Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 57 εγγραφές  [0-20]


  • ανάλυση [ἀνάλυση] α-νά-λυ-ση ουσ. (θηλ.) 1. λεπτομερής εξέταση ενός γεγονότος, ενός φαινομένου ή μιας έννοιας με εντοπισμό και μελέτη των επιμέρους στοιχείων· κατ' επέκτ. προφορική ή γραπτή ανάπτυξη-παρουσίαση της αντίστοιχης έρευνας: αντικειμενική/βαθιά/εμπεριστατωμένη/ενδελεχής/εξαντλητική/επιφανειακή/κριτική/λεπτομερής/λογική/μουσική/προσεκτική/συστηματική ~. Κοινων(ιολογ)ική/οικονομική/πολιτική ~. ~ των (εκλογικών) αποτελεσμάτων/των δεδομένων/της επικαιρότητας/της κατάστασης/της πορείας (του Χρηματιστηρίου)/των πτυχών ενός ζητήματος/των στοιχείων. ~ έργου (: συστηματική καταγραφή των διακριτών σταδίων-βημάτων μιας εργασίας). ~ μιας θεωρίας/ενός όρου. ~ στα οικονομικά (της εταιρείας). Άρθρα/σχόλια και ~ύσεις. Επιχειρώ/κάνω μια ~ (σε βάθος). (ειρων.) ~ύσεις επί ~ύσεων! Βλ. αυτο~, μετα~, μικρο~, σύνθεση, υπερ~, ψυχ~. 2. διαχωρισμός, με τη χρήση επιστημονικών μεθόδων, ενός δείγματος στα στοιχεία από τα οποία αποτελείται, με σκοπό τον προσδιορισμό τους και τη μελέτη των ιδίων ξεχωριστά καθώς και του συνόλου: (ΦΥΣ.-ΧΗΜ.) δυναμική/εργαστηριακή/μηχανική/μικροσκοπική/φασματοσκοπική/χημική ~. Εργαστήριο/μέθοδοι/συσκευές/τεχνικές ~ης. Ποιοτική και ποσοτική ~ ενός μείγματος. ~ύσεις αερίων/γάλακτος/εδαφών/τροφίμων/υδάτων.|| (ΟΠΤ.) Φωτογραφική ~.|| (ΙΑΤΡ.) Ιατρικές ~ύσεις. Κάνω ~ αίματος (πβ. εξέταση, τεστ)/ούρων (= καλλιέργεια)/DNA.|| Στατιστική ~.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΓΛΩΣΣ.) Γλωσσολογική/γραμματική/ετυμολογική/σημειωτική/συντακτική ~ (κειμένου). Λογοτεχνική ~ διηγήματος. Βλ. επαν~, ψυχ~. 3. ΠΛΗΡΟΦ. το πλήθος των πίξελ που εμφανίζονται σε μια οθόνη: ψηφιακή ~. ~ γραφικών/εικόνας. Κάμερα/τηλεόραση/φωτογραφίες υψηλής ~ης. Πβ. ευκρίνεια. 4. ΜΑΘ. (με κεφαλ. το αρχικό Α) κλάδος που έχει ως αντικείμενο τον λογισμό και τη θεωρία των ορίων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (της) διακύμανσης/διασποράς/μεταβλητότητας: ΣΤΑΤΙΣΤ. μέθοδος με την οποία εξετάζεται η επίδραση μίας ή περισσότερων ανεξάρτητων μεταβλητών στη διακύμανση μίας εξαρτημένης μεταβλητής: ~ ~ κατά έναν παράγοντα. [< αγγλ. variance analysis, analysis of variance (ANOVA), 1967] , ανάλυση αγοράς: ΟΙΚΟΝ. διαδικασία εξέτασης των παραγόντων, των συνθηκών και των χαρακτηριστικών μιας αγοράς: ~ ~ καυσίμων. [< αγγλ. market analysis] , ανάλυση κινδύνου/κινδύνων: ΟΙΚΟΝ. υπολογισμός και εκτίμηση των κινδύνων που σχετίζονται με χρηματοοικονομικές ή επενδυτικές αποφάσεις: έρευνα/κριτήρια/μελέτη ~ης ~ου. [< αγγλ. risk analysis, 1964] , ανάλυση λαθών/σφαλμάτων: επιστημονική μελέτη της ποιότητας και της ποσότητας των λαθών στο πλαίσιο των μαθηματικών, της γλωσσολογίας και της στατιστικής. [< αγγλ. error analysis, 1963] , ανάλυση (του) λόγου βλ. λόγος, ανάλυση περιεχομένου βλ. περιεχόμενο, ανάλυση συνομιλίας βλ. συνομιλία, ανάλυση συστημάτων βλ. σύστημα, αριθμητική ανάλυση βλ. αριθμητικός, διακριτική ανάλυση βλ. διακριτικός, ενόργανη ανάλυση βλ. ενόργανος, θεμελιώδης ανάλυση βλ. θεμελιώδης, παραγοντική ανάλυση/ανάλυση παραγόντων βλ. παραγοντικός, συνδυαστική ανάλυση βλ. συνδυαστικός ● ΦΡ.: σε τελική/σε τελευταία ανάλυση (προφ.-εμφατ.): προκειμένου να αναφερθεί στο τέλος η πιο σημαντική πτυχή ενός θέματος: Νομίζω ότι το πρόβλημα είναι μεγάλο και, ~ ~, αφορά όλους μας. Πβ. άλλωστε, εκτός αυτού/τούτου, εντέλει, εξάλλου, επιπλέον, τελικά. [< γαλλ. en dernière analyse ] [< αρχ. ἀνάλυσις ‘απαλλαγή, αποσύνθεση, επίλυση’, γαλλ. analyse, αγγλ. analysis, γερμ. Analyse, γαλλ.-αγγλ. resolution]
  • αναλυτικότητα [ἀναλυτικότητα] α-να-λυ-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. δυνατότητα ανάλυσης: η ~ της γλώσσας/σκέψης. Παρουσίασε τις απόψεις του με ~ (= αναλυτικά). Βλ. διεξοδικότητα.|| (ΟΠΤ.) ~ του φακού (πβ. ευκρίνεια).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Εικόνες με εξαιρετική ~ γραφικών. Βλ. -ότητα. 2. ΦΙΛΟΣ. η ιδιότητα κυρ. προτάσεων, δηλώσεων να είναι αναλυτικές. [< 2: αγγλ. analyticity, 1939, γαλλ. analycité, περ. 1965]
  • αναμόρφωση [ἀναμόρφωση] α-να-μόρ-φω-ση ουσ. (θηλ.) 1. δημιουργία νέας μορφής, με αλλαγή και βελτίωση της παλιάς: ~ του πάρκου/χώρου. Πβ. ανακαίνιση, ανάπλαση.|| (μτφ.) Κοινωνική/πολιτική/ριζική ~. ~ του θεσμικού πλαισίου/προγράμματος σπουδών. Πβ. ανα-διαμόρφωση, -διάρθρωση, -διοργάνωση, -σχηματισμός, μεταρρύθμιση. 2. σωφρονισμός. Πβ. συμμόρφωση. 3. ΟΠΤ. παραμορφωμένη εικόνα που φαίνεται κανονική όταν εξεταστεί υπό ειδική οπτική γωνία, συνήθ. υπερβολικά πλάγια, ή με κατάλληλο οπτικό σύστημα, κυρ. κυρτό κάτοπτρο. [< 1,2: μτγν. ἀναμόρφωσις, γαλλ. réforme, réformation 3: γαλλ. anamorphose, αγγλ. anamorphosis]
  • αναμορφωτικός , ή, ό [ἀναμορφωτικός] α-να-μορ-φω-τι-κός επίθ. (λόγ.): που συντελεί στην αναμόρφωση: ~ή: δύναμη. ~ό: έργο (ΣΥΝ. μεταρρυθμιστικό).|| ~ό: κατάστημα (= αναμορφωτήριο). ● ΣΥΜΠΛ.: αναμορφωτικός φακός: ΟΠΤ. που συμπιέζει ή αναπτύσσει την εικόνα στην κινηματογραφική κάμερα κατά την οριζόντια διεύθυνση, ώστε να χωράει στο πλάτος του φιλμ. [< αγγλ. anamorphic lens, 1954] [< γαλλ. réformateur , (établissement ) pénitentiaire /(maison) de correction]
