Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1277 εγγραφές  [0-20]


  • pacta sunt servanda (πρόφ. πάκτα σουντ σερβάντα): ΝΟΜ. βασική αρχή στο δίκαιο βάσει της οποίας οι συμφωνίες πρέπει να τηρούνται από τους συμβαλλόμενους. [< λατ.]
  • persona non grata {πληθ. personae non gratae} (πρόφ. περσόνα νον γκράτα): ΝΟΜ. ανεπιθύμητο πρόσωπο· ξένος διπλωμάτης που χαρακτηρίζεται ανεπιθύμητος σε μια χώρα και είτε υποχρεούται να την εγκαταλείψει αμέσως είτε απαγορεύεται η είσοδός του σε αυτή. [< λατ., αγγλ. ~, 1904]
  • αβλαβής , ής, ές [ἀβλαβής] α-βλα-βής επίθ. {αβλαβ-ούς | -είς (ουδ. -ή} 1. (επίσ.) που δεν προκαλεί βλάβη, φθορά ή κίνδυνο: ~ής: ακτινοβολία/(διαγνωστική, θεραπευτική) μέθοδος. ~ές: εντομοκτόνο/προϊόν/χημικό στοιχείο. ~είς: πηγές ενέργειας. ~ή: ζώα (ΣΥΝ. άκακα)/υλικά. Ουσία ατοξική και ~ για τον ανθρώπινο οργανισμό/το περιβάλλον. Πβ. αθώος, ακίνδυνος. ΑΝΤ. επικίνδυνος.|| (σπάν. και ως ουσ.) Το ~ές των τροφίμων. ΑΝΤ. βλαβερός, βλαπτικός, επιβλαβής 2. (σπάν.-λόγ.) που δεν τον έχουν βλάψει, που δεν έχει υποστεί κακοποίηση: Έμεινε/επέζησε/σώθηκε ~. Βρέθηκε ζωντανός και ~. ● επίρρ.: αβλαβώς [-ῶς] (λόγ.) ● ΣΥΜΠΛ.: αβλαβής διέλευση: ΝΟΜ. διέλευση σκάφους με σταθερή πορεία και ταχύτητα μέσα από την αιγιαλίτιδα ζώνη, έτσι ώστε να μη διαταράσσεται η ασφάλεια, η ειρήνη και η τάξη του παράκτιου κράτους: ~ ~ και ελεύθερη ναυσιπλοΐα. [< αγγλ. innocent passage, 1958, γαλλ. passage inoffensif] ● ΦΡ.: σώος και αβλαβής (εμφατ.): που δεν έχει υποστεί βλάβη, που παραμένει ακέραιος, υγιής: Ανασύρθηκε από τα συντρίμμια ~ και ~ (: χωρίς να έχει πάθει το παραμικρό). [< αρχ. ἀβλαβής]
  • άγγελος [ἄγγελος] άγ-γε-λος ουσ. (αρσ.) {αγγέλ-ου | -ων, -ους} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συχνά με κεφαλ. Α) αόρατο, ασώματο και αθάνατο πνεύμα, φορέας της βούλησης του Θεού και κατ' επέκτ. η συμβολική του απεικόνιση: ~ Kυρίου/πρωτοστάτης. ~ εξ ουρανού. ~ με φτερά (= φτερωτός)/ντυμένος στα λευκά. Εμφανίστηκε μπροστά του με τη μορφή ~ου. Βλ. Αρχ~, Αρχές, Δυνάμεις, Εξουσίες, Θρόνοι, Κυριότητες, Σεραφείμ, Χερουβείμ. Βλ. διάβολος. 2. (μτφ.) άτομο με χαρακτηριστικά αγγέλου, κυρ. ομορφιά, αγνότητα ή καλοσύνη: ξανθός ~ (: πανέμορφη ξανθιά κοπέλα). Τι κούκλος είναι αυτός; Σωστός ~! Βλ. αγγελική ομορφιά. 3. (επίσ.) αγγελιοφόρος: ~ ειρήνης. Βλ. προ~. 4. ΝΟΜ. πρόσωπο το οποίο μεταφέρει απλώς τη δήλωση βούλησης ατόμου που επιθυμεί να προχωρήσει σε δικαιοπραξία. 5. ΦΙΛΟΛ. πρόσωπο της αρχαίας τραγωδίας που ανακοίνωνε στους θεατές όσα συνέβαιναν εκτός σκηνής. Βλ. εξ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άγγελος θανάτου: ο Χάρος και γενικότ. καθετί που προκαλεί τον θάνατο πολλών ανθρώπων: Τον βρήκε ο ~ του ~ (= πέθανε)., άγγελος σωτηρίας: από μηχανής θεός: Την τελευταία στιγμή εμφανίστηκε σαν ~ ~., άγγελος του ελέους: πρόσωπο που προσφέρει απροσδόκητη και καλοδεχούμενη βοήθεια: Υπήρξε πραγματικός ~ ~ για εκατοντάδες ασθενείς., έκπτωτος/εκπεσών άγγελος 1. ΘΕΟΛ. δαίμονας που αποστάτησε και εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο. Πβ. διάβολος, Εωσφόρος, Σατανάς. 2. (μτφ.) για άτομο εκδιωγμένο, ξεπεσμένο: Ο ήρωας της ταινίας είναι ένας ~ ~ εξορισμένος από παντού., ο καλός μου/σου/του άγγελος: φύλακας και προστάτης: Κάποιος ~ μου ~ με φύλαξε. [< γερμ. mein guter Engel] , φύλακας άγγελος: αγαθό πνεύμα που προστατεύει τους ανθρώπους και γενικότ. κάθε άτομο ή οτιδήποτε ενεργεί ανάλογα: Ο Άγιος Νικόλαος είναι ~ ~ των ναυτικών.|| Ο τερματοφύλακας αποδείχτηκε ~ ~ της ομάδας. Βλ. άγγελος σωτηρίας., επιχειρηματικοί άγγελοι βλ. επιχειρηματικός, μαλλιά αγγέλου βλ. μαλλί ● ΦΡ.: άγγελέ μου! (οικ.): προσφώνηση τρυφερότητας, θαυμασμού, στοργής., άγγελος ή προάγγελος κακών/καλών ειδήσεων: πρόσωπο που ανακοινώνει ένα δυσάρεστο/ευχάριστο συμβάν: Δεν θέλω να γίνω ~ κακών ειδήσεων (σπάν. μαντάτων/μηνυμάτων/νέων), αλλά ..., δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό (προφ.): για πολύ τσιγκούνη άνθρωπο: Είναι ένας σπάγγος, ούτε ~ ~ δεν δίνει!, είδε τον άγγελό του (σπάν.-λαϊκό): για ετοιμοθάνατο., ζωγραφίζει/φτιάχνει αγγέλους: δημιουργεί, πλάθει αριστουργήματα: Είναι μεγάλος μάστορας, ~ ~!, η γειτονιά/στην αγκαλιά των αγγέλων βλ. γειτονιά [< 1,2: μτγν. ἄγγελος 3,4,5: αρχ. ἄγγελος, γαλλ. ange, αγγλ. angel, γερμ. Εngel]
  • αγροζημία [ἀγροζημία] α-γρο-ζη-μί-α ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. κάθε αδίκημα που γίνεται σε βάρος ξένης αγροτικής περιουσίας: ~ες, κλοπές και αγρονομικές παραβάσεις.
  • αγρολήπτης [ἀγρολήπτης] α-γρο-λή-πτης ουσ. (αρσ.) (συνήθ. παλαιότ.): ΝΟΜ. πρόσωπο που αναλαμβάνει με ειδική συμφωνία την καλλιέργεια ξένης αγροτικής έκτασης: επίμορτος ~. Μισθωτής ή ~ της γεωργικής εκμετάλλευσης. Κολίγοι και ~ες. Βλ. -λήπτης. ΣΥΝ. σέμπρος
  • αγροληψία [ἀγροληψία] α-γρο-λη-ψί-α ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): ΝΟΜ. εκμετάλλευση ξένων αγροτικών εκτάσεων κατόπιν ειδικής συμφωνίας. Βλ. αγρομίσθωση, -ληψία. ● ΣΥΜΠΛ.: επίμορτη/επίμορτος αγροληψία: ΝΟΜ. συμφωνία για μίσθωση αγροκτήματος, κατά την οποία το ετήσιο μίσθωμα ορίζεται σε ποσοστό επί των παραγόμενων καρπών.
  • αγρομίσθωση [ἀγρομίσθωση] α-γρο-μί-σθω-ση ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. μίσθωση αγροτικής έκτασης για εκμετάλλευση με καταβολή χρηματικού ποσού. Βλ. αγροληψία.
  • αγρονομείο [ἀγρονομεῖο] α-γρο-νο-μεί-ο ουσ. (ουδ.): ΝΟΜ. τμήμα της αγροφυλακής, με επικεφαλής τον αγρονόμο· συνεκδ. το σχετικό οίκημα: άδεια γεώτρησης από το ~.
  • αγρονομία [ἀγρονομία] α-γρο-νο-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. οι νόμοι και οι διατάξεις που αναφέρονται στην αγροκαλλιέργεια· (συνήθ. συνεκδ.) η σχετική δημόσια υπηρεσία ή/και οι υπάλληλοί της. 2. ΓΕΩΠ. (καταχρ. για τη γεωπονία) η επιστήμη που μελετά ζητήματα βιολογικής, χημικής ή άλλης φύσεως που σχετίζονται με την καλλιέργεια της γης. Πβ. αγροτεχνική. Βλ. αγροχημεία, -νομία. [< 1: μεσν. αγρονομία 'το αξίωμα του αγρονόμου' 2: γαλλ. agronomie, αγγλ. agronomy]
  • αγρονομικός , ή, ό [ἀγρονομικός] α-γρο-νο-μι-κός επίθ.: ΝΟΜ. που σχετίζεται με την αγρονομία: ~ές: διατάξεις/παραβάσεις. [< γαλλ. agronomique, αγγλ. agronomic]
  • αγροτικός , ή, ό [ἀγροτικός] α-γρο-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την πρωτογενή παραγωγή αγαθών (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία) ή τους αγρότες: ~ός: κλήρος (= μερίδιο γης)/κόσμος/οικισμός/πληθυσμός/σύλλογος/συνεταιρισμός (: για τη διάθεση των αγροτικών προϊόντων και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των παραγωγών)/τομέας. ~ή: ανάπτυξη/βιομηχανία (= αγροτοβιομηχανία)/δραστηριότητα/εκμετάλλευση (βλ. φάρμα)/επιχείρηση (= αγροεπιχείρηση)/κατοικία/κοινωνία/οικογένεια/παραγωγή/τάξη (ΣΥΝ. αγροτιά. Βλ. αστική τάξη). ~ό: δάνειο/(ΝΟΜ.) δίκαιο/εισόδημα/κίνημα. ~ές: εκτάσεις/εργασίες/καλλιέργειες. ~ά: μηχανήματα/προϊόντα/χρέη. Βλ. αντι~, παν~, φιλο~. ΣΥΝ. γεωργικός 2. που σχετίζεται με την ύπαιθρο: ~ός: διανομέας (= ταχυδρόμος)/δρόμος. ~ή: ζωή. ~ό: σπίτι (= αγροτόσπιτο, αγροικία). ~ά: ακίνητα (: που προορίζονται για γεωργική ή κτηνοτροφική εκμετάλλευση και βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως ή οικισμού). ΑΝΤ. αστικός (1) ● Ουσ.: αγροτικό (το) 1. φορτηγάκι (συνήθ. με καρότσα) ή τζιπ κατάλληλο για αγροτικές εργασίες. 2. {χωρ. πληθ.} υποχρεωτική υπηρεσία κάθε νέου γιατρού στην επαρχία: Πρέπει να κάνει το ~ του κι έπειτα να πάρει ειδικότητα. Πβ. υπηρεσία υπαίθρου.|| (μτφ., για σύλλογο ή ποδοσφαιριστή) Έκανε το ~ του στη Β' Εθνική και επέστρεψε στη Σούπερ Λιγκ. ● ΣΥΜΠΛ.: άγονο αγροτικό (ιατρείο): που βρίσκεται σε δυσπρόσιτη περιοχή., αγροτικές φυλακές {σπάν. στον εν.}: των οποίων οι τρόφιμοι κινούνται ελεύθερα και απασχολούνται σε αγροτικές κυρ. εργασίες με αποτέλεσμα τη μείωση της ποινής τους στο ήμισυ., αγροτική εκμετάλλευση: μονάδα παραγωγής αγροτικών προϊόντων, η οποία αναλαμβάνει και την αποθήκευση, τυποποίηση, συσκευασία και διακίνησή τους, ενώ δραστηριοποιείται και στη διαχείριση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας καθώς και στον αγροτουριστικό τομέα: οικογενειακή ~ ~. Κάτοχος ~ής ~ης., αγροτική μεταρρύθμιση: ΠΟΛΙΤ. που στοχεύει στην αναδιανομή των καλλιεργούμενων εκτάσεων προς όφελος των ακτημόνων ή των μικρών ιδιοκτητών., αγροτική οικονομία: ΟΙΚΟΝ. κλάδος που ασχολείται με ζητήματα παραγωγής και διάθεσης των αγροτικών προϊόντων, ανάπτυξης και διαχείρισης της σχετικής παραγωγής. [< γαλλ. économie rurale] , αγροτική πολιτική: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των οικονομικών μέτρων για την προστασία των εργαζομένων στον πρωτογενή τομέα: Κοινή ~ ~ (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γερμ. Agrarpolitik] , αγροτικός γιατρός: που εκτελεί υποχρεωτική υπηρεσία στην επαρχία για ορισμένο χρονικό διάστημα., αγροτική πίστη βλ. πίστη, αγροτικός τουρισμός βλ. τουρισμός, δημοπρατήριο αγροτικών προϊόντων βλ. δημοπρατήριο, κλειστή αγροτική οικονομία βλ. κλειστός [< μεσν. αγροτικός, γαλλ. agricole, rural, champêtre, αγγλ. agrarian]
