Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 510 εγγραφές  [0-20]


  • αγκινάρα [ἀγκινάρα] α-γκι-νά-ρα ουσ. (θηλ.) & αγγινάρα: ΒΟΤ. πολυετές φυτό (επιστ. ονομασ. Cynara scolymus) που καλλιεργείται για τις εδώδιμες ταξιανθίες του με τα πολλά αλληλοκαλυπτόμενα, αιχμηρά φύλλα και (κυρ. συνεκδ.) η ίδια η ταξιανθία: άγρια (βλ. αγρι~)/ωμή ~. Καρδιές ~ας. (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ες αβγολέμονο/αλά πολίτα/στο λάδι/ογκρατέν. Κατσικάκι με ~ες. Βράζω/καθαρίζω/στραγγίζω τις ~ες. Τρίβετε καλά την καθαρισμένη ~ με λεμόνι, για να μη μαυρίσει. ● ΦΡ.: (έχει) καρδιά αγκινάρα (μτφ.-ειρων.): είναι ανοιχτόκαρδος, διαχυτικός, αγαπά ή ερωτεύεται εύκολα. [< γαλλ. (avoir un) cœur d΄ artichaut] [< μεσν. αγκινάρα]
  • αγριόπαπια [ἀγριόπαπια] α-γρι-ό-πα-πια ουσ. (θηλ.): ΟΡΝΙΘ. αποδημητικό πουλί (επιστ. ονομασ. νήσσα η αγρία ή η βοσκάς, Anas platyrhynchos) που συγγενεύει με την πάπια και συνεκδ. το κρέας της: ~ η κοινή (: από την οποία κατάγεται η κατοικίδια πάπια). Το κυνήγι της ~ιας. Βλ. κυνηγό-, τσικνό-παπια.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ γεμιστή.
  • αλ ντέντε [ἀλ ντέντε] αλ ντέ-ντε επίθ. {άκλ.} & αλντέντε: ΜΑΓΕΙΡ. (κυρ. για ζυμαρικά) που δεν είναι πολύ βρασμένα και παραμένουν σκληρά: πάστα/ριζότο ~. Βράζετε πένες/ταλιατέλες, μέχρι να γίνουν ~ (: να μη λασπώσουν).|| (ως επίρρ.) Βράζουμε τα μακαρόνια ~. [< ιταλ. al dente, γαλλ. ~, 1952]
  • άλειμμα [ἄλειμμα] ά-λειμ-μα ουσ. (ουδ.): επάλειψη· κατ' επέκτ. παχύρρευστο συνήθ. γευστικό μείγμα που αλείφεται συχνά σε ψωμί ή φρυγανιά: ~ του ταψιού με λάδι. Μαργαρίνη για ~. Βλ. πασ~.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ ελιάς/μαρμελάδας/μελιού/τυριού. Βλ. ντιπ. [< αρχ. ἄλειμμα ‘(ελαιώδης) αλοιφή’]
  • αλευρόπιτα [ἀλευρόπιτα] α-λευ-ρό-πι-τα ουσ. (θηλ.): ΜΑΓΕΙΡ. κασόπιτα.
  • αλεύρωμα [ἀλεύρωμα] α-λεύ-ρω-μα ουσ. (ουδ.): ΜΑΓΕΙΡ. πασπάλισμα με αλεύρι: ελαφρύ ~. Οι κεφτέδες/τα ψάρια θέλουν ~.|| (στον πληθ.) ~ώματα των Αποκριών/του γάμου (: τοπικό έθιμο). Βλ. γιαούρτωμα.
  • αλευρώνω [ἀλευρώνω] α-λευ-ρώ-νω ρ. (μτβ.) {αλεύρω-σα, -θηκε, -μένος, αλευρών-οντας}: ΜΑΓΕΙΡ. πασπαλίζω, καλύπτω με αλεύρι: ~ τα σνίτσελ/ψάρια για τηγάνισμα. Αδειάζετε το μείγμα σε ελαφρά λαδωμένο και ~μένο ταψί.|| Στις Απόκριες τον ~σαν για πλάκα. Βλ. γιαουρτώνω. [< μεσν. αλευρώνομαι]
  • αμπελοφάσουλα [ἀμπελοφάσουλα] α-μπε-λο-φά-σου-λα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. αμπελοφάσουλο}: ΒΟΤ. φασολάκια στενόμακρου σχήματος: (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ βραστά/γιαχνί/σαλάτα. Βλ. μαυρομάτικα (φασόλια).
  • αμπελόφυλλα [ἀμπελόφυλλα] α-μπε-λό-φυλ-λα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. αμπελόφυλλο}: ΜΑΓΕΙΡ. φύλλα του αμπελιού: ντολμαδάκια με ~. Αρνάκι/χοιρινό με ~ (: τυλιγμένα με αυτά). ~ σε άλμη.|| (σε συνταγές) Γεμίζουμε/ζεματίζουμε/τυλίγουμε τα ~. Βλ. λαχανόφυλλα. ΣΥΝ. κληματόφυλλα [< μτγν. ἀμπελόφυλλον]
  • ανοιξιάτικος , η, ο [ἀνοιξιάτικος] α-νοι-ξιά-τι-κος επίθ.: που ανήκει στη χρονική περίοδο της άνοιξης ή ταιριάζει σε αυτήν: ~ος: καιρός. ~η: μέρα. ~ο: πρωινό/τοπίο. ~οι: περίπατοι. ~ες: αλλεργίες. ~α: λουλούδια. Πβ. εαρινός. Βλ. καλοκαιρ-, φθινοπωρ-ινός, χειμωνιάτικος.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~α: ρολά (= σπρινγκ ρολς). Βλ. -ιάτικος. ● Ουσ.: ανοιξιάτικα (τα): ρούχα κατάλληλα για την άνοιξη: Βγήκαν τα ~. ● επίρρ.: ανοιξιάτικα