  • άνοιγμα [ἄνοιγμα] ά-νοιγ-μα ουσ. (ουδ.) {ανοίγμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανοίγω: ~ της πόρτας με το κλειδί (= ξεκλείδωμα). ~ των παραθύρων. Σύστημα αυτόματου ~ατος θυρών.|| ~ της κονσέρβας (με το ανοιχτήρι)/του μπουκαλιού.|| ~ του φερμουάρ (πβ. ξεκούμπωμα).|| ~ των δώρων/πακέτων (= ξετύλιγμα).|| ~ του γράμματος/φακέλου. ~ της διαθήκης (= αποσφράγιση).|| ~ του βιβλίου/της εφημερίδας (στη σελίδα ...).|| ~ του στόματος.|| (ΟΠΤ.) ~ φακού ... mm (= διάμετρος).|| ~ του λιμανιού/της χωματερής μετά την απεργία. ~ (και πάλι) των σχολείων μετά τις καλοκαιρινές διακοπές. Πβ. επαναλειτουργία. ΑΝΤ. κλείσιμο (1) 2. άπλωμα (διπλωμένου ή πτυσσόμενου αντικειμένου), ξεδίπλωμα: ~ της ομπρέλας/του χάρτη. ΑΝΤ. κλείσιμο.|| ~ φύλλου για πίτα.|| (σε γυμναστικές κυρ. ασκήσεις:) ~ των ποδιών/των χεριών (πβ. διάταση).|| (σπάν.) ~ των λουλουδιών (= άνθισμα). 3. έναρξη της λειτουργίας συσκευής (συνήθ. με το πάτημα κουμπιού): ~ του ραδιοφώνου/της τηλεόρασης/του υπολογιστή. (ΑΝΤ. κλείσιμο, σβήσιμο). 4. απελευθέρωση της ροής ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου, μέσω περιστροφής ή πατήματος του μηχανισμού που εμποδίζει την παροχή του: ~ του διακόπτη/της λάμπας (ΑΝΤ. σβήσιμο). ~ της βρύσης. (ΑΝΤ. κλείσιμο). 5. δημιουργία εσοχής, κενού (συνήθ. στην επιφάνεια της γης)· κατ' επέκτ. η σχισμή που δημιουργείται: ~ λάκκου/λακκούβας (= σκάψιμο). ~ διώρυγας (= διάνοιξη).|| Το ~ της σπηλιάς (= η είσοδος). ~ του εδάφους (πβ. ρήγμα, ρωγμή).|| Φόρεμα με μεγάλο ~ στο στήθος (= ντεκολτέ).|| Τα ~ατα ενός κτιρίου (= παράθυρα, φεγγίτες). 6. απελευθέρωση χώρου από οτιδήποτε καθιστά δύσκολο το πέρασμά του ή δημιουργεί στενότητα· κατ' επέκτ. δίοδος, πέρασμα: ~ του δρόμου από τα χιόνια (= αποχιονισμός, καθαρισμός).|| ~ των συνόρων.|| Στενό ~. 7. έναρξη, ξεκίνημα: (επαγγελματικής δραστηριότητας:) ~ νέου καταστήματος (= ίδρυση).|| (μτφ.) ~ της συζήτησης. ~ συνεργασίας με τους γειτονικούς λαούς. ~ μιας νέας περιόδου/ενός νέου κεφαλαίου στον τομέα της ... ~ μιας νέας σελίδας στην ιστορία του τόπου. ~ του συνεδρίου με ομιλία του ... ΑΝΤ. λήξη 8. ΠΛΗΡΟΦ. εμφάνιση των περιεχομένων αρχείου ή προγράμματος στην οθόνη υπολογιστή (συνήθ. με διπλό κλικ στο εικονίδιό του): ~ του εγγράφου. 9. διεύρυνση, επέκταση των δραστηριοτήτων κάποιου· (κατ' επέκτ.