  • αγωγή [ἀγωγή] α-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. συστηματική διαδικασία για την ψυχική, πνευματική μόρφωση και σωματική διάπλαση του ανθρώπου, εκπαίδευση, κατάρτιση σε ένα ορισμένο αντικείμενο ή ανατροφή: αισθητική/διαπολιτισμική/εικαστική/ελληνική/επαγγελματική/ηθική/θεατρική/θρησκευτική/καλλιτεχνική/κοινωνική/μουσειακή/πολυπολιτισμική/προγεννητική (: προετοιμασία για τον γονεϊκό ρόλο)/προσχολική/στρατιωτική/συμβουλευτική/συναισθηματική/υποχρεωτική/χριστιανική ~. ~ νου και ψυχής (πβ. γαλούχηση). ~ του καταναλωτή. Προβλήματα ~ής και παιδείας (πβ. διαπαιδαγώγηση).|| (για άνθρωπο:) με/χωρίς ~ (: με καλή ανατροφή/ανάγωγος). Έχει λάβει ~/στερείται ~ής από το σπίτι. Έδωσε καλή ~ στα παιδιά του. Βλ. δι~. 2. ΝΟΜ. αίτηση δικαστικής προστασίας με σκοπό την ικανοποίηση προσβαλλόμενου δικαιώματος και συνεκδ. το έγγραφο με το οποίο υποβάλλεται η ανωτέρω αίτηση (το δικόγραφό της): δικαστική/ένδικη/ποινική ~. ~ διαζυγίου/έξωσης (λόγω ιδιοχρησίας). ~ για ηθική βλάβη/καταβολή αποζημίωσης/συκοφαντική δυσφήμιση. ~ εναντίον/κατά/σε βάρος (κάποιου). Ασκώ/εγείρω/κάνω (πβ. ενάγω)/καταθέτω/κινώ/προβαίνω σε/προχωρώ σε/υποβάλλω ~. Απορρίπτεται/γίνεται δεκτή/κοινοποιείται/συζητείται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο η ~. Αξίωσε με ~ την αναγνώριση της πατρότητας. Βλ. αναφορά, αντ~, καταγγελία, μήνυση, προσ~. 3. ΙΑΤΡ. συστηματική αντιμετώπιση ενός προβλήματος υγείας: αντιμικροβιακή/αντιπηκτική/εναλλακτική/θεραπευτική/ιατροφαρμακευτική/παρηγορητική/προληπτική/συντηρητική/φαρμακευτική ~. ~ για αντιμετώπιση επιπλοκών/οστεοπόρωση/υπέρταση. Ο γιατρός όρισε ~ με δίαιτα/φάρμακα. Πβ. θεραπεία, κούρα. 4. ΦΥΣ. μετάδοση ενέργειας μέσα από ένα υλικό μέσο: ~ ηλεκτρισμού/θερμότητας. Βλ. αγώγιμος, εισ~, εξ~, περι~. ● ΣΥΜΠΛ.: αγωγή κακοδικίας: ΝΟΜ. που ασκεί κάποιος εναντίον δικαστικού λειτουργού ή δικηγόρου για ζημία σε βάρος του, λόγω αμέλειας ή παραδρομής κατά την άσκηση των καθηκόντων του: Δικαστήριο Αγωγών ~., αγωγή του πολίτη & Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή: σχολικό μάθημα και βιβλίο που αναφέρεται στη λειτουργία της κοινωνίας και τη διοίκηση των δήμων, καθώς και στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών., αγωγή υγείας: δραστηριότητα που στοχεύει στη βελτίωση της ποιότητας ζωής μέσω της ενημέρωσης και της ευαισθητοποίησης σε θέματα υγείας: προγράμματα ~ής ~ στα σχολεία., γλωσσική αγωγή: που στοχεύει στην καλλιέργεια της γλώσσας και συγκεκριμένα του προφορικού λόγου, της ακρόασης, της ανάγνωσης και της γραφής: ~ ~ στο νηπιαγωγείο. Αξιοποίηση των υπολογιστών στη ~ ~., ειδική αγωγή/εκπαίδευση: αγωγή ατόμων που αποκλίνουν σε σημαντικό βαθμό διανοητικά, σωματικά, κοινωνικά ή συναισθηματικά από αυτόν που θεωρείται φυσιολογικός: ~ ~ κωφών. ~ ~ και αυτισμός. [< αγγλ. special education, 1921] , κυκλοφοριακή αγωγή: που αποσκοπεί στην εκμάθηση της σωστής οδικής κυκλοφορίας οχημάτων και πεζών: ~ ~ παιδιών ηλικίας ως δώδεκα ετών., περιβαλλοντική αγωγή: διαδικασία που οδηγεί στην ανάπτυξη ικανοτήτων και στάσεων απαραίτητων για την κατανόηση και την εκτίμηση της σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο, τον πολιτισμό του και το βιοφυσικό περιβάλλον και κυρ. την προστασία του τελευταίου: οικολογική παιδεία και ~ ~. Βιώσιμη ανάπτυξη με την ~ ~. Ευαισθητοποίηση των μαθητών σε θέματα ~ής ~ής. [< αγγλ. environmental education] , πολιτική αγωγή: ΝΟΜ. (σε ποινικό δικαστήριο) αξιώσεις αστικής φύσεως (για αποζημίωση, αποκατάσταση, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης), όπως και ποινικές, οι οποίες προκύπτουν από έγκλημα· ειδικότ. ο παθών ή κυρ. καταχρ. ο δικηγόρος του παθόντος: Ο εκπρόσωπος/ο συνήγορος της ~ής ~ής. Οι συγγενείς των θυμάτων μπορούν να παραστούν στο δικαστήριο ως ~ ~., σεξουαλική αγωγή/διαπαιδαγώγηση: που έχει ως στόχο την εξοικείωση με τη σεξουαλικότητα του ανθρώπου, με θέματα ανατομίας και υγιεινής και την ενημέρωση σχετικά με την αντισύλληψη και την αναπαραγωγή: ~ ~ στα σχολεία. Διαφυλικές σχέσεις/έφηβοι και ~ ~. [< αγγλ. sex(ual) education, 1920, γαλλ. éducation sexuelle] , φυσική/σωματική/αθλητική αγωγή: σύνολο κινητικών και αισθητικών δραστηριοτήτων που αποβλέπουν στη βιολογική, κοινωνική και πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου και την καλλιέργεια της συνεργασίας, της ομαδικότητας και της πειθαρχίας, γυμναστική· ειδικότ. το αντίστοιχο σχολικό μάθημα: ~ ~ των νέων/στο σχολείο. Βλ. αθλητισμός.|| Διδάσκω/σπούδασε ~ ~. [< αγγλ. physical education] , αναγνωριστική αγωγή βλ. αναγνωριστικός, αντισταθμιστική αγωγή/εκπαίδευση βλ. αντισταθμιστικός, διεκδικητική αγωγή βλ. διεκδικητικός, καταψηφιστική αγωγή βλ. καταψηφιστικός, ρυθμική αγωγή βλ. ρυθμικός ● ΦΡ.: αγωγή περί κλήρου βλ. κλήρος [< 1: αρχ. ἀγωγή, 2: μτγν. 3: γαλλ. procès, 4: αγγλ. conduction]
  • αγώγιμος , η, ο [ἀγώγιμος] α-γώ-γι-μος επίθ. 1. ΦΥΣ. που έχει την ιδιότητα να μεταφέρει θερμότητα ή ηλεκτρισμό: ~η: σύνδεση. ~ο: μέσο/μέταλλο/πηνίο/υλικό. Ηλεκτρικά ~ο σώμα. Βλ. ημι~, μετ~, υπερ~. 2. ΝΟΜ. που μπορεί να ικανοποιηθεί δικαστικά με αγωγή: ~η: αξίωση. Αναγνωρίζω/αποκτώ/γεννάται/έχω/θεμελιώνω/θεσμοθετώ/καθιερώνω/παρέχω/στηρίζομαι σε/συνιστά/υπάρχει ~ο δικαίωμα εις βάρος/εναντίον/κατά (κάποιου)/να ... /σε (κάτι). Βλ. εξ~, παρ~. ● Ουσ.: αγώγιμο (το): ΝΟΜ. δυνατότητα προσφυγής σε ένδικα μέσα (άσκηση αγωγής) για κατοχύρωση δικαιώματος. [< 1: αρχ. ἀγώγιμος ‘που μπορεί να μεταφερθεί’, γαλλ. conductible]
  • αδιάθετος , η, ο [ἀδιάθετος] α-δι-ά-θε-τος επίθ. 1. που νιώθει αδιαθεσία: Αισθάνομαι ~. Ήταν στο κρεβάτι ~ με πυρετό. Δεν θα έρθω στη δουλειά, είμαι λίγο ~η. Πβ. κακοδιάθετος. 2. (για γυναίκα) που έχει έμμηνο ρύση, περίοδο. 3. που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ή πουληθεί: ~η: παραγωγή/ποσότητα/σοδειά. ~ο: υπόλοιπο. ~ες: θέσεις/μετοχές. ~α: κονδύλια/οικόπεδα/προϊόντα (= απούλητα). Μεγάλος αριθμός εισιτηρίων παραμένει ~. 4. ΝΟΜ. που δεν κληρονομήθηκε με διαθήκη ή (για πρόσ.) που δεν άφησε διαθήκη: ~η: κληρονομιά/περιουσία. ● ΦΡ.: εξ αδιαθέτου: ΝΟΜ. χωρίς διαθήκη: διαδοχή/κληρονόμοι ~ ~. [< γαλλ. ab intestat] [< 1,2: γαλλ. indisposé 3,4: μτγν. ἀδιάθετος]
  • αδιαίρετος , ος/η, ο [ἀδιαίρετος] α-δι-αί-ρε-τος επίθ. {(λόγ.) -έτου} 1. που δεν έχει ή δεν μπορεί να διαιρεθεί, να χωριστεί σε μέρη: ~ος: αριθμός. ~η: ιδιοκτησία. ~ο: μερίδιο. Τα πρωτόνια δεν είναι ~α. Πβ. αδιαχώριστος. 2. (μτφ.) που δεν διασπάται, δεν διχάζεται: ~ος: λαός (= ενωμένος, ΑΝΤ. διαιρεμένος, διασπασμένος, διχασμένος). ~η: ενότητα (= αδιάσπαστη)/εξουσία. ~ο: έργο/όλον. ● Ουσ.: αδιαίρετο (το): η ιδιότητα του ενιαίου, του αδιάσπαστου: (ΘΕΟΛ.) Το ~ και ομοούσιο της Αγίας Τριάδας. (ΝΟΜ.) Το ~ των εκμεταλλεύσεων. ● επίρρ.: αδιαίρετα & (λόγ.) αδιαιρέτως ● ΦΡ.: εξ αδιαιρέτου: ΝΟΜ. για συγκυριότητα περιουσιακού στοιχείου από δύο ή περισσότερους δικαιούχους: ~ ~ ιδιοκτήτες/κτήμα. Μου ανήκει ~ ~ 50% του διαμερίσματος/οικοπέδου. Βλ. αδιανέμητος, από κοινού. [< γαλλ. par indivis, πβ. μεσν. εξαδιαιρέτως] , ενιαίος και αδιαίρετος βλ. ενιαίος [< αρχ. ἀδιαίρετος]
  • αδιαμαρτύρητος , α, ο [ἀδιαμαρτύρητος] α-δι-α-μαρ-τύ-ρη-τος επίθ. 1. που γίνεται χωρίς διαμαρτυρία: ~η: αποδοχή/εκτέλεση (καθήκοντος)/υποταγή. Πβ. αγόγγυστος, καρτερ-, υπομονετ-ικός. 2. ΝΟΜ. που γίνεται χωρίς διαμαρτύρηση: ~η: επιταγή/συναλλαγματική. ~ο: γραμμάτιο. ΑΝΤ. διαμαρτυρημένος. ● επίρρ.: αδιαμαρτύρητα: Άκουσε τις κατηγορίες/υποφέρει ~. [< αγγλ. unprotested]
  • αδιάστικτος , η, ο [ἀδιάστικτος] α-δι-ά-στι-κτος επίθ. (σπάν.): ΝΟΜ. ρητός, κατηγορηματικός: ~η: αναφορά/διάταξη/διατύπωση. [< μτγν. ἀδιάστικτος]
  • αδίκημα [ἀδίκημα] α-δί-κη-μα ουσ. (ουδ.) {αδικήμ-ατος | -ατα, -άτων}: ΝΟΜ. παράβαση του νόμου και γενικότ. πράξη ή παράλειψη που επιφέρει τιμωρία: αστικό/αυτόφωρο/οικονομικό/πειθαρχικό/ποινικό/στρατιωτικό/φορολογικό ~. Ποινικά κολάσιμο ~. ~ εξ αμελείας/εκ προμελέτης/κατά προσώπου. Πράξη που στοιχειοθετεί ~. Διαπράττω/καταγγέλλω ένα ~. Καταδικάστηκε/κατηγορείται/συνελήφθη για ~. Δράστης/τέλεση ~ατος. Παραγραφή ~άτων. Βλ. πλημμέλημα, πταίσμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ιδιώνυμο αδίκημα/έγκλημα: ΝΟΜ. η ποινή του οποίου διαφοροποιείται από εκείνες των αδικημάτων στα οποία υπάγεται. [< γαλλ. délit particulier] , πολιτικό έγκλημα/αδίκημα βλ. έγκλημα [< αρχ. ἀδίκημα, γαλλ. délit]
  • αδικοπρακτικός , ή, ό [ἀδικοπρακτικός] α-δι-κο-πρα-κτι-κός επίθ.: ΝΟΜ. που σχετίζεται με την αδικοπραξία: ~ή: ευθύνη/συμπεριφορά. ~ές: ενοχές. [< γαλλ. délictuel]

