Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 31 εγγραφές  [0-20]


  • ατσάλι [ἀτσάλι] α-τσά-λι ουσ. (ουδ.): ΜΕΤΑΛΛ. ανθεκτικό μέταλλο, κράμα κυρ. σιδήρου με άνθρακα (λιγότερο από 1,8%)· συνεκδ. όπλο που είναι κατασκευασμένο από αυτό· κατ' επέκτ. για κάποιον ή κάτι ανθεκτικό, σκληρό: ανοξείδωτο/γαλβανισμένο/ματ/μαύρο ~. Κτίριο από ~ και γυαλί. ΣΥΝ. χάλυβας.|| (λογοτ.) Το κρύο ~ (ενν. μαχαίρι, ξίφος).|| (μτφ.) Θέληση από ~ (= άκαμπτη· πβ. πέτρα, σίδερο). Είναι φτιαγμένος από ~ και δεν αγαπά/δεν πληγώνεται. ● ΣΥΜΠΛ.: γερά/ατσάλινα νεύρα βλ. νεύρα ● ΦΡ.: θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι βλ. μύγα [< μεσν. ατσάλιν]
  • βαμμένος , η, ο βαμ-μέ-νος επίθ. 1. που έχει βαφτεί: ~α: αβγά/μαλλιά/μάτια/χείλη. Τοίχοι ~οι γαλάζιοι/σε λευκό χρώμα. Βλ. φρεσκο~.|| (ΜΕΤΑΛΛ., για προστασία από την οξείδωση) ~ο: ατσάλι. Βλ. γαλβανισμένος.|| (μτφ., για εγκληματία) Χέρια ~α με αίμα (= αιματοβαμμένα). 2. (μτφ.-προφ.) φανατικός: ~ος: αριστερός/δεξιός.|| ~ος: οπαδός (= πωρωμένος). ● βλ. βάφω
  • βάφω βά-φω ρ. (μτβ.) {έβα-ψα, βά-φτηκα, -φτεί (λόγ.) -φεί, βαμμένος, βάφ-οντας} 1. καλύπτω κάτι με χρώμα: ~ με βούρτσα/πινέλο/ρολό/σπρέι (βλ. γκράφιτι). ~ τον τοίχο. ~ τα παπούτσια με βερνίκι. ~ψαν τα σκουριασμένα κάγκελα. Νήματα/υφάσματα που ~ονται με φυτικές βαφές. Το δωμάτιο ~φτηκε άσπρο. Πβ. μπογιατίζω, χρωματίζω.|| (ΛΑΟΓΡ.) ~ κόκκινα τα αβγά (: το Πάσχα).|| (μτφ.) Ο ήλιος ~ει πορτοκαλί τα σπίτια. Το νερό έχει ~φτεί (: έχει πάρει απόχρωση) καφέ από το χώμα. ΑΝΤ. ξεβάφω 2. (συνήθ. για γυναίκα) βάζω καλλυντικά που περιέχουν χρωστικές ουσίες (π.χ. σκιές, μολύβι, μάσκαρα, κραγιόν, μανό) για καλλωπισμό: ~ τα μαλλιά/νύχια/χείλια μου κόκκινα. ~εται έντονα. Πβ. μακιγιάρω, φτιασιδώνω. 3. ΜΕΤΑΛΛ. ψύχω μέταλλο που έχει θερμανθεί με σκοπό την αύξηση της ανθεκτικότητάς του. ● βάφει: (δια)ποτίζει με χρώμα: Το κρασί/ρόδι ~ (: αφήνει λεκέ). Τα ρούχα ~ψαν στο πλυντήριο (: για λευκά που πλύθηκαν μαζί με κάποιο χρωματιστό και άλλαξαν χρώμα). ● ΦΡ.: βάφτηκε με/στο αίμα: για μεγάλη αιματοχυσία: Η άσφαλτος/διαδήλωση/έξοδος των εκδρομέων ~ ~., έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα (μτφ.): διέπραξε φόνο, έγκλημα: ~ ~ αθώων. Πβ. βουτηγμένος στο αίμα. ΣΥΝ. τα χέρια του στάζουν αίμα, την έβαψα(/την έχω βάψει/βαμμένη) (μτφ.-οικ.): περιέρχομαι σε δεινή θέση: Ελπίζω να μη μας ανακαλύψει, γιατί διαφορετικά την έχουμε βάψει (: έχουμε μπλέξει, την έχουμε άσχημα)! (απειλητ.) Μη πεις κουβέντα, γιατί την έβαψες (: κάηκες, χάθηκες, σε σκότωσα, αλίμονό σου)! ΣΥΝ. την έκανα από κούπες, με πορδές δεν βάφονται αβγά βλ. πορδή, τα βάφω μαύρα βλ. μαύρος ● βλ. βαμμένος [< μεσν. βάφω, γαλλ. peindre]
  • εμπλουτισμένος , η, ο [ἐμπλουτισμένος] ε-μπλου-τι-σμέ-νος επίθ.: που έχει εμπλουτιστεί: ~ο: γάλα (με ασβέστιο). ~α: δημητριακά/τρόφιμα (με βιταμίνες και ιχνοστοιχεία). Φυσικός χυμός ~ με σίδηρο.|| (ΜΕΤΑΛΛ.) ~α: μεταλλεύματα.|| Οδηγός ~ με χάρτες και σχεδιαγράμματα. ● ΣΥΜΠΛ.: εμπλουτισμένο ουράνιο: ΦΥΣ. ΠΥΡ. μείγμα ουρανίου που έχει υποστεί αύξηση της περιεκτικότητάς του στο ισότοπο U235 (και απόρριψη του ισοτόπου U238) και χρησιμοποιείται στην κατασκευή πυρηνικών βομβών. Βλ. απεμπλουτισμένο ουράνιο. [< αγγλ. enriched uranium, 1955] [< γαλλ. enrichi]
  • εμπλουτισμός [ἐμπλουτισμός] ε-μπλου-τι-σμός ουσ. (αρσ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμπλουτίζω: ~ του περιεχομένου/των πληροφοριών (πβ. αύξηση, διεύρυνση, επέκταση).|| ~ γάλακτος με σίδηρο. Βλ. προσθήκη.|| ~ λιμνών/ποταμών με γόνο/χέλια.|| (ΜΕΤΑΛΛ., επεξεργασία μεταλλεύματος για απομάκρυνση των άχρηστων υλικών:) ~ ορυκτών.|| (ΦΥΣ. ΠΥΡ., αύξηση της περιεκτικότητας στοιχείου σε συγκεκριμένο ισότοπο:) ~ ουρανίου. Βλ. εμπλουτισμένο ουράνιο.|| (ΟΙΚΟΛ.) Τεχνητός ~ υδροφόρων οριζόντων. ~ βιοτόπων με θηράματα. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. enrichissement]
  • καθαρίζω κα-θα-ρί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {καθάρι-σα, καθαρί-σω, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, -σμένος, καθαρίζ-οντας} 1. απομακρύνω την ακαθαρσία, τη βρομιά: ~ τα γυαλιά μου με πανάκι/το πάτωμα με την ηλεκτρική σκούπα. ~σε τις σκάλες/το σπίτι (βλ. σκουπίζω, σφουγγαρίζω)/τα τζάμια/το τραπέζι. ~σαν την παραλία από τα σκουπίδια. Επιφάνειες που ~ονται δύσκολα.|| ~σα τα αυτιά (με μπατονέτα)/τα χέρια μου (: τα έπλυνα με σαπούνι και νερό). ~σε (σχολαστικά) την πληγή (με ιώδιο/οινόπνευμα).|| Προϊόν που ~ει και απολυμαίνει (βλ. χλωρίνη). Φίλτρο που ~ει τον αέρα (ΑΝΤ. ρυπαίνει).|| Οι λεκέδες δεν ~σαν (= δεν έφυγαν). Το τραπεζομάντιλο δεν λέει να ~σει! ΑΝΤ. βρομίζω (1), λερώνω (1) 2. απομακρύνω ή αφαιρώ κάτι άχρηστο· απαλλάσσω ή απαλλάσσομαι από οτιδήποτε βλαβερό ή ανεπιθύμητο: ~σαν τους δρόμους από τα κλαδιά/τις πέτρες/το χιόνι. Ο κήπος ~στηκε από τα ζιζάνια (πβ. ξεχορταριάζω). ~σα τις φακές (: από πετραδάκια)/τα ψάρια (: από λέπια και εντόσθια). ~ κρεμμύδια/πατάτες/φασολάκια/φρούτα (πβ. ξεφλουδίζω). ~σμένα: φιστίκια (= αποφλοιωμένα). (ΜΕΤΑΛΛ.) ~σμένος: χαλκός (από ξένες ύλες).|| (ΙΑΤΡ.-ΒΙΟΧ.) Το συκώτι ~ει το αίμα από τις τοξίνες. Το νερό ~ει τα νεφρά.|| Το πρόσωπό του ~σε από την ακμή. Η ατμόσφαιρα ~σε από τον καπνό. Ο ουρανός έχει ~σει από τα σύννεφα (βλ. ανέφελος). Δεν έχει ~σει (= διαλυθεί) ακόμα η ομίχλη.|| Τα μάτια μου ~σαν (πβ. ξεθαμπώνω, ξεθολώνω).|| (μτφ.) ~ το μυαλό μου απ' τις σκοτούρες (πβ. ξελαμπικάρω). Η ψυχή ~εται από τα πάθη (= αποκαθαίρεται, εξαγνίζεται).|| (μτφ.) ~σε η πόλη από τα κακοποιά στοιχεία (πβ. εκ~). 3. (μτφ.-προφ.) ρυθμίζω, τακτοποιώ: Ανέλαβε να ~σει την υπόθεση (πβ. ξε~). Θα ~σω εγώ για πάρτη σου! ~σες γρήγορα μαζί τους (= ξεμπέρδεψες, ξέμπλεξες, τους ξεφορτώθηκες)! Άλλη μια δόση και ~σες (= ξεχρέωσες)!|| ~ει (= ξεδιαλύνει) το πολιτικό σκηνικό/τοπίο στην οικονομία.|| (ΑΘΛ.) ~σε τη νίκη (= εξασφάλισε)/τη φάση (= απέκρουσε την μπάλα). 4. (μτφ.-προφ.) δολοφονώ, σκοτώνω. ΣΥΝ. βγάζω από τη μέση (1), ξεκάνω (1), ξεπαστρεύω 5. ΠΛΗΡΟΦ. διαγράφω δεδομένα από ηλεκτρονικό υπολογιστή: Εντολή που ~ει τη μνήμη (πβ. αδειάζω)/την οθόνη.|| (κατ' επέκτ.) Πρόγραμμα που ~ει τα αρχεία (: από ιούς). Βλ. εκκαθάριση. 6. (μτφ.-λαϊκό) έχω καθαρό κέρδος: Πόσα ~εις (= βγάζεις, κερδίζεις) τον μήνα; ● ΦΡ.: αβγά σου καθαρίζουν; βλ. αβγό & αυγό, καθαρίζω κάποιον σαν αβγό βλ. αβγό & αυγό, καθαρίζω τον λαιμό μου βλ. λαιμός, καθάρισε το πιάτο του βλ. πιάτο [< μτγν. καθαρίζω 5: αγγλ. clear]
  • καθοδικός , ή, ό κα-θο-δι-κός επίθ. ΑΝΤ. ανοδικός 1. (μτφ.) πτωτικός: Σε ~ή πορεία/τροχιά ο πληθωρισμός. Πβ. φθίνων.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ή: αναθεώρηση (του ΑΕΠ/της ανάπτυξης)/τάση (της τιμής του πετρελαίου). ~ές: μετοχές. 2. που έχει κατεύθυνση, κίνηση προς τα κάτω: ~ός: άνεμος (= καταβατικός). ~ή: ροή. Το ~ό ρεύμα της λεωφόρου ... Πβ. κατιών. 3. ΦΥΣ. που σχετίζεται με την κάθοδο: ~ός: παλμογράφος. Το ~ό (= αρνητικό) ηλεκτρόδιο. ● επίρρ.: καθοδικά ● ΣΥΜΠΛ.: καθοδικές ακτίνες: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. δέσμη ηλεκτρονίων που εκπέμπεται από την κάθοδο λυχνίας κενού., καθοδική λυχνία & καθοδικός σωλήνας: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. σωλήνας κενού, στον οποίο παράγονται καθοδικές ακτίνες, που μεταφέρονται σε φθορίζουσα οθόνη, δημιουργώντας φωτεινές κουκκίδες, για τη δημιουργία εικόνας. Βλ. οθόνη υγρών κρυστάλλων. [< αγγλ. cathode-ray tube] , καθοδική προστασία: ΜΕΤΑΛΛ. ηλεκτροχημική τεχνική προστασίας μετάλλου από τη διάβρωση. Βλ. ανοδική προστασία. [< αγγλ. cathodic protection, 1930] [< 1,2: γαλλ. descendant 3: γαλλ. cathodique, αγγλ. cathodic]
  • κατεργασία κα-τερ-γα-σί-α ουσ. (θηλ.): επεξεργασία κυρ. πρώτων υλών: (ΜΕΤΑΛΛ.) θερμική/μηχανική ~. ~ες διαμόρφωσης. Βλ. ανόπτηση, βαφή, γαλβανισμός, διέλαση, επιχρωμίωση, χύτευση.|| Μηχανουργικές ~ες. ~ του δέρματος/του μαλλιού (= εριουργία)/του ξύλου (= ξυλουργία). ~ με ατμό/διάλυμα (π.χ. θειικού οξέος). Κοπή και ~ μαρμάρου. Πβ. δούλεμα.|| ~ του εδάφους (βλ. όργωμα).|| Βιολογική ~ αποβλήτων. ~ του νερού (πβ. φίλτρανση). [< μτγν. κατεργασία]
  • λουτρό λου-τρό ουσ. (ουδ.) 1. (επίσ.) δωμάτιο με κατάλληλες εγκαταστάσεις (είδη υγιεινής) για να πλυθεί κάποιος και συνήθ. με λεκάνη τουαλέτας· μπάνιο: ~ με ντουζιέρα. Αξεσουάρ ~ού. (σε ξενοδοχείο:) Υπνοδωμάτιο με ατομικό/ιδιωτικό ~. Πβ. λουτροκαμπινές.|| (στον πληθ.-παλαιότ., το αντίστοιχο δημόσιο οικοδόμημα:) (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αρχαία ελληνικά/ρωμαϊκά ~ά (= βαλανεία). Τουρκικά ~ά (= χαμάμ). Πβ. λουτρώνας. 2. (κυρ. παλαιότ.-λόγ.) πλύσιμο του σώματος, μπάνιο: ζεστά ~ά (βλ. θερμόλουτρο). Παίρνω το ~ μου (= πλένομαι). Βλ. -λουτρο. 3. ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. διάλυμα ή ρευστό μέσα στο οποίο γίνεται εμβάπτιση ενός αντικειμένου για τεχνικούς σκοπούς: (ΜΕΤΑΛΛ.) λαμαρίνες επιμεταλλωμένες σε ~ μετάλλου.|| (ΦΩΤΟΓΡ.) ~ εμφάνισης (φιλμ).|| ~ βαφής δερμάτων. ● ΣΥΜΠΛ.: ιαματικά λουτρά & λουτρά: νερά φυσικών πηγών, πλούσια σε μεταλλικά στοιχεία (ασβέστιο, θείο, κάλιο, μαγνήσιο, νάτριο, ράδιο, σίδηρο, ιώδιο, φώσφορο) ή αέρια (άζωτο, διοξείδιο του άνθρακα, οξυγόνο, υδρογόνο, υδρόθειο), τα οποία θεωρούνται θεραπευτικά για ποικίλες παθήσεις· συνεκδ. η αντίστοιχη λουτρόπολη, οι σχετικές εγκαταστάσεις ή η ίδια η λουτροθεραπεία: θερμά ~ ~ (βλ. θερμο-μεταλλικός, -πηγή). Πβ. μπάνια. Βλ. σπα., λουτρό αίματος βλ. αίμα ● ΦΡ.: αφήνω/παρατώ (κάποιον) στα κρύα του λουτρού: δηλ. την τελευταία στιγμή και απροειδοποίητα, ματαιώνοντας τα σχέδια και τις προσδοκίες του: Παραιτήθηκε και τους ~σε/~ησε ~ ~. Πβ. αφήνω κάποιον μπουκάλα.|| Έμειναν στα ~ ~ (: ανατράπηκαν τα σχέδιά τους, διαψεύστηκαν οι ελπίδες τους). Βλ. ψυχρολουσία. [< αρχ. λουτρόν 3: γαλλ. bain]
  • μαρτενσίτης μαρ-τεν-σί-της ουσ. (αρσ.): ΜΕΤΑΛΛ. στερεό διάλυμα άνθρακα σε σίδηρο για την αύξηση της σκληρότητας του χάλυβα και τη μείωση της μαγνητικότητάς του. Βλ. -ίτης2. [< γαλλ. martensite, 1903, γερμ. ανθρ. A. Martens]
  • μεταλλεία με-ταλ-λεί-α ουσ. (θηλ.): ΜΕΤΑΛΛ. μετάλλευση: αρχαία/ελληνική ~. Ο τομέας της ~ας ορυκτών. [< αρχ. μεταλλεία]
  • μεταλλειολογία με-ταλ-λει-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Μ): ΜΕΤΑΛΛ. επιστημονικός κλάδος που μελετά τη χημική σύνθεση, τις φυσικές ιδιότητες και τη δομή των μεταλλευμάτων. Βλ. γεωλογία, -λογία. ΣΥΝ. μεταλλευτική (2) [< γαλλ. minéralogie]
  • μεταλλειολόγος με-ταλ-λει-ο-λό-γος ουσ. (αρσ. + θηλ.): ΜΕΤΑΛΛ. επιστήμονας ειδικευμένος στη μεταλλειολογία: ~ (μεταλλουργός) μηχανικός. Βλ. -λόγος. [< γαλλ. minéralogiste]
  • μετάλλευμα με-τάλ-λευ-μα ουσ. (ουδ.) {μεταλλεύμ-ατος | -ατα, -άτων} ΓΕΩΛ.-ΜΕΤΑΛΛ.-ΟΡΥΚΤ. 1. ορυκτό που περιέχει εκμεταλλεύσιμη ποσότητα ενός ή περισσοτέρων μετάλλων: πολύτιμο/ραδιενεργό/σπάνιο ~. ~ σιδήρου (= σιδηρο~). ~ατα μολύβδου/χαλκού/χρυσού/ψευδαργύρου. Εμπλουτισμός ~άτων. Η περιοχή είναι πλούσια σε ~ατα. ΣΥΝ. μαντέμι (2) 2. κάθε αξιοποιήσιμη ορυκτή πρώτη ύλη: ~ατα μαγγανίου. [< μτγν. μετάλλευμα]
  • μετάλλευση με-τάλ-λευ-ση ουσ. (θηλ.): ΜΕΤΑΛΛ. αναζήτηση και εξόρυξη μεταλλεύματος: ~ ουρανίου/χαλκού/χρυσού. Πβ. μεταλλεία. Βλ. λατόμευση. [< μτγν. μετάλλευσις]
  • μεταλλευτική με-ταλ-λευ-τι-κή ουσ. (θηλ.) 1. εξόρυξη ποικίλων ορυκτών υλικών από το υπέδαφος. Βλ. μεταλλουργία. 2. ΜΕΤΑΛΛ. μεταλλειολογία. [< αρχ. μεταλλευτική]
  • μπρούντζος [μπροῦντζος] μπρού-ντζος ουσ. (αρσ.) & μπρούτζος: ΜΕΤΑΛΛ. κράμα από χαλκό και συνήθ. κασσίτερο ή ψευδάργυρο. Πβ. ορείχαλκος.μπρούντζοι (οι) & μπρούντζα (τα) (σπάν.-λαϊκό): μπρούντζινα. [< μεσν. μπρούντζος < ιταλ. broanzo]
  • ντουραλουμίνιο ντου-ρα-λου-μί-νι-ο ουσ. (ουδ.): ΜΕΤΑΛΛ. κράμα από αλουμίνιο και σε μικρότερο βαθμό, χαλκό, μαγνήσιο και μαγγάνιο, με ευρεία χρήση κυρ. στην κατασκευή αεροπλάνων, βαγονιών και αυτοκινήτων, επειδή είναι ελαφρύ μέταλλο ιδιαίτερης αντοχής. [< γερμ. εμπορ. ονομασ. Duralumin]
  • ορειχάλκινος , η, ο [ὀρειχάλκινος] ο-ρει-χάλ-κι-νος επίθ.: ΜΕΤΑΛΛ. -ΤΕΧΝΟΛ. φτιαγμένος από ορείχαλκο: ~η: αντλία. ~α: εξαρτήματα/φωτιστικά. Πβ. μπρούντζινος.|| ~ος: αδριάντας. ~η: προτομή. ~ο: άγαλμα. ~α: γλυπτά.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~η: ασπίδα/πινακίδα. ● ΣΥΜΠΛ.: Εποχή του Ορείχαλκου/Ορειχάλκινη Εποχή βλ. ορείχαλκος [< αρχ. ὀρειχάλκινος]
  • ορείχαλκος [ὀρείχαλκος] ο-ρεί-χαλ-κος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -άλκου}: ΜΕΤΑΛΛ. κράμα χαλκού και ψευδάργυρου: επινικελωμένος/επίχρυσος/επιχρωμιωμένος/φωσφορούχος/χυτός ~. Πβ. μπρούντζος. ● ΣΥΜΠΛ.: Εποχή του Ορείχαλκου/Ορειχάλκινη Εποχή: Εποχή του Χαλκού. [< αρχ. ὀρείχαλκος]