-συνήθ. στον πληθ.) υπερβολικά έξοδα ή επενδύσεις με μεγάλο ρίσκο: οικονομικό ~ (σε νέες αγορές). Πολιτικό ~ του κόμματος (στη νεολαία). Η Κυβέρνηση κάνει ~ και σε άλλους πολιτικούς χώρους. ~ της εκπαίδευσης στις ανάγκες της κοινωνίας. ~ τραπεζών σε καταθέτες.|| Εμπορικά ~ατα σε χώρες του εξωτερικού. Μη εξυπηρετούμενα ~ατα (= δάνεια). Αποφύγετε τα μεγάλα ~ατα. 10. διαπλάτυνση και κατ' επέκτ. το σημείο όπου κάτι γίνεται πιο πλατύ: εργασίες για ~ του δρόμου (κοντά στα διόδια). Πβ. διεύρυνση, πλάτυνση. ΑΝΤ. στένεμα.|| Το ~ του κόλπου.|| (μτφ.) Κλείνει το ~ της ψαλίδας (: μειώνεται η διαφορά). 11. γραφή του πρώτου από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: ~ εισαγωγικών/παρένθεσης. 12. ΙΑΤΡ. ρήξη, σχίσιμο αγγείου ή ιστού (του ανθρώπινου σώματος): ~ της μύτης (= ρινορραγία). 13. (για χρώμα) ξάνοιγμα: ~ των μαλλιών. 14. άρση του απορρήτου: ~ των χρηματιστηριακών κωδικών. ● ΣΥΜΠΛ.: άνοιγμα (του) λογαριασμού ΟΙΚΟΝ. 1. δημιουργία λογαριασμού σε τράπεζα: ελάχιστο ποσό για ~ ~. 2. άρση του απορρήτου τραπεζικού λογαριασμού (στα πλαίσια εισαγγελικής έρευνας). [< μτγν. ἄνοιγμα]
  • αντικατοπτρισμός [ἀντικατοπτρισμός] α-ντι-κα-το-πτρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΟΠΤ. οπτικό φαινόμενο, συνήθ. σε ερήμους και ωκεανούς, κατά το οποίο το είδωλο του πραγματικού αντικειμένου προβάλλεται, συχνά ανεστραμμένο, στο έδαφος ή στον ουρανό, λόγω διάθλασης των ακτίνων του φωτός, όταν περνούν από στρώματα αέρα διαφορετικής πυκνότητας: ανώτερος/κατώτερος ~. 2. (λόγ.) καθρέφτισμα, αντανάκλαση. ΣΥΝ. αντικαθρέφτισμα, κατοπτρισμός (1) [< γαλλ. mirage]
  • αποκλίνων , ουσα, ον [ἀποκλίνων] α-πο-κλί-νων επίθ. (λόγ.) 1. (μτφ.) που αποκλίνει ή έρχεται σε αντίθεση με κάτι άλλο: ~ουσα: περίπτωση. ~ουσες: τιμές. Μέτρα ~οντα από τον κανονισμό.|| ~ουσες: απόψεις (πβ. διαφορετικές, διιστάμενες). ~οντα: συμφέροντα.|| (ως ουσ.) Το ~ον και το ασυνήθιστο/το παράξενο. 2. που παίρνει πλάγια κλίση· που εκτρέπεται από την πορεία του: ~ουσα: δέσμη (ακτίνων). ~ον: ακροφύσιο/κάτοπτρο.|| (ΙΑΤΡ.) ~ων: στραβισμός.|| (ΟΠΤ.) ~ων: φακός (: που προκαλεί απόκλιση των ακτίνων του φωτός). 3. ΜΑΘ. που δεν έχει πεπερασμένο όριο: ~ουσα: ακολουθία/σειρά. ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλίνουσα σκέψη/νόηση: ΨΥΧΟΛ. που χαρακτηρίζεται από ευρηματικότητα και δημιουργικότητα: Ανάπτυξη της ~ας ~ης στους μαθητές. Βλ. συγκλίνουσα σκέψη/νόηση., αποκλίνουσα/παρεκκλίνουσα συμπεριφορά: ΨΥΧΟΛ. που είναι αντίθετη ή διαφορετική σε σχέση με τα κοινωνικώς αποδεκτά πρότυπα. [< αρχ. ἀποκλίνων, γαλλ. déviant, divergent, αγγλ. deviant]
