οι πύλες της κολάσεως/του Άδη & (προφ.) της κόλασης: η είσοδος της κόλασης ή του κάτω κόσμου· κατ' επέκτ. η ίδια η κόλαση ή ο κάτω κόσμος: (μτφ.) Ο πόλεμος άνοιξε τις ~ της κολάσεως (: σήμανε την απαρχή μεγάλων καταστροφών)., οι πύλες του Παραδείσου & του ουρανού: η είσοδος του Παραδείσου· κατ' επέκτ. ο ίδιος ο Παράδεισος., Ωραία Πύλη: ΕΚΚΛΗΣ. η μεσαία από τις τρεις θύρες του τέμπλου που οδηγούν στο ιερό. ● ΦΡ.: ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της: αρχίζει να λειτουργεί, να δέχεται κόσμο: Η Έκθεση/το εμπορικό κέντρο/το Ίδρυμα ... άνοιξε ~ της/του (στο κοινό). Πβ. εγκαινιάζω., προ των πυλών (λόγ.): (κυρ. ως προειδοποίηση) πλησιάζει, επίκειται: Ο εχθρός (βρίσκεται/είναι) ~ ~.|| Εκλογές/καύσωνας/πολιτική κρίση ~ ~! Πβ. επί θύραις/προ των θυρών. [< 1: αρχ. πύλη 3: αμερικ. portal, 1990]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