Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 53 εγγραφές  [0-20]


  • -γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.
  • αβεβαίωτος , η, ο [ἀβεβαίωτος] α-βε-βαί-ω-τος επίθ.: που δεν έχει επιβεβαιωθεί, εξακριβωθεί, ελεγχθεί: ~η: είδηση/πηγή/πληροφορία (= ανεπιβεβαίωτη). ~α: στοιχεία (= αναπόδεικτα, ανεξακρίβωτα).|| (ΟΙΚΟΝ.-ΛΟΓΙΣΤ.) ~οι: φόροι (: που δεν έχουν καθοριστεί από την εφορία). ~ες: οφειλές. ~α: ποσά (πβ. ανέλεγκτος). Βεβαιωμένα και ~α έσοδα. [< μεσν. αβεβαίωτος, γερμ. unbestätigt, γαλλ. non confirmé]
  • ανακτήσιμος , η, ο [ἀνακτήσιμος] α-να-κτή-σι-μος επίθ.: που είναι δυνατή η ανάκτησή του: (ΟΙΚΟΝ.-ΛΟΓΙΣΤ.) ~η: αξία. ~α: ποσά. Μη ~ ΦΠΑ (: που δεν επιστρέφεται ή δεν αντισταθμίζεται).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~α: αρχεία/δεδομένα (: που επαναφέρονται στη μνήμη του υπολογιστή).|| (ΟΙΚΟΛ.-ΤΕΧΝΟΛ.) ~η: ενέργεια (πβ. αξιοποιήσιμη, εκμεταλλεύσιμη). Μη ~η απώλεια πόρων. [< αγγλ. recoverable, retrievable]
  • αναλυτικός , ή, ό [ἀναλυτικός] α-να-λυ-τι-κός επίθ. 1. λεπτομερής, διεξοδικός: ~ός: απολογισμός/λογαριασμός/ορισμός/πίνακας (κόστους). ~ή: (ΠΛΗΡΟΦ.) αναζήτηση (ΑΝΤ. γρήγορη)/βαθμολογία/έκθεση/εξέταση (πβ. ενδελεχής, εξονυχιστική, σχολαστική)/κατάσταση/παρουσίαση/περιγραφή. ~ό: κείμενο/προφίλ (εταιρείας)/υπόμνημα. ~οί: όροι συμμετοχής. ~ές: οδηγίες/πληροφορίες. ~ά: αποτελέσματα/στοιχεία.|| (για πρόσ.) Μπορείς να γίνεις λίγο πιο ~; ΑΝΤ. αδρομερής, συνοπτικός, σύντομος (1) 2. που σχετίζεται με την ανάλυση (σε διάφορους γνωστικούς τομείς): (ως τρόπο συλλογισμού:) ~ός: νους. ~ή: ικανότητα/σκέψη. Βλ. αφαιρετικός, κριτικός, συνθετικός.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~ή Ψυχολογία (: σε αντίθεση προς τη Φροϋδική).|| (ΛΟΓΙΣΤ.) ~ή Λογιστική. Βλ. ψυχ~.|| (ΜΑΘ.) ~ή: συνάρτηση.|| ~ό: εργαλείο/όργανο (= αναλυτής). Βλ. βιο~. ● επίρρ.: αναλυτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Αναφέρθηκε ~ (= λεπτομερώς, διεξοδικά) στο θέμα. ● ΣΥΜΠΛ.: αναλυτικές γλώσσες: ΓΛΩΣΣ. στις οποίες όλες οι λέξεις είναι άκλιτες και οι γραμματικές και συντακτικές σχέσεις αναδεικνύονται κυρ. με τη χρήση λειτουργικών λέξεων και τη σειρά των όρων στην πρόταση. Πβ. απομονωτικές γλώσσες. Βλ. συνθετικές γλώσσες. [< γαλλ. langues analytiques] , αναλυτική μέθοδος: μέθοδος συλλογισμού η οποία ξεκινά από το ζητούμενο και αναζητά τη σχέση ανάμεσα σε αυτό και τα ήδη γνωστά. Βλ. απαγωγή, επαγωγή, συνθετική μέθοδος., αναλυτική πρόταση/κρίση: ΦΙΛΟΣ. της οποίας η αλήθεια μπορεί να διαπιστωθεί από την ανάλυση του νοήματος του υποκειμένου της· στην οποία το κατηγόρημα περιέχεται στο υποκείμενο: Η πρόταση "ένα τετράγωνο έχει τέσσερις γωνίες" είναι ~ ~. Βλ. εμπειρική/συνθετική πρόταση/κρίση. [< γαλλ. énoncé analytique] , αναλυτική φιλοσοφία/φιλοσοφία της γλώσσας (συχνά με κεφαλ. Α): ΦΙΛΟΣ. ρεύμα του 20ού αιώνα το οποίο υποστήριζε ότι οι φιλοσοφικές απόψεις πρέπει να διατυπώνονται κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, πράγμα που επιτυγχάνεται μέσω της ανάλυσης των εννοιών και των κρίσεων ή προτάσεων. [< αγγλ. analytic philosophy, 1936] , Αναλυτική Χημεία: ΧΗΜ. που έχει ως αντικείμενό της την εφαρμογή μεθόδων ανάλυσης για τον καθορισμό της σύστασης μιας ουσίας ή ενός μείγματος: περιβαλλοντική/ποιοτική/ποσοτική ~ ~. ~ ~ διαλυμάτων/ελαιολάδου. [< αγγλ. analytical chemistry] , αναλυτική γεωμετρία βλ. γεωμετρία, αναλυτικό πρόγραμμα βλ. πρόγραμμα [< αρχ. ἀναλυτικός, γαλλ. analytique, αγγλ. analytic(al), γερμ. analytische]
  • αντιλογίζω [ἀντιλογίζω] α-ντι-λο-γί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {συνήθ. αντιλογίζ-εται, σπάν. αντιλόγι-σε, αντιλογί-στηκε}: ΛΟΓΙΣΤ. κάνω αντιλογισμό: Ζημία/ποσό που ~εται.
  • αντιλογισμός [ἀντιλογισμός] α-ντι-λο-γι-σμός ουσ. (αρσ.): ΛΟΓΙΣΤ. διόρθωση ή ενημέρωση εγγραφής σε λογιστικό βιβλίο ή υπολογιστικό πρόγραμμα: αυτόματος/μερικός ~. ~ ζημίας/πρόβλεψης (αποζημίωσης). [< μτγν. ἀντιλογισμός 'αντίθετος λογαριασμός']
  • απλογραφία [ἁπλογραφία] α-πλο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΛΟΓΙΣΤ. μέθοδος λογιστικής καταχώρισης, κατά την οποία κάθε λογιστικό γεγονός εγγράφεται σε έναν μόνο αναλυτικό λογαριασμό. Βλ. διπλογραφία. 2. ΠΑΛΑΙΟΓΡ. εσφαλμένη παράλειψη ενός από δύο όμοιους φθόγγους ή μιας από δύο συνεχόμενες ίδιες συλλαβές κατά την αντιγραφή κειμένων. Βλ. -γραφία, διττογραφία. [< 1: γαλλ. comptabilité (en partie) simple 2: γερμ. Haplographie, αγγλ. haplography]
  • απλογραφικός , ή, ό [ἁπλογραφικός] α-πλο-γρα-φι-κός επίθ.: ΛΟΓΙΣΤ. που σχετίζεται με την απλογραφία: ~ός: λογαριασμός. ~ή: μέθοδος (καταγραφής). ~ό: σύστημα (εγγραφών). ~ά: βιβλία (εσόδων). Βλ. διπλογραφικός. ● επίρρ.: απλογραφικά
  • απογραφή [ἀπογραφή] α-πο-γρα-φή ουσ. (θηλ.) 1. ΣΤΑΤΙΣΤ. συλλογή στατιστικών στοιχείων από ειδικό υπάλληλο με χρήση ερωτηματολογίου για την καταγραφή ενός συνόλου (συνήθ. των κατοίκων μιας χώρας): επίσημη ~. Διενέργεια/έντυπο ~ής. Διεξήχθη/έγινε/πραγματοποιήθηκε ~. (Γενική) ~ πληθυσμού. Βλ. δημογραφία.|| ~ ανέργων/μελών (κόμματος)/στρατευσίμων. Εθνική ~ ασφαλισμένων.|| Βιομηχανική/γεωργική ~. ~ εκπομπών αερίων/υγροτόπων. ~ και ταξινόμηση οχημάτων. 2. ΟΙΚΟΝ.-ΛΟΓΙΣΤ. λεπτομερής καταγραφή των αξιών, των απαιτήσεων και των οφειλών μιας επιχείρησης για τον προσδιορισμό της οικονομικής της κατάστασης: δημοσιονομική ~. ~-αποτίμηση. Μητρώο ~ής. Βιβλίο ~ών και ισολογισμών. Κάνω ~. Βλ. ενεργητ-, παθητ-ικό.|| ~ αποθεμάτων/εμπορευμάτων. Ετήσια ~ αποθήκης.|| ~ περιουσιακών στοιχείων. [< αρχ. ἀπογραφή 1: γαλλ. recensement 2: γαλλ. inventaire]
  • απόδοση [ἀπόδοση] α-πό-δο-ση ουσ. (θηλ.) 1. το παραγόμενο έργο σε σχέση με τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, η αποτελεσματικότητα μιας ενέργειας με συγκεκριμένο στόχο: σχολική ~ (πβ. επίδοση). ~ υπαλλήλων στον χώρο εργασίας (πβ. παραγωγικότητα). Διατροφή και αθλητική/σωματική ~. ~ στο μάξιμουμ! Στο δεύτερο ημίχρονο έπεσε η ~ των παικτών. Πβ. αποδοτικότητα.|| (ΦΥΣ.-ΜΗΧΑΝΟΛ., η σχέση της ενέργειας που παράγεται ως προς εκείνη που καταναλώνεται από μηχανή:) Θερμική ~. Μέγιστη/μέση/συνολική (μηχανική) ~. ~ θέρμανσης/λέβητα. Αύξηση/βελτίωση της ~ης. Αξιολόγηση ~ης. Βαθμός/διάγραμμα/μετρητής/συντελεστής ~ης. Κινητήρας με ενισχυμένη/εξαιρετική/κορυφαία ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ λογισμικού/υπολογιστικών συστημάτων. 2. ΟΙΚΟΝ. κέρδος, αποδοτικότητα: αναμενόμενη/εγγυημένη/ελάχιστη/τρέχουσα/ετήσια/καθαρή/μέγιστη/μέση/πραγματική/σωρευτική ~. Μερισματική/χρηματοοικονομική ~. ~ αγοράς/κεφαλαίου/πόρων (...%). Καταθέσεις με υψηλή ~. Ομόλογα σταθερής ~ης. Καμπύλη ~όσεων. Η ~ διαμορφώνεται στο ... %. Επένδυση που αποφέρει/εξασφαλίζει ~. Ο όμιλος αύξησε/βελτίωσε τις ~όσεις του. Μετοχές με εντυπωσιακές/κακές/καλές/μέτριες/χαμηλές ~όσεις.|| (στο ποδοσφαιρικό στοίχημα:) Σύγκριση ~όσεων. Βλ. υπερ~. 3. προσδιορισμός των αιτίων, του υποκειμένου μιας ενέργειας· επίρριψη, καταλογισμός: ~ των προβλημάτων σε εξωγενείς παράγοντες (πβ. αναγωγή). Αμφισβητείται η ~ του θανάτου της σε πνευμονικό οίδημα. Πβ. πρόσδοση.|| ~ του πίνακα στον ... (: ως δημιουργό).|| ~ ευθυνών/κατηγοριών. 4. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. -ΛΟΓΙΣΤ. καταβολή ή επιστροφή οφειλόμενου ποσού: ~ δαπανών/λογαριασμού/φόρου/χρέους. ~ ΦΠΑ. (Ένταλμα πληρωμής) επί αποδόσει λογαριασμού. 5. παράδοση, παροχή: ~ του έργου στην κυκλοφορία.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ ΑΦΜ. ~ κινήτρων (για επενδύσεις)/τίτλου (ειδικότητας). ~ τιμών (= απότιση) από άγημα.|| ~ της αλήθειας/δικαιοσύνης (πβ. απονομή). Βλ. αντ~. 6. αποτύπωση: άριστη ~ χρωμάτων. Ελεύθερη ~ των μορφών (πβ. απεικόνιση). Σκηνική ~ (πβ. σκηνοθεσία). 7. μετάφραση, μεταφορά: ~ ξένων όρων στην Ελληνική. ~ στη δημοτική. Έμμετρη/σημασιολογική ~.|| Επιτυχής/παραστατική ~ του νοήματος. Πβ. διατύπωση, έκφραση. 8. ερμηνεία, εκτέλεση: εμπνευσμένη ~ του ρόλου από τη μεγάλη πρωταγωνίστρια/του κομματιού από τον διάσημο πιανίστα. 9. ΓΛΩΣΣ. η κύρια πρόταση ενός ανεξάρτητου υποθετικού λόγου (σχήμα υπόθεση-απόδοση). ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργειακή απόδοση/αποδοτικότητα & ενεργειακή αποτελεσματικότητα: ΟΙΚΟΛ. εφαρμογή μέτρων και τεχνολογιών για την οικονομική χρήση των διαθέσιμων ενεργειακών πόρων: ~ ~ των κατασκευών/των κτιρίων/των (ηλεκτρικών) συσκευών. Απαιτήσεις/βελτίωση/ενίσχυση/πιστοποιητικό ~ής ~ης. Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας, πράσινη χημεία. [< αγγλ. energy efficiency, 1972] , ελεύθερη μετάφραση/απόδοση βλ. μετάφραση, μερισματική απόδοση βλ. μερισματικός [< 1,2,4: γαλλ. rendement 3,6: αρχ. ἀπόδοσις 7: αγγλ. rendering 5,8,9: μτγν. ἀπόδοσις]
  • απόκτηση [ἀπόκτηση] α-πό-κτη-ση ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) απόχτηση: το να αποκτά κάποιος κάτι: ~ άδειας (οδήγησης)/ακινήτου/αυτοκινήτου/ειδικότητας/κωδικού πρόσβασης/μετοχών (εταιρείας)/πτυχίου/χρημάτων. ~ γνώσεων/εµπειρίας/υπηκοότητας. Τεκμήριο ~ης περιουσιακών στοιχείων. Πρόγραμμα ~ης εργασιακής εμπειρίας ανέργων. Κατάρτιση για ~ επαγγελματικών προσόντων/δεξιοτήτων. (ΟΙΚΟΝ.-ΛΟΓΙΣΤ.) Ενδοκοινοτικές ~ήσεις.|| (για πρόσ.) ~ οικογένειας/παιδιών (πβ. γέννηση). Την ~ του ... ανακοίνωσε η ομάδα (βλ. μεταγραφή). [< μτγν. ἀπόκτησις 'απώλεια', γαλλ. acquisition, obtention]