αγγελική

αγγελική [ἀγγελική] αγ-γε-λι-κή ουσ. (θηλ.) ΒΟΤ. 1. αρωματικός καλλωπιστικός θάμνος (γένος Pittosporum) με λευκοκίτρινα συνήθ. άνθη 2. γένος αρωματικών ποωδών φυτών (οικογ. Umbelliferae). [< 2: αγγλ. angelica, γαλλ. angélique]

άγγελος

άγγελος [ἄγγελος] άγ-γε-λος ουσ. (αρσ.) {αγγέλ-ου | -ων, -ους} 1. ΕΚΚΛΗΣ. (συχνά με κεφαλ. Α) αόρατο, ασώματο και αθάνατο πνεύμα, φορέας της βούλησης του Θεού και κατ' επέκτ. η συμβολική του απεικόνιση: ~ Kυρίου/πρωτοστάτης. ~ εξ ουρανού. ~ με φτερά (= φτερωτός)/ντυμένος στα λευκά. Εμφανίστηκε μπροστά του με τη μορφή ~ου. Βλ. Αρχ~, Αρχές, Δυνάμεις, Εξουσίες, Θρόνοι, Κυριότητες, Σεραφείμ, Χερουβείμ. Βλ. διάβολος. 2. (μτφ.) άτομο με χαρακτηριστικά αγγέλου, κυρ. ομορφιά, αγνότητα ή καλοσύνη: ξανθός ~ (: πανέμορφη ξανθιά κοπέλα). Τι κούκλος είναι αυτός; Σωστός ~! Βλ. αγγελική ομορφιά. 3. (επίσ.) αγγελιοφόρος: ~ ειρήνης. Βλ. προ~. 4. ΝΟΜ. πρόσωπο το οποίο μεταφέρει απλώς τη δήλωση βούλησης ατόμου που επιθυμεί να προχωρήσει σε δικαιοπραξία. 5. ΦΙΛΟΛ. πρόσωπο της αρχαίας τραγωδίας που ανακοίνωνε στους θεατές όσα συνέβαιναν εκτός σκηνής. Βλ. εξ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άγγελος θανάτου: ο Χάρος και γενικότ. καθετί που προκαλεί τον θάνατο πολλών ανθρώπων: Τον βρήκε ο ~ του ~ (= πέθανε)., άγγελος σωτηρίας: από μηχανής θεός: Την τελευταία στιγμή εμφανίστηκε σαν ~ ~., άγγελος του ελέους: πρόσωπο που προσφέρει απροσδόκητη και καλοδεχούμενη βοήθεια: Υπήρξε πραγματικός ~ ~ για εκατοντάδες ασθενείς., έκπτωτος/εκπεσών άγγελος 1. ΘΕΟΛ. δαίμονας που αποστάτησε και εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο. Πβ. διάβολος, Εωσφόρος, Σατανάς. 2. (μτφ.) για άτομο εκδιωγμένο, ξεπεσμένο: Ο ήρωας της ταινίας είναι ένας ~ ~ εξορισμένος από παντού., ο καλός μου/σου/του άγγελος: φύλακας και προστάτης: Κάποιος ~ μου ~ με φύλαξε. [< γερμ. mein guter Engel] , φύλακας άγγελος: αγαθό πνεύμα που προστατεύει τους ανθρώπους και γενικότ. κάθε άτομο ή οτιδήποτε ενεργεί ανάλογα: Ο Άγιος Νικόλαος είναι ~ ~ των ναυτικών.|| Ο τερματοφύλακας αποδείχτηκε ~ ~ της ομάδας. Βλ. άγγελος σωτηρίας., επιχειρηματικοί άγγελοι βλ. επιχειρηματικός, μαλλιά αγγέλου βλ. μαλλί ● ΦΡ.: άγγελέ μου! (οικ.): προσφώνηση τρυφερότητας, θαυμασμού, στοργής., άγγελος ή προάγγελος κακών/καλών ειδήσεων: πρόσωπο που ανακοινώνει ένα δυσάρεστο/ευχάριστο συμβάν: Δεν θέλω να γίνω ~ κακών ειδήσεων (σπάν. μαντάτων/μηνυμάτων/νέων), αλλά ..., δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό (προφ.): για πολύ τσιγκούνη άνθρωπο: Είναι ένας σπάγγος, ούτε ~ ~ δεν δίνει!, είδε τον άγγελό του (σπάν.-λαϊκό): για ετοιμοθάνατο., ζωγραφίζει/φτιάχνει αγγέλους: δημιουργεί, πλάθει αριστουργήματα: Είναι μεγάλος μάστορας, ~ ~!, η γειτονιά/στην αγκαλιά των αγγέλων βλ. γειτονιά [< 1,2: μτγν. ἄγγελος 3,4,5: αρχ. ἄγγελος, γαλλ. ange, αγγλ. angel, γερμ. Εngel]

αγροληψία

αγροληψία [ἀγροληψία] α-γρο-λη-ψί-α ουσ. (θηλ.) (παλαιότ.): ΝΟΜ. εκμετάλλευση ξένων αγροτικών εκτάσεων κατόπιν ειδικής συμφωνίας. Βλ. αγρομίσθωση, -ληψία. ● ΣΥΜΠΛ.: επίμορτη/επίμορτος αγροληψία: ΝΟΜ. συμφωνία για μίσθωση αγροκτήματος, κατά την οποία το ετήσιο μίσθωμα ορίζεται σε ποσοστό επί των παραγόμενων καρπών.

αγρομίσθωση

αγρομίσθωση [ἀγρομίσθωση] α-γρο-μί-σθω-ση ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. μίσθωση αγροτικής έκτασης για εκμετάλλευση με καταβολή χρηματικού ποσού. Βλ. αγροληψία.

αγροχημεία

αγροχημεία [ἀγροχημεία] α-γρο-χη-μεί-α ουσ. (θηλ.): ΧΗΜ. τομέας της εφαρμοσμένης χημείας που μελετά τις χημικές εισροές στη φυτική παραγωγή και κατ' επέκτ. ασχολείται με την παραγωγή λιπασμάτων, φυτοπροστατευτικών ουσιών και φυτοορμονών: περιβαλλοντική ~. ~ και βιολογικές καλλιέργειες. [< γαλλ. agrochimie, 1960]

αγώγιμος

αγώγιμος, η, ο [ἀγώγιμος] α-γώ-γι-μος επίθ. 1. ΦΥΣ. που έχει την ιδιότητα να μεταφέρει θερμότητα ή ηλεκτρισμό: ~η: σύνδεση. ~ο: μέσο/μέταλλο/πηνίο/υλικό. Ηλεκτρικά ~ο σώμα. Βλ. ημι~, μετ~, υπερ~. 2. ΝΟΜ. που μπορεί να ικανοποιηθεί δικαστικά με αγωγή: ~η: αξίωση. Αναγνωρίζω/αποκτώ/γεννάται/έχω/θεμελιώνω/θεσμοθετώ/καθιερώνω/παρέχω/στηρίζομαι σε/συνιστά/υπάρχει ~ο δικαίωμα εις βάρος/εναντίον/κατά (κάποιου)/να ... /σε (κάτι). Βλ. εξ~, παρ~. ● Ουσ.: αγώγιμο (το): ΝΟΜ. δυνατότητα προσφυγής σε ένδικα μέσα (άσκηση αγωγής) για κατοχύρωση δικαιώματος. [< 1: αρχ. ἀγώγιμος ‘που μπορεί να μεταφερθεί’, γαλλ. conductible]

