Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1044 εγγραφές  [0-20]


  • -τοκος & -τόκος β' συνθετικό για τον σχηματισμό σύνθετων επιθέτων που δηλώνουν 1. τη σειρά ή τον τρόπο γέννησης ενός παιδιού: πρωτό-τοκος/δευτερό~/υστερό~.|| (μτφ.) Από~. 2. θηλυκό που έχει γεννήσει: ζωο-τόκος/ωο~.|| Δύσ-τοκος/πολύ~.|| (ως ουσ.) Η Θεοτόκος. 3. ΟΙΚΟΝ. τον τόκο κεφαλαίου: ά-τοκος/έν~/υψηλό~/χαμηλό~.
  • αβεβαιότητα [ἀβεβαιότητα] α-βε-βαι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.): έλλειψη σιγουριάς· γενικότ. κάθε κατάσταση αστάθειας και αμφιβολίας: επαγγελματική/νομική/πολιτική ~. ~ εργασίας. ~ για το μέλλον/την πορεία της οικονομίας. ~ και αγωνία/ανασφάλεια/ανησυχία. Αίσθημα/περίοδος/συνθήκες ~ας. (Κάτι) γεννά/δημιουργεί/προκαλεί ~. Επικρατεί/κυριαρχεί/υπάρχει ~. Λόγω της ανεργίας ζει με την/μέσα στην ~. Το ενδεχόμενο ενός πολέμου αυξάνει/επιτείνει την ~. ΑΝΤ. βεβαιότητα, σιγουριά.|| (ΟΙΚΟΝ.) Χρηματιστηριακή ~. Μακροοικονομικές ~ες. Διαχείριση/επίπεδα/συντελεστές ~ας. ~ επιχείρησης. ~ στην αγορά (πβ. ρευστότητα). Ρίσκο και ~. Η πρόβλεψη για το ΑΕΠ υπόκειται σε ~ες. Βλ. -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: αβεβαιότητα (της) μέτρησης: ΜΑΘ. η αδυναμία ακριβούς καθορισμού ενός μεγέθους· ειδικότ. η διασπορά των τιμών που μπορούν να αποδοθούν στο μετρούμενο μέγεθος: διευρυμένη/στατιστική/χαμηλή ~ ~. ~ ~ πίεσης/ταχύτητας., παράγοντας/στοιχείο αβεβαιότητας: καθετί που προκαλεί κατάσταση αστάθειας, ανισορροπίας, αμφιβολίας. Πβ. αστάθμητος παράγοντας., η αρχή της απροσδιοριστίας/της αβεβαιότητας βλ. απροσδιοριστία, κλίμα αβεβαιότητας βλ. κλίμα [< μτγν. ἀβεβαιότης, αγγλ. uncertainty]
  • αβεβαίωτος , η, ο [ἀβεβαίωτος] α-βε-βαί-ω-τος επίθ.: που δεν έχει επιβεβαιωθεί, εξακριβωθεί, ελεγχθεί: ~η: είδηση/πηγή/πληροφορία (= ανεπιβεβαίωτη). ~α: στοιχεία (= αναπόδεικτα, ανεξακρίβωτα).|| (ΟΙΚΟΝ.-ΛΟΓΙΣΤ.) ~οι: φόροι (: που δεν έχουν καθοριστεί από την εφορία). ~ες: οφειλές. ~α: ποσά (πβ. ανέλεγκτος). Βεβαιωμένα και ~α έσοδα. [< μεσν. αβεβαίωτος, γερμ. unbestätigt, γαλλ. non confirmé]
  • αγγλοσαξονικός , ή, ό [ἀγγλοσαξονικός] αγ-γλο-σα-ξο-νι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τους Αγγλοσάξονες: ~ό: (ΟΙΚΟΝ.) μοντέλο/χιούμορ (= φλεγματικό). ● Ουσ.: αγγλοσαξονική (η) & αγγλοσαξονικά (τα): η αρχαία αγγλική γλώσσα. [< γαλλ. anglo-saxon]
  • αγορά [ἀγορά] α-γο-ρά ουσ. (θηλ.) 1. απόκτηση αγαθών έναντι χρημάτων και συνεκδ. ό,τι αποκτά κάποιος, καταβάλλοντας χρηματικό ποσό: επιτυχημένη/λιανική/νόμιμη/παράνομη/συμφέρουσα/χονδρική ~. Δικαίωμα/ολοκλήρωση/συμβόλαιο/τιμή/τρόποι ~άς. ~ ελπίδας (βλ. εμπόριο ελπίδας). Ακριβές/έξυπνες (πβ. συμφέρουσες)/καθημερινές/χριστουγεννιάτικες ~ές (πβ. ψώνια). ~ές με δόσεις/πιστωτική κάρτα/τοις μετρητοίς. ~ές μέσω διαδικτύου. Διαμερίσματα προς ~. Στεγαστικά δάνεια για ~ πρώτης κατοικίας. Ακυρώνω/κλείνω μια ~. Έκανα/πραγματοποίησα μια καλή/σημαντική ~. Κάνω τις ~ές μου στο κέντρο (πβ. αγοράζω, ψωνίζω). ~ές άνω των ... ευρώ. Βλ. εξ~, προ~, τηλε~. ΑΝΤ. πώληση 2. ΟΙΚΟΝ. μηχανισμός μέσω του οποίου οι αγοραστές και οι πωλητές επικοινωνούν και δραστηριοποιούνται, για να ανταλλάξουν προϊόντα ή υπηρεσίες· ειδικότ. σύνολο συνθηκών που σχετίζονται με την παραγωγή και το εμπόριο συγκεκριμένου αγαθού ή υπηρεσίας σε μια χώρα ή δεδομένη γεωγραφική περιοχή: ανεπτυγμένη/διεθνής/εγχώρια/εθνική/ελληνική/εσωτερική/κορεσμένη/παγκόσμια/τουριστική/τραπεζική/χρηματιστηριακή (: χρηματιστήριο) ~. Ψηφιακή ενιαία ~ (της Ευρωπαϊκής Ένωσης). ~ αξιών (: απόκτηση μετοχών)/ακινήτων/βιβλίων/ενέργειας/οικοπέδου/ομολόγων/χρήματος (ΣΥΝ. χρηματαγορά). Εικόνα/εκσυγχρονισμός/επάρκεια/κατάσταση/τάσεις/τομείς (της) ~άς. Ανατροπές/(αυξημένη) κίνηση/έλεγχοι/κρίση/στασιμότητα στην ~ (βλ. αγοραστικός). Επικίνδυνα προϊόντα αποσύρονται από την/εντοπίστηκαν στην/κυκλοφορούν (/λανσάρονται) στην ~. Η ~ κατακλύζεται από κινέζικα προϊόντα. Οι τιμές κυμαίνονται στην ~ από ... έως ... ευρώ. Ευνοϊκές συνθήκες επικρατούν στην ~. Βούλιαξε η ~ (= περνά κρίση). Ανοδικά/πτωτικά κινήθηκε η ~ αυτοκινήτου τον μήνα ... Οι πολυεθνικές ελέγχουν την ~. Βλ. επαν~, ευρω~, χρηματ~. 3. χώρος, περιοχή ή χώρα όπου διεξάγονται αγοραπωλησίες· ειδικότ. εμπορικό κέντρο· συνεκδ. όσοι δραστηριοποιούνται στον σχετικό τομέα: βαρβάκειος/δημοτική/κεντρική/παλιά/σκεπαστή (πβ. παζάρι)/τοπική/υπαίθρια ~. ~ κρέατος (= κρεατ~)/λουλουδιών. Άνοιγμα/διείσδυση σε νέες ~ές. Βλ. υπερ~.|| Οδηγός ~άς (πβ. κατάλογος). Η ~ είναι άδεια. Δεν κατέβηκα/πήγα σήμερα στην ~.|| Αλυσίδα καταστημάτων με αξιόπιστο/ισχυρό/καλό όνομα στην ~ (πβ. πιάτσα). Βούιξε η ~ από φήμες ότι ... 4. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΙΣΤ. οικονομικοπολιτικό και πολιτιστικό κέντρο στην αρχαιότητα: αρχαία/ρωμαϊκή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αγορά εργασίας: ΟΙΚΟΝ. εργατικό δυναμικό και εργοδότες, μεταξύ των οποίων διεξάγονται διαπραγματεύσεις για την κάλυψη διαθέσιμων θέσεων εργασίας ανάλογα με την προσφορά και τη ζήτηση: ανοιχτή/ευέλικτη/ηλεκτρονική ~ ~. Ανθρώπινο κεφάλαιο και ~ ~. Ένταξη/προώθηση των γυναικών/των πτυχιούχων στην ~ ~. Βγήκε στην ~ ~. [< αγγλ. labour-market] , αγορά κεφαλαίου: ΟΙΚΟΝ. κεφαλαιαγορά., αγορά συναλλάγματος: ΟΙΚΟΝ. εγχώρια ή διεθνής αγορά στην οποία ανταλλάσσονται τα εθνικά νομίσματα: διατραπεζική/ελεύθερη/προθεσμιακή ~ ~. [< αγγλ. foreign exchange market, 1948] , δευτερογενής αγορά: ΟΙΚΟΝ. χρηματιστηριακή αγορά όπου πραγματοποιούνται συναλλαγές σε τίτλους που έχουν εκδοθεί στο παρελθόν. [< αγγλ. secondary market] , ελεύθερη αγορά: ΟΙΚΟΝ. αγοραπωλησίες στις οποίες οι τιμές καθορίζονται από τον ελεύθερο ανταγωνισμό: παγκοσμιοποιημένη ~ ~. ~ ~ τηλεπικοινωνιών. [< αγγλ. free market] , έρευνα αγοράς: ΟΙΚΟΝ. επιστημονική διερεύνηση και προσδιορισμός των συνθηκών που επικρατούν σε συγκεκριμένο χώρο σχετικά με τη ζήτηση και την προσφορά αγαθών, υπηρεσιών και παραγωγικών συντελεστών: πανευρωπαϊκή/ποιοτική/ποσοτική ~ ~. Mάρκετινγκ και ~ ~. ~ες ~ και καταναλωτικής συμπεριφοράς. Βλ. ομάδα-στόχος. [< αγγλ. market research, 1920] , ηλεκτρονικές/ψηφιακές αγορές: ΔΙΑΔΙΚΤ. εμπορικές συναλλαγές μέσω διαδικτύου και ειδικότ. διαδικτυακές αγορές αγαθών και υπηρεσιών: κάθετη (: στην οποία συμμετέχουν εταιρείες από συγκεκριμένους τομείς δραστηριότητας)/οριζόντια (: συμμετοχή εταιρειών ανεξάρτητα από τον κλάδο δραστηριοποίησής τους) ~ή ~ά. Πρόσβαση σε ~ ~ με χρήση κωδικού. Ανοικτές (: δημόσιες)/διεπιχειρησιακές/κλειστές (: ιδιωτικές) ~ ~. Βλ. τηλεσυνεργασία, ψηφιακή οικονομία.|| ~ή ~ά εισιτηρίων/προϊόντων. Προπληρωμένη κάρτα για ~ ~. Η ασφάλεια των ~ών ~ών. Βλ. ηλεκτρονικό εμπόριο, ηλεκτρονική πώληση. [< αγγλ. e-market, electronic shopping, 1959] , μερίδιο/κομμάτι/μέρος (της) αγοράς: ΟΙΚΟΝ. το ποσοστό των συνολικών πωλήσεων προϊόντος ή υπηρεσίας που κατέχει συγκεκριμένη εταιρεία: Οι αλυσίδες καταστημάτων ελέγχουν όλο και μεγαλύτερο ~ ~. Η εταιρεία κατέχει ~ ~ της τάξης του ...%. [< αγγλ. market share, 1954] , πρωτογενής αγορά: ΟΙΚΟΝ. χρηματιστηριακή αγορά όπου οι επιχειρήσεις και το κράτος εκδίδουν νέους τίτλους και αποκτούν κεφάλαια. [< αγγλ. primary market] , φιλανθρωπική αγορά: παζάρι, τα έσοδα του οποίου διατίθενται για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Βλ. έρανος. [< αγγλ. charity bazaar] , αγορά ευρωομολόγων βλ. ευρωομόλογο, αναδυόμενες αγορές βλ. αναδυόμενος, ανάλυση αγοράς βλ. ανάλυση, ανάπτυξη αγοράς βλ. ανάπτυξη, απελευθέρωση της αγοράς/των αγορών βλ. απελευθέρωση, αποτυχία της αγοράς βλ. αποτυχία, ατελής αγορά βλ. ατελής, ευαίσθητη αγορά βλ. ευαίσθητος, καλάθι αγορών βλ. καλάθι, κοινή αγορά βλ. κοινός, λαϊκή αγορά βλ. λαϊκός, λαχειοφόρος αγορά βλ. λαχειοφόρος, μαύρη (αγορά) βλ. μαύρος, οικονομία της αγοράς βλ. ελεύθερη οικονομία, παράλληλη αγορά βλ. παράλληλος, πιστωτική αγορά βλ. πιστωτικός ● ΦΡ.: βγάζει (κάτι) στην αγορά: το προωθεί στο εμπόριο: Η εταιρεία σχεδιάζει να βγάλει στην ~ νέα σειρά καλλυντικών., βγαίνει στην αγορά: (για προϊόν) κυκλοφορεί στο εμπόριο· (για πρόσωπο) διεξάγει διαπραγματεύσεις, για να αγοράσει ή να πουλήσει κάτι: Κινητό που βγήκε ~ τον περασμένο μήνα.|| (για κράτος ή εταιρεία) Βγήκε ~/στις αγορές, για να δανειστεί. [< αρχ. ἀγορά, αγγλ. market, γαλλ. marché, γερμ. Markt]
  • αγοραίος , α, ο [ἀγοραῖος] α-γο-ραί-ος επίθ. 1. που σχετίζεται με την αγορά και την αγοραπωλησία: ~α: οικονομία/συνάρτηση προσφοράς (ή ζήτησης) ενός αγαθού. ~ο: εμπόρευμα/(τεκμαρτό) ενοίκιο/προϊόν. 2. (μτφ.) με όρους της αγοράς, χυδαίος: ~ος: ρητορισμός. ~α: γλώσσα/τέχνη. ~ες: εκφράσεις. ~οι: τρόποι. ~α: ήθη/κίνητρα. ● Ουσ.: αγοραίο (το): ταξί με έδρα επαρχιακή πόλη που μισθώνεται για μεταφορά επιβατών. Βλ. ταξίμετρο. ● ΣΥΜΠΛ.: αγοραία αξία/τιμή: ΟΙΚΟΝ. τρέχουσα αξία ενός αξιογράφου ή περιουσιακού στοιχείου, όπως προκύπτει από τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης: ~ ~ ακινήτου/επιχείρησης/μετοχών. ~ ~ ανά τ.µ. ΦΠΑ επί της ~ας ~ας. ΣΥΝ. αγοραστική αξία [< αγγλ. market value/price] , αγοραίος έρωτας/αγοραίο σεξ: πορνεία. [< 1: γαλλ. de marché, αγγλ. market- 2: αρχ. ἀγοραῖος]
  • αγορανομικός , ή, ό [ἀγορανομικός] α-γο-ρα-νο-μι-κός επίθ.: που αφορά τις αρμοδιότητες της αγορανομίας: ~ός: έλεγχος τιμών/υπεύθυνος. ~ή: επιτροπή. ~ό: αδίκημα/δικαστήριο. ~ές: διατάξεις. ● επίρρ.: αγορανομικά ● ΣΥΜΠΛ.: αγορανομικός κώδικας: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των αγορανομικών διατάξεων που διέπουν τη λειτουργία της αγοράς ως προς τις τιμές. [< αγγλ. market regulations code] [< αρχ. ἀγορανομικός]
  • αγοραστικός , ή, ό [ἀγοραστικός] α-γο-ρα-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την αγορά: ~ή: ευκαιρία/συμπεριφορά. ~ό: ενδιαφέρον/κίνητρο/κλίμα/κοινό/μερίδιο. ~ πυρετός παραμονές Χριστουγέννων. Αυξημένη/μειωμένη/πεσμένη/υποτονική ~ή κίνηση.|| (ΟΙΚΟΝ.) Δίνεται ασθενές/ισχυρό ~ό σήμα (: ένδειξη για αγορά μετοχών). ● ΣΥΜΠΛ.: αγοραστική αξία: ΟΙΚΟΝ. ανταλλακτική αξία: η ~ ~ του νομίσματος μιας χώρας/του χρήματος. Η ~ ~ του ακινήτου/της μετοχής/του µισθού/των προϊόντων. ΣΥΝ. αγοραία αξία/τιμή [< αγγλ. purchasing value] , αγοραστική δύναμη/ικανότητα: ΟΙΚΟΝ. τα αγαθά και οι υπηρεσίες που μπορούν να αγοραστούν με συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, εισόδημα: Η ~ ~ του μέσου πολίτη. [< αγγλ. purchasing power/capacity] [< αρχ. ἀγοραστικός ‘εμπορικός’, αγγλ. purchasing]
  • αγρονομισματικός , ή, ό [ἀγρονομισματικός] α-γρο-νο-μι-σμα-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με την προσαρμογή των συναλλαγματικών ισοτιμιών των αγροτικών προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση: ~ή: αντιστάθμιση. ~ό: σύστημα. [< αγγλ. agri-monetary, 1976]
  • αγροτικός , ή, ό [ἀγροτικός] α-γρο-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την πρωτογενή παραγωγή αγαθών (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία) ή τους αγρότες: ~ός: κλήρος (= μερίδιο γης)/κόσμος/οικισμός/πληθυσμός/σύλλογος/συνεταιρισμός (: για τη διάθεση των αγροτικών προϊόντων και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των παραγωγών)/τομέας. ~ή: ανάπτυξη/βιομηχανία (= αγροτοβιομηχανία)/δραστηριότητα/εκμετάλλευση (βλ. φάρμα)/επιχείρηση (= αγροεπιχείρηση)/κατοικία/κοινωνία/οικογένεια/παραγωγή/τάξη (ΣΥΝ. αγροτιά. Βλ. αστική τάξη). ~ό: δάνειο/(ΝΟΜ.) δίκαιο/εισόδημα/κίνημα. ~ές: εκτάσεις/εργασίες/καλλιέργειες. ~ά: μηχανήματα/προϊόντα/χρέη. Βλ. αντι~, παν~, φιλο~. ΣΥΝ. γεωργικός 2. που σχετίζεται με την ύπαιθρο: ~ός: διανομέας (= ταχυδρόμος)/δρόμος. ~ή: ζωή. ~ό: σπίτι (= αγροτόσπιτο, αγροικία). ~ά: ακίνητα (: που προορίζονται για γεωργική ή κτηνοτροφική εκμετάλλευση και βρίσκονται εκτός σχεδίου πόλεως ή οικισμού). ΑΝΤ. αστικός (1) ● Ουσ.: αγροτικό (το) 1. φορτηγάκι (συνήθ. με καρότσα) ή τζιπ κατάλληλο για αγροτικές εργασίες. 2. {χωρ. πληθ.} υποχρεωτική υπηρεσία κάθε νέου γιατρού στην επαρχία: Πρέπει να κάνει το ~ του κι έπειτα να πάρει ειδικότητα. Πβ. υπηρεσία υπαίθρου.|| (μτφ., για σύλλογο ή ποδοσφαιριστή) Έκανε το ~ του στη Β' Εθνική και επέστρεψε στη Σούπερ Λιγκ. ● ΣΥΜΠΛ.: άγονο αγροτικό (ιατρείο): που βρίσκεται σε δυσπρόσιτη περιοχή., αγροτικές φυλακές {σπάν. στον εν.}: των οποίων οι τρόφιμοι κινούνται ελεύθερα και απασχολούνται σε αγροτικές κυρ. εργασίες με αποτέλεσμα τη μείωση της ποινής τους στο ήμισυ., αγροτική εκμετάλλευση: μονάδα παραγωγής αγροτικών προϊόντων, η οποία αναλαμβάνει και την αποθήκευση, τυποποίηση, συσκευασία και διακίνησή τους, ενώ δραστηριοποιείται και στη διαχείριση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας καθώς και στον αγροτουριστικό τομέα: οικογενειακή ~ ~. Κάτοχος ~ής ~ης., αγροτική μεταρρύθμιση: ΠΟΛΙΤ. που στοχεύει στην αναδιανομή των καλλιεργούμενων εκτάσεων προς όφελος των ακτημόνων ή των μικρών ιδιοκτητών., αγροτική οικονομία: ΟΙΚΟΝ. κλάδος που ασχολείται με ζητήματα παραγωγής και διάθεσης των αγροτικών προϊόντων, ανάπτυξης και διαχείρισης της σχετικής παραγωγής. [< γαλλ. économie rurale] , αγροτική πολιτική: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των οικονομικών μέτρων για την προστασία των εργαζομένων στον πρωτογενή τομέα: Κοινή ~ ~ (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γερμ. Agrarpolitik] , αγροτικός γιατρός: που εκτελεί υποχρεωτική υπηρεσία στην επαρχία για ορισμένο χρονικό διάστημα., αγροτική πίστη βλ. πίστη, αγροτικός τουρισμός βλ. τουρισμός, δημοπρατήριο αγροτικών προϊόντων βλ. δημοπρατήριο, κλειστή αγροτική οικονομία βλ. κλειστός [< μεσν. αγροτικός, γαλλ. agricole, rural, champêtre, αγγλ. agrarian]
  • άδηλος , η, ο [ἄδηλος] ά-δη-λος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): μη φανερός, αβέβαιος: ~ος: ρόλος (= κρυφός· ΑΝΤ. εμφανής, φανερός)/στόχος. ~η: αιτία/έκβαση. ~ο: αποτέλεσμα. ~ες: προθέσεις. ~α: κίνητρα/οφέλη/συμφέροντα/σχέδια. ~ (= άγνωστος) παραμένει ο αριθμός των αγνοουμένων. Είναι ~ο ακόμη το τελικό κόστος. ~ο(ν) είναι αν θα γίνουν δεκτές οι προτάσεις. ~ο(ν) το μέλλον της εταιρείας (= επισφαλές· ΑΝΤ. βέβαιο, σίγουρο). ~ο(ν) τι μέλλει γενέσθαι. Πβ. αόρατος|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ο: έλλειμμα. ~ες: εισπράξεις/πληρωμές.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~η: μνήμη (: μη συνειδητή· ΑΝΤ. δηλωτική, έκδηλη). ΑΝΤ. κατάδηλος, πρόδηλος ● ΣΥΜΠΛ.: άδηλη αναπνοή βλ. αναπνοή, άδηλοι πόροι βλ. πόρος, ισοζύγιο άδηλων συναλλαγών βλ. ισοζύγιο [< αρχ. ἄδηλος, γαλλ. invisible]
  • αδιαιρετότητα [ἀδιαιρετότητα] α-δι-αι-ρε-τό-τη-τα ουσ. (θηλ.): η ιδιότητα του αδιαίρετου: ~ (ΟΙΚΟΝ.) αγαθών/(ΧΗΜ.) ατόμου/δαπανών/(ΦΙΛΟΣ.) της ύλης (πβ. ενότητα). Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. διαιρετότητα (1) [< γαλλ. indivisibilité]
  • αδιαφορία [ἀδιαφορία] α-δι-α-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. απουσία ενδιαφέροντος, φροντίδας για κάτι: ανεξήγητη/απαράδεκτη/γενική/εγκληματική/κρατική/παντελής/προκλητική ~. ~ των αρμοδίων/της κοινωνίας/της οικογένειας/της Πολιτείας (ΑΝΤ. μέριμνα). ~ γι' αυτά που συμβαίνουν γύρω μας (ΣΥΝ. απάθεια)/τη ζωή/τα κοινά/το περιβάλλον/την πολιτική. (εμφατ.) ~ και απάθεια. Έντονα ίχνη εγκατάλειψης και ~ας στην επαρχία. Κλίμα ~ας στην αγορά. Κατηγορώ κάποιον για/προσάπτω σε κάποιον ~.|| Αντιμετωπίζει τον θάνατο με ~ (= αταραξία). Βλ. -φορία. ΑΝΤ. ενδιαφέρον (1) 2. ΨΥΧΟΛ. έλλειψη αντίδρασης στα προσλαμβανόμενα ερεθίσματα. Βλ. αυτισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: ελευθερία της αδιαφορίας: ΦΙΛΟΣ. απουσία οποιουδήποτε καταναγκασμού ή αιτίας που υποχρεώνει ή κατευθύνει τον άνθρωπο να πράττει σύμφωνα με ορισμένο τρόπο., καμπύλες αδιαφορίας: ΟΙΚΟΝ. ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απεικονίζουν συνδυασμούς αγαθών μεταξύ των οποίων ο καταναλωτής είναι αδιάφορος. [< αγγλ. indifference curves] [< μτγν. ἀδιαφορία, γαλλ. indifférence]
  • αειφορία [ἀειφορία] α-ει-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ.-ΟΙΚΟΛ. αρχή και μοντέλο διαχείρισης όλων των φυσικών οικοσυστημάτων και των ανανεώσιμων φυσικών πόρων που επιδιώκει να εναρμονίσει την ανάπτυξη της ανθρώπινης δραστηριότητας σε όλους τους τομείς με την προστασία του περιβάλλοντος, βάσει ενός μακροπρόθεσμου, ολιστικού και διεπιστημονικού σχεδιασμού· βιωσιμότητα: κοινωνική/οικονομική/περιβαλλοντική ~. ~ και ποιότητα ζωής. Πβ. βιώσιμη/αειφόρος/αξιοβίωτη ανάπτυξη. Βλ. διατηρησιμότητα. 2. (σπάν.-κατ' επέκτ.) διαρκής ανάπτυξη: λογοτεχνική ~. Βλ. -φορία. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της αειφορίας των καρπώσεων βλ. κάρπωση [< αγγλ. sustainability, 1972]
  • αειφορικότητα [ἀειφορικότητα] α-ει-φο-ρι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΝ.-ΟΙΚΟΛ. η ιδιότητα του αειφόρου και ειδικότ. η αειφόρος ανάπτυξη: η ~ στη γεωργία. ~ και οικολογικός εκσυγχρονισμός. Αρχές/πολιτικές της ~ας. Βλ. -ότητα. [< αγγλ. sustainability, 1972]
  • άθροισμα [ἄθροισμα] ά-θροι-σμα ουσ. (ουδ.) {αθροίσμ-ατος | -ατα, -άτων}: το αποτέλεσμα του αθροίζω, το εξαγόμενο από την πρόσθεση· γενικότ. το αποτέλεσμα ενοποίησης: (ΜΑΘ.) αλγεβρικό/αριθμητικό/γενικό/γεωμετρικό/μερικό/συνολικό ~. ~ αριθμών/διανυσμάτων/μεγεθών. Τιμή/υπολογισμός ~ατος. ~ατα μεταβλητών/στηλών. Ακολουθία/αλγόριθμος/γινόμενο/εύρεση ~άτων. Βρίσκω/δίνω/υπολογίζω το ~.|| (ΟΙΚΟΝ.) Παίγνια (μη) μηδενικού ~ατος.|| (ΦΙΛΟΣ.) Λογικό ~.|| (μτφ.) ~ ετερόκλιτων στοιχείων (βλ. άθροιση). Το ~ (= η συνισταμένη) διαφορετικών απόψεων. [< αρχ. ἄθροισμα, αγγλ. sum]
  • αιρεσιμότητα [αἱρεσιμότητα] αι-ρε-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. παροχή, χορήγηση συνήθ. χρημάτων ή προνομίων που γίνεται υπό όρους: πολιτική ~. Η αρχή της ~ας. Ρήτρα ~ας. [< γαλλ. conditionnalité, αγγλ. conditionality]
  • ακαθάριστος , η, ο [ἀκαθάριστος] α-κα-θά-ρι-στος επίθ. 1. που δεν έχει καθαριστεί ή δεν του έχουν αφαιρέσει ξένες, άχρηστες, περιττές ή επιβλαβείς ουσίες: ~ο: σπίτι/φίλτρο. ~α: ρούχα (= άπλυτα)/φρεάτια. ΣΥΝ. ακάθαρτος (2), βρόμικος (1) 2. που δεν έχει ξεφλουδιστεί: ~ο: καλαμπόκι/φρούτο. ~ες: πατάτες (ΑΝΤ. καθαρισμένες). ~α: κρεμμύδια. 3. (για χρηματικό ποσό) από το οποίο δεν έχει παρακρατηθεί φόρος ή άλλη εισφορά: ~ος: τζίρος. ~ες: αποδοχές (ΑΝΤ. καθαρές). Τα ~α έσοδα της επιχείρησης ανήλθαν σε ... ευρώ. ΣΥΝ. μικτός (1) ● επίρρ.: ακαθάριστα ● ΣΥΜΠΛ.: ακαθάριστη αξία παραγωγής: ΟΙΚΟΝ. η συνολική αξία των παραχθέντων προϊόντων και υπηρεσιών ενός κλάδου ή του συνόλου της οικονομίας σε μια ορισμένη χρονική περίοδο: βιομηχανική/ετήσια ~ ~. ~ ~ ανά απασχολούμενο. Συμμετοχή της αλιευτικής/δασικής παραγωγής στην ~ ~. [< αγγλ. gross value of production] , ακαθάριστη επένδυση: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο του δαπανώμενου χρηματικού ποσού με στόχο την οικονομική ανάπτυξη συγκεκριμένων τομέων: ~ ~ πάγιου κεφαλαίου. Δημόσια/συνολική/χρηματοδοτούμενη ~ ~. ~ ~ σε κατασκευή/κτίριο/υλικά αγαθά. [< αγγλ. gross investment] , ακαθάριστο εισόδημα: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των νόμιμων χρηματικών και άλλων αποδοχών πριν από την αφαίρεση φόρου ή άλλης εισφοράς: ετήσιο/συνολικό/τρέχον/φορολογητέο ~ ~. ~ ~ (εμπορικών) επιχειρήσεων/εργαζομένων/οικογένειας., ακαθάριστος λογαριασμός: ΟΙΚΟΝ. χωρίς ακριβή καθορισμό του χρεωστικού ή πιστωτικού του υπολοίπου., ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) βλ. προϊόν, ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ) βλ. προϊόν, μικτό/ακαθάριστο βάρος βλ. μικτός, μικτό/ακαθάριστο κέρδος βλ. κέρδος, μικτός/ακαθάριστος μισθός βλ. μισθός [< μεσν. ακαθάριστος 3: αγγλ. gross]
  • ακάλυπτος , η, ο [ἀκάλυπτος] α-κά-λυ-πτος επίθ. 1. που δεν έχει σκεπαστεί: ~η: λακκούβα/τρύπα. ~ο: καλώδιο/πηγάδι. Βλ. ανοιχτός, ασκέπαστος.|| ~ος: ώμος. ~η: κοιλιά/πλάτη. ~ο: κεφάλι (: χωρίς καπέλο, μαντίλι)/πρόσωπο (χωρίς μάσκα, φερετζέ). ~α: πόδια. Ρούχα που αφήνουν ~ο το σώμα. Πβ. γυμνός, ξεσκέπαστος, ξέσκεπος.|| ~α: μάτια. ΑΝΤ. δεμένα, καλυμμένα.|| ~η: πλαγιά (: χωρίς βλάστηση). ~ο: σημείο (= άδειο).|| (μτφ.) ~η: θέση (= κενή). ~α: κενά (: που δεν έχουν καλυφθεί με προσλήψεις). Κανένα θέμα δεν έμεινε ~ο (: χωρίς να γίνει αναφορά σε αυτό). 2. (μτφ.) που μένει εκτεθειμένος, χωρίς προστασία ή υποστήριξη: (ΑΘΛ.) ~η: άμυνα. (ΣΤΡΑΤ.) Το πεζικό/το στράτευμα έμεινε ~ο. Ο στρατός άφησε ~α τα νώτα του. Είμαι/έμεινα εργασιακά/νομικά/πολιτικά/συναισθηματικά ~. Η διοίκηση της εταιρείας τον άφησε ~ο (απέναντι) στις αιτιάσεις (: κανείς δεν τον υπερασπίστηκε). Βλ. αδειάζω. ΣΥΝ. ανυπεράσπιστος, απροστάτευτος 3. ΟΙΚΟΝ. που δεν έχει πληρωθεί, δεν έχει χρηματικό αντίκρισμα: ~ος: λογαριασμός (: με χρεωστικό υπόλοιπο, πβ. ανοιχτός, απλήρωτος). ~η: συναλλαγματική. ~ο: δάνειο. Βλ. πλαστός. ● ΣΥΜΠΛ.: ακάλυπτη επιταγή 1. ΟΙΚΟΝ. που δεν μπορεί να εισπραχθεί, γιατί δεν υπάρχει το ανάλογο χρηματικό ποσό στον τραπεζικό λογαριασμό του εκδότη της: μήνυση για ~ ~. 2. (μτφ.) οτιδήποτε δεν έχει πρακτικό αντίκρισμα: Ό, τι υποσχέθηκαν προεκλογικά αποδείχθηκε ~ ~. Πβ. λόγια του αέρα., ακάλυπτος (χώρος): ελεύθερος, μη οικοδομήσιμος χώρος, συνήθ. μεταξύ οικοδομών: υποχρεωτικός ~ ~. Τα παράθυρα βλέπουν στον ~ο. [< 1: αρχ. ἀκάλυπτος 2,3: αγγλ. uncovered, γαλλ. à découvert]
  • ακαμψία [ἀκαμψία] α-καμ-ψί-α ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) εμμονή σε μία κατάσταση, αδυναμία προσαρμογής σε νέα δεδομένα: δογματική/ιδεολογική/συναισθηματική ~ (= αδιαλλαξία). ~ αντιλήψεων/της κυβέρνησης/χαρακτήρα. ~ του νόμου (= αυστηρότητα). ~ στις διαπραγματεύσεις/στην πολιτική/στη συμπεριφορά. ΑΝΤ. υποχωρητικότητα.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ των επιτοκίων/του πληθωρισμού/του χρηματοπιστωτικού συστήματος. ~ες στην αγορά εργασίας. ΑΝΤ. ελαστικότητα, ευελιξία. 2. ΙΑΤΡ. δυσκολία ή αδυναμία κάμψης του σώματος ή μελών του: μυϊκή/νεκρική ~. ~ των άκρων/του αυχένα. Κόπωση/μυϊκό άλγος λόγω ~ας. Πβ. αγκύλωση. ΑΝΤ. ευκαμψία, ευλυγισία 3. (γενικότ.) έλλειψη ελαστικότητας: ~ δοκού/κατασκευής/μετάλλου. Πβ. δυσκαμψία.|| (ΦΥΣ., η αντίσταση που προβάλλει ένα στερεό υλικό σε οποιαδήποτε δύναμη παραμόρφωσης του ασκείται) Στρεπτική/στροφική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ακαμψία τιμής βλ. τιμή [< 1,2: γαλλ. inflexibilité, rigidité 3: αρχ. ἀκαμψία]

αδειάζω

αδειάζω [ἀδειάζω] α-δειά-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άδεια-σα, -σει, -στηκε, -στεί, αδειάζ-οντας, αδεια-σμένος} 1. βγάζω από κάτι το περιεχόμενό του, το καταναλώνω ή το μεταφέρω, το ξεφορτώνω κάπου αλλού: ~ τη βαλίτσα/τη δεξαμενή/τον κάδο/το περίστροφο (στον αέρα/στο σώμα κάποιου, πβ. πυροβολώ)/το συρτάρι/το τασάκι/την τσάντα. Ο σπιτονοικοκύρης μού ζήτησε ν' ~σω το σπίτι (= να το ξενοικιάσω, να φύγω).|| (προφ.) ~σε ένα ταψί μόνος του (= έφαγε)/το μισό μπουκάλι (= ήπιε)/όλο του το πιάτο.|| ~ τα απορρίμματα/τους επιβάτες (πβ. αποβιβάζω)/το λάδι (πβ. χύνω)/τα λύματα/το φορτίο. ~ το νερό στα ποτήρια (από την κανάτα, πβ. ρίχνω). ΑΝΤ. γεμίζω (1) 2. (μτφ.-προφ.) αφήνω κάποιον (συνήθ. υφιστάμενο) εκτεθειμένο, ακάλυπτο, δεν τον υποστηρίζω: ~σε τον συνεργάτη/τον φίλο του. Την κρίσιμη στιγμή που τον είχα ανάγκη, με ~σε (: με εγκατέλειψε, κρέμασε, πούλησε).|| (στο ποδόσφαιρο) Πέτυχε γκολ, αφού πρώτα ~σε όλη την άμυνα (: απέφυγε τους αμυντικούς με προσποίηση). Βλ. καλύπτω. 3. (προφ.) έχω ελεύθερο χρόνο για κάτι: Θα σου τηλεφωνήσω μόλις ~σω. Δεν ~ (= δεν έχω χρόνο) να σε δω σήμερα. Χθες δεν ~σα (= δεν μου έμεινε καθόλου χρόνος) ούτε για φαΐ! Πβ. προλαβαίνω. ΣΥΝ. ευκαιρώ ● αδειάζει: (συνήθ. για χώρο) μένει άδειος, εκκενώνεται: ~ η αίθουσα (από μαθητές)/η γειτονιά/το γήπεδο/ο δρόμος/το νησί (: ερημώνει)/η παραλία/η πόλη (: εγκαταλείπεται)/το σπίτι/ο τόπος (ΑΝΤ. γεμίζει). ~σε η μπαταρία (= αποφορτίστηκε)/το ντεπόζιτο/το πορτοφόλι(/το ταμείο/η τσέπη μου (: έμεινα χωρίς λεφτά)/το στομάχι μου (: πεινάω). ~σε η θέση του διευθυντή/ένα τραπέζι (σε εστιατόριο).|| (μτφ.) ~σε η ζωή/ο νους/η ψυχή μου (από σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα). Οι λέξεις ~σαν από νόημα. ● ΦΡ.: αδειάζω τη γωνιά/τον τόπο (μτφ.-προφ.): (συνήθ. στην προστ.) φεύγω από κάπου όπου είμαι ανεπιθύμητος: Μάζεψε τα πράγματά σου και άδειασέ μας ~! Άδειασέ μου ~ και μη σε ξαναδώ στα μάτια μου! Δεν μας αδειάζεις ~; Πβ. κοπάνα τη, ξεκουμπίσου, σπάσε, στα τσακίδια, στρίβε, τσακίσου, φύγε. [< μεσν. αδειάζω]

αναδυόμενος

αναδυόμενος, η, ο [ἀναδυόμενος] α-να-δυ-ό-με-νος επίθ. 1. που αναδύεται: ~ (μέσα) από τα κύματα.|| (μτφ.) ~η: επιχείρηση. ~ο: ταλέντο. ~οι: κίνδυνοι. ~α: ερωτήματα/προβλήματα. || ~α: κράτη. Οι ~οι γίγαντες της παγκόσμιας οικονομίας. 2. ΠΛΗΡΟΦ. για αντικείμενο γραφικού περιβάλλοντος που εμφανίζεται ξαφνικά στην οθόνη του υπολογιστή: ~η: διαφήμιση/λίστα. ~ο: μενού/μήνυμα/παράθυρο. ΣΥΝ. ποπ-απ ● Ουσ.: Αναδυομένη (η): προσωνυμία της θεάς Aφροδίτης. ● ΣΥΜΠΛ.: αναδυόμενες αγορές: ΟΙΚΟΝ. που αρχίζουν να αναπτύσσονται με καλές προοπτικές, συνήθ. σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. [< αγγλ. emerging markets] , αναδυόμενη γραφή: ΨΥΧΟΛ. που αναπτύσσει το παιδί στην προσχολική ηλικία. [< αγγλ. emerging writing] , αναδυόμενος γραμματισμός βλ. γραμματισμός [< 1: αρχ. ἀναδυόμενος, αγγλ. emerging 2: αγγλ. pop-up, 1926]

ανάλυση

ανάλυση [ἀνάλυση] α-νά-λυ-ση ουσ. (θηλ.) 1. λεπτομερής εξέταση ενός γεγονότος, ενός φαινομένου ή μιας έννοιας με εντοπισμό και μελέτη των επιμέρους στοιχείων· κατ' επέκτ. προφορική ή γραπτή ανάπτυξη-παρουσίαση της αντίστοιχης έρευνας: αντικειμενική/βαθιά/εμπεριστατωμένη/ενδελεχής/εξαντλητική/επιφανειακή/κριτική/λεπτομερής/λογική/μουσική/προσεκτική/συστηματική ~. Κοινων(ιολογ)ική/οικονομική/πολιτική ~. ~ των (εκλογικών) αποτελεσμάτων/των δεδομένων/της επικαιρότητας/της κατάστασης/της πορείας (του Χρηματιστηρίου)/των πτυχών ενός ζητήματος/των στοιχείων. ~ έργου (: συστηματική καταγραφή των διακριτών σταδίων-βημάτων μιας εργασίας). ~ μιας θεωρίας/ενός όρου. ~ στα οικονομικά (της εταιρείας). Άρθρα/σχόλια και ~ύσεις. Επιχειρώ/κάνω μια ~ (σε βάθος). (ειρων.) ~ύσεις επί ~ύσεων! Βλ. αυτο~, μετα~, μικρο~, σύνθεση, υπερ~, ψυχ~. 2. διαχωρισμός, με τη χρήση επιστημονικών μεθόδων, ενός δείγματος στα στοιχεία από τα οποία αποτελείται, με σκοπό τον προσδιορισμό τους και τη μελέτη των ιδίων ξεχωριστά καθώς και του συνόλου: (ΦΥΣ.-ΧΗΜ.) δυναμική/εργαστηριακή/μηχανική/μικροσκοπική/φασματοσκοπική/χημική ~. Εργαστήριο/μέθοδοι/συσκευές/τεχνικές ~ης. Ποιοτική και ποσοτική ~ ενός μείγματος. ~ύσεις αερίων/γάλακτος/εδαφών/τροφίμων/υδάτων.|| (ΟΠΤ.) Φωτογραφική ~.|| (ΙΑΤΡ.) Ιατρικές ~ύσεις. Κάνω ~ αίματος (πβ. εξέταση, τεστ)/ούρων (= καλλιέργεια)/DNA.|| Στατιστική ~.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΓΛΩΣΣ.) Γλωσσολογική/γραμματική/ετυμολογική/σημειωτική/συντακτική ~ (κειμένου). Λογοτεχνική ~ διηγήματος. Βλ. επαν~, ψυχ~. 3. ΠΛΗΡΟΦ. το πλήθος των πίξελ που εμφανίζονται σε μια οθόνη: ψηφιακή ~. ~ γραφικών/εικόνας. Κάμερα/τηλεόραση/φωτογραφίες υψηλής ~ης. Πβ. ευκρίνεια. 4. ΜΑΘ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) κλάδος που έχει ως αντικείμενο τον λογισμό και τη θεωρία των ορίων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (της) διακύμανσης/διασποράς/μεταβλητότητας: ΣΤΑΤΙΣΤ. μέθοδος με την οποία εξετάζεται η επίδραση μίας ή περισσότερων ανεξάρτητων μεταβλητών στη διακύμανση μίας εξαρτημένης μεταβλητής: ~ ~ κατά έναν παράγοντα. [< αγγλ. variance analysis, analysis of variance (ANOVA), 1967] , ανάλυση αγοράς: ΟΙΚΟΝ. διαδικασία εξέτασης των παραγόντων, των συνθηκών και των χαρακτηριστικών μιας αγοράς: ~ ~ καυσίμων. [< αγγλ. market analysis] , ανάλυση κινδύνου/κινδύνων: ΟΙΚΟΝ. υπολογισμός και εκτίμηση των κινδύνων που σχετίζονται με χρηματοοικονομικές ή επενδυτικές αποφάσεις: έρευνα/κριτήρια/μελέτη ~ης ~ου. [< αγγλ. risk analysis, 1964] , ανάλυση λαθών/σφαλμάτων: επιστημονική μελέτη της ποιότητας και της ποσότητας των λαθών στο πλαίσιο των μαθηματικών, της γλωσσολογίας και της στατιστικής. [< αγγλ. error analysis, 1963] , ανάλυση (του) λόγου βλ. λόγος, ανάλυση περιεχομένου βλ. περιεχόμενο, ανάλυση συνομιλίας βλ. συνομιλία, ανάλυση συστημάτων βλ. σύστημα, αριθμητική ανάλυση βλ. αριθμητικός, διακριτική ανάλυση βλ. διακριτικός, ενόργανη ανάλυση βλ. ενόργανος, θεμελιώδης ανάλυση βλ. θεμελιώδης, παραγοντική ανάλυση/ανάλυση παραγόντων βλ. παραγοντικός, συνδυαστική ανάλυση βλ. συνδυαστικός ● ΦΡ.: σε τελική/σε τελευταία ανάλυση (προφ.-εμφατ.): προκειμένου να αναφερθεί στο τέλος η πιο σημαντική πτυχή ενός θέματος: Νομίζω ότι το πρόβλημα είναι μεγάλο και, ~ ~, αφορά όλους μας. Πβ. άλλωστε, εκτός αυτού/τούτου, εντέλει, εξάλλου, επιπλέον, τελικά. [< γαλλ. en dernière analyse ] [< αρχ. ἀνάλυσις ‘απαλλαγή, αποσύνθεση, επίλυση’, γαλλ. analyse, αγγλ. analysis, γερμ. Analyse, γαλλ.-αγγλ. resolution]

αναπνοή

αναπνοή [ἀναπνοή] α-να-πνο-ή ουσ. (θηλ.) 1. βασική λειτουργία του οργανισμού, με την οποία προσλαμβάνεται οξυγόνο μέσω του εισπνεόμενου αέρα και αποβάλλεται διοξείδιο του άνθρακα με την εκπνοή: βαριά/γρήγορη/δύσκολη/θορυβώδης/μηχανική/σωστή/υποβοηθούμενη ~. Διαφραγματική/θωρακική/κοιλιακή/ρινική/συρίττουσα ~. Αργές/κοφτές/μικρές/ρηχές ~ές (= εισπνοές-εκπνοές). Η ~ των ανθρώπων/ζώων/φυτών. Διακοπή (βλ. άπνοια)/κράτημα της ~ής. Δυσκολία στην ~ (βλ. άσθμα, ασφυξία, δύσπνοια, λαχάνιασμα). Ασκήσεις ~ής. Πάρτε βαθιές ~ές/μια μεγάλη ~! Βλ. πνεύμονας. 2. (κατ' επέκτ.) ανάσα: δροσερή/δυσάρεστη/έντονη/ευχάριστη/καθαρή ~. Η ~ του μυρίζει αλκοόλ. Η ζεστασιά της ~ής του.|| Η θέα σου κόβει την ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άδηλη αναπνοή: ΦΥΣΙΟΛ. αποβολή διοξειδίου του άνθρακα και υδρατμών και απορρόφηση οξυγόνου από τους πόρους του δέρματος· δερματική αναπνοή. Βλ. διαπνοή. [< γαλλ. perspiration insensible] , κυτταρική αναπνοή: ΒΙΟΛ. ενζυμική διαδικασία με την οποία τα κύτταρα διασπούν τη γλυκόζη (ή άλλα σάκχαρα και λιπίδια), απελευθερώνοντας και εξασφαλίζοντας ενέργεια: αερόβια/αναερόβια ~ ~. [< αγγλ. cellular/cell respiration] , τεχνητή αναπνοή: ενεργοποίηση της αναπνευστικής λειτουργίας με αναπνευστήρα ή εκπνοή στο στόμα: Εφαρμόζω/κάνω ~ ~. Επανήλθε στη ζωή με ~ ~. Βλ. καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση. ΣΥΝ. φιλί (της) ζωής [< αγγλ. artificial respiration] , παράδοξη αναπνοή βλ. παράδοξος ● ΦΡ.: κρατώ την αναπνοή μου & βαστώ/συγκρατώ την αναπνοή μου: δεν ανασαίνω για λίγο: Πόση ώρα μπορείς να ~ήσεις ~ σου;|| (μτφ., από αγωνία, προσμονή ή ένταση:) Οι θεατές ~ούσαν ~ τους στα τελευταία λεπτά του αγώνα., με μια αναπνοή (μτφ.): πολύ γρήγορα ή ταυτόχρονα: Μόλις δόθηκε το σύνθημα, όλοι ~ ~ πεταχτήκαμε έξω. Πβ. αμέσως. [< αγγλ. in one/in the same breath] , μου κόβεται/μου πιάνεται η αναπνοή/η ανάσα: σχεδόν σταματώ να αναπνέω, συνήθ. λόγω έντονου συναισθήματος: Μου κόπηκε ~ απ' την τρομάρα.|| Μια δυνατή παγωνιά μου έκοψε την ~, μόλις ξεκινήσαμε. Βλ. λαχανιάζω., σε απόσταση αναπνοής βλ. απόσταση [< αρχ. ἀναπνοή, αγγλ.-γαλλ. respiration]

ανάπτυξη

ανάπτυξη [ἀνάπτυξη] α-νά-πτυ-ξη ουσ. (θηλ.) 1. πρόοδος, εξέλιξη, ακμή: αγροτική/αλματώδης/δυναμική/κοινωνική/ολοκληρωμένη/ποιοτική/πράσινη/σταδιακή/σταθερή/ταχεία/υγιής ~. ~ μιας εταιρείας/πόλης/χώρας. Μοντέλο/πρόγραμμα/ρυθμοί/σχέδιο/τροχιά ~ης. Αρνητική/μηδενική/πραγματική ~ της οικονομίας. Η ~ της βιομηχανίας/της γεωργίας/του διαδικτύου/του εμπορίου/της πληροφορικής/της τεχνολογίας/των τηλεπικοινωνιών/του τουρισμού. Αστική ~ και αναβάθμιση της ποιότητας ζωής. Περιφερειακή ~ και αποκέντρωση. Τοπική και εθνική ~. ~ και ανταγωνιστικότητα/απασχόληση/ευημερία. Υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων. Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων. Επιβράδυνση της ~ης (στην ευρωζώνη).|| ~ των γραμμάτων/της επιστήμης/της παιδείας/του πολιτισμού/των τεχνών. Πβ. άνθιση, καλλιέργεια. Βλ. απο~, υπ~, υπερ~. ΑΝΤ. παρακμή 2. ΒΙΟΛ.-ΨΥΧΟΛ. δυναμική πορεία αύξησης, εξέλιξης και ωρίμανσης, χαρακτηριζόμενη από διαδοχικά στάδια, την οποία διανύει κάθε ζωντανός οργανισμός από τη στιγμή της σύλληψής του μέχρι την εφηβική ηλικία: ατομική/βιολογική/γνωστική/(δια)νοητική/(ψυχο)κοινωνική/πνευµατική/(ψυχο)σωματική ~. Aργή/καθυστερημένη/ομαλή/πρόωρη/φυσιολογική ~. Η ~ του παιδιού. ~ της νοημοσύνης/των οστών/της προσωπικότητας. Διαταραχές/επιβράδυνση/φάσεις της ~ης. Πβ. μεγάλωμα. Βλ. γήρανση, εξελικτική ψυχολογία.|| Το παιδί πρέπει να τρέφεται καλά, γιατί είναι (πάνω) στην ~ή του.|| ~ φυτού. 3. εμφάνιση, δημιουργία και σταδιακή αύξηση: ~ κλίματος εμπιστοσύνης/οικολογικής συνείδησης/σχέσεων συνεργασίας/υποδομών. ~ οικονομικών δραστηριοτήτων. ~ νεφώσεων. Σχεδιασμός και ~ ιστοσελίδων. Έρευνα και ~ νέων φαρμάκων. ~ δεξιοτήτων (= καλλιέργεια).|| (ΙΑΤΡ.) ~ ιών/νοσημάτων. ~ μικροβίων/μυκήτων στο δέρμα.|| (ΦΥΣ.) ~ τριβής.|| (ΓΛΩΣΣ.) ~ φωνήεντος µεταξύ συµφώνων (π.χ. "σταθιμός" αντί "σταθμός"). 4. (διεξοδική) ανάλυση, παρουσίαση: θεωρητική/λεπτομερής/πλήρης ~ (= πραγμάτευση) του θέματος. ~ των απόψεων/των ιδεών/ισχυρισμών (κάποιου). 5. επέκταση, εξάπλωση (στον χώρο): ελεγχόμενη/ραγδαία ~. (Οικιστική) ~ της πρωτεύουσας.|| Περιορισμένης έκτασης ~ αστυνομικών δυνάμεων. (ΑΘΛ.) Η επιθετική ~ των γηπεδούχων. ΑΝΤ. σύμπτυξη. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάπτυξη αγοράς: ΟΙΚΟΝ. στρατηγική που εφαρμόζει μια επιχείρηση για την αύξηση των πωλήσεών της μέσω της εξεύρεσης νέων αγορών. [< αγγλ. market development] , ανάπτυξη προϊόντων: ΟΙΚΟΝ. στρατηγική αύξησης των πωλήσεων με τη δημιουργία νέων, πιο ανταγωνιστικών προϊόντων ή υπηρεσιών ή τη βελτίωση όσων ήδη υπάρχουν. [< αγγλ. product development] , κόστος ανάπτυξης: ΟΙΚΟΝ. δαπάνες που καταβάλλονται για την έρευνα, τον σχεδιασμό, την παραγωγή ή βελτίωση προϊόντος (ή υπηρεσίας): ~ ~ και συντήρησης λογισμικού., οικονομική ανάπτυξη: ΟΙΚΟΝ. διαδικασία μακροπρόθεσμης αύξησης του πραγματικού εισοδήματος μιας χώρας ή μιας περιοχής: ισόρροπη/περιφερειακή/τοπική ~ ~. [< αγγλ. economic development, 1902] , αξιοβίωτη ανάπτυξη βλ. αξιοβίωτος, βιώσιμη/αειφόρος ανάπτυξη βλ. βιώσιμος, ενδογενής ανάπτυξη βλ. ενδογενής, έρευνα και ανάπτυξη βλ. έρευνα, Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης βλ. ευρωπαϊκός ● ΦΡ.: υπό ανάπτυξη (λόγ.) & σε ανάπτυξη: για διαδικασία που δεν έχει ολοκληρωθεί, που βρίσκεται ακόμα σε κατάσταση δημιουργίας, κατασκευής και εξέλιξης: επιχειρήσεις/οικονομίες/χώρες ~ ~ (= αναπτυσσόμενες). Προϊόντα ~ ~. Η ιστοσελίδα βρίσκεται ~ ~ (: υπό κατασκευή). [< αγγλ. under development] [< πβ. αρχ. ἀνάπτυξις ‘ξεδίπλωμα, άνοιγμα’, γαλλ. développement, αγγλ. development, γερμ. Entwicklung]

ανοιχτός

ανοιχτός, ή, ό [ἀνοιχτός] α-νοι-χτός επίθ. & ανοικτός 1. που επιτρέπει, κυρ. μετακινούμενος ή αφαιρούμενος, την πρόσβαση σε κάτι κλειστό ή την (οπτική) επαφή με το εσωτερικό του: ~ός: φάκελος. ~ή: πόρτα. ~ό: παράθυρο/στόμα/συρτάρι. Εξετάσεις με ~ά βιβλία. Πβ. ανοιγμένος, ολάνοιχτος. Βλ. μισάνοιχτος.|| (μτφ.) Το σπίτι του είναι πάντα ~ό στους/για τους φίλους του (= φιλόξενο). Όλοι οι δρόμοι είναι ~οί μπροστά σου (: δεν υπάρχουν εμπόδια, το μέλλον είναι ευοίωνο). Όσο έχω τα μάτια μου ~ά (= όσο ζω), θα του χρωστώ ευγνωμοσύνη.|| ~ή: μπλούζα. ~ό: πουκάμισο. Ρούχα ελαφριά, με ~ό λαιμό. ΣΥΝ. ξεκούμπωτος. ΑΝΤ. κουμπωμένος.|| (ξεσκέπαστος, μη στεγασμένος, ακάλυπτος:) ~ή: πισίνα. ~ό: αυτοκίνητο (= κάμπριο)/θέατρο/μπουκάλι/φρεάτιο. ~οί: χώροι άθλησης. ΑΝΤ. σκεπασμένος, σκεπαστός.|| ~ά: λουλούδια (= ανθισμένα). 2. ανεπούλωτος: (κυριολ. κ. μτφ.) ~ά: τραύματα (ΑΝΤ. επουλωμένα). 3. που δεν εμποδίζεται η είσοδος σε αυτόν ή που δεν είναι περικυκλωμένος από φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο: ~ός: κόλπος. ~ή: κοιλάδα. Σπίτι με ~ή (= ανεμπόδιστη, ελεύθερη) θέα. Λιμάνι ~ό στα βορειοανατολικά. Ταξίδι στο ~ό πέλαγος. Πβ. ευρύς, πλατύς.|| ~ή: αυλή (= χωρίς περίφραξη). ~ά: σύνορα.|| (κατ' επέκτ.) ~ή: στροφή (= μεγάλης, αμβλείας γωνίας). ΑΝΤ. κλειστός (6) 4. απλωμένος, ξεδιπλωμένος: ~ή: ομπρέλα/παλάμη. Με ~ά (τα) πόδια/φτερά/χέρια (= τεντωμένα).|| Χορεύουν σε ~ό κύκλο. ΑΝΤ. κλειστός (7) 5. που επιτρέπει τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου και γενικότ. είναι σε λειτουργία: ~ός: διακόπτης. ~ό: μικρόφωνο/φως. Άφησε/ξέχασε το μάτι της κουζίνας ~ό/την τηλεόραση ~ή/τον υπολογιστή ~ό. (ΣΥΝ. αναμμένος. ΑΝΤ. σβηστός).|| ~ή: βαλβίδα.|| Είναι ~ά σήμερα τα μαγαζιά; ΑΝΤ. κλειστός (3) 6. (μτφ.) που διακρίνεται από ευρύτητα πνεύματος, δεκτικότητα ή εξωστρέφεια, κοινωνικότητα: (χωρίς προκαταλήψεις:) ~ή: κοινωνία/σκέψη. ~ό: μυαλό.|| (δεκτικός, διαθέσιμος:) ~ στον διάλογο/στην κριτική/σε προτάσεις/στη συνεργασία.|| (εξωστρεφής, κοινωνικός:) Φιλικός, προσιτός και ~ στους πάντες. ΑΝΤ. κλειστός (5) 7. φωτεινός: ~ός: τόνος. ~ή: απόχρωση/επιδερμίδα. ~ό: χρώμα (ματιών). ~ές: ανταύγειες. ~ά: μαλλιά. ΣΥΝ. ανοιχτόχρωμος ΑΝΤ. σκούρος 8. που δεν έχει (προ)καθοριστεί, προσδιοριστεί ή ρυθμιστεί ακόμα· εκκρεμής: ~ός: χρόνος αποπληρωμής. ~ό: συμβόλαιο (= χωρίς ορισμένη ημερομηνία λήξης). Ζήτημα ~ό (πβ. ανεπίλυτο).|| Αφήνω ~ό το ενδεχόμενο να ... (: δεν το αποκλείω, το θεωρώ πιθανό). 9. που επιτρέπει τη συμμετοχή ή την είσοδο όλων: ~ός: διαγωνισμός/διάλογος. ~ή: ακρόαση/διαδικασία/εκδήλωση/επικοινωνία/προκήρυξη/συζήτηση/συνέλευση. ~ό: σεμινάριο. ~ές: τεχνολογίες. Αίθουσα ~ή στο κοινό. Πβ. δημόσιος. ΑΝΤ. κλειστός (4) 10. που γίνεται φανερά και απροκάλυπτα, χωρίς προσπάθεια να κρατηθεί κρυφός: ~ή: αντιπαράθεση. Σε ~ή ρήξη.|| (σε χαρτοπαίγνιο:) ~ά φύλλα (= που μπορούν να τα δουν όλοι οι παίκτες). ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτή άμυνα: ΑΘΛ. άμυνα που αφήνει στους αντιπάλους διόδους προς την εστία ή το καλάθι. ΑΝΤ. κλειστή άμυνα, ανοιχτή ατζέντα: που μπορεί να περιλάβει οποιοδήποτε θέμα προς συζήτηση: διαπραγματεύσεις/συνάντηση/συνεδρίαση με ~ ~., ανοιχτή εκπαίδευση: η δυνατότητα πρόσβασης κάθε πολίτη στην εκπαίδευση και ειδικότ. το δικαίωμα του κάθε φοιτητή να καθορίζει μόνος του τον τόπο, τον χρόνο και τον ρυθμό μελέτης του: ~ ~ με αρθρωτό/σπονδυλωτό σύστημα (: πρόγραμμα σπουδών που συνδυάζει θεματικές ενότητες). ~ ~ και εκπαίδευση εξ αποστάσεως/τηλεκπαίδευση. Βλ. Ανοικτό Πανεπιστήμιο, εκπαίδευση ενηλίκων. [< αγγλ. open education] , ανοιχτή ημερομηνία: που δεν έχει προκαθοριστεί: ~ ~ αναχώρησης/επιστροφής. Εισιτήρια ~ής ~ας. ΑΝΤ. κλειστή ημερομηνία, ανοιχτή οικονομία: ΟΙΚΟΝ. βασισμένη στο διεθνές εμπόριο: ελεύθερη ~ ~. Καθεστώς ~ής ~ας. Βλ. κλειστή οικονομία., ανοιχτή συλλαβή: ΓΛΩΣΣ. που λήγει σε φωνήεν. ΑΝΤ. κλειστή συλλαβή, ανοιχτή χορδή: ΜΟΥΣ. που πάλλεται, δεν είναι πατημένη (από κάποιο δάχτυλο). ΑΝΤ. κλειστή χορδή., ανοιχτό κύκλωμα: ΗΛΕΚΤΡ. που δεν είναι συνδεδεμένο, με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος: τάση ~ού ~ατος. Θερμοσίφωνες/λέβητες ~ού ~ατος. ΑΝΤ. κλειστό κύκλωμα. [< αγγλ. open circuit] , ανοιχτό παιχνίδι 1. ΑΘΛ. αγώνας χωρίς στενά μαρκαρίσματα μεταξύ των παικτών: ~ ~ με πολλά γκολ. ΑΝΤ. κλειστό παιχνίδι 2. με πιθανή κάθε έκβαση., ανοιχτός ορίζοντας 1. ανεμπόδιστος. 2. (μτφ.) ελεύθερος, που παρέχει απεριόριστες δυνατότητες: άνθρωπος/κοινωνία ~ών ~όντων. ΑΝΤ. κλειστός ορίζοντας (1), ανοικτές πωλήσεις βλ. πώληση, Ανοικτό Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, ανοιχτή ακρόαση βλ. ακρόαση, ανοιχτή γραμμή (επικοινωνίας) βλ. γραμμή, ανοιχτή διακυβέρνηση βλ. διακυβέρνηση, ανοιχτή επιστολή βλ. επιστολή, ανοιχτή θάλασσα βλ. θάλασσα, ανοιχτή πίστωση βλ. πίστωση, ανοιχτή πληγή βλ. πληγή, ανοιχτό βιβλίο βλ. βιβλίο, ανοιχτό μέτωπο βλ. μέτωπο, ανοιχτό χαρτί βλ. χαρτί, ανοιχτοί λογαριασμοί βλ. λογαριασμός, ανοιχτός στίβος βλ. στίβος, εγχείρηση ανοιχτής/ανοικτής καρδιάς βλ. εγχείρηση, ελεύθερο/ανοιχτό λογισμικό βλ. λογισμικό, ερωτήσεις ανοιχτού τύπου/ανοιχτές ερωτήσεις βλ. ερώτηση, λευκή επιταγή βλ. επιταγή, πολιτική ανοιχτών θυρών βλ. θύρα, τρεχούμενος/ανοιχτός λογαριασμός βλ. λογαριασμός ● ΦΡ.: (στα) ανοιχτά (νερά): στο πέλαγος: κρουαζιέρα ~ ~. Το πλοίο βυθίστηκε ανοιχτά της νήσου ... (= κοντά στο νησί ...) Βγήκαν/ψαρεύουν ~ ~., έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά (μτφ.): εντείνω την προσοχή μου: Έχε τ' αυτιά σου ανοιχτά και άκουσε/πρόσεξε τι θα πουν!, αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι βλ. πόρτα, με ανοιχτά χαρτιά βλ. χαρτί, με ανοιχτές αγκάλες βλ. αγκάλη, με ανοιχτό το στόμα/με το στόμα ανοιχτό βλ. στόμα, ο δρόμος είναι ανοιχτός και τα σκυλιά δεμένα βλ. δρόμος, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω, το παράσημο/το βραβείο της ανοιχτής παλάμης βλ. παλάμη [< μτγν. ἀνοικτός, μεσν. ανοιχτός, γαλλ. ouvert, αγγλ. open, γερμ. offen]

απελευθέρωση

απελευθέρωση [ἀπελευθέρωση] α-πε-λευ-θέ-ρω-ση ουσ. (θηλ.) 1. απόδοση ή απόκτηση της ελευθερίας: άμεση/εθνική/πολιτική ~. ~ των εδαφών/των κρατουμένων/των ομήρων (πβ. ελευθέρωση). ~ από τη φυλακή (= αποφυλάκιση). ~ του λαού μιας χώρας από τυραννικό καθεστώς. ~ της πόλης από τον δυνάστη/τον κατακτητή (πβ. λύτρωση). Πβ. λευτέρωμα. ΑΝΤ. υποδούλωση 2. (μτφ.) απαλλαγή από περιορισμούς ή καταναγκασμούς: κοινωνική/σεξουαλική ~. ~ του πνεύματος/του σώματος/της ψυχής. ~ των γυναικών (= ανεξαρτητοποίηση, χειραφέτηση)/της δημιουργικότητας/της έκφρασης/της εργασίας. ~ στις σχέσεις. ~ από την άγνοια/τα δεσμά/ενοχές/εξαρτήσεις (= απεξάρτηση)/κάθε μορφή εκμετάλλευσης/την καταπίεση/τις προλήψεις/τον φόβο. Η ~ (= αποδέσμευση) του ποιητικού λόγου από τον έμμετρο στίχο.|| Αποσυμφόρηση του κέντρου και ~ των δρόμων. ΑΝΤ. αποκλεισμός, κλείσιμο. 3. ΟΙΚΟΝ. διεξαγωγή εμπορικών συναλλαγών χωρίς κρατικές παρεμβάσεις: ~ των διδάκτρων/των ενοικίων/του νομίσματος/του παγκόσμιου εμπορίου/των τηλεπικοινωνιών/των τιμών/του τραπεζικού συστήματος/του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων. Πβ. (φιλ)ελευθεροποίηση. 4. (επιστ.) έκλυση: ~ αερίων/ενέργειας/ηλεκτρονίων/νετρονίων/ορμονών. ~ ενδορφινών στον εγκέφαλο. ~ γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στο περιβάλλον. Πρωτεΐνες βραδείας ~ης. Πβ. εκπομπή. 5. ΙΣΤ. (με κεφαλ. Α) (στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο) εκδίωξη των γερμανικών στρατευμάτων από τις κατεχόμενες περιοχές. ● ΣΥΜΠΛ.: απελευθέρωση της αγοράς/των αγορών & (φιλ)ελευθεροποίηση της αγοράς/των αγορών: ΟΙΚΟΝ. αποδέσμευση της αγοράς από κρατικές επεμβάσεις και δεσμεύσεις και δημιουργία προϋποθέσεων για την απρόσκοπτη λειτουργία των δυνάμεων της προσφοράς και ζήτησης. Βλ. ιδιωτικοποίηση. [< αγγλ. market liberalization] [< 1: αρχ. ἀπελευθέρωσις 2-4: γαλλ. libération]

αποτυχία

αποτυχία [ἀποτυχία] α-πο-τυ-χί-α ουσ. (θηλ.) {αποτυχιών} 1. μη επιθυμητή κατάληξη, ανεπιτυχής έκβαση: εισπρακτική/εμπορική/επαγγελματική/επική/επιχειρησιακή/καλλιτεχνική/οικονομική/οικτρή/ολοκληρωτική/παταγώδης/ταπεινωτική ~ (πβ. φιάσκο). ~ του εγχειρήματος/της προσπάθειας (πβ. αστοχία). ~ στην εκπλήρωση των στόχων. Σε πλήρη ~ κατέληξε η διάσκεψη. Απόπειρα καταδικασμένη σε ~. Σε ~ οδεύουν/οδηγούνται οι διαπραγματεύσεις (πβ. ναυάγιο). Υπήρξε μεγάλη ~ στις εξετάσεις (: οι μαθητές δεν έγραψαν καλά). Γνώρισε/δοκίμασε/είχε πολλές ~ες. Ύστερα από μια σειρά ~ών (πβ. ατυχία, ήττα).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ εγγραφής/εγκατάστασης.|| (ΙΑΤΡ.) ~ νεφρών (: αδυναμία εκτέλεσης της βασικής λειτουργίας τους). ΑΝΤ. επιτυχία (1) 2. (συνεκδ.) καθετί που δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες κάποιου: Το γλυκό/η ταινία ήταν (μια) σκέτη ~ (πβ. τζίφος). Είναι ~ να πάρουμε τη δεύτερη θέση. ● ΣΥΜΠΛ.: αποτυχία της αγοράς: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση κατά την οποία η αγορά δεν οδηγεί σε αποτελεσματική και δίκαιη κατανομή πόρων και υπηρεσιών: παγκόσμια/τοπική ~ ~., σχολική αποτυχία: αδυναμία του μαθητή, που προέρχεται κυρ. από ευαίσθητες κοινωνικά ομάδες, να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις απαιτήσεις του σχολείου, με αποτέλεσμα να έχει χαμηλές επιδόσεις στα μαθήματα ή να εγκαταλείπει πρόωρα το σχολείο: ~ ~ και κοινωνικός αποκλεισμός/λειτουργικός αναλφαβητισμός. Μαθησιακές δυσκολίες και ~ ~. [< γαλλ. échec scolaire] [< αρχ. ἀποτυχία, γαλλ. échec, αγγλ. failure]

απροσδιοριστία

απροσδιοριστία [ἀπροσδιοριστία] α-προσ-δι-ο-ρι-στί-α ουσ. (θηλ.): το να μην προσδιορίζεται κάτι με ακρίβεια: ιδεολογική ~. ~ προβλέψεων/τιμών. ~ του νοήματος. Πβ. αοριστία, ασάφεια. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της απροσδιοριστίας/της αβεβαιότητας: ΦΥΣ. θεμελιώδης αρχή της σύγχρονης φυσικής σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατος ο ταυτόχρονος ακριβής προσδιορισμός της θέσης και της ορμής ενός υποατομικού σωματιδίου. [< αγγλ. indeterminacy principle, περ. 1928, uncertainty principle, 1929] [< γαλλ. indétermination]

ατελής

ατελής, ής, ές [ἀτελής] α-τε-λής επίθ. {ατελ-ούς | -είς (ουδ. -ή)∙ ατελέστ-ερος, -ατος} 1. που παρουσιάζει ελλείψεις και γι' αυτό δεν είναι πλήρης, επαρκής, ολοκληρωμένος ή τέλειος: ~ής: έλεγχος (πβ. ανεπαρκής, ανολοκλήρωτος, υποτυπώδης). ~ής: ανάπτυξη/γνώση/πληροφόρηση. ~ές: έργο (πβ. μισοτελειωμένο). ~ή: στοιχεία.|| (ΧΗΜ.) Προϊόντα ~ούς καύσης (ΑΝΤ. τέλεια).|| (ΜΑΘ.) ~ διαίρεση (: που αφήνει υπόλοιπο, ΑΝΤ. τέλεια).|| (ΙΑΤΡ.) ~ές: κάταγμα.|| ~ής: κόσμος/νόμος. ~ής: όραση/οργάνωση. ~ές: σύστημα (ΑΝΤ. άρτιο). ~είς: μορφές ζωής (= κατώτερες). 2. που έχει απαλλαγεί από φόρους, δασμούς: ~ής: εισαγωγή αυτοκινήτων. Πβ. αδασμολόγητος, αφορολόγητος.|| ~είς: κλήσεις (= δωρεάν). ● επίρρ.: ατελώς [-ῶς]: χωρίς τέλη. ● ΣΥΜΠΛ.: ατελής αγορά: ΟΙΚΟΝ. στην οποία το κοινό δεν έχει πλήρη πρόσβαση στη χρηματοπιστωτική πληροφόρηση και οι πωλητές δεν μπορούν εύκολα και άμεσα να βρουν αγοραστές και το αντίστροφο. [< αγγλ. imperfect market] , ατελής ανταγωνισμός: ΟΙΚΟΝ. κάθε κατάσταση αγοράς που δεν είναι εντελώς ανταγωνιστική: εμπόριο υπό συνθήκες ~ούς ~ού (μονο-, ολιγο-πώλια) στις διεθνείς αγορές. [< αγγλ. imperfect competition] , ατελής οστεογένεση βλ. οστεογένεση [< 1: αρχ. ἀτελής, γαλλ. incomplet 2: αρχ. ~]

αυτισμός

αυτισμός [αὐτισμός] αυ-τι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. αναπτυξιακή διαταραχή που οφείλεται σε νευροβιολογικά αίτια και χαρακτηρίζεται από στροφή του ατόμου στον εαυτό του, αδυναμία επικοινωνίας, μειωμένη κοινωνική αλληλεπίδραση και στερεοτυπική συμπεριφορά: κλασικός/νηπιακός ~. ~ υψηλής λειτουργικότητας. Πβ. σύνδρομο (του) Άσπεργκερ. Εκπαίδευση παιδιών και ενηλίκων με ~ό. Βλ. σύνδρομο (του) Άσπεργκερ, σχιζοφρένεια, -ισμός. 2. (μτφ.) εσωστρέφεια, εγκλωβισμός: ιδεολογικός/κοινωνικός/πολιτικός ~. Βλ. ομφαλοσκόπηση. [< γερμ. Autismus, 1911, γαλλ. autisme, 1913, αγγλ. autism, 1944]

δημοπρατήριο

δημοπρατήριο δη-μο-πρα-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) (λόγ.): χώρος όπου πραγματοποιούνται δημοπρασίες ή πωλούνται μεταχειρισμένα εμπορεύματα, συνήθ. έπιπλα, ηλεκτρικές συσκευές, σε συμφέρουσα τιμή. Πβ. γιουσουρούμ. Βλ. -τήριο. ● ΣΥΜΠΛ.: δημοπρατήριο αγροτικών προϊόντων: συμβατικά ή ψηφιακά οργανωμένη αγορά γεωργικών προϊόντων, όπου οι παραγωγοί τα πουλούν σε ελεύθερα διαπραγματεύσιμες τιμές.

διατηρησιμότητα

διατηρησιμότητα δι-α-τη-ρη-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): ικανότητα διατήρησης, διαφύλαξης: (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) ημερομηνία ελάχιστης ~ας. ΣΥΝ. συντηρησιμότητα. Πβ. συντήρηση.|| (ΟΙΚΟΝ.) Μακροπρόθεσμη ~ των δημόσιων οικονομικών. ~ της ανάπτυξης/των πελατών. Βλ. αειφορία, βιωσιμότητα, -ότητα. [< αγγλ. maintainability, 1943]

εμπόριο

εμπόριο [ἐμπόριο] ε-μπό-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ίου}: ΟΙΚΟΝ. αγοραπωλησία αγαθών, υπηρεσιών ή οικονομικών τίτλων, με σκοπό το κέρδος: γενικό/διεθνές/θαλάσσιο (βλ. ναυτιλία) ~. Εξωτερικό/εισαγωγικό (= εισαγωγές)/εξαγωγικό (= εξαγωγές) ~. Εσωτερικό/λιανικό (= λιαν~)/χονδρικό (= χονδρ~) ~. ~ αυτοκινήτων/ειδών υγιεινής/κρασιού/μετάλλων/τροφίμων (ΣΥΝ. εμπορία). ~ και επιχειρήσεις. Γενική Γραμματεία ~ίου (ακρ. ΓΓΕ). Ασχολείται με το/κάνει ~ ρούχων (= εμπορεύεται ρούχα). Βλ. ΠΟΕ, GATT.|| Παράνομο ~ (= λαθρ~, παρα~). ~ ανθρώπων (κυρ. βρεφών ή παιδιών). ~ ναρκωτικών/όπλων (πβ. διακίνηση). ~ αρχαιοτήτων (= αρχαιοκαπηλία). ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερο εμπόριο: που διενεργείται ελεύθερα μεταξύ των κρατών, χωρίς την επιβολή μέτρων προστατευτισμού, κυρ. δασμών: ~ ~ και ελεύθερη διακίνηση. Ζώνη ~ου ~ίου (= ελεύθερων συναλλαγών). Βλ. παρεμβατ-, (νεο)φιλελευθερ-ισμός. [< αγγλ. free trade] , εμπόριο ελπίδας/ελπίδων (αρνητ. συνυποδ.): συναλλαγές ή συμφωνίες, οι οποίες στηρίζονται στην εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου μέσα από τη δημιουργία ή παροχή συνήθ. ψεύτικων ελπίδων ή υποσχέσεων σε άτομα που μειονεκτούν (π.χ. ασθενείς, ανέργους): ~ ~ σε βάρος των καρκινοπαθών., εναλλακτικό και αλληλέγγυο εμπόριο & δίκαιο (και αλληλέγγυο) εμπόριο & εναλλακτικό εμπόριο: ΟΙΚΟΝ.-ΟΙΚΟΛ. νέα μορφή εμπορικής δραστηριότητας, οι φορείς της οποίας (συνεταιρισμοί και μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί) προμηθεύονται προϊόντα από μικρούς παραγωγούς των αναπτυσσόμενων χωρών, που σέβονται την ανθρώπινη εργασία και το περιβάλλον, και τα διαθέτουν στην αγορά σε συγκεκριμένα καταστήματα και σε δίκαιες τιμές· κατ΄επέκτ. το συγκεκριμένο κίνημα που αποσκοπεί στην καταπολέμηση της φτώχειας και τη βιώσιμη ανάπτυξη του αναπτυσσόμενου κόσμου. [< αγγλ. fair trade, 1947] , ηλεκτρονικό εμπόριο: που γίνεται μέσω κυρ. του διαδικτύου: ~ ~ μεταξύ επιχειρήσεων (και καταναλωτών). Πύλη ~ού ~ίου. Πβ. τηλεμπόριο. Βλ. ευρυζωνικότητα. [< αγγλ. electronic/e- commerce, 1993] , παράλληλο εμπόριο: που διεξάγεται με διαφορετικούς τρόπους και διαδικασίες σε σχέση με το συνηθισμένο εμπόριο, ταυτόχρονα όμως με αυτό., διαμετακομιστικό εμπόριο βλ. διαμετακομιστικός, εμπόριο/εμπορία οργάνων βλ. όργανο ● ΦΡ.: του εμπορίου: χαρακτηρισμός προϊόντων, συνήθ. τροφίμων και ποτών, που παρασκευάζονται σε βιομηχανικές μονάδες και προορίζονται για μαζική κατανάλωση: λάδι ~ ~ (= συσκευασμένο· ΑΝΤ. χύμα)., εκτός εμπορίου βλ. εκτός, έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου βλ. στάση, εμπόριο λευκής σαρκός βλ. σαρξ [< αρχ. ἐμπόριον, γαλλ. commerce, αγγλ. trade]

έρανος

έρανος [ἔρανος] έ-ρα-νος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -άνου}: συγκέντρωση κυρ. χρημάτων σε εθελοντική βάση για φιλανθρωπικούς ή κοινωφελείς σκοπούς: Πανελλήνιος Αντικαρκινικός ~. ~ αγάπης. ~ της Αρχιεπισκοπής Αθηνών/του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. ~ για τους πυρόπληκτους/υπέρ των σεισμοπαθών. Διενέργεια/διεξαγωγή εράνου. [< αρχ. ἔρανος ‘συνεισφορά’]

ευαίσθητος

ευαίσθητος, η, ο [εὐαίσθητος] ευ-αί-σθη-τος επίθ. 1. που συγκινείται, στενοχωριέται ή προσβάλλεται εύκολα· που ενδιαφέρεται για τα προβλήματα της κοινωνίας, των συνανθρώπων του και συμπάσχει μαζί τους: (για πρόσ.) ~ος: καλλιτέχνης. ~η: ψυχή. ~ και ρομαντικός/τρυφερός (πβ. λεπτεπίλεπτος, ντελικάτος). Κοινωνικά ~οι πολίτες (= ευαισθητοποιημένοι). Έχει γίνει πολύ ~η. Είναι ~ σε θέματα που αφορούν την οικογένειά του. Πβ. ευσυγκίνητος. Βλ. αδιάφορος, σκληρός, υπερ~.|| (κατ' επέκτ.) ~η: ηλικία (: η παιδική ή συνηθέστ. η εφηβική)/ματιά (στον ανθρώπινο πόνο). ~α: τραγούδια (= συγκινητικά). ΣΥΝ. συναισθηματικός (2) ΑΝΤ. αναίσθητος (2), ασυγκίνητος 2. που επηρεάζεται σχετικά εύκολα και συνήθ. αρνητικά από εξωτερικά κυρ. ερεθίσματα ή αντιδρά πιο έντονα σε αυτά: ~ος: λαιμός/οργανισμός (= ευπρόσβλητος). ~η: ερωτογενής ζώνη (π.χ. στήθος). ~ο: στομάχι. ~α: νεύρα. Είναι ~η στις ανοιξιάτικες αλλεργίες. ~ στον ήλιο/στο φως (βλ. φωτο~). Σαμπουάν για λεπτά/ξηρά και ~α μαλλιά. Μάσκα απολέπισης για ~ες επιδερμίδες (πβ. ευερέθιστος). Φυτό ~ο σε ασθένειες. Από μικρός είχε ~η (= εύθραυστη) υγεία. (για αισθητήρια όργανα) ~η: όσφρηση. Βλ. θερμο~. 3. που απαιτεί προσεκτικό, λεπτό χειρισμό και διακριτικότητα: ~η: υπόθεση. ~ο: ζήτημα/πρόβλημα. Ο ~ κλάδος της υγείας/τομέας της εκπαίδευσης. Η πιο ~η πλευρά ενός θέματος. Πβ. επικίνδυνος, κρίσιμος, νευραλγικός. 4. ΤΕΧΝΟΛ. (για όργανο, συσκευή) που μπορεί να καταγράφει μικρές αλλαγές ή διαφορές σε φυσικά μεγέθη: ~ος: αισθητήρας. ~η: ζυγαριά (πβ. ακριβής). ~ο: μικρόφωνο. ● επίρρ.: ευαίσθητα ● ΣΥΜΠΛ.: ευαίσθητη αγορά: ΟΙΚΟΝ. της οποίας οι τιμές επηρεάζονται εύκολα από τις εκάστοτε (ευνοϊκές ή δυσμενείς) συνθήκες: η ~ ~ του Χρηματιστηρίου. [< αγγλ. sensitive market] , ευαίσθητη περιοχή 1. τα γεννητικά όργανα των γυναικών συνήθ. ή των μωρών: μαντιλάκια καθαρισμού/προστασία/υγιεινή της ~ης ~ής. Πλένετε την ~ ~ του βρέφους με άφθονο νερό και ειδικό σαπούνι. 2. {συνήθ.+ γεν.} (γενικότ.) οποιοδήποτε ευαίσθητο μέρος ή όργανο του γυναικείου κυρ. σώματος: προϊόν κατάλληλο για την ~ ~ των ματιών. Σύσφιξη και βελτίωση της ~ης ~ης του λαιμού. 3. (μτφ.) που παρουσιάζει γεωπολιτική αστάθεια: η ~ ~ της Μέσης Ανατολής., ευπαθείς/ευαίσθητες/ευάλωτες (κοινωνικά) ομάδες: τμήματα του πληθυσμού που χρειάζονται ιδιαίτερη μεταχείριση και προστασία, λόγω της κοινωνικής, οικονομικής, πνευματικής ή φυσικής τους κατάστασης και τα οποία είναι ευάλωτα στον κοινωνικό αποκλεισμό, σε ασθένειες, σε φυσικές καταστροφές (παιδιά, ηλικιωμένοι, άνεργοι, άποροι, μετανάστες, παλιννοστούντες, πρόσφυγες, ναρκομανείς, άστεγοι): μέτρα για την ενίσχυση της απασχόλησης των ~ών ~ων. [< αγγλ. vulnerable groups] , οικολογικά ευαίσθητες περιοχές: ΟΙΚΟΛ. στις οποίες μπορεί εύκολα να διαταραχθεί η οικολογική ισορροπία, π.χ. υγρότοποι, παράκτιες, παραποτάμιες ή παραλίμνιες ζώνες, θαλάσσια πάρκα, πηγές νερού: τουρισμός και βιωσιμότητα σε ~ ~ της Ευρώπης., αδύνατο σημείο βλ. αδύνατος, αδύνατος/αδύναμος κρίκος βλ. κρίκος, ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα βλ. προσωπικός ● ΦΡ.: αγγίζω τις ευαίσθητες χορδές (κάποιου) βλ. αγγίζω [< αρχ. εὐαίσθητος ‘αυτός που έχει καλή ή έντονη αισθητικότητα’, γαλλ. sensible, αγγλ. sensitive]

ευρωομόλογο

ευρωομόλογο [εὐρωομόλογο] ευ-ρω-ο-μό-λο-γο ουσ. (ουδ.): ΟΙΚΟΝ. ομόλογο που εκδίδεται από διεθνή κοινοπραξία επενδυτικών τραπεζών έξω από τη δικαιοδοσία ενός ενιαίου νομίσματος ή σε διαφορετικό νόμισμα από αυτό της χώρας στην οποία γίνεται η έκδοση. Βλ. ευρω-αγορά, -νόμισμα. ● ΣΥΜΠΛ.: αγορά ευρωομολόγων: δίκτυο από διεθνείς τράπεζες και χρηματομεσίτες για τον δανεισμό ξένων νομισμάτων έξω από τη χώρα προέλευσής τους ως μέσο χρηματοδότησης εμπορικών και επενδυτικών συναλλαγών: διατραπεζική ~ ~. [< αγγλ. eurobond, 1966]

ισοζύγιο

ισοζύγιο [ἰσοζύγιο] ι-σο-ζύ-γι-ο ουσ. (ουδ.) {ισοζυγί-ου} 1. ΟΙΚΟΝ. πίνακας στον οποίο καταγράφεται η οικονομική κατάσταση επιχείρησης ή κράτους σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο: δημοσιονομικό/ενεργητικό (: στο οποίο τα έσοδα ξεπερνούν τα έξοδα)/οριστικό/παθητικό ή ελλειμματικό (= στο οποίο τα έξοδα ξεπερνούν τα έσοδα)/προσωρινό/συναλλαγματικό ~. ~ κίνησης κεφαλαίων. Βελτίωση/υποβολή ~ου. Αναλυτικά/συγκεντρωτικά ~α. 2. (επιστ.) η σχέση μεταξύ ορισμένων μεγεθών, κατάσταση ισορροπίας: ενεργειακό/θερμικό/οικολογικό ~. ~ προσφοράς-ζήτησης. ~ αζώτου/νερού (= η διαφορά ανάμεσα στην ποσότητα που προσλαμβάνεται και σε αυτήν που αποβάλλεται από το σώμα ή το έδαφος). Αρνητικό ~ απασχόλησης (= περισσότερες απολύσεις από προσλήψεις). Τα ~α γάλακτος και κρέατος των βιομηχανιών (= εγχώρια-εισαγόμενα). (ΦΥΣ.) ~α μάζας και ενέργειας. Βλ. εξισορρόπηση. ● ΣΥΜΠΛ.: εμπορικό ισοζύγιο: ΟΙΚΟΝ. η διαφορά στην αξία των εμπορικών εισαγωγών και εξαγωγών ενός κράτους κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου: αρνητικό/γεωργικό/θετικό/συνολικό ~ ~. Έλλειμμα/πλεόνασμα στο ~ ~., ισοζύγιο (εξωτερικών) πληρωμών: ΟΙΚΟΝ. σύστημα καταγραφής όλων των οικονομικών συναλλαγών ενός κράτους με τον υπόλοιπο κόσμο σε περίοδο ενός έτους., ισοζύγιο άδηλων συναλλαγών: ΟΙΚΟΝ. που περιλαμβάνει τις απαιτήσεις και τις υποχρεώσεις από τρέχουσες συναλλαγές (άδηλους πόρους και πληρωμές) πέραν του εμπορίου., ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών: ΟΙΚΟΝ. τμήμα του ισοζυγίου πληρωμών μιας χώρας που περιλαμβάνει το εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο των άδηλων συναλλαγών., υδρολογικό ισοζύγιο & υδατικό ισοζύγιο & υδρολογική ισορροπία (επιστ.): υπολογισμός της εισροής και εκροής υδάτων σε μια περιοχή και των μεταβολών στην αποθήκευση του επιφανειακού και του υπόγειου νερού. [< μτγν. ἰσοζυγής, γαλλ. équilibre, bilan, balance]

καλάθι

καλάθι κα-λά-θι ουσ. (ουδ.) {καλαθ-ιού} 1. δοχείο συνήθ. πλεκτό με ή χωρίς λαβές, για την τοποθέτηση ή μεταφορά αντικειμένων· συνεκδ. το περιεχόμενό του και κατ' επέκτ. οτιδήποτε μοιάζει με αυτό: μεταλλικό/πλαστικό/συρμάτινο/υφασμάτινο/ψάθινο ~. ~ από καλάμια/λυγαριά. ~ απλύτων/αποθήκευσης/δώρων/μπάνιου/ξύλων/τροφίμων. ~ για παιχνίδια/ψώνια. ~ του πικ νικ/σούπερ-μάρκετ. ~ με λουλούδια/ποτά/φρούτα (= πανέρι). Πβ. ζεμπίλι, κάνιστρο, κοφίνι.|| ~ σκουπιδιών (= σκουπιδοτενεκές). Ρίχνω κάτι στο ~ των απορριμμάτων. Βλ. κάδος.|| Ένα ~ μήλα (= μια καλαθιά).|| Αλιευτικό ~ (πβ. κιούρτος). Το ~ του αερόστατου (πβ. λέμβος)/του ποδηλάτου. Μοτοσικλέτα με (πλευρικό) ~. 2. ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) μεταλλικό στεφάνι με κρεμασμένο διχτάκι, ανοιχτό στο κάτω μέρος του, όπου καταλήγει η μπάλα μετά από εύστοχη προσπάθεια· συνεκδ. επιτυχημένη βολή: το αντίπαλο ~. Βλ. μπασκέτα, τέρμα.|| Νικητήριο ~. ~ και φάουλ. Μέτρησε το/μπήκε ~. Έβαλε/πέτυχε (το) ~. Έχασε το ~. Βλ. αυτο~, γκολ, σουτ.|| Τους έβαλαν στα ~ια (= τους κατατρόπωσαν). ● Υποκ.: καλαθάκι (το): στη σημ. 1: ~ με ψωμί (: στο τραπέζι). ~ Λήμνου (: παραδοσιακό λευκό τυρί. Βλ. ΠΟΠ). ● Μεγεθ.: καλάθα (η) (λαϊκό): στη σημ. 1. Βλ. καλαθούνα., καλαθάρα (η) (προφ.): στη σημ. 1 κ. (επιτατ.) στη σημ. 2. Βλ. γκολάρα. ● ΣΥΜΠΛ.: καλάθι αγορών & αγοράς: ΔΙΑΔΙΚΤ. (σε ιστοσελίδα) εικονίδιο που ενεργοποιεί μια λίστα παραγγελίας για αγορές μέσω ίντερνετ: άδειο/ηλεκτρονικό ~ ~. Προβολή ~ιού ~. Προσθήκη στο ~ ~. [< αγγλ. shopping basket/cart] , καλάθι νομισμάτων: ΟΙΚΟΝ. ομάδα νομισμάτων που χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί η συναλλαγματική ισοτιμία ενός νομίσματος. [< αγγλ. basket of currencies, 1974, currency basket] ● ΦΡ.: (ρίχνω/πετώ κάτι ή κάτι καταλήγει/πηγαίνει) στο καλάθι των αχρήστων & (λόγ.) στον κάλαθο των αχρήστων: για κάτι στο οποίο δεν δίνεται μεγάλη σημασία ή απορρίπτεται, επειδή θεωρείται ανάξιο λόγου· για αντικείμενο από το οποίο απαλλάσσεται κάποιος, επειδή δεν λειτουργεί καλά ή έχει παλιώσει: (μτφ.) Πέταξαν τόσες ώρες δουλειάς ~ ~! Η πρόταση κατέληξε ~ ~.|| Το βλέπω να πηγαίνει ~ ~ (π.χ. το κινητό)., βλέπει το καλάθι σαν βαρέλι (προφ.): για παίκτη του μπάσκετ που έχει πολύ μεγάλο ποσοστό ευστοχίας., τι καλά, ... καλάθια! (ειρων.): για δήλωση δυσαρέσκειας, απογοήτευσης· αντί για την απάντηση "καλά" σε σχετική ερώτηση: -Πώς είσαι/πήγε, καλά; -~ ~., το καλάθι της νοικοκυράς: τα καταναλωτικά αγαθά που καλύπτουν τις βασικές ανάγκες ενός νοικοκυριού και χρησιμεύουν για τον υπολογισμό του κόστους ζωής: ακριβό το ~ ~. Αδειάζει το ~ ~. Βλ. Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, πληθωρισμός. [< γαλλ. le panier de la ménagère] , έχασε τ' αβγά και τα καλάθια/τα πασχάλια βλ. αβγό & αυγό, μη βάζεις όλα τ' αβγά στο ίδιο καλάθι βλ. αβγό & αυγό, όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα (και) μικρό καλάθι βλ. κεράσι, στο καλάθι δεν χωρεί, στο κοφίνι περισσεύει βλ. κοφίνι [< 1: μεσν. καλάθι 2: αγγλ. basket]

κάρπωση

κάρπωση κάρ-πω-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.) 1. εξασφάλιση θηράματος και συνεκδ. το ποσοστό των σκοτωμένων θηραμάτων ανά κυνηγετική ημέρα ή περίοδο: ~ του λαγού.|| Ημερήσια/μέση συνολική ~. Αύξηση/μείωση της ~ης της πέρδικας. Βλ. θήρα. 2. οικειοποίηση: ~ των εσόδων.|| (ΝΟΜ.) Δικαίωμα ~ώσεως ακινήτου/περιουσιακού στοιχείου. Πβ. εκμετάλλευση, νομή. Βλ. επικαρπία. ● ΣΥΜΠΛ.: η αρχή της αειφορίας των καρπώσεων: ΟΙΚΟΛ. δέσμη μέτρων που αποσκοπούν στη διατήρηση και βελτίωση της συνολικής παραγωγικής ικανότητας ενός (δασικού) οικοσυστήματος. [< αρχ. κάρπωσις ‘απόλαυση, όφελος’]

κέρδος

κέρδος κέρ-δος ουσ. (ουδ.) {κέρδ-ους | -η, -ών} 1. ΟΙΚΟΝ. το χρηματικό πλεόνασμα που προκύπτει από κάποια οικονομική δραστηριότητα: αναμενόμενο/ελάχιστο/επιχειρηματικό/ευκαιριακό/εύκολο/θεμιτό/λογιστικό/μέγιστο/νόμιμο/οικονομικό/οργανικό/παράνομο/προσδοκώμενο/σίγουρο/σταθερό/υψηλό/φορολογητέο ~. ~ από αγοραπωλησία/τόκους. Δείκτης/δυνατότητα/επιδίωξη/επίτευξη/μερίδιο/πηγή ~ους. Το κυνήγι του ~ους. Απολεσθέντα ~η. ~η προ φόρου. Άνοδος/αύξηση/διανομή/μείωση/πτώση (των) ~ών. Στενεύουν τα περιθώρια ~ους. Βγάζουν/αποκομίζουν ~. Αποβλέπει στο ~. Τα ~η ανήλθαν σε ... ευρώ. Επένδυση που αποφέρει/δίνει/φέρνει πολλά ~η (: είναι κερδοφόρα). Σημαντικά ~η καταγράφει το χρηματιστήριο (ΑΝΤ. απώλειες). Πβ. απόδοση. Βλ. τζίρος, υπερ~. ΑΝΤ. ζημιά (2), χασούρα 2. (κατ' επέκτ.) κάθε είδους όφελος: ηθικό/κοινωνικό ~ (πβ. ωφέλεια). ~ χρόνου. Το καθαρό περιβάλλον αποτελεί ~ για την κοινωνία.|| (ΑΘΛ.) Βαθμολογικό ~. ● ΣΥΜΠΛ.: (μη) διανεμηθέντα κέρδη: ΟΙΚΟΝ. το μέρος του καθαρού κέρδους που (δεν) έχει μοιραστεί στους δικαιούχους: ~ ~ από επενδύσεις., διαφυγόντα κέρδη: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. που χάνονται λόγω σφάλματος ή ενέργειας τρίτου, οπότε μπορεί να απαιτηθεί αποζημίωση., καθαρό κέρδος: ΟΙΚΟΝ. τα πραγματικά έσοδα επιχείρησης ή προσώπου, από τα οποία έχουν αφαιρεθεί το κόστος παραγωγής και τα έξοδα (πωλήσεων, διοίκησης): ~ ~ χρήσεως. Περιθώριο/συντελεστής ~ού ~ους. [< αγγλ. net profit] , λειτουργικό κέρδος: ΟΙΚΟΝ. που προέρχεται από την κύρια δραστηριότητα επιχείρησης, από το οποίο δεν έχουν αφαιρεθεί φόροι, τόκοι και αποσβέσεις. [< αγγλ. operating profit] , μεγιστοποίηση του κέρδους/των κερδών: ΟΙΚΟΝ. συστηματική προσπάθεια κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου να αποκτήσει το μεγαλύτερο δυνατό οικονομικό όφελος, καταβάλλοντας το μικρότερο δυνατό κόστος· το ίδιο το όφελος που αποκομίζεται. [< αγγλ. profit maximazation] , μικτό/ακαθάριστο κέρδος: ΟΙΚΟΝ. από το οποίο δεν έχουν αφαιρεθεί οι δαπάνες: μέσο/συνολικό/τυπικό ~ ~. ~ ~ εταιρείας/καταστήματος. [< αγγλ. gross profit] ● ΦΡ.: συμμετοχή (στα κέρδη) βλ. συμμετοχή [< αρχ. κέρδος]

κλειστός

κλειστός, ή, ό κλει-στός επίθ. 1. που εμποδίζει την είσοδο σε κάποιον χώρο ή την έξοδο από αυτόν, που δεν επιτρέπει τη δίοδο, την πρόσβαση σε κάτι ή την οπτική επαφή με το εσωτερικό του: ~ός: φάκελος (βλ. εσώκλειστος). ~ή: ντουλάπα/πόρτα/πύλη/τρύπα. ~ό: γράμμα/δοχείο (= σφραγισμένο)/καπάκι/κιβώτιο/μπουκάλι/παράθυρο/συρτάρι/τζάμι. ~ά: διόδια/παντζούρια/ρολά (= κατεβασμένα)/σύνορα. Πουκάμισο με ~ό γιακά (: κουμπωμένο). ~οί δρόμοι λόγω κατολίσθησης. ~ά άνθη (: μπουμπούκια). Φορά ~ή μπλούζα (ΑΝΤ. έξωμη, εξώπλατη)/~ά παπούτσια (ΑΝΤ. πέδιλα). Διατηρείτε τη συσκευασία ερμητικά ~ή (πβ. θεό-, κατά-, ολό-κλειστος)! Μασώ με ~ό το στόμα. Πβ. κλεισμένος, σφαλιστός. Βλ. μισόκλειστος. ΑΝΤ. ανοιχτός (1) 2. (για χώρο) που έχει σκεπή, σκέπαστρο ή περιφράσσεται: ~ή: αγορά/αίθουσα/πισίνα. ~ό: γκαράζ/γυμναστήριο/θέατρο/κολυμβητήριο/προπονητήριο/στάδιο. Πβ. στεγασμένος. ΑΝΤ. υπαίθριος.|| (ειδικότ. για όχημα) ~ό: αμάξωμα/φορτηγό. Πβ. σκεπαστός. Βλ. περίκλειστος.|| ~ή: αυλή. Πβ. περίφρακτος. 3. που δεν λειτουργεί προσωρινά ή μόνιμα· που δεν επιτρέπει τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου: ~ός: εκτυπωτής/θερμοσίφωνας/υπολογιστής. ~ή: τηλεόραση. ~ά: κινητά (= απενεργοποιημένα)/τηλέφωνα (: κατεβασμένα). Πβ. εκτός λειτουργίας.|| ~ός: σταθμός. ~ό: αεροδρόμιο. ~ά: γραφεία/νοσοκομεία. Μνημείο ~ό στο κοινό. Το ξενοδοχείο θα παραμείνει ~ό λόγω ανακαίνισης. ~ά τα καταστήματα.|| ~ός: διακόπτης. ~ή: βαλβίδα. Με ~ό φως (= σβηστό). 4. που αποκλείει τη συμμετοχή όσων δεν ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο σύνολο: ~ός: διαγωνισμός. ~ή: διαδικασία/εκδήλωση/λέσχη/λίστα/παρέα/πρόσκληση/συγκέντρωση/συζήτηση/συνάντηση/συνεδρία/σύνοδος/συντεχνία. ~ό: συνέδριο. ~ές: διαβουλεύσεις. Σε ~ό (οικογενειακό) κύκλο (ΣΥΝ. στενός). ~ό δίκτυο τηλεπικοινωνιών (: περιορισμένης πρόσβασης). ΑΝΤ. ανοιχτός (9) 5. για πρόσωπο που διακρίνεται από εσωστρέφεια ή στενότητα πνεύματος· (για ομάδα ανθρώπων) που είναι απομονωμένη, δεν θέλει ή δεν μπορεί να αποκτήσει νέα μέλη, δεν δέχεται επιρροές: ~ός: τύπος/χαρακτήρας. ~ και μοναχικός/ντροπαλός (πβ. αντικοινωνικός· βλ. διαχυτ-, εκδηλωτ-ικός, εξωστρεφής).|| ~ή: κοινωνία/νοοτροπία. ~ές: αντιλήψεις. ~ά: μυαλά (: με προκαταλήψεις). Πβ. συντηρητικός. ΑΝΤ. ανοιχτός (6) 6. (για φυσικό σχηματισμό ή κατασκευή) με μικρό (ή χωρίς) άνοιγμα, κενό· που σχηματίζει ή δημιουργεί οξεία γωνία: ~ός: κόλπος/όρμος (βλ. ημίκλειστος). ~ή: κοιλάδα/πεδιάδα (: στενή). ~ό: αγγείο (βλ. αμφορέας)/λιμάνι.|| (ΜΑΘ.) ~ή καμπύλη (: χωρίς άκρα).|| ~ή: στροφή/τροχιά. ΑΝΤ. ανοιχτός (3) 7. διπλωμένος: ~ή: ομπρέλα/παλάμη. ~ά: βιβλία. Με ~ά (τα) πόδια/φτερά/χέρια. ΑΝΤ. ανοιχτός (4) 8. ΟΙΚΟΝ. προθεσμιακός: ~ές: καταθέσεις. Έχει τα χρήματα σε ~ό λογαριασμό. 9. κρυφός, μυστικός: (σε χαρτοπαίγνιο) Μοιράζονται δύο ~ά φύλλα και ένα ανοιχτό. ● επίρρ.: κλειστά: (για κατάστημα) Είμαστε ~ λόγω διακοπών. ● ΣΥΜΠΛ.: κλειστά σύμφωνα: ΓΡΑΜΜ. που παράγονται με φραγμό σε κάποιο σημείο της στοματικής κοιλότητας (π, τ, κ, μπ, ντ, γκ). Βλ. άηχα, ηχηρά σύμφωνα., κλειστή αγροτική οικονομία: στην οποία δεν δημιουργούνται πλεονάσματα για εμπορική εκμετάλλευση και η κάθε αγροτική μονάδα παράγει και ταυτόχρονα καταναλώνει, επιδιώκοντας την αυτάρκειά της. Πβ. ανταλλακτικός. Βλ. εγχρήματος., κλειστή άμυνα: ΑΘΛ. που εμποδίζει τη δίοδο των αντιπάλων προς την εστία ή το καλάθι: ~ ~ ζώνης. Κατάφερε να (δια)σπάσει την ~ ~ των γηπεδούχων. ΑΝΤ. ανοιχτή άμυνα, κλειστή γωνία: (συνήθ. στο ποδόσφαιρο) η γωνία του τέρματος που φυλάσσεται από τον τερματοφύλακα: γκολ/σουτ στην ~ ~. , κλειστή ημερομηνία: προκαθορισμένη: ~ ~ αναχώρησης/επιστροφής. ΑΝΤ. ανοιχτή ημερομηνία, κλειστή οικονομία: ΟΙΚΟΝ. απομονωμένη από το διεθνές εμπόριο, χωρίς εμπορικούς δεσμούς. Βλ. ανοιχτή οικονομία. , κλειστή συλλαβή: ΓΛΩΣΣ. που λήγει σε σύμφωνο. ΑΝΤ. ανοιχτή συλλαβή, κλειστό κύκλωμα: ΗΛΕΚΤΡ. πλήρες ηλεκτρικό κύκλωμα που επιτρέπει τη δίοδο ρεύματος· (κυρ. ειδικότ.) τηλεοπτικό σύστημα με βιντεοκάμερες το σήμα των οποίων μεταφέρεται μέσω καλωδίων σε οθόνες περιορισμένου αριθμού: ~ ~ παρακολούθησης/τηλεόρασης. Ο χώρος ελέγχεται από ~ ~. Βλ. βιντεοεπιτήρηση. [< αγγλ. closed-circuit, 1949] , κλειστό παιχνίδι: ΑΘΛ. αγώνας στον οποίο οι ομάδες παίζουν αμυντικά: ~ ~ με λίγα γκολ. ΑΝΤ. ανοιχτό παιχνίδι (1), κλειστό σκορ: ΑΘΛ. με μικρή διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων: ντέρμπι με ~ ~ και συναρπαστική εξέλιξη. , κλειστό συμβόλαιο: με προκαθορισμένη ημερομηνία λήξης: διετές ~ ~ συνεργασίας., κλειστός αυτοκινητόδρομος: που δεν διασταυρώνεται στο ίδιο επίπεδο με άλλη οδό, με σιδηροδρομική ή τροχιοδρομική γραμμή ή με λωρίδα για πεζούς, αλλά διαθέτει συγκεκριμένες εισόδους και εξόδους., κλειστός ορίζοντας 1. (μτφ.) που δεν παρέχει δυνατότητες, προοπτικές: οι ~οί ~ες της ανεργίας. Άτομα με ~ούς ~ες (: με παρωπίδες, στερεότυπα). 2. χωρίς ορατότητα., ερωτήσεις κλειστού τύπου/κλειστές ερωτήσεις βλ. ερώτηση, κλειστά επαγγέλματα βλ. επάγγελμα, κλειστή θάλασσα βλ. θάλασσα, κλειστή φυλακή βλ. φυλακή, κλειστός στίβος βλ. στίβος ● ΦΡ.: με κλειστά (τα) μάτια (μτφ.): ανεπιφύλακτα· κατ' επέκτ. με μεγάλη ευκολία ή δεξιοτεχνία: Κινητό που θα επέλεγα ~ ~.|| Χειρίζεται τον υπολογιστή ~ ~. , βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή βλ. πόρτα, έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου βλ. έχω, κρατά το στόμα του κλειστό βλ. στόμα, κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί [< μτγν. κλειστός, γαλλ. fermé, αγγλ. closed]

κλίμα

κλίμα κλί-μα ουσ. (ουδ.) {κλίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΜΕΤΕΩΡ. τα καιρικά φαινόμενα (άνεμοι, ηλιοφάνεια, θερμοκρασία, κατακρημνίσματα, πίεση, ξηρασία, υγρασία) που επικρατούν σε συγκεκριμένη περιοχή για μεγάλο χρονικό διάστημα· συνεκδ. τόπος με ορισμένες κλιματολογικές συνθήκες: αρκτικό/βόρειο/δροσερό/εύκρατο/ζεστό/θαλάσσιο/ξηρό/ορεινό/πολικό/υγρό/ωκεάνιο ~. ~ και βλάστηση. Το ~ της ερήμου/στέπας. Αλλαγές/μεταβολές/υπερθέρμανση του ~ατος (βλ. τρύπα του όζοντος, φαινόμενο του θερμοκηπίου). Ζώνες θερμού/ψυχρού ~ατος. Επίδραση του ~ατος στον πολιτισμό ενός τόπου. Δέντρο που ευδοκιμεί σε όλα τα ~ατα. Βλ. μεσο~, μικρο~.|| Το χωριό μας έχει βροχερό/γλυκό/ευχάριστο/υγιεινό ~.|| Τα αποδημητικά πουλιά μεταναστεύουν σε θερμότερα ~ατα.|| (προφ.) Σκέφτεται να αλλάξει ~ (: διαμονή ή εργασία). 2. (μτφ.) ατμόσφαιρα, συνθήκες: άσχημο/διχαστικό/δυσμενές/εορταστικό/ευνοϊκό/νοσηρό/πανηγυρικό/πολιτικό ~. ~ αισιοδοξίας/ευφορίας/εχθρότητας/συγκίνησης/φόβου. Αρνητικό/θετικό το ~ στη σημερινή συνεδρίαση. Σκληρό ~ ανταγωνισμού. Το πνευματικό και κοινωνικό ~ μιας εποχής. Ανάκαμψη/αναστροφή/διακυμάνσεις του επενδυτικού ~ατος. Ανάλυση εργασιακού ~ατος. Δημιουργία κατάλληλου διδακτικού και παιδαγωγικού ~ατος στη σχολική τάξη (= σχολικό ~). Καλλιέργεια ~ατος εμπιστοσύνης μεταξύ ... Σε ~ έντονης αντιπαράθεσης. Βελτιώθηκε/επιδεινώθηκε το επιχειρηματικό/οικονομικό ~. Κινείται στο ίδιο ~. Θέλει να αντιστρέψει το ~. Οι επαφές έγιναν σε εγκάρδιο/φιλικό ~. Δεν έχει προσαρμοστεί στο ~ της ομάδας (: δεν έχει εγκλιματιστεί). Πβ. περιβάλλον, περιρρέουσα ατμόσφαιρα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. μεγάλη περιφέρεια που συνιστά από μόνη της εκκλησιαστική διοίκηση: Μητρόπολη που ανήκει στο ~ του Οικουμενικού Πατριαρχείου. ● ΣΥΜΠΛ.: αστικό κλίμα: που επικρατεί στα μεγάλα αστικά κέντρα, διαφέρει από αυτό των γειτονικών τους περιοχών και χαρακτηρίζεται κυρ. από αυξημένη θερμοκρασία και υψηλή συγκέντρωση ρύπων: Η σημασία του πολεοδομικού σχεδιασμού στη διαμόρφωση του ~ού ~ατος. Βλ. αστικοποίηση, πυκνοκατοίκηση, θερμική νησίδα. [< αγγλ. urban climate] , κλίμα αβεβαιότητας (μτφ.): κατάσταση, συνθήκες αβεβαιότητας, ανασφάλειας: γενικευμένο ~ ~. ~ ~ και αστάθειας στην αγορά. Μέσα σε ~ ~ χιλιάδες άνεργοι. Εντείνεται το ~ ~. Η πτώση τιμών στο χρηματιστήριο προκάλεσε ~ ~., μεσογειακό κλίμα: ΜΕΤΕΩΡ. με ζεστά, ξηρά καλοκαίρια και βροχερούς, ήπιους χειμώνες., τεχνητό κλίμα 1. (μτφ.) ψυχολογική ατμόσφαιρα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: ~ ~ ανησυχίας/αντιπαλότητας/πόλωσης. Προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα ~ ~ εντυπώσεων. 2. (συνήθ. σε κλειστούς χώρους) που είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης δραστηριότητας: μηχανές/συσκευές ~ού ~ατος., βαρύ κλίμα βλ. βαρύς, ηπειρωτικό κλίμα βλ. ηπειρωτικός, ήπιο κλίμα βλ. ήπιος, πρόσφορο/γόνιμο/εύφορο έδαφος/κλίμα/πεδίο βλ. έδαφος, υποτροπικό κλίμα βλ. υποτροπικός ● ΦΡ.: δεν με σηκώνει το κλίμα (προφ.) 1. (μτφ.) δεν είμαι επιθυμητός σε κάποιον χώρο, δεν τον αντέχω ή δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες συνήθ. για να ενεργήσω: Ζήτησε να φύγει από τη δουλειά, γιατί δεν τον ~ε ~. 2. δεν μου αρέσει ή δεν κάνει καλό στην υγεία μου το κλίμα ορισμένης περιοχής., μπαίνω στο κλίμα (μτφ.-προφ.): προσαρμόζομαι: ~ ~ των εξετάσεων. Γιατί δεν προσπαθείς να μπεις ~ των ημερών; [< μτγν. κλίμα ‘γεωγραφικό πλάτος, περιοχή’, γαλλ. climat, αγγλ. climate, γερμ. Klima]

κοινός

κοινός, ή, ό κοι-νός επίθ. 1. που χαρακτηρίζει, αφορά ένα σύνολο ανθρώπων ή στοιχείων ή συμβαίνει συγχρόνως από πολλούς μαζί: ~ός: αγώνας/κώδικας (επικοινωνίας)/προβληματισμός/προσανατολισμός/σκοπός/στόχος/τρόπος (σκέψης)/φόβος. ~ή: αντίληψη/βούληση/διαπίστωση/επιθυμία/επιτροπή/ιστορία/καταγωγή/μοίρα/παράδοση/πολιτική/πορεία/προοπτική/στρατηγική/συνείδηση/συνισταμένη/ταυτότητα/υπηρεσία. ~ό: ανακοινωθέν/γνώρισμα/μέλλον/νόμισμα/όραμα/πρόγραμμα/σύστημα. ~οί: κανόνες/όροι/παράγοντες. ~ές: αγωνίες/απόψεις/αρχές/επιλογές/θέσεις/ιδιότητες/προθέσεις. ~ά: αιτήματα/δικαιώματα/έθιμα/ενδιαφέροντα/ήθη/σημεία/συμφέροντα/χαρακτηριστικά. Πρόσωπο ~ής αποδοχής. Αδικήματα του ~ού Ποινικού Δικαίου. Αποτελεί/είναι/συνιστά ~ή πεποίθηση ότι ... Αγωνίζεται για το ~ό καλό (: το κοινωνικού συνόλου). Πβ. ίδιος, όμοιος, συλλογικός. 2. αυτός τον οποίο μοιράζονται, έχουν στην κατοχή τους ή χρησιμοποιούν πολλά άτομα μαζί: ~ός: λογαριασμός (ΑΝΤ. χωριστός). ~ή: γλώσσα/εταιρεία (βλ. συνεταιρισμός)/ιδιοκτησία. ~ό: κτήμα/σπίτι/ταμείο. ~ές: αναμνήσεις/εμπειρίες/καταβολές/συνήθειες/ρίζες. ~οί: μετοχικοί τίτλοι. ~ά: αγαθά/βιώματα/οφέλη. ~ υποψήφιος και για τα δύο κόμματα. Έχουμε ~ούς φίλους. Δωμάτια με ~ή (= κοινόχρηστη) κουζίνα/τουαλέτα. Η ~ή ζωή ενός ζευγαριού (πβ. συμβίωση).|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: καρωτίδα. 3. που δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, μέτριος, συνηθισμένος: ο ~ αναγνώστης/καταναλωτής (= μέσος). ~ός: πολίτης (= ιδιώτης)/τύπος (δέρματος). ~οί: χαρακτηρισμοί. Αποδείχτηκε/δεν είναι παρά ένας ~ απατεώνας. Του συμπεριφέρθηκαν σαν να ήταν ένας ~ κακοποιός. Διώξη ~ού εγκλήματος. Το έργο του τον διαφοροποιεί/ξεχωρίζει από τους ~ούς ανθρώπους. Ξεπέρασε το ~ό μέτρο (πβ. μέσος όρος). ΑΝΤ. εξαιρετικός, ξεχωριστός.|| ~ό: χαρτί (: φτηνό, όχι υψηλής ποιότητας).|| (ΒΟΤ.) Θύμος ο ~ (: το θυμάρι). Πόα η ~ή.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: νόσος. ● επίρρ.: κοινώς/κοινά [κοινῶς]: από πολλούς ανθρώπους: Είναι ~ (απο/παρα)δεκτό ότι ... || (όπως λέγεται από τους περισσότερους ανθρώπους, σύμφωνα με την καθομιλουμένη:) Οίδημα, κοινώς/κατά το κοινώς λεγόμενον, πρήξιμο. ● ΣΥΜΠΛ.: (Αλεξανδρινή/Ελληνιστική) Κοινή: ΓΛΩΣΣ. η ελληνική γλώσσα όπως διαμορφώθηκε από τον 3ο αι. π.Χ. μέχρι τον 6ο αι. μ.Χ., η κοινή γνώμη: η στάση του κόσμου απέναντι σε κάποιο θέμα και συνεκδ. το κοινωνικό σύνολο: η διεθνής/ελληνική/ευρωπαϊκή/παγκόσμια ~ ~. Αποπροσανατολισμός/διαμόρφωση/ενημέρωση/επιρροή/ευαισθητοποίηση/κινητοποίηση/παραπλάνηση/πληροφόρηση/χειραγώγηση της ~ής ~ης. Υποθέσεις που συγκλόνισαν την ~ ~. Δημοσκόπηση για τη σφυγμομέτρηση της ~ής ~ης. [< γαλλ. opinion publique] ,κοινή αγορά: συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών η οποία επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίων και εργασίας καθώς επίσης αγαθών και υπηρεσιών· (παλαιότ. με κεφαλ. Κ,Α) η Ευρωπαϊκή Ένωση: ~ ~ ενέργειας/ηλεκτρισμού. ~ές ~ές πετρελαίου/πρώτων υλών/φυσικού αερίου. [< αγγλ. common market, 1954, γαλλ. Marché Commun, 1957] , Κοινή Νεοελληνική/Κοινή Νέα Ελληνική: ΓΛΩΣΣ. η σύγχρονη μορφή της ελληνικής γλώσσας, η οποία προήλθε από την ανάμειξη της δημοτικής με στοιχεία της καθαρεύουσας., κοινό κρυολόγημα: η πιο συχνή μορφή λοίμωξης του αναπνευστικού συστήματος που εκδηλώνεται με ρινική καταρροή, φτέρνισμα, πονοκέφαλο, πονόλαιμο, ξηρό βήχα και χαμηλό πυρετό. Βλ. γρίπη., κοινό μυστικό: για καθετί που, ενώ θεωρείται μυστικό, το γνωρίζουν πολλοί: Είναι ~ ~ στους δημοσιογραφικούς κύκλους ότι ..., κοινός τόπος (μτφ.) 1. γενικώς αποδεκτή αντίληψη, κοινοτοπία: Είναι ~ ~ ότι ... Βλ. πρωτοτυπία. 2. κοινό σημείο: ~ ~ μεταξύ των δύο πλευρών., ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο βλ. ελάχιστος, κοινή (/χριστιανική/παρούσα) εποχή βλ. εποχή, κοινή γυναίκα βλ. γυναίκα, κοινή δράση βλ. δράση, κοινή λογική βλ. λογική, κοινή μετοχή βλ. μετοχή, κοινής ωφελείας βλ. ωφέλεια, Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες) βλ. πλαίσιο, κοινό όνομα βλ. όνομα, κοινός θνητός βλ. θνητός, κοινός νους βλ. νους, κοινός παρονομαστής βλ. παρονομαστής, μέγιστος κοινός διαιρέτης βλ. διαιρέτης, το κοινό/το δημόσιο αίσθημα βλ. αίσθημα ● ΦΡ.: από κοινού: μαζί, συνεργαζόμενοι: ~ ~ ανάληψη της ευθύνης/αντιμετώπιση του προβλήματος/εμφάνιση/προσπάθεια/χρήση. Αποφάσισαν/εργάστηκαν ~ ~ (πβ. ομού)., βρίσκω κοινό έδαφος (με κάποιον) (μτφ.): βρίσκω σημείο σύγκλισης, συμφωνίας με κάποιον, το οποίο αποτελεί την αφετηρία για ευρύτερη συνεννόηση: Τα δύο κόμματα βρήκαν ~ ~ επικοινωνίας/συνεννόησης., διατάραξη (της) κοινής ησυχίας βλ. διατάραξη, κατά γενική/κοινή ομολογία βλ. ομολογία, κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο βλ. τύχη, κοινή συναινέσει βλ. συναίνεση, σε κοινή/σε δημόσια θέα βλ. θέα, ώρες κοινής ησυχίας βλ. ησυχία [< αρχ. κοινός, γαλλ. commun, αγγλ. common]

λαϊκός

λαϊκός, ή, ό λα-ϊ-κός επίθ. {κ. προφ. θηλ. -ιά | λαϊκότ-ερος, -ατος} 1. που σχετίζεται με τον λαό, ανήκει σε αυτόν ή προέρχεται από αυτόν: ~ή: αποδοχή (ενός κόμματος)/βούληση/δυσαρέσκεια (για τα νέα μέτρα)/εξέγερση/επιμόρφωση (βλ. διά βίου εκπαίδευση)/κυβέρνηση. ~ό: αίτημα/κίνημα (βλ. εργατικό κίνημα). ~ αγώνας δρόμου. Εταιρεία ~ής βάσης (: με μετόχους τους κατοίκους μιας πόλης ή ενός μέρους). Προσφυγή στη ~ή ετυμηγορία (: συνήθ. για διεξαγωγή εκλογών). Η κυβέρνηση έχει νωπή και ισχυρή ~ή εντολή. Βλ. αντι~, παλ~, φιλο~.|| (σε ονομασ., με κεφαλ.) Λ~ή Τράπεζα. Λ~ό Λαχείο (κ. ως ουσ. ~ό).|| ~ός: ήρωας. ~ή: ποίηση (= δημώδης· ΑΝΤ. λόγια)/σοφία (βλ. γνωμικό, παροιμία, ρήση). ~ές: δοξασίες/εκδηλώσεις. ~ά: αναγνώσματα/παραμύθια/στοιχεία (= φολκλορικά). Ελληνικός ~ πολιτισμός (βλ. λαογραφία).|| ~οί: χοροί. ~ά: όργανα. ΣΥΝ. δημοτικός, παραδοσιακός. 2. που αφορά τις κατώτερες οικονομικά και κοινωνικά ομάδες: ~ή: συνοικία (βλ. εργατογειτονιά). Οι ~ές τάξεις/τα ~ά στρώματα (: αγρότες, εργάτες). Είναι ~ής καταγωγής. ΑΝΤ. αριστοκρατικός.|| ~ές: τιμές (= φτηνές, χαμηλές).|| (για πρόσ.) Γνήσιος ~ τύπος (: ανεπιτήδευτος, απλός και αυθόρμητος). ~οί: ζωγράφοι (= αυτοδίδακτοι, ναΐφ). 3. (ειδικότ.) που σχετίζεται με το λαϊκό τραγούδι: ~ός: βάρδος/δίσκος/(ραδιοφωνικός) σταθμός/συνθέτης/τραγουδιστής. ~ή: ορχήστρα/συναυλία. ~ό: πρόγραμμα. ~ά: κέντρα (διασκέδασης). Καλλιτέχνης με ~ή φωνή. 4. ΛΕΞΙΚΟΓΡ. (για γλωσσικό στοιχείο) που χρησιμοποιείται κυρ. στον προφορικό λόγο και συνήθ. από τους απλούς ανθρώπους του λαού και αποκλίνει, ως προς τη μορφολογία ή/και την προφορά, από την Κοινή Νεοελληνική: ~ή: έκφραση/λέξη. ΑΝΤ. λόγιος (1) ● Ουσ.: λαϊκά (τα) (προφ.): ενν. τραγούδια: βαριά/παλιά ~. Ακούει μόνο ~., λαϊκός (ο): ΕΚΚΛΗΣ. χριστιανός ορθόδοξος που δεν είναι ούτε ιερωμένος ούτε μοναχός: ~οί και κληρικοί. Βλ. κληρικο~. ΣΥΝ. κοσμικός (1) ● επίρρ.: λαϊκά ● ΣΥΜΠΛ.: λαϊκή αγορά & (προφ.) λαϊκή: υπαίθρια αγορά όπου πωλούνται σε φορητούς πάγκους και σε σχετικά χαμηλές τιμές φρέσκα οπωροκηπευτικά, αλλά και άλλα προϊόντα (π.χ. ψάρια, είδη ένδυσης και οικιακής χρήσης) και η οποία διοργανώνεται συνήθ. μια φορά την εβδομάδα, σε προκαθορισμένα σημεία και για συγκεκριμένες ώρες: εβδομαδιαία/κεντρική/σκεπαστή ~ ~. ~ ~ βιολογικών προϊόντων. ~ές ~ές στις γειτονιές της πόλης. Μικροπωλητές ~ών ~ών. Κάθε Παρασκευή γίνεται/έχει λαϊκή. Βλ. εμποροπανήγυρη, παζάρι, παντοπωλείο, υπαίθριο εμπόριο., λαϊκή ιατρική (κυρ. παλαιότ.): πρακτική και εμπειρική αντιμετώπιση των ασθενειών: χρήση των βοτάνων στη ~ ~ (βλ. γιατροσόφια). Βλ. εναλλακτική ιατρική, ομοιοπαθητική., λαϊκή τέχνη (κ. με κεφαλ. Λ, Τ): ΛΑΟΓΡ. της οποίας δημιουργός είναι ο απλός λαός και η οποία σχετίζεται κυρ. με την αργυροχρυσοχοΐα, την κεντητική, την κεραμική, την ξυλογλυπτική, την υφαντική, τη χειροτεχνία, αλλά και τη μουσική, τα τραγούδια και τους χορούς: η ελληνική ~ ~ (: τέλη 17ου αι.-αρχές 19ου αι.)., λαϊκό δικαστήριο (παλαιότ., ιδ. σε περιόδους πολιτικής και κοινωνικής ανατροπής ύστερα από επανάσταση· σήμερα, κυρ. μτφ.): του οποίου τα μέλη δεν είναι δικαστικοί λειτουργοί, αλλά απλοί πολίτες: Εδώ δεν είναι ~ ~, ο καθένας μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα., λαϊκό μέτωπο (κ. με κεφαλ. Λ, Μ): ΠΟΛΙΤ. συνασπισμός κομμάτων, συνήθ. της Αριστεράς., λαϊκό τραγούδι & αστικό λαϊκό τραγούδι: ΜΟΥΣ. είδος τραγουδιού των αστικών κέντρων, εξέλιξη του δημοτικού και του ρεμπέτικου, το οποίο έχει τις απαρχές του στην ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, εξελίσσεται ακόμα και χαρακτηρίζεται από ανατολίτικα ή/και δυτικά στοιχεία: βαρύ ~ ~. Βλ. ελαφρολαϊκό (τραγούδι)., έντεχνο λαϊκό (τραγούδι) βλ. έντεχνος, κοσμικό/λαϊκό κράτος βλ. κοσμικός, λαϊκή απογευματινή βλ. απογευματινός, λαϊκή ετυμολογία βλ. ετυμολογία, λαϊκή κυριαρχία βλ. κυριαρχία, λαϊκή παράδοση βλ. παράδοση, λαϊκή/λαοκρατική δημοκρατία βλ. δημοκρατία, Λαϊκό Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, λαϊκό προσκύνημα βλ. προσκύνημα, λαϊκός καπιταλισμός βλ. καπιταλισμός ● ΦΡ.: επί το λαϊκότερον (συνήθ. ειρων.): όταν παρατίθεται η αντίστοιχη συνώνυμη λέξη ή φράση του προφορικού ή λαϊκού λεξιλογίου: Έφυγε γρήγορα ή, ~ ~, την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια. [< μτγν. λαϊκός, γαλλ. populaire]

λαχειοφόρος

λαχειοφόρος, ος, ο λα-χει-ο-φό-ρος επίθ. (λόγ.): που αφορά λαχνούς: ~ος: κλήρωση. Βλ. -φόρος. ● ΣΥΜΠΛ.: λαχειοφόρος αγορά & (προφ.) λαχειοφόρος: πώληση λαχνών με στόχο τη συγκέντρωση χρημάτων για κοινωφελή σκοπό· οι κάτοχοι των τυχερών λαχνών κερδίζουν δώρα, κατόπιν κλήρωσης: Ο σύλλογος/το σωματείο διοργάνωσε ~ο ~. Βλ. έρανος.

μαύρος

μαύρος, η, ο [μαῦρος] μαύ-ρος επίθ. 1. που έχει το χρώμα με την ελάχιστη φωτεινότητα ή τη μέγιστη σκοτεινότητα, η επιφάνεια του οποίου απορροφά, αλλά δεν αντανακλά καμία ορατή ακτινοβολία: ~ος: πίνακας (= μαυροπίνακας). ~η: απόχρωση/κουκκίδα/σημαία. ~ο: άλογο/βελούδο/κοράκι/στιλό/φόντο/φόρεμα. ~ο δερμάτινο/πέτσινο μπουφάν. ~ες: γόβες. ~α: εσώρουχα. Βάζω ~ο μολύβι στα μάτια. Μελάνι ~ου χρώματος.|| (ΤΥΠΟΓΡ.) ~α γράμματα σε λευκό φόντο. Εκτύπωση με (έντονα) ~α (= μπολντ) στοιχεία. Βλ. ημίμαυρος.|| (εμφατ.) ~, κατάμαυρος. ~ σαν κάρβουνο/πίσσα (πβ. κατράμι). Πβ. ασπρό-, ολό-μαυρος. ΑΝΤ. άσπρος (1), λευκός (1) 2. που έχει πολύ σκούρο χρώμα, σχεδόν μαύρο: ~ος: ουρανός (πβ. συννεφιασμένος). ~η: πεύκη. ~α: γυαλιά.|| ~ος: καφές (: χωρίς γάλα). ~η: ζάχαρη (βλ. άσπρη)/μπίρα (βλ. ξανθιά)/σοκολάτα (ή υγείας)/σταφίδα (βλ. ξανθή). ~ο: κρασί (: σκούρο κόκκινο, βλ. μαυροδάφνη)/πιπέρι/ρύζι (βλ. λευκό)/ψωμί (πβ. ολικής αλέσεως). ~ες: ελιές (βλ. πράσινες). ~α: σταφύλια (βλ. λευκά).|| ~α: δόντια/μαλλιά/στίγματα (πβ. μελανά). ~οι κύκλοι κάτω από τα μάτια. Έγινε ~ από τον ήλιο (πβ. μαυρίζω). Το μάτι του είναι ~ο από τη(ν) μπουνιά που έφαγε.|| Μες στη ~η νύχτα (: χωρίς φεγγάρι ή αστέρια, πολύ σκοτεινή).|| ~α: νύχια/χέρια (: βρόμικα, λερωμένα. ΑΝΤ. καθαρά). Έγινα ~ από τον καπνό.|| (για πρόσ.) ~η: φυλή (: με σκουρόχρωμη επιδερμίδα, νέγρικη. Βλ. κίτρινη, λευκή). 3. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός για να δηλωθεί κάτι αρνητικό, δυσάρεστο, θλιβερό: ~ος: μήνας. ~η: ζωή (πβ. άθλιος, βασανισμένος, δυστυχισμένος). ~ες: ειδήσεις/σκέψεις (πβ. απαισιόδοξος). ~α: μηνύματα. ~η ψυχή (: κακιά, μοχθηρή). ~ο (= δυσοίωνο) το μέλλον της οικονομίας. ~α σύννεφα στον τουρισμό. ~ες γιορτές/~ο Σαββατοκύριακο θα περάσουμε! Είναι σε ~α χάλια/έχει τα ~α του τα χάλια (: σε πολύ άσχημη κατάσταση)!|| (συνδεδεμένος με καταστροφικό, τραγικό γεγονός) ~ος: Σεπτέμβρης. ~η: επέτειος/μέρα (πβ. αποφράδα)/σελίδα της ιστορίας.|| (εμφατ.) ~η: απελπισία/πείνα/φτώχεια. Η ~η (= πικρή) αλήθεια είναι ότι ...|| ~η: μαγεία. 4. (προφ.) που δεν δηλώνεται στην εφορία και αποφέρει παράνομα κέρδη: ~η: οικονομία. Πβ. λαθραίος. ● Ουσ.: μαύρα (τα) 1. μαύρα ρούχα, συχνά ως ένδειξη πένθους: ντύνομαι στα/φοράω ~. Έβγαλε τα ~ (: σταμάτησε να πενθεί). Βλ. λευκά. 2. τα μαύρα πιόνια στο σκάκι: Παίζουν τα ~. Βλ. λευκά., μαύρο (το) 1. το αντίστοιχο χρώμα: Προτιμώ το μοβ από το ~.|| Το ~ σου πάει πολύ! ΑΝΤ. άσπρο (1) 2. (& σπάν. μαύρη ψήφος) (αργκό) αρνητική ψήφος· γενικότ. καταψήφιση, αποδοκιμασία ενός προσώπου ή μιας κατάστασης: Οι ψηφοφόροι θα ρίξουν ~ στο κόμμα. Θα φάει ~ δαγκωτό στις εκλογές. ΣΥΝ. φούμο (2) 3. & μαύρη (η): (αργκό) χασίς. Πβ. φούντα, χόρτο. ● Υποκ.: μαυρούλης , α, ικο ● ΣΥΜΠΛ.: μαύρη (αγορά) 1. παράνομη αγοραπωλησία σε δύσκολες κυρ. περιόδους (όπως πολεμικές) όπου υπάρχει έλλειψη εμπορευμάτων, κυρ. τροφίμων, τα οποία πωλούνται σε πολύ υψηλές τιμές. 2. παράνομη αγοραπωλησία προϊόντων που δεν είναι νόμιμα, δεν βρίσκονται εύκολα στο εμπόριο ή πωλούνται σε χαμηλότερη από την κανονική τιμή, συνήθ. επειδή είναι κλεμμένα. [< αγγλ. black market, 1931, γαλλ. marché noir, 1945] , μαύρη γη (μτφ.) 1. καμένη έκταση. 2. (λογοτ., συχνά σε δημοτικά τραγούδια) ο Άδης., μαύρη ζώνη: ΑΘΛ. που αποκτούν οι αθλούμενοι στις πολεμικές τέχνες και προσδιορίζει το ανώτερο επίπεδο τεχνικής και εμπειρίας τους στο άθλημα. Βλ. λευκή ζώνη., μαύρη μουσική: ΜΟΥΣ. το σύνολο των μουσικών ειδών αφροαμερικανικής προέλευσης. Βλ. αρ εν μπι, μπλουζ, ραπ, σόουλ, τζαζ, χιπ χοπ., μαύρο μυθιστόρημα ΛΟΓΟΤ. 1. αυτό που συνδυάζει συνήθ. την αστυνομική πλοκή με την αρνητική, σκοτεινή πλευρά της κοινωνίας. Βλ. φιλμ νουάρ. 2. το γοτθικό, με βασικά χαρακτηριστικά τα υπερφυσικά και τρομακτικά στοιχεία. [< γαλλ. roman noir] , αρνητική/μαύρη διαφήμιση βλ. διαφήμιση, άσπρο-μαύρο & μαύρο-άσπρο βλ. άσπρος, η μαύρη ήπειρος βλ. ήπειρος, μαύρα σκοτάδια βλ. σκοτάδι, μαύρα ταμεία βλ. ταμείο, μαύρα/βαθιά/άγρια μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, μαύρες συσκευές βλ. συσκευή, Μαύρη Βίβλος βλ. βίβλος, μαύρη εργασία βλ. εργασία, μαύρη κωμωδία βλ. κωμωδία, μαύρη λίστα βλ. λίστα, μαύρη προπαγάνδα βλ. προπαγάνδα, μαύρη τρύπα βλ. τρύπα, μαύρη χήρα βλ. χήρα, μαύρο θέατρο βλ. θέατρο, μαύρο κουτί βλ. κουτί, μαύρο πρόβατο βλ. πρόβατο, μαύρο τσάι βλ. τσάι, μαύρο/μπλακ χιούμορ βλ. χιούμορ, μαύρο/σκοτωμένο αίμα βλ. αίμα, μαύρος θάνατος βλ. θάνατος, μαύρος καβαλάρης βλ. καβαλάρης, μαύρος νάνος βλ. νάνος, μαύρος πάγος βλ. πάγος, μαύρος χρυσός βλ. χρυσός ● ΦΡ.: μαύρος και άραχνος (μτφ.-εμφατ.): για καθετί δύσκολο, δυσάρεστο, δυσοίωνο: Τα βλέπει/τα βρήκε/είναι όλα ~α και ~α., τα βάφω μαύρα (μτφ.-προφ.): στενοχωριέμαι υπερβολικά, απογοητεύομαι σε πολύ μεγάλο βαθμό, απελπίζομαι: Τα έβαψε ~ μετά τον χωρισμό.|| (ειρων.) Σιγά μην τα βάψω ~ που δεν ήρθε! ΣΥΝ. είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά, με παίρνει από κάτω/αποκάτω, (γράφω κάποιον/κάτι) στα μαύρα κατάστιχα βλ. κατάστιχο, άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά βλ. σκύλος, βάζω/φοράω (μαύρες) πλερέζες βλ. πλερέζα, για να λέμε/πούμε/πω την (καθαρή/μαύρη) αλήθεια βλ. αλήθεια, είναι/έχει πέσει στα μαύρα πανιά βλ. πανί, έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου βλ. έχω, ζήσε Μάη/μαύρε μου (να φας τριφύλλι) βλ. Μάης, κάνει το άσπρο μαύρο βλ. άσπρος, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, κλαίω με μαύρο δάκρυ βλ. δάκρυ, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) βλ. μάτι, μαύρη (/πολλή) μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα βλ. μαυρίλα, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) βλ. νύχτα, μαύρη η ώρα βλ. ώρα, μαύρο φίδι που σ' έφαγε/θα σε φάει βλ. τρώω, με (τα πιο) ζοφερά/μελανά χρώματα βλ. χρώμα, μέχρι να πατήσεις μαύρο χιόνι βλ. χιόνι, ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου) βλ. πέτρα, τα βλέπω σκούρα/(όλα) μαύρα/ζόρικα βλ. βλέπω, του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή [< μτγν. μαῦρος, γαλλ. noir, αγγλ. black]

μικτός

μικτός, ή, ό μι-κτός επίθ. & μεικτός 1. που αποτελείται από περισσότερα του ενός διαφορετικά στοιχεία: ~ός: αγώνας/πληθυσμός. ~ή: ασφάλεια αυτοκινήτου (: ασφαλιστική κάλυψη και για ίδιες ζημίες σε περίπτωση ατυχήματος)/ατομική (: κολύμβηση με συνδυασμό διαφορετικών στιλ)/γλώσσα (: με στοιχεία δημοτικής και καθαρεύουσας)/επιτροπή/εταιρεία (: που συστήνεται από ένα πρόσωπο δημοσίου δικαίου και μία ιδιωτική επιχείρηση)/καύση (ξυλείας και προϊόντων λιγνίτη)/κουζίνα (: με γκάζι και ηλεκτρισμό)/ονομασία/τεχνική (στη ζωγραφική και τις καλές τέχνες). ~ό: δέρμα (αλλού λιπαρό, αλλού κανονικό ή ξηρό)/δικαστήριο (με τακτικούς δικαστές και λαϊκούς ενόρκους)/εκλογικό σύστημα (: εκλογή άλλων βουλευτών σε μικρές περιοχές με σταυρό προτίμησης και άλλων σε μεγάλες περιφέρειες με λίστα). ~ές: αποδοχές. ~ά: ασφάλιστρα. ~ό σώμα αξιολογητών. Βλ. αμιγής, σύμμικτος. 2. που προορίζεται για άτομα και των δύο φύλων: ~ός: χορός. ~ή: χορωδία. ~ό: σχολείο (για μαθητές και μαθήτριες). ● επίρρ.: μικτά ● ΣΥΜΠΛ.: μικτή ζώνη: (κυρ. στην αθλητική δημοσιογραφία) οριοθετημένη περιοχή σε αθλητικούς χώρους, όπου οι ρεπόρτερς παίρνουν δηλώσεις από πρωταγωνιστές αθλητές ή/και προπονητές., μικτό/ακαθάριστο βάρος: ΟΙΚΟΝ. το βάρος ενός εμπορεύματος μαζί με τη συσκευασία του. Βλ. απόβαρο. ΑΝΤ. καθαρό βάρος, μικτός αριθμός: ΜΑΘ. πραγματικός αριθμός που αποτελείται από ακέραιο και κλάσμα., μικτή οικονομία βλ. οικονομία, μικτό δάσος βλ. δάσος, μικτό/ακαθάριστο κέρδος βλ. κέρδος, μικτός γάμος βλ. γάμος, μικτός/ακαθάριστος μισθός βλ. μισθός [< αρχ. μικτός, γαλλ. mixte, αγγλ. mixed]

μισθός

μισθός μι-σθός ουσ. (αρσ.) & (λαϊκό) μιστός: το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε εργαζόμενο ως αμοιβή για την εργασία του: ετήσιος/ημερήσιος/ικανοποιητικός/κατώτατος/μηνιαίος/νόμιμος/πενιχρός/πρώτος/σταθερός/συμβατικός (: που καθορίζεται από τη σύμβαση εργασίας)/συντάξιμος ~. Βασικός ~ (: χωρίς επιδόματα και προσαυξήσεις). Καθαρός ~ (: χωρίς κρατήσεις). Ο δέκατος τρίτος ~ (= το δώρο των Χριστουγέννων). ~ βουλευτή/δημοσίου υπαλλήλου. Υπάλληλος με υψηλό/χαμηλό ~ό (πβ. υψηλό-, χαμηλό-μισθος). ~οί και συντάξεις. Αναπροσαρμογή/διαμόρφωση/μείωση/όρια/πάγωμα/περικοπή/πίνακας/συγκράτηση ~ών. Δικαιούμαι/εισπράττω/παίρνω ~ό. Οι εργαζόμενοι ζητούν αυξήσεις ~ών. ΣΥΝ. αποδοχές, απολαβές ● Υποκ.: μισθουλάκος & μισθουλάκι ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικός/έμμεσος μισθός: το σύνολο των κοινωνικών παροχών και επιδομάτων που χορηγούνται ανεξάρτητα από τον μισθό του εργαζομένου (π.χ. ασφάλιση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εκπαίδευση)., μικτός/ακαθάριστος μισθός: ΟΙΚΟΝ. από τον οποίο δεν έχει παρακρατηθεί φόρος ή άλλη εισφορά: μέσος/ωριαίος ~ ~. Αύξηση/φόρος ~ου ~ού., μισθός πείνας (προφ.): πάρα πολύ χαμηλός, που δεν εξασφαλίζει στοιχειωδώς αξιοπρεπή διαβίωση., ονομαστικός μισθός: ΟΙΚΟΝ. που συμπεριλαμβάνει και τις κρατήσεις: μηνιαίος ελάχιστος ~ ~., πραγματικός μισθός: ΟΙΚΟΝ. τα αγαθά και οι υπηρεσίες που μπορεί να αγοράσει ο εργαζόμενος με τις αποδοχές του, η αγοραστική δύναμη του μισθού. ● ΦΡ.: άξιος ο μισθός (κάποιου) (συνήθ. ως επιφών.-ειρων.): του αξίζει η ανταμοιβή, η επιβράβευση: Σε καλή μεριά! ~ ~ σου!, κόβω μισθό σε κάποιον (προφ.): χορηγώ, καταβάλλω μισθό. [< αρχ. μισθός, γαλλ. salaire]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

παράλληλος

παράλληλος, η/ος, ο πα-ράλ-λη-λος επίθ. 1. (μτφ.) που γίνεται, υπάρχει ταυτόχρονα ή με ανάλογο, παρόμοιο τρόπο με κάτι άλλο: ~ος: σκοπός/σχεδιασμός. ~η: αναζήτηση/απασχόληση/δράση/δραστηριότητα/εξέλιξη/εξυπηρέτηση(πελατών)/εργασία/θεραπεία/κυκλοφορία/παρακολούθηση/πορεία/(ερωτική) σχέση. || (ΝΟΜ.) ~η: ασφάλιση. ~ο: παιχνίδι/πρόγραμμα. ~οι: αγώνες/έλεγχοι/κόσμοι/τομείς. ~ες: εκδηλώσεις/επιδιώξεις/ιστορίες/προσπάθειες (π.χ. για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος)/συνεδρίες/συνομιλίες/υπηρεσίες. ~α: γεγονότα/έργα/μέτωπα.|| (ΑΘΛ.) ~ο: (γιγαντιαίο) σλάλομ (ανδρών/γυναικών) (: κατά το οποίο αγωνίζονται ταυτόχρονα δύο αθλητές σε ~ες πίστες). 2. που εκτείνεται στην ίδια κατεύθυνση με κάποιον άλλο, δεν τέμνεται μαζί του και η μεταξύ τους απόσταση παραμένει ίδια: ~οι: αγωγοί/άξονες/δρόμοι/σωλήνες/τοίχοι. ~ες: σειρές. Κυματοθραύστες ~οι προς την ακτή. Κατασκευή πεζόδρομου ~ου προς την οδική αρτηρία. Ευθεία ~η προς το έδαφος.|| ~ο: παρκάρισμα. 3. ΠΛΗΡΟΦ. που αναφέρεται σε ταυτόχρονες διαδικασίες, όπως επεξεργασία δεδομένων, λειτουργία προγραμμάτων, υπολογιστών: ~ος: αλγόριθμος/προγραμματισμός/υπολογισμός. ~η: πρόσβαση. ~ο: καλώδιο/σύστημα. ΑΝΤ. σειριακός 4. ΓΕΩΜ. (για επίπεδα) που δεν έχουν κανένα κοινό σημείο. ● Ουσ.: παράλληλος (η): οδός παράλληλη προς άλλη: πρώτη/δεύτερη/τρίτη ~ λεωφόρου. ● επίρρ.: παράλληλα & (λόγ.) παραλλήλως: ~ προς ... (ΗΛΕΚΤΡ.) Σύνδεση λαμπτήρων σε σειρά και ~ (= σε παραλληλία).|| Τα εργαστήρια θα λειτουργήσουν ~.|| Το σπίτι είναι διακοσμημένο με κλασικό και ~ μοντέρνο στιλ. Πβ. ταυτόχρονα. ● ΣΥΜΠΛ.: παράλληλες (ευθείες): ΓΕΩΜ. που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και δεν έχουν κανένα κοινό σημείο. Βλ. τέμνουσα., παράλληλες εισαγωγές/εξαγωγές: ΟΙΚΟΝ. νόμιμες εισαγωγές/εξαγωγές προϊόντων μέσω δικτύων διανομής που δεν έχουν όμως εγκριθεί από τον κατασκευαστή ή τον παραγωγό τους., παράλληλη αγορά: ΟΙΚΟΝ. δευτερεύουσα αγορά των σύγχρονων χρηματιστηρίων που απευθύνεται στις μικρότερες επιχειρήσεις, αποτελώντας τον προθάλαμο για την εισαγωγή τους στην κύρια: γενικός δείκτης της ~ης ~άς. Εισαγωγή/ένταξη (μιας εταιρείας) στην ~ ~., παράλληλη σύνδεση/διάταξη: ΗΛΕΚΤΡ. τρόπος σύνδεσης στοιχείων ηλεκτρικού κυκλώματος, κατά τον οποίο όλα τα στοιχεία βρίσκονται υπό την ίδια τάση και η ένταση του συνολικού ρεύματος που διαπερνά το κύκλωμα είναι ίση με το άθροισμα των εντάσεων των ρευμάτων που διαρρέουν τα στοιχεία του: ~ ~ αντιστάσεων/μπαταριών/πυκνωτών. ΑΝΤ. σύνδεση σε/εν σειρά, παράλληλος (κύκλος) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΑΣΤΡΟΝ. νοητός κύκλος της γήινης ή της ουράνιας σφαίρας παράλληλος προς τον ισημερινό: Οι ~οι ~οι παίρνουν τιμές από 0-90 μοίρες. Βλ. μεσημβρινός., σχήμα εκ παραλλήλου: ΡΗΤΟΡ. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο μια έννοια διατυπώνεται ταυτόχρονα θετικά και αρνητικά: π.χ. Να αρνηθείς και να μη δεχτείς. Όμορφος και όχι άσχημος., βίοι παράλληλοι βλ. βίος, παράλληλη θύρα βλ. θύρα, παράλληλο εμπόριο βλ. εμπόριο, παράλληλο κείμενο βλ. κείμενο, παράλληλο Σύμπαν βλ. σύμπαν, παράλληλοι ζυγοί βλ. ζυγός ● ΦΡ.: εκ παραλλήλου (λόγ.): συγχρόνως, ταυτόχρονα. Πβ. σε παραλληλία. [< αρχ. παράλληλος, γαλλ. parallèle, αγγλ. parallel]

πίστη

πίστη πί-στη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις} 1. αποδοχή της ορθότητας ή της ύπαρξης ενός πράγματος: απόλυτη/σταθερή ~. Η λαϊκή ~. ~ στην αιώνια ζωή/σε υπερφυσικά φαινόμενα. Πανάρχαιες ~εις (= δοξασίες). Είναι (ευρέως) διαδεδομένη/διάχυτη η ~ ότι ... 2. αποδοχή της ύπαρξης ανώτατου όντος, προσήλωση σε θρησκεία ή δόγμα και κυρ. ειδικότ. στον Χριστιανισμό: (ΘΡΗΣΚ.) εβραϊκή/ειδωλολατρική/θρησκευτική ~. ~ στον βουδισμό.|| Προτεσταντική/ρωμαιοκαθολική ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Ορθόδοξη ~. Έχει βαθιά ~ στον Θεό. Δοκιμάστηκε/κλονίστηκε η ~ του. Απαρνήθηκε/έχασε/ξαναβρήκε/ομολόγησε την ~ του. Μαρτύρησε για την ~ του. Βλ. ορθοδοξία. ΑΝΤ. απιστία (3) 3. βεβαιότητα, σιγουριά (ότι κάτι υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει): ακλόνητη/ακράδαντη ~. ~ για/σε ένα καλύτερο αύριο. ~ για την πρόκριση. Έχει ~ στην πρόοδο. Εξέφρασε την ~ του ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί. 4. αφοσίωση, προσήλωση, σταθερότητα, συνέπεια: ~ σε αξίες και ιδανικά/αρχές. Ορκίστηκε ~ στο Σύνταγμα και τους νόμους.|| Ερωτική ~. 5. εμπιστοσύνη: ισχυρή/στέρεη/τυφλή ~. ~ σε υποσχέσεις. Έχει ~ στις δυνάμεις/στον εαυτό/στις ικανότητές του (= αυτοπεποίθηση). Έδειξε ~ στις δυνατότητές τους. 6. ΟΙΚΟΝ. πράξη μεταβίβασης κεφαλαίου από ένα (φυσικό ή νομικό) πρόσωπο σε άλλο, με την πεποίθηση ότι θα επιστραφεί με τους όρους που έχουν συμφωνηθεί (χρόνος, τόπος, επιτόκιο): τραπεζική ~. Εμπορική/επαγγελματική/επιχειρηματική/κτηματική/ναυτική ~. Πβ. πίστωση. Βλ. δάνειο, χρηματοδότηση. 7. (σπάν.) αξιοπιστία, φερεγγυότητα: Εταιρεία που έχει αποκαταστήσει την ~ της στην αγορά. ● ΣΥΜΠΛ.: αγροτική πίστη: ΟΙΚΟΝ. χορήγηση δανείων στον αγροτικό τομέα από αρμόδια τράπεζα με ευνοϊκούς όρους και σε εναρμόνιση με την κρατική αγροτική πολιτική., βιομηχανική πίστη: ΟΙΚΟΝ. παροχή δανείου με πίστωση από τράπεζα σε βιομηχανική επιχείρηση για αγορά πρώτων υλών ή μηχανολογικού εξοπλισμού, δημιουργία νέων εγκαταστάσεων, ανάληψη παραγωγικών επενδύσεων., κακή πίστη: απουσία αξιοπιστίας, ύπαρξη δόλου, κακής πρόθεσης: Βρίσκεται σε ~ ~. Με ~ ~/(λόγ.) κακή τη πίστει (= κακοπροαίρετα). ΣΥΝ. κακοπιστία (2), καλή πίστη: εντιμότητα, απουσία δόλου, καλή πρόθεση, συνήθ. σε συναλλαγές: άνθρωπος ~ής ~εως (πβ. καλόπιστος). Κίνηση/πνεύμα/στάση ~ής ~εως. ~ ~ μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου. Ενεργώ/πράττω με ~ ~/(λόγ.) καλή τη πίστει (= καλοπροαίρετα). ΣΥΝ. καλοπιστία, καταναλωτική πίστη: ΟΙΚΟΝ. παροχή δανείου με σκοπό κυρ. την αγορά καταναλωτικών αγαθών ή την αντιμετώπιση προσωπικών εξόδων. [< αγγλ. consumer credit, 1925] , στεγαστική πίστη: ΟΙΚΟΝ. χορήγηση δανείου με σκοπό την αγορά ακινήτου., συζυγική πίστη: αμοιβαία δέσμευση των συζύγων να μην έχουν εξωσυζυγικές σχέσεις: Πρόδωσε τη ~ ~., Σύμβολο της Πίστεως & της Πίστης: ΕΚΚΛΗΣ. σύντομο κείμενο με δώδεκα άρθρα που αποτελεί ομολογία της χριστιανικής πίστης: απαγγελία του ~όλου ~. ΣΥΝ. Πιστεύω (το), άρθρο πίστεως βλ. άρθρο, ομολογία πίστεως βλ. ομολογία ● ΦΡ.: (πήγε) υπέρ πίστεως (και πατρίδος) 1. (ειρων.) πήγε χαμένος: Ο κόπος μας πήγε/τα χρήματά μας πήγαν ~ ~! 2. (λόγ.) για την υπεράσπιση των ιδανικών της χριστιανικής πίστης και της πατρίδας. ΣΥΝ. υπέρ βωμών και εστιών, δίνω πίστη σε κάτι: το πιστεύω: Μη ~εις ~ σε διαδόσεις/φήμες!, μα την πίστη μου! (προφ.): ως όρκος ή για δήλωση έκπληξης: ~ ~ (= ορκίζομαι), δεν είδα τίποτα!|| ~ ~, δεν καταλαβαίνω γιατί το έκανε., μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία βλ. αδόξαστος, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα βλ. ανάποδα, ο άνθρωπος/η πίστη κινεί βουνά βλ. βουνό [< αρχ. πίστις 6: αγγλ. credit, γαλλ. crédit]

πιστωτικός

πιστωτικός, ή, ό πι-στω-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με την πίστωση: ~ός: έλεγχος/οργανισμός/τίτλος. ~ή: κρίση. ~ό: όριο/υπόλοιπο. ~ές: διευκολύνσεις/υπηρεσίες. ~ά: ιδρύματα (π.χ. τράπεζες). Πβ. νομισματο~, χρηματοδοτικός, χρηματο~. ΑΝΤ. χρεωστικός ● ΣΥΜΠΛ.: πιστωτικές μονάδες: μονάδα μέτρησης του φόρτου εργασίας του μέσου φοιτητή για την επίτευξη των μαθησιακών στόχων ενός προγράμματος σπουδών· ισοδυναμεί με 25-30 ώρες εκπαιδευτικής δραστηριότητας, όπως παρακολούθηση διαλέξεων, φροντιστηριακών ασκήσεων ή εργαστηρίων, ιδιωτική μελέτη και συμμετοχή σε εξετάσεις. Πβ. διδακτικές/ακαδημαϊκές μονάδες. [< αγγλ. credit units, credits] , πιστωτική (κάρτα): ΟΙΚΟΝ. κάρτα, συνήθ. με συγκεκριμένο πιστωτικό όριο, που εκδίδεται ονομαστικά από τράπεζα ή επιχείρηση και επιτρέπει στον κάτοχό της να αποκτήσει αγαθά ή να κάνει χρήση υπηρεσιών, πληρώνοντας αργότερα, συχνά με τόκο: αριθμός/έκδοση ~ής ~ας. Αγορές με ~ ~/μέσω ~ών ~ών. Πβ. πλαστικό χρήμα, χρυσή κάρτα. Βλ. χρεωστική (κάρτα). [< αγγλ. credit card, 1888] , πιστωτική αγορά: ΟΙΚΟΝ. η χρηματαγορά και η κεφαλαιαγορά. [< αγγλ. credit market] , πιστωτικό γεγονός: ΟΙΚΟΝ. αποτυχία νομικού προσώπου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του στα πλαίσια σημαντικής οικονομικής συναλλαγής, με αποτέλεσμα τη μείωση της πιστοληπτικής του αξιοπιστίας. [< αγγλ. credit event] , πιστωτικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. τραπεζογραμμάτια., πιστωτικός κίνδυνος: ΟΙΚΟΝ. κίνδυνος μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που έχει ο αντισυμβαλλόμενος (π.χ. να αποπληρώσει ένα δάνειο ή χρέος) στον οφειλόμενο χρόνο ή οποτεδήποτε μετά τη λήξη αυτού. Βλ. σι ντι ες. [< αγγλ. credit risk] [< μτγν. πιστωτικός ‘βεβαιωτικός’, γαλλ. créditeur, αγγλ. credit]

πλαστός

πλαστός, ή, ό πλα-στός επίθ. ΣΥΝ. ψεύτικος 1. που αποτελεί απομίμηση του αυθεντικού, με σκοπό την εξαπάτηση· κάλπικος, κίβδηλος: ~ός: πίνακας (ζωγραφικής). ~ή: άδεια/επιταγή/πιστωτική κάρτα/σφραγίδα. ~ό: διαβατήριο/έγγραφο. ~ά: έργα τέχνης/χαρτονομίσματα. Βλ. βέρος. ΣΥΝ. νόθος (2) ΑΝΤ. αυθεντικός (1), γνήσιος (1) 2. (μτφ.) επινοημένος, φτιαχτός, μη πραγματικός: ~ή: διήγηση/ιστορία (πβ. μυθώδης). ~ό: δίλημμα (πβ. επίπλαστος). ~ές: ανάγκες (= πλασματικές)/υποσχέσεις. Πβ. κατασκευασμένος, τεχνητός. ● επίρρ.: πλαστά [< αρχ. πλαστός]

πόρος

πόρος πό-ρος ουσ. (αρσ.): ΑΝΑΤ. στενός αγωγός, δίοδος: ακουστικός/αρτηριακός/βουβωνικός/δακρυϊκός/κυστικός/(εκ)σπερματικός ~. Γαλακτοφόροι/χοληφόροι ~οι. Εκφορητικοί ~οι των αδένων. Βλ. στόμιο.πόροι (οι) 1. μικρά, επιφανειακά ή βαθιά ανοίγματα: οι ~ του σφουγγαριού/του χαρτιού.|| (ΑΝΑΤ.) Οι ~ του δέρματος/της επιδερμίδας. Προϊόν που καθαρίζει σε βάθος τους φραγμένους ~ους (βλ. ακμή, σπυράκια). 2. ΟΙΚΟΝ. έσοδα: δημόσιοι/ιδιωτικοί/κρατικοί ~. Οικονομικοί/χρηματικοί ~. Θεσμοθετημένοι ~. Έκτακτοι/τακτικοί ~ (= εισφορές). Οι ~ της επιχείρησης/του ιδρύματος/ταμείου. Οι ~ που εισπράχθηκαν. Αύξηση/εξάντληση/μείωση των διαθέσιμων ~ων. Άντληση/(απο)δέσμευση/απώλεια/έλλειψη/παροχή ~ων. Αξιοποίηση/κατανομή/διοχέτευση/εκμετάλλευση των ~ων. Σε αναζήτηση ~ων. Έχει μείνει χωρίς/δεν έχει ~ους (= εισοδήματα). ΣΥΝ. πρόσοδοι. 3. εκμεταλλεύσιμα αγαθά, που αποτελούν πηγές άντλησης οφέλους: αλιευτικοί/θαλάσσιοι ~. Εδαφικοί/ενεργειακοί (= πηγές ενέργειας)/ορυκτοί/υλικοί ~. Πολιτιστικοί/στρατηγικοί/τουριστικοί ~. Πβ. κεφάλαιο, πλούτος.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Υπολογιστικοί ~. Οι ~ του δικτύου/συστήματος (: μνήμη, περιφερειακές συσκευές). || Ψηφιακοί ~οι. ● ΣΥΜΠΛ.: άδηλοι πόροι: ΟΙΚΟΝ. εισοδήματα των οποίων η προέλευση δεν είναι φανερή ή γνωστή και συνήθ. δεν εμφανίζεται στην εφορία ή σε ισολογισμό (εμβάσματα μεταναστών, ναυτιλία, τουρισμός)., ανθρώπινοι πόροι: το ανθρώπινο δυναμικό επιχείρησης. [< αγγλ. human resources, 1975] , γενετικοί πόροι: ΟΙΚΟΛ. γενετικό υλικό με πραγματική ή δυνητική αξία: ζωικοί/φυτικοί ~ ~. Προστασία των δασικών ~ών ~ων., γλωσσικοί πόροι: ΠΛΗΡΟΦ. ψηφιοποιημένα γλωσσικά δεδομένα: διαχείριση ~ών ~ων. Bλ. ΚΓΠ, σώμα κειμένων, τράπεζα δεδομένων/πληροφοριών., εθνικοί πόροι: το σύνολο των οικονομικών αξιών που προέρχονται από εγχώριους συντελεστές παραγωγής: περιορισμένοι ~ ~. Δαπάνες που προβλέπεται να καλυφθούν αμιγώς από ~ούς ~ους., κοινοτικοί πόροι: χρήματα που προέρχονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση: απορρόφηση/εισροή ~ών ~ων. [< αγγλ. Community resources] , φυσικοί πόροι: κάθε στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών και αποτελεί αξία για το κοινωνικό σύνολο: ανανεώσιμοι (: νερό, ξυλεία, τροφές, φυτικά καύσιμα)/μη ανανεώσιμοι (: κάρβουνο, μάρμαρο, μέταλλα, πετρέλαιο)/ιαματικοί ~ ~. Αποθέματα ~ών ~ων. [< αγγλ. natural resources, 1956] , άντληση κεφαλαίων βλ. άντληση, υδάτινοι πόροι βλ. υδάτινος ● ΦΡ.: από ιδίους πόρους (επίσ.) & (λόγ.) εξ ιδίων πόρων: με έσοδα που προέρχονται από τον ίδιο, όχι από άλλη πηγή: Τα έξοδα καλύφθηκαν ~ ~. Χρηματοδότηση ~ ~. [< 1: αρχ. πόρος, γαλλ. pore 2,3: αγγλ. resources, γαλλ. ressources]

προϊόν

προϊόν προ-ϊ-όν ουσ. (ουδ.) {προϊόντ-ος | -α, -ων} 1. οτιδήποτε προέρχεται, παράγεται από την ανθρώπινη εργασία ή δραστηριότητα: γεωργικό/ελαττωματικό/εμπορικό/ζωικό/καταναλωτικό/κτηνοτροφικό/παραδοσιακό/πρωτοποριακό/τεχνικό/τουριστικό/χειροποίητο ~.|| (ΟΙΚΟΝ.) Επενδυτικό/καταθετικό/τραπεζικό ~. ~ εγγυημένου κεφαλαίου.|| ~ υψηλής διατροφικής αξίας. Εμπορική ονομασία/καταχώρηση/κωδικός/παράδοση/προώθηση/τιμή ~ος. Αγροτικά/αθλητικά/ανταγωνιστικά/βιομηχανικά/γαλακτοκομικά/δικτυακά/εγχώρια/εισαγόμενα/ενδιάμεσα (= που χρησιμεύουν για την παραγωγή άλλων)/εξαγώγιμα/ευπαθή/εύφλεκτα/καλλιτεχνικά/καλλυντικά/κατεψυγμένα/κηπευτικά/κύρια/ξηρά/τεχνητά/τοξικά/τυποποιημένα/υγρά/φαρμακευτικά/φρέσκα ή νωπά/φυσικά/φυτικά/χημικά ~α. ~α άρτου (= αρτοσκευάσματα). ~α άλεσης δημητριακών (π.χ. αλεύρι). ~α και υπηρεσίες. ~α αδυνατίσματος/θαλάσσης/ξύλου/περιποίησης/πληροφορικής/πρώτης ανάγκης/τέχνης/τεχνολογίας. Γκάμα/εμπορία/κατάλογος/κατηγορίες/σειρά/σχεδίαση ~ων. Διακινώ/εκθέτω/εξάγω/πουλώ/ψωνίζω ένα ~. Δεν είναι διαθέσιμο το ~ που θέλετε να αγοράσετε. Η εταιρεία λανσάρει νέο ~ στην αγορά. || εκπαιδευτικά/πνευματικά/πολιτιστικά ~α. Πβ. παρασκεύασμα. Βλ. παρα~, συμ~, υπερ~. 2. {συνήθ. στον εν.} (μτφ.) καρπός, δημιούργημα, αποτέλεσμα ορισμένης διαδικασίας, δραστηριότητας: ~ αναζήτησης/απάτης/έμπνευσης/κλοπής/μελέτης/μόχθου/συνεργασίας/φαντασίας. Η έκδοση του βιβλίου είναι ~ μακρόχρονης προσπάθειας (πβ. απόρροια, επακόλουθο). 3. απόδοση, κέρδος, είσπραξη: οικονομικό ~ (: εισόδημα από επενδύσεις). Το οριακό και το µέσο ~ της εργασίας. Το ~ της πώλησης θα αποδοθεί στους δικαιούχους. Το ~ του εράνου θα χρησιμοποιηθεί για την ενίσχυση των πληγέντων. ● ΣΥΜΠΛ.: ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ): ΟΙΚΟΝ. η συνολική νομισματική αξία των παραγόμενων αγαθών και παρεχόμενων υπηρεσιών μιας χώρας, μέσα στην επικράτειά της, κατά τη διάρκεια ενός έτους. [< αγγλ. gross domestic product (GDP), 1951] , ακαθάριστο εθνικό προϊόν (ΑΕΠ): ΟΙΚΟΝ. η συνολική νομισματική αξία των παραγόμενων αγαθών και παρεχόμενων υπηρεσιών μιας χώρας είτε στην επικράτειά της είτε στο εξωτερικό κατά τη διάρκεια ενός έτους. [< αγγλ. gross national product (GNP), 1923] , βιολογικά προϊόντα & οργανικά προϊόντα: που παράγονται χωρίς τη χρήση χημικών φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων ή άλλων ορμονών: συμβατικά και ~ ~. Εξειδικευμένα καταστήματα πώλησης/Οργανισμός Ελέγχου και Πιστοποίησης ~ών ~ων., έτοιμο/τελικό προϊόν: αυτό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, να καταναλωθεί αμέσως, χωρίς επιπλέον επεξεργασία: ~α ~α διατροφής/ζύμης/λογισμικού., καθαρό εγχώριο προϊόν: ΟΙΚΟΝ. το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, αφού αφαιρεθούν οι αποσβέσεις. [< αγγλ. net domestic product (NDP)] , καθαρό εθνικό προϊόν: ΟΙΚΟΝ. η συνολική νομισματική αξία των εισοδημάτων που εξασφαλίζουν οι κάτοικοι μιας χώρας (είτε από την επικράτειά της είτε από το εξωτερικό), αφού αφαιρεθούν οι φόροι και όσα διατέθηκαν για την απόκτηση των εισοδημάτων αυτών κατά τη διάρκεια ενός έτους. [< αγγλ. net national product (ΝΝP), 1945] , παράγωγα προϊόντα: ΟΙΚΟΝ. κάθε τύπος χρηματοοικονομικής συναλλαγής η αξία της οποίας εξαρτάται από την υποκείμενη αξία ενός άλλου περιουσιακού στοιχείου ή δείκτη (όπως μετοχές, επιτόκια και ομόλογα): Επενδύω σε ~ ~. [< αγγλ. derivatives, 1985] , προϊόντα ευρείας κατανάλωσης & μαζικής/καθημερινής κατανάλωσης: αγαθά που αγοράζονται και χρησιμοποιούνται ευρέως, για να καλύψουν κυρ. πρώτες ανάγκες., ανάπτυξη προϊόντων βλ. ανάπτυξη, δημοπρατήριο αγροτικών προϊόντων βλ. δημοπρατήριο, προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας βλ. ετικέτα, προϊόντα/έργα της διάνοιας βλ. διάνοια, τοποθέτηση προϊόντων βλ. τοποθέτηση. ● ΦΡ.: προϊόν με ονομασία προέλευσης: αγαθό του οποίου η παραγωγή, η μεταποίηση και η επεξεργασία πρέπει να λαμβάνουν χώρα σε μια οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή με αναγνωρισμένη τεχνογνωσία. Βλ. προστατευόμενη ονομασία προέλευσης. [< αρχ. προϊόν, γαλλ. produit, αγγλ. product]

ταξίμετρο

ταξίμετρο τα-ξί-με-τρο ουσ. (ουδ.): ειδική συσκευή σε ταξί που αναγράφει το κόμιστρο της διαδρομής και μετρά αυτόματα το ποσό που πρέπει να πληρώσει ο πελάτης: ηλεκτρονικό ~. Αυτοκίνητο χωρίς ~ (= αγοραίο). Ο οδηγός μηδένισε το ~. Βλ. -μετρο, ταρίφα. [< γαλλ. taximètre, 1905, αγγλ. taximeter]

τηλεσυνεργασία

τηλεσυνεργασία τη-λε-συ-νερ-γα-σί-α ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. συνεργασία απομακρυσμένων συνομιλητών μέσω ηλεκτρονικού και τηλεπικοινωνιακού δικτύου: (α)σύγχρονη ~. ~ μεταξύ τηλετάξεων (βλ. τηλεκπαίδευση). Αίθουσα/εργαλεία/εφαρμογές ~ας. [< αγγλ. telecollaboration, telecooperation]

τιμή

τιμή τι-μή ουσ. (θηλ.) 1. αγοραστική αξία αγαθού, χρηματικό αντίτιμο, κόστος: ανώτατη/ απίστευτη/αρχική/ειδική/εκπτωτική/ενιαία/προνομιακή/σταθερή/συμβολική ~. Ακριβές/αλμυρές/ανταγωνιστικές/ασυναγώνιστες/δίκαιες/ελεύθερες/εξευτελιστικές/εξωπραγματικές/λογικές/μοναδικές/προσιτές/τσιμπημένες/τσουχτερές ~ές. ~ ασφαλείας/διάθεσης/(εξ)αγοράς/ζήτησης/παρέμβασης (στα σιτηρά)/προσφοράς/πώλησης/χρέωσης. ~ μονάδας. Σχέση ~ής και ποιότητας. Διεθνής ~ πετρελαίου. Άνοδος στην ~ του χρυσού. ~ές εργοστασίου (: χωρίς το κέρδος του παραγωγού)/καταλόγου/λιανικής/χονδρικής. Αύξηση στις ~ές των διοδίων/τροφίμων. Αναγραφή/ανάλυση/διακύμανση/διαμόρφωση/έλεγχος/εναρμονισμός/εξομάλυνση/καθορισμός/μείωση/μεταβολή/προσαρμογή/πτώση/ρύθμιση/σύγκριση των ~ών. Βουτιά/έκρηξη/κατάρρευση/πάγωμα/ράλι των ~ών. Πολιτική ~ών. Άλμα/φρένο/φωτιά στις ~ές προϊόντων και υπηρεσιών. ~ές-σοκ. Στην ~ δεν συμπεριλαμβάνεται ο ΦΠΑ. Το πήρα σε ~ προσφοράς/στη μισή ~. Κερδίστε δύο εισιτήρια στην ~ του ενός. Μου έκανε καλή ~. Οι ~ές ανεβαίνουν/εκτινάσσονται στα ύψη/κυμαίνονται από ... έως ... ευρώ/σταθεροποιούνται/υποχωρούν. Ημερήσιο Δελτίο ~ών. Βλ. ανατίμηση. 2. καλή φήμη, υπόληψη: διαφύλαξη/προάσπιση της ~ής της πατρίδας. Έγκλημα/ζήτημα/θέμα ~ής. Είναι ανάγκη να ανακτηθεί/αποκατασταθεί η χαμένη ~ του (πβ. κύρος). Του έθιξε το αίσθημα της ~ής (πβ. αξιοπρέπεια, περηφάνια). Λόγοι ~ής με αναγκάζουν να παραιτηθώ. Προστατεύω/υπερασπίζω την ~ του ονόματός μου/την προσωπική μου ~. Σέβομαι/προσβάλλω/σπιλώνω την ~ κάποιου.|| Έπεσε στο πεδίο της ~ής (= στη μάχη).|| (παρωχ.) Παρθενία· συζυγική πίστη. 3. έκφραση εκτίμησης, σεβασμού, αναγνώρισης: εξαιρετική/ιδιαίτερη/ύψιστη ~. Εκδήλωση/μνημόσυνο ~ής. Μέρα μνήμης και ~ής. Τάγμα ~ής (: παράσημο της Ελληνικής Δημοκρατίας). Πρέσβης/πρόεδρος επί ~ (= επίτιμος). ~ και δόξα στους ήρωες! (Αποδίδουμε) ~ στους ευεργέτες/πεσόντες. Αισθάνομαι ιδιαίτερη /μεγάλη ~ και χαρά. Είναι ~ για μένα να ... Θα είναι μεγάλη μας ~ αν/να μας επισκεφθείτε. Μας έκανε/μου επιφύλαξε την ~ να ... ΑΝΤ. ατίμωση, προσβολή.|| -Θα με συνοδέψετε; -~ (: ευχαρίστησή) μου! Με ποιον έχω την ~ να ομιλώ; (ειρων.) Σε τι οφείλω την ~ της επίσκεψής σου; 4. (μτφ.) καμάρι, καύχημα: (για πρόσ.) Είναι η ~ της οικογένειας/ομάδας. Πβ. περηφάνια, στολίδι. ΑΝΤ. μαύρο πρόβατο 5. ΜΑΘ. κάθε δυνατός προσδιορισμός ενός μεταβλητού μεγέθους: αλγεβρική ~ (: με πρόσημο + ή -). ~ μεταβλητής/συνάρτησης. Η ~ του χ/ψ. Απόδειξη θεωρήματος για όλες τις ~ές του ν.|| (ΙΑΤΡ.) Αυξημένες/φυσιολογικές/χαμηλές ~ές βιοχημικών εξετάσεων. ~ές γλυκόζης.τιμές (οι): τιμητικές διακρίσεις ή εκδηλώσεις: αγήματα απόδοσης ~ών. Του έκαναν/πρόσφεραν ~. ~ και διακρίσεις. Τον υποδέχτηκαν με όλες τις δέουσες ~. Κηδεύτηκε με στρατιωτικές ~. [< γαλλ. honneurs ] ● ΣΥΜΠΛ.: ακαμψία τιμής: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση κατά την οποία η τιμή των βιομηχανικών προϊόντων ή των πρώτων υλών δεν επηρεάζεται από τη γενικότερη οικονομική ύφεση ή την αύξηση του πληθωρισμού. [< αγγλ. price rigidity] , αναμενόμενη/προσδοκώμενη τιμή/αξία: ΟΙΚΟΝ. -ΣΤΑΤΙΣΤ. ο μέσος όρος των υποθετικών αξιών μιας τυχαίας μεταβλητής: αρνητική/θετική ~ ~. ~ ~ επένδυσης/μετοχής/προσφοράς. Αποτίμηση σε ~ ~. ΣΥΝ. μαθηματική ελπίδα (2) [< αγγλ. expected value, 1915] , ενεργός τιµή (συντομ. rms): ΗΛΕΚΤΡ. η σταθερή τιμή του ρεύματος που προκαλεί την ίδια κατανάλωση ισχύος σε μια αντίσταση (R) με ένα εναλλασσόμενο ρεύμα που έχει την ίδια τιμή: ~ ~ της τάσης του ηλεκτρικού πεδίου. [< αγγλ. effective value, root mean square (value)] , επίπεδο τιμών: ΟΙΚΟΝ. κόστος ζωής: γενικό/μεταβλητό/σταθερό/σχετικό/υψηλό ~ ~. Βλ. πληθωρισμός., εύρος τιμής: ΟΙΚΟΝ. η διαφορά μεταξύ της μέγιστης και της ελάχιστης τιμής της αξίας σε μια συγκεκριμένη συνεδρίαση του χρηματιστηρίου: δεσμευτικό/οριστικό ~ ~. ~ ~ διάθεσης δέκα έως δώδεκα ευρώ ανά μετοχή. Μείωση του ~ους ~. Το ~ ~ ορίστηκε μεταξύ τεσσάρων και πέντε ευρώ., κυρία (επί) των τιμών: γυναίκα στην ακολουθία βασίλισσας ή πριγκίπισσας: (συνήθ. ειρων.) Συμπεριφέρεται σαν ~ ~. [< αγγλ. lady of honour] , κώδικας τιμής: σύνολο ηθικών αξιών και κανόνων που προσδιορίζουν την ευυπόληπτη συμπεριφορά των μελών μιας κοινότητας: άγραφος ~ ~. [< γαλλ. code de l' honneur] , μέση τιμή (ν αριθμών): ΣΤΑΤΙΣΤ. το πηλίκο του αθροίσματος ν αριθμών με το πλήθος ν., ο λόγος της τιμής: προφορική διαβεβαίωση, υπόσχεση που βασίζεται στην αξιοπιστία κάποιου: Έχεις/σου δίνω το(ν) λόγο ~ μου. [< γαλλ. la parole d'honneur] , σταθερότητα των τιμών: ΟΙΚΟΝ. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από τη συγκράτηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα: νομισματική πολιτική προσανατολισμένη στη ~ ~. ΑΝΤ. διακύμανση τιμών. [< αγγλ. price stability] , συγκράτηση τιμών: ΟΙΚΟΝ. η διατήρηση των τιμών σε σταθερά επίπεδα: μέτρα για πάταξη νοθείας και ~ ~ στα καύσιμα., τιμή κλεισίματος/εκκαθάρισης: ΟΙΚΟΝ. αντιπροσωπευτική τιμή του συναλλακτικού ενδιαφέροντος που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίασης του Χρηματιστηρίου Αξιών, η οποία υπολογίζεται βάσει μεθόδου μετά το τέλος της συνεδρίασης: ημερήσια ~ ~. [< αγγλ. closing price/settlement price, 1928] , τρέχουσα τιμή: ΟΙΚΟΝ. η τιμή του υποκείμενου προϊόντος στην αγορά, η οποία ισχύει τη δεδομένη χρονική στιγμή., φιλική τιμή: συμφέρουσα τιμή: Το πουλάω στη ~ ~ των ... ευρώ. Θα σου κάνω ~ ~., χρέος τιμής: ηθική δέσμευση, υποχρέωση: ελάχιστο/υπέρτατο ~ ~ απέναντι σε κάποιον. Για μένα είναι ~ ~ και ιερό καθήκον να ... Θεωρώ ~ ~ να μιλήσω για ... [< αγγλ. debt of honour] , (Γενικός) Δείκτης Τιμών βλ. δείκτης, άκρες τιμές βλ. άκρος, αντικειμενική αξία βλ. αντικειμενικός, απόλυτη τιμή βλ. απόλυτος, δελτίο τιμών βλ. δελτίο, εναρμονισμένος δείκτης τιμών καταναλωτή/πληθωρισμός βλ. εναρμονισμένος, ενδεικτική τιμή βλ. ενδεικτικός, η Λεγεώνα της Τιμής βλ. λεγεώνα, πράσινη τιμή βλ. πράσινος, συμβόλαιο τιμής βλ. συμβόλαιο, τιμή αληθείας βλ. αλήθεια, τιμή αναφοράς βλ. αναφορά, τιμή ασφαλείας βλ. ασφάλεια, τιμή γνωριμίας βλ. γνωριμία, τιμή εκκίνησης βλ. εκκίνηση, τιμή κόστους βλ. κόστος, τίτλος τιμής βλ. τίτλος, φόρος τιμής βλ. φόρος ● ΦΡ.: για την τιμή των όπλων: για να μη χαθεί η αξιοπρέπεια, για την υπεράσπιση της υπόληψης: αγώνας/απεργία/συμβολική ενέργεια/συνάντηση (που γίνεται) ~ ~ (και μόνο). Βλ. για τα μάτια του κόσμου., η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι η αξιοπρέπεια δεν εξαγοράζεται. [< γαλλ. l' honneur n' a pas de prix] , λαμβάνω/έχω την τιμή να ...: τυπική έκφραση ευγενείας του γραπτού και προφορικού λόγου: ~ ~ σας ανακοινώσω ότι .../σας παρουσιάσω τον ... Με την παρούσα επιστολή, ~ ~ απευθυνθώ σε εσάς για ένα ζήτημα υψίστης σημασίας. [< γαλλ. avoir l' honneur de ...] , με τιμή/μετά τιμής (επίσ.): στερεότυπη αποφώνηση επιστολής ή εγγράφου, που προηγείται της υπογραφής: Διατελώ ~ ~., προς τιμή(ν) κάποιου 1. με σκοπό να τιμηθεί κάποιος: ανέγερση μνημείου/γιορτή/δεξίωση/ημέρα/τελετή ~ ~ του ... Παρατέθηκε δείπνο ~ ~ των συνέδρων. 2. για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι άξιος τιμής, επιβράβευσης: Είναι ~ ~ τους ότι παραδέχτηκαν το σφάλμα τους/σήκωσαν το βάρος της απόφασης. [< 1: γαλλ. en l'honneur de] , σε συμφέρουσα τιμή: σε τιμή που συμφέρει τον αγοραστή, συνήθ. χαμηλή: αυτοκίνητο ~ ~., σε τιμή λιώμα (αργκό): σε πολύ καλή τιμή, πολύ φτηνά: ~ ~ το νέο μοντέλο., (μέσα) στην τιμή βλ. μέσα, γκολ της τιμής βλ. γκολ, λόγω τιμής βλ. λόγος, περιποιεί/περιποιούν τιμή βλ. περιποιώ, σε τιμή ευκαιρίας βλ. ευκαιρία, τιμή μου και καμάρι μου βλ. καμάρι, τιμής ένεκεν βλ. ένεκεν, τσίμπησαν οι τιμές βλ. τσιμπώ, χτυπάει τις τιμές βλ. χτυπώ [< αρχ. τιμή, γαλλ. honneur 5: γαλλ. valeur]

τουρισμός

τουρισμός του-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ταξίδι σε τόπο διαφορετικό από εκείνον της μόνιμης κατοικίας, συνήθ. για αναψυχή, ξεκούραση ή επίσκεψη σε διάφορα αξιοθέατα: αειφόρος/αεραθλητικός/αλιευτικός/αρχαιολογικός/γλωσσικός/εικαστικός/εκπαιδευτικός/εξωτερικός/επαγγελματικός/εποχιακός/εσωτερικός/θαλάσσιος/θερινός/ιατρικός/ιππικός (= ιπποτουρισμός)/καταδυτικός/λογοτεχνικός/μαθητικός/μοναστηριακός/οικογενειακός/ορειβατικός/ορεινός/παγκόσμιος/παραθαλάσσιος/περιβαλλοντικός/περιπατητικός/ποιοτικός/προσβάσιμος/σχολικός/φυσιολατρικός/χειμερινός ~. ~ κινήτρων/περιπέτειας/των πόλεων (αστικός ~)/πολυτελείας/τρίτης ηλικίας/υγείας. Γεωλογικός ~ (= γεωτουρισμός). Συνεδριακός και εκθεσιακός ~. Ειδικές/εναλλακτικές μορφές ~ού. Υπερβολικός ~ (= υπερτουρισμός). Υπουργείο ~ού. Βλ. διακοπές, οινο~, παραθερισμός.|| (προφ.-ειρων.) Η ομάδα πάει για να νικήσει και όχι για ~ό. Βλ. -ισμός. 2. το σύνολο των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη μετακίνηση τουριστών: διεθνής ~. Γραφείο (γενικού)/διεθνής έκθεση/τομέας/υπηρεσίες ~ού. Ελληνικός/Παγκόσμιος Οργανισμός ~ού. 3. τουριστική κίνηση: Ο ~ αυξήθηκε φέτος. ● ΣΥΜΠΛ.: αγροτικός τουρισμός: αγροτουρισμός., αθλητικός τουρισμός: που συνδυάζεται με παρακολούθηση αθλητικών διοργανώσεων ή συμμετοχή σε αθλητική δραστηριότητα., αναπαραγωγικός τουρισμός: ταξίδι ζευγαριού με στόχο την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή σε χώρα άλλη από αυτή της χώρας προέλευσης των πιθανών γονέων, που γίνεται για νομικούς, οικονομικούς, θρησκευτικούς ή πρακτικούς λόγους., διαστημικός τουρισμός: ταξίδι στο Διάστημα για λόγους αναψυχής. [< αμερικ. space tourism, 1967] , ηθικός τουρισμός: ΟΙΚΟΛ. οικοτουρισμός., ιαματικός/θεραπευτικός τουρισμός: εναλλακτική μορφή τουρισμού που αναπτύσσεται σε λουτροπόλεις και περιοχές με ιαματικές πηγές, με σκοπό τη θεραπεία διαφόρων παθήσεων ή τη διατήρηση της καλής κατάστασης του οργανισμού., οικολογικός τουρισμός: ΟΙΚΟΛ. οικοτουρισμός., πολιτιστικός τουρισμός: που πραγματοποιείται με συμμετοχή σε πολιτιστικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες., γαστρονομικός τουρισμός βλ. γαστρονομικός, εναλλακτικός τουρισμός βλ. εναλλακτικός, ήπιος τουρισμός βλ. ήπιος, θεματικός τουρισμός βλ. θεματικός1, θρησκευτικός τουρισμός βλ. θρησκευτικός, κοινωνικός τουρισμός βλ. κοινωνικός, μαζικός τουρισμός βλ. μαζικός1 [< γαλλ. tourisme, 1841 < αγγλ. tourism, 1811]

-φορία

-φορία (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει 1. κτήση, το να φέρει κάποιος κάτι: οπλο~.|| (ενέργεια, διαδικασία) Παρασημο~. 2. ανάπτυξη: αει~/ανθο~/καρπο~.|| (μτφ.) Κερδο~. 3. πορεία, πομπή: λαμπαδη~ (πβ. -δρομία).

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.