  • ασχολία [ἀσχολία] α-σχο-λί-α ουσ. (θηλ.): το αντικείμενο με το οποίο ασχολείται κάποιος· ενασχόληση με κάτι: αγαπημένη/αγροτική/αποκλειστική/βιοποριστική/δημιουργική/ενδιαφέρουσα/επαγγελματική/ερασιτεχνική/καθημερινή/πνευματική/προσοδοφόρα/σοβαρή ~. Ευχάριστη ~ στις ελεύθερες ώρες. Κύρια ~ των κατοίκων είναι η κτηνοτροφία. Εξωσχολικές ~ες μαθητών. Έχει πολλές ~ες.|| Η ~ με τον αθλητισμό/τον χορό.|| (ΝΟΜ.-ΛΟΓΙΣΤ.) Έσοδα παρεπόμενων ~ών. Πβ. απασχόληση. Βλ. δραστηριότητα, χόμπι. [< αρχ. ἀσχολία, γαλλ. occupation]
  • βιβλίο βι-βλί-ο ουσ. (ουδ.) 1. έντυπο σε μορφή σελίδων με γραπτό ή/και εικονογραφικό υλικό, δεμένων στη μία τους πλευρά, το οποίο διαθέτει εξώφυλλο και οπισθόφυλλο και έχει εκδοθεί σε πολλά αντίτυπα· κυρ. το περιεχόμενό του (π.χ. κείμενο): δερματόδετο/χαρτόδετο ~. Το κάλυμμα/τα κεφάλαια/το παράρτημα/ο πρόλογος/το σχήμα/ο τίτλος ενός ~ου. (εμφατ.) Το ~ των ~ων (= η Αγία Γραφή). ~-οδηγός μαγειρικής (βλ. τσελεμεντές). ~ τσέπης (: μικρού μεγέθους και σε προσιτή τιμή, πβ. βίπερ). Έκθεση ~ου. Μεταχειρισμένα/παλιά/σπάνια ~α (βλ. παλαιοβιβλιοπωλείο). Ράφια με ~α. ~ που εξαντλήθηκε και επανεκδόθηκε. Αγοράζω/ανοίγω/βγάζω (= εκδίδω)/διαβάζω/κλείνω/ξεφυλλίζω/φυλλομετρώ ένα ~. Μοιράστηκαν τα ~α στους μαθητές (ενν. τα σχολικά).|| Απολαυστικό/βαρετό/διασκεδαστικό/ενδιαφέρον/μεταφρασμένο/πολυδιαβασμένο (βλ. τιράζ)/συναρπαστικό/χρήσιμο ~. Διδακτικά/εξωσχολικά/επιστημονικά/λογοτεχνικά/παιδικά/πανεπιστημιακά (πβ. σύγγραμμα) ~α. (Συγ)γράφει ένα ~ για/πάνω σε ... (βλ. πνευματικά δικαιώματα). Τόποι που ξέρουμε μόνο από τα ~α (: όχι από κοντά). Βλ. άλμπουμ, ανθολόγιο, εγχειρίδιο, κατάλογος, λεύκωμα, μπροσούρα, μυθιστόρημα.|| (μτφ.) Το ~ της ζωής/της φύσης. 2. (ειδικότ.) μεγάλο τετράδιο με χοντρό συνήθ. εξώφυλλο, το οποίο χρησιμοποιείται για καταγραφή, καταχώρηση στοιχείων: (ΟΙΚΟΝ.-ΛΟΓΙΣΤ.) ~ αποθήκης/επιταγών (= τσεκ, μπλοκ)/μεταγραφών (υποθηκοφυλακείου)/μετόχων. Τραπεζικά ~α. Πβ. κατάστιχο, τεφτέρι.|| (κυρ. για την Εφορία:) (Χειρόγραφο) ~ αγορών/εξόδων/εσόδων/πωλήσεων. Εμπορικά ~α και ~α επιτηδευματιών. Άνοιγμα/ενημέρωση/κλείσιμο (των) ~ων (βλ. ισολογισμός). Ανακρίβεια ~ων. Απόρριψη/έλεγχος (των) ~ων (: από τη ΔΟΥ). Επιχειρήσεις που τηρούν ~α Α'/Β'/Γ' κατηγορίας (= ~α Εφορίας). (για λογιστή) Κρατάω τα ~ (ενν. εταιρείας ή ιδιώτη).|| (γενικότ.) ~ δρομολογίων/ευχών/παραπόνων/πρακτικών/συλλυπητηρίων. Υπέγραψε στο ~ επισκεπτών. 3. σε ΦΡ. για πρόσωπο πολύ μελετηρό, βιβλιόφιλο ή το αντίθετο: άνθρωπος του ~ου. Είναι συνέχεια πάνω από ένα ~. Δεν έχει ανοίξει/πιάσει ~ στη ζωή/στα χέρια του. 4. καθένα από τα ξεχωριστά τμήματα ενός ευρύτερου γραπτού έργου: στο δεύτερο ~ της τριλογίας ... Πβ. τόμος. ● Υποκ.: βιβλιαράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστικό/ηχητικό/ομιλούν βιβλίο: εγγραφή σε κασέτα ή κυρ. σιντί, κειμένου (συνήθ. λογοτεχνικού) που διαβάζεται συχνά από ηθοποιό ή συγγραφέα και διατίθεται στο εμπόριο: ψηφιακά ακουστικά/ομιλούντα ~α. ~ ~ για τυφλούς. [< αγγλ. audiobook, 1942, γαλλ. audiolivre, 1949] , ανοιχτό βιβλίο (μτφ.): για πρόσωπο που φανερώνει τον χαρακτήρα του, που διακρίνεται από ειλικρίνεια: Σε διαβάζω/σε ξέρω σαν ~ ~., ηλεκτρονικό βιβλίο & ψηφιακό βιβλίο: κείμενο σε ψηφιακή μορφή ή υλικό που διαβάζεται ψηφιακά: διαδραστικά/ενισχυμένα/κανονικά ~ά ~α. Βλ. ηλεκτρονική έκδοση, ηλεκτρονικό χαρτί, ψηφιακή/ηλεκτρονική βιβλιοθήκη. [< αγγλ. electronic/e-book, 1988, γαλλ. e-book, 1998] , βιβλίο/έργο αναφοράς βλ. αναφορά, Ιερό Βιβλίο/Κείμενο βλ. ιερός, κανονικά βιβλία βλ. κανονικός, Λευκή Βίβλος/Λευκό Βιβλίο βλ. βίβλος, ληξιαρχικά βιβλία βλ. ληξιαρχικός, λογιστικά βιβλία βλ. λογιστικός, Μπλε Βίβλος βλ. βίβλος ● ΦΡ.: τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο (μτφ.): το διαβάζω γρήγορα, γιατί το βρίσκω ενδιαφέρον, συναρπαστικό., Βιβλίο Μητρώου Μαθητών/Μητρώο Μαθητών βλ. μητρώο, κλείνω τα βιβλία βλ. κλείνω [< αρχ. βιβλίον, αγγλ. book, γαλλ. livre, γερμ. Buch]
  • διπλογραφία δι-πλο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΛΟΓΙΣΤ. καταχώρηση συναλλαγής με εγγραφή της πιστωτικής και της αντίστοιχης χρεωστικής κίνησης. Βλ. απλογραφία, -γραφία. [< γαλλ. tenue des livres en partie double]
  • διπλογραφικός , ή, ό δι-πλο-γρα-φι-κός επίθ.: ΛΟΓΙΣΤ. που σχετίζεται με τη διπλογραφία: ~ό: σύστημα. ~ά: λογιστικά βιβλία.
  • διπλότυπος , η, ο δι-πλό-τυ-πος επίθ. 1. που αποτελείται από δύο αντίτυπα ή τυπώνεται σε δύο αντίγραφα: ~η: αίτηση/απόδειξη. ~ο: βιβλίο εσόδων-δαπανών/δελτίο/τιμολόγιο. Θεωρημένη ~η κατάσταση. Βλ. -τυπος2. 2. ΓΛΩΣΣ. για λέξη που έχει δύο τύπους: ~α: σύνθετα (: με εναλλαγή των συνθετικών, χωρίς μεταβολή στη σημασία, π.χ. πονοκέφαλος-κεφαλόπονος, γλυκόπικρος-πικρόγλυκος). ● Ουσ.: διπλότυπο (το) : ΛΟΓΙΣΤ. αριθμημένο έντυπο αποδείξεων με διπλά φύλλα (στέλεχος και απόκομμα) για κάθε αριθμό και συνεκδ. καθένα από τα δύο, το πρωτότυπο ή το αντίγραφο: ~ είσπραξης/πληρωμής (βλ. μπλοκ). ~ εφορίας.
  • εγγραφή [ἐγγραφή] εγ-γρα-φή ουσ. (θηλ.) 1. σημείωση, καταχώρηση του ονόματος και γενικότ. των στοιχείων κάποιου σε επίσημο κυρ. κατάλογο: ~ μαθητών/μελών/συνδρομητών. ~ σε λέσχη/μητρώο/σύλλογο/σχολείο/φροντιστήριο. Αίτηση/βεβαίωση/δικαίωμα/έντυπο/ημερομηνία ~ής. Ανανέωση/καταβολή ποσού ~ής στη Γραμματεία.|| Έναρξη/λήξη των ~ών (: της περιόδου των ~ών). Βλ. απεγ-, δια-γραφή, προ~. 2. ΛΟΓΙΣΤ. αναγραφή στοιχείων στα λογιστικά βιβλία επιχείρησης, εταιρείας και γενικότ. καταχώριση οικονομικής πράξης: ταμειακή/φορολογική/χρεωστική ~. ~ υποθήκης. Ενεργώ ~. ~ές ανοίγματος-κλεισίματος λογαριασμού. 3. καταγραφή γεγονότων, σκέψεων, εμπειριών: ημερολογιακές ~ές. 4. αποτύπωση πληροφοριών, ακουστικών ή οπτικών σημάτων σε κατάλληλο υλικό, για να διατηρηθούν και να αναπαραχθούν: ~ βιντεοταινίας/δίσκου (πβ. ηχογράφηση)/εικόνας (πβ. μαγνητοσκόπηση)/ήχου/φωνής. ~ σε CD/DVD. 5. ΠΛΗΡΟΦ. σύνολο συναφών στοιχείων δεδομένων που εκλαμβάνονται ως ενιαία μονάδα από ένα υπολογιστικό πρόγραμμα. 6. ΓΕΩΜ. σχεδίαση γεωμετρικού σχήματος μέσα σε ένα άλλο: ~ κύκλου σε τρίγωνο/τετραγώνου σε κύκλο. 7. ΟΙΚΟΝ. επίσημη εκδήλωση ενδιαφέροντος από επενδυτή για την αγορά μιας ποσότητας από ένα νέο πακέτο χρεογράφων που πρόκειται να διατεθεί στην αγορά: ~ μετόχων. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσια εγγραφή: ΟΙΚΟΝ. διάθεση τίτλων προς πώληση στο ενδιαφερόμενο επενδυτικό κοινό, συνήθ. από μεγάλες, οικονομικά εύρωστες επιχειρήσεις πριν από την εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο ή την αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου. [< αρχ. ἐγγραφή, γαλλ. inscription 4: αγγλ. recording, 1904, 5: αγγλ. record, 1957, 6: μτγν. 7: αγγλ. subscription]
  • εκκαθαρίζω [ἐκκαθαρίζω] εκ-κα-θα-ρί-ζω ρ. (μτβ.) {εκκαθάρι-σα, -σει, -στηκε κ. -σθηκε, -στεί κ. -σθεί, -σμένος} (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. ΛΟΓΙΣΤ. υπολογίζω το ενεργητικό και παθητικό επιχείρησης, περιουσίας, λογαριασμού, προκειμένου να βρω το τελικό χρεωστικό ή πιστωτικό αποτέλεσμα· ρυθμίζω οικονομική υποχρέωση ή συναλλαγή: ~ει τις μισθοδοτικές καταστάσεις του προσωπικού. Έχουν ~στεί οι φορολογικές δηλώσεις.|| ~σμένα: χρέη. 2. κάνω εκκαθαρίσεις· απομακρύνω ή διαγράφω κάτι που είναι ή θεωρείται περιττό ή βλαβερό: Ο στρατός θα ~σει την περιοχή.|| Το αρχείο απογράφεται, ~εται και μηχανογραφείται. Το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο έχει ~στεί. 3. (γενικότ.) τακτοποιώ, διευθετώ υπόθεση: Το ζήτημα ~στηκε οριστικά. Πβ. κανονίζω. [< πβ. μτγν. ἐκκαθαρίζω ‘καθαρίζω’, γαλλ. liquider]
  • εκκαθάριση [ἐκκαθάριση] εκ-κα-θά-ρι-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΛΟΓΙΣΤ. υπολογισμός ποσού, ρύθμιση, διεκπεραίωση οικονομικών υποχρεώσεων ή συναλλαγών και συνεκδ. το παραστατικό με το οποίο αυτή βεβαιώνεται: οικονομική ~. ~ αποδοχών/δαπανών/της επιταγής/μισθοδοσίας/φορολογικών δηλώσεων/φόρου. Βλ. ρευστοποίηση.|| Δεν έχουν λάβει την ~ (= το εκκαθαριστικό). 2. (απαιτ. λεξιλόγ.) διαδικασία καθαρισμού, απομάκρυνσης κάθε ξένου, περιττού ή βλαβερού στοιχείου: ~ δασών/δρόμων/κοινόχρηστων χώρων.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ αρχείων/μητρώου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δίσκου. 3. (γενικότ.-απαιτ. λεξιλόγ.) διευθέτηση, διεκπεραίωση υπόθεσης ή αποστολής: οριστική ~ του ζητήματος. Πβ. τακτοποίηση.|| (ΝΟΜ.) Δικαστική ~ κληρονομίας.εκκαθαρίσεις (οι) (μτφ.): αποπομπή, εκδίωξη ανεπιθύμητων προσώπων από υπηρεσία, οργάνωση ή εχθρικών δυνάμεων, πληθυσμών από περιοχή με συνοπτικό και βίαιο τρόπο: μαζικές/πολιτικές/φυλετικές ~. Κάνουν ~ αντιφρονούντων. ~ στο έμψυχο δυναμικό/στον στρατό. ● ΣΥΜΠΛ.: εθνική εκκαθάριση/κάθαρση: εθνοκάθαρση., εκκαθάριση (των) συναλλαγών: ΟΙΚΟΝ. εκτέλεση χρηματιστηριακής συναλλαγής με την παράδοση των τίτλων στον αγοραστή και την πληρωμή της αξίας τους., εκκαθάριση εταιρείας/επιχείρησης: ΟΙΚΟΝ. η διαδικασία με την οποία μια εταιρεία παύει να υφίσταται ως νομική οντότητα (υπολογισμός του ενεργητικού και παθητικού της, ώστε να ρυθμιστεί κάθε οφειλή που εκκρεμεί και το τυχόν πλεόνασμα να διανεμηθεί στους μετόχους της): αναγκαστική/εκούσια ~ ~. Περιουσιακά στοιχεία της υπό ~ ~. ... τέθηκε σε/τελεί υπό εκκαθάριση. Βλ. διάλυση, πτώχευση., τιμή κλεισίματος/εκκαθάρισης βλ. τιμή [< μτγν. ἐκκαθάρισις ‘καθαρισμός’, γαλλ.-αγγλ. liquidation, αγγλ. clearing]
  • εκκαθαριστικό [ἐκκαθαριστικό] εκ-κα-θα-ρι-στι-κό ουσ. (ουδ.) ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.-ΛΟΓΙΣΤ. 1. σημείωμα που στέλνει η Εφορία σε όσους έχουν υποβάλει φορολογική δήλωση, ώστε να πληροφορηθούν το ύψος του φόρου που τους αναλογεί (επιστροφή, καταβολή ή μηδενικός φόρος): πιστωτικό/χρεωστικό ~. 2. (ειδικότ.) έγγραφο που πιστοποιεί το αποτέλεσμα οικονομικής εκκαθάρισης: ~ά μισθοδοσίας. [< γαλλ. bulletin de paye]