  • ασφαιρικός , ή, ό [ἀσφαιρικός] α-σφαι-ρι-κός επίθ. : ΟΠΤ.-ΦΩΤΟΓΡ. που δεν είναι κυρτός: ~ός: φακός (: σχεδιασμένος με ειδική καμπυλότητα, ώστε να μην προκαλείται παραμόρφωση του ειδώλου). [< αγγλ. aspheric]
  • αχρωματικός , ή, ό [ἀχρωματικός] α-χρω-μα-τι-κός επίθ. 1. ΟΠΤ. που διαθλά το φως χωρίς να το αναλύει στα χρώματα που το συνθέτουν: ~ός: φακός. ~ό: τηλεσκόπιο. 2. που δεν έχει απόχρωση: ~ό: χρώμα (: γκρι, λευκό, μαύρο). [< 1: γαλλ. achromatique 2: αγγλ. achromatic]
  • διακριτικός , ή, ό δι-α-κρι-τι-κός επίθ. 1. που δεν ενοχλεί, δεν προσβάλλει ή δεν προκαλεί: (για πρόσ.) Είναι άνθρωπος ~ και χαμηλών τόνων.|| (κατ' επέκτ.) ~ός: έλεγχος (: που δεν υποπίπτει στην αντίληψη κάποιου)/χειρισμός. ~ή: παρακολούθηση (π.χ. ενός προσώπου)/παρέμβαση/συμπεριφορά. ~ό: χιούμορ (βλ. ειρωνικός). ~οί: τρόποι. ~ές: κινήσεις. Η παρουσία της Αστυνομίας ήταν ~ή. ΑΝΤ. αδιάκριτος (1) 2. που διαφοροποιεί κάποιον ή κάτι από τα ομοειδή του ή χρησιμεύει για αυτό το σκοπό: ~ός: ρόλος/τίτλος (μιας εταιρείας)/χαρακτήρας. ~ή: θέση/(ΓΛΩΣΣ.) λειτουργία (π.χ. του δυναμικού τόνου της νέας Ελληνικής/των φωνημάτων). ~ό: γνώρισμα/λογότυπο/σημάδι/στοιχείο/χαρακτηριστικό. Ο ~ αριθμός ενός προϊόντος (βλ. ραβδοκώδικας). Πβ. διακριτός, διαφοροποιητικός. 3. (μτφ.) που δεν είναι πολύ έντονος, δεν ελκύει την προσοχή: ~ός: ήχος/φωτισμός/χρωματισμός (βλ. απαλός). ~ή: μυρωδιά. ~ό: άρωμα/βάψιμο/μακιγιάζ (= ανεπαίσθητο). Η ~ή πολυτέλεια (ενός ξενοδοχείου). 4. μεροληπτικός: ~ά: μέτρα (π.χ. σε βάρος κάποιου). Η αρχή της μη ~ής μεταχείρισης. ● Ουσ.: διακριτικό (το): καθετί (συνήθ. αριθμός, γράμμα ή σύμβολο) που χρησιμεύει για να διαφοροποιεί κάποιον ή κάτι από τα ομοειδή του, χαρακτηριστικό γνώρισμα: το ~ μιας αθλητικής ομάδας/ενός διαγωνιζόμενου/ενός συλλόγου.|| {συνήθ. στον πληθ.} ~ά βαθμού/των βαθμίδων (: τα σύμβολα διάκρισης των βαθμών στρατιωτικής ή άλλης ιεραρχίας. Πβ. γαλόνια, διάσημα). ~ά αξιωματικών/αστυνομικών/εκκλησιαστικών λειτουργών. ● επίρρ.: διακριτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: με διακριτικότητα, τακτ. ΑΝΤ. αδιάκριτα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: διακριτική ανάλυση: ΣΤΑΤΙΣΤ. μέθοδος ανάλυσης δεδομένων που στοχεύει στην εύρεση των πιθανοτήτων αποτυχίας εξόφλησης ενός δανείου., διακριτική ικανότητα: ΟΠΤ. η ικανότητα οπτικού ή φωτογραφικού οργάνου να παρουσιάζει διακριτές εικόνες αντικειμένων που έχουν μεταξύ τους μικρή γωνιακή απόσταση: ενεργειακή/φασματική/χρονική/χωρική ~ ~. ~ ~ μικροσκοπίου/τηλεσκοπίου. Πβ. ανάλυση. ΣΥΝ. διακριτικότητα (2) [< αγγλ. resolving power] , διακριτικό κλήσης: συμβατική ονομασία που σχηματίζεται από γράμματα και αριθμούς και είναι συγκεκριμένη για κάθε τηλεγραφικό ή ραδιοφωνικό πομπό-δέκτη: διεθνές ~ ~. Βλ. κωδικός. [< αγγλ. call sign, 1919] , διακριτική ευχέρεια βλ. ευχέρεια [< 1: αρχ. διακριτικός, γαλλ. discret 2: γαλλ. distinctif 3: γαλλ. discret 4: γαλλ. discriminatoire]