αβγό & αυγό

αβγό & αυγό [ἀβγό, αὐγό] α-βγό, αυ-γό ουσ. (ουδ.) 1. το αναπαραγωγικό σώμα με σκληρό και λεπτό περίβλημα (κέλυφος/τσόφλι) που γεννά η κότα, το περιεχόμενο του οποίου (κρόκος ή λέκιθος στο κέντρο και ασπράδι ή λεύκωμα στην περιφέρεια) χρησιμοποιείται ευρύτατα ως τροφή του ανθρώπου: βιολογικά ~ά (: από κοτόπουλα που εκτρέφονται με βιολογικές τροφές). ~ά (από κότες) ελευθέρας βοσκής/ημέρας (= νωπά, φρέσκα)/πτηνοτροφείου/χωριάτικα. Δίκροκο ~. Κλούβιο ~ (= αλλοιωμένο).|| Μια εξάδα/δωδεκάδα (= ντουζίνα)/καρτέλα ~ά. Συσκευασμένα ~ά.|| Βραστό ~ (: μελάτο ή σφιχτό). Για να φτιάξουμε ~ά μάτια (= τηγανητά), σπάμε τα ~ά (: χτυπάμε προσεκτικά το τσόφλι, ώστε να κοπεί στα δύο) και τα ρίχνουμε στο τηγάνι. Καθαρίζουμε τα βρασμένα ~ά (= τα ξεφλουδίζουμε, αφαιρούμε το τσόφλι τους). ~ά: μιμόζα/ποσέ/σκραμπλ (: τηγανητά που ανακατεύονται ενόσω ψήνονται). Βλ. ομελέτα, στραπατσάδα.|| Πασχαλιάτικα/πασχαλινά ~ά (: συνήθ. κόκκινα). Τσούγκρισαν ~ά και αντάλλαξαν ευχές. Βαφές ~ών. || Διαδηλωτές πέταξαν ~ά και γιαούρτια (: σε ένδειξη έντονης αποδοκιμασίας). Βλ. ωόν. 2. (γενικότ.) το σχεδόν στρογγυλό σώμα που γεννά το θηλυκό, κυρ. των πτηνών, των ερπετών, των αμφίβιων, των ψαριών και των εντόμων, το οποίο έχει παρόμοια δομή με αυτό της κότας: Ο νεοσσός/η προνύμφη βγαίνει από το ~ (= εκκολάπτεται) ύστερα από επώαση μερικών ημερών.|| ~ά αχινού/ορτυκιού/πάπιας/στρουθοκαμήλου/χήνας. Βλ. αβγοτάραχο, ταραμάς, χαβιάρι. 3. ομοίωμα αβγού: διακοσμητικά ~ά (: σε διάφορα χρώματα και σχέδια). Σοκολατένιο ~ (κυρ. ως πασχαλινό δώρο). Ξύλινο ~ (: για μαντάρισμα ρούχων). 4. ΒΙΟΛ. (καταχρ.) ωάριο. ● Υποκ.: αβγουλάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: (σαν) το αβγό του Κολόμβου: η απροσδόκητα απλή λύση ενός προβλήματος που αρχικά φαινόταν πολύπλοκο (αποδίδεται στον Χ. Κολόμβο, ο οποίος έστησε ένα αβγό όρθιο, σπάζοντας ελαφρά τη βάση του). [< γαλλ. l' œuf de Colomb] , το αβγό του φιδιού: τάση αναβίωσης ακροδεξιών ή φασιστικών ιδεολογιών: εκκολάπτεται/επωάζεται ~ ~., μελάτο αβγό βλ. μελάτος ● ΦΡ.: αβγά σου καθαρίζουν; (προφ.): σε κάποιον που γελά χωρίς λόγο: Τι γελάς; ~ ~;, ακόμη δε(ν) βγήκε απ' τ' αβγό (και) ... & ακόμη δεν έσκασε απ' τ' αβγό ... (συνήθ. μειωτ.): (για άτομο νεαρής ηλικίας ή άπειρο σε κάποιον τομέα) ενώ δεν έχει εμπειρία: ~ ~ και νομίζει ότι τα ξέρει όλα., έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια: βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση και κατ' επέκτ. απέτυχε παταγωδώς ή έπαθε μεγάλη καταστροφή: Τα έχει μπερδέψει μες στο μυαλό του, έχει χάσει ~ ~.|| Η ομάδα ~ ~ στον αγώνα., καθαρίζω κάποιον σαν αβγό (αργκό): τον συντρίβω, νικώ κατά κράτος· κατατροπώνω: (για νίκη στο ποδόσφαιρο, μπάσκετ) Τους καθαρίσαμε σαν αβγό στο παιχνίδι.|| (για προσωπικό αντίπαλο) Τον ~σε ~ στην εκλογική μάχη., κάθομαι στ' αβγά μου: δεν ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις, μένω άπρακτος: Κάτσε στ' ~ σου, μην μπαίνεις στα χωράφια των άλλων. Πβ. κοιτάζω τη δουλειά μου.|| Δεν κάθεται ποτέ στ' ~ του (: είναι δραστήριος και ενεργητικός)., μη βάζεις όλα τ' αβγά στο ίδιο καλάθι: φρόντισε να έχεις εναλλακτικές επιλογές: Μη βάζετε ~ ~ (: παραίνεση προς επενδυτές). [< αγγλ. don’t put all your eggs in one basket] , πάρ'/πιάσ' τ' αβγό και κούρευ' το (προφ.): μάταιος, χαμένος κόπος., σαν αβγό: που έχει σχήμα ή χαρακτηριστικά αβγού: καρούμπαλο ~ ~ .|| Φαλακρός ~ ~., σιγά τ' αβγά & (λόγ.) σιγά τα ωά: (για πρόσωπο ή κατάσταση) δεν έχει καμιά σημασία ή αξία. ΣΥΝ. σιγά τον πολυέλαιο, δε(ν) γίνεται ομελέτα αν δε(ν) σπάσεις αβγά/χωρίς να σπάσουν αβγά βλ. ομελέτα, η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; βλ. κότα, η κότα με τα χρυσά αβγά/που κάνει/γεννά τα χρυσά αβγά βλ. κότα, με πορδές δεν βάφονται αβγά βλ. πορδή, ρούφα τ' αβγό σου βλ. ρουφώ [< μτγν. αὐγόν, μεσν. αβγό(ν), γαλλ. œuf, αγγλ. egg, γερμ. Ei. Βλ. αγγλ. scrambled eggs]

αίμα

αίμα [αἷμα] αί-μα ουσ. (ουδ.) {αίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΙΑΤΡ. το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στην καρδιά, τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή αγγεία του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών ζώων και κατ' επέκτ. των ασπόνδυλων, μεταφέροντας οξυγόνο και τις αναγκαίες για τον οργανισμό ουσίες και απομακρύνοντας τις άχρηστες: αναλυτής/απώλεια/δείγμα/θρόμβος/ίχνη/καλλιέργεια/κηλίδες/ορός/προσφορά/ροή/χορήγηση/φιάλη ~ατος. Οι λειτουργίες/τα λιπίδια/οξυγόνωση/πηκτικότητα/παράγωγα/το πλάσμα/σάκχαρο/συστατικά του ~ατος. Ασθένειες του ~ατος (βλ. αν-, λευχ-, σηψ-, υπερ-αιμία). Λεκές από ~. Ανιχνεύτηκαν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο ~. Έκθεση σε μολυσμένο ~. Έδωσε/πρόσφερε ~ (: έγινε αιμοδότης). Χρειάζεται επειγόντως ~. Βγήκε/έτρεξε ~ από τη μύτη του/την πληγή. Του πήραν ~ (για εξέταση). Εμφάνισε ~ στα ούρα. Έχει πολύ ~ (: κατά την έμμηνο ρύση). Τα χέρια του γέμισαν ~/~ατα. (εμφατ.) Το κουνούπι τού ήπιε/ρούφηξε το ~. Βλ. αιμο-πετάλιο, -σφαίρια.|| (στον πληθ., για δήλωση μεγάλης ποσότητας) Τον είδε μες στα ~ατα.|| (μτφ.) Το καρπούζι είναι/στάζει ~ (: είναι πολύ κόκκινο, ζουμερό). 2. (μτφ.) ζωτική δύναμη, το ίδιο το άτομο, η ζωή του: Αυτό το σπίτι είναι το ~ του (: ο ιδρώτας, ο κόπος, ο μόχθος του). Σου έδωσα το ~ μου (: την ψυχή)/το ~ της καρδιάς μου! 3. (μτφ.) καταγωγή, συγγένεια και συνεκδ. ο συγγενής: Έχει/κυλάει αριστοκρατικό/βασιλικό/ελληνικό/τσιγγάνικο ~ στις φλέβες του. Είμαστε ένα/το ίδιο ~ (πβ. όμαιμος). (επίσ.) Εξ ~ατος διαδοχή/καταγωγή.|| (συνεκδ.) Ό, τι κι αν κάνει, είναι ~ μου και δεν μπορώ να του κρατήσω κακία. Τον πρόδωσε το ίδιο του το ~. 4. (μτφ.) φόνος: ταινίες με πολύ ~. Ζητά εκδίκηση για το ~ αθώων. Διψά για ~. (προτρεπτικά) ~ στο ~ (: ο φόνος πρέπει να πληρωθεί με φόνο, βλ. βεντέτα). Θυσίες/ποτάμι ~ατος (: για αιματοχυσία).|| Το πρώτο ~ (: οι πρώτοι νεκροί του αγώνα/πολέμου). Το ~ των ηρώων/μαρτύρων (= η θυσία). ● ΣΥΜΠΛ.: ακάθαρτο αίμα: το αίμα που περιέχει ουσίες τις οποίες αποβάλλει ο οργανισμός: Από την καρδιά το ~ ~ οδηγείται στους πνεύμονες., γαλάζιο αίμα: αριστοκρατική καταγωγή: Έχει ~ ~ (: είναι γαλαζοαίματος). Στις φλέβες του κυλά/ρέει ~ ~., δεσμός αίματος {συνηθέστ. στον πληθ.}: σχέση συγγένειας και κατ' επέκτ. δυνατής φιλίας: ~ ~ μεταξύ γονέα και παιδιού. Τους ενώνουν/συνδέουν (άρρηκτοι/ακατάλυτοι) ~οί ~.|| (μτφ.) Μεταξύ των εταιρειών υπάρχει ~ ~. [< γερμ. die Bande des Blutes] , εξέταση/ανάλυση/τεστ αίματος: ΙΑΤΡ. εξέταση δείγματος αίματος με σκοπό τον καθορισμό της ομάδας αίματος, την ύπαρξη παθολογικού ή κληρονομικού παράγοντα: γενική/διαγνωστική/ειδική/μικροβιολογική ~ ~. Ανοσολογικές/βιοχημικές/εξειδικευμένες αναλύσεις ~. ~ ~ και ούρων. ~ ~ για την ανίχνευση ιού/μεσογειακή αναιμία. Διάγνωση της νόσου με μία απλή ~ ~. Έκανε γενική (ενν. εξέταση) αίματος. [< αγγλ. blood test, 1912] , κρύο αίμα: ψυχραιμία., κύκλος (του) αίματος: διαδοχικοί φόνοι, αιματοχυσία., λήψη αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται αίμα με σύριγγα (για εργαστηριακές εξετάσεις). ΣΥΝ. αιμοληψία, λουτρό αίματος (μτφ.): αιματοχυσία: Σύγκρουση που εξελίχθηκε/κατέληξε σε (απίστευτο/φρικιαστικό) ~ ~ αμάχων. [< γαλλ. bain de sang] , μαύρο/σκοτωμένο αίμα (εμφατ.): το σκούρο κόκκινο αίμα ή αυτό που προέρχεται από χτύπημα ή προκαλείται από ασθένεια: Άνοιξε η πληγή και βγήκε/έτρεξε ~ ~., μετάγγιση αίματος: ΙΑΤΡ. μετάγγιση. [< γαλλ. transfusion sanguine] , νέο αίμα (μτφ.): νέοι άνθρωποι με ανανεωτικές, προοδευτικές και πρωτοπόρες ιδέες σε κάποιον χώρο, τομέα: Χρειαζόμαστε ~ ~ στον αθλητισμό/στη Βουλή. Το ~ ~ (: προσωπικό) που θα στελεχώσει την εταιρεία. [< αγγλ. new blood] , ντόπινγκ αίματος: ΑΘΛ. μετάγγιση ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αθλητή, συνήθ. πριν από αγώνα, που του είχαν αφαιρεθεί παλιότερα, για να αυξηθεί η ικανότητα οξυγόνωσης του οργανισμού του: Έλεγχος ~ ~. [< αγγλ. blood doping, 1973] , ομάδα αίματος & (σπάν.) τύπος αίματος: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κατηγοριοποίηση του αίματος με βάση την παρουσία ή απουσία ειδικών αντιγόνων στα ερυθρά αιμοσφαίρια: ~ ~ A, B, AB, 0. Βλ. ρέζους. [< αγγλ. blood group/type, 1916] , όρκος αίματος: όρκος που επισφραγίζεται με χύσιμο αίματος: δεμένοι με ~ο ~. Έδωσαν ~ο ~ (: για αιώνια πίστη και αφοσίωση)., πήξη του αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία το αίμα μετατρέπεται σε αδιάλυτο σύνολο (πήγμα): Τα αιμοπετάλια βοηθούν στην ~ ~. Βλ. αιμορροφιλία, αντιπηκτικό, προθρομβίνη., πίεση (του) αίματος: ΙΑΤΡ. πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων: αυξημένη/διαστολική/συστολική/υψηλή/φυσιολογική/χαμηλή (αρτηριακή) ~ ~. [< αγγλ. blood pressure] , το αίμα του Ιησού/Κυρίου/Χριστού: ΕΚΚΛΗΣ. ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας: Κοινωνώ/μεταλαμβάνω (το) σώμα και (το) ~ ~., τράπεζα αίματος: χώρος συλλογής, επεξεργασίας και αποθήκευσης αίματος με σκοπό τη διάθεσή του για μεταγγίσεις και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος οργανισμός: Δίνω αίμα στην ~ ~. [< γερμ. Blutbank] , φόρος αίματος (μτφ.): μεγάλος αριθμός βίαιων θανάτων συνήθ. σε πολεμική επιχείρηση, αιματοχυσία, ατύχημα: ~ ~ στην άσφαλτο. Βαρύ ~ο ~ πλήρωσαν οι στρατιώτες στο πεδίο της μάχης., κυκλοφορία του αίματος βλ. κυκλοφορία ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος: με κοινή οκογενειακή καταγωγή: Έχουν/συνδέονται με συγγένεια ~ ~ δεύτερου/πρώτου βαθμού. Είναι συγγενείς ~ ~ σε ευθεία/πλάγια γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία, αίμα και άμμος!: (για χαρακτηρισμό έκρυθμων καταστάσεων) μεγάλη φασαρία, πολλά επεισόδια εξαιτίας οξυμμένων αντιπαραθέσεων ή έντονου φανατισμού: Έγινε ~ ~ στη διαδήλωση. Θα γίνει ~ ~ στο αυριανό ντέρμπι. Πβ. τα έκαναν γυαλιά καρφιά., ανάβουν τα αίματα: προκαλείται αντιπαράθεση, μεγάλη ένταση, θυμός: Άναψαν ~ στον αγωνιστικό χώρο/στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου., βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα: κινητοποιώ κάποιον να αναμειχθεί με κάτι ή παρασύρομαι να εμπλακώ σε αυτό: Τον έβαλε/μπήκε ~ να ασχοληθεί με την πολιτική., βουτηγμένος στο αίμα 1. για πρόσωπο που αιμορραγεί. 2. για εγκληματία: Είναι ~ ~ από τα αλλεπάλληλα φονικά.|| (σπανιότ.) Βούτηξε τα χέρια του ~ αθώων (: τους σκότωσε)., βράζει/κοχλάζει το αίμα (μτφ.): για μεγάλη ζωντάνια, ενεργητικότητα και έντονες ορμές: Νέοι είναι, ~ ~ τους., δεν έχει αίμα μέσα/στις φλέβες του/σταγόνα αίμα μέσα του/δεν τρέχει/κυλάει αίμα στις φλέβες του (μτφ.): δεν έχει αισθήματα, μένει ασυγκίνητος μπροστά στον ανθρώπινο πόνο: Εσύ δεν έχεις αίμα (μέσα/πάνω) σου/δεν κυλάει αίμα στις φλέβες σου! Είσαι εντελώς αναίσθητος!, δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι): δίνω τη ζωή μου, θυσιάζομαι για κάτι: Έδωσαν ~ τους για τη λευτεριά/την πατρίδα/την πίστη., είναι/το έχω στο αίμα μου: έχω την τάση να κάνω κάτι, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα μου, το έχω εκ γενετής: Το ψέμα είναι ~ της (: στη φύση, στο είναι της, μέσα της). [< γαλλ. dans le sang] , κάποιος/κάτι μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι/την πίεση (μτφ.-εμφατ.): με εξοργίζει, με κάνει έξω φρενών: Η απραξία/ο δόλος του μου ανέβασε ~. Με τα καμώματά της ~ ~., κατουρώ/ξερνώ αίμα: αποβάλλω αίμα από τα αντίστοιχα σημεία του σώματος: (κ. μτφ. ως απειλή) Θα σε κάνω να κατουρήσεις/ξεράσεις ~., κολυμπώ/πλέω/λούζομαι στο αίμα (μτφ.): είμαι γεμάτος αίμα, συνήθ. ως αποτέλεσμα μεγάλης αιμορραγίας ή πολλαπλών τραυμάτων., λερώνω τα χέρια μου με αίμα (μτφ.): διαπράττω φόνο: Λέρωσε τα χέρια του ~ αδερφικό., με αίμα (μτφ.) 1. με φόνο: Η προσβολή/ο φόνος/το αίμα θα ξεπλυθεί ~ ~. 2. με αιματοχυσία, με προσφορά, στέρηση της ζωής κάποιου (για την επίτευξη ανώτερου σκοπού): γη βαμμένη/ποτισμένη ~ ~. 3. με κόπους, με βάσανα και στερήσεις: Ό,τι απέκτησε, το απέκτησε ~ ~ (και δάκρυα/θυσίες/ιδρώτα/πόνο)., με πήραν τα αίματα (προφ.): άρχισα να χάνω αίμα, αιμορραγώ (εξαιτίας τραυματισμού)., μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος & (λόγ.) μέχρι τελευταίας ρανίδος: για αγώνα ή προσπάθεια που γίνεται μέχρι(ς) εσχάτων: Υπερασπίστηκαν την ελευθερία ~ του αίματός τους. Θα παλέψουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος., μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή & (σπάν.) μου έσπασε τη χολή (μτφ.): με τρόμαξε πολύ: Μου ~ψες ~! Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος που του ~ ~.|| Μου κόπηκε ~ από τον φόβο (= κατατρόμαξα)., πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου (μτφ.): τρόμαξα πολύ, παρέλυσα από τον φόβο: Η είδηση/ο σεισμός ~ ~ στις φλέβες μας., παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου & παίρνω το δίκιο μου πίσω (μτφ.): εκδικούμαι: Είναι αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πίσω για την ταπείνωση που υπέστη., πνίγω στο αίμα (μτφ.): καταστέλλω κάτι με βίαιο τρόπο, προκαλώντας τον θάνατο πολλών ατόμων: Η διαδήλωση/εξέγερση/στάση ~ηκε ~.|| Ο τόπος ~ηκε ~ από τα εχθρικά στρατεύματα (= αιματοκυλίστηκε)., πότισε με το αίμα του: θυσιάστηκε για κάτι: ~σαν ~ τους το δέντρο της λευτεριάς. ~σε την πατρική γη με ~. Η σημαία ποτίστηκε με ~ των αγωνιστών. Γη ποτισμένη με αίμα ηρώων/μαρτύρων., σιγά τα αίματα! (προφ.-ειρων.): απαξιωτική απάντηση σε απειλή ή για κατάσταση που θεωρείται σοβαρή ή προκαλεί φόβο: (καλέ) ~ ~, μας τρόμαξες! ~ ~, ρε μεγάλε/παλικαράδες!, το αίμα νερό δεν γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί δεν καταλύονται: Αδέρφια είναι, όσο κι αν τσακώνονται, στο τέλος τα ξαναβρίσκουν. ~ ~!, τραβάει το αίμα μου (κάτι) (μτφ.): έχω την τάση, ρέπω προς κάτι συνήθ. αρνητικό: Την τραβάει ~ του την απατεωνιά. Το τραβάει ~ του να τσακώνεται με τους άλλους., φτύνω αίμα 1. (μτφ.) βασανίζομαι σκληρά, ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, για να επιτύχω κάτι: Καθημερινά ~ει ~ για το μεροκάματο. Έφτυσε ~ για να βγάλει το Πανεπιστήμιο/να μεγαλώσει τα παιδιά του. (απειλητ.) Θα τον κάνω να ~σει ~! Πβ. δεινοπαθώ, μαρτυρώ, παιδεύομαι, χτικιάζω. 2. έχω αιμόπτυση., χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα: προκαλείται αιματοχυσία, θάνατος από σκοτωμό, ατύχημα ή προσωπική θυσία: Έχει χυθεί πολύ αίμα/έχουν χυθεί ποτάμια αίματος στην άσφαλτο (: για τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα).|| Θα χυθεί πολύ αίμα στον αυριανό αγώνα (ΣΥΝ. θα γίνει χαμός)!, βάφτηκε με/στο αίμα βλ. βάφω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, έγραψε (κάτι) με το αίμα του βλ. γράφω, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, υπογράφω με το αίμα μου βλ. υπογράφω, χύνω αίμα/ιδρώτα βλ. χύνω [< αρχ. αἷμα, γαλλ. sang]

ανόπτηση

ανόπτηση [ἀνόπτηση] α-νό-πτη-ση ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. θερμική διεργασία (θέρμανση συνοδευόμενη από σταδιακή επαναφορά στη θερμοκρασία του περιβάλλοντος) για τη βελτίωση των μηχανικών ιδιοτήτων μετάλλου: προσομοιωμένη ~. Πβ. πύρωμα. [< γαλλ. recuit, γερμ. Ausglühung]

βαμμένος

βαμμένος, η, ο βαμ-μέ-νος επίθ. 1. που έχει βαφτεί: ~α: αβγά/μαλλιά/μάτια/χείλη. Τοίχοι ~οι γαλάζιοι/σε λευκό χρώμα. Βλ. φρεσκο~.|| (ΜΕΤΑΛΛ., για προστασία από την οξείδωση) ~ο: ατσάλι. Βλ. γαλβανισμένος.|| (μτφ., για εγκληματία) Χέρια ~α με αίμα (= αιματοβαμμένα). 2. (μτφ.-προφ.) φανατικός: ~ος: αριστερός/δεξιός.|| ~ος: οπαδός (= πωρωμένος). ● βλ. βάφω

βάφω

βάφω βά-φω ρ. (μτβ.) {έβα-ψα, βά-φτηκα, -φτεί (λόγ.) -φεί, βαμμένος, βάφ-οντας} 1. καλύπτω κάτι με χρώμα: ~ με βούρτσα/πινέλο/ρολό/σπρέι (βλ. γκράφιτι). ~ τον τοίχο. ~ τα παπούτσια με βερνίκι. ~ψαν τα σκουριασμένα κάγκελα. Νήματα/υφάσματα που ~ονται με φυτικές βαφές. Το δωμάτιο ~φτηκε άσπρο. Πβ. μπογιατίζω, χρωματίζω.|| (ΛΑΟΓΡ.) ~ κόκκινα τα αβγά (: το Πάσχα).|| (μτφ.) Ο ήλιος ~ει πορτοκαλί τα σπίτια. Το νερό έχει ~φτεί (: έχει πάρει απόχρωση) καφέ από το χώμα. ΑΝΤ. ξεβάφω 2. (συνήθ. για γυναίκα) βάζω καλλυντικά που περιέχουν χρωστικές ουσίες (π.χ. σκιές, μολύβι, μάσκαρα, κραγιόν, μανό) για καλλωπισμό: ~ τα μαλλιά/νύχια/χείλια μου κόκκινα. ~εται έντονα. Πβ. μακιγιάρω, φτιασιδώνω. 3. ΜΕΤΑΛΛ. ψύχω μέταλλο που έχει θερμανθεί με σκοπό την αύξηση της ανθεκτικότητάς του. ● βάφει: (δια)ποτίζει με χρώμα: Το κρασί/ρόδι ~ (: αφήνει λεκέ). Τα ρούχα ~ψαν στο πλυντήριο (: για λευκά που πλύθηκαν μαζί με κάποιο χρωματιστό και άλλαξαν χρώμα). ● ΦΡ.: βάφτηκε με/στο αίμα: για μεγάλη αιματοχυσία: Η άσφαλτος/διαδήλωση/έξοδος των εκδρομέων ~ ~., έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα (μτφ.): διέπραξε φόνο, έγκλημα: ~ ~ αθώων. Πβ. βουτηγμένος στο αίμα. ΣΥΝ. τα χέρια του στάζουν αίμα, την έβαψα(/την έχω βάψει/βαμμένη) (μτφ.-οικ.): περιέρχομαι σε δεινή θέση: Ελπίζω να μη μας ανακαλύψει, γιατί διαφορετικά την έχουμε βάψει (: έχουμε μπλέξει, την έχουμε άσχημα)! (απειλητ.) Μη πεις κουβέντα, γιατί την έβαψες (: κάηκες, χάθηκες, σε σκότωσα, αλίμονό σου)! ΣΥΝ. την έκανα από κούπες, με πορδές δεν βάφονται αβγά βλ. πορδή, τα βάφω μαύρα βλ. μαύρος ● βλ. βαμμένος [< μεσν. βάφω, γαλλ. peindre]

γεωλογία

γεωλογία γε-ω-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Γ) ΓΕΩΛ. 1. επιστήμη η οποία μελετά τον τρόπο σχηματισμού, τη δομή, τη σύσταση και την εξέλιξη της Γης (ή άλλου πλανήτη) και ειδικότ. τα φυσικά φαινόμενα που συνέβησαν και συνεχίζουν να συμβαίνουν στον στερεό φλοιό της από την περίοδο σχηματισμού της μέχρι σήμερα· συνεκδ. το αντίστοιχο σχολικό ή πανεπιστημιακό μάθημα και το σχετικό βιβλίο: δυναμική/θαλάσσια/ιστορική (βλ. παλαιογεω-, στρωματο-γραφία)/οικονομική/παράκτια/τεκτονική/φυσική ~. ~ των Πετρελαίων. Βλ. -λογία, υδρο~.|| Σεληνιακή ~. 2. γεωλογική δομή, γεωλογικά χαρακτηριστικά: η ~ ενός νησιού. ~ και μορφολογία του εδάφους. ● ΣΥΜΠΛ.: περιβαλλοντική γεωλογία: μελέτη των περιβαλλοντικών επιπτώσεων (ρύπανση εδάφους, νερού και ατμόσφαιρας) που συνδέονται αφενός με τις γεωλογικές διαδικασίες στο εσωτερικό και την επιφάνεια της Γης (μετακινήσεις εδαφικών μαζών, σεισμοί) και αφετέρου με ανθρωπογενείς δραστηριότητες (π.χ. βιομηχανία, απορρίμματα, λύματα): Εφαρμοσμένη και ~ ~. ~ ~-υδρογεωλογία., τεχνική γεωλογία: κλάδος που έχει ως αντικείμενο τις εφαρμογές της γεωλογίας στο πλαίσιο της μελέτης, κατασκευής και λειτουργίας των τεχνικών έργων και της επίλυσης περιβαλλοντικών προβλημάτων. ΣΥΝ. γεωτεχνική [< γαλλ. géologie, αγγλ. geology]

εκκαθάριση

εκκαθάριση [ἐκκαθάριση] εκ-κα-θά-ρι-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΛΟΓΙΣΤ. υπολογισμός ποσού, ρύθμιση, διεκπεραίωση οικονομικών υποχρεώσεων ή συναλλαγών και συνεκδ. το παραστατικό με το οποίο αυτή βεβαιώνεται: οικονομική ~. ~ αποδοχών/δαπανών/της επιταγής/μισθοδοσίας/φορολογικών δηλώσεων/φόρου. Βλ. ρευστοποίηση.|| Δεν έχουν λάβει την ~ (= το εκκαθαριστικό). 2. (απαιτ. λεξιλόγ.) διαδικασία καθαρισμού, απομάκρυνσης κάθε ξένου, περιττού ή βλαβερού στοιχείου: ~ δασών/δρόμων/κοινόχρηστων χώρων.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) ~ αρχείων/μητρώου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ δίσκου. 3. (γενικότ.-απαιτ. λεξιλόγ.) διευθέτηση, διεκπεραίωση υπόθεσης ή αποστολής: οριστική ~ του ζητήματος. Πβ. τακτοποίηση.|| (ΝΟΜ.) Δικαστική ~ κληρονομίας.εκκαθαρίσεις (οι) (μτφ.): αποπομπή, εκδίωξη ανεπιθύμητων προσώπων από υπηρεσία, οργάνωση ή εχθρικών δυνάμεων, πληθυσμών από περιοχή με συνοπτικό και βίαιο τρόπο: μαζικές/πολιτικές/φυλετικές ~. Κάνουν ~ αντιφρονούντων. ~ στο έμψυχο δυναμικό/στον στρατό. ● ΣΥΜΠΛ.: εθνική εκκαθάριση/κάθαρση: εθνοκάθαρση., εκκαθάριση (των) συναλλαγών: ΟΙΚΟΝ. εκτέλεση χρηματιστηριακής συναλλαγής με την παράδοση των τίτλων στον αγοραστή και την πληρωμή της αξίας τους., εκκαθάριση εταιρείας/επιχείρησης: ΟΙΚΟΝ. η διαδικασία με την οποία μια εταιρεία παύει να υφίσταται ως νομική οντότητα (υπολογισμός του ενεργητικού και παθητικού της, ώστε να ρυθμιστεί κάθε οφειλή που εκκρεμεί και το τυχόν πλεόνασμα να διανεμηθεί στους μετόχους της): αναγκαστική/εκούσια ~ ~. Περιουσιακά στοιχεία της υπό ~ ~. ... τέθηκε σε/τελεί υπό εκκαθάριση. Βλ. διάλυση, πτώχευση., τιμή κλεισίματος/εκκαθάρισης βλ. τιμή [< μτγν. ἐκκαθάρισις ‘καθαρισμός’, γαλλ.-αγγλ. liquidation, αγγλ. clearing]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

-ίτης2

-ίτης2: επίθημα για την απόδοση ξένων όρων, ιδ. ορυκτών: βωξ~/γραν~/γραφ~/δολομ~/λιγν~.

λαιμός

λαιμός λαι-μός ουσ. (αρσ.) 1. ΑΝΑΤ. μέρος του σώματος των ανθρώπων και των ζώων, που ενώνει το κεφάλι με τον κορμό· το εσωτερικό του, λάρυγγας, φάρυγγας, αμυγδαλές: κοντός/λεπτός/μακρύς/χοντρός ~. Οι αρτηρίες (βλ. καρωτίδα)/φλέβες (βλ. σφαγίτιδα) του ~ού. Κόσμημα (βλ. περιδέραιο)/προστατευτικό ~ού. Μαντίλι (δεμένο) γύρω από το(ν)/στο(ν) ~ό. Έχει πιαστεί ο ~ μου (βλ. στραβοκοιμάμαι). Φορά αλυσίδα/κολιέ στον ~ό. Νιώθω έναν κόμπο/ένα σφίξιμο στο ~ό. Πβ. τράχηλος. Βλ. αυχένας, θυρεοειδής (αδένας).|| Ερεθισμένος ~. Καραμέλα/σιρόπι για το ~ό. Έκλεισε/με γαργαλά/με καίει/ξεράθηκε/πονά (βλ. πονόλαιμος) ο ~ μου. Πβ. λαιμά. Βλ. βραχνιάζω.|| (συνεκδ., τμήμα ρούχων που τυλίγει τον ~ό:) Ο ~ της μπλούζας έχει ξεχειλώσει. Πβ. περιλαίμιο. Βλ. γιακάς, ζιβάγκο, ντεκολτέ.|| (ΖΩΟΛ.) Ο ~ της καμηλοπάρδαλης/του κύκνου. 2. (κατ’ επέκτ.) μακρόστενο τμήμα αντικειμένου: ο ~ ενός αγγείου/του μπουκαλιού. Δοχείο με κοντό και στενό ~ό (βλ. στάμνα).|| (ΒΟΤ.) Ο ~ των φυτών (: το τμήμα που ενώνει τη ρίζα με το(ν) βλαστό). 3. (ειδικότ.) λωρίδα γης που ενώνει μια χερσόνησο με την ξηρά. ● Υποκ.: λαιμουδάκι (το) ● ΦΡ.: βάζω το μαχαίρι/τη θηλιά στο(ν) λαιμό κάποιου & (σπάν.) σφίγγω τη θηλιά στον λαιμό κάποιου (μτφ.-προφ.): του ασκώ μεγάλη πίεση, τον εκβιάζω: Του έχουν βάλει ~ ~ για να υπογράψει., καθαρίζω το λαιμό μου & τη φωνή μου (μτφ.-προφ.): βήχω για να απαλλάξω τον λάρυγγα από φλέγματα., μέχρι/ως το λαιμό (μτφ.-προφ.): πάρα πολύ, εντελώς: μπλεγμένος/χρεωμένος ~ ~. Βουτηγμένοι ~ ~ στη διαφθορά. Πόλη πνιγμένη ~ ~ στα σκουπίδια.|| Μ' έχει φέρει ~ ~ (: με έχει εξοργίσει). [< γαλλ. jusqu' au cou] , μου κάθεται/μου στέκεται στο λαιμό/στο στομάχι (προφ.): για τροφή που προκαλεί πνιγμό ή δυσπεψία· κατ΄επέκτ. για κάποιον ή κάτι που προκαλεί αντιπάθεια, απέχθεια: Το κόκαλο/η μπουκιά μου κάθισε στον λαιμό.|| Παριστάνει τον έξυπνο και ~ ~., παίρνω (κάποιον) στο λαιμό μου (προφ.): τον παρασύρω σε κακή, λανθασμένη επιλογή· τον βλάπτω, τον ζημιώνω: Δεν είμαι και σίγουρη, μη σε πάρω ~ ~!, στο λαιμό να σου (/του ...) κάτσει!: ως κατάρα να μην ευχαριστηθεί κάποιος κάτι: ~ ~ το φαγητό!, αρπάζω/πιάνω κάποιον από το γιακά/το λαιμό/τα πέτα βλ. αρπάζω, κόβω το λαιμό/το(ν) σβέρκο μου βλ. κόβω, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, το κρίμα στο λαιμό σου! βλ. κρίμα [< 1, 2: αρχ. λαιμός, γαλλ. cou]

λατόμευση

λατόμευση λα-τό-μευ-ση ουσ. (θηλ.) & λατόμηση (λόγ.): εξόρυξη πετρωμάτων σε λατομείο: ~ και επεξεργασία μαρμάρων. Βλ. μετάλλευση. ΣΥΝ. λατομία [< μτγν. λατόμησις]

-λόγος

-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος. 2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~. 3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~. 4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.

-λουτρο

-λουτρο: β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών με αναφορά σε λουτρό, συνήθ. ιαματικό: αμμό~/ατμό~/βοτανό~/θερμό~/λασπό~. Ποδό~.|| Αφρό~.|| (μτφ.) Oφθαλμό-λουτρο.

μαύρος

μαύρος, η, ο [μαῦρος] μαύ-ρος επίθ. 1. που έχει το χρώμα με την ελάχιστη φωτεινότητα ή τη μέγιστη σκοτεινότητα, η επιφάνεια του οποίου απορροφά, αλλά δεν αντανακλά καμία ορατή ακτινοβολία: ~ος: πίνακας (= μαυροπίνακας). ~η: απόχρωση/κουκκίδα/σημαία. ~ο: άλογο/βελούδο/κοράκι/στιλό/φόντο/φόρεμα. ~ο δερμάτινο/πέτσινο μπουφάν. ~ες: γόβες. ~α: εσώρουχα. Βάζω ~ο μολύβι στα μάτια. Μελάνι ~ου χρώματος.|| (ΤΥΠΟΓΡ.) ~α γράμματα σε λευκό φόντο. Εκτύπωση με (έντονα) ~α (= μπολντ) στοιχεία. Βλ. ημίμαυρος.|| (εμφατ.) ~, κατάμαυρος. ~ σαν κάρβουνο/πίσσα (πβ. κατράμι). Πβ. ασπρό-, ολό-μαυρος. ΑΝΤ. άσπρος (1), λευκός (1) 2. που έχει πολύ σκούρο χρώμα, σχεδόν μαύρο: ~ος: ουρανός (πβ. συννεφιασμένος). ~η: πεύκη. ~α: γυαλιά.|| ~ος: καφές (: χωρίς γάλα). ~η: ζάχαρη (βλ. άσπρη)/μπίρα (βλ. ξανθιά)/σοκολάτα (ή υγείας)/σταφίδα (βλ. ξανθή). ~ο: κρασί (: σκούρο κόκκινο, βλ. μαυροδάφνη)/πιπέρι/ρύζι (βλ. λευκό)/ψωμί (πβ. ολικής αλέσεως). ~ες: ελιές (βλ. πράσινες). ~α: σταφύλια (βλ. λευκά).|| ~α: δόντια/μαλλιά/στίγματα (πβ. μελανά). ~οι κύκλοι κάτω από τα μάτια. Έγινε ~ από τον ήλιο (πβ. μαυρίζω). Το μάτι του είναι ~ο από τη(ν) μπουνιά που έφαγε.|| Μες στη ~η νύχτα (: χωρίς φεγγάρι ή αστέρια, πολύ σκοτεινή).|| ~α: νύχια/χέρια (: βρόμικα, λερωμένα. ΑΝΤ. καθαρά). Έγινα ~ από τον καπνό.|| (για πρόσ.) ~η: φυλή (: με σκουρόχρωμη επιδερμίδα, νέγρικη. Βλ. κίτρινη, λευκή). 3. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός για να δηλωθεί κάτι αρνητικό, δυσάρεστο, θλιβερό: ~ος: μήνας. ~η: ζωή (πβ. άθλιος, βασανισμένος, δυστυχισμένος). ~ες: ειδήσεις/σκέψεις (πβ. απαισιόδοξος). ~α: μηνύματα. ~η ψυχή (: κακιά, μοχθηρή). ~ο (= δυσοίωνο) το μέλλον της οικονομίας. ~α σύννεφα στον τουρισμό. ~ες γιορτές/~ο Σαββατοκύριακο θα περάσουμε! Είναι σε ~α χάλια/έχει τα ~α του τα χάλια (: σε πολύ άσχημη κατάσταση)!|| (συνδεδεμένος με καταστροφικό, τραγικό γεγονός) ~ος: Σεπτέμβρης. ~η: επέτειος/μέρα (πβ. αποφράδα)/σελίδα της ιστορίας.|| (εμφατ.) ~η: απελπισία/πείνα/φτώχεια. Η ~η (= πικρή) αλήθεια είναι ότι ...|| ~η: μαγεία. 4. (προφ.) που δεν δηλώνεται στην εφορία και αποφέρει παράνομα κέρδη: ~η: οικονομία. Πβ. λαθραίος. ● Ουσ.: μαύρα (τα) 1. μαύρα ρούχα, συχνά ως ένδειξη πένθους: ντύνομαι στα/φοράω ~. Έβγαλε τα ~ (: σταμάτησε να πενθεί). Βλ. λευκά. 2. τα μαύρα πιόνια στο σκάκι: Παίζουν τα ~. Βλ. λευκά., μαύρο (το) 1. το αντίστοιχο χρώμα: Προτιμώ το μοβ από το ~.|| Το ~ σου πάει πολύ! ΑΝΤ. άσπρο (1) 2. (& σπάν. μαύρη ψήφος) (αργκό) αρνητική ψήφος· γενικότ. καταψήφιση, αποδοκιμασία ενός προσώπου ή μιας κατάστασης: Οι ψηφοφόροι θα ρίξουν ~ στο κόμμα. Θα φάει ~ δαγκωτό στις εκλογές. ΣΥΝ. φούμο (2) 3. & μαύρη (η): (αργκό) χασίς. Πβ. φούντα, χόρτο. ● Υποκ.: μαυρούλης , α, ικο ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρη (αγορά) 1. παράνομη αγοραπωλησία σε δύσκολες κυρ. περιόδους (όπως πολεμικές) όπου υπάρχει έλλειψη εμπορευμάτων, κυρ. τροφίμων, τα οποία πωλούνται σε πολύ υψηλές τιμές. 2. παράνομη αγοραπωλησία προϊόντων που δεν είναι νόμιμα, δεν βρίσκονται εύκολα στο εμπόριο ή πωλούνται σε χαμηλότερη από την κανονική τιμή, συνήθ. επειδή είναι κλεμμένα. [< αγγλ. black market, 1931, γαλλ. marché noir, 1945] , μαύρη γη (μτφ.) 1. καμένη έκταση. 2. (λογοτ., συχνά σε δημοτικά τραγούδια) ο Άδης., μαύρη ζώνη: ΑΘΛ. που αποκτούν οι αθλούμενοι στις πολεμικές τέχνες και προσδιορίζει το ανώτερο επίπεδο τεχνικής και εμπειρίας τους στο άθλημα. Βλ. λευκή ζώνη., μαύρη μουσική: ΜΟΥΣ. το σύνολο των μουσικών ειδών αφροαμερικανικής προέλευσης. Βλ. αρ εν μπι, μπλουζ, ραπ, σόουλ, τζαζ, χιπ χοπ., μαύρο μυθιστόρημα ΛΟΓΟΤ. 1. αυτό που συνδυάζει συνήθ. την αστυνομική πλοκή με την αρνητική, σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας. Βλ. φιλμ νουάρ. 2. το γοτθικό, με βασικά χαρακτηριστικά τα υπερφυσικά και τρομακτικά στοιχεία. [< γαλλ. roman noir] , αρνητική/μαύρη διαφήμιση βλ. διαφήμιση, άσπρο-μαύρο & μαύρο-άσπρο βλ. άσπρος, η μαύρη ήπειρος βλ. ήπειρος, μαύρα σκοτάδια βλ. σκοτάδι, μαύρα ταμεία βλ. ταμείο, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, μαύρες συσκευές βλ. συσκευή, Μαύρη Βίβλος βλ. βίβλος, μαύρη εργασία βλ. εργασία, μαύρη κωμωδία βλ. κωμωδία, μαύρη λίστα βλ. λίστα, μαύρη προπαγάνδα βλ. προπαγάνδα, μαύρη τρύπα βλ. τρύπα, μαύρη χήρα βλ. χήρα, μαύρο θέατρο βλ. θέατρο, μαύρο κουτί βλ. κουτί, μαύρο πρόβατο βλ. πρόβατο, μαύρο τσάι βλ. τσάι, μαύρο/μπλακ χιούμορ βλ. χιούμορ, μαύρο/σκοτωμένο αίμα βλ. αίμα, μαύρος θάνατος βλ. θάνατος, μαύρος καβαλάρης βλ. καβαλάρης, μαύρος νάνος βλ. νάνος, μαύρος πάγος βλ. πάγος, μαύρος χρυσός βλ. χρυσός ● ΦΡ.: μαύρος και άραχνος (μτφ.-εμφατ.): για καθετί δύσκολο, δυσάρεστο, δυσοίωνο: Τα βλέπει/τα βρήκε/είναι όλα ~α και ~α., τα βάφω μαύρα (μτφ.-προφ.): στενοχωριέμαι υπερβολικά, απογοητεύομαι σε πολύ μεγάλο βαθμό, απελπίζομαι: Τα έβαψε ~ μετά τον χωρισμό.|| (ειρων.) Σιγά μην τα βάψω ~ που δεν ήρθε! ΣΥΝ. είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά, με παίρνει από κάτω/αποκάτω, (γράφω κάποιον/κάτι) στα μαύρα κατάστιχα βλ. κατάστιχο, άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά βλ. σκύλος, βάζω/φοράω (μαύρες) πλερέζες βλ. πλερέζα, για να λέμε/πούμε/πω την (καθαρή/μαύρη) αλήθεια βλ. αλήθεια, είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά βλ. πανί, έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου βλ. έχω, ζήσε Μάη/μαύρε μου (να φας τριφύλλι) βλ. Μάης, κάνει το άσπρο μαύρο βλ. άσπρος, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, κλαίω με μαύρο δάκρυ βλ. δάκρυ, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) βλ. μάτι, μαύρη (/πολλή) μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα βλ. μαυρίλα, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) βλ. νύχτα, μαύρη η ώρα βλ. ώρα, μαύρο φίδι που σ' έφαγε/θα σε φάει βλ. τρώω, με (τα πιο) ζοφερά/μελανά χρώματα βλ. χρώμα, μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι βλ. χιόνι, ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) βλ. πέτρα, τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα βλ. βλέπω, του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή [< μτγν. μαῦρος, γαλλ. noir, αγγλ. black]

μεταλλουργία

μεταλλουργία με-ταλ-λουρ-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο των βιομηχανιών, των τεχνικών και των εγκαταστάσεων που σχετίζονται με την παραγωγή και κατεργασία των μετάλλων και των κραμάτων τους: ~ αλουμινίου/σιδήρου (= σιδηρουργία)/χάλυβα (= χαλυβουργία)/χρυσού. ΣΥΝ. μεταλλουργική 2. επιστήμη με αντικείμενο την εξόρυξη και επεξεργασία των μετάλλων: εξαγωγική ~. Φυσική ~ (= μεταλλογνωσία). Τομέας ~ας και Τεχνολογίας Υλικών. Βλ. -ουργία, υδρο~. [< μεσν. μεταλλουργία, γαλλ. métallurgie, αγγλ. metallurgy]

μύγα

μύγα μύ-γα ουσ. (θηλ.) {μυγών}: ΖΩΟΛ. κοινό όνομα διαφόρων ειδών εντόμων της τάξης των διπτέρων, με χαρακτηριστικότερο είδος τη μυία την οικιακή (επιστ. ονομασ. Musca domestica), που έχει έξι πόδια, δύο φτερά, μαύρο χρώμα, κιτρινωπή κοιλιά, δύο μεγάλα σύνθετα μάτια και κοντή προβοσκίδα: ~ της Μεσογείου & μεσογειακή ~/της ελιάς (= δάκος). Ισπανική ~ (= κανθαρίδα). Βλ. αλογό-, κρεατό-, χρυσό-μυγα, τσε τσε. ● Υποκ.: μυγίτσα (η), μυγούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κατηγορία μύγας: ΑΘΛ. μεσαία κατηγορία βάρους (περ. 51 κιλά) στην πυγμαχία. [< αγγλ. flyweight, 1911] , μύγα των φρούτων/του ξιδιού: ΖΩΟΛ. δροσόφιλα. [< αγγλ. fruit fly, γαλλ. mouche du vinaigre] ● ΦΡ.: (κολλάω) σαν τη μύγα (μες) στο μέλι: για κάποιον που προσκολλάται, αφοσιώνεται σε κάτι, συνήθ. ευχάριστο: Υπάρχουν άνθρωποι που, όταν δουν δημοσιότητα, πέφτουν ~ ~., βαράω/κυνηγάω/σκοτώνω μύγες (μτφ.-προφ.): (κυρ. για επιχείρηση) δεν έχω δουλειά, πελατεία και γενικότ. χάνω τον χρόνο μου, είμαι αργόσχολος: Το μαγαζί τις καθημερινές ~ει ~. Το προσωπικό δεν έχει τι να κάνει, ~ει ~. Πβ. κάθομαι, τεμπελιάζω., δεν σηκώνει/δεν δέχεται μύγα στο σπαθί του: δεν δέχεται κουβέντα, κριτική. ΣΥΝ. έχει λυμένο/λυτό το ζωνάρι του για καβγά, έχω τη μύγα (του ...) (προφ.): έχω σε έντονο βαθμό ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: ~ ~ της αμφιβολίας/του γραψίματος/της ειρωνείας., θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι (παροιμ.): για αναμενόμενη καταστροφική σύγκρουση., κάνω τη μύγα βόδι: μεγαλοποιώ μια κατάσταση. ΣΥΝ. κάνω την τρίχα τριχιά, σαν τις μύγες: πολλοί μαζί: Οι άνθρωποι στον Τρίτο Κόσμο πεθαίνουν ~ ~ από ασθένειες. Πβ. σωρηδόν., σαν τις μύγες στο σκατό (λαϊκό-μειωτ.): για πλήθος ανθρώπων που έλκονται από κάτι προσοδοφόρο: Έπεσαν πάνω στο πλιάτσικο ~ ~., βγάζει από/απ' τη μύγα ξίγκι βλ. ξίγκι, έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι’ έχεσε τον κόσμο όλο βλ. κώλος, όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται βλ. μυγιάζομαι, ούτε κουνούπι/μύγα βλ. κουνούπι, σαν τη μύγα μες στο γάλα βλ. γάλα, τον βλέπει σαν μύγα/κουνούπι βλ. βλέπω, τον τσίμπησε (μύγα) τσε τσε/μύγα/αλογόμυγα βλ. τσετσέ, χάφτω μύγες βλ. χάφτω [< μεσν. μύγα]

νεύρα

νεύρα [νεῦρα] νεύ-ρα ουσ. (ουδ.) (τα): οι ψυχολογικές αντιδράσεις ενός ατόμου, ιδ. αυτές που φανερώνουν εκνευρισμό, θυμό: Σου πέρασαν τα ~; Μη μου μιλάς, γιατί έχω τα ~ μου (= είμαι θυμωμένος)! Έχει αδύνατα/ευαίσθητα/εύθραυστα/κλονισμένα ~. Ρόφημα που ηρεμεί/χαλαρώνει τα ~. Έλεγξε τα ~ σου! Είναι μες/μέσα στα ~/όλο ~/συνέχεια με τα ~ τεντωμένα (= τσιτωμένα). Ο θόρυβος με πειράζει στα ~. Με πιάνουν τα ~ μου (= εκνευρίζομαι). Πάνω στα ~ (= στην οργή) του, είπε πράγματα που δεν έπρεπε. Πβ. ζοχάδα, μπουρίνια, τσατίλα. ● Υποκ.: νευράκια (τα) ● ΣΥΜΠΛ.: γερά/ατσάλινα νεύρα & δυνατά/σιδερένια νεύρα & νεύρα από ατσάλι: (μτφ.) μεγάλη ψυχραιμία, αυτοέλεγχος: Πρέπει να έχεις ~ ~, για να το αντέξεις., πόλεμος νεύρων: άσκηση ψυχολογικής πίεσης, εκφοβισμός ή πρόκληση σύγχυσης σε κάποιον, με σκοπό την κάμψη του ηθικού, των αντοχών ή των αντιστάσεών του: ψυχοφθόρος ~ ~ μεταξύ διοίκησης και απεργών. Του κάνουν ~ο ~ για να τον εξαναγκάσουν να παραιτηθεί. ΣΥΝ. ψυχολογικός πόλεμος (2) [< αγγλ. war of nerves, 1939] , σπάσιμο νεύρων (προφ.): πρόκληση εκνευρισμού: Είναι (μεγάλο) ~ ~ (= πολύ εκνευριστικό) να περιμένεις. Μου κάνει ~ ~ (= μου έχει σπάσει τα ~, προσπαθεί να με εξοργίσει). ● ΦΡ.: παίζει με τα νεύρα μου & δοκιμάζει τα νεύρα μου (προφ.): με εκνευρίζει, συνήθ. για να διασκεδάσει, προσπαθεί να με κάνει να χάσω την υπομονή μου: Μην παίζεις ~ ~! Παίζουν ~ ~ των πολιτών., σπάνε τα νεύρα μου (προφ.): εκνευρίζομαι, δεν αντέχω άλλο: Έχουν σπάσει ~ να τον ψάχνω και να μην τον βρίσκω/με αυτή την ιστορία!, τα νεύρα μου!: ως έκφρ. αγανάκτησης, δυσανασχέτησης, θυμού., βγάζει καπνούς από τη μύτη/τ' αυτιά βλ. καπνός, είναι/έχουν γίνει τα νεύρα μου τσατάλια/κουρέλια/κρόσσια βλ. τσατάλι, μου τη δίνει/μου τη σπάει βλ. δίνω [< γαλλ. nerfs]

οθόνη

οθόνη [ὀθόνη] ο-θό-νη ουσ. (θηλ.) {οθονών} 1. ΤΕΧΝΟΛ. επιφάνεια ηλεκτρονικής συσκευής πάνω στην οποία προβάλλονται εικόνες ή/και δεδομένα· μόνιτορ: αναλογική/(κυρ. παλαιότ.) ασπρόμαυρη/διάφανη/έγχρωμη/επαγγελματική/επίπεδη/εύκαμπτη/θολωτή/κυρτή/μεγάλη/μεσαία/μικρή/πανοραμική/φθορίζουσα/φωτεινή/ψηφιακή ~. ~ αριθμομηχανής/θυροτηλεφώνου/κάμερας/μικροσκοπίου/ραντάρ/φωτογραφικής μηχανής. ~ ... ιντσών (: καθεμία από τις διαγωνίους της είναι ... ίντσες). Ασύρματο ακουστικό κινητού (τηλεφώνου) με ~. ~ ρυθμίσεων τζι-πι-ες. Ζυγαριά με ~. Τηλεόραση ευρείας ~ης. ~ες ελέγχου/μηδενικής κατανάλωσης/οροφής.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ γραφικών. ~ υψηλής/χαμηλής ανάλυσης. Κάρτα (: βοηθητική πλακέτα που καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας και την ποιότητα της εικόνας)/περιστροφή (: από οριζόντια σε κατακόρυφη θέση)/φόντο (πβ. ταπετσαρία) ~ης. Βραχίονας/προστατευτικό φίλτρο ~ης. (ειδικότ.) Αναγνώστης και (εικονικό) πληκτρολόγιο ~ης (: βασικά εργαλεία τυφλού, χρήστη Η/Υ). 2. ΤΕΧΝΟΛ. άσπρη συνήθ. επιφάνεια απεικόνισης ή αναπαραγωγής φωτογραφιών ή κινηματογραφικών εικόνων· συνεκδ. κινηματογράφος ή τηλεόραση: Χωρίς τα γυαλιά μου δεν βλέπω τίποτα στην ~.|| Ο σκηνοθέτης επιστρέφει στην ~ με ένα σίριαλ/μια ταινία σχετικά με ... Η συνέχεια επί της ~ης/στις ~ες σας. Βλ. γιγαντο~, προτζέκτορας, σελιλόιντ. 3. ΝΑΥΤ. ύφασμα κατασκευής ιστίων. Πβ. μουσαμάς. 4. ΤΥΠΟΓΡ. πλαίσιο που χρησιμοποιείται στην μεταξοτυπία. ● Υποκ.: οθονίτσα, οθονούλα (η). ● ΣΥΜΠΛ.: η μεγάλη οθόνη (μτφ.): ο κινηματογράφος: μεταφορά δημοφιλούς βιβλίου στη ~ ~. Πβ. πανί. [< γαλλ. le grand écran] , η μικρή οθόνη (μτφ.): η τηλεόραση. [< γαλλ. le petit écran] , μπλε οθόνη (θανάτου): ΠΛΗΡΟΦ. μήνυμα σφάλματος που εμφανίζεται από τα λειτουργικά συστήματα (ιδ. τα Windows) στην οθόνη ενός υπολογιστή, όταν συμβεί κάποιο ανεπανόρθωτο λάθος, με σκοπό τη διακοπή λειτουργίας του και την αποτροπή βλάβης. [< αγγλ. blue screen of death, 1993] , οθόνη αφής & επαφής: ΤΕΧΝΟΛ. που επιτρέπει την καταχώρηση δεδομένων και την ενεργοποίηση λειτουργιών σε ηλεκτρονικές συσκευές και μηχανήματα με την αφή ή με γραφίδα· ειδικότ. περιφερειακή συσκευή εισόδου σε υπολογιστή, με τη βοήθεια της οποίας ο χρήστης μπορεί εύκολα να μεταβιβάσει την επιλογή του: χωρητική ~ ~. [< αγγλ. touch screen, 1974] , οθόνη υγρών κρυστάλλων: ΤΕΧΝΟΛ. είδος λεπτής και επίπεδης οθόνης χαμηλής ισχύος που αποτελείται από πλέγμα κρυστάλλων των οποίων η ανακλαστικότητα ποικίλλει ανάλογα με την τάση που ασκείται σε αυτό: φωτιζόμενη ~ ~. ~ ~ σε αριθμομηχανή/κινητό τηλέφωνο/φορητό υπολογιστή/ψηφιακό ρολόι. Πληκτρολόγιο/τηλεχειριστήριο με ~ ~. Βλ. υπέρλεπτος. [< αγγλ. Liquid Crystal Display (Screen) (LCD), 1968] , προφύλαξη οθόνης: ΠΛΗΡΟΦ. πρόγραμμα, συνήθ. αυτόματο, το οποίο ύστερα από διάστημα αδράνειας μαυρίζει την επιφάνεια οθόνης του υπολογιστή ή εμφανίζει σε αυτήν διαρκώς εναλλασσόμενη εικόνα, ώστε να εμποδίσει την καταστροφή του φωσφόρου της: Ρύθμιση του χρονικού διαστήματος, προτού ξεκινήσει η ~ ~. [< αγγλ. screen saver, 1981] , στιγμιότυπο οθόνης: ΠΛΗΡΟΦ. εικόνα που καταγράφει ό,τι εμφανίζεται στην οθόνη του υπολογιστή σε μια συγκεκριμένη στιγμή: αποθήκευση ~ου ~ης σε κινητό τηλέφωνο. [< αγγλ. screenshot/screen capture] , επιφάνεια οθόνης βλ. επιφάνεια, οθόνη πλάσματος βλ. πλάσμα, πανοραμική οθόνη βλ. πανοραμικός [< 1,2: αγγλ. screen, γαλλ. écran 3: αρχ. ὀθόνη ‘πανί ή λινό ύφασμα, ιστίο’]

ορείχαλκος

ορείχαλκος [ὀρείχαλκος] ο-ρεί-χαλ-κος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -άλκου}: ΜΕΤΑΛΛ. κράμα χαλκού και ψευδάργυρου: επινικελωμένος/επίχρυσος/επιχρωμιωμένος/φωσφορούχος/χυτός ~. Πβ. μπρούντζος. ● ΣΥΜΠΛ.: Εποχή του Ορείχαλκου/Ορειχάλκινη Εποχή: Εποχή του Χαλκού. [< αρχ. ὀρείχαλκος]

πιάτο

πιάτο πιά-το ουσ. (ουδ.) 1. επιτραπέζιο σκεύος, συνήθ. στρογγυλό, για την τοποθέτηση ή/και το σερβίρισμα τροφής: βαθιά (~α της σούπας)/ρηχά ~α. Γυάλινα/γύψινα (: για σπάσιμο σε κέντρα διασκέδασης)/πήλινα/πλαστικά/πορσελάνινα/πυρίμαχα/χάρτινα (: ~α μιας χρήσης) ~α. Διακοσμητικά ~α (: ~α τοίχου). ~α, ποτήρια και μαχαιροπίρουνα (πβ. πιατικά). Πλυντήριο/σετ ~ων. Απορρυπαντικό/υγρό για τα ~α. Στοίβα από ~α. Στέγνωμα (των) ~ων. Πλένω/σκουπίζω τα ~α. Βλ. πιατέλα.|| Ακατάλληλα τρόφιμα φτάνουν στο ~ μας (= τα τρώμε). 2. (συνεκδ.) ποσότητα τροφής που χωρά στο συγκεκριμένο σκεύος· γενικότ. συνταγή, φαγητό: Έφαγε δυο ~α (= μερίδες) κρέας με πατάτες. Άδειασε το ~ του (: έφαγε όλο του το φαγητό).|| Γευστικό/ελαφρύ/νόστιμο/πικάντικο/συνοδευτικό ~. Το εθνικό ~ μιας χώρας. Αλμυρά/παραδοσιακά/σπιτικά/χορτοφαγικά ~α. Ελληνικά/μεσογειακά ~α. ~α με ζυμαρικά/κρέας/λαχανικά. ~α θαλασσινών.|| Ζεστά/κρύα ~α (: που σερβίρονται ζεστά/κρύα). 3. (συνεκδ.) καθένα από τα φαγητά που σερβίρονται κατά τη διάρκεια ενός γεύματος: Πρόσφεραν σούπα ως πρώτο (πβ. ορεκτικό)/κρέας ως δεύτερο ~. Το κυρίως ~ περιλάμβανε ψάρι ψητό. 4. (μτφ.) πανοραμική θέα: Έχουν τη θάλασσα ~. Όλη η πόλη στο ~ (σας)!πιάτα (τα): ΜΟΥΣ. κύμβαλα. [< ιταλ. piatti] ● ΣΥΜΠΛ.: δορυφορικό πιάτο & δορυφορική κεραία & δορυφορικό κάτοπτρο & (προφ.) πιάτο: ΤΗΛΕΠ. κεραία σε σχήμα κατόπτρου για τη λήψη ραδιοτηλεοπτικών σημάτων που εκπέμπονται από συγκεκριμένους δορυφόρους: παραβολικό ~ ~. Τηλεόραση με ~ ~. ~ ~ στο μπαλκόνι/στην ταράτσα. [< αγγλ. satellite dish, 1962] , πιάτα της ώρας (στο μενού εστιατορίων): φαγητά που ετοιμάζονται μετά την παραγγελία, δηλ. δεν έχουν μαγειρευτεί από πριν., το πιάτο της ημέρας: το φαγητό που προτείνει ένα εστιατόριο για τη συγκεκριμένη μέρα. [< γαλλ. plat du jour] ● ΦΡ.: για ένα πιάτο φαΐ/φαγητό (μτφ.): για ελάχιστα χρήματα: Δουλεύει ~ ~ (= για το τίποτα)., καθάρισε το πιάτο του (μτφ.-προφ.): έφαγε όλο του το φαγητό., η εκδίκηση είναι ένα πιάτο/φαγητό που τρώγεται κρύο βλ. εκδίκηση, όλα έτοιμα (στο πιάτο) βλ. έτοιμος ● βλ. πιατάκι [< μεσν. πιάτο < ιταλ. piatto]

πορδή

πορδή πορ-δή ουσ. (θηλ.) (προφ.) ΣΥΝ. κλανιά 1. θορυβώδης συνήθ. έξοδος εντερικών αερίων από τον πρωκτό: δυνατή ~. Αμόλησε/άφησε/έριξε μια ~. 2. (μτφ.-μειωτ.-υβριστ.) ασήμαντος άνθρωπος, αμελητέος. ● Υποκ.: πορδίτσα & πορδούλα (η) ● Μεγεθ.: πόρδος (ο) ● ΦΡ.: με πορδές δεν βάφονται αβγά & με πορδές αβγά δεν βάφονται (παροιμ.): χρειάζονται αποτελεσματικά μέσα και όχι αοριστολογίες για την επίτευξη ορισμένου σκοπού., πετάγομαι σαν την πορδή (προφ.): ανακατεύομαι σε κουβέντα σε ακατάλληλη στιγμή, χωρίς να μου ζητηθεί. Βλ. φυτρώνω εκεί που δεν με σπέρνουν. [< 1: αρχ. πορδή]

προσθήκη

προσθήκη προ-σθή-κη ουσ. (θηλ.): συμπληρωματική, εκ των υστέρων τοποθέτηση· (συνεκδ.-συνήθ. στον πληθ.) καθετί που προστίθεται σε κάτι, συμπλήρωμα: ~ βάρους. ~ αίθουσας σε κτίριο (βλ. επέκταση).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ ιστοσελίδας στα αγαπημένα (: επιλογή αποθήκευσης συγκεκριμένου δικτυακού τόπου σε ειδικό φάκελο του μενού). ~ νέας καταχώρησης σε σάιτ. ~ εικόνας σε κείμενο. ~ ονομάτων σε ηλεκτρονική λίστα. Πβ. πρόσθεση.|| Αναθεωρημένη έκδοση με ~ες. Προτάθηκαν ~ες στο άρθρο ... του νόμου ... [< αρχ. προσθήκη]

σκουπίζω

σκουπίζω σκου-πί-ζω ρ. (μτβ.) {σκούπι-σα, σκουπί-στηκα, -σμένος, σκουπίζ-οντας} 1. καθαρίζω δάπεδο, επιφάνεια, χώρο από σκόνη και βρομιές: ~ την αυλή/την κουζίνα/το πάτωµα/τη σκάλα. ~ τον καθρέφτη/την οθόνη με πανί. ~ το χαλί με την ηλεκτρική σκούπα. Ξεσκόνισα, ~σα και σφουγγάρισα το σπίτι. Μηχανήματα που ~ουν τον δρόμο.|| (προφ.) ~σε τα πόδια σου (: ενν. τα παπούτσια στο χαλάκι της εισόδου). 2. στεγνώνω κάτι βρεγμένο ή υγρό, κυρ. με απορροφητικό ύφασμα ή χαρτί: Έπλυνε και ~σε τα πιάτα. ~σε τα μαλλιά/χείλη/χέρια της με την/στην πετσέτα. ~σα τα δάκρυα/τον ιδρώτα/τα μάτια/τη μύτη μου. Πλύθηκα και ~στηκα. Ίδρωσες, σκουπίσου. Πβ. σφουγγίζω. 3. (μτφ.-στην αθλητική αργκό) συντρίβω, κατατροπώνω: ~σε τον αντίπαλό του με 3-0 σετ. Πβ. θριαμβεύω, σαρώνω, σκίζω. ● ΦΡ.: σκουπίζει τον πάγκο (μτφ.-στην αθλητική αργκό): για αναπληρωματικό παίκτη που κάθεται πολύ συχνά ή συνεχώς στον πάγκο. , ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε βλ. ψεκάζω [< 16ος αι.]

ΣΠΑ

ΣΠΑ (το): Σχέδιο Περιφερειακής Ανάπτυξης.

ψυχρολουσία

ψυχρολουσία ψυ-χρο-λου-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.-προφ.) μεγάλη απογοήτευση, διάψευση προσδοκιών: Έπαθε/υπέστη μεγάλη ~. Μετά την πρώτη ~, ήρθε και το δεύτερο σοκ. Πβ. κάζο, νίλα, στραπάτσο. Βλ. αφήνω/παρατώ (κάποιον) στα κρύα του λουτρού, παίρνω/τρώω την (πρώτη) κρυάδα. 2. μπάνιο με κρύο νερό, κυρ. στα πλαίσια θεραπευτικής αγωγής. [< 1: γαλλ. douche (froide) 2: αρχ. ψυχρολουσία]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.