άλμπουμ

άλμπουμ [ἄλμπουμ] άλ-μπουμ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. δεμένα φύλλα από χοντρό υλικό, συνήθ. χαρτόνι, με ή χωρίς ειδικές υποδοχές για την ταξινόμηση και προστασία διάφορων συλλογών: οικογενειακό/φωτογραφικό ~. ~ γραμματοσήμων/νομισμάτων.|| Ψηφιακό ~ φωτογραφιών. Πβ. λεύκωμα. 2. μουσική συνήθ. ηχογράφηση που κυκλοφορεί σε ψηφιακό δίσκο ή σε δίσκο του πικάπ: διπλό/ζωντανό (= λάιβ)/μονό ~. Η δημοφιλής τραγουδίστρια ετοιμάζει/κυκλοφορεί το νέο προσωπικό της ~. Πβ. σιντί. 3. έντυπη, συνήθ. πολυτελής, συλλογή εικόνων ζωγραφικής, στίχων: ~ με γκραβούρες. [< γαλλ.-αγγλ. album]

αναφορά

αναφορά [ἀναφορά] α-να-φο-ρά ουσ. (θηλ.) 1. προφορικός ή γραπτός λόγος για κάτι: άμεση/αναλυτική/απλή/αόριστη/γενική/ειδική/εκτενής/έμμεση/ευθεία (: χωρίς περιστροφές)/ευρεία/περιληπτική/σαφής/συχνή/τυχαία/υπαινικτική (πβ. νύξη) ~. ~ σε γεγονότα του παρελθόντος/στην κατάσταση/σε κάποιο πρόβλημα. Έκανε ~ στο/για το ... Γίνεται/υπάρχει ~ σε κάτι. Ντοκιμαντέρ με ~ στο περιβάλλον. Το κείμενο δεν περιέχει καμιά ~ στο ... ~ές στο επιστημονικό έργο. Πβ. μνεία. Βλ. αυτο~, ετερο~. 2. παράθεση: ενδεικτική/εξαντλητική/λεπτομερής/ονομαστική/συνοπτική ~. (Σωστή) ~ των γεγονότων/του ονόματος/της πηγής (πβ. παραπομπή). Βιβλιογραφική ~ (: παρουσίαση της βιβλιογραφίας στο τέλος μιας μελέτης). Βλ. ετερο~. 3. καταγγελία· (κατ΄επέκτ.) το αντίστοιχο έγγραφο: έγγραφη ~. Του έκανε ~.|| Μηνυτήρια/υπηρεσιακή ~. Καταθέτω/στέλνω/συντάσσω/υποβάλλω ~ (στην Υπηρεσία/στο Υπουργείο). 4. (γραπτή) έκθεση στοιχείων: εβδομαδιαία/εσωτερική/ετήσια/ημερήσια ~. Επίσημη ~ του ΟΗΕ (= υπόμνημα). Πβ. ραπόρτο. 5. ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ. ενημέρωση του χρήστη σχετικά με την επιτυχία χρήσης μιας υπηρεσίας: (στο διαδίκτυο:) ~ λαθών/προβλημάτων/σφαλμάτων.|| (στο κινητό:) ~ές παράδοσης (μηνυμάτων). 6. ΣΤΡΑΤ. διαδικασία κατά την οποία οι οπλίτες μονάδας (ή υποδιαίρεσής της) παρατάσσονται και δηλώνεται επίσημα στον επικεφαλής ο αριθμός των παρόντων, των απόντων και των κωλυομένων: απογευματινή (: πριν από την απογευματινή εκπαίδευση)/βραδινή (: πριν από το σιωπητήριο)/πρωϊνή ~. Ο στρατιώτης βγήκε στην ~ παραπονούμενος για .../και ζήτησε να του δοθεί ολιγοήμερη άδεια. Τον έβγαλε στην ~ (: ο λοχίας τον στρατιώτη, λόγω απείθειας ή παραπτώματος). 7. σύνδεση, συσχέτιση: άξονας/βάση/δεδομένα/μοντέλο ~άς. 8. ΓΛΩΣΣ. συσχετισμός γλωσσικού στοιχείου με ένα προηγούμενο ή επόμενο, όπως αντωνυμίας με ουσιαστικό· σύνδεση κειμενικού στοιχείου με οντότητα (πρόσωπο, αντικείμενο, ιδιότητα, κατάσταση) του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου, γνωστή στον ακροατή ή τον αναγνώστη: ενδοκειμενική/εξωκειμενική ~. Βλ. δείξη. 9. ΓΡΑΜΜ. (στην αρχ. ελλην. γλ.) η έννοια του "ως προς κάτι", "σχετικά με κάτι", που εκφράζεται με εμπρόθετο ή ονοματικό προσδιορισμό. ● ΣΥΜΠΛ.: αντικείμενο αναφοράς 1. το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος· ό,τι βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ή της προσοχής: Προσέχουμε να αλλάζουμε παράγραφο, όταν περνάμε από μια έννοια σε άλλη ή αλλάζει το ~ ~.|| Ο αρχιτέκτονας διατηρεί γραφείο με κύριο ~ ~ μελέτες δημοσίων έργων. 2. ΓΛΩΣΣ. οντότητα του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου η οποία συνδέεται με το γλωσσικό σημείο (απλούστερα, τη λέξη) με εξωτερική σχέση δήλωσης (λατ. denotatio)· το αντικείμενο που δηλώνεται από το γλωσσικό σημείο ως όνομα: Το ~ ~ της λέξης "τραπέζι" είναι το ίδιο το πράγμα "τραπέζι"., βιβλίο/έργο αναφοράς & (σπανιότ.) εργασία αναφοράς: βασικό έργο, κυρ. λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια, στο οποίο ανατρέχει κανείς για άντληση πληροφοριών. [< αγγλ. reference book/work] , δικαίωμα αναφοράς: ΝΟΜ. το δικαίωμα κάθε πολίτη, μεμονωμένα ή συλλογικά, τηρώντας τους νόμους του κράτους, να αναφέρεται εγγράφως στις Αρχές· το δικαίωμα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος-μέλος, να υποβάλουν, ατομικά ή από κοινού με άλλους πολίτες ή πρόσωπα, αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θέμα που εμπίπτει στους τομείς δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Το Σύνταγμα καθιερώνει το ~ ~ των Ελλήνων προς τις Αρχές. , κέντρο αναφοράς 1. συντονιστικό όργανο (που παρέχει έγκυρη πληροφόρηση ή βοήθεια): εθνικό/ευρωπαϊκό ~ ~. ~ ~ AIDS/γρίπης. ~ ~ για την υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία. 2. σημείο αναφοράς. [< γαλλ. centre de référence] , ορθή αναφορά: ΑΣΤΡΟΝ. ουρανογραφική συντεταγμένη για τον προσδιορισμό της θέσης αντικειμένου στην ουράνια σφαίρα· το αντίστοιχο του γεωγραφικού μήκους. Βλ. απόκλιση. [< αγγλ. right ascension] , σημείο αναφοράς 1. (μτφ.) οτιδήποτε κατέχει εξέχουσα θέση σε ένα σύνολο ή αποκτά κομβική σημασία: ~ ~ της πόλης αποτελεί η κεντρική πλατεία. Η Εκκλησία είναι ~ ~ για τον Ελληνισμό της Διασποράς. Πβ. τοπόσημο. ΣΥΝ. κέντρο αναφοράς (2) 2. ΤΟΠΟΓΡ. ακριβής θέση στην επιφάνεια της Γης, με δεδομένες συντεταγμένες και υψόμετρο, που χρησιμοποιείται για τοπογραφικούς σκοπούς. [< γαλλ. point de référence] , σύστημα αναφοράς: ΦΥΣ. που χρησιμοποιεί συντεταγμένες για τον εντοπισμό ορισμένης θέσης: αδρανειακό ~ ~. [< γαλλ. système (de) référence] , τιμή αναφοράς: που θεωρείται βάση για τον υπολογισμό αξίας, μεγέθους: βασική/καθαρή/ρυθμιζόμενη ~ ~. ~ ~ μετοχών/πετρελαίου/συναλλάγματος/χρυσού. ~ ~ για τα ελλείμματα/το χρέος. Βλ. αντικειμενική αξία. [< αγγλ. reference price/ value] , αιτιατική της αναφοράς (/του "κατά τι") βλ. αιτιατική, γενικευτική αναφορά βλ. αναφορά, Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς βλ. πλαίσιο, εργαστήριο αναφοράς βλ. εργαστήριο, Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες) βλ. πλαίσιο, κόλλα αναφοράς βλ. κόλλα, ομάδα αναφοράς βλ. ομάδα, τοπικότητα της αναφοράς βλ. τοπικότητα ● ΦΡ.: δίνω (σε κάποιον) αναφορά (συχνά ειρων.): τον ενημερώνω λεπτομερώς για κάτι· λογοδοτώ: Έχω κάθε δικαίωμα να πάω όπου θέλω, χωρίς να δώσω ~ σε κανέναν. ~ θα σου δώσω;, σε αναφορά με & (λόγ.) εν αναφορά προς (επίσ.): ως προς, όσον αφορά, σχετικά με: ~ ~ την ανωτέρω επιστολή, σας πληροφορούμε ότι ... [< 1,2,3: αρχ. ἀναφορά 1,2: αγγλ. reference, γαλλ. référence 3,4,5,6: αγγλ. report, γαλλ. rapport 7: μτγν. άναφορά, γαλλ. rapport, relation 8: αγγλ. anaphora, γαλλ. anaphore 9: μτγν.]

απαγωγή

απαγωγή [ἀπαγωγή] α-πα-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. παράνομη αρπαγή και κράτηση ενός προσώπου, συνήθ. με σκοπό να ζητηθούν ανταλλάγματα για την απελευθέρωσή του: ~ ανηλίκων/επιχειρηματία για λύτρα. ~ με τη βία. Έπεσε θύμα ~ής. 2. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) συλλογιστική πορεία η οποία, με βάση μια γενική αρχή, οδηγείται στην εξαγωγή ειδικότερων συμπερασμάτων. Πβ. παραγωγή. ΑΝΤ. επαγωγή (1) 3. ΤΕΧΝΟΛ. μεταφορά περιττών, επιβλαβών ή άχρηστων στοιχείων, συνήθ. αερίων παραγόμενων από χημική αντίδραση, μακριά από το χώρο συγκέντρωσής τους: ~ ακάθαρτων υδάτων και λυμάτων/θερμότητας/καυσαερίων. Αγωγός/στόμιο ~ής. Πβ. παροχέτευση. 4. κίνηση απομάκρυνσης άκρου από τον κορμό: (ΦΥΣΙΟΛ.) ~ του βραχίονα/ποδιού.|| (ΓΥΜΝ.) Tα χέρια σε ~ (: ορθή γωνία με το σώμα). Πβ. έκταση. ΑΝΤ. προσαγωγή (2) 5. ΙΑΤΡ. μέθοδος καταγραφής του ηλεκτρικού δυναμικού του καρδιακού μυός: διπολική/μονοπολική/θωρακική ή προκάρδιος ~. Βλ. ηλεκτροκαρδιογράφημα. ● ΦΡ.: εις άτοπο(ν) απαγωγή βλ. άτοπο [< 1: μτγν. ἀπαγωγή 2: αρχ. ~, αγγλ. apagoge 4: αρχ. ~, γαλλ. abduction]

απλογραφία

απλογραφία [ἁπλογραφία] α-πλο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΛΟΓΙΣΤ. μέθοδος λογιστικής καταχώρισης, κατά την οποία κάθε λογιστικό γεγονός εγγράφεται σε έναν μόνο αναλυτικό λογαριασμό. Βλ. διπλογραφία. 2. ΠΑΛΑΙΟΓΡ. εσφαλμένη παράλειψη ενός από δύο όμοιους φθόγγους ή μιας από δύο συνεχόμενες ίδιες συλλαβές κατά την αντιγραφή κειμένων. Βλ. -γραφία, διττογραφία. [< 1: γαλλ. comptabilité (en partie) simple 2: γερμ. Haplographie, αγγλ. haplography]

αφαιρετικός

αφαιρετικός, ή, ό [ἀφαιρετικός] α-φαι-ρε-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την αφαίρεση, με την έννοια της σχηματοποίησης ή της γενίκευσης: ~ός: λόγος. ~ή: διαδικασία/ικανότητα/σκέψη/τέχνη. ● Ουσ.: αφαιρετικό (το): ουσία που αφαιρεί κάποιο υλικό: ~ αλάτων/βερνικιού/κόλλας. ● επίρρ.: αφαιρετικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αφαιρετικά χρώματα βλ. χρώμα [< μτγν. ἀφαιρετικός ‘κατάλληλος να αφαιρεί, να εξαλείφει’, γαλλ. soustractif]

βίβλος

βίβλος βί-βλος ουσ. (θηλ.) 1. ΘΡΗΣΚ. (με κεφαλ. το αρχικό Β) η Αγία Γραφή: τα βιβλία/χωρία της ~ου. Πβ. Ιερά Γράμματα, Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Βλ. Ιερές Γραφές, Κοράνι, Ταλμούδ. 2. σύγγραμμα, εγχειρίδιο που θεωρείται το πιο έγκυρο σε κάποιον τομέα: η ~ του καλού/σύγχρονου επιχειρηματία. ● ΣΥΜΠΛ.: Λευκή Βίβλος/Λευκό Βιβλίο: ΠΟΛΙΤ. καθένα από τα επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιέχουν προτάσεις κοινοτικής δράσης σε συγκεκριμένους τομείς: ~ ~ για την ανάπτυξη/την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση. [< αγγλ. White Paper] , Μαύρη Βίβλος: βιβλίο ή σύνολο κειμένων που αναφέρονται σε αρνητικά και κατακριτέα στοιχεία (καθεστώτος, κράτους, προσώπου): η ~ ~ του καπιταλισμού/του φασισμού. [< γαλλ. Livre Noir] , Μπλε Βίβλος & Βιβλίο: ΠΟΛΙΤ. καθένα από τα επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιέχουν τους στρατηγικούς στόχους και τις συστάσεις της Επιτροπής για κοινοτική δράση στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών. [< αγγλ. Blue Paper] , Πράσινη Βίβλος/Πράσινο Βιβλίο: ΠΟΛΙΤ. καθένα από τα επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποσκοπούν στην προώθηση του προβληματισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο για συγκεκριμένο θέμα: ~ ~ για την ενέργεια/την επιχειρηματικότητα. [< αγγλ. Green Paper, 1967] , χαρτί βίβλου: ΤΥΠΟΓΡ. λεπτό αδιαφανές χαρτί εκτύπωσης [< αγγλ. Bibel paper, 1903, γαλλ. Papier bible] , χρυσή βίβλος 1. (μτφ., συνήθ. στον αθλητισμό) καταγραφή των πιο λαμπρών ονομάτων, στιγμών ή περιστατικών που αφορούν έναν χώρο: η ~ ~ του κυπέλλου/των μεταλλίων/των πρωταθλητών/των τελικών. 2. ΙΣΤ. κατάλογος με τα ονόματα των ευγενών την περίοδο της Ενετοκρατίας, κυρ. στα Επτάνησα. ΣΥΝ. λίμπρο ντ' όρο [< ιταλ. libro d'oro] [< 1: μτγν. Βίβλος 2: γαλλ.-αγγλ. bible]

γεωμετρία

γεωμετρία γε-ω-με-τρί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ): ΓΕΩΜ. επιστήμη η οποία ερευνά τις ιδιότητες και τις σχέσεις που έχουν τα σημεία, οι γραμμές, τα σχήματα ή τα στερεά στον χώρο· συνεκδ. το αντίστοιχο σχολικό ή πανεπιστημιακό μάθημα και το σχετικό βιβλίο: αλγεβρική/διαφορική/ελλειπτική/επίπεδη/ευκλείδεια/μετρική/προβολική ~. Βλ. επιπεδο-, στερεο-μετρία. ● ΣΥΜΠΛ.: αναλυτική γεωμετρία: που μελετά τα γεωμετρικά σχήματα με τη βοήθεια της άλγεβρας., παραστατική γεωμετρία: που εξετάζει τις ιδιότητες ενός στερεού σώματος βάσει της απεικόνισής του σε ένα ή περισσότερα επίπεδα. [< αρχ. γεωμετρία, γαλλ. géométrie, αγγλ. geometry]

-γραφία

-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

δημογραφία

δημογραφία δη-μο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΔΗΜΟΓΡ. επιστημονικός κλάδος που μελετά στατιστικά τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού μιας περιοχής, χώρας: ιατρική/ιστορική/κοινωνική ~. ~ και μετανάστευση. Βλ. ανθρωπογεωγραφία, απογραφή.|| Επιχειρηματική ~. Βλ. -γραφία. [< γαλλ. démographie, αγγλ. demography]

διάλυση

διάλυση δι-ά-λυ-ση ουσ. (θηλ.) 1. χωρισμός σε μέρη, διάσπαση: ~ ανθρακικών πετρωμάτων (πβ. αποσάθρωση, αποσύνθεση). ~ύσεις πλοίων (πβ. αποσυναρμολόγηση).|| ~ του πλήθους (πβ. διασκορπισμός)/στρατού. Βίαιη ~ της συγκέντρωσης διαμαρτυρίας.|| ~ του τοπικού περιττού λίπους. ~ του θρόμβου στη στεφανιαία αρτηρία. 2. (μτφ.) διακοπή της ύπαρξης, της λειτουργίας, αναστολή της ισχύος: ~ αρραβώνα/γάμου (βλ. διαζύγιο, χωρισμός)/συμφώνου (πβ. ακύρωση, αναίρεση). ~ της Βουλής (: για προκήρυξη εκλογών)/εταιρείας/συγκροτήματος/σωματείου. (σε επιγραφές καταστημάτων:) Ξεπούλημα λόγω ~ης (βλ. εκποίηση). Στα πρόθυρα ~ης. Υπό ~. Απειλείται/κινδυνεύει με ~ η ομάδα. Οδηγείται σε ~ ο σύλλογος.|| (αποδιοργάνωση:) ~ του εθνικού συστήματος υγείας/της οικονομίας (πβ. αποδιάρθρωση). ~ επικρατούσε σήμερα στις αεροπορικές πτήσεις. Η χώρα βρίσκεται σε κατάσταση ~ης λόγω του μεγάλου απεργιακού κύματος. Εικόνα ~ης παρουσίασε η ... Πβ. παράλυση. Βλ. αυτο~, κατάλυση, καταστροφή. 3. ΧΗΜ. προσθήκη στερεού, υγρού ή αέριου στοιχείου σε ένα άλλο, για τον σχηματισμό διαλύματος: ~ αλάτων/μιας ουσίας/χρωμάτων. Δισκίο ταχείας ~ης. 4. εξαφάνιση: ~ νεφών.|| (μτφ.) ~ των αµφιβολιών. Πβ. εξάλειψη. 5. σωματική ή συνήθ. ψυχική εξουθένωση: Βρίσκομαι στα όρια ~ης. Πβ. εξάντληση. ● ΦΡ.: βαράει διάλυση & (σπάν.) βαράει φαλιμέντο (λαϊκό): (για επιχείρηση, σχέση, κατάσταση) οδηγείται σε χρεοκοπία ή γενικότ. αποσυντονίζεται: Το κατάστημα βάρεσε ~. Πβ. βαράει/ρίχνει/σκάει κανόνι. [< αρχ. διάλυσις 2,3: γαλλ. (dis)solution]

διπλογραφία

διπλογραφία δι-πλο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΛΟΓΙΣΤ. καταχώρηση συναλλαγής με εγγραφή της πιστωτικής και της αντίστοιχης χρεωστικής κίνησης. Βλ. απλογραφία, -γραφία. [< γαλλ. tenue des livres en partie double]

διπλογραφικός

διπλογραφικός, ή, ό δι-πλο-γρα-φι-κός επίθ.: ΛΟΓΙΣΤ. που σχετίζεται με τη διπλογραφία: ~ό: σύστημα. ~ά: λογιστικά βιβλία.

δραστηριότητα

δραστηριότητα δρα-στη-ρι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) ΣΥΝ. δράση 1. σύνολο ενεργειών ανθρώπου, ομάδας, επιχείρησης ή φορέα σε ορισμένο τομέα: βιομηχανική/εκδοτική/έντονη/επαγγελματική/ερευνητική/κοινωνική/οικονομική/πλούσια/πολιτική/πολύπλευρη ~. Αθλητικές/εκπαιδευτικές/εναλλακτικές/παράνομες/πολιτιστικές/σχολικές/σωματικές ~ες. Εκδηλώσεις και ~ες. Ανέπτυξε ~ (= δραστηριοποιήθηκε) στον τομέα ... Η εταιρεία διευρύνει/επεκτείνει τις ~ές της.|| Έχει πολλές ~ες (= ασχολίες). 2. (ειδικότ.) οι φυσικές διεργασίες με τις οποίες εκδηλώνεται ένα φαινόμενο: ηλιακή/ηφαιστειακή/σεισμική ~. Βλ. υπερ~. 3. ενεργητικότητα: πυρετώδης ~. Εργάστηκε με θαυμαστή ~ για ... Πβ. δυναμισμός. Βλ. -ότητα. [< μεσν. δραστηριότης, γαλλ. activité, αγγλ. activity]

ηλεκτρονική

ηλεκτρονική [ἠλεκτρονική] η-λε-κτρο-νι-κή ουσ. (θηλ.): ΗΛΕΚΤΡΟΝ. κλάδος της Φυσικής και της Τεχνολογίας που ασχολείται με τη μελέτη της κίνησης των ηλεκτρονίων και με τον σχεδιασμό ηλεκτρικών συσκευών και κυκλωμάτων. Πβ. ηλεκτρονικά (τα). Βλ. μικρο~, νανο~, οπτο~. [< αγγλ. electronics, 1910, γαλλ. électronique, περ. 1930]

ιερός

ιερός, ή/(λόγ.) ά, ό [ἱερός] ι-ε-ρός επίθ. 1. (συχνά με κεφαλ. Ι) που αναφέρεται στον Θεό, στα θεία, στη θρησκεία ή που έχει μεγάλη θρησκευτική σημασία: ~ός: μήνας/ναός/τόπος (βλ. προσκύνημα)/ύμνος/χορός. ~ή: ακολουθία/εικόνα/κοινότητα/λειτουργία (= Θεία)/Μονή/μορφή/πηγή (= αγίασμα)/προσευχή/συγκίνηση/σύναξη. ~ό: ανάγνωσμα/ένδυμα/λείψανο/μυστήριο/νησί. ~ές: τελετές. ~ά: άμφια. Η ~ά Αρχιεπισκοπή/Μητρόπολη. Βλ. πανίερος.|| (για Άγιο, συνήθ. λόγιο) Ο ~ Αυγουστίνος/Φώτιος.|| Τα ~ά ζώα αρχαίων πολιτισμών. 2. που του οφείλουμε σεβασμό, γιατί έχει μεγάλη ηθική αξία και σημασία: ~ός: αγώνας/θεσμός/όρκος/σκοπός. ~ή: αποστολή/γη/ιδέα/μνήμη/προσφορά/υποχρέωση/φλόγα. ~ό: καθήκον/όνομα/πρόσωπο/σύμβολο/χρέος. ~ά: χώματα (= άγια). Πβ. αξιοσέβαστος, σεβαστός. ΑΝΤ. ανίερος 3. ΑΝΑΤ. που βρίσκεται κοντά στο ιερό οστό: ~ός: σπόνδυλος. ~ή: αρτηρία/μοίρα. ~ά: τρήματα. ● ΣΥΜΠΛ.: Ιερά Γράμματα: ΘΕΟΛ. η Αγία Γραφή. Πβ. Βίβλος., ιερά νόσος (ευφημ.-παλαιότ.): επιληψία., Ιερά Σύνοδος: ΕΚΚΛΗΣ. το ανώτατο διοικητικό όργανο κάθε αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας., ιερή τέχνη: που υπηρετεί τη θρησκευτική λατρεία: η ~ ~ της αγιογραφίας., Ιερό Βιβλίο/Κείμενο: ΘΡΗΣΚ. γραπτό, συνήθ. παλαιό έργο, που θεωρείται θεόπνευστο και αποτελεί τη βάση της πίστης και της λατρευτικής ζωής σε μια θρησκεία: τα ~ά ~α του Χριστιανισμού (πβ. Αγία Γραφή).|| Τα ~ά ~α του Ινδουισμού (πβ. Βέδες)/Ιουδαϊσμού (πβ. Ταλμούδ, Τορά)/Μουσουλμανισμού (πβ. Κοράνι). ΣΥΝ. Ιερές Γραφές, ιερό οστό & (λόγ.) ιερό οστούν: ΑΝΑΤ. τριγωνικό οστό που βρίσκεται στο κάτω άκρο της σπονδυλικής στήλης. Βλ. κόκκυγας., ιερός/θρησκευτικός πόλεμος: που γίνεται στο όνομα μιας θρησκείας. Βλ. σταυροφορία, τζιχάντ., (Ιερά) Σύνοψη βλ. σύνοψη, Διαρκής Iερά Σύνοδος βλ. σύνοδος, θείος/ιερός νόμος βλ. νόμος, Ιερά Εξέταση βλ. εξέταση, ιερά σινδόνη βλ. σινδόνη, ιερά σκεύη βλ. σκεύος, ιερά τέρατα βλ. τέρας, Ιερά/Ιερή Παράδοση βλ. παράδοση, Ιερές Γραφές βλ. γραφή, ιερή αγελάδα βλ. αγελάδα, ιερή αποδημία βλ. αποδημία, ιερή πόλη βλ. πόλη, ιερό άλσος βλ. άλσος, ιερό τοτέμ βλ. τοτέμ, Ιερό/Άγιο Βήμα βλ. βήμα, ιεροί/θείοι κανόνες βλ. κανόνας, ιερός χώρος βλ. χώρος, ο Ιερός Βράχος βλ. βράχος ● ΦΡ.: δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο: δεν σέβεται τίποτα, δεν έχει ηθικούς φραγμούς, είναι αδίστακτος, αχρείος., σε ό,τι έχω ιερό: (σε όρκο): Σας τ' ορκίζομαι ~ ~, δεν έχει ξανασυμβεί κάτι τέτοιο., τα ιερά και τα όσια: το σύνολο των αξιών και γενικότ. ό,τι πιο ιερό έχει κάποιος: ~ ~ της πατρίδας/πίστης/φυλής. Βεβηλώνω/θίγω/προσβάλλω ~ ~ κάποιου. Πβ. θεία (τα). ● βλ. ιερό [< αρχ. ἱερός]

κανονικός

κανονικός, ή, ό κα-νο-νι-κός επίθ. 1. ομαλός, συνηθισμένος, φυσιολογικός: ~ός: σφυγμός (ΑΝΤ. ακανόνιστος). ~ή: αναπνοή (πβ. σταθερή)/ανάπτυξη/πίεση (αίματος)/συμπεριφορά (: αναμενόμενη· ΑΝΤ. αποκλίνουσα, προβληματική). ~ές για την εποχή θερμοκρασίες. ~ά: χαρακτηριστικά (= αρμονικά, συμμετρικά). ~ό δέρμα/~ά μαλλιά (βλ. λιπαρός, ξηρός). Διακόπηκε η ~ή ροή του προγράμματος. Επιστρέψαμε στους ~ούς μας ρυθμούς. Η κίνηση στο αεροδρόμιο παραμένει σε ~ά επίπεδα.|| Ζει μια ~ή ζωή. Ήταν μια ~ή (= τυπική) μέρα στη δουλειά. Ένας ~ άνθρωπος είναι, όπως όλοι (πβ. απλός). ΑΝΤ. διαφορετικός, ιδιαίτερος, ξεχωριστός.|| (ως ουσ.) Βάρος πάνω απ' το ~ό. 2. που είναι σύμφωνος με τους ισχύοντες κανόνες, κανονισμούς ή νόμους, που δεν τους αντιβαίνει: ~ός: διορισμός/μισθός. ~ή: άδεια/λειτουργία/προσπέραση (ΑΝΤ. αντικανονική)/ταχύτητα. ~ό: εισιτήριο (βλ. μειωμένος)/πρόγραμμα/ωράριο (εργασίας). Έκπτωση 50% επί των ~ών τιμών. Ο ~ αγώνας έληξε 1-1 (βλ. παράταση). Πβ. νόμιμος, νομότυπος. Βλ. παρά-νομος, -τυπος.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ σχηματισμός παραθετικών/του μέλλοντα. Βλ. ανώμαλος.|| (ως ουσ.) Το ~ό (= δίκαιο, πρέπον, σωστό) θα ήταν να ζητήσει συγγνώμη. 3. περιοδικός, τακτός: ~ά: δρομολόγια (ΑΝΤ. έκτακτα). Συντήρηση σε ~ά διαστήματα. Το μωρό κοιμάται/τρώει σε ~ές ώρες. ΑΝΤ. ακανόνιστος. 4. αληθινός, πραγματικός, σωστός: Ποιο είναι το ~ό σου όνομα (βλ. ψεύτικος); Κάντε κλικ για να δείτε τη φωτογραφία σε ~ό μέγεθος/~ές διαστάσεις (: όπως είναι αποθηκευμένη στο αρχείο· βλ. μεγέθυνση, σμίκρυνση).|| ~ό: δείπνο/πρωινό/φαγητό. Πβ. πλήρης. ΑΝΤ. ελαφρύς, πρόχειρος.|| (προφ.) Έβγαλε άδεια κι είναι πια ~ δικηγόρος! ● επίρρ.: κανονικά & (σπάν.-λόγ.) -ώς [-ῶς]: Δουλεύει/λειτουργεί ~ (: σωστά, χωρίς προβλήματα).|| ~ θα έπρεπε να σε τιμωρήσω, αλλά έχε χάρη!|| Ο αγώνας συνεχίζεται ~ (: σύμφωνα με το πρόγραμμα).|| Αναπτύσσεται ~ (= φυσιολογικά).|| Έφαγε ~ (: όσο πρέπει, ικανοποιητικά).|| Παρακολουθεί τα μαθήματα ~ (= τακτικά).|| (προφ.) Μ' έγραψε ~ (: αδιαφόρησε πλήρως)! ● ΣΥΜΠΛ.: κανονικά βιβλία: ΕΚΚΛΗΣ. Κανόνας., κανονικό γεύμα 1. που έχει την απαιτούμενη θρεπτική και θερμιδική αξία: Τρώει σνακ αντί για ~ ~ (= πλήρες). 2. {στον πληθ.} που καταναλώνεται σε τακτά διαστήματα: μικρά ~ά ~ατα (ΑΝΤ. ακανόνιστα)., Κανονικό Δίκαιο: ΕΚΚΛΗΣ. το σύνολο των θεσμοθετημένων διατάξεων και καθιερωμένων πρακτικών της Εκκλησίας: ορθόδοξο/ρωμαιοκαθολικό ~ ~., κανονικό πολύγωνο: ΓΕΩΜ. του οποίου όλες οι πλευρές και οι γωνίες είναι ίσες., κανονικό πολύεδρο: ΓΕΩΜ. του οποίου οι έδρες είναι κυρτά κανονικά πολύγωνα, ίσα μεταξύ τους. Βλ. οκτά-, τετρά-εδρο, κύβος., κανονικές συνθήκες βλ. συνθήκη, κανονική γλώσσα βλ. γλώσσα, κανονική έκφραση βλ. έκφραση ● ΦΡ.: κανονικά και με τον νόμο βλ. νόμος [< μτγν. κανονικός ‘σύμφωνος με τον κανόνα ή τους κανόνες’, γαλλ. régulier, normal]

κλείνω

κλείνω κλεί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έκλει-σα, κλεί-σει, -στηκα, -στεί, κλείν-οντας, (σπάν.) -όμενος, κλει-σμένος} 1. μετακινώ ή τοποθετώ κινητό τμήμα ενός αντικειμένου ή μιας κατασκευής με τρόπο ώστε να φράξω τη δίοδο ή να εμποδίσω την οπτική επαφή με εσωτερικό χώρο· τον καθιστώ μη προσβάσιμο: ~ τα παντζούρια/το παράθυρο/την πόρτα (με κλειδί = κλειδώνω)/το συρτάρι. Η εξώπορτα ~ει από μέσα/ερμητικά. (σε αυτοκίνητο) Οροφή που ανοίγει και ~ει (= ανοιγοκλείνει) αυτόματα. ~σα το καπάκι. Βλ. μισο~, ξανα~.|| ~ουμε (= σκεπάζουμε) τη χύτρα και βράζουμε για μιάμιση ώρα. Θήκες που ~ουν με φερμουάρ. Πβ. σφαλίζω. ΑΝΤ. ανοίγω (1) 2. μαζεύω ή διπλώνω κάτι ανοιχτό, απλωμένο ή ξεδιπλωμένο: ~ το βιβλίο. Κρεβάτι που ανοίγει και ~ει (= πτύσσεται) εύκολα. 3. (για συσκευή ή επιχείρηση, ίδρυμα) παύω τη λειτουργία, προσωρινά ή μόνιμα: ~ τον απορροφητήρα/τον εκτυπωτή/την οθόνη/τον υπολογιστή. Το μηχάνημα ~ει αυτόματα. Κλείσε τον ήχο/την τηλεόραση!|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ το σάιτ. Πατώντας το κουμπί ~ει το παράθυρο.|| Το κατάστημα ~ει στις τρεις. ~ουν τα θέατρα/τα σχολεία (ενν. για το καλοκαίρι). ~σε το εργοστάσιο (πβ. βάζει/μπαίνει λουκέτο). 4. τελειώνω, ολοκληρώνω κάτι (δραστηριότητα, χρονική περίοδο, προφορικό ή γραπτό κείμενο), το διευθετώ οριστικά· ειδικότ. συμπληρώνω: Η εταιρεία ~σε με επιτυχία τη χρονιά. ~σε τον λόγο/την ομιλία του με μια παράκληση. (ελλειπτ.) ~ με ένα σχόλιο. (σε τελική παράγραφο) ~οντας (= τέλος), θα ήθελα να ... Καθένα από τα κεφάλαια ~ει με ανακεφαλαίωση των βασικών θέσεων. ~ουν οι εκκρεμότητες (πβ. τακτοποιώ). Το θέμα/η ιστορία ~σε (= έληξε).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~σε τον ισολογισμό/το ταμείο (: έκανε απολογισμό). Έχει ~σει ο προϋπολογισμός. (στο χρηματιστήριο) Ο Γενικός Δείκτης Τιμών ~σε (= οριστικοποιήθηκε) με απώλειες/στις ... μονάδες.|| Τα πόσα (ενν. χρόνια) ~ει; ~ει τα τριάντα. ~σε τρεις μήνες ζωής. ~σαν (= πέρασαν) ήδη δέκα χρόνια από την ίδρυση του συλλόγου. ΑΝΤ. ανοίγω (7) 5. σταματώ τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου: ~ τον διακόπτη της συσκευής. (ειδικότ.) ~σα (= έσβησα) το φως. Κλείσε τη βρύση! ~ει η βαλβίδα.|| (μτφ.) Θα ~σει η στρόφιγγα των επιχορηγήσεων. 6. διακόπτω τηλεφωνική συνομιλία: ~ το ακουστικό (= κατεβάζω)/το τηλέφωνο. (ελλειπτ.) Συγγνώμη, αλλά πρέπει να ~σω, χτυπάει το κουδούνι.|| ~σε (: έπεσε) η γραμμή. 7. δεσμεύω, κρατώ, εξασφαλίζω: ~ δωμάτιο σε ξενοδοχείο/θέση σε αεροπλάνο/τραπέζι σε εστιατόριο (= κάνω κράτηση). ~σαμε εισιτήρια για τη συναυλία. (προφ.) ~σα διακοπές στο ... 8. συνάπτω σύμβαση· έρχομαι σε συμφωνία (για κάτι): ~ουν δουλειές/παραγγελίες. Έχω ~σει ραντεβού με γιατρό. Έχει ~σει συμβόλαιο με ... ~στηκε (η) συνάντηση (πβ. ορίζω). ~σε η συμφωνία ανάμεσα στις δύο πλευρές. Πβ. συνομολογώ. 9. φράζω έναν χώρο, για να εμποδίσω τη δίοδο· δεν επιτρέπω σε κάποιον να περάσει: Μην ~εις τον διάδρομο/το πέρασμα! Ο δρόμος ~σε εξαιτίας κατολισθήσεων. ~σαν τα σύνορα. (στο ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ) Ο παίκτης ~στηκε από δύο αμυντικούς. Πβ. αποκλείω, μπλοκάρω. 10. εγκλείω, περιορίζω: Τον συνέλαβαν και τον ~σαν στο κρατητήριο. ~στηκε σε άσυλο/στη φυλακή/σε ψυχιατρείο. 11. (συνήθ. μτφ.) μειώνω: ~ει η ψαλίδα μεταξύ των δύο υποψηφίων (στις δημοσκοπήσεις). ~σε τη διαφορά του από τον πρωτοπόρο της βαθμολογίας. 12. γράφω το δεύτερο από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: ~ την αγκύλη. ~ουν τα εισαγωγικά.|| (κατ' επέκτ.-προφ.) ~ την παρένθεση κι επιστρέφω στο θέμα μας! ΑΝΤ. ανοίγω (11) ● κλείνει 1. (κυριολ. κ. μτφ.) θεραπεύεται, επουλώνεται: Πληγή/τραύμα βαθύ που δεν ~ (= δεν γιατρεύεται). 2. (μτφ.) περιέχει, περιλαμβάνει: Λεύκωμα που ~ μέσα του (= εμπεριέχει, εμπερικλείει) μια ολόκληρη εποχή. ● Παθ.: κλείνομαι 1. περιορίζομαι, απομονώνομαι ή εγκλωβίζομαι: ~στηκε μόνος στο γραφείο του. Έχω ~στεί μέσα τελευταία (: δεν βγαίνω από το σπίτι για διασκέδαση).|| ~στηκα στο ασανσέρ. 2. αποκλείομαι από κάπου: ~στηκα έξω (απ' το σπίτι). ● ΦΡ.: ανοίγει/κλείνει το κεφάλαιο & ένα κεφάλαιο (μτφ.): για ζήτημα ή χρονική περίοδο που ξεκινά ή ολοκληρώνεται, έρχεται σε πέρας: Κλείνει ένα κεφάλαιο της ζωής μου. ~ ~ των μεταρρυθμίσεων., κλείνει η μύτη μου: βουλώνει, συνήθ. λόγω ασθένειας: Έχει κλείσει ~ ~ από το συνάχι., κλείνει η φωνή μου & ο λαιμός μου: δεν μπορώ να μιλήσω ή βραχνιάζω: Κρύωσα και έκλεισε ~., κλείνομαι στον εαυτό μου: γίνομαι εσωστρεφής, λιγότερο κοινωνικός, εκδηλωτικός ή διαχυτικός: Έχει ~στεί ~ της.|| (κατ' επέκτ.) Χώρα που ~εται ~ της. Βλ. ενδοστρέφεια. ΣΥΝ. κλείνομαι στο καβούκι μου, κλείνουν τα μάτια μου: νυστάζω, μου έρχεται ύπνος: ~ ~ από τη νύστα., κλείνω στην αγκαλιά μου (κάποιον): τον αγκαλιάζω: Την ~σε ~ του και τη φίλησε.|| (μτφ.) Κόλπος που ~ει ~ του το νησάκι., κλείνω στην καρδιά μου (κάποιον/κάτι) (μτφ.): αγαπώ πολύ., κλείνω τα βιβλία: ΛΟΓΙΣΤ. κάνω ισολογισμό: ~ ~ και τους λογαριασμούς της εταιρείας., κλείνω τα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. τον κρατώ σε άγνοια, τον παραπλανώ: Με την παραπληροφόρηση, προσπαθούν να ~σουν ~ των πολιτών. ΑΝΤ. ανοίγω τα μάτια (κάποιου) 2. φροντίζω κάποιον στις τελευταίες του στιγμές: Του ~σε τα μάτια., κλείνω τα μάτια (μου) (μτφ.-προφ.) 1. πεθαίνω, φεύγω από τη ζωή: Θέλω να κλείσω ~ ~ ευτυχισμένος. Πβ. αποβιώνω. 2. προσποιούμαι ότι δεν είδα ή δεν αντιλήφθηκα κάτι: ~ ~ στα προβλήματα. Πβ. εθελοτυφλώ., κλείνω το μάτι (σε κάποιον): κλείνω στιγμιαία το ένα μάτι, για να αφήσω κάποιο υπονοούμενο: Μου ~ει ~ με νόημα/πονηρά.|| (μτφ.) Ο σκηνοθέτης κλείνει ~ στους θεατές., κλείνω τον φάκελο/κλείνει ο φάκελος (μτφ.): παύω να εξετάζω/παύει να εξετάζεται ένα θέμα, μια υπόθεση: Η αστυνομία ~σε τον ~ο της δολοφονίας του ... Με την καταδίκη του, ~σε οριστικά ο ~ του σκανδάλου. Βλ. βρίσκεται/είναι/μπαίνει στο συρτάρι. ΑΝΤ. ανοίγω τον φάκελο, μου/μας έχει κλείσει το σπίτι (μτφ.-προφ.) 1. για πολύ μεγάλη καταστροφή, συμφορά: Μας ~σαν τα σπίτια μας, μας ρημάξανε. 2. (συνήθ. για γυναίκα) έγινε αιτία χωρισμού, μπήκε ανάμεσα σε ζευγάρι., ανοίγουν/κλείνουν οι κάλπες βλ. κάλπη, ανοίγω/κλείνω μέτωπα βλ. μέτωπο, ανοίγω/κλείνω τον αέρα βλ. αέρας, βουλώνω/κλείνω (τα) στόματα βλ. στόμα, δεν κλείνω μάτι βλ. μάτι, θα με στείλει/θα με κλείσει στο Δαφνί/στο Δρομοκαΐτειο βλ. Δαφνί, κλείνει τις πόρτες του βλ. πόρτα, κλείνει/πέφτει η αυλαία βλ. αυλαία, κλείνομαι στο καβούκι μου βλ. καβούκι, κλείνω τ' αυτιά μου βλ. αυτί, κλείνω την πόρτα (στα μούτρα/στη μούρη/κατάμουτρα) σε κάποιον βλ. πόρτα, κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα κάποιου βλ. μούτρο, κλείνω/βουλώνω το στόμα κάποιου βλ. στόμα, κλείνω/βουλώνω/μπαλώνω (τις) τρύπες βλ. τρύπα, κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο βλ. δρόμος, ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα βλ. πόρτα, ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! βλ. στόμα, τον έβαλαν/έκλεισαν μέσα βλ. μέσα [< μεσν. κλείνω, κλείω γαλλ. fermer, αγγλ. close]

ληξιαρχικός

ληξιαρχικός, ή, ό λη-ξι-αρ-χι-κός επίθ.: που σχετίζεται με το ληξιαρχείο: ~ά: στοιχεία (γάμου). ● ΣΥΜΠΛ.: ληξιαρχικά βιβλία: στα οποία καταχωρούνται οι ληξιαρχικές πράξεις: ~ ~ γάμων/γεννήσεων/θανάτων., ληξιαρχική πράξη βλ. πράξη [< αρχ. ληξιαρχικός ‘σχετικός με τον αξιωματούχο του μητρώου’]

λογιστικός

λογιστικός, ή, ό λο-γι-στι-κός επίθ. 1. ΟΙΚΟΝ. -ΛΟΓΙΣΤ. που σχετίζεται με τον λογιστή ή τη λογιστική: ~ός: έλεγχος/προσδιορισμός (καθαρού εισοδήματος)/χειρισμός (αμοιβών). ~ή: αξία (μετοχής)/ενημέρωση/κατάσταση/μέθοδος (βλ. απλο-, διπλο-γραφία)/οργάνωση (επιχείρησης)/χρήση (ή περίοδος). ~ό: αποτέλεσμα (: κέρδος ή ζημία)/σφάλμα. ~οί: κανόνες. ~ές: αρχές (π.χ. η αρχή της συσχέτισης εσόδων-εξόδων)/εγγραφές/εφαρμογές/υπηρεσίες. ~ά: συστήματα. ~ό φοροτεχνικό γραφείο. Βλ. εξω~. 2. κατάλληλος για υπολογισμούς: ~ή: μέθοδος/μηχανή. Πβ. υπο~. ● Ουσ.: λογιστικά (τα): λογιστική., λογιστικό (το): λογιστική. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσιο λογιστικό: ΝΟΜ. κλάδος του δημοσιονομικού δικαίου που αφορά τον κρατικό προϋπολογισμό, απολογισμό, γενικό ισολογισμό και τις δημόσιες δαπάνες. Βλ. φορολογικό δίκαιο., Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ακρ. ΔΛΠ): ΛΟΓΙΣΤ. Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης. [< αγγλ. International Accounting Standards - IAS] , λογιστικά βιβλία: ΛΟΓΙΣΤ. για καταγραφή και έλεγχο της οικονομικής κατάστασης επιχείρησης σε ορισμένο χρονικό διάστημα: ενημέρωση/τήρηση ~ών ~ων. Βλ. μηχανογράφηση. [< γαλλ. livres comptables] , λογιστική μονάδα: ΟΙΚΟΝ. σταθερή νομισματική μονάδα υπολογισμού της αξίας αγαθών, υπηρεσιών και περιουσιακών στοιχείων: (με κεφαλ. το αρχικό Λ κ. Μ, παλαιότ.) Ευρωπαϊκή ~ ~. Βλ. εκιού. [< αγγλ. unit of account] , λογιστικό σχέδιο: ΛΟΓΙΣΤ. πρότυπο τυποποίησης της λογιστικής εργασίας το οποίο περιλαμβάνει το σύνολο των λογαριασμών, μεθοδικά τακτοποιημένων: Ελληνικό Γενικό ~ ~. Κλαδικό ~ ~ ασφαλιστικών επιχειρήσεων. [< γαλλ. plan comptable] , λογιστικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. επιταγές, εμβάσματα, τραπεζικές κάρτες. Πβ. τραπεζικό χρήμα. Βλ. ηλεκτρονικό χρήμα., λογιστική πράξη βλ. πράξη, υπολογιστικό/λογιστικό φύλλο βλ. φύλλο [< αρχ. λογιστικός, γαλλ. comptable]

μερισματικός

μερισματικός, ή, ό με-ρι-σμα-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με το μέρισμα: ~ή: πολιτική (εταιρείας/τράπεζας). ~ά: έσοδα. ● ΣΥΜΠΛ.: μερισματική απόδοση: το μέρισμα ως ποσοστό της τρέχουσας χρηματιστηριακής τιμής ανά μετοχή για συγκεκριμένη χρονική περίοδο: μετοχές με υψηλές ~ές ~όσεις. ΣΥΝ. μερισματαπόδοση [< αγγλ. dividend yield]

μετάφραση

μετάφραση με-τά-φρα-ση ουσ. (θηλ.) 1. η διαδικασία απόδοσης προφορικού ή γραπτού λόγου σε άλλη γλώσσα ή μορφή της ίδιας γλώσσας· κυρ. συνεκδ. το αποτέλεσμά της που μπορεί να είναι κείμενο, πρόταση, φράση, λέξη ή όρος: ~ από και προς τα Ισπανικά. Επίσημη ~ στα Ελληνικά ξένων τίτλων σπουδών (: από αρμόδια Αρχή του Υπουργείου Εξωτερικών, προξενείο, δικηγόρο). Ευθεία ή αντίστροφη ~ (: από ξένη ή νεκρή σε φυσική γλώσσα ή το αντίστροφο)/διαγλωσσική/κατά λέξη ή πιστή ~. Βραβείο λογοτεχνικής ~ης. Διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας από ~ (βλ. πρωτότυπο). Πβ. διερμηνεία, μεταγλώττιση.|| Η ~ των Εβδομήκοντα (: της Παλαιάς Διαθήκης από την εβραϊκή στην ελληνιστική κοινή). ~άσεις έργων του ... Πβ. μεταγραφή, μετάφρασμα. 2. ΒΙΟΛ. σύνθεση πρωτεΐνης στα κυτταρικά ριβοσώματα, με αποκωδικοποίηση της πληροφορίας του αγγελιοφόρου Αρ-Εν-Έι (mRNA). 3. ΠΛΗΡΟΦ. μετατροπή προγράμματος από μία γλώσσα προγραμματισμού σε άλλη ή δεδομένων από έναν κώδικα σε άλλον. ● ΣΥΜΠΛ.: αυτόματη μετάφραση & μηχανική μετάφραση: που γίνεται μέσω ειδικού λογισμικού. [< γαλλ. traduction automatique, αγγλ. machine translation, 1949] , ελεύθερη μετάφραση/απόδοση: που δίνει τη γενική ιδέα ενός κειμένου, μιας πρότασης ή φράσης: σε ~ ~. Βλ. διασκευή, παράφραση. [< γαλλ. traduction libre] , ενδογλωσσική μετάφραση βλ. ενδογλωσσικός [< 1: μτγν. μετάφρασις ‘παράφραση, εξήγηση’, γαλλ. traduction 2: αγγλ. translation, 1963 3: αγγλ. transcoding, 1962]

μητρώο

μητρώο [μητρῷο] μη-τρώ-ο ουσ. (ουδ.): επίσημος κατάλογος, κυρ. προσώπων με κοινή ιδιότητα· κατ' επέκτ. η δημόσια Αρχή, η υπηρεσία που είναι αρμόδια για την κατάρτιση, ενημέρωση ή και τήρησή του: γενικό/δημόσιο/εθνικό/ειδικό/ελληνικό/εμπορικό/ευρωπαϊκό/ηλεκτρονικό ~. ~ αγροτών/ανέργων/ανώνυμων εταιρειών/αξιολογητών/ασθενών/εκπαιδευτών/επιχειρήσεων/εργαζομένων/εργοδοτών/κοινωνικής ασφάλισης/µαθητών/μελών/πάγιων περιουσιακών στοιχείων/προπονητών/συμβούλων/συνταξιούχων/φοιτητών. Αριθμός/αρχεία/εκκαθάριση/συγκρότηση/σύνταξη ~ου. Απογραφή/εγγραφή στο ~ (π.χ. ασφαλισμένων). Διαγραφή από ένα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ποινικό μητρώο: στο οποίο εγγράφονται όσοι έχουν καταδικαστεί, οι αξιόποινες πράξεις τους και οι αντίστοιχες ποινές· το σχετικό αντίγραφο: βεβαρημένο/λερωμένο ~ ~. Καθαρό/λευκό ~ ~ (: όταν δεν έχει καταδικαστεί κάποιος). Αντίγραφο/απόσπασμα/πιστοποιητικό ~ού ~ου. [< γερμ. Strafregister] , στρατολογικό μητρώο: ΣΤΡΑΤ. στο οποίο εγγράφονται οι στρατεύσιμοι πολίτες από τα στρατολογικά γραφεία., φορολογικό μητρώο: στο οποίο εγγράφονται οι φορολογούμενοι πολίτες από τις κατά τόπους εφορίες: αριθμός ~ού ~ου (ακρ. ΑΦΜ)., μητρώο αρρένων βλ. άρρην ● ΦΡ.: Βιβλίο Μητρώου Μαθητών/Μητρώο Μαθητών: μαθητολόγιο. [< αρχ. Μητρῷον, γαλλ. matricule]

πρόγραμμα

πρόγραμμα πρό-γραμ-μα ουσ. (ουδ.) {προγράμμ-ατος | -ατα} 1. σύνολο οργανωμένων ενεργειών των οποίων ο χρόνος και συχνά ο τρόπος και οι συνθήκες εκτέλεσης έχουν καθοριστεί από πριν: αναπτυξιακό/εκπαιδευτικό/εκσυγχρονιστικό/ερευνητικό/κοινοτικό/κυβερνητικό/προεκλογικό/στεγαστικό ~. ~ αδυνατίσματος/απεξάρτησης (από τα ναρκωτικά)/αποκατάστασης/ασφάλισης/διαβάσματος/διαχείρισης (χρημάτων)/εθελοντικής δράσης/ελέγχου/εργασίας/κατάρτισης ανέργων/λιτότητας/παραγωγής/παροχών/υγείας/υποτροφιών/χορηγιών. (ΟΙΚΟΝ.) ~ ενίσχυσης επενδύσεων/επιχορήγησης επιχειρήσεων. Αποτελέσματα/εκπόνηση/επεξεργασία/προϋπολογισμός ~ατος. Διεθνή/ευρωπαϊκά/κοινωνικά ~ατα. Συμμετέχω σε/υλοποιώ/υποστηρίζω/χρηματοδοτώ ένα ~. Εφαρμόζεται ~ εξυγίανσης και ανάπτυξης. Ανακοινώθηκε ~ ιδιωτικοποιήσεων. Εντάχθηκε σε ~ (εξ)ειδίκευσης. Το έκτακτο συνέδριο ενέκρινε το νέο ~ του κόμματος.|| Ατομικό/εβδομαδιαίο/καθημερινό ~. Το ~ά του είναι πιεστικό/φορτωμένο. Βάζω/έχω ~ να ... (πβ. σχεδιάζω). Οι εξετάσεις θα διεξαχθούν σύμφωνα με το ~. 2. καταγραφή με συγκεκριμένη σειρά των διαφόρων μερών εκδήλωσης, θεάματος, εκπομπής, μαθήματος, κύκλου σπουδών, αυτό που περιγράφεται και συνεκδ. το έντυπο που τα γνωστοποιεί: αθλητικό/ενημερωτικό/καλλιτεχνικό/ραδιοφωνικό/σχολικό/ψυχαγωγικό ~. ~ αγώνων/εκδρομής/εξεταστικής/επισκέψεων/εργασιών σεμιναρίου/θεάτρου/καναλιών/πρωταθλήματος/συναντήσεων/συναυλιών/συνεδρίου/τηλεόρασης/φεστιβάλ. Ανακοινώθηκε το ~ του διαγωνισμού. Αλλαγή στο ~ των πτήσεων λόγω απεργίας. Ταβέρνες με ελαφρύ/εορταστικό/πλούσιο/ποικίλο (μουσικό) ~. Κάνει ~ σε κλαμπ (: δουλεύει ως ντιτζέι). Το ~ περιλαμβάνει και ... Υπεύθυνος του ~ος. Ο σταθμός εκπέμπει δορυφορικά εικοσιτετράωρο ζωντανό ~.|| Το ~ της έκθεσης/παράστασης διατίθεται δωρεάν. 3. ΤΕΧΝΟΛ. σύνολο εντολών που εκτελούνται από αυτόματο σύστημα, μηχάνημα ή ηλεκτρονικό υπολογιστή: ~ πλυντηρίου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Εύχρηστο και λειτουργικό ~. Αποθηκεύω/τρέχω ένα ~. (Απ)εγκατάσταση/διαγραφή/εικονίδιο ~ατος. ~ατα κατασκευής ιστοσελίδων/πλοήγησης. Βλ. κώδικας, μικρο~. ● Υποκ.: προγραμματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αναλυτικό πρόγραμμα: ΠΑΙΔΑΓ. ο σχεδιασμός και η σύνταξη ενός γενικού πλαισίου μακροπρόθεσμης οργάνωσης της διδασκαλίας: ανοιχτό/διαθεματικό/εθνικό/επίσημο/κλειστό ~ ~. ~ά ~ατα μαθημάτων γυμνασίου/ειδικής αγωγής/λυκείου/πανεπιστημίου/υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Αναμόρφωση/ανάπτυξη ~ών ~άτων. Βλ. κουρίκουλουμ., πιλοτικό πρόγραμμα: σύνολο δράσεων που εφαρμόζονται πειραματικά: ~ά ~ατα ανακύκλωσης. [< αγγλ. pilot project, 1975] , πρόγραμμα Comenius: πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για γενικές εκπαιδευτικές δραστηριότητες που αφορούν τα σχολεία έως και τον δεύτερο κύκλο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης., πρόγραμμα Grundtvig: πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προώθηση της εκπαίδευσης ενηλίκων., πρόγραμμα Leonardo da Vinci: πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για όλες τις πτυχές της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (εκτός του τριτοβάθμιου επιπέδου)., πρόγραμμα Εράσμους & Εράσμους: πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω του οποίου γίνεται ανταλλαγή σπουδαστών και διδακτικού προσωπικού στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με σκοπό την προώθηση της εκπαιδευτικής και ακαδημαϊκής κινητικότητας. Βλ. διά βίου μάθηση, ECTS., Πρόγραμμα Πλαίσιο (συντομ. ΠΠ): χρηματοδοτικό μέσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υποστήριξη της έρευνας σε επιλεγμένους τομείς προτεραιότητας: 7ο ~ ~ (: από το 2007-13). [< αγγλ. Framework Programme, γαλλ. Programme-Cadre] , πρόγραμμα Σωκράτης: πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Eπιτροπής για συνεργασία των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης για παιδιά, νέους και ενηλίκους., εικονογραφικό πρόγραμμα βλ. εικονογραφικός, πρόγραμμα Καλλικράτης βλ. Καλλικράτης, πρόγραμμα Κλεισθένης βλ. Κλεισθένης, πρόγραμμα σπουδών βλ. σπουδή, πρόγραμμα/σχέδιο δράσης βλ. δράση, στεγνά (θεραπευτικά) προγράμματα βλ. στεγνός, ωρολόγιο πρόγραμμα βλ. ωρολόγιος ● ΦΡ.: κάτι είναι (μέσα) στο πρόγραμμα: έχει προγραμματιστεί, σχεδιαστεί ή είναι αναμενόμενο να γίνει: Οι αναποδιές/τα λάθη είναι ~., με/χωρίς πρόγραμμα: με/χωρίς μέθοδο, σύστημα: Γυμνάζεστε/τρώτε με ~. Καλοκαιρινές διακοπές χωρίς ~., πρόγραμμα stage & πρόγραμμα στέιτζ: κρατικό πρόγραμμα για ανέργους, με κύριο στόχο την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας. ΣΥΝ. σταζ [< αγγλ. stage programme] , τι λέει το πρόγραμμα; (προφ.): τι θα κάνεις/κάνουμε;: Λοιπόν, ~ ~ για διακοπές/σήμερα;, εκτός προγράμματος βλ. εκτός [< αρχ. πρόγραμμα ‘ημερήσια διάταξη, διάγγελμα’, γαλλ. programme, αγγλ. program(me), γερμ. Programm]

ρευστοποίηση

ρευστοποίηση ρευ-στο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. πώληση περιουσιακών στοιχείων, ώστε να μετατραπούν σε μετρητά: ~ ακίνητης περιουσίας/αξιογράφου/επένδυσης/κεφαλαίων/μετοχών/οµολόγων/τίτλων/χαρτοφυλακίου. Οι επενδυτές προχώρησαν σε ~ κερδών. Πβ. εξαργύρωση. Βλ. ακινητοποίηση, εκκαθάριση. 2. ΦΥΣ. μετατροπή σώματος σε ρευστό ή αύξηση της ρευστότητάς του: ~ των αερίων/του εδάφους (λόγω σεισμού)/μετάλλου.|| Τα υγρά βοηθούν στη ~ των εκκρίσεων της μύτης και του λαιμού. Πβ. υγροποίηση. Βλ. -ποίηση. ΑΝΤ. στερεοποίηση [< 1: γαλλ. liquidation 2: γαλλ. fluidification]

τιμή

τιμή τι-μή ουσ. (θηλ.) 1. αγοραστική αξία αγαθού, χρηματικό αντίτιμο, κόστος: ανώτατη/ απίστευτη/αρχική/ειδική/εκπτωτική/ενιαία/προνομιακή/σταθερή/συμβολική ~. Ακριβές/αλμυρές/ανταγωνιστικές/ασυναγώνιστες/δίκαιες/ελεύθερες/εξευτελιστικές/εξωπραγματικές/λογικές/μοναδικές/προσιτές/τσιμπημένες/τσουχτερές ~ές. ~ ασφαλείας/διάθεσης/(εξ)αγοράς/ζήτησης/παρέμβασης (στα σιτηρά)/προσφοράς/πώλησης/χρέωσης. ~ μονάδας. Σχέση ~ής και ποιότητας. Διεθνής ~ πετρελαίου. Άνοδος στην ~ του χρυσού. ~ές εργοστασίου (: χωρίς το κέρδος του παραγωγού)/καταλόγου/λιανικής/χονδρικής. Αύξηση στις ~ές των διοδίων/τροφίμων. Αναγραφή/ανάλυση/διακύμανση/διαμόρφωση/έλεγχος/εναρμονισμός/εξομάλυνση/καθορισμός/μείωση/μεταβολή/προσαρμογή/πτώση/ρύθμιση/σύγκριση των ~ών. Βουτιά/έκρηξη/κατάρρευση/πάγωμα/ράλι των ~ών. Πολιτική ~ών. Άλμα/φρένο/φωτιά στις ~ές προϊόντων και υπηρεσιών. ~ές-σοκ. Στην ~ δεν συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ. Το πήρα σε ~ προσφοράς/στη μισή ~. Κερδίστε δύο εισιτήρια στην ~ του ενός. Μου έκανε καλή ~. Οι ~ές ανεβαίνουν/εκτινάσσονται στα ύψη/κυμαίνονται από ... έως ... ευρώ/σταθεροποιούνται/υποχωρούν. Ημερήσιο Δελτίο ~ών. Βλ. ανατίμηση. 2. καλή φήμη, υπόληψη: διαφύλαξη/προάσπιση της ~ής της πατρίδας. Έγκλημα/ζήτημα/θέμα ~ής. Είναι ανάγκη να ανακτηθεί/αποκατασταθεί η χαμένη ~ του (πβ. κύρος). Του έθιξε το αίσθημα της ~ής (πβ. αξιοπρέπεια, περηφάνια). Λόγοι ~ής με αναγκάζουν να παραιτηθώ. Προστατεύω/υπερασπίζω την ~ του ονόματός μου/την προσωπική μου ~. Σέβομαι/προσβάλλω/σπιλώνω την ~ κάποιου.|| Έπεσε στο πεδίο της ~ής (= στη μάχη).|| (παρωχ.) Παρθενία· συζυγική πίστη. 3. έκφραση εκτίμησης, σεβασμού, αναγνώρισης: εξαιρετική/ιδιαίτερη/ύψιστη ~. Εκδήλωση/μνημόσυνο ~ής. Μέρα μνήμης και ~ής. Τάγμα ~ής (: παράσημο της Ελληνικής Δημοκρατίας). Πρέσβης/πρόεδρος επί ~ (= επίτιμος). ~ και δόξα στους ήρωες! (Αποδίδουμε) ~ στους ευεργέτες/πεσόντες. Αισθάνομαι ιδιαίτερη /μεγάλη ~ και χαρά. Είναι ~ για μένα να ... Θα είναι μεγάλη μας ~ αν/να μας επισκεφθείτε. Μας έκανε/μου επιφύλαξε την ~ να ... ΑΝΤ. ατίμωση, προσβολή.|| -Θα με συνοδέψετε; -~ (: ευχαρίστησή) μου! Με ποιον έχω την ~ να ομιλώ; (ειρων.) Σε τι οφείλω την ~ της επίσκεψής σου; 4. (μτφ.) καμάρι, καύχημα: (για πρόσ.) Είναι η ~ της οικογένειας/ομάδας. Πβ. περηφάνια, στολίδι. ΑΝΤ. μαύρο πρόβατο 5. ΜΑΘ. κάθε δυνατός προσδιορισμός ενός μεταβλητού μεγέθους: αλγεβρική ~ (: με πρόσημο + ή -). ~ μεταβλητής/συνάρτησης. Η ~ του χ/ψ. Απόδειξη θεωρήματος για όλες τις ~ές του ν.|| (ΙΑΤΡ.) Αυξημένες/φυσιολογικές/χαμηλές ~ές βιοχημικών εξετάσεων. ~ές γλυκόζης.τιμές (οι): τιμητικές διακρίσεις ή εκδηλώσεις: αγήματα απόδοσης ~ών. Του έκαναν/πρόσφεραν ~. ~ και διακρίσεις. Τον υποδέχτηκαν με όλες τις δέουσες ~. Κηδεύτηκε με στρατιωτικές ~. [< γαλλ. honneurs ] ● ΣΥΜΠΛ.: ακαμψία τιμής: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση κατά την οποία η τιμή των βιομηχανικών προϊόντων ή των πρώτων υλών δεν επηρεάζεται από τη γενικότερη οικονομική ύφεση ή την αύξηση του πληθωρισμού. [< αγγλ. price rigidity] , αναμενόμενη/προσδοκώμενη τιμή/αξία: ΟΙΚΟΝ. -ΣΤΑΤΙΣΤ. ο μέσος όρος των υποθετικών αξιών μιας τυχαίας μεταβλητής: αρνητική/θετική ~ ~. ~ ~ επένδυσης/μετοχής/προσφοράς. Αποτίμηση σε ~ ~. ΣΥΝ. μαθηματική ελπίδα (2) [< αγγλ. expected value, 1915] , ενεργός τιµή (συντομ. rms): ΗΛΕΚΤΡ. η σταθερή τιμή του ρεύματος που προκαλεί την ίδια κατανάλωση ισχύος σε μια αντίσταση (R) με ένα εναλλασσόμενο ρεύμα που έχει την ίδια τιμή: ~ ~ της τάσης του ηλεκτρικού πεδίου. [< αγγλ. effective value, root mean square (value)] , επίπεδο τιμών: ΟΙΚΟΝ. κόστος ζωής: γενικό/μεταβλητό/σταθερό/σχετικό/υψηλό ~ ~. Βλ. πληθωρισμός., εύρος τιμής: ΟΙΚΟΝ. η διαφορά μεταξύ της μέγιστης και της ελάχιστης τιμής της αξίας σε μια συγκεκριμένη συνεδρίαση του χρηματιστηρίου: δεσμευτικό/οριστικό ~ ~. ~ ~ διάθεσης δέκα έως δώδεκα ευρώ ανά μετοχή. Μείωση του ~ους ~. Το ~ ~ ορίστηκε μεταξύ τεσσάρων και πέντε ευρώ., κυρία (επί) των τιμών: γυναίκα στην ακολουθία βασίλισσας ή πριγκίπισσας: (συνήθ. ειρων.) Συμπεριφέρεται σαν ~ ~. [< αγγλ. lady of honour] , κώδικας τιμής: σύνολο ηθικών αξιών και κανόνων που προσδιορίζουν την ευυπόληπτη συμπεριφορά των μελών μιας κοινότητας: άγραφος ~ ~. [< γαλλ. code de l' honneur] , μέση τιμή (ν αριθμών): ΣΤΑΤΙΣΤ. το πηλίκο του αθροίσματος ν αριθμών με το πλήθος ν., ο λόγος της τιμής: προφορική διαβεβαίωση, υπόσχεση που βασίζεται στην αξιοπιστία κάποιου: Έχεις/σου δίνω το(ν) λόγο ~ μου. [< γαλλ. la parole d'honneur] , σταθερότητα των τιμών: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη συγκράτηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα: νομισματική πολιτική προσανατολισμένη στη ~ ~. ΑΝΤ. διακύμανση τιμών. [< αγγλ. price stability] , συγκράτηση τιμών: ΟΙΚΟΝ. η διατήρηση των τιμών σε σταθερά επίπεδα: μέτρα για πάταξη νοθείας και ~ ~ στα καύσιμα., τιμή κλεισίματος/εκκαθάρισης: ΟΙΚΟΝ. αντιπροσωπευτική τιμή του συναλλακτικού ενδιαφέροντος που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης του Χρηματιστηρίου Αξιών, η οποία υπολογίζεται βάσει μεθόδου μετά το τέλος της συνεδρίασης: ημερήσια ~ ~. [< αγγλ. closing price/settlement price, 1928] , τρέχουσα τιμή: ΟΙΚΟΝ. η τιμή του υποκείμενου προϊόντος στην αγορά, η οποία ισχύει τη δεδομένη χρονική στιγμή., φιλική τιμή: συμφέρουσα τιμή: Το πουλάω στη ~ ~ των ... ευρώ. Θα σου κάνω ~ ~., χρέος τιμής: ηθική δέσμευση, υποχρέωση: ελάχιστο/υπέρτατο ~ ~ απέναντι σε κάποιον. Για μένα είναι ~ ~ και ιερό καθήκον να ... Θεωρώ ~ ~ να μιλήσω για ... [< αγγλ. debt of honour] , (Γενικός) Δείκτης Τιμών βλ. δείκτης, άκρες τιμές βλ. άκρος, αντικειμενική αξία βλ. αντικειμενικός, απόλυτη τιμή βλ. απόλυτος, δελτίο τιμών βλ. δελτίο, εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή/πληθωρισμός βλ. εναρμονισμένος, ενδεικτική τιμή βλ. ενδεικτικός, η Λεγεώνα της Τιμής βλ. λεγεώνα, πράσινη τιμή βλ. πράσινος, συμβόλαιο τιμής βλ. συμβόλαιο, τιμή αληθείας βλ. αλήθεια, τιμή αναφοράς βλ. αναφορά, τιμή ασφαλείας βλ. ασφάλεια, τιμή γνωριμίας βλ. γνωριμία, τιμή εκκίνησης βλ. εκκίνηση, τιμή κόστους βλ. κόστος, τίτλος τιμής βλ. τίτλος, φόρος τιμής βλ. φόρος ● ΦΡ.: για την τιμή των όπλων: για να μη χαθεί η αξιοπρέπεια, για την υπεράσπιση της υπόληψης: αγώνας/απεργία/συμβολική ενέργεια/συνάντηση (που γίνεται) ~ ~ (και μόνο). Βλ. για τα μάτια του κόσμου., η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι η αξιοπρέπεια δεν εξαγοράζεται. [< γαλλ. l' honneur n' a pas de prix] , λαμβάνω/έχω την τιμή να ...: τυπική έκφραση ευγενείας του γραπτού και προφορικού λόγου: ~ ~ σας ανακοινώσω ότι .../σας παρουσιάσω τον ... Με την παρούσα επιστολή, ~ ~ απευθυνθώ σε εσάς για ένα ζήτημα υψίστης σημασίας. [< γαλλ. avoir l' honneur de ...] , με τιμή/μετά τιμής (επίσ.): στερεότυπη αποφώνηση επιστολής ή εγγράφου, που προηγείται της υπογραφής: Διατελώ ~ ~., προς τιμή(ν) κάποιου 1. με σκοπό να τιμηθεί κάποιος: ανέγερση μνημείου/γιορτή/δεξίωση/ημέρα/τελετή ~ ~ του ... Παρατέθηκε δείπνο ~ ~ των συνέδρων. 2. για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι άξιος τιμής, επιβράβευσης: Είναι ~ ~ τους ότι παραδέχτηκαν το σφάλμα τους/σήκωσαν το βάρος της απόφασης. [< 1: γαλλ. en l'honneur de] , σε συμφέρουσα τιμή: σε τιμή που συμφέρει τον αγοραστή, συνήθ. χαμηλή: αυτοκίνητο ~ ~., σε τιμή λιώμα (αργκό): σε πολύ καλή τιμή, πολύ φτηνά: ~ ~ το νέο μοντέλο., (μέσα) στην τιμή βλ. μέσα, γκολ της τιμής βλ. γκολ, λόγω τιμής βλ. λόγος, περιποιεί/περιποιούν τιμή βλ. περιποιώ, σε τιμή ευκαιρίας βλ. ευκαιρία, τιμή μου και καμάρι μου βλ. καμάρι, τιμής ένεκεν βλ. ένεκεν, τσίμπησαν οι τιμές βλ. τσιμπώ, χτυπάει τις τιμές βλ. χτυπώ [< αρχ. τιμή, γαλλ. honneur 5: γαλλ. valeur]

-τυπος2

-τυπος2, η, ο: επίθημα για δήλωση τυπωμένου κειμένου ή εικόνας με ορισμένα χαρακτηριστικά: κακέκ~.|| (ουσιαστικοπ.) (Το) κλεψί~o/λογό~ο.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.