  • διακριτικότητα δι-α-κρι-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. λεπτότητα και ευγένεια στη συμπεριφορά, αποφυγή πρόκλησης: Δεν τον κοίταξα από ~. Ρώτησα για την ασθένειά της με ~. Πβ. τακτ. ΑΝΤ. αδιακρισία.|| Έκανε τη δουλειά με ~ (= αθόρυβα), χωρίς να κινήσει υποψίες.|| Ντύνεται με κομψότητα και ~ (ΑΝΤ. έντονα, φανταχτερά). 2. ΟΠΤ. διακριτική ικανότητα: υψηλή/χαμηλή ~. Βλ. -ότητα. [< 1: μτγν. διακριτικότης, γαλλ. discrétion 2: αγγλ. resolution]
  • διασκεδασμός δι-α-σκε-δα-σμός ουσ. (αρσ.): ΟΠΤ. ανάλυση της σύνθετης ακτινοβολίας κατά τη διέλευσή της από κάποιο διαθλαστικό μέσο: ~ του φωτός. Βλ. ανάκλαση, διάθλαση. [< μτγν. διασκεδασμός, γαλλ. dispersion]
  • διαχωριστής δι-α-χω-ρι-στής ουσ. (αρσ.) & διαχωριστήρας: συσκευή, εργαλείο ή μέθοδος διαχωρισμού: μαγνητικός/φυγοκεντρικός ~. ~ αέρα/λαδιού (= ελαιοδιαχωριστήρας)/νερού. (ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ.) ~ σήματος. (ΟΠΤ.) ~ δέσμης. Βλ. διαλογέας, σπαστήρας. [< μτγν. διαχωριστής, γαλλ. séparateur]
  • διόπτρα δι-ό-πτρα ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. -ΟΠΤ. οπτικό όργανο για την παρατήρηση απομακρυσμένων αντικειμένων: αστρονομική ή τηλεσκοπική/πρισματική/σκοπευτική (: για μεγέθυνση στόχου) ~. ~ες ημέρας/νυκτός. Πβ. ερευνητής, κιάλι. [< μτγν. διόπτρα, γαλλ. lunette]
  • διοπτρία δι-ο-πτρί-α ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. -ΟΠΤ. μονάδα μέτρησης της δύναμης οπτικού συστήματος (σύμβ. δ), ίση με την ισχύ φακού με εστιακή απόσταση ενός μέτρου: μυωπία μέχρι 10 ~ες (: βαθμούς). [< γαλλ. dioptrie, αγγλ. dioptre]
  • διοπτρική δι-ο-πτρι-κή ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. -ΟΠΤ. κλάδος της οπτικής που εξετάζει το φαινόμενο της διάθλασης. [< μτγν. διοπτρική 'τέχνη που μελετά τις αποστάσεις των ουρανίων σωμάτων', γαλλ. dioptrique, αγγλ. dioptrics]
  • διοπτρικός , ή, ό δι-ο-πτρι-κός επίθ.: ΦΥΣ. -ΟΠΤ. που σχετίζεται με τη διόπτρα: ~ός: φακός. ~ή: ρύθμιση. ~ό: μικροσκόπιο/τηλεσκόπιο. [< μτγν. διοπτρικός, γαλλ. dioptrique, αγγλ. dioptric(al)]
  • διοφθαλμικός , ή, ό δι-ο-φθαλ-μι-κός επίθ. & διοφθάλμιος, α, ο: ΦΥΣ. -ΟΠΤ. (για οπτικό σύστημα) που έχει δύο προσοφθάλμιους φακούς: ~ό: μικροσκόπιο/τηλεσκόπιο. [< γαλλ. binoculaire]