αδιανέμητος

αδιανέμητος, η, ο [ἀδιανέμητος] α-δι-α-νέ-μη-τος επίθ. (επίσ.): που δεν έχει διανεμηθεί, δεν έχει μοιραστεί: ~η: περιουσία (ΣΥΝ. αδιαίρετη, αμοίραστη). ~α: κέρδη. ΑΝΤ. διανεμημένος. [< μτγν. ἀδιανέμητος]

αθλητισμός

αθλητισμός [ἀθλητισμός] α-θλη-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΑΘΛ. το σύνολο των αθλημάτων, η συστηματική ενασχόληση με αυτά και γενικότ. η οργανωτική δομή του αθλητικού συστήματος: αγωνιστικός/επαγγελματικός/ερασιτεχνικός/λαϊκός/μαζικός/σχολικός/χειμερινός ~. ~ ατόμων με αναπηρίες ή ειδικές ανάγκες/υψηλών επιδόσεων. Γενική Γραμματεία/μουσείο/οργανισμός/πρόγραμμα ~ού. Αγαπώ τον/ασχολούμαι με τον/διακρίνομαι στον/επιδίδομαι στον/κάνω ~ό. Βλ. αερ~, ναυτ~, πρωτ~, -ισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: κλασικός αθλητισμός & αθλητισμός στίβου: το σύνολο των αθλημάτων της κλασικής αρχαιότητας που έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα και (ειδικότ.-καταχρ.) τα αγωνίσματα στίβου (άλματα, δρόμοι, ρίψεις)., μηχανοκίνητος αθλητισμός & μηχανοκίνητα σπορ/αθλήματα: το σύνολο των αθλημάτων που διεξάγονται με μηχανικά μέσα: Οι αγώνες μοτοσικλέτας, η φόρμουλα 1, το τζετ σκι ανήκουν στον ~ο ~ό. [< γαλλ. athlétisme]

αναγνωριστικός

αναγνωριστικός, ή, ό [ἀναγνωριστικός] α-να-γνω-ρι-στι-κός επίθ.: που γίνεται με σκοπό την αναγνώριση, τη συλλογή πληροφοριών: ~ή: έρευνα/κίνηση/μελέτη. ~ό: σήμα.~ά: στοιχεία. Πριν αποφασίσω τι θα αγοράσω, κάνω μια ~ή βόλτα/ρίχνω μια ~ή ματιά στα μαγαζιά (βλ. έρευνα αγοράς). Πβ. διερευνητικός.|| (ΝΟΜ.) ~ή: απόφαση (δικαστηρίου)/πράξη (: για την αναγνώριση της ύπαρξης υποχρέωσης ή δικαιοπραξίας).|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ή: αποστολή/πτήση. ~ό: αεροσκάφος. Βλ. κατασκοπευτικός. ● επίρρ.: αναγνωριστικά ● ΣΥΜΠΛ.: αναγνωριστική αγωγή: ΝΟΜ. με την οποία ο ενάγων ζητά τη δικαστική αναγνώριση ενός δικαιώματος, μιας έννομης σχέσης: αρνητική ~ ~. ~ ~ κυριότητας. Βλ. καταψηφιστική αγωγή. [< μτγν. ἀναγνωριστικός, γαλλ. de reconnaissance]

αναφορά

αναφορά [ἀναφορά] α-να-φο-ρά ουσ. (θηλ.) 1. προφορικός ή γραπτός λόγος για κάτι: άμεση/αναλυτική/απλή/αόριστη/γενική/ειδική/εκτενής/έμμεση/ευθεία (: χωρίς περιστροφές)/ευρεία/περιληπτική/σαφής/συχνή/τυχαία/υπαινικτική (πβ. νύξη) ~. ~ σε γεγονότα του παρελθόντος/στην κατάσταση/σε κάποιο πρόβλημα. Έκανε ~ στο/για το ... Γίνεται/υπάρχει ~ σε κάτι. Ντοκιμαντέρ με ~ στο περιβάλλον. Το κείμενο δεν περιέχει καμιά ~ στο ... ~ές στο επιστημονικό έργο. Πβ. μνεία. Βλ. αυτο~, ετερο~. 2. παράθεση: ενδεικτική/εξαντλητική/λεπτομερής/ονομαστική/συνοπτική ~. (Σωστή) ~ των γεγονότων/του ονόματος/της πηγής (πβ. παραπομπή). Βιβλιογραφική ~ (: παρουσίαση της βιβλιογραφίας στο τέλος μιας μελέτης). Βλ. ετερο~. 3. καταγγελία· (κατ΄επέκτ.) το αντίστοιχο έγγραφο: έγγραφη ~. Του έκανε ~.|| Μηνυτήρια/υπηρεσιακή ~. Καταθέτω/στέλνω/συντάσσω/υποβάλλω ~ (στην Υπηρεσία/στο Υπουργείο). 4. (γραπτή) έκθεση στοιχείων: εβδομαδιαία/εσωτερική/ετήσια/ημερήσια ~. Επίσημη ~ του ΟΗΕ (= υπόμνημα). Πβ. ραπόρτο. 5. ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ. ενημέρωση του χρήστη σχετικά με την επιτυχία χρήσης μιας υπηρεσίας: (στο διαδίκτυο:) ~ λαθών/προβλημάτων/σφαλμάτων.|| (στο κινητό:) ~ές παράδοσης (μηνυμάτων). 6. ΣΤΡΑΤ. διαδικασία κατά την οποία οι οπλίτες μονάδας (ή υποδιαίρεσής της) παρατάσσονται και δηλώνεται επίσημα στον επικεφαλής ο αριθμός των παρόντων, των απόντων και των κωλυομένων: απογευματινή (: πριν από την απογευματινή εκπαίδευση)/βραδινή (: πριν από το σιωπητήριο)/πρωϊνή ~. Ο στρατιώτης βγήκε στην ~ παραπονούμενος για .../και ζήτησε να του δοθεί ολιγοήμερη άδεια. Τον έβγαλε στην ~ (: ο λοχίας τον στρατιώτη, λόγω απείθειας ή παραπτώματος). 7. σύνδεση, συσχέτιση: άξονας/βάση/δεδομένα/μοντέλο ~άς. 8. ΓΛΩΣΣ. συσχετισμός γλωσσικού στοιχείου με ένα προηγούμενο ή επόμενο, όπως αντωνυμίας με ουσιαστικό· σύνδεση κειμενικού στοιχείου με οντότητα (πρόσωπο, αντικείμενο, ιδιότητα, κατάσταση) του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου, γνωστή στον ακροατή ή τον αναγνώστη: ενδοκειμενική/εξωκειμενική ~. Βλ. δείξη. 9. ΓΡΑΜΜ. (στην αρχ. ελλην. γλ.) η έννοια του "ως προς κάτι", "σχετικά με κάτι", που εκφράζεται με εμπρόθετο ή ονοματικό προσδιορισμό. ● ΣΥΜΠΛ.: αντικείμενο αναφοράς 1. το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος· ό,τι βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ή της προσοχής: Προσέχουμε να αλλάζουμε παράγραφο, όταν περνάμε από μια έννοια σε άλλη ή αλλάζει το ~ ~.|| Ο αρχιτέκτονας διατηρεί γραφείο με κύριο ~ ~ μελέτες δημοσίων έργων. 2. ΓΛΩΣΣ. οντότητα του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου η οποία συνδέεται με το γλωσσικό σημείο (απλούστερα, τη λέξη) με εξωτερική σχέση δήλωσης (λατ. denotatio)· το αντικείμενο που δηλώνεται από το γλωσσικό σημείο ως όνομα: Το ~ ~ της λέξης "τραπέζι" είναι το ίδιο το πράγμα "τραπέζι"., βιβλίο/έργο αναφοράς & (σπανιότ.) εργασία αναφοράς: βασικό έργο, κυρ. λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια, στο οποίο ανατρέχει κανείς για άντληση πληροφοριών. [< αγγλ. reference book/work] , δικαίωμα αναφοράς: ΝΟΜ. το δικαίωμα κάθε πολίτη, μεμονωμένα ή συλλογικά, τηρώντας τους νόμους του κράτους, να αναφέρεται εγγράφως στις Αρχές· το δικαίωμα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος-μέλος, να υποβάλουν, ατομικά ή από κοινού με άλλους πολίτες ή πρόσωπα, αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θέμα που εμπίπτει στους τομείς δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Το Σύνταγμα καθιερώνει το ~ ~ των Ελλήνων προς τις Αρχές. , κέντρο αναφοράς 1. συντονιστικό όργανο (που παρέχει έγκυρη πληροφόρηση ή βοήθεια): εθνικό/ευρωπαϊκό ~ ~. ~ ~ AIDS/γρίπης. ~ ~ για την υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία. 2. σημείο αναφοράς. [< γαλλ. centre de référence] , ορθή αναφορά: ΑΣΤΡΟΝ. ουρανογραφική συντεταγμένη για τον προσδιορισμό της θέσης αντικειμένου στην ουράνια σφαίρα· το αντίστοιχο του γεωγραφικού μήκους. Βλ. απόκλιση. [< αγγλ. right ascension] , σημείο αναφοράς 1. (μτφ.) οτιδήποτε κατέχει εξέχουσα θέση σε ένα σύνολο ή αποκτά κομβική σημασία: ~ ~ της πόλης αποτελεί η κεντρική πλατεία. Η Εκκλησία είναι ~ ~ για τον Ελληνισμό της Διασποράς. Πβ. τοπόσημο. ΣΥΝ. κέντρο αναφοράς (2) 2. ΤΟΠΟΓΡ. ακριβής θέση στην επιφάνεια της Γης, με δεδομένες συντεταγμένες και υψόμετρο, που χρησιμοποιείται για τοπογραφικούς σκοπούς. [< γαλλ. point de référence] , σύστημα αναφοράς: ΦΥΣ. που χρησιμοποιεί συντεταγμένες για τον εντοπισμό ορισμένης θέσης: αδρανειακό ~ ~. [< γαλλ. système (de) référence] , τιμή αναφοράς: που θεωρείται βάση για τον υπολογισμό αξίας, μεγέθους: βασική/καθαρή/ρυθμιζόμενη ~ ~. ~ ~ μετοχών/πετρελαίου/συναλλάγματος/χρυσού. ~ ~ για τα ελλείμματα/το χρέος. Βλ. αντικειμενική αξία. [< αγγλ. reference price/ value] , αιτιατική της αναφοράς (/του "κατά τι") βλ. αιτιατική, γενικευτική αναφορά βλ. αναφορά, Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς βλ. πλαίσιο, εργαστήριο αναφοράς βλ. εργαστήριο, Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες) βλ. πλαίσιο, κόλλα αναφοράς βλ. κόλλα, ομάδα αναφοράς βλ. ομάδα, τοπικότητα της αναφοράς βλ. τοπικότητα ● ΦΡ.: δίνω (σε κάποιον) αναφορά (συχνά ειρων.): τον ενημερώνω λεπτομερώς για κάτι· λογοδοτώ: Έχω κάθε δικαίωμα να πάω όπου θέλω, χωρίς να δώσω ~ σε κανέναν. ~ θα σου δώσω;, σε αναφορά με & (λόγ.) εν αναφορά προς (επίσ.): ως προς, όσον αφορά, σχετικά με: ~ ~ την ανωτέρω επιστολή, σας πληροφορούμε ότι ... [< 1,2,3: αρχ. ἀναφορά 1,2: αγγλ. reference, γαλλ. référence 3,4,5,6: αγγλ. report, γαλλ. rapport 7: μτγν. άναφορά, γαλλ. rapport, relation 8: αγγλ. anaphora, γαλλ. anaphore 9: μτγν.]