  • αντιπάστο [ἀντιπάστο] α-ντι-πά-στο ουσ. (ουδ.) {κυρ. πληθ. αντιπάστ-ι, χωρ. άλλους τ.}: ΜΑΓΕΙΡ. ορεκτικό σε ιταλικό γεύμα: ~ θαλασσινών. Ποικιλία από ~ι και ζυμαρικά. Βλ. μεζές, ορντέβρ, τάπας. [< ιταλ. antipasto, πβ. γαλλ. antipasti, περ. 1980]
  • αρακάς [ἀρακάς] α-ρα-κάς ουσ. (αρσ.) (περιληπτ.): ΒΟΤ. οι χλωροί λοβοί της μπιζελιάς και κυρ. οι πράσινοι σφαιρικοί σπόροι τους· κατ' επέκτ. το αντίστοιχο φαγητό: κατεψυγμένος/φρέσκος ~.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ λαδερός/(με πατάτες) γιαχνί/με καρότα. Κρέας με ~ά. Βλ. όσπρια. ΣΥΝ. μπιζέλι [< μεσν. αρακάς]
  • αραμπιάτα [ἀραμπιάτα] α-ρα-μπιά-τα ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: ΜΑΓΕΙΡ. σάλτσα από σκόρδο, ντομάτες και τσίλι μαγειρεμένα σε λάδι: πένες ~. [< ιταλ. arrabbiata]
  • αρταίνω [ἀρταίνω] αρ-ταί-νω ρ. (μτβ.) {άρτυ-σα, -εται, αρτύ-θηκε, αρτυ-μένος}: ΜΑΓΕΙΡ. (απαιτ. λεξιλόγ.) προσθέτω αρτύματα σε φαγητό: έδεσμα ~μένο με λαδόξιδο/πιπέρι. Πβ. καρυκεύω. ● Παθ.: αρταίνομαι (λόγ.): καταλύω τη νηστεία. ΑΝΤ. νηστεύω (1) [< μεσν. αρτώ]
  • αστακομακαρονάδα [ἀστακομακαρονάδα] α-στα-κο-μα-κα-ρο-νά-δα ουσ. (θηλ.): ΜΑΓΕΙΡ. μακαρονάδα με αστακό. Βλ. γαριδο-, καραβιδο-μακαρονάδα. [< ιταλ. spaghetti all' aragosta]
  • αστακός [ἀστακός] α-στα-κός ουσ. (αρσ.): ΖΩΟΛ. μεγαλόσωμο εδώδιμο θαλασσινό οστρακόδερμο (επιστ. ονομασ. Palinurus vulgaris) με μακρόστενο σώμα, δέκα πόδια και κεραίες: αγκαθωτός (: χωρίς δαγκάνες, σε αντιδιαστολή με την αστακοκαραβίδα)/μπλε ~. Βλ. μαλακόστρακα.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ βραστός/με μακαρόνια (= αστακομακαρονάδα)/σχάρας. ● Υποκ.: αστακουδάκι (το) ● ΦΡ.: οπλισμένος/αρματωμένος σαν αστακός & οπλισμένος μέχρι τα δόντια: για κάποιον ή κάτι που έχει εφοδιαστεί με πολύ βαρύ (εξ)οπλισμό: Άνδρες των ΜΑΤ ~οι ~.|| Πήγε για σκι ~ ~., σαν αστακός: σε υπερβολικό βαθμό: κόκκινος (= κατακόκκινος) από τον ήλιο/ντυμένος (: με πολλά και βαριά ρούχα) ~ ~. [< αρχ. ἀστακός]
  • αχινομακαρονάδα [ἀχινομακαρονάδα] α-χι-νο-μα-κα-ρο-νά-δα ουσ. (θηλ.): ΜΑΓΕΙΡ. μακαρονάδα με αβγά αχινού. Βλ. αστακο-, γαριδο-μακαρονάδα.
  • αχινοσαλάτα [ἀχινοσαλάτα] α-χι-νο-σα-λά-τα ουσ. (θηλ.): ΜΑΓΕΙΡ. σαλάτα με κύριο συστατικό αβγά αχινού, περιχυμένα με λάδι και λεμόνι. Βλ. -σαλάτα.
  • βελουτέ βε-λου-τέ επίθ. {άκλ.} 1. (στην αφή) απαλός και μαλακός σαν βελούδο: ~ κουβέρτα (πβ. φλις)/υφή/χαρτί. 2. (στη γεύση) κρεμώδης, ελαφρύς: γιαούρτι/σούπα ~. ● Ουσ.: βελουτέ (το): είδος υφάσματος που μοιάζει με βελούδο., βελουτέ (η): ΜΑΓΕΙΡ. παχύρρευστη σάλτσα που δένεται συνήθ. με βούτυρο, αλεύρι, κρόκους αβγών ή κρέμα γάλακτος: ~ θαλασσινών/μανιταριών. [< γαλλ. velouté]
  • βινεγκρέτ βι-νε-γκρέτ ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: ΜΑΓΕΙΡ. κρύα σάλτσα από λάδι, ξίδι και αλάτι, συνήθ. αρωματισμένη, που συνοδεύει κυρ. σαλάτες και λαχανικά: σος ~. ~ λεμονιού/μελιού/μουστάρδας/ντομάτας/πορτοκαλιού. Πβ. λαδόξιδο. Βλ. ντρέσινγκ. [< γαλλ. vinaigrette]

γιαούρτωμα

γιαούρτωμα για-ούρ-τω-μα ουσ. (ουδ.) {γιαουρτώμ-ατος | -ατα} (προφ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γιαουρτώνω: γιουχαΐσματα και ~ατα. Δέχτηκε/έφαγε ~ (από διαδηλωτή). Βλ. μπουγέλωμα.Α

γιαουρτώνω

γιαουρτώνω για-ουρ-τώ-νω ρ. (μτβ.) {γιαούρτω-σα, -θηκε, -μένος} (προφ.): πετώ γιαούρτι σε κάποιον ως ένδειξη έντονης αποδοκιμασίας. Βλ. αλευρώνω, παίρνω κάποιον με τις λεμονόκουπες/τις ντομάτες/τα γιαούρτια/τ' αβγά.

-ιάτικος

-ιάτικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χρόνο ή χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αυγουστ~/βραδ~/πρωιν~. Πβ. -ιανός, -ινός.|| Γαμπρ~/νυφ~ (πβ. -ικός). Βλ. -άτικος.

λαχανόφυλλα

λαχανόφυλλα λα-χα-νό-φυλ-λα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. λαχανόφυλλο}: φύλλα λάχανου: (ΜΑΓΕΙΡ.) ~α γεμιστά/με κιμά (= λαχανοντολμάδες). Βλ. αμπελόφυλλα.

