γιαούρτωμα για-ούρ-τω-μα ουσ. (ουδ.) {γιαουρτώμ-ατος | -ατα} (προφ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γιαουρτώνω: γιουχαΐσματα και ~ατα. Δέχτηκε/έφαγε ~ (από διαδηλωτή). Βλ. μπουγέλωμα.Α
γιαουρτώνω για-ουρ-τώ-νω ρ. (μτβ.) {γιαούρτω-σα, -θηκε, -μένος} (προφ.): πετώ γιαούρτι σε κάποιον ως ένδειξη έντονης αποδοκιμασίας. Βλ. αλευρώνω, παίρνω κάποιον με τις λεμονόκουπες/τις ντομάτες/τα γιαούρτια/τ' αβγά.
-ιάτικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χρόνο ή χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αυγουστ~/βραδ~/πρωιν~. Πβ. -ιανός, -ινός.|| Γαμπρ~/νυφ~ (πβ. -ικός). Βλ. -άτικος.
λαχανόφυλλα λα-χα-νό-φυλ-λα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. λαχανόφυλλο}: φύλλα λάχανου: (ΜΑΓΕΙΡ.) ~α γεμιστά/με κιμά (= λαχανοντολμάδες). Βλ. αμπελόφυλλα.
μαλακόστρακα μα-λα-κό-στρα-κα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. μαλακόστρακο}: ΖΩΟΛ. ομοταξία αρθρόποδων ζώων (Malacostraca), κυρ. υδρόβιων, το σώμα των οποίων διαιρείται συνήθ. σε τρία μέρη (κεφάλι, θώρακα, κοιλιά) και καλύπτεται από μαλακό όστρακο: Στα ~ ανήκουν οι αστακοί, οι γαρίδες, τα καβούρια και οι καραβίδες. [< αρχ. μαλακόστρακα, γαλλ. malacostracés]
μεζές με-ζές ουσ. (αρσ.) {συνηθέστ. στον πληθ.} 1. αλμυρό κυρ. φαγητό που σερβίρεται σε μικρή ποσότητα, συνήθ. ως ορεκτικό, ή συνοδεύει αλκοολούχα ποτά: εκλεκτοί/θαλασσινοί/νηστίσιμοι/παραδοσιακοί/πικάντικοι/σπέσιαλ ~έδες (πβ. νοστιμιές). ~ με μελιτζάνα/τυρί. ~ για κρασί (= κρασο~)/μπίρα/ούζο (= ουζο~)/τσίπουρο. Ποικιλία ~έδων. Βλ. (κολοκυθο)κεφτές, λουκάνικο, μπουρεκάκι, ντολμαδάκια, σαγανάκι, χταποδάκι. Βλ. μπεκρή ~. 2. (κατ' επέκτ.) πολύ μικρή ποσότητα τροφής, μπουκιά, χαψιά· (μτφ.-προφ.) ελάχιστο μερίδιο, προμήθεια. 3. (σπάν.-προφ.) για κάποιον ή κάτι που αποτελεί εύκολη υπόθεση, δεν μας δυσκολεύει: Τους συνομιλητές του τους έχει για ~έ. Βλ. -ές. ● Υποκ.: μεζεδάκι (το) ● ΦΡ.: παίρνω κάποιον στο ψιλό βλ. παίρνω [< μεσν. μεζές < τουρκ. meze, πβ. αγγλ. meze, 1994, γαλλ. mezze, 1937]
ντιπ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΑΓΕΙΡ. κρεμώδες γευστικό μείγμα στο οποίο βουτούν συνήθ. τραγανά ορεκτικά: πικάντικο ~. ~ μουστάρδας. ~ με γιαούρτι και αβοκάντο. Βλ. άλειμμα, σος. [< αγγλ. dip]
ντρέσινγκ ντρέ-σινγκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & ντρέσιγκ: ΜΑΓΕΙΡ. σάλτσα με καρυκεύματα, που συνοδεύει συνήθ. σαλάτες και κρεατικά: ~ με ελαιόλαδο, ξίδι και μουστάρδα. Περιχύστε τα ζυμαρικά/τα λαχανικά με το ~. Πβ. σος. Βλ. άρτυμα, βινεγκρέτ. [< αγγλ. dressing]
όσπρια [ὄσπρια] ό-σπρι-α ουσ. (ουδ.) (τα) {οσπρί-ων | σπανιότ. στον εν. όσπριο}: περιληπτική ονομασία των αποξηραμένων εδώδιμων καρπών των φυτών της οικογένειας των ψυχανθών (π.χ. αρακάς, ρεβίθια, φακή, φασόλια): βιολογικά ~. Συσκευασμένα/χύμα ~. Η διατροφική αξία/οι πρωτεΐνες των ~ων.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Συνταγές με ~. [< αρχ. ὄσπριον]
-σαλάτα: επίθημα για τον σχηματισμό ουσιαστικών με αναφορά στη σαλάτα: αβγο~/αγγουρο~/αχινο~/γαριδο~/ζαμπονο~/καβουρο~/καππαρο~/καροτο~/κοτο~/λαχανο~/μακαρονο~/μαρουλο~/μελιτζανο~/ντοματο~/παντζαρο~/πατατο~/ρεβιθο~/σπανακο~/ταραμο~/τονο~/τυρο~/φακο~/χαβιαρο~/χορτο~.|| Φρουτο~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