Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 192 εγγραφές  [0-20]


  • αβαθής , ής, ές [ἀβαθής] α-βα-θής επίθ. {αβαθ-ούς | -είς (ουδ. -ή)· αβαθέστ-ερος, -ατος} (επίσ.) 1. που έχει ή βρίσκεται σε μικρό βάθος: ~ής: κόλπος/λάκκος. ~ής: θάλασσα/κόγχη/κοίτη. ~ές: δοχείο/έλος. ~είς: γεωτρήσεις/ουλές. Πβ. ά-, ξέ-βαθος.|| (ΙΑΤΡ.) ~ής: αναπνοή.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ές: βαρομετρικό χαμηλό. ΣΥΝ. ρηχός (1) ΑΝΤ. βαθύς (1) 2. (μτφ.) που δεν εμβαθύνει, επιφανειακός, ανούσιος: ~ής: διάλογος/χαρακτήρας. ~ής: γνώση/κρίση/προσέγγιση. ~ές: κείμενο. ~ή: αισθήματα. Πβ. επιδερμικός. Βλ. ουσιώδης, ουσιαστικός. ΣΥΝ. ρηχός (2) ● Ουσ.: αβαθές (το) (λόγ.): έλλειψη βάθους: το ~ των υδάτων.|| (μτφ.) Το ~ των νοημάτων/της σκέψης., αβαθή (τα): τα ρηχά (ενν. νερά): Τα ~ της λίμνης. Οι ερωδιοί τριγυρνούν στα ~ αναζητώντας τροφή.|| (ΓΕΩΛ.) Τα αμμώδη/βραχώδη ~ (: αμμόλοφος/βράχια στον θαλάσσιο βυθό). ΑΝΤ. άπατα [< μτγν. ἀβαθής]
  • αγρομετεωρολογία [ἀγρομετεωρολογία] α-γρο-με-τε-ω-ρο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΜΕΤΕΩΡ. κλάδος της εφαρμοσμένης μετεωρολογίας που ασχολείται με τον καιρό και το κλίμα αναφορικά με την αγροτική δραστηριότητα· γεωργική μετεωρολογία. Βλ. κλιματολογία. [< αγγλ. agrometeorology, 1925, γαλλ. agrométéorologie]
  • αγρομετεωρολογικός , ή, ό [ἀγρομετεωρολογικός] α-γρο-με-τε-ω-ρο-λο-γι-κός επίθ.: ΜΕΤΕΩΡ. που αναφέρεται στην αγρομετεωρολογία. [< αγγλ. agrometeorological, 1962]
  • αδιαβατικός , ή, ό [ἀδιαβατικός] α-δι-α-βα-τι-κός επίθ.: ΦΥΣ. (για θερμοδυναμική διαδικασία) που γίνεται χωρίς θερμική ανταλλαγή με το περιβάλλον: ~ός: αντιδραστήρας/νόμος/στρόβιλος. ~ή: (ΜΕΤΕΩΡ.) ατμόσφαιρα/εξίσωση/καμπύλη/μεταβολή/ψύξη. Βλ. ισεντροπικός. [< γαλλ. adiabatique, αγγλ. adiabatic]
  • αέριος , α, ο [ἀέριος] α-έ-ρι-ος επίθ. {-ου (λόγ.) -ίου} 1. (επιστ.) που έχει τη μορφή αερίου: ~α: κατάσταση. ~ο: άζωτο. ~ες: ενώσεις. ~α: απόβλητα/καύσιμα. ~οι: υδρογονάνθρακες. Εκπομπή ~ων ρύπων.|| ~ος: χρωματογράφος (: ανιχνεύει ή αναλύει αέρια). Πβ. αερ(ι)ώδης. 2. που αποτελείται από αέρα: (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ες ψυχρές μάζες. ~α: ρεύματα/στρώματα. ● ΣΥΜΠΛ.: αέριος γίγαντας βλ. γίγαντας [< αρχ. ἀέριος, γαλλ. gazeux]
  • αεροδίνη [ἀεροδίνη] α-ε-ρο-δί-νη ουσ. (θηλ.): ΜΕΤΕΩΡ. ανεμοστρόβιλος. Βλ. κυκλώνας. [< αγγλ. air vortex]
  • αερολογία [ἀερολογία] α-ε-ρο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α): ΜΕΤΕΩΡ. κλάδος που μελετά τη σύσταση και τις ιδιότητες των κατώτερων στρωμάτων της ατμόσφαιρας. Βλ. αερονομία, -λογία. [< γαλλ. aérologie, αγγλ. aerology]
  • αερολογικός , ή, ό [ἀερολογικός] α-ε-ρο-λο-γι-κός επίθ.: ΜΕΤΕΩΡ. που σχετίζεται με την αερολογία: ~οί: σταθμοί. [< γαλλ. aérologique]
  • αερονομία [ἀερονομία] α-ε-ρο-νο-μί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α) 1. ΣΤΡΑΤ. αστυνομική υπηρεσία της Πολεμικής Αεροπορίας. Βλ. ναυτο-, στρατο-νομία. 2. ΜΕΤΕΩΡ. κλάδος που μελετά τις ιδιότητες των ανώτερων στρωμάτων της ατμόσφαιρας. Βλ. αερολογία. [< 1: αγγλ. air (force) police, 1944, 2: γαλλ. aéronomie, 1954, αγγλ. aeronomy, 1957]
  • αεροχείμαρρος [ἀεροχείμαρρος] α-ε-ρο-χεί-μαρ-ρος ουσ. (αρσ.): ΜΕΤΕΩΡ. ελικοειδές, δυνατό και στενό ρεύμα ανέμου στην ανώτερη τροπόσφαιρα κοντά στην τροπόπαυση: πολικός/υποτροπικός ~. [< αγγλ. jet stream, 1947]
  • αθροιστικός , ή, ό [ἀθροιστικός] α-θροι-στι-κός επίθ. (επιστ.): που σχετίζεται με την άθροιση: ~ή: (ΜΕΤΕΩΡ.) θερμοκρασία/μηχανή (: που εκτελεί αθροιστικές πράξεις)/(ΣΤΑΤΙΣΤ.) συνάρτηση κατανομής. ~ό: λάθος/ποσό/σφάλμα/υπόλοιπο. ~ά: αποτελέσματα/διαγράμματα (= συγκεντρωτικά). ● επίρρ.: αθροιστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. ἀθροιστικός, αγγλ. adding]
  • αίθριος , α, ο [αἴθριος] αί-θρι-ος επίθ.: (επίσ.) (για τον καιρό και τον ουρανό) καθαρός, με λιακάδα, χωρίς σύννεφα: (ΜΕΤΕΩΡ.) Ο καιρός προβλέπεται γενικά ~. ΣΥΝ. ασυννέφιαστος (1), ξάστερος (1) ΑΝΤ. νεφελώδης (1) [< αρχ. αἴθριος]
  • αιολικός2 , ή, ό [αἰολικός] αι-ο-λι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον άνεμο και ειδικότ. την ενέργειά του: ~ή: δύναμη.|| ~ή: ισχύς. ~ό: δυναμικό/ρεύμα. ~ές: γεωμορφές.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ός: χάρτης. ~ό: κλίμα. 2. που λειτουργεί με την ενέργεια του ανέμου ή συντελεί στην παραγωγή της: ~ή: αντλία/βιομηχανία/γεννήτρια (= ανεμογεννήτρια)/τεχνολογία. ~ό: εργοστάσιο/σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (βλ. φωτοβολταïκός)/χωριό. ~οί: συλλέκτες. ~ές: μονάδες/τουρμπίνες. 3. που προκαλείται από τον άνεμο ή οφείλεται σε αυτόν: (ΓΕΩΛ.) ~ή: άμμος (: που μεταφέρθηκε από τον άνεμο)/λείανση. ~ές: αποθέσεις. ~ά: ιζήματα/πετρώματα. ● ΣΥΜΠΛ.: αιολική διάβρωση/αποσάθρωση: ΓΕΩΛ. φθορά των πετρωμάτων που προξενείται από την κίνηση του αέρα: Μέτρα προστασίας εδαφών από την υδατική και ~ ~., αιολική ενέργεια: ΦΥΣ. που προέρχεται από τη μετακίνηση αέριων μαζών της ατμόσφαιρας και μετατρέπεται σε ηλεκτρική με ανεμογεννήτριες: Η ~ ~ αποτελεί ανανεώσιμη πηγή ενέργειας., αιολικό πάρκο: ΤΕΧΝΟΛ. μεγάλη έκταση με συστοιχία ανεμογεννητριών για την αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας: ~ ~ στη θάλασσα. Ηλεκτροπαραγωγή από ~ά ~α., αιολικός σταθμός: ΤΕΧΝΟΛ. εγκαταστάσεις παραγωγής αιολικής ενέργειας: ~ ~ ισχύος ... ΜW. ΑΝΤ. συμβατικός σταθμός. [< γαλλ. éolien, αγγλ. eolic, aeolian]
  • άκρος , α, ο [ἄκρος] ά-κρος επίθ. {υπερθ. ακρότ-ατος} 1. που είναι απόλυτος ή υπερβολικός: ~α: απελπισία (= ακραία)/γαλήνη/ευχαρίστηση/σιγή (= πλήρης)/ταπείνωση (= ολοκληρωτική)/φιλοδοξία. Χαίρει ~ας υγείας. 2. (κυριολ.) που είναι απομακρυσμένος από το κέντρο, ακραίος, ακριανός: ~ο: όριο. Το ~ατο σημείο/τμήμα της επικράτειας/του νησιού.|| (ΠΟΛΙΤ.) ~ος: αριστερός/δεξιός (= ακρο-αριστερός, -δεξιός). ● ΣΥΜΠΛ.: άκρες τιμές: ΜΕΤΕΩΡ. οι μεγαλύτερες και οι μικρότερες τιμές των μετεωρολογικών στοιχείων: Στα δελτία καιρού τα φαινόμενα δίνονται συνήθως σε ~ ~. [< αγγλ. extreme values] , άκρα Αριστερά βλ. Αριστερά, άκρα Δεξιά βλ. Δεξιά, άκρο πόδι βλ. πόδι, άκρο χέρι βλ. χέρι ● ΦΡ.: άκρα (του τάφου) σιωπή βλ. σιωπή, το άκρον άωτον βλ. άωτον ● βλ. άκρως [< αρχ. ἄκρος, γαλλ. extrême]
  • ακτινοβολία [ἀκτινοβολία] α-κτι-νο-βο-λί-α ουσ. (θηλ.) {ακτινοβολι-ών} 1. ΦΥΣ. ενέργεια η οποία εκπέμπεται με τη μορφή κυμάτων ή δεσμών σωματιδίων: επικίνδυνη/ηλεκτρομαγνητική/ηλιακή/θερμική/ορατή/πυρηνική/υπέρυθρη ~. ~ λέιζερ. Πβ. λάμψη, φεγγο-βολή, -βόλημα, φέγγος.|| Έκθεση στην ~ (πβ. ακτινοβόληση). ~ από κινητά τηλέφωνα/πυλώνες υψηλής τάσης/ραντάρ. Απορροφάται/διαδίδεται/διαθλάται/εκλύεται ~. Συσκευές που εκπέμπουν (ισχυρή/χαμηλή) ~. Χρήση ~ών σε καρκινοπαθείς.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Παγετός ~ας. Βλ. ακτίνες Χ, -βολία, γεω~, ραδιο~. 2. {μόνο στον εν.} (μτφ.) θετική επίδραση, απήχηση, αίγλη: οικουμενική ~. ~ του Πατριαρχείου/του πολιτισμού. Προσωπικότητα με διεθνή ~/παγκοσμίου κύρους και ~ας. Η θετική ~ ενός ατόμου. Εκδήλωση πανελλήνιας εμβέλειας και ~ας. Πολιτιστική κληρονομιά ανεκτίμητης αξίας και ~ας. ΣΥΝ. λάμψη (2) ● ΣΥΜΠΛ.: ακτινοβολία άλφα: ΦΥΣ. ΠΥΡ. τύπος πυρηνικής ακτινοβολίας που εκπέμπεται από πυρήνες του ηλίου (He) (σωματίδια άλφα): ηλιακή/σωματιδιακή/υπεριώδης ~ ~. Η ~ ~ μόλις που διαπερνά ένα φύλλο χαρτί. Βλ. ακτίνες γάμμα., ακτινοβολία βήτα: ΦΥΣ. μορφή ιονίζουσας ακτινοβολίας που παράγεται από υψηλής ταχύτητας ηλεκτρόνια (σωματίδια βήτα)., κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου & (σπάν.) κοσμικό υπόβαθρο μικροκυμάτων: ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που υπάρχει διάχυτη στο Σύμπαν και είναι το σημερινό κατάλοιπο της μεγάλης έκρηξης. [< αγγλ. cosmic microwave background radiation (CMBR)] , ραδιενεργός ακτινοβολία: που εκπέμπεται από ραδιενεργά στοιχεία. Πβ. ιονίζουσα/ιοντίζουσα ακτινοβολία. Βλ. ακτίνες γάμμα, ακτίνες X, ακτινοβολία άλφα, ακτινοβολία βήτα. [< γαλλ. rayonnement radioactif] , ιονίζουσα ακτινοβολία βλ. ιονίζω, κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες βλ. κοσμικός, υπεριώδης ακτινοβολία βλ. υπεριώδης, υπέρυθρη ακτινοβολία βλ. υπέρυθρος [< μτγν. ἀκτινοβολία ‘εκπομπή ακτίνων’ 1: γαλλ. radiation]
  • αληγής , ής, ές [ἀληγής] α-λη-γής επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: αληγείς (άνεμοι): ΜΕΤΕΩΡ. ρεύμα κανονικών και σταθερών ανέμων που πνέουν από υποτροπικές ζώνες υψηλής πίεσης προς ισημερινές περιοχές χαμηλής πίεσης όλο τον χρόνο· στο βόρειο ημισφαίριο από τα ΒΑ προς τα ΝΔ, ενώ στο νότιο από τα ΝΑ προς τα ΒΔ. [< γαλλ. vents alizés]
  • άλως [ἅλως] ά-λως ουσ. (θηλ.) {γεν./αιτ. άλω} 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. φωτεινό περίβλημα γύρω από το κεφάλι των Αγίων. Πβ. δόξα, φωτοστέφανο (1) 2. ΜΕΤΕΩΡ. φωτεινός κύκλος γύρω από τον Ήλιο ή τη Σελήνη, που δημιουργείται από τη διάθλαση ή ανάκλαση του φωτός, όταν διέρχεται από τους παγοκρυστάλλους των ανώτερων νεφών: ηλιακή/σεληνιακή ~. Βλ. θυσανοστρώματα, στέμμα, στεφάνη. ΣΥΝ. φωτοστέφανο (2) 3. ΑΝΑΤ. σκουρόχρωμος δακτύλιος που περιβάλλει τη θηλή του μαστού: θηλαία ~. 4. ΙΑΤΡ. δακτύλιος που σχηματίζεται γύρω από τη θηλή του οπτικού νεύρου: γεροντική/γλαυκωματική ~. 5. ΦΩΤΟΓΡ. διάχυτο φωτεινό περίγραμμα σε μια φωτογραφία, γύρω από σημεία που είναι έντονα φωτισμένα. 6. ΑΣΤΡΟΝ. σφαιρική περιοχή γύρω από τον γαλαξιακό δίσκο, που αποτελείται από ηλικιωμένα αμυδρά άστρα και σκοτεινή ύλη. [< αρχ. ἅλως 'αλώνι, κυκλική περιοχή' 1,2,4,5,6: γαλλ.-αγγλ. halo 3: γαλλ. aréole]
  • αμμοθύελλα [ἀμμοθύελλα] αμ-μο-θύ-ελ-λα ουσ. (θηλ.): ΜΕΤΕΩΡ. δυνατός άνεμος, συνήθ. στις ερήμους, που σηκώνει και μετακινεί μεγάλες ποσότητες άμμου ή και σκόνης: σαρωτικές/σφοδρές ~ες. Ξέσπασε ~ που περιόρισε την ορατότητα. Βλ. λασποβροχή, χιονοθύελλα. [< αγγλ. sandstorm]
  • αναβατικός , ή, ό [ἀναβατικός] α-να-βα-τι-κός επίθ. (λόγ.): που σχετίζεται με την ανάβαση: ~ή: πορεία. ΑΝΤ. καταβατικός ● ΣΥΜΠΛ.: αναβατικός άνεμος: ΜΕΤΕΩΡ. ανοδικό ρεύμα άερα κατά μήκος μιας πλαγιάς που δημιουργείται, όταν το θερμό, την ημέρα, έδαφος ζεσταίνει τον αέρα που βρίσκεται πάνω από αυτό. ΑΝΤ. καταβάτης/καταβατικός άνεμος [< αγγλ. anabatic wind, 1919] [< αρχ. ἀναβατικός]
  • αναστροφή [ἀναστροφή] α-να-στρο-φή ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) ανατροπή, αλλαγή, συνήθ. προς το καλύτερο: ~ κερδών/του κακού κλίματος/της πρώτης εντύπωσης/της πτωτικής πορείας. 2. αντιστροφή: ~ της ροής.|| (για τα αυτοκίνητα:) Απαγορεύεται η επιτόπια/επιτόπου ~. ~ γραμμάτων και αριθμών (βλ. δυσλεξία).|| ~ ρόλων.|| (ΙΑΤΡ.) ~ σπλάγχνων (: αντιμετάθεση μεταξύ της δεξιάς και αριστερής πλευράς τους). 3. ΝΟΜ. ακύρωση: ~ της προεξόφλησης/πώλησης. ~ της σύμβασης (: υπαναχώρηση από τη σύμβαση, σε περίπτωση που το εκτελεσθέν έργο έχει ουσιώδη ελαττώματα). 4. ΒΙΟΛ. ανωμαλία που παρατηρείται όταν ένα χρωμόσωμα σπάει σε δύο διαφορετικά σημεία, το ενδιάμεσο τμήμα αντιστρέφεται κατά 180 μοίρες και ενώνεται ξανά στο ίδιο χρωμόσωμα. 5. ΜΟΥΣ. αντικατάσταση σε διάφορες μουσικές φράσεις (διάστημα, συγχορδία, αντίστιξη) του χαμηλότερου τόνου από τον ψηλότερο και αντίστροφα. 6. ΓΛΩΣΣ. η αντιστροφή της συνηθισμένης σειράς των λέξεων φράσης ή ο αναβιβασμός του τόνου δισύλλαβης πρόθεσης, όταν τίθεται μετά τη λέξη στην οποία αναφέρεται. 7. (σπάν.-λόγ.) συναναστροφή. ● ΣΥΜΠΛ.: θερμοκρασιακή αναστροφή & αναστροφή θερμοκρασίας· ΜΕΤΕΩΡ. φαινόμενο κατά το οποίο 1. η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας αυξάνεται με το ύψος αντί να μειώνεται. 2. στρώμα θερμού αέρα που βρίσκεται πάνω από ένα αντίστοιχο ψυχρό, κοντά στο έδαφος, εμποδίζει την κατακόρυφη ανύψωση και διασπορά των αέριων ρύπων. Πβ. αιθαλομίχλη, νέφος. [< αγγλ. temperature inversion, 1921] [< αρχ. ἀναστροφή, γαλλ. inversion, rétroversion, renversement]

αερονομία

αερονομία [ἀερονομία] α-ε-ρο-νο-μί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α) 1. ΣΤΡΑΤ. αστυνομική υπηρεσία της Πολεμικής Αεροπορίας. Βλ. ναυτο-, στρατο-νομία. 2. ΜΕΤΕΩΡ. κλάδος που μελετά τις ιδιότητες των ανώτερων στρωμάτων της ατμόσφαιρας. Βλ. αερολογία. [< 1: αγγλ. air (force) police, 1944, 2: γαλλ. aéronomie, 1954, αγγλ. aeronomy, 1957]

άκρως

άκρως [ἄκρως] ά-κρως επίρρ. (λόγ.): (+ επίθ.) στον υπέρτατο βαθμό, εντελώς, απολύτως: ~ απαραίτητος/απόρρητο έγγραφο/αποτελεσματική μέθοδος/εμπιστευτικό. ~ (= πάρα πολύ) επικίνδυνη οδήγηση. Πβ. εξαιρετικά. ● ΦΡ.: το άκρως αντίθετο (επίσ.): το εντελώς αντίθετο, ακριβώς το αντίθετο: Δεν χαίρομαι με αυτό που έπαθε· ~ ~ (μάλιστα). Πέτυχε ~ ~ από το επιθυμητό αποτέλεσμα. ● βλ. άκρος [< αρχ. ἄκρως]

Αριστερά

Αριστερά [Ἀριστερά] Α-ρι-στε-ρά ουσ. (θηλ.) (κ. με πεζό το αρχικό α): ΠΟΛΙΤ. πολιτικός χώρος στον οποίο εντάσσονται οι υποστηρικτές του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού: ανανεωτική/αντικαπιταλιστική/επαναστατική/ρεφορμιστική/ριζοσπαστική/φοιτητική ~. Η ελληνική/ευρωπαϊκή ~. Ανήκει/πρόσκειται στην ~. Ψηφίζει ~. Κοινό μέτωπο της ~άς (= των αριστερών κομμάτων). Βλ. ευρω~, κεντρο~. ΑΝΤ. Δεξιά ● ΣΥΜΠΛ.: άκρα Αριστερά: εξωκοινοβουλευτική τάση στην Αριστερά, οι οπαδοί της οποίας υποστηρίζουν την προώθηση ριζοσπαστικών ή επαναστατικών αλλαγών στην κοινωνία· Ακροαριστερά. Βλ. αναρχοκομμουν-, λενιν-, μαρξ-, τροτσκ-ισμός. ΑΝΤ. άκρα Δεξιά [< γαλλ. extrême gauche] , εξωκοινοβουλευτική Αριστερά: αριστερές πολιτικές οργανώσεις, συνήθ. ακραίες, που δεν κατέχουν έδρα στο κοινοβούλιο. Πβ. άκρα Αριστερά. [< γαλλ. (la) gauche, 1791]

άωτον

άωτον [ἄωτον] ά-ω-τον ουσ. (ουδ.): μόνο στη ● ΦΡ.: το άκρον άωτον (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): το ανώτατο όριο: ~ ~ της αναισχυντίας/βλακείας/υποκρισίας. Πβ. αποθέωση, αποκορύφωμα. [< αρχ. (ἄκρον) ἄωτον]

γίγαντας

γίγαντας γί-γα-ντας ουσ. (αρσ.) {γιγάντ-ων} ΑΝΤ. νάνος 1. άνθρωπος με σωματική διάπλαση και δύναμη που ξεπερνά κατά πολύ τον μέσο όρο και γενικότ. οτιδήποτε έχει ασυνήθιστα μεγάλο μέγεθος: μωρό-~. Οι ~ες της άρσης βαρών. Πβ. θηρίο, τιτάνας.|| Καλαμάρι/σκορπιός/χελώνα ~. ΣΥΝ. γίγας (1) 2. (μτφ., για πρόσ., εταιρεία, οργανισμό) που διακρίνεται για τη δυναμική του παρουσία σε έναν χώρο: βιομηχανικός/ενεργειακός/οικονομικός/πετρελαϊκός/πνευματικός/πολιτικός/πολυεθνικός/τραπεζικός ~ (πβ. κολοσσός). (Οι) ~ες της διανόησης/της επιστήμης/της λογοτεχνίας/των ΜΜΕ (= μεγιστάνες)/της μουσικής/της πληροφορικής/του πνεύματος/της τέχνης (βλ. μύθος). Μάχη/σύγκρουση/συγχώνευση/συμμαχία/συμφωνία/συνεργασία ~ων. Φονέας ~ων (: που καταφέρνει να υπερισχύσει ενός πολύ ισχυρού αντιπάλου). Πβ. ιερά τέρατα.|| (νεαν. αργκό, ως προσφών. μεταξύ ανδρών:) Πού είσαι ρε ~α; ΣΥΝ. τιτάνας 3. ΜΥΘ.-ΛΑΟΓΡ. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Γ) ανθρωπόμορφο ή τερατόμορφο ον με υπερφυσικό μέγεθος και δύναμη: η μάχη των Ολυμπίων με τους ~ες (: γιγαντομαχία).|| (σε παραμύθια κ. μύθους) Νάνοι, ~ες και ξωτικά.γίγαντες (οι): ΒΟΤ. μεγάλα άσπρα φασόλια (σπόροι) και κατ’ επέκτ. το σχετικό λαδερό φαγητό: ~ και άλλα όσπρια.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ες γιαχνί/πλακί/στον φούρνο. Πβ. ελέφαντες. ● ΣΥΜΠΛ.: αέριος γίγαντας: ΑΣΤΡΟΝ. μεγάλος πλανήτης από αέριο κυρ. υλικό, που θεωρείται ότι περιβάλλει έναν στερεό πυρήνα· ειδικότ. καθένας από τους τέσσερις μεγαλύτερους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος (Δίας, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας). [< αγγλ. gas giant, 1952] , κοιμισμένος/κοιμώμενος γίγαντας (μτφ.): (για κράτος, εταιρεία) που αποτελεί μεγάλη δύναμη, η οποία, όμως, μένει αδρανής για μεγάλο χρονικό διάστημα: το ξύπνημα του ~ου ~α (της οικονομίας)., κόκκινος/ερυθρός γίγαντας: ΑΣΤΡΟΝ. αστέρας μεγάλων διαστάσεων με επιφανειακή θερμοκρασία χαμηλότερη από αστέρες ανάλογου μεγέθους και ερυθρά απόχρωση. [< αγγλ. red giant, 1929] , αγαθός γίγαντας βλ. αγαθός [< 1: μεσν. γίγαντας, αγγλ. giant, γαλλ. géant]

Δεξιά

Δεξιά Δε-ξι-ά ουσ. (θηλ.) (κ. με πεζό το δ): ΠΟΛΙΤ. ο συντηρητικός πολιτικός και ιδεολογικός χώρος: κοινωνική/λαϊκή/ριζοσπαστική/(νεο)φιλελεύθερη ~. Βουλευτές/δυνάμεις/κόμματα της ~άς. Βλ. ευρω~, Κεντρο~, Νεο~. ΑΝΤ. Αριστερά ● ΣΥΜΠΛ.: άκρα Δεξιά: το ακραίο, εξτρεμιστικό τμήμα της Δεξιάς· ακροδεξιά. Βλ. ναζ-, φασ-ισμός. ΑΝΤ. άκρα Αριστερά [< γαλλ. la droite]

θυσανοστρώματα

θυσανοστρώματα θυ-σα-νο-στρώ-μα-τα ουσ. (ουδ.) (τα): ΜΕΤΕΩΡ. κατηγορία ανωτέρων νεφών με τη μορφή διάφανου ινώδους ή ομοιόμορφου υπόλευκου πέπλου, τα οποία δημιουργούν συχνά ένα είδος φωτοστέφανου γύρω από τον ήλιο ή τη σελήνη. Βλ. μελανο-, υψι-στρώματα, στρωματο-, υψι-σωρείτες. [< γαλλ. cirrostratus]

ιονίζω

ιονίζω [ἰονίζω] ι-ο-νί-ζω ρ. (αμτβ.) {ιονί-σει, -στηκε, -στεί, ιονίζ-οντας, (λόγ.) μτχ. ενεστ. -ων, -ουσα, -ον, ιονι-σμένος} & (σπανιότ.-ορθότ.) ιοντίζω: ΧΗΜ.-ΦΥΣ. προκαλώ ιονισμό: Ειδική συσκευή που καθαρίζει και ~ει τον αέρα (πβ. ιονιστής). Οι κεραυνοί ~ουν την ατμόσφαιρα. Τα οξέα είναι μοριακές ενώσεις που μπορούν να ~στούν. ~σμένο: αέριο/νερό. ~σμένα: σωματίδια. ● ΣΥΜΠΛ.: ιονίζουσα ακτινοβολία & ιοντίζουσα ακτινοβολία: που παράγει ιονισμό, καθώς απορροφάται από την ύλη. Πβ. ραδιενεργός ακτινοβολία. Βλ. ακτίνες γάμμα, ακτίνες X, ακτινοβολία άλφα, ακτινοβολία βήτα. [< γαλλ. ioniser, αγγλ. ionize]

ισεντροπικός

ισεντροπικός, ή, ό [ἰσεντροπικός] ι-σε-ντρο-πι-κός επίθ.: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. που διεξάγεται χωρίς μεταβολές στην τιμή της θερμικής ενέργειας, που χαρακτηρίζεται από σταθερή εντροπία: ~ός: βαθμός απόδοσης (μηχανήματος/στροβίλου). ~ή: διεργασία/ροή. Βλ. αδιαβατικός. [< γαλλ. isentropique, αγγλ. isentropic]

κλιματολογία

κλιματολογία κλι-μα-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Κ): ΓΕΩΛ.- ΚΛΙΜΑΤ. επιστήμη η οποία εξετάζει τη μακρόχρονη στατιστική συμπεριφορά των κλιματικών αλλαγών ενός τόπου, τις αιτίες που τις προκαλούν και την εφαρμογή των κλιματολογικών στοιχείων στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων: γενική/δυναμική/εφαρμοσμένη/φυσική ~. Κέντρο Ερεύνης Φυσικής της Ατμοσφαίρας και ~ας (της Ακαδημίας Αθηνών). Βλ. -λογία, βιο~, παλαιο~. [< γαλλ. climatologie, 1834, αγγλ. climatology, 1813]

κοσμικός

κοσμικός, ή, ό κο-σμι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον κόσμο ως σύνολο ανθρώπων και κυρ. με τη ζωή της υψηλής κοινωνίας: ~ός: γάμος/τρόπος ζωής (= κοσμικότητα)/τύπος. ~ή: κίνηση/κυρία/παραλία/ταβέρνα. ~ό: γεγονός/θέρετρο/κέντρο/μέρος/νησί/ρεπορτάζ. ~οί: κύκλοι. ~ές: εκδηλώσεις (π.χ. δεξιώσεις, χοροεσπερίδες)/στήλες (εφημερίδας/περιοδικού)/συγκεντρώσεις. ~ά: νέα/σαλόνια. Πβ. κοινωνικός. 2. που αναφέρεται στην επίγεια κοινωνική ζωή σε αντίθεση με την εκκλησιαστική: ~ός: άρχοντας/ηγέτης/συγγραφέας/χαρακτήρας (της εκπαίδευσης/του κράτους). ~ή: ιστορία/μουσική/τέχνη. ~ά: αγαθά. Πβ. εγκόσμιος.|| ~ός: κλήρος (: σε αντιδιαστολή προς τους μοναχούς). Πβ. λαϊκός. ΑΝΤ. θρησκευτικός 3. που έχει σχέση με το Σύμπαν ή ειδικότ. το διάστημα σε αντιδιαστολή προς τη Γη: ~ός: θόρυβος/νόμος/χρόνος. ~ή: έκρηξη/ταχύτητα. ~ό: κενό/νέφος/φαινόμενο/χάος. ~οί: άνεμοι. ~ές: δομές (π.χ. σμήνη γαλαξιών). Πβ. διαστημ-, συμπαντ-ικός. Βλ. μακρο~, μικρο~. ΑΝΤ. γήινος (1) ● Ουσ.: κοσμικά (τα) 1. θέματα που αφορούν τις εκδηλώσεις της υψηλής κυρ. κοινωνίας. 2. τα εγκόσμια., κοσμικός (ο) 1. ο λαϊκός σε αντίθεση με τον κληρικό ή τον μοναχό. 2. πρόσωπο που του αρέσουν οι κοινωνικές εκδηλώσεις ή συχνάζει σε αυτές. ΑΝΤ. απόκοσμος (2) ● ΣΥΜΠΛ.: κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες: ΑΣΤΡΟΝ. ακτινοβολία που αποτελείται από σωματίδια τα οποία κινούνται πολύ γρήγορα (αδρόνια, λεπτόνια, φωτόνια), διασχίζουν την ατμόσφαιρα και φτάνουν στην επιφάνεια της Γης από το Σύμπαν. [< γαλλ. rayonnement cosmique/rayons cosmiques, αγγλ. cosmic ray, 1925] , κοσμική/(σπανιότ.) εγκόσμια εξουσία: η κρατική, πολιτική εξουσία σε αντίθεση προς τη θρησκευτική., κοσμικό/γαλαξιακό έτος: ΑΣΤΡΟΝ. το απαιτούμενο χρονικό διάστημα (περ. 245 εκατομμύρια χρόνια) για μια πλήρη περιστροφή του ηλιακού μας συστήματος γύρω από το κέντρο του γαλαξία., κοσμικό/λαϊκό κράτος: στο οποίο η εξουσία ασκείται από πολιτικά πρόσωπα χωρίς την παρέμβαση θρησκευτικών παραγόντων σε αντιδιαστολή προς το θεοκρατικό κράτος., κοσμικός αιώνας: ΓΕΩΛ. το χρονικό διάστημα εξέλιξης της Γης από τη στιγμή που έγινε για πρώτη φορά αυτοτελές ουράνιο σώμα μέχρι τον πιθανό σχηματισμό του φλοιού της., αστρική/κοσμική/διαστημική σκόνη βλ. σκόνη, κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου βλ. ακτινοβολία [< 1: γαλλ. mondain 2: μεσν. κοσμικός 3: αρχ. ~, γαλλ. cosmique, αγγλ. cosmic]

κυκλώνας

κυκλώνας κυ-κλώ-νας ουσ. (αρσ.) 1. ΜΕΤΕΩΡ. σφοδρή ανεμοθύελλα και ειδικότ. σύστημα ανέμων με ατμοσφαιρική πίεση χαμηλότερη σε σχέση με τη γύρω περιοχή, οι οποίοι κινούνται ελικοειδώς (με δεξιόστροφη φορά στο Νότιο ημισφαίριο και αριστερόστροφη στο Βόρειο): μεσογειακός/τροπικός ~ (= τυφώνας).|| Ο καταστροφικός/φονικός ~. Βλ. ανεμοστρόβιλος, μετεωρολογική βόμβα. ΣΥΝ. χαμηλό βαρομετρικό (1) ΑΝΤ. αντικυκλώνας 2. (μτφ.) αναστάτωση, αναταραχή: πολιτικός ~. Πβ. λαίλαπα. ΣΥΝ. τυφώνας (2) 3. ΤΕΧΝΟΛ. περιστρεφόμενο σύστημα καθαρισμού, το οποίο χρησιμοποιεί τη φυγόκεντρο δύναμη, προκειμένου να επιτευχθεί ο διαχωρισμός συνήθ. σωματιδίων από αέριο. Βλ. πλυντρίδα, τουρμπίνα. ● ΣΥΜΠΛ.: μάτι του κυκλώνα: ΜΕΤΕΩΡ. περιοχή απόλυτης νηνεμίας στο κέντρο τροπικού κυκλώνα. [< γαλλ. l'oeil du cyclone] ● ΦΡ.: στο μάτι/στη δίνη του κυκλώνα (μτφ.): στο επίκεντρο δυσμενούς, κρίσιμης ή δύσκολης κατάστασης. [< γαλλ. dans l'oeil du cyclone] [< γαλλ.-αγγλ. cyclone < αρχ. κύκλωμα ‘τροχός’]

λασποβροχή

λασποβροχή λα-σπο-βρο-χή ουσ. (θηλ.): ΜΕΤΕΩΡ. βροχή που προκαλείται από σύννεφα σκόνης, η οποία μεταφέρεται από τις αφρικανικές ερήμους, δημιουργώντας λάσπη: ~ έπνιξε την πόλη. Βλ. αμμοθύελλα.

ναυτο- & ναυτό- & ναυτ-

ναυτο- & ναυτό- & ναυτ- α' συνθετικό που αναφέρεται 1. στο ναυτικό: ναυτ-εργάτης. 2. ΝΑΥΤ. σε ναύτη ή στέλεχος του Πολεμικού Ναυτικού: ναυτο-δικείο/~λόγηση. 3. στη ναυτιλία: ναυτο-λόγιο. Ναυτ-ασφάλιση.

ουσιώδης

ουσιώδης, ης, ες [οὐσιώδης] ου-σι-ώ-δης επίθ. {ουσιώδ-ους | -εις (ουδ. -η)· ουσιωδ-έστερος, -έστατος} (λόγ.): σημαντικός, ουσιαστικός: (για πρόσ.) ~ης: μάρτυρας.|| ~ης: στόχος. ~ης: αλλαγή/διαφορά. ~ες: χαρακτηριστικό. ~εις: όροι. ~εις: πληροφορίες. ~η: ζητήματα/προβλήματα. Η άσκηση είναι ~ παράγοντας για τη διατήρηση της καλής φυσικής κατάστασης. Η συλλογή στοιχείων είναι ~ες μέρος της έρευνας. Το έργο του είναι ~ους (πβ. ζωτικής) σημασίας.|| (ως ουσ.) Το ~ες της ζωής (: η ουσία). Πβ. βασικός, θεμελιώδης, κύριος. Βλ. -ώδης. ΣΥΝ. ζουμερός (2), στοιχειώδης (1) ΑΝΤ. επουσιώδης ● επίρρ.: ουσιωδώς (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. οὐσιώδης]

πόδι

πόδι πό-δι ουσ. (ουδ.) {ποδ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα κάτω άκρα ανθρώπου ή ζώου· ειδικότ. άκρο πόδι: αδύνατα (βλ. κανιά)/κοντά/μακριά/ξεκούραστα/στραβά/ταλαιπωρημένα/τεχνητά/ψηλά ~ια. Κάκωση/πόνος στο ~. Με το ένα ~ πάνω στο άλλο/με τα ~ια σταυρωμένα (= σταυρο~). Στραμπούληξε/έσπασε/έχασε το ~ του (βλ. ανάπηρος, κουτσός). Έκανε ακτινογραφία/τραυματίστηκε/υπέστη κάταγμα στο ~. Μαζεύω/τεντώνω τα ~ια μου. Βλ. κνήμη, μηρός.|| Βρόμικα/ξυπόλυτα/πρησμένα ~ια. Τα δάκτυλα/η καμάρα/τα νύχια/το πέλμα/το τόξο του ~ιού. Κακοσμία (= ποδαρίλα)/περιποίηση (= πεντικιούρ) ~ιών. Ίχνη ~ιών. Βλ. πατούσα, πλατυποδία.|| Τα μπροστινά/πίσω ~ια της αρκούδας/του σκύλου. Τα ~ια της αράχνης/μέλισσας. Πτηνό με μακριά και λεπτά ~ια (βλ. πελαργός). ΣΥΝ. ποδάρι 2. (μτφ.) καθετί με παρόμοια μορφή, κυρ. στήριγμα αντικειμένου στο κάτω μέρος του: τα ~ια της καρέκλας/του κρεβατιού/του τραπεζιού. Τα ~ια του πιάνου. Πλαστικά ~ια επίπλων. || Ποτήρια με (= κολονάτα)/χωρίς ~. Αγγείο με χαμηλό (βλ. κύλικα)/ψηλό ~.|| Το πρώτο/δεύτερο/τρίτο ~ της Χαλκιδικής. 3. (μτφ.) το κατώτερο τμήμα: στα ~ια του βουνού (= πρόποδες). 4. ΜΕΤΡΟΛ. (σύμβ. ft ή ′) μονάδα μήκους, κυρ. του αγγλικού και αμερικανικού συστήματος, ίση περ. με το ένα τρίτο του μέτρου: αγγλικό/διεθνές ~ (: 0,3048 μέτρα). Βλ. γιάρδα, ίντσα. ● Μεγεθ.: ποδάρα (η): ΣΥΝ. αρίδα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο πόδι & (λόγ.) άκρος πους {άκρου ποδός}: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το τελικό τμήμα του κάτω άκρου, που αποτελείται από τον ταρσό, το μετατάρσιο και τα δάχτυλα: Το ~ ~ στηρίζει το βάρος του σώματος., πήλινα/ξύλινα/γυάλινα πόδια (μτφ.): αδύναμη, σαθρή βάση: Η εταιρεία/χώρα αποδείχτηκε γίγαντας/κολοσσός με ~ ~. Η ανάπτυξη/οικονομία πατά/στηρίζεται σε ~ ~. Βλ. χάρτινη τίγρη. [< γαλλ. pieds d'argile] , διαβητικό πόδι βλ. διαβητικός, πόδι της χήνας βλ. χήνα, πόδι του αθλητή βλ. αθλητής, αθλήτρια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (βάζω) τα πόδια στην πλάτη/στον ώμο (προφ.): φεύγω τρέχοντας: Ο κλέφτης έφυγε με ~ ~. Πβ. την κοπανάω.|| (μτφ.) Έχουν βάλει ~ ~ για να τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα., (δεν) με κρατούν/βαστούν τα πόδια μου (προφ.): (δεν) αντέχω σωματικά: Δεν ~ ~ από την εξάντληση/κούραση. Είμαι πτώμα, δεν με ~ άλλο ~ μου. Εργάζομαι ακόμη, όσο με ~ ~ μου., αφήνω κάποιον στο πόδι μου (προφ.): τον βάζω στη θέση μου ως αντικαταστάτη., βάζω πόδι (προφ.): εισέρχομαι, διεισδύω: Η πολυεθνική έβαλε ~ στην ελληνική αγορά., δεν μπορώ να πάρω/σύρω τα πόδια μου (προφ.): νιώθω αδύναμος, εξουθενωμένος: ~ ~ απ' την κούραση/το ξενύχτι.|| Πάρε τα ~ σου! (= κουνήσου, περπάτα)!, δίνω/παίρνω/τρώω πόδι (προφ.) & (λαϊκό) δίνω/παίρνω πασαπόρτι: διώχνω/με διώχνουν: Του 'δωσε ~ (: τον πέταξε έξω).|| Έφαγε/πήρε ~ απ' τη δουλειά (= απολύθηκε)., με τα πόδια: περπατώντας: Ήρθαμε/κάναμε βόλτα/πήγαμε ~ ~. Η πλατεία βρίσκεται πέντε λεπτά ~ ~ απ' τη στάση του μετρό. Πβ. πεζή., με το ένα πόδι/με τα δυο πόδια στον τάφο (προφ.): για ετοιμοθάνατο ή πολύ ηλικιωμένο άτομο: Είναι ~ ~. ΣΥΝ. τον περιμένουν, με χέρια και με πόδια & με πόδια και με χέρια (μτφ.-προφ.) 1. με απόλυτη σιγουριά, χωρίς κανέναν ενδοιασμό: Ψηφίζω ~ ~. Βλ. δαγκωτός.|| Υπογράφω ~ ~. Πβ. προσυπογράφω. 2. με όλη μου τη δύναμη: Αντιστάθηκα ~ ~., μου κόπηκαν τα πόδια (μτφ.-προφ.): παρέλυσα: Μας είχαν κοπεί ~ από την κούραση.|| Ένιωθε την πείνα/τον φόβο να του κόβει ~. Πβ. μου κόπηκαν τα ήπατα., μπερδεύομαι/μπλέκομαι/ανακατεύομαι/μπαίνω/είμαι (μέσα) στα πόδια κάποιου (προφ.): τον εμποδίζω να κινηθεί ελεύθερα με το να βρίσκομαι πολύ κοντά του και κατ' επέκτ. αναμειγνύομαι στις υποθέσεις του: Μην μπερδεύεσαι ~ μου την ώρα που κάνω δουλειά!, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια/ποδάρια (παροιμ.): όποιος δεν προνοεί, ταλαιπωρείται., ρίχνομαι/πέφτω/σέρνομαι στα πόδια (κάποιου) (προφ.): τον παρακαλώ θερμά, τον ικετεύω. ΣΥΝ. πέφτω στα γόνατα, πέφτω στα τέσσερα [< γαλλ. se traîner aux pieds de quelqu' un] , στέκομαι/μένω στο πόδι κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αντικαθιστώ: Θα σταθείς ~ ~ μου, να πεταχτώ μια στιγμή στην τράπεζα;, στο πόδι (προφ.): βιαστικά, πρόχειρα: Έγραψε το κείμενο ~ ~. Όλα έγιναν ~ ~ (= τσαπατσούλικα). Πβ. στο γόνατο., το βάζω στα πόδια (προφ.): φεύγω, τρέχω και γενικότ. απομακρύνομαι γρήγορα από μια επικίνδυνη, δύσκολη, δυσάρεστη κατάσταση: Το έβαλε ~ ~ πανικόβλητος/σαστισμένος/τρομαγμένος/φοβισμένος. Το έβαλε ~ ~ για να γλιτώσει. Της άρπαξε την τσάντα και το έβαλε ~ ~. Πβ. παίρνω δρόμο.|| (μτφ.) Δεν ~ ~ σε κάθε δυσκολία., τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) (προφ.): για κατάσταση που απαιτεί να σπεύσει κάποιος., απλώνω τα πόδια μου μέχρι/ως εκεί που φτάνει το πάπλωμά μου βλ. πάπλωμα, βάζω φτερά (στα πόδια) βλ. φτερό, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, θα σου κόψω τα πόδια! βλ. κόβω, κόβονται/λύνονται/τρέμουν τα γόνατά/τα πόδια μου βλ. γόνατο, με την μπάλα στα πόδια βλ. μπάλα, πατάει σταθερά στα πόδια του βλ. σταθερός, πατώ πόδι βλ. πατώ, πατώ το πόδι μου (κάπου) βλ. πατώ, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω στο πόδι βλ. σηκώνω, στέκομαι όρθιος/στα πόδια μου βλ. στέκομαι, στις μύτες (των ποδιών) βλ. μύτη, στύλωσε τα πόδια/τα στύλωσε βλ. στυλώνω, το κόβω με τα πόδια βλ. κόβω, του έβαλε/του έχει βάλει τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι βλ. παπούτσι, τραβά το χαλί κάτω απ' τα πόδια κάποιου βλ. χαλί [< αρχ. πόδιον, αγγλ. foot]

σιωπή

σιωπή σι-ω-πή ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση κατά την οποία δεν ακούγονται ομιλίες ή θόρυβοι· (στον πληθ.) τα αντίστοιχα χρονικά διαστήματα: απέραντη/ατέλειωτη/βαθιά ~. Η ~ του βυθού/της νύχτας/της φύσης (πβ. ησυχία, σιγαλιά). Στιγμές/ώρες ~ής. Έγινε/έπεσε ~. Επικρατεί απόλυτη ~. Μέσα στη ~. Πβ. σιγή.|| Οι παύσεις και οι ~ές της ταινίας. Φιλμ διαλόγων και ~ών. 2. (κατ' επέκτ.) η στάση του ανθρώπου που δεν θέλει ή δεν μπορεί να εκφράσει την άποψή του, να απαντήσει ή να αντιδράσει σε κάτι: αδικαιολόγητη/αμήχανη/απρόσμενη/ένοχη/ενοχλητική/επιβεβλημένη/ηχηρή/θλιβερή/θλιμμένη/περίεργη/συνειδητή/υποκριτική ~. Η ~ της ντροπής/του τρόμου. Κύκλος/πέπλο/στάση/τείχος ~ής. Το δικαίωμα/σπάσιμο της ~ής. Τηρεί ~ για το θέμα/την υπόθεση. Επέλεξε τη ~. Καταδικάστηκε/κρύβεται στη ~. Προτίμησα την εύγλωττη ~. Μετά την παρέμβασή του, ακολούθησε ~ αμηχανίας. Αντιμετώπισε το ζήτημα με παγερή ~. Εξαγόρασαν τη ~ μας (: για μάρτυρες ή θύματα). Η ~ είναι συνενοχή.|| Ύστερα από μακρά ~ (= αδράνεια, αποχή) ... ● ΣΥΜΠΛ.: (η) συνωμοσία (της) σιωπής: συμφωνία ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας προσώπων να συγκαλύψουν κάτι, αποσιωπώντας το: Εξυφαίνεται μια ~ ~. ~ ~ καλύπτει το φιάσκο. [< γαλλ. la conspiration du silence] , ο νόμος της σιωπής (μτφ.): όταν συγκαλύπτεται κάτι μεμπτό, παράνομο: ο άγραφος ~ ~ και της εκδίκησης. Επικρατεί/σπάει ~ ~. Έχει επιβληθεί ~ ~ για ορισμένα θέματα-ταμπού. Πβ. ομερτά. [< γαλλ. la loi du silence] , εκκωφαντική σιωπή βλ. εκκωφαντικός, η γλώσσα της σιωπής βλ. γλώσσα, νεκρική σιγή/σιωπή βλ. νεκρικός ● ΦΡ.: άκρα (του τάφου) σιωπή (μτφ.): απόλυτη ησυχία: ~ ~ βασιλεύει στην περιοχή. Στην αίθουσα επικρατούσε ~ ~. Τηρείται ~ ~ (για κάτι)., η σιωπή είναι χρυσός (παροιμ.): (σε ορισμένες περιπτώσεις) η σιωπή είναι πολύτιμη: ~ ~, ιδίως όταν δεν έχεις τίποτα καινούργιο να πεις. ΣΥΝ. τα πολλά λόγια είναι φτώχεια [< γαλλ. le silence est d'or] , η σιωπή μου προς απάντησή σου (προφ.): απαξιώ, δεν καταδέχομαι να σου απαντήσω., λύνω τη σιωπή μου: αποφασίζω να μιλήσω έπειτα από αρκετό χρονικό διάστημα, συνήθ. για να αποκαλύψω κάτι: Έλυσε ~ του και απάντησε στις κατηγορίες., σιωπή! (ως προσταγή): μη μιλάς, πάψε: ~ εσύ/παρακαλώ! ~, τώρα μιλάω εγώ. Πβ. σουτ, τσιμουδιά. , (κρατά/τηρεί) αιδήμονα σιωπή(ν)/σιγή(ν) βλ. αιδήμων [< αρχ. σιωπή, αγγλ.-γαλλ. silence]

υπεριώδης

υπεριώδης, ης, ες [ὑπεριώδης] υ-πε-ρι-ώ-δης επίθ. {υπεριώδ-ους | -εις (ουδ. -η), -ών}: ΦΥΣ. που σχετίζεται με την υπεριώδη ακτινοβολία: ~ες: μέρος του φάσματος/φως (του ήλιου). ~εις: ακτίνες.|| (ως ουσ.) Η περιοχή του ~ους. Βλ. -ώδης. ● ΣΥΜΠΛ.: υπεριώδης ακτινοβολία: ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται σε μήκος κύματος μικρότερο από το ιώδες του ορατού φάσματος, αλλά μεγαλύτερο από αυτό των ακτίνων Χ. Βλ. υπέρυθρη ακτινοβολία. [< γαλλ.-αγγλ. ultraviolet]

υπέρυθρος

υπέρυθρος, η, ο [ὑπέρυθρος] υ-πέ-ρυ-θρος επίθ.: ΦΥΣ. που παράγει ή χρησιμοποιεί υπέρυθρη ακτινοβολία, σχετίζεται με αυτή ή παρουσιάζει ευαισθησία σε αυτή: ~ος: αισθητήρας/ανιχνευτής/προβολέας/φωτισμός. ~η: κάμερα/τεχνολογία/φασματοσκοπία/φωτογραφία. ~ο: θερμόμετρο/τηλεσκόπιο/τηλεχειριστήριο/φιλμ/φως.|| (ως ουσ.) Η περιοχή του ~ου. Θύρα ~ύθρων (ενν. ακτίνων). ● ΣΥΜΠΛ.: υπέρυθρη ακτινοβολία: ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που εκπέμπεται σε μήκος κύματος μεγαλύτερο από το ερυθρό του ορατού φάσματος, αλλά μικρότερο από αυτό των μικροκυμάτων. Βλ. υπεριώδης ακτινοβολία. [< αρχ. ὑπέρυθρος ΄κοκκινωπός΄, αγγλ. infrared, γαλλ. infrarouge]

χέρι

χέρι χέ-ρι ουσ. (ουδ.) {χερ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα άνω άκρα ανθρώπου ή σπάν. τα μπροστινά άκρα τετράποδου σπονδυλωτού· ειδικότ. το τμήμα από τον καρπό ως και τα δάχτυλα, που χρησιμεύει ως όργανο σύλληψης και αίσθησης: ακρωτηριασμένο/δυνατό ~. Στιβαρά ~ια (βλ. μπράτσο). Ατροφία/κάταγμα ~ιού. Γράφει και με τα δύο ~ια (: είναι αμφιδέξιος). Τύλιξε τα ~ια του στη μέση της (βλ. αγκαλιάζω). Πβ. κουλό, ξερό. Βλ. αγκώνας, βραχίονας, ώμος.|| Οι γραμμές του ~ιού (: ενν. της παλάμης· βλ. χειρομαντεία). Κρέμες/υγιεινή ~ιών. Κρατούσε στο ~ του τα εισιτήρια. Της φίλησε το ~ (βλ. χειροφίλημα). Του έσφιξε το ~ (: τον συνεχάρη). Βλ. μετακάρπιο.|| Έπεσε νεκρή από το ~ του.|| Μηχανικό ~. 2. για διαδικασία, ενέργεια που επαναλαμβάνεται· φορά: Μετά το τελευταίο ~ (ενν. μπογιάς· πβ. πέρασμα), περνάτε το ξύλο με γυαλιστικό. 3. (σε χαρτοπαίγνια) συνδυασμός τραπουλόχαρτων· παρτίδα: δυνατό/καλό ~ (πβ. φύλλο). Το ~ της μπάνκας. Βλ. κέντα, χρώμα.|| Πόκερ πολλαπλών ~ιών. 4. τμήμα επίπλου για τη στήριξη των χεριών: τα ~ια του καναπέ/της πολυθρόνας. Πβ. μπράτσο. Βλ. πόδι.|| Δίσκος με ξύλινα ~ια (= χερούλια). 5. (στο ποδόσφαιρο) παράβαση από την εκούσια συνήθ. επαφή του χεριού ενός παίκτη, πλην του τερματοφύλακα, με την μπάλα. ● Υποκ.: χεράκι (το): τα ~ια του μωρού. ● Μεγεθ.: χέρα (διαλεκτ.), χερούκλα (η): Βλ. -ούκλα. ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο χέρι & (λόγ.) άκρα χειρ: ΑΝΑΤ. η παλάμη και τα δάχτυλα του χεριού: καρπός και ~ ~. Χειρουργική της άκρας χειρός. Βλ. άκρο πόδι., αόρατο χέρι & (λόγ.) αόρατος χειρ: ΟΙΚΟΝ. θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε ελεύθερη ατομική δράση που στοχεύει στην εξυπηρέτηση του προσωπικού συμφέροντος, συμβάλλει ασυνείδητα στην ανάπτυξη της αγοράς. [< αγγλ. invisible hand] , μακρύ χέρι (μτφ.) 1. ισχυρή παρουσία: το (~) ~ του Νόμου. 2. {σπανιότ. στον πλήθ.} για κάποιον που διαπράττει κλοπές: Είχε ~ιά ~ια, αλλά τον συνέλαβαν στο τέλος. 3. πρόσωπο ή θεσμός που εξυπηρετεί με συγκαλυμμένο τρόπο τα συμφέροντα κάποιου άλλου: Αποτελεί το ~ ~ της εργοδοσίας/της κεντρικής εξουσίας., σιδερένιο χέρι: (μτφ.) για να δηλωθεί αυστηρότητα, σκληρότητα: Κυβέρνησε τη χώρα με ~ ~., το καλό χέρι κάποιου: αυτό που χρησιμοποιεί με μεγαλύτερη ευχέρεια: Το δεξί είναι ~ ~ μου χέρι., χρυσά χέρια: για να δηλωθεί η επιδεξιότητα κάποιου: γιατρός/μπασκετμπολίστας (βλ. εύστοχος) με ~ ~. Βλ. χρυσοχέρης., δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, εργατικά χέρια βλ. εργατικός, πρώτο χέρι βλ. πρώτος, υπολογιστής παλάμης/χειρός βλ. υπολογιστής, χείρα βοηθείας βλ. βοήθεια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (έχει) βαρύ χέρι: χτυπάει δυνατά· τιμωρεί αυστηρά: Άνδρας με ~ ~.|| (μτφ.) Μην τα βάζεις μαζί του, έχει ~ ~. [< γαλλ. avoir la main lourde] , (έχω) ελαφρύ χέρι: έχω απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο άγγιγμα: Ο γιατρός είχε ~ ~, δεν κατάλαβα το τσίμπημα της βελόνας.|| Με ~ ~ (= σε μικρή ποσότητα) το αλάτι και το ξίδι στη σαλάτα., από χέρι σε χέρι & χέρι με χέρι: για κάτι που δίνεται ή σπανιότ. διαδίδεται από τον έναν στον άλλο, συνήθ. σε μια αλυσίδα ανθρώπων: Από ~ σε ~ η ολυμπιακή φλόγα διέσχισε όλη τη χώρα. Η ανταλλαγή έγινε ~ με ~. Βλ. από στόμα σε στόμα. [< γαλλ. de main en main] , βάζω και εγώ το χέρι/το χεράκι μου: αναμειγνύομαι, συμμετέχω: Είμαστε περήφανοι που βάλαμε και εμείς ~ μας στην προσπάθεια αυτή.|| (αρνητ. συνυποδ.) Έχει βάλει κι αυτός κάπου το χεράκι του στην υπόθεση., βάζω στο χέρι (μτφ.-σπάν.): αποκτώ: Έβαλε ~ την κληρονομιά/την περιουσία της (: την οικειοποιήθηκε, με πρόθεση την κατασπατάλησή της). Πβ. τσεπώνω., βάζω χέρι (προφ.) 1. πειράζω, αλλάζω κάτι· επεμβαίνω: Έβαλε ~ στην εξάτμιση.|| (κυρ. μτφ.) ~ουν ~ στα δικαιώματα των αγροτών (πβ. αναμειγνύομαι). 2. χουφτώνω. 3. (μτφ.) επιπλήττω, μαλώνω: Μου έβαλε ~, γιατί άργησα., βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη: δίνω, ξοδεύω, πληρώνω (πολλά) χρήματα: Βαθιά το χέρι στην τσέπη θα βάλουν οι οδηγοί λόγω αύξησης της τιμής της βενζίνης. Βλ. έχει καβούρια στην τσέπη του., γλιτώνω από τα χέρια κάποιου: ξεφεύγω: Το θύμα κατάφερε να ~σει ~ του βιαστή. Βλ. γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου., δίνω τα χέρια 1. (μτφ.) επισφραγίζω συμφωνία ή συμφιλιώνομαι με κάποιον: Αφού συζήτησαν τις λεπτομέρειες, έδωσαν τα ~.|| Είναι καιρός να δώσετε τα ~ σας και να ξεχάσετε ό,τι έγινε. 2. για χαιρετισμό, χειραψία: Δώσαμε τα ~ και μετά έφυγε ο καθένας για το σπίτι του., δίνω το χέρι 1. κάνω χειραψία. 2. (μτφ.) συμφιλιώνομαι, βοηθώ· κάνω δεκτή πρόταση γάμου: ~ουμε το ~ σε όσους αγωνίζονται για τα λαϊκά συμφέροντα.|| (παλαιότ.) Αρνήθηκε να δώσει το ~ της κόρης του (: να γίνει ο γάμος της με κάποιον)., δίνω/παίρνω στο χέρι: για μετρητά: Μου έδωσε ~ ... ευρώ.|| Πήρε τα χρήματα ~ ~., είναι στο χέρι κάποιου: εξαρτάται απ' αυτόν: ~ ~ σου (= μπορείς) να περάσεις την τάξη. Δεν ~ ~ του να μας απολύσει., είναι/τον έχω του χεριού μου: για πρόσωπο ή κατάσταση που βρίσκεται υπό τον έλεγχό μου: Θέλουν έναν υπάλληλο να είναι ~ τους (πβ. σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε). Τον έχω ~ (= τον κάνω ό,τι θέλω). Πβ. έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου, παίζω στα δάχτυλα, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη. Βλ. τον έχει για πρωινό., ένα (γερό) χέρι ξύλο: για ξυλοδαρμό: Του έδωσε/έριξε/χρειάζεται ~ ~, για να βάλει μυαλό., έρχεται στα χέρια μου: αποκτώ, βρίσκω ή παραλαμβάνω: Δεν ήρθε στα ~ μας το γράμμα σας., έχω (καλό) χέρι (μτφ.): είμαι επιδέξιος, έχω ταλέντο: ~ει καλό ~ στο σχέδιο/στις φωτογραφίες. Δεν ~ ~ (για ζωγραφική)., έχω κάποιον στο χέρι (μου) (μτφ.): έχω στοιχεία εναντίον του και μπορώ να τον εκβιάζω: Της ομολόγησε τα πάντα και τώρα τον έχει ~ ~., έχω μόνο δύο/δυο χέρια! (σπάν.): σε περιπτώσεις που δεν προλαβαίνει να κάνει κάποιος ταυτόχρονα όλα όσα του ζητούν ή επιβάλλεται να γίνουν., έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι: ελέγχω, εξουσιάζω, υπερέχω: Έχει ~ ~ στη σχέση τους. Η ομάδα πήρε ~ ~ μετά το γκολ που πέτυχε. Πβ. είμαι/βρίσκομαι αποπάνω/από πάνω., ήρθαν/πιάστηκαν στα χέρια: τσακώθηκαν παλεύοντας μεταξύ τους: Οι παίκτες των δύο ομάδων λίγο έλειψε να έρθουν ~. Πβ. χειροδικώ., και με τα δυο (τα) χέρια: με σιγουριά και ενθουσιασμό: Τους ψήφισα ~ ~. ΣΥΝ. με χέρια και με πόδια (1), κάτω τα χέρια από ... (συνήθ. σε συνθήματα): απειλητικά για την υπεράσπιση προσώπου ή κατάστασης: ~ ~ από την εργατική τάξη/τα συνδικάτα., κόβω τα χέρια (μτφ.) 1. εμποδίζω, περιορίζω: Χωρίς ρεύμα όλη μέρα, μας κόπηκαν ~. Βλ. κόβω τη φόρα. 2. είμαι απόλυτα σίγουρος για κάτι: ~ ~ μου ότι όλα αυτά είναι ψέματα. ΣΥΝ. κόβω το κεφάλι/χέρι μου, κοντά/μακριά τα χέρια (σου ...)! (προφ.): συνήθ. ως προειδοποίηση ή απειλή για να μην αγγιχθεί, χτυπηθεί, παρενοχληθεί, θιγεί κάποιος ή κάτι., κρύα χέρια, ζεστή καρδιά: λαϊκή ρήση για να δηλωθεί συμπάθεια σε κάποιον που έχει παγωμένα χέρια., με κατεβασμένα χέρια (μτφ.): χωρίς αντίσταση, προσπάθεια: Έχασαν τον αγώνα ~ ~., με τα χέρια/με το χέρι/στο χέρι: χωρίς μαχαιροπίρουνα: Τρώγεται/φάγαμε ~ ~., με τρώει το χέρι μου & (σπάν.) η παλάμη μου 1. ως ένδειξη ότι πρόκειται να πάρω ή να δώσω χρήματα. 2. (μτφ.) θέλω πάρα πολύ να κάνω κάτι: ~ ~ να γράψω ένα σωρό πράγματα, αλλά δεν έχω χρόνο., να μου κοπεί το χέρι (συχνά ως όρκος): για να δηλωθεί ότι κάποιος λέει την αλήθεια ή ότι είναι αποφασισμένος να (μην) (ξανα)κάνει κάτι: ~ ~, αν έκλεψα. Καλύτερα ~ ~ παρά να ..., ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του (ευχή σε δύσκολη κατάσταση): μακάρι να γίνει κάτι: ~ ~ να πάνε όλα καλά στις αυριανές εξετάσεις. Πβ. ο Θεός να δώσει, και ο Θεός βοηθός., όσο περνάει από το χέρι μου: όσο μπορώ: ~ ~ θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω., παίρνω από το χέρι (μτφ.): καθοδηγώ: Με πήρε ~ ~ στη δυσκολότερη στιγμή της ζωής μου.|| Τι θες; Να σε πάρουν ~/χεράκι για να πας;, περνά από πολλά χέρια: βρίσκεται στην ιδιοκτησία ή την κατοχή πολλών ανθρώπων: Το οικόπεδο πέρασε ~., περνά από τα χέρια κάποιου: για κάτι που διευθετείται από ορισμένο πρόσωπο: Περνάνε όλα ~ ~ μου., περνά από το χέρι μου: μπορώ: Αυτό που μου ζητάς δεν ~ ~ (: δεν μπορώ να το κάνω)., περνώ από τα χέρια κάποιου: όταν μαθητεύει κανείς για ορισμένο χρονικό διάστημα κόντα σε κάποιον: Εκατοντάδες μαθητές πέρασαν ~ ~ του., πέφτει στα χέρια κάποιου: περιέρχεται στη δικαιοδοσία ή ιδιοκτησία κάποιου: Οι ληστές έπεσαν ~ της Αστυνομίας.|| Διαβάζει όποιο βιβλίο πέσει ~ του (: βρίσκει συμπτωματικά).|| (απειλητ.) Δε θα πέσεις ~ μου (= δεν θα σε πιάσω); Αλίμονό σου!, πιάνουν τα χέρια/πιάνει το χέρι μου (μτφ.): είμαι επιδέξιος στις χειρωνακτικές εργασίες., σε καλά χέρια: για αξιόπιστο, ικανό και σοβαρό πρόσωπο: Η περιουσία της βρίσκεται ~ ~. Μην ανησυχείς, σε αφήνω ~ ~., σε ξένα χέρια 1. χωρίς την οικογένειά του: Μεγάλωσε ~ ~ (= με θετούς γονείς). 2. (κατ' επέκτ.) στην κυριότητα ανθρώπων που προέρχονται από άλλη χώρα: Αρκετές ελληνικές εταιρείες έχουν περάσει ~ ~., στα χέρια κάποιου: στην κατοχή, υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του: Νέα στοιχεία ~ ~ της Ασφάλειας για τη δολοφονία του ... Πρέπει να πάρεις τη ζωή ~ ~ σου., στο δεξί/αριστερό χέρι (προφ.): δεξιά ή αριστερά: Μετά από εκατό μέτρα, θα δεις στο δεξί σου ~ ένα πάρκινγκ., στο χέρι: με τα χέρια, χειρωνακτικά: κέντημα ~ ~. Φόρεμα ραμμένο ~ ~.|| Απορρυπαντικό για πλύσιμο ~ ~.|| Έπιπλα φτιαγμένα ~ ~ (: χειροποίητα). ΑΝΤ. μηχανικά (2) [< γαλλ. à la main ] , το χέρι της καρδιάς: το αριστερό., τρίβω τα χέρια μου (μτφ.): αισθάνομαι μεγάλη ικανοποίηση, κυρ. λόγω μελλοντικών οικονομικών απολαβών ή άλλων προνομίων: ~ει ~ του από ευχαρίστηση. Οι παραγωγοί ~ουν ~ τους, καθώς η ταινία αναμένεται να κάνει ρεκόρ εισιτηρίων., χαμένος/καμένος από χέρι: για να δηλωθεί σίγουρη αποτυχία, καταστροφή: Η υπόθεση έμοιαζε ~η ~. Είμαστε/πάμε χαμένοι ~, αν το μάθουν., χάνω/ξεφεύγει μέσα από τα χέρια μου: δεν καταφέρνω να αξιοποιήσω, να διατηρήσω ή να πετύχω κάτι που συνήθ. θεωρείται δεδομένο, σίγουρο: Η ομάδα ~σε ~ της τη νίκη.|| (για πρόσ.) Ξέφυγε ~ ~ των Αρχών., χέρι-χέρι/χέρι με χέρι 1. & χεράκι-χεράκι: κρατώντας ο ένας τον άλλο από το χέρι: Περπατούσαμε ~ ~. 2. (μτφ.) για να δηλωθεί ότι κάτι συμβαδίζει με κάτι άλλο: ~ ~ οι δύο ομάδες στη βαθμολογία (ΣΥΝ. κοντά-κοντά). Φοιτητές και καθηγητές διαδήλωσαν ~ ~ (: μαζί, ενωμένοι)., (είναι) το δεξί χέρι κάποιου βλ. δεξιός, (έχω) καθαρά χέρια βλ. καθαρός, (πηγαίνω) με τον σταυρό στο χέρι βλ. σταυρός, αλλάζει χέρια βλ. αλλάζω, απλώνω χέρι βλ. απλώνω, από δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, από πρώτο χέρι βλ. πρώτος, αρπάζω κάτι/κάποιον (μέσα) από τα χέρια κάποιου βλ. αρπάζω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βάζω το χέρι μου στη φωτιά βλ. φωτιά, βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά βλ. καρδιά, γεια στα χέρια σου! βλ. γεια, γλιστρά (μέσα) από τα δάχτυλά/από τα χέρια μου βλ. γλιστρώ, δένω τα χέρια (κάποιου) βλ. δένω, δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι βλ. δίνω, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, ελευθερώνω τα χέρια (κάποιου) βλ. ελευθερώνω, ζητώ το χέρι βλ. ζητώ, κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει βλ. κάλλιο, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου βλ. αδύνατος, κατάσχεση στα χέρια τρίτου βλ. κατάσχεση, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου βλ. τύχη, λερώνω τα χέρια μου βλ. λερώνω, λερώνω τα χέρια μου με αίμα βλ. αίμα, λύνω τα χέρια (κάποιου) βλ. λύνω, με άδεια χέρια βλ. άδειος, με ανάταση του χεριού (/των χεριών) βλ. ανάταση, με γεμάτα χέρια βλ. γεμάτος, με μια βαλίτσα στο χέρι βλ. βαλίτσα, με το κλειδί στο χέρι βλ. κλειδί, με χέρια και με πόδια βλ. πόδι, μένω στα χέρια (κάποιου) βλ. μένω, μετριούνται/είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού) βλ. δάχτυλο, όλα τα δάχτυλα (του χεριού) δεν είναι ίδια/ίσα βλ. δάχτυλο, παίρνω κάτι στα χέρια μου βλ. παίρνω, παίρνω τον νόμο στα χέρια μου βλ. νόμος, περνάει στα χέρια κάποιου βλ. περνώ, σηκώνω στα χέρια (μου) βλ. σηκώνω, σηκώνω τα χέρια ψηλά βλ. σηκώνω, σηκώνω χέρι βλ. σηκώνω, σφίγγω το χέρι κάποιου & σφίγγουμε τα χέρια βλ. σφίγγω, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο βλ. νίβω, υπογράφω και με τα δυο χέρια βλ. υπογράφω, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλησέ/φίλα το βλ. φιλώ [< μεσν. χέριν, γαλλ. main, αγγλ. hand, γερμ. Hand]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.