  • διπλοεστιακός , ή, ό δι-πλο-ε-στι-α-κός επίθ.: ΟΠΤ. (για γυαλιά ή φακούς επαφής) με δύο εστίες, μία μακρινή και μία κοντινή, για τη διόρθωση της πρεσβυωπίας και της μυωπίας. Βλ. πολυεστιακός. [< γαλλ. bifocal, περ. 1930]
  • εστία [ἑστία]ε-στί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. θάλαμος, τμήμα συσκευής ή κατασκευής όπου γίνεται καύση ή αναπτύσσεται υψηλή θερμοκρασία, κυρ. για θέρμανση ή μαγείρεμα· τζάκι: αερόθερμη/ανοικτή/κλειστή/μαντεμένια ~. Ενεργειακές ~ες. Είδη/σχεδιασμός ~ών. Βλ. κλίβανος, φούρνος.|| Κουζίνα αερίου με εμαγιέ/κεραμικές ~ες. ~ γκαζιού. Ηλεκτρική ~ (: ακτινοβολίας, αλογόνου). Επαγωγική ~ (: διαθέτει ειδικά πηνία παραγωγής μαγνητικού πεδίου το οποίο μετατρέπεται σε θερμότητα). Φουρνάκι τριών ~ών. Πβ. μάτι. 2. (με κεφαλ. Ε) ονομασία ορισμένων ιδρυμάτων ή δημόσιων κυρ. υπηρεσιών: Ελληνική/Κρητική/Μαθητική/Νεανική ~. 3. (μτφ.) σημείο, τόπος, χώρος όπου εκδηλώνεται κάτι και από τον οποίο μπορεί να επεκταθεί: πολιτιστική/ρυπογόνος/τουριστική ~. ~ αντιπαράθεσης/γρίπης/διαφθοράς/έντασης/μικροβίων/μόλυνσης/πολέμου/(ΓΕΩΛ.) σεισμού (βλ. επίκεντρο)/φωτιάς/φωτός (πβ. πηγή). Πόλεις που υπήρξαν βασικές ~ες ελληνισμού (πβ. κοιτίδα, λίκνο).|| (ΙΑΤΡ.) Μεγάλη/μικρή ~ μιας νόσου. Η πρωτοπαθής ~ του καρκίνου παραμένει αδιάγνωστη (βλ. μετάσταση). 4. ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο) τέρμα: ανυπεράσπιστη ~. Έστειλε την μπάλα άουτ προ κενής ~ας (ενν. αφύλαχτης από τον τερματοφύλακα). Πβ. γκολπόστ. 5. το σπίτι ή γενικότ. ο τόπος διαμονής κάποιου: πατρική/συζυγική ~. Ζει μακριά από την οικογενειακή ~.|| Μετανάστες/πρόσφυγες που εγκατέλειψαν τις ~ες τους (: ενν. την πατρίδα ή τα σπίτια τους). Πβ. γωνιά, (κατ)οικία, οίκος. 6. ΓΕΩΜ. σταθερό σημείο το οποίο μαζί με δεδομένη ευθεία (διευθετούσα) προσδιορίζει το είδος και το μέγεθος των κωνικών τομών: ~ έλλειψης/παραβολής/υπερβολής. 7. ΟΠΤ. σημείο σύγκλισης δέσμης παράλληλων αρχικά φωτεινών ακτίνων κατόπιν ανάκλασης ή διάθλασης: ~ τηλεσκοπίου/φακού. ● ΣΥΜΠΛ.: Εργατική Εστία (παλαιότ.): νομικό πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης που παρέχει κοινωνικές, ψυχαγωγικές, πολιτιστικές και επιμορφωτικές υπηρεσίες στους δικαιούχους του: Οργανισμός ~ής ~ας (ΟΕΕ). Πρόγραμμα κοινωνικού τουρισμού από την ~ ~., Φοιτητική Εστία & πανεπιστημιακή εστία: κτίριο ή κτιριακό συγκρότημα όπου στεγάζονται φοιτητές: νέα/υπερσύγχρονη ~ ~. ● ΦΡ.: υπέρ βωμών και εστιών βλ. βωμός [< 1: αρχ. ἑστία 2-7: γαλλ. foyer]

ανάκλαση

ανάκλαση [ἀνάκλαση] α-νά-κλα-ση ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. φαινόμενο κατά το οποίο το φως, ο ήχος ή η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία προσπίπτει σε επιφάνεια και αλλάζει διεύθυνση διάδοσης ανάλογα με το είδος της επιφάνειας: διάχυτη (πβ. διάχυση)/ολική/σεισμική ~. ~, διάθλαση, περίθλαση. Συντελεστής ~ης. Πβ. αντανάκλαση. Βλ. ηχώ, κάτοπτρο, σκέδαση.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Νεφέλωμα ~ης. [< αρχ. ἀνάκλασις, γαλλ. réflexion]

αριθμητικός

αριθμητικός, ή, ό [ἀριθμητικός] α-ριθ-μη-τι-κός επίθ. 1. ΜΑΘ. που αναφέρεται στους αριθμούς, την αρίθμηση ή την αριθμητική: ~ός: μέσος όρος/τύπος/υπολογισμός. ~ή: λύση/μεταβλητή/τιμή. ~ό: λάθος/παράδειγμα/πρόβλημα/σύνολο/σύστημα. ~ά: δεδομένα. 2. που αξιολογείται με αριθμούς: ~ός: στόχος. ~ή: υπεροχή. ~ό: μειονέκτημα/πλεονέκτημα. ~ά: κριτήρια. ● επίρρ.: αριθμητικά & (λογ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αριθμητική ανάλυση (και με κεφαλ. το αρχικό Α): ΜΑΘ. κλάδος που έχει ως αντικείμενό του τον σχεδιασμό μεθόδων για την επίλυση διαφόρων μαθηματικών προβλημάτων: εφαρμοσμένη ~ ~. [< αγγλ. numerical analysis, 1946] , (μαθηματική/αριθμητική) πράξη βλ. πράξη, απόλυτο αριθμητικό βλ. απόλυτος, αριθμητική πρόοδος βλ. πρόοδος, αριθμητικό μέγεθος βλ. μέγεθος [< αρχ. ἀριθμητικός, γαλλ. numérique, αγγλ. arithmetic(al)]

βωμός

βωμός βω-μός ουσ. (αρσ.) 1. ΑΡΧΑΙΟΛ. φυσικό ύψωμα ή κτιστή κατασκευή, ενίοτε μνημειακών διαστάσεων, που προοριζόταν για λατρευτικές θυσίες: αρχαίος/επιτύμβιος/κυκλικός/μαρμάρινος/ορθογώνιος/τετράγωνος ~. ~ του Διονύσου (= θυμέλη). ~ (αφιερωμένος) στον Άγνωστο Θεό. ΣΥΝ. θυσιαστήριο (1) 2. ΕΚΚΛΗΣ. (σπάν.) η Αγία Τράπεζα. 3. ΑΣΤΡΟΝ. (με κεφαλ. Β) αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου. Βλ. Κένταυρος. ● ΦΡ.: στο(ν) βωμό (μτφ.): για την επίτευξη ορισμένου σκοπού: ~ ~ της αγάπης/της ελευθερίας. Θυσιάζονται τα πάντα ~ ~ των συμφερόντων/του χρήματος., υπέρ βωμών και εστιών (λόγ.): για την υπεράσπιση των ύψιστων ιδανικών, κυρ. της πατρίδας: Αγωνίστηκαν/έπεσαν/θυσίασαν τη ζωή τους/πολέμησαν ~ ~. Βλ. τα ιερά και τα όσια. Πβ. (πήγε) υπέρ πίστεως (και πατρίδος). [< αρχ. βωμός]

διακριτικός

διακριτικός, ή, ό δι-α-κρι-τι-κός επίθ. 1. που δεν ενοχλεί, δεν προσβάλλει ή δεν προκαλεί: (για πρόσ.) Είναι άνθρωπος ~ και χαμηλών τόνων.|| (κατ' επέκτ.) ~ός: έλεγχος (: που δεν υποπίπτει στην αντίληψη κάποιου)/χειρισμός. ~ή: παρακολούθηση (π.χ. ενός προσώπου)/παρέμβαση/συμπεