Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 158 εγγραφές  [0-20]


  • αγερμός [ἀγερμός] α-γερ-μός ουσ. (αρσ.): ΛΑΟΓΡ. εθιμική εορταστική εκδήλωση κατά την οποία ομάδα ατόμων επισκέπτεται σπίτια συγχωριανών, για να τους ευχηθεί, με κατάλληλα άσματα, υγεία και ευτυχία και (συνεκδ. στον πληθ.) τα ίδια τα άσματα: Οι μεταμφιεσμένοι στις Απόκριες κάνουν ~ούς.|| Παιδικοί/πρωτοχρονιάτικοι ~οί (βλ. κάλαντα). [< αρχ. ἀγερμός ‘συγκέντρωση χρημάτων (για τους Θεούς)’]
  • αγιωτικός , ή, ό [ἁγιωτικός] α-γιω-τι-κός επίθ. (λαϊκό): που αναφέρεται σε Άγιο, αγιασμένος: ~ή: μορφή. ~ές: εικόνες. ~ά: κείμενα. ● Ουσ.: αγιωτικά (τα): ΛΑΟΓΡ. το σύνολο των μέσων που χρησιμοποιούνται για τον εξευμενισμό των κακών πνευμάτων και την επίκληση του Θείου (π.χ. εικονίσματα, λατρευτικά σκεύη, προσευχές). [< μεσν. αγιωτικός]
  • αγύρτικος , η, ο [ἀγύρτικος] α-γύρ-τι-κος & αγυρτικός επίθ. (μειωτ.): που σχετίζεται με τον αγύρτη ή την αγυρτεία: ~η: συμπεριφορά.|| (ΛΑΟΓΡ.) ~ά: τραγούδια (βλ. κάλαντα). ● επίρρ.: αγύρτικα [< μτγν. ἀγυρτικός]
  • Άδης [Ἅδης] Ά-δης ουσ. (αρσ.) {-η (λόγ.) -ου} 1. ΜΥΘ.-ΛΑΟΓΡ. ο θεός του κάτω κόσμου που εξουσιάζει τους νεκρούς· συχνότ. συνεκδ. ο κάτω κόσμος: το βασίλειο/η λατρεία του Άδη. Η αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άδη (= τον Πλούτωνα).|| Ο μαύρος ~. Τα έγκατα/οι κριτές του Άδη.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Ο Παράδεισος και ο ~ (= η κόλαση). 2. (μτφ.-λογοτ.) χαρακτηρισμός για κάθε βαθύ και σκοτεινό τόπο και ειδικότ. το βαθύ σκοτάδι. Πβ. έρεβος. ● ΣΥΜΠΛ.: οι πύλες της κολάσεως/του Άδη βλ. πύλη ● ΦΡ.: η εις Άδου κάθοδος: ΕΚΚΛΗΣ. ο χαρακτηριστικότερος τύπος παράστασης της Ανάστασης στην ορθόδοξη εικονογραφία, κατά τον οποίο ο Χριστός ανασύρει τους Πρωτόπλαστους από τον Άδη., πήγα (στον Άδη) και γύρισα (οικ.): πέρασα μεγάλο κίνδυνο, έφτασα στα πρόθυρα του θανάτου: Η εγχείρηση ήταν πολύ σοβαρή, ~ ~., σαν τους στραβούς στον Άδη (προφ.): για πρόσωπα που ακολουθούν άκριτα και μοιρολατρικά μια επικίνδυνη πορεία: Πηγαίναμε/προχωρούσαμε ~ ~ (= εντελώς στα τυφλά). [< αρχ. Ἅδης]
  • αερικό [ἀερικό] α-ε-ρι-κό ουσ. (ουδ.) & αγερικό: ΛΑΟΓΡ. (σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες) άυλο πλάσμα που συνήθ. προκαλεί κακό στους ανθρώπους. Πβ. ξωτικό, στοιχειό, τελώνιο, φάντασμα. Βλ. νεράιδα. [< μεσν. αερικό(ν)]
  • αθανασία [ἀθανασία] α-θα-να-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. η αιώνια ύπαρξη: (ΛΑΟΓΡ.) Βοτάνι/νερό που χαρίζει την ~. Δοξασίες περί ~ας. ΣΥΝ. αιωνιότητα (1), αφθαρσία ΑΝΤ. θνητότητα (2) 2. (μτφ.) η συνέχιση της ύπαρξης στη μνήμη των ανθρώπων: Αγγίζω/εξασφαλίζω/κατακτώ την ~. Ζω/περνώ στην ~. Με το έργο του κέρδισε την ~. Ο ηρωικός του θάνατος του χάρισε την ~. ΣΥΝ. υστεροφημία ● ΣΥΜΠΛ.: η αθανασία της ψυχής: φιλοσοφική και θρησκευτική αντίληψη σύμφωνα με την οποία η ψυχή εξακολουθεί να υπάρχει και μετά θάνατον. [< αρχ. ἀθανασία]
  • αθάνατος , η, ο [ἀθάνατος] α-θά-να-τος επίθ. 1. (μτφ.) που επιβιώνει αιώνια στη μνήμη των ανθρώπων ή που θεωρείται ότι τίποτα δεν θα μπορέσει να τον καταστρέψει, να τον αλλοιώσει: (για πρόσ.) ~ος: ηγέτης/ήρωας/ποιητής.|| ~ος: έρωτας. ~η: αγάπη/δόξα (: αιώνια, ακατάλυτη)/ελληνική ψυχή/εποποιία/κληρονομιά/μνήμη (= αγέραστη)/τέχνη/φήμη/φιλία. ~ο: Εικοσιένα/έπος/μεγαλείο/πνεύμα. ~οι: στίχοι (: αξεπέραστοι, έξοχοι). ~ες: αλήθειες/αξίες/επιτυχίες (: μεγάλες)/ταινίες. ~α: έργα/τραγούδια. Έμεινε ~ μέσω του έργου του. Πβ. άφθαρτος, παντοτινός.|| (προφ., ως επευφημία για έντονη επιδοκιμασία, αποδοχή). Γεια σου ~η εργατιά! ΑΝΤ. εφήμερος 2. (μτφ.) που δεν υπόκειται στον θάνατο: ~η: ζωή (= η μεταθανάτια)/ψυχή. ~α: κύτταρα (βλ. βλαστοκύτταρα)/όντα. Ουδείς ~.|| (ΘΕΟΛ.) ~ Λόγος. Άγιος ~.|| (ΜΥΘ.) ~οι: θεοί (του Ολύμπου). Βλ. -θάνατος. ΑΝΤ. θνητός 3. {μόνο στην κλητ.} (ειρων.) (ως αποδοκιμασία) για να δηλωθεί ότι κάτι παραμένει στην ίδια πάντα απελπιστική κατάσταση: ~η: αξιοκρατία/γραφειοκρατία/επαρχία/πατρίδα! ~ο: ελληνικό δαιμόνιο/δημόσιο! ~ες μίζες! 4. (προφ.-οικ.) (για κάτι) που αντιστέκεται στη φθορά, είναι εξαιρετικά ανθεκτικό και δεν χαλάει: ~ες: κατασκευές/μηχανές/μπαταρίες (: μεγάλων επιδόσεων). ● ΣΥΜΠΛ.: αθάνατο νερό/αθάνατο βοτάνι: ΛΑΟΓΡ. νερό ή βότανο που ο λαός θεωρεί ότι χαρίζει την αθανασία: Να' χα τ’ ~ νερό! Ψάχνουν τ' ~ βοτάνι. ● ΦΡ.: αθάνατος!, αθάνατη!: ως επευφημία, τη στιγμή της εκφοράς νεκρού (συνήθ. για δημοφιλείς και σημαντικές προσωπικότητες). [< αρχ. ἀθάνατος, γαλλ. immortel]
  • αμάδες [ἁμάδες] α-μά-δες ουσ. (θηλ.) (οι) (παλαιότ.): ΛΑΟΓΡ. ομαδικό παιχνίδι που παίζεται με μικρή στρογγυλή και επίπεδη πέτρα (αμάδα) με στόχο να σημαδέψουν οι παίκτες την πέτρα των άλλων, προσπαθώντας να μη βγει από τα καθορισμένα πλαίσια. [< μεσν. αμάδα]
  • αμίλητος , η, ο [ἀμίλητος] α-μί-λη-τος επίθ.: που μιλά πολύ λίγο ή καθόλου: Αγέλαστος/σκυθρωπός και ~. Έμεινε/κοίταζε/παρακολουθούσε/πλησίασε/στεκόταν ~η. Κάθονταν ~οι και σκεφτικοί. Πβ. άναυδος, άφωνος, βουβός, σιωπηλός. ΑΝΤ. ομιλητικός (1) ● ΣΥΜΠΛ.: (το) αμίλητο νερό: ΛΑΟΓΡ. το νερό που μετέφεραν οι ανύπαντρες κοπέλες, χωρίς να μιλούν, για τον κλήδονα. ● ΦΡ.: ήπιε το αμίλητο νερό (μτφ.): για να δηλωθεί η πεισματική άρνηση κάποιου να μιλήσει., αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα βλ. ακούνητος [< μεσν. αμίλητος]
  • αναστενάρης [ἀναστενάρης] α-να-στε-νά-ρης ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. αναστενάρισσα | συνήθ. στον πληθ. αναστενάρηδες}: ΛΑΟΓΡ. μέλος ομάδας που συμμετέχει στα αναστενάρια. Πβ. πυροβάτης. [< πιθ. μεσν. ανά + *στρηνάρης ‘δαιμονισμένος’]
  • αναστενάρια [ἀναστενάρια] α-να-στε-νά-ρια ουσ. (ουδ.) (τα): ΛΑΟΓΡ. (συχνά με κεφαλ. το αρχικό Α) έθιμο που τελείται σε περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης προς τιμήν των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, με χαρακτηριστικά γνωρίσματα την πυροβασία και τον εκστατικό χορό που συνοδεύεται από λύρα και νταούλι· κατ' επέκτ. οι αναστενάρηδες.
  • αναστενάρικος , η, ο [ἀναστενάρικος] α-να-στε-νά-ρι-κος επίθ.: ΛΑΟΓΡ. που σχετίζεται με τα αναστενάρια: ~ος: χορός. ~α: έθιμα/όργανα/τραγούδια.
  • απλάδι [ἁπλάδι] α-πλά-δι ουσ. (ουδ.) 1. δίχτυ ψαρέματος, το οποίο διατηρείται στην επιφάνεια της θάλασσας ή σε ορισμένη απόσταση κάτω από αυτή με βαρίδια και φελλούς: παρασυρόμενο/στάσιμο ~. Αλιεία με σταθερό ~. Πβ. γρίπος, τράτα. 2. ΛΑΟΓΡ. μάλλινο στρωσίδι ή κλινοσκέπασμα, υφαντό. Βλ. κουβέρτα, φλοκάτη. [< μεσν. απλάδα]
  • αποκριάτικος , η, ο [ἀποκριάτικος] α-πο-κρι-ά-τι-κος επίθ.: που έχει σχέση με την Αποκριά: ~ος: χορός. ~η: αμφίεση/παρέλαση. ~ο: γλέντι/ξεφάντωμα/πάρτι. ~ες: μάσκες/στολές. ~α: άρματα/έθιμα/είδη/κοστούμια. Σε ~ους ρυθμούς. Πβ. καρναβαλικός. Βλ. -ιάτικος. ● Ουσ.: αποκριάτικα (τα) 1. ενν. ρούχα, αξεσουάρ, στολίδια: σερπαντίνες, κομφετί και ~. 2. ΛΑΟΓΡ. ενν. τραγούδια με σκωπτικό περιεχόμενο. ● επίρρ.: αποκριάτικα
  • αποτροπαϊκός , ή, ό [ἀποτροπαϊκός] α-πο-τρο-πα-ϊ-κός επίθ.: ΛΑΟΓΡ. (συνήθ. για μορφή ή αντικείμενο) που διώχνει το κακό: ~ό: σύμβολο. Παραστάσεις/τελετές με ~ό χαρακτήρα.
  • αργαλειός [ἀργαλειός] αρ-γα-λειός ουσ. (αρσ.): ΛΑΟΓΡ. οικιακό εργαλείο ύφανσης που αποτελείται κυρ. από ένα οριζόντιο στημόνι, το οποίο προσαρμόζεται σε τέσσερα στηρίγματα: κάθετος/καθιστός/ξύλινος/όρθιος/παραδοσιακός/χειροκίνητος ~.|| Μηχανικός ~. Ρούχα/στρωσίδια/χαλιά υφασμένα στον ~ό. Βλ. αντί, σαΐτα, υφάδι, χτένι. ΣΥΝ. υφαντικός ιστός [< μτγν. ἀργαλεῖον]
  • ασήμωμα [ἀσήμωμα] α-σή-μω-μα ουσ. (ουδ.) {ασημώμ-ατος} 1. (προφ.) επαργύρωση. 2. ΛΑΟΓΡ. προσφορά δώρου, συνήθ. νομίσματος, για γούρι: το έθιμο του ~ατος του νεογέννητου. Πβ. χρύσωμα. [< μεσν. ασήμωμα]
  • βάφω βά-φω ρ. (μτβ.) {έβα-ψα, βά-φτηκα, -φτεί (λόγ.) -φεί, βαμμένος, βάφ-οντας} 1. καλύπτω κάτι με χρώμα: ~ με βούρτσα/πινέλο/ρολό/σπρέι (βλ. γκράφιτι). ~ τον τοίχο. ~ τα παπούτσια με βερνίκι. ~ψαν τα σκουριασμένα κάγκελα. Νήματα/υφάσματα που ~ονται με φυτικές βαφές. Το δωμάτιο ~φτηκε άσπρο. Πβ. μπογιατίζω, χρωματίζω.|| (ΛΑΟΓΡ.) ~ κόκκινα τα αβγά (: το Πάσχα).|| (μτφ.) Ο ήλιος ~ει πορτοκαλί τα σπίτια. Το νερό έχει ~φτεί (: έχει πάρει απόχρωση) καφέ από το χώμα. ΑΝΤ. ξεβάφω 2. (συνήθ. για γυναίκα) βάζω καλλυντικά που περιέχουν χρωστικές ουσίες (π.χ. σκιές, μολύβι, μάσκαρα, κραγιόν, μανό) για καλλωπισμό: ~ τα μαλλιά/νύχια/χείλια μου κόκκινα. ~εται έντονα. Πβ. μακιγιάρω, φτιασιδώνω. 3. ΜΕΤΑΛΛ. ψύχω μέταλλο που έχει θερμανθεί με σκοπό την αύξηση της ανθεκτικότητάς του. ● βάφει: (δια)ποτίζει με χρώμα: Το κρασί/ρόδι ~ (: αφήνει λεκέ). Τα ρούχα ~ψαν στο πλυντήριο (: για λευκά που πλύθηκαν μαζί με κάποιο χρωματιστό και άλλαξαν χρώμα). ● ΦΡ.: βάφτηκε με/στο αίμα: για μεγάλη αιματοχυσία: Η άσφαλτος/διαδήλωση/έξοδος των εκδρομέων ~ ~., έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα (μτφ.): διέπραξε φόνο, έγκλημα: ~ ~ αθώων. Πβ. βουτηγμένος στο αίμα. ΣΥΝ. τα χέρια του στάζουν αίμα, την έβαψα(/την έχω βάψει/βαμμένη) (μτφ.-οικ.): περιέρχομαι σε δεινή θέση: Ελπίζω να μη μας ανακαλύψει, γιατί διαφορετικά την έχουμε βάψει (: έχουμε μπλέξει, την έχουμε άσχημα)! (απειλητ.) Μη πεις κουβέντα, γιατί την έβαψες (: κάηκες, χάθηκες, σε σκότωσα, αλίμονό σου)! ΣΥΝ. την έκανα από κούπες, με πορδές δεν βάφονται αβγά βλ. πορδή, τα βάφω μαύρα βλ. μαύρος ● βλ. βαμμένος [< μεσν. βάφω, γαλλ. peindre]
  • βλάχικος , η, ο βλά-χι-κος επίθ. 1. που σχετίζεται με τους Βλάχους: (ΛΑΟΓΡ.) ~ος: γάμος. ΣΥΝ. κουτσοβλαχικός 2. (μτφ.-μειωτ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη καλών τρόπων, λεπτότητας και καλλιέργειας: ~η: συμπεριφορά. Πβ. ακαλλιέργητος, άκομψος, απολίτιστος. ● Ουσ.: Βλάχικα (τα): η γλώσσα των Βλάχων. [< μεσν. βλάχικος]
  • βότανα βό-τα-να ουσ. (ουδ.) (τα) {βοτάνων | σπανιότ. στον εν. βότανο}: ΒΟΤ. φυτά που περιέχουν συστατικά, τα οποία δρουν θεραπευτικά ή θεωρούνταν ότι είχαν μαγικές ιδιότητες: αποξηραμένα/φρέσκα ~. Αρωματικά/τονωτικά/φαρμακευτικά ~ (βλ. θυμάρι, μέντα, φασκόμηλο, χαμομήλι). ~ κατά της αϋπνίας.|| (ΛΑΟΓΡ.) Το μαγικό ~ο της αθανασίας. Πβ. βοτάνι, ματζούνι. Βλ. αγριο-, μελισσο-, σταυρο-βότανο. [< μεσν. βότανο(ν)]

αγριο- & αγριό- & αγρι-

αγριο- & αγριό- & αγρι- α' συνθετικό λέξεων∙ δηλώνει: 1. μη εξημερωμένο ή αδέσποτο ζώο: αγριο-γούρουνο/~κάτσικο/~περίστερο. Αγριό-γατα/~παπια/~χηνα/~χοιρος. 2. αυτοφυές φυτό: αγριο-βότανο/~λούλουδο/~ράδικο/~συκιά/~φράουλα. Αγριό-χορτα. Αγρι-ελιά.|| Αγριο-κέρασο. 3. (μτφ., για πρόσ. ή χαρακτηριστικά) απολίτιστη, επιθετική συμπεριφορά, βλοσυρότητα στην όψη: αγρι-άνθρωπος (βλ. χοντρ-).|| Αγριό-φατσα. 4. (μτφ.-εμφατ.) αυστηρό ή απειλητικό τρόπο: αγριο-κοίταγμα/~κοιτάζω. 5. άγονο, δύσβατο ή αφιλόξενο μέρος: αγριό-τοπος. Βλ. ξερο-. 6. ανυπόφορη ένταση: αγριο-φωνάρα.

ακούνητος

ακούνητος, η, ο [ἀκούνητος] α-κού-νη-τος επίθ. (λαϊκό): που δεν κουνιέται, δεν κουνήθηκε ή δεν μπορεί να κουνηθεί: ~ο: βλέμμα. ~ο: έπιπλο (= αμετακίνητο, π.χ. λόγω βάρους). Κάθομαι/στέκομαι ~. Μείνε ~ (= ακίνητος)!|| Παρέμειναν ~οι στις καλοπληρωμένες θέσεις τους. Πβ. αμετακίνητος, ασάλευτος. ● ΦΡ.: αγαλματάκια/στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα 1. (μτφ.) για πειθήνια όργανα: Καθόταν αγαλματάκι ~ο και περίμενε διαταγές. 2. ομαδικό παιδικό παιχνίδι: ~ ~ μέρα ή νύχτα;

βαμμένος

βαμμένος, η, ο βαμ-μέ-νος επίθ. 1. που έχει βαφτεί: ~α: αβγά/μαλλιά/μάτια/χείλη. Τοίχοι ~οι γαλάζιοι/σε λευκό χρώμα. Βλ. φρεσκο~.|| (ΜΕΤΑΛΛ., για προστασία από την οξείδωση) ~ο: ατσάλι. Βλ. γαλβανισμένος.|| (μτφ., για εγκληματία) Χέρια ~α με αίμα (= αιματοβαμμένα). 2. (μτφ.-προφ.) φανατικός: ~ος: αριστερός/δεξιός.|| ~ος: οπαδός (= πωρωμένος). ● βλ. βάφω

-θάνατος

-θάνατος, η, ο: β' συνθετικό ουσιαστικοποιημένων κυρ. επιθέτων με αναφορά στον θάνατο: ετοιμο~/μελλο~.

θυμάρι

θυμάρι θυ-μά-ρι ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. αγγειόσπερμο, πολυετές, θαμνώδες δικοτυλήδονο φυτό (επιστ. ονομασ. Thymus vulgaris) με αρωματικά φύλλα και μικρά άνθη, τα οποία χρησιμοποιούνται αποξηραμένα ως καρύκευμα, ενώ το αιθέριο έλαιο που εξάγεται από αυτά χρησιμοποιείται ως θεραπευτικό μέσο ή για την παρασκευή αρωμάτων: άγριο ~. Κοτόπουλο με ~. Βλ. φρύγανο. ΣΥΝ. θύμος (2) [< μεσν. θυμάρι(ο)ν < μτγν. θύμον (το)]

-ιάτικος

-ιάτικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χρόνο ή χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αυγουστ~/βραδ~/πρωιν~. Πβ. -ιανός, -ινός.|| Γαμπρ~/νυφ~ (πβ. -ικός). Βλ. -άτικος.

κουβέρτα

κουβέρτα κου-βέρ-τα ουσ. (θηλ.) 1. κλινοσκέπασμα από μαλλί, βαμβάκι ή συνθετικό υλικό, για προστασία από το κρύο· κατ' επέκτ. κάλυμμα για την κατάσβεση μικρών εστιών φωτιάς ή την προστασία από τη θερμότητα: ελαφριά/ζεστή/ισοθερμική/λεπτή/παιδική/στρατιωτική/υπέρδιπλη/χοντρή ~. ~ βελουτέ/πικέ/φλις. ~ αγκαλιάς (: για βρέφη). Ακρυλικές ~ες. Σκεπάζομαι/τυλίγομαι με την ~. Χώθηκε κάτω από την ~. Πβ. βελέντζα, μπατανία. Βλ. λευκά είδη, πάπλωμα.|| Αντιπυρική/πυρίμαχη ~. Δύσφλεκτη ~ διάσωσης. ~ες πυρόσβεσης. 2. ΝΑΥΤ. κατάστρωμα (σκάφους): πλήρωμα ~ας. ΣΥΝ. ντεκ (1) ● Υποκ.: κουβερτούλα (η) & κουβερτάκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρική κουβέρτα: ΤΕΧΝΟΛ. που θερμαίνεται με ηλεκτρικό ρεύμα. [< αγγλ. electric blanket, 1930] ● ΦΡ.: αβέρτα-κουβέρτα βλ. αβέρτα [< μεσν. κουβέρτα < βεν. coverta]

μαύρος

μαύρος, η, ο [μαῦρος] μαύ-ρος επίθ. 1. που έχει το χρώμα με την ελάχιστη φωτεινότητα ή τη μέγιστη σκοτεινότητα, η επιφάνεια του οποίου απορροφά, αλλά δεν αντανακλά καμία ορατή ακτινοβολία: ~ος: πίνακας (= μαυροπίνακας). ~η: απόχρωση/κουκκίδα/σημαία. ~ο: άλογο/βελούδο/κοράκι/στιλό/φόντο/φόρεμα. ~ο δερμάτινο/πέτσινο μπουφάν. ~ες: γόβες. ~α: εσώρουχα. Βάζω ~ο μολύβι στα μάτια. Μελάνι ~ου χρώματος.|| (ΤΥΠΟΓΡ.) ~α γράμματα σε λευκό φόντο. Εκτύπωση με (έντονα) ~α (= μπολντ) στοιχεία. Βλ. ημίμαυρος.|| (εμφατ.) ~, κατάμαυρος. ~ σαν κάρβουνο/πίσσα (πβ. κατράμι). Πβ. ασπρό-, ολό-μαυρος. ΑΝΤ. άσπρος (1), λευκός (1) 2. που έχει πολύ σκούρο χρώμα, σχεδόν μαύρο: ~ος: ουρανός (πβ. συννεφιασμένος). ~η: πεύκη. ~α: γυαλιά.|| ~ος: καφές (: χωρίς γάλα). ~η: ζάχαρη (βλ. άσπρη)/μπίρα (βλ. ξανθιά)/σοκολάτα (ή υγείας)/σταφίδα (βλ. ξανθή). ~ο: κρασί (: σκούρο κόκκινο, βλ. μαυροδάφνη)/πιπέρι/ρύζι (βλ. λευκό)/ψωμί (πβ. ολικής αλέσεως). ~ες: ελιές (βλ. πράσινες). ~α: σταφύλια (βλ. λευκά).|| ~α: δόντια/μαλλιά/στίγματα (πβ. μελανά). ~οι κύκλοι κάτω από τα μάτια. Έγινε ~ από τον ήλιο (πβ. μαυρίζω). Το μάτι του είναι ~ο από τη(ν) μπουνιά που έφαγε.|| Μες στη ~η νύχτα (: χωρίς φεγγάρι ή αστέρια, πολύ σκοτεινή).|| ~α: νύχια/χέρια (: βρόμικα, λερωμένα. ΑΝΤ. καθαρά). Έγινα ~ από τον καπνό.|| (για πρόσ.) ~η: φυλή (: με σκουρόχρωμη επιδερμίδα, νέγρικη. Βλ. κίτρινη, λευκή). 3. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός για να δηλωθεί κάτι αρνητικό, δυσάρεστο, θλιβερό: ~ος: μήνας. ~η: ζωή (πβ. άθλιος, βασανισμένος, δυστυχισμένος). ~ες: ειδήσεις/σκέψεις (πβ. απαισιόδοξος). ~α: μηνύματα. ~η ψυχή (: κακιά, μοχθηρή). ~ο (= δυσοίωνο) το μέλλον της οικονομίας. ~α σύννεφα στον τουρισμό. ~ες γιορτές/~ο Σαββατοκύριακο θα περάσουμε! Είναι σε ~α χάλια/έχει τα ~α του τα χάλια (: σε πολύ άσχημη κατάσταση)!|| (συνδεδεμένος με καταστροφικό, τραγικό γεγονός) ~ος: Σεπτέμβρης. ~η: επέτειος/μέρα (πβ. αποφράδα)/σελίδα της ιστορίας.|| (εμφατ.) ~η: απελπισία/πείνα/φτώχεια. Η ~η (= πικρή) αλήθεια είναι ότι ...|| ~η: μαγεία. 4. (προφ.) που δεν δηλώνεται στην εφορία και αποφέρει παράνομα κέρδη: ~η: οικονομία. Πβ. λαθραίος. ● Ουσ.: μαύρα (τα) 1. μαύρα ρούχα, συχνά ως ένδειξη πένθους: ντύνομαι στα/φοράω ~. Έβγαλε τα ~ (: σταμάτησε να πενθεί). Βλ. λευκά. 2. τα μαύρα πιόνια στο σκάκι: Παίζουν τα ~. Βλ. λευκά., μαύρο (το) 1. το αντίστοιχο χρώμα: Προτιμώ το μοβ από το ~.|| Το ~ σου πάει πολύ! ΑΝΤ. άσπρο (1) 2. (& σπάν. μαύρη ψήφος) (αργκό) αρνητική ψήφος· γενικότ. καταψήφιση, αποδοκιμασία ενός προσώπου ή μιας κατάστασης: Οι ψηφοφόροι θα ρίξουν ~ στο κόμμα. Θα φάει ~ δαγκωτό στις εκλογές. ΣΥΝ. φούμο (2) 3. & μαύρη (η): (αργκό) χασίς. Πβ. φούντα, χόρτο. ● Υποκ.: μαυρούλης , α, ικο ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρη (αγορά) 1. παράνομη αγοραπωλησία σε δύσκολες κυρ. περιόδους (όπως πολεμικές) όπου υπάρχει έλλειψη εμπορευμάτων, κυρ. τροφίμων, τα οποία πωλούνται σε πολύ υψηλές τιμές. 2. παράνομη αγοραπωλησία προϊόντων που δεν είναι νόμιμα, δεν βρίσκονται εύκολα στο εμπόριο ή πωλούνται σε χαμηλότερη από την κανονική τιμή, συνήθ. επειδή είναι κλεμμένα. [< αγγλ. black market, 1931, γαλλ. marché noir, 1945] , μαύρη γη (μτφ.) 1. καμένη έκταση. 2. (λογοτ., συχνά σε δημοτικά τραγούδια) ο Άδης., μαύρη ζώνη: ΑΘΛ. που αποκτούν οι αθλούμενοι στις πολεμικές τέχνες και προσδιορίζει το ανώτερο επίπεδο τεχνικής και εμπειρίας τους στο άθλημα. Βλ. λευκή ζώνη., μαύρη μουσική: ΜΟΥΣ. το σύνολο των μουσικών ειδών αφροαμερικανικής προέλευσης. Βλ. αρ εν μπι, μπλουζ, ραπ, σόουλ, τζαζ, χιπ χοπ., μαύρο μυθιστόρημα ΛΟΓΟΤ. 1. αυτό που συνδυάζει συνήθ. την αστυνομική πλοκή με την αρνητική, σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας. Βλ. φιλμ νουάρ. 2. το γοτθικό, με βασικά χαρακτηριστικά τα υπερφυσικά και τρομακτικά στοιχεία. [< γαλλ. roman noir] , αρνητική/μαύρη διαφήμιση βλ. διαφήμιση, άσπρο-μαύρο & μαύρο-άσπρο βλ. άσπρος, η μαύρη ήπειρος βλ. ήπειρος, μαύρα σκοτάδια βλ. σκοτάδι, μαύρα ταμεία βλ. ταμείο, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, μαύρες συσκευές βλ. συσκευή, Μαύρη Βίβλος βλ. βίβλος, μαύρη εργασία βλ. εργασία, μαύρη κωμωδία βλ. κωμωδία, μαύρη λίστα βλ. λίστα, μαύρη προπαγάνδα βλ. προπαγάνδα, μαύρη τρύπα βλ. τρύπα, μαύρη χήρα βλ. χήρα, μαύρο θέατρο βλ. θέατρο, μαύρο κουτί βλ. κουτί, μαύρο πρόβατο βλ. πρόβατο, μαύρο τσάι βλ. τσάι, μαύρο/μπλακ χιούμορ βλ. χιούμορ, μαύρο/σκοτωμένο αίμα βλ. αίμα, μαύρος θάνατος βλ. θάνατος, μαύρος καβαλάρης βλ. καβαλάρης, μαύρος νάνος βλ. νάνος, μαύρος πάγος βλ. πάγος, μαύρος χρυσός βλ. χρυσός ● ΦΡ.: μαύρος και άραχνος (μτφ.-εμφατ.): για καθετί δύσκολο, δυσάρεστο, δυσοίωνο: Τα βλέπει/τα βρήκε/είναι όλα ~α και ~α., τα βάφω μαύρα (μτφ.-προφ.): στενοχωριέμαι υπερβολικά, απογοητεύομαι σε πολύ μεγάλο βαθμό, απελπίζομαι: Τα έβαψε ~ μετά τον χωρισμό.|| (ειρων.) Σιγά μην τα βάψω ~ που δεν ήρθε! ΣΥΝ. είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά, με παίρνει από κάτω/αποκάτω, (γράφω κάποιον/κάτι) στα μαύρα κατάστιχα βλ. κατάστιχο, άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά βλ. σκύλος, βάζω/φοράω (μαύρες) πλερέζες βλ. πλερέζα, για να λέμε/πούμε/πω την (καθαρή/μαύρη) αλήθεια βλ. αλήθεια, είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά βλ. πανί, έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου βλ. έχω, ζήσε Μάη/μαύρε μου (να φας τριφύλλι) βλ. Μάης, κάνει το άσπρο μαύρο βλ. άσπρος, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, κλαίω με μαύρο δάκρυ βλ. δάκρυ, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) βλ. μάτι, μαύρη (/πολλή) μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα βλ. μαυρίλα, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) βλ. νύχτα, μαύρη η ώρα βλ. ώρα, μαύρο φίδι που σ' έφαγε/θα σε φάει βλ. τρώω, με (τα πιο) ζοφερά/μελανά χρώματα βλ. χρώμα, μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι βλ. χιόνι, ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) βλ. πέτρα, τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα βλ. βλέπω, του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή [< μτγν. μαῦρος, γαλλ. noir, αγγλ. black]

νεράιδα

νεράιδα νε-ράι-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΛΑΟΓΡ. (σε παραμύθια και λαϊκές δοξασίες) αιθέριο γυναικείο πλάσμα εξαιρετικής ομορφιάς, συνήθ. με φτερά στην πλάτη και υπερφυσικές ικανότητες: ~ του δάσους (πβ. Νύμφες)/της λίμνης. Πβ. συλφίδα. Βλ. αερικό. ΣΥΝ. ξωθιά, ξωτικιά 2. (μτφ.) όμορφη και λεπτή νεαρή γυναίκα. Πβ. άγγελος, οπτασία. ● Υποκ.: νεραϊδούλα (η) [< μεσν. νεράιδα]

πορδή

πορδή πορ-δή ουσ. (θηλ.) (προφ.) ΣΥΝ. κλανιά 1. θορυβώδης συνήθ. έξοδος εντερικών αερίων από τον πρωκτό: δυνατή ~. Αμόλησε/άφησε/έριξε μια ~. 2. (μτφ.-μειωτ.-υβριστ.) ασήμαντος άνθρωπος, αμελητέος. ● Υποκ.: πορδίτσα & πορδούλα (η) ● Μεγεθ.: πόρδος (ο) ● ΦΡ.: με πορδές δεν βάφονται αβγά & με πορδές αβγά δεν βάφονται (παροιμ.): χρειάζονται αποτελεσματικά μέσα και όχι αοριστολογίες για την επίτευξη ορισμένου σκοπού., πετάγομαι σαν την πορδή (προφ.): ανακατεύομαι σε κουβέντα σε ακατάλληλη στιγμή, χωρίς να μου ζητηθεί. Βλ. φυτρώνω εκεί που δεν με σπέρνουν. [< 1: αρχ. πορδή]

πύλη

πύλη πύ-λη ουσ. (θηλ.) 1. είσοδος κτιρίου ή του περιτειχίσματός του· συνεκδ. η μεγάλη πόρτα που τη φράζει: η (κεντρική/κύρια/πλαϊνή) ~ του αεροδρομίου/του εργοστασίου/της Μονής/του ναού/του νοσοκομείου/του πανεπιστημίου/του στρατοπέδου/του σχολείου. Πβ. πυλώνας.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ., για τείχος) Η ανατολική/βόρεια ~ της πόλης/του φρουρίου. Η ~ του Αδριανού/των Λεόντων. Βλ. τετράπυλο.|| Διάβηκε/πέρασε την (γιγαντιαία/επιβλητική) ~ του κάστρου. Άνοιξαν/έκλεισαν οι ~ες. Βλ. τάφρος. 2. (μτφ.) οτιδήποτε επιτρέπει την είσοδο, το πέρασμα σε κάτι άλλο: (για γεωγραφική θέση, στρατηγικής συνήθ. σημασίας) Ελλάδα, η ~ της Ευρώπης προς την Ανατολή.|| (ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ.) Νεφρική/πνευμονική ~. ~ες του ήπατος. Διαμπερές τραύμα με ~ εισόδου/εξόδου.|| (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) Η ~ του τρανζίστορ. Λογικές ~ες (: ηλεκτρονικά κυκλώματα που δέχονται μία ή περισσότερες εισόδους και εκτελώντας μία λογική πράξη παράγουν μία έξοδο).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ες δικτύων (= κοινοί κόμβοι δύο ή περισσότερων δικτύων). 3. ΠΛΗΡΟΦ. ιστοσελίδα που λειτουργεί ως αφετηρία διαδικτυακής πλοήγησης, η οποία συμπεριλαμβάνει συνήθ. μηχανή αναζήτησης, θεματικό κατάλογο ιστοσελίδων και υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: βιβλιογραφική/ειδησεογραφική/εκπαιδευτική/θεματική/μουσική/τουριστική ~. Δικτυακή/ηλεκτρονική/ψηφιακή ~ αναζήτησης/ενημέρωσης. Ευρωπαϊκή ~ για την επαγγελματική κινητικότητα. ~ πληροφοριών/πρόσβασης. Επιχειρηματικές/φωνητικές ~ες. Κεντρική σελίδα/φόρουμ της ~ης. ΣΥΝ. πόρταλ ● ΣΥΜΠΛ.: (Υψηλή) Πύλη: ΙΣΤ. το σουλτανικό ανάκτορο· (κυρ. συνεκδ.) η οθωμανική κυβέρνηση., οι πύλες της κολάσεως/του Άδη & (προφ.) της κόλασης: η είσοδος της κόλασης ή του κάτω κόσμου· κατ' επέκτ. η ίδια η κόλαση ή ο κάτω κόσμος: (μτφ.) Ο πόλεμος άνοιξε τις ~ της κολάσεως (: σήμανε την απαρχή μεγάλων καταστροφών)., οι πύλες του Παραδείσου & του ουρανού: η είσοδος του Παραδείσου· κατ' επέκτ. ο ίδιος ο Παράδεισος., Ωραία Πύλη: ΕΚΚΛΗΣ. η μεσαία από τις τρεις θύρες του τέμπλου που οδηγούν στο ιερό. ● ΦΡ.: ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της: αρχίζει να λειτουργεί, να δέχεται κόσμο: Η Έκθεση/το εμπορικό κέντρο/το Ίδρυμα ... άνοιξε ~ της/του (στο κοινό). Πβ. εγκαινιάζω., προ των πυλών (λόγ.): (κυρ. ως προειδοποίηση) πλησιάζει, επίκειται: Ο εχθρός (βρίσκεται/είναι) ~ ~.|| Εκλογές/καύσωνας/πολιτική κρίση ~ ~! Πβ. επί θύραις/προ των θυρών. [< 1: αρχ. πύλη 3: αμερικ. portal, 1990]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.