αντισταθμιστικός

αντισταθμιστικός, ή, ό [ἀντισταθμιστικός] α-ντι-σταθ-μι-στι-κός επίθ.: που αντισταθμίζει, αναπληρώνει τις απώλειες, εξουδετερώνει τις επιπτώσεις: ~ός: μηχανισμός/παράγοντας. ~ή: πολιτική. ~ά: μέτρα.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ή: αποζημίωση/εισφορά/πληρωμή. ~ό: ταμείο/τέλος. ~οί: δασμοί (πβ. αντιντάμπιγκ).|| (ΙΑΤΡ.) ~ές: ορμόνες (πβ. αντιρροπιστικός). Πβ. εξισορροπητικός, εξισωτικός. ● επίρρ.: αντισταθμιστικά: ● ΣΥΜΠΛ.: αντισταθμιστικά/ανταποδοτικά οφέλη & αντισταθμιστικά ωφελήματα: παροχές, κυρ. οικονομικές ή κοινωνικές, που δίνονται ως ανταπόδοση ή αποζημίωση για υπηρεσία ή απώλεια: εμπορικά ~ ~. Η ανάπτυξη αιολικών πάρκων συνοδεύεται από ~ ~ για την τοπική κοινωνία (π.χ. βελτίωση οδικού δικτύου). , αντισταθμιστική αγωγή/εκπαίδευση: εκπαιδευτικά προγράμματα για την αναπλήρωση εμπειριών ή γενικότ. την αντιμετώπιση δυσκολιών και ελλείψεων που έχουν οι μαθητές ή ειδικές κατηγορίες μαθητών (αλλοδαποί, παλιννοστούντες, παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες). Βλ. ενισχυτική διδασκαλία, ολοήμερο σχολείο, Πρόσθετη Διδακτική Στήριξη. [< αγγλ. compensatory education, 1965] [< γαλλ. compensatoire]

γειτονία

γειτονία γει-το-νί-α ουσ. (θηλ.) (επίσ.): σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε γειτονικά κράτη: ~ ειρήνης και συνεργασίας. Βλ. ΕΠΓ. ● ΣΥΜΠΛ.: γειτονία του σημείου & γειτονιά του σημείου: ΜΑΘ. σύνολο σημείων που βρίσκονται σε ορισμένη απόσταση από ένα σημείο αναφοράς. [< γαλλ. voisinage d'un point ] ● ΦΡ.: καλής γειτονίας: ΠΟΛΙΤ. για αρμονική συνύπαρξη μεταξύ όμορων κρατών: αρχές/κλίμα/πολιτική/συνθήκες ~ ~. Η χώρα μας δημιουργεί/καλλιεργεί σχέσεις ~ ~ με ... [< αρχ. γειτονία, γαλλ. voisinage]

δημοπρατήριο

δημοπρατήριο δη-μο-πρα-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) (λόγ.): χώρος όπου πραγματοποιούνται δημοπρασίες ή πωλούνται μεταχειρισμένα εμπορεύματα, συνήθ. έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές, σε συμφέρουσα τιμή. Πβ. γιουσουρούμ. Βλ. -τήριο. ● ΣΥΜΠΛ.: δημοπρατήριο αγροτικών προϊόντων: συμβατικά ή ψηφιακά οργανωμένη αγορά γεωργικών προϊόντων, όπου οι παραγωγοί τα πουλούν σε ελεύθερα διαπραγματεύσιμες τιμές.

διάβολος

διάβολος διά-βο-λος ουσ. (αρσ.) {διαβόλ-ου} & (λαϊκό) διάολος 1. ΘΕΟΛ. (συχνά με κεφαλ. Δ) προσωποποίηση του πνεύματος του κακού, συνήθ. με κέρατα και ουρά, ο αντίπαλος του Θεού που έχει βασίλειό του την κόλαση, σατανάς: η μάχη με τον ~ο. Όργανο/παγίδες του ~ου. Αποφεύγω/φοβάμαι (κάποιον/κάτι) σαν τον ~ο. ΣΥΝ. Βεελζεβούλ, Εωσφόρος (1), Σατανάς. 2. (μτφ.) άνθρωπος μοχθηρός και σκληρός: αληθινός/σκέτος/σωστός ~.|| (για οδηγό αυτοκινήτου) Έτρεχε σαν ~. Βλ. φτωχο~. 3. (λαϊκό-υβριστ.) σε ερωτήσεις και αναφωνήσεις, ως έκφραση εκνευρισμού, δυσαρέσκειας ή απογοήτευσης: Τι ~ο θέλεις;|| (ως επιφών.) (Που/φτου) να πάρει ο ~! ● ΣΥΜΠΛ.: δια(β)όλου κάλτσα βλ. κάλτσα, διάβολος της Τασμανίας βλ. Τασμανία, δικηγόρος/συνήγορος του διαβόλου βλ. δικηγόρος ● ΦΡ.: άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο! & να πας/πήγαινε στο διά(β)ολο/διάλο! (υβριστ.): ως έκφραση αγανάκτησης, οργής, όταν θέλουμε να ξεφορτωθούμε κάποιον ή για να δηλωθεί μεγάλη έκπληξη: άι ~ ~ όλοι τους.|| Α ~ ~, δεν το πιστεύω!, βάζει ο διά(β)ολος την ουρά του: για αρνητική εξέλιξη που οφείλεται σε εξωγενή παράγοντα: Έβαλε ~ και τσακωθήκαμε! , βρήκα τον διάολό μου (μτφ.) 1. έμπλεξα, βρήκα τον μπελά μου: Προσπάθησα να τον βοηθήσω και ~ ~. 2. βρήκα τον δάσκαλό μου: Ήθελε να έχει το πάνω χέρι, αλλά μαζί της έχει βρει ~ ~ του., διά(β)ολοι/δια(β)όλοι και τρίβολοι/τριβόλοι: όταν υπάρχουν πολλοί πειρασμοί και ενοχλητικοί άνθρωποι τριγύρω., έσπασε/σπάει ο διά(β)ολος το ποδάρι του (προφ.): για κάτι αναπάντεχο, αρνητικό ή (ειρων.) θετικό: Έσπασε ~ ~ και τρέχαμε στο νοσοκομείο!, έχει το(ν) διά(β)ολο μέσα του & έχει τον δαίμονα μέσα του: για πονηρό, δόλιο ή πολύ ευφυή, δαιμόνιο άνθρωπο., μπήκε ο διάολος μέσα του: δαιμονίστηκε ή συμπεριφέρεται σαν δαιμονισμένος, τον κυρίευσε ο σατανάς: Ούρλιαζε και χτυπιόταν σαν να ~ ~., ο διά(β)ολος έχει πολλά ποδάρια (λαϊκό): για να εκφραστεί ότι είναι πιθανόν να συμβεί αναπάντεχα κάτι αρνητικό, παρά τις όποιες προφυλάξεις: Καλό είναι να έχεις ένα δεύτερο κλειδί μαζί σου· ποτέ δεν ξέρεις, ~ ~ ... , όπως ο διά(β)ολος το λιβάνι & σαν τον διάολο το λιβάνι (λαϊκό-εμφατ.): λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος αποστρέφεται ή φοβάται κάτι σε πολύ μεγάλο βαθμό: Αποφεύγει, ~ ~, τις κοσμικές συναθροίσεις., όταν γεράσει ο διά(β)ολος, καλογερεύει (παροιμ.): λέγεται για κάποιον που εγκαταλείπει παλιές κακές συνήθειες., πάει κατά δια(β)όλου (προφ.-εμφατ.): για πολύ αρνητική εξέλιξη: Η επιχείρηση/η κοινωνία/ο κόσμος/η ομάδα ~ ~ (: από το κακό στο χειρότερο)., πάει στον διά(β)ολο/διάλο (λαϊκό): για δήλωση συγκατάβασης, ας είναι: Δεν μου αρέσει το φαγητό, αλλά, ~ ~, θα το δοκιμάσω., στέλνω κάποιον στον διά(β)ολο/στον αγύριστο/από εκεί που ήρθε (προφ.-υβριστ.): διαολοστέλνω: Αγανάκτησε και τον έστειλε ~., στου δια(β)όλου τη μάνα/το κέρατο (μτφ.-προφ., για δήλωση δυσαρέσκειας ή αγανάκτησης): πάρα πολύ μακριά: ταξίδι ~ ~. Με έστειλαν ~ ~. Πού να τραβιέμαι τώρα ~ ~; Βλ. στην άκρη/στα πέρατα του κόσμου/της γης., τραβώ το(ν) διά(β)ολό μου (λαϊκό-εμφατ.): αντιμετωπίζω μεγάλη δυσκολία, ταλαιπωρούμαι: Τραβήξαμε ~ μας, για να τον ξεφορτωθούμε. ΣΥΝ. τραβώ τον αδόξαστο, δουλειά δεν είχε ο διά(β)ολος και ... βλ. δουλειά, θα τον πάρει (ο διάβολος) και θα τον σηκώσει βλ. παίρνω, πουλάω (και) την ψυχή μου στον διά(β)ολο βλ. πουλώ [< αρχ. διάβολος ‘συκοφάντης’, μτγν. ~ ‘σατανάς’, γαλλ. diable]

διεκδικητικός

διεκδικητικός, ή, ό δι-εκ-δι-κη-τι-κός επίθ.: που στοχεύει στη διεκδίκηση: ~ός: αγώνας. ~ή: δράση/πολιτική. ~ό: πλαίσιο. Πβ. απαιτητικός. ● ΣΥΜΠΛ.: διεκδικητική αγωγή: ΝΟΜ. που ασκεί ο κύριος και μη νομέας πράγματος κατά του κατόχου ή νομέα του πράγματος, ώστε να αναγνωριστεί η κυριότητά του πάνω σε αυτό και να του αποδοθεί., διεκδικητική συμπεριφορά βλ. συμπεριφορά

έγκλημα

έγκλημα [ἔγκλημα] έ-γκλη-μα ουσ. (ουδ.) {εγκλήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΝΟΜ. άδικη πράξη ή παράλειψη καθήκοντος που τιμωρείται από τον νόμο· ειδικότ. ανθρωποκτονία: αυτόφωρο ~. ~ βίας/μίσους/πάθους. ~ κατά της ζωής/της ιδιοκτησίας/της φύσης (= οικολογικό ~). ~ εκ προμελέτης/εξ αμελείας/με δόλο/με πρόθεση. Το ~ της αρχαιοκαπηλίας/του εμπρησμού/της εσχάτης προδοσίας/της σεξουαλικής κακοποίησης. Καταδικάστηκε/κατηγορείται για ~. (Ηθικός) αυτουργός/διαλεύκανση/εκδίκαση/ένοχος/εξιχνίαση/θύμα/κίνητρα/μάρτυρες/παραγραφή/πρόληψη/καταστολή/τέλεση ~ατος. Συνεργοί στο ~. Βασικά/θρησκευτικά/οικονομικά (βλ. φοροδιαφυγή)/ρατσιστικά ~ατα. Αποκαλύπτω/διαπράττω/ομολογώ/σκεπάζω ένα ~. Στα ίχνη του ~ατος. ~ σε βαθμό κακουργήματος. Βλ. πλημμέλημα, πταίσμα.|| Άγριο/αποτρόπαιο/ειδεχθές/πρωτοφανές/στυγερό/φρικιαστικό ~. ~ εν ψυχρώ. Βασικός ύποπτος για το ~. (ως παραθετικό σύνθ.) ~-μυστήριο (= μυστηριώδες). Πβ. δολοφονία, φόνος. ΣΥΝ. εγκληματική ενέργεια (1) 2. (μτφ.-εμφατ.) ενέργεια που θεωρείται απαράδεκτη· λάθος, συνήθ. με πολύ δυσάρεστες συνέπειες: ~ κατά/σε βάρος του λαού. Μέγιστο/έσχατο ~. Είναι ~ να λέω τη γνώμη μου ξεκάθαρα; ● ΣΥΜΠΛ.: διαρκές έγκλημα: ΝΟΜ. του οποίου η ενέργεια συνεχίζεται και μετά την τέλεσή του, π.χ. αρπαγή ανηλίκου· κατ' επέκτ. που δεν παραγράφεται λόγω των σοβαρών του συνεπειών: ~ ~ κατά του περιβάλλοντος., εγκλήματα πολέμου: που διαπράττονται κατά τη διάρκεια πολέμου, παραβιάζοντας διεθνείς συμβάσεις (π.χ. βασανιστήρια αιχμαλώτων). [< αγγλ. war crimes, 1906] , ηλεκτρονικό έγκλημα & ηλεκτρονική εγκληματικότητα: ΔΙΑΔΙΚΤ. κάθε αξιόποινη πράξη που τελείται μέσω υπολογιστή ή δικτύου: κράκερ/χάκερ και ~ ~. Πάταξη του ~ού ~ατος. Υπηρεσία Δίωξης ~ού ~ατος. Βλ. δικτυοπειρατεία, ηλεκτρονικό εμπόριο. ΣΥΝ. κυβερνοέγκλημα [< αγγλ. electronic/e- crime] , οργανωμένο έγκλημα: εγκληματικές οργανώσεις ή/και η παράνομη δραστηριότητά τους: διασυνοριακό/διεθνές ~ ~. Τα δίκτυα/τα κυκλώματα/οι νονοί του ~ου ~ατος. Το εμπόριο ανθρώπων ως μορφή ~ου ~ατος. Βλ. μαφία, συμμορία, τρομοκρατία, υπόκοσμος. [< αγγλ. organized crime, 1929] , πειστήρια του εγκλήματος: αποδεικτικά στοιχεία για τη διάπραξή του: Εξαφάνισε/ψάχνει για τα ~ ~. Τα ~ ~ εξετάζονται στο εγκληματολογικό εργαστήριο. Πβ. τεκμήριο., πολιτικό έγκλημα/αδίκημα: κάθε πράξη που παραβιάζει την έννομη λειτουργία ή την οργάνωση ενός κράτους., στιγμιαίο έγκλημα: ΝΟΜ. έγκλημα που ολοκληρώνεται τη στιγμή που τελείται. Βλ. φόνος., τόπος του εγκλήματος: το σημείο όπου διαπράχθηκε ένα έγκλημα: Εξέταση/έρευνα στον ~ο ~. Συνελήφθη στον ~ο ~. Ο δολοφόνος γυρνάει/επιστρέφει πάντα στον ~ο ~., αναπαράσταση (του) εγκλήματος βλ. αναπαράσταση, έγκλημα καθοσιώσεως βλ. καθοσίωση, ιδιώνυμο αδίκημα/έγκλημα βλ. αδίκημα, οικονομικό έγκλημα βλ. οικονομικός, σώμα του εγκλήματος βλ. σώμα ● ΦΡ.: έγκλημα και τιμωρία: σε περιπτώσεις που μια αξιόποινη πράξη τιμωρείται τελικά με δίκαιο και παραδειγματικό τρόπο., έγκλημα κατά της ανθρωπότητας : κτηνώδης, ανήθικη πράξη (π.χ. εξολόθρευση ή υποδούλωση) σε βάρος ολόκληρου πληθυσμού ή τμήματός του για φυλετικούς, θρησκευτικούς ή άλλους λόγους. Βλ. γενοκτονία, ολοκαύτωμα., εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας: ΝΟΜ. βιασμός, αποπλάνηση ανηλίκου, σεξουαλική κακοποίηση: ~ ~ και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής., αποδοχή προϊόντων εγκλήματος βλ. αποδοχή, εγκλήματα κατά των ηθών βλ. ήθος [< αρχ. ἔγκλημα ‘κατηγορητήριο, μήνυση’, γαλλ.-αγγλ. crime]

ενιαίος

ενιαίος, α, ο [ἑνιαῖος] ε-νι-αί-ος επίθ. 1. που είναι κοινός, ίδιος για όλους ανεξαιρέτως, με αποτέλεσμα να τους φέρνει κοντά και να τους ενώνει, να τους ενσωματώνει σε μια ομάδα ή κατηγορία: ~ος: πίνακας (διορισμών)/φόρος. ~α: αγορά/επιδότηση/τιμή. ~ο: δίκτυο/ταμείο/τέλος (ακινήτων). Πβ. ενοποιημένος. Βλ. -ιαίος. 2. που δεν χωρίζεται σε επιμέρους τμήματα: ~ος: χώρος. ~ο: δωμάτιο/κράτος. ● επίρρ.: ενιαία & (λόγ.) -ως ● ΣΥΜΠΛ.: ενιαίο διαβατήριο βλ. διαβατήριο ● ΦΡ.: ενιαίος και αδιαίρετος: για να τονιστεί ότι κάτι αποτελεί μια αδιάσπαστη ενότητα: Ψυχή και σώμα συνιστούν μία ~α και ~η οντότητα. [< μτγν. ἑνιαῖος]

επιχειρηματικός

επιχειρηματικός, ή, ό [ἐπιχειρηματικός] ε-πι-χει-ρη-μα-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που αναφέρεται σε επιχειρηματία ή επιχείρηση: ~ός: κατάλογος/κόσμος/κύκλος/οδηγός/όμιλος/οργανισμός/στίβος/σύνδεσμος/συνεργάτης/σχεδιασμός/τομέας/φορέας/χώρος. ~ή: αμοιβή/ανάπτυξη/αποστολή/δράση/δραστηριότητα/ελίτ/ευφυΐα/ηθική/ιδέα/ικανότητα/καινοτομία/κοινότητα/πρωτοβουλία/στρατηγική/συνάντηση/συνεργασία/τεχνογνωσία. ~ό: δαιμόνιο/ενδιαφέρον/κεφάλαιο/κλίμα/περιβάλλον/πνεύμα (= επιχειρηματικότητα)/πρόγραμμα/συμβούλιο/φόρουμ. ~οί: εταίροι/στόχοι/σύμβουλοι. ~ές: αποφάσεις/ειδήσεις/εξελίξεις/ευκαιρίες/εφαρμογές/συμφωνίες. ~ά: βραβεία/μοντέλα/νέα/πάρκα/συμφέροντα/ταξίδια. Βλ. εμπορικός. ● επίρρ.: επιχειρηματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: επιχειρηματικό σχέδιο & επιχειρηματικό πλάνο: γραπτή έκθεση που περιλαμβάνει τις κατευθύνσεις και τους στόχους μιας υπό ίδρυση ή λειτουργία επιχείρησης, καθώς και τα μέσα για την επίτευξή τους. [< αγγλ. business plan] , επιχειρηματικοί άγγελοι: ιδιώτες που επενδύουν χρήματα και χρόνο σε επιχειρήσεις με προοπτικές ανάπτυξης. [< αγγλ. business angels, 1933] , επιχειρηματικός κίνδυνος & επιχειρηματικό ρίσκο: αδυναμία εταιρείας να κάνει ακριβή πρόβλεψη για το αν θα έχει αρκετό ρευστό, ώστε να καλύψει τα λειτουργικά της έξοδα με βάση τη διάθεση των κεφαλαίων της: υψηλός ~ ~. Ανάληψη/διαχείριση ~ού ~ου. [< αγγλ. business risk] , επιχειρηματική αριστεία βλ. αριστεία [< πβ. αρχ. ἐπιχειρηματικός ‘που σχετίζεται με τη διαλεκτική επιχειρηματολογία', αγγλ. business, entrepreneurial, γαλλ. ~, 1984]

καταψηφιστικός

καταψηφιστικός, ή, ό κα-τα-ψη-φι-στι-κός επίθ.: ΝΟΜ. που καταψηφίζει: ~ή: απόφαση (του Μονομελούς Πρωτοδικείου). ● ΣΥΜΠΛ.: καταψηφιστική αγωγή: με την οποία ο ενάγων ζητά την ικανοποίηση αξίωσής του. Βλ. αναγνωριστική αγωγή. [< γερμ. Verpflichtungsklage]