μαλακόστρακα

μαλακόστρακα μα-λα-κό-στρα-κα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. μαλακόστρακο}: ΖΩΟΛ. ομοταξία αρθρόποδων ζώων (Malacostraca), κυρ. υδρόβιων, το σώμα των οποίων διαιρείται συνήθ. σε τρία μέρη (κεφάλι, θώρακα, κοιλιά) και καλύπτεται από μαλακό όστρακο: Στα ~ ανήκουν οι αστακοί, οι γαρίδες, τα καβούρια και οι καραβίδες. [< αρχ. μαλακόστρακα, γαλλ. malacostracés]

μεζές

μεζές με-ζές ουσ. (αρσ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} 1. αλμυρό κυρ. φαγητό που σερβίρεται σε μικρή ποσότητα, συνήθ. ως ορεκτικό, ή συνοδεύει αλκοολούχα ποτά: εκλεκτοί/θαλασσινοί/νηστίσιμοι/παραδοσιακοί/πικάντικοι/σπέσιαλ ~έδες (πβ. νοστιμιές). ~ με μελιτζάνα/τυρί. ~ για κρασί (= κρασο~)/μπίρα/ούζο (= ουζο~)/τσίπουρο. Ποικιλία ~έδων. Βλ. (κολοκυθο)κεφτές, λουκάνικο, μπουρεκάκι, ντολμαδάκια, σαγανάκι, χταποδάκι. Βλ. μπεκρή ~. 2. (κατ' επέκτ.) πολύ μικρή ποσότητα τροφής, μπουκιά, χαψιά· (μτφ.-προφ.) ελάχιστο μερίδιο, προμήθεια. 3. (σπάν.-προφ.) για κάποιον ή κάτι που αποτελεί εύκολη υπόθεση, δεν μας δυσκολεύει: Τους συνομιλητές του τους έχει για ~έ. Βλ. -ές. ● Υποκ.: μεζεδάκι (το) ● ΦΡ.: παίρνω κάποιον στο ψιλό βλ. παίρνω [< μεσν. μεζές < τουρκ. meze, πβ. αγγλ. meze, 1994, γαλλ. mezze, 1937]

ντιπ

ντιπ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΑΓΕΙΡ. κρεμώδες γευστικό μείγμα στο οποίο βουτούν συνήθ. τραγανά ορεκτικά: πικάντικο ~. ~ μουστάρδας. ~ με γιαούρτι και αβοκάντο. Βλ. άλειμμα, σος. [< αγγλ. dip]

ντρέσινγκ

ντρέσινγκ ντρέ-σινγκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & ντρέσιγκ: ΜΑΓΕΙΡ. σάλτσα με καρυκεύματα, που συνοδεύει συνήθ. σαλάτες και κρεατικά: ~ με ελαιόλαδο, ξίδι και μουστάρδα. Περιχύστε τα ζυμαρικά/τα λαχανικά με το ~. Πβ. σος. Βλ. άρτυμα, βινεγκρέτ. [< αγγλ. dressing]

όσπρια

όσπρια [ὄσπρια] ό-σπρι-α ουσ. (ουδ.) (τα) {οσπρί-ων | σπανιότ. στον εν. όσπριο}: περιληπτική ονομασία των αποξηραμένων εδώδιμων καρπών των φυτών της οικογένειας των ψυχανθών (π.χ. αρακάς, ρεβίθια, φακή, φασόλια): βιολογικά ~. Συσκευασμένα/χύμα ~. Η διατροφική αξία/οι πρωτεΐνες των ~ων.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Συνταγές με ~. [< αρχ. ὄσπριον]

-σαλάτα

-σαλάτα: επίθημα για τον σχηματισμό ουσιαστικών με αναφορά στη σαλάτα: αβγο~/αγγουρο~/αχινο~/γαριδο~/ζαμπονο~/καβουρο~/καππαρο~/καροτο~/κοτο~/λαχανο~/μακαρονο~/μαρουλο~/μελιτζανο~/ντοματο~/παντζαρο~/πατατο~/ρεβιθο~/σπανακο~/ταραμο~/τονο~/τυρο~/φακο~/χαβιαρο~/χορτο~.|| Φρουτο~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.