κλειστός

κλειστός, ή, ό κλει-στός επίθ. 1. που εμποδίζει την είσοδο σε κάποιον χώρο ή την έξοδο από αυτόν, που δεν επιτρέπει τη δίοδο, την πρόσβαση σε κάτι ή την οπτική επαφή με το εσωτερικό του: ~ός: φάκελος (βλ. εσώκλειστος). ~ή: ντουλάπα/πόρτα/πύλη/τρύπα. ~ό: γράμμα/δοχείο (= σφραγισμένο)/καπάκι/κιβώτιο/μπουκάλι/παράθυρο/συρτάρι/τζάμι. ~ά: διόδια/παντζούρια/ρολά (= κατεβασμένα)/σύνορα. Πουκάμισο με ~ό γιακά (: κουμπωμένο). ~οί δρόμοι λόγω κατολίσθησης. ~ά άνθη (: μπουμπούκια). Φορά ~ή μπλούζα (ΑΝΤ. έξωμη, εξώπλατη)/~ά παπούτσια (ΑΝΤ. πέδιλα). Διατηρείτε τη συσκευασία ερμητικά ~ή (πβ. θεό-, κατά-, ολό-κλειστος)! Μασώ με ~ό το στόμα. Πβ. κλεισμένος, σφαλιστός. Βλ. μισόκλειστος. ΑΝΤ. ανοιχτός (1) 2. (για χώρο) που έχει σκεπή, σκέπαστρο ή περιφράσσεται: ~ή: αγορά/αίθουσα/πισίνα. ~ό: γκαράζ/γυμναστήριο/θέατρο/κολυμβητήριο/προπονητήριο/στάδιο. Πβ. στεγασμένος. ΑΝΤ. υπαίθριος.|| (ειδικότ. για όχημα) ~ό: αμάξωμα/φορτηγό. Πβ. σκεπαστός. Βλ. περίκλειστος.|| ~ή: αυλή. Πβ. περίφρακτος. 3. που δεν λειτουργεί προσωρινά ή μόνιμα· που δεν επιτρέπει τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου: ~ός: εκτυπωτής/θερμοσίφωνας/υπολογιστής. ~ή: τηλεόραση. ~ά: κινητά (= απενεργοποιημένα)/τηλέφωνα (: κατεβασμένα). Πβ. εκτός λειτουργίας.|| ~ός: σταθμός. ~ό: αεροδρόμιο. ~ά: γραφεία/νοσοκομεία. Μνημείο ~ό στο κοινό. Το ξενοδοχείο θα παραμείνει ~ό λόγω ανακαίνισης. ~ά τα καταστήματα.|| ~ός: διακόπτης. ~ή: βαλβίδα. Με ~ό φως (= σβηστό). 4. που αποκλείει τη συμμετοχή όσων δεν ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο σύνολο: ~ός: διαγωνισμός. ~ή: διαδικασία/εκδήλωση/λέσχη/λίστα/παρέα/πρόσκληση/συγκέντρωση/συζήτηση/συνάντηση/συνεδρία/σύνοδος/συντεχνία. ~ό: συνέδριο. ~ές: διαβουλεύσεις. Σε ~ό (οικογενειακό) κύκλο (ΣΥΝ. στενός). ~ό δίκτυο τηλεπικοινωνιών (: περιορισμένης πρόσβασης). ΑΝΤ. ανοιχτός (9) 5. για πρόσωπο που διακρίνεται από εσωστρέφεια ή στενότητα πνεύματος· (για ομάδα ανθρώπων) που είναι απομονωμένη, δεν θέλει ή δεν μπορεί να αποκτήσει νέα μέλη, δεν δέχεται επιρροές: ~ός: τύπος/χαρακτήρας. ~ και μοναχικός/ντροπαλός (πβ. αντικοινωνικός· βλ. διαχυτ-, εκδηλωτ-ικός, εξωστρεφής).|| ~ή: κοινωνία/νοοτροπία. ~ές: αντιλήψεις. ~ά: μυαλά (: με προκαταλήψεις). Πβ. συντηρητικός. ΑΝΤ. ανοιχτός (6) 6. (για φυσικό σχηματισμό ή κατασκευή) με μικρό (ή χωρίς) άνοιγμα, κενό· που σχηματίζει ή δημιουργεί οξεία γωνία: ~ός: κόλπος/όρμος (βλ. ημίκλειστος). ~ή: κοιλάδα/πεδιάδα (: στενή). ~ό: αγγείο (βλ. αμφορέας)/λιμάνι.|| (ΜΑΘ.) ~ή καμπύλη (: χωρίς άκρα).|| ~ή: στροφή/τροχιά. ΑΝΤ. ανοιχτός (3) 7. διπλωμένος: ~ή: ομπρέλα/παλάμη. ~ά: βιβλία. Με ~ά (τα) πόδια/φτερά/χέρια. ΑΝΤ. ανοιχτός (4) 8. ΟΙΚΟΝ. προθεσμιακός: ~ές: καταθέσεις. Έχει τα χρήματα σε ~ό λογαριασμό. 9. κρυφός, μυστικός: (σε χαρτοπαίγνιο) Μοιράζονται δύο ~ά φύλλα και ένα ανοιχτό. ● επίρρ.: κλειστά: (για κατάστημα) Είμαστε ~ λόγω διακοπών. ● ΣΥΜΠΛ.: κλειστά σύμφωνα: ΓΡΑΜΜ. που παράγονται με φραγμό σε κάποιο σημείο της στοματικής κοιλότητας (π, τ, κ, μπ, ντ, γκ). Βλ. άηχα, ηχηρά σύμφωνα., κλειστή αγροτική οικονομία: στην οποία δεν δημιουργούνται πλεονάσματα για εμπορική εκμετάλλευση και η κάθε αγροτική μονάδα παράγει και ταυτόχρονα καταναλώνει, επιδιώκοντας την αυτάρκειά της. Πβ. ανταλλακτικός. Βλ. εγχρήματος., κλειστή άμυνα: ΑΘΛ. που εμποδίζει τη δίοδο των αντιπάλων προς την εστία ή το καλάθι: ~ ~ ζώνης. Κατάφερε να (δια)σπάσει την ~ ~ των γηπεδούχων. ΑΝΤ. ανοιχτή άμυνα, κλειστή γωνία: (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) η γωνία του τέρματος που φυλάσσεται από τον τερματοφύλακα: γκολ/σουτ στην ~ ~. , κλειστή ημερομηνία: προκαθορισμένη: ~ ~ αναχώρησης/επιστροφής. ΑΝΤ. ανοιχτή ημερομηνία, κλειστή οικονομία: ΟΙΚΟΝ. απομονωμένη από το διεθνές εμπόριο, χωρίς εμπορικούς δεσμούς. Βλ. ανοιχτή οικονομία. , κλειστή συλλαβή: ΓΛΩΣΣ. που λήγει σε σύμφωνο. ΑΝΤ. ανοιχτή συλλαβή, κλειστό κύκλωμα: ΗΛΕΚΤΡ. πλήρες ηλεκτρικό κύκλωμα που επιτρέπει τη δίοδο ρεύματος· (κυρ. ειδικότ.) τηλεοπτικό σύστημα με βιντεοκάμερες το σήμα των οποίων μεταφέρεται μέσω καλωδίων σε οθόνες περιορισμένου αριθμού: ~ ~ παρακολούθησης/τηλεόρασης. Ο χώρος ελέγχεται από ~ ~. Βλ. βιντεοεπιτήρηση. [< αγγλ. closed-circuit, 1949] , κλειστό παιχνίδι: ΑΘΛ. αγώνας στον οποίο οι ομάδες παίζουν αμυντικά: ~ ~ με λίγα γκολ. ΑΝΤ. ανοιχτό παιχνίδι (1), κλειστό σκορ: ΑΘΛ. με μικρή διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων: ντέρμπι με ~ ~ και συναρπαστική εξέλιξη. , κλειστό συμβόλαιο: με προκαθορισμένη ημερομηνία λήξης: διετές ~ ~ συνεργασίας., κλειστός αυτοκινητόδρομος: που δεν διασταυρώνεται στο ίδιο επίπεδο με άλλη οδό, με σιδηροδρομική ή τροχιοδρομική γραμμή ή με λωρίδα για πεζούς, αλλά διαθέτει συγκεκριμένες εισόδους και εξόδους., κλειστός ορίζοντας 1. (μτφ.) που δεν παρέχει δυνατότητες, προοπτικές: οι ~οί ~ες της ανεργίας. Άτομα με ~ούς ~ες (: με παρωπίδες, στερεότυπα). 2. χωρίς ορατότητα., ερωτήσεις κλειστού τύπου/κλειστές ερωτήσεις βλ. ερώτηση, κλειστά επαγγέλματα βλ. επάγγελμα, κλειστή θάλασσα βλ. θάλασσα, κλειστή φυλακή βλ. φυλακή, κλειστός στίβος βλ. στίβος ● ΦΡ.: με κλειστά (τα) μάτια (μτφ.): ανεπιφύλακτα· κατ' επέκτ. με μεγάλη ευκολία ή δεξιοτεχνία: Κινητό που θα επέλεγα ~ ~.|| Χειρίζεται τον υπολογιστή ~ ~. , βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή βλ. πόρτα, έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου βλ. έχω, κρατά το στόμα του κλειστό βλ. στόμα, κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί [< μτγν. κλειστός, γαλλ. fermé, αγγλ. closed]

κλήρος

κλήρος [κλῆρος] κλή-ρος ουσ. (αρσ.) 1. δελτίο, χαρτάκι, μπαλάκι όπου αναγράφεται συνήθ. αριθμός ή όνομα και το οποίο τραβιέται από κληρωτίδα, για να επιλεγεί κάποιος ή κάτι τυχαία· συνεκδ. κλήρωση: Ο ~ έπεσε στον ... (: κέρδισε ο ...). Τράβηξε τον ~ο με το νούμερο ... Πβ. λαχνός.|| Ορίστηκε εισηγητής με ~ο. Σε περίπτωση ισοψηφίας η εκλογή αποφασίζεται με ~ο. 2. ΕΚΚΛΗΣ. το σύνολο των ιερωμένων: ανώτερος (βλ. επίσκοπος)/βυζαντινός/ιερός/κατώτερος (βλ. υποδιάκονος, ψάλτης)/ορθόδοξος ~. ~ και λαός. Εκπρόσωπος/ηγεσία του ~ου. Πβ. ιερατείο. Βλ. λαϊκός. 3. έκταση, κομμάτι γης ή κυρ. έγγεια ιδιοκτησία προσώπου ή χώρας: αγροτικός ~. Ο μέσος γεωργικός ~. Μικρός και πολυτεμαχισμένος ~. Εκμίσθωση/μεταβίβαση ~ου. Παραγωγοί με μεγάλο ~ο. Πβ. κληροτεμάχιο. Βλ. άκληρος. 4. (μτφ.-παλαιότ.) τύχη, μοίρα: κοινός ~. Πβ. ριζικό. 5. ΝΟΜ. κληρονομιά ή μερίδιο κληρονομιάς. ● ΦΡ.: αγωγή περί κλήρου & (σπάν.) κλήρου αγωγή: ΝΟΜ. με την οποία ο πραγματικός κληρονόμος ζητά από τον νομέα της κληρονομιάς να του αποδώσει το σύνολο ή μέρος της., βάζω (κάποιον/κάτι) σε/στον κλήρο: κληρώνω., έπεσε/έλαχε (βαρύς) ο κλήρος (σε κάποιον) (μτφ.): είχε την τύχη να, ήταν της μοίρας του να: Σε μένα ~ ~ ν' ανακοινώσω τα δυσάρεστα., ρίχνω κλήρο: κάνω κλήρωση: Πριν το παιχνίδι, ~ουν ~ για το ποια ομάδα θα παίξει πρώτη. [< 1,3-5: αρχ. κλῆρος 2: μτγν. ~]

μαλλί

μαλλί μαλ-λί ουσ. (ουδ.) {μαλλ-ιού} 1. {συνήθ. στον πληθ.} το σύνολο των τριχών που καλύπτουν το πάνω και πίσω μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού: άσπρα/γκρίζα/καστανά/κόκκινα/μαύρα/ξανθά ~ιά. Αραιά/γερά/δεμένα/ίσια/κατσαρά/κοντά/λαμπερά/λυτά/μακριά/ξηρά/πλούσια/πυκνά/σγουρά/σπαστά/ταλαιπωρημένα/υγιή/φουντωτά ~ιά. Άβαφα/άλουστα/απεριποίητα/βρεγμένα/λουσμένα ~ιά. ~ιά με ανταύγειες/μπούκλες/όγκο. Σαμπουάν για αδύναμα/ευαίσθητα/κανονικά/λεπτά/λιπαρά ~ιά. Κοκαλάκι/λακ/λοσιόν/σεσουάρ για τα ~ιά. Αξεσουάρ/απώλεια/βαφές/βούρτσα/ζελέ/θεραπεία/ισιωτική/κόψιμο/κρέμα/μαλακτικό/μεταμόσχευση/περιποίηση/πιστολάκι/προσθετική/σπρέι/στέγνωμα/τούφα/τύπος/χρώμα ~ιών. Έφτιαξα/χτένισα το ~/τα ~ιά μου. Έπιασε τα ~ιά της με τσιμπιδάκι. 2. {συνήθ. στον εν.} τρίχωμα ζώων, που συχνά αποτελεί αντικείμενο επεξεργασίας: αγνό/ακατέργαστο/απαλό/παρθένο/πρόβειο/συνθετικό/φυσικό ~. Ρούχα/υφάσματα από ~ (= μάλλινα). Γνέσιμο/επεξεργασία/παραγωγή/ποιότητα ~ιού. || Ορυκτό ~ (= πετροβάμβακας). ● Υποκ.: μαλλάκι (το) {συνήθ. στον πληθ.} ● ΣΥΜΠΛ.: μαλλί της γριάς: ΖΑΧΑΡ. είδος γλυκίσματος, κυρ. για παιδιά, από νήματα λιωμένης ζάχαρης που τυλίγονται γύρω από ένα ξυλάκι., μαλλιά αγγέλου: είδος φιδέ. [< αγγλ. angel-hair pasta, 1981] , στεγνωτήρας μαλλιών βλ. στεγνωτήρας ● ΦΡ.: μαλλιά κουβάρια (προφ.): για έντονη αντιπαράθεση ή σύγχυση: Έγιναν ~ ~ (= μύλος) λόγω οικονομικών διαφορών.|| Τα 'χω κάνει ~ ~ (= μαντάρα) στο μυαλό μου. ΣΥΝ. άνω-κάτω (2), κουλουβάχατα, μαλλιοκούβαρα, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος (παροιμ.): προσπάθησε να κερδίσει κάτι και τελικά ζημιώθηκε., πιάνομαι μαλλί με μαλλί {συνήθ. στο γ' πρόσ.} (προφ.): μαλλιοτραβιέμαι., πόσο πάει το μαλλί; (μτφ.-ειρων.): πόσο κάνει/κοστίζει;, σαν της τρελής τα μαλλιά (σπάν.-προφ.): για χώρο όπου επικρατεί ακαταστασία: Το δωμάτιό του ήταν ~ ~. ΣΥΝ. άνω-κάτω (1), τα μαλλιά της κεφαλής μου/σου/του (προφ.): τα μαλλιοκέφαλά μου., αρπάζω την ευκαιρία (από τα μαλλιά) βλ. ευκαιρία, αφήνω μούσι/μουστάκι/γένια/μαλλιά βλ. αφήνω, κλάνω μαλλί/μέντες/πατάτες βλ. κλάνω, ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά (του) πιάνεται βλ. πνίγω, τραβάω τα μαλλιά μου βλ. τραβώ, τραβηγμένος από τα μαλλιά βλ. τραβηγμένος [< μεσν. μαλλίν < μτγν. μαλλίον]

πίστη

πίστη πί-στη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις} 1. αποδοχή της ορθότητας ή της ύπαρξης ενός πράγματος: απόλυτη/σταθερή ~. Η λαϊκή ~. ~ στην αιώνια ζωή/σε υπερφυσικά φαινόμενα. Πανάρχαιες ~εις (= δοξασίες). Είναι (ευρέως) διαδεδομένη/διάχυτη η ~ ότι ... 2. αποδοχή της ύπαρξης ανώτατου όντος, προσήλωση σε θρησκεία ή δόγμα και κυρ. ειδικότ. στον Χριστιανισμό: (ΘΡΗΣΚ.) εβραϊκή/ειδωλολατρική/θρησκευτική ~. ~ στον βουδισμό.|| Προτεσταντική/ρωμαιοκαθολική ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Ορθόδοξη ~. Έχει βαθιά ~ στον Θεό. Δοκιμάστηκε/κλονίστηκε η ~ του. Απαρνήθηκε/έχασε/ξαναβρήκε/ομολόγησε την ~ του. Μαρτύρησε για την ~ του. Βλ. ορθοδοξία. ΑΝΤ. απιστία (3) 3. βεβαιότητα, σιγουριά (ότι κάτι υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει): ακλόνητη/ακράδαντη ~. ~ για/σε ένα καλύτερο αύριο. ~ για την πρόκριση. Έχει ~ στην πρόοδο. Εξέφρασε την ~ του ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί. 4. αφοσίωση, προσήλωση, σταθερότητα, συνέπεια: ~ σε αξίες και ιδανικά/αρχές. Ορκίστηκε ~ στο Σύνταγμα και τους νόμους.|| Ερωτική ~. 5. εμπιστοσύνη: ισχυρή/στέρεη/τυφλή ~. ~ σε υποσχέσεις. Έχει ~ στις δυνάμεις/στον εαυτό/στις ικανότητές του (= αυτοπεποίθηση). Έδειξε ~ στις δυνατότητές τους. 6. ΟΙΚΟΝ. πράξη μεταβίβασης κεφαλαίου από ένα (φυσικό ή νομικό) πρόσωπο σε άλλο, με την πεποίθηση ότι θα επιστραφεί με τους όρους που έχουν συμφωνηθεί (χρόνος, τόπος, επιτόκιο): τραπεζική ~. Εμπορική/επαγγελματική/επιχειρηματική/κτηματική/ναυτική ~. Πβ. πίστωση. Βλ. δάνειο, χρηματοδότηση. 7. (σπάν.) αξιοπιστία, φερεγγυότητα: Εταιρεία που έχει αποκαταστήσει την ~ της στην αγορά. ● ΣΥΜΠΛ.: αγροτική πίστη: ΟΙΚΟΝ. χορήγηση δανείων στον αγροτικό τομέα από αρμόδια τράπεζα με ευνοϊκούς όρους και σε εναρμόνιση με την κρατική αγροτική πολιτική., βιομηχανική πίστη: ΟΙΚΟΝ. παροχή δανείου με πίστωση από τράπεζα σε βιομηχανική επιχείρηση για αγορά πρώτων υλών ή μηχανολογικού εξοπλισμού, δημιουργία νέων εγκαταστάσεων, ανάληψη παραγωγικών επενδύσεων., κακή πίστη: απουσία αξιοπιστίας, ύπαρξη δόλου, κακής πρόθεσης: Βρίσκεται σε ~ ~. Με ~ ~/(λόγ.) κακή τη πίστει (= κακοπροαίρετα). ΣΥΝ. κακοπιστία (2), καλή πίστη: εντιμότητα, απουσία δόλου, καλή πρόθεση, συνήθ. σε συναλλαγές: άνθρωπος ~ής ~εως (πβ. καλόπιστος). Κίνηση/πνεύμα/στάση ~ής ~εως. ~ ~ μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου. Ενεργώ/πράττω με ~ ~/(λόγ.) καλή τη πίστει (= καλοπροαίρετα). ΣΥΝ. καλοπιστία, καταναλωτική πίστη: ΟΙΚΟΝ. παροχή δανείου με σκοπό κυρ. την αγορά καταναλωτικών αγαθών ή την αντιμετώπιση προσωπικών εξόδων. [< αγγλ. consumer credit, 1925] , στεγαστική πίστη: ΟΙΚΟΝ. χορήγηση δανείου με σκοπό την αγορά ακινήτου., συζυγική πίστη: αμοιβαία δέσμευση των συζύγων να μην έχουν εξωσυζυγικές σχέσεις: Πρόδωσε τη ~ ~., Σύμβολο της Πίστεως & της Πίστης: ΕΚΚΛΗΣ. σύντομο κείμενο με δώδεκα άρθρα που αποτελεί ομολογία της χριστιανικής πίστης: απαγγελία του ~όλου ~. ΣΥΝ. Πιστεύω (το), άρθρο πίστεως βλ. άρθρο, ομολογία πίστεως βλ. ομολογία ● ΦΡ.: (πήγε) υπέρ πίστεως (και πατρίδος) 1. (ειρων.) πήγε χαμένος: Ο κόπος μας πήγε/τα χρήματά μας πήγαν ~ ~! 2. (λόγ.) για την υπεράσπιση των ιδανικών της χριστιανικής πίστης και της πατρίδας. ΣΥΝ. υπέρ βωμών και εστιών, δίνω πίστη σε κάτι: το πιστεύω: Μη ~εις ~ σε διαδόσεις/φήμες!, μα την πίστη μου! (προφ.): ως όρκος ή για δήλωση έκπληξης: ~ ~ (= ορκίζομαι), δεν είδα τίποτα!|| ~ ~, δεν καταλαβαίνω γιατί το έκανε., μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία βλ. αδόξαστος, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα βλ. ανάποδα, ο άνθρωπος/η πίστη κινεί βουνά βλ. βουνό [< αρχ. πίστις 6: αγγλ. credit, γαλλ. crédit]

πλημμέλημα

πλημμέλημα πλημ-μέ-λη-μα ουσ. (ουδ.) {πλημμελήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΝΟΜ. παράπτωμα που τιμωρείται με φυλάκιση (από δέκα μέρες έως πέντε έτη), πρόστιμο ή (ειδικότ. για εφήβους) περιορισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα: απλό/αυτόφωρο ~. Διάπραξη/τέλεση ~ατος. Αδικήματα/απιστία/διώξεις/κατηγορίες/πλαστογραφία σε βαθμό ~ατος. Σωρεία ~άτων. Τριμελές Εφετείο ~άτων. Βλ. έγκλημα, κακούργημα, πταίσμα. 2. (κατ' επέκτ.) μικρής σπουδαιότητας λάθος, ατόπημα. Πβ. ολίσθημα, πλημμέλεια, σφάλμα. [< 1: αρχ. πλημμέλημα]

ρυθμικός

ρυθμικός, ή, ό [ῥυθμικός] ρυθ-μι-κός επίθ.: που γίνεται ή εκτελείται με ρυθμό, που διακρίνεται από αυτόν: ~ός: βηματισμός/χτύπος. ~ή: αναπνοή/άσκηση/κίνηση/κολύμβηση.|| (ΜΟΥΣ.) ~ός: χορός. ~ή: ανάγνωση/αξία/δομή/κιθάρα/μουσική. ~ό: κομμάτι/τραγούδι. ~ές: συνθέσεις. Βλ. πολυ~. ΑΝΤ. άρρυθμος ● επίρρ.: ρυθμικά ● ΣΥΜΠΛ.: ρυθμική (γυμναστική): ΑΘΛ. γυναικείο άθλημα, ατομικό και ομαδικό, στο οποίο οι αθλήτριες εκτελούν το πρόγραμμά τους με συνοδεία μουσικής, χρησιμοποιώντας σχοινάκι, στεφάνι, μπάλα, κορύνες ή κορδέλα. Βλ. ανσάμπλ, ενόργανη (γυμναστική). [< γαλλ. gymnastique rythmique, αγγλ. rhytmic gymnastics, 1912] , ρυθμική αγωγή: ΜΟΥΣ. τέμπο. [< αρχ. ῥυθμικός, γαλλ. rythmique, αγγλ. rhythmic(al)]

τουρισμός

τουρισμός του-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ταξίδι σε τόπο διαφορετικό από εκείνον της μόνιμης κατοικίας, συνήθ. για αναψυχή, ξεκούραση ή επίσκεψη σε διάφορα αξιοθέατα: αειφόρος/αεραθλητικός/αλιευτικός/αρχαιολογικός/γλωσσικός/εικαστικός/εκπαιδευτικός/εξωτερικός/επαγγελματικός/εποχιακός/εσωτερικός/θαλάσσιος/θερινός/ιατρικός/ιππικός (= ιπποτουρισμός)/καταδυτικός/λογοτεχνικός/μαθητικός/μοναστηριακός/οικογενειακός/ορειβατικός/ορεινός/παγκόσμιος/παραθαλάσσιος/περιβαλλοντικός/περιπατητικός/ποιοτικός/προσβάσιμος/σχολικός/φυσιολατρικός/χειμερινός ~. ~ κινήτρων/περιπέτειας/των πόλεων (αστικός ~)/πολυτελείας/τρίτης ηλικίας/υγείας. Γεωλογικός ~ (= γεωτουρισμός). Συνεδριακός και εκθεσιακός ~. Ειδικές/εναλλακτικές μορφές ~ού. Υπερβολικός ~ (= υπερτουρισμός). Υπουργείο ~ού. Βλ. διακοπές, οινο~, παραθερισμός.|| (προφ.-ειρων.) Η ομάδα πάει για να νικήσει και όχι για ~ό. Βλ. -ισμός. 2. το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη μετακίνηση τουριστών: διεθνής ~. Γραφείο (γενικού)/διεθνής έκθεση/τομέας/υπηρεσίες ~ού. Ελληνικός/Παγκόσμιος Οργανισμός ~ού. 3. τουριστική κίνηση: Ο ~ αυξήθηκε φέτος. ● ΣΥΜΠΛ.: αγροτικός τουρισμός: αγροτουρισμός., αθλητικός τουρισμός: που συνδυάζεται με παρακολούθηση αθλητικών διοργανώσεων ή συμμετοχή σε αθλητική δραστηριότητα., αναπαραγωγικός τουρισμός: ταξίδι ζευγαριού με στόχο την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή σε χώρα άλλη από αυτή της χώρας προέλευσης των πιθανών γονέων, που γίνεται για νομικούς, οικονομικούς, θρησκευτικούς ή πρακτικούς λόγους., διαστημικός τουρισμός: ταξίδι στο Διάστημα για λόγους αναψυχής. [< αμερικ. space tourism, 1967] , ηθικός τουρισμός: ΟΙΚΟΛ. οικοτουρισμός., ιαματικός/θεραπευτικός τουρισμός: εναλλακτική μορφή τουρισμού που αναπτύσσεται σε λουτροπόλεις και περιοχές με ιαματικές πηγές, με σκοπό τη θεραπεία διαφόρων παθήσεων ή τη διατήρηση της καλής κατάστασης του οργανισμού., οικολογικός τουρισμός: ΟΙΚΟΛ. οικοτουρισμός., πολιτιστικός τουρισμός: που πραγματοποιείται με συμμετοχή σε πολιτιστικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες., γαστρονομικός τουρισμός βλ. γαστρονομικός, εναλλακτικός τουρισμός βλ. εναλλακτικός, ήπιος τουρισμός βλ. ήπιος, θεματικός τουρισμός βλ. θεματικός1, θρησκευτικός τουρισμός βλ. θρησκευτικός, κοινωνικός τουρισμός βλ. κοινωνικός, μαζικός τουρισμός βλ. μαζικός1 [< γαλλ. tourisme, 1841 < αγγλ. tourism, 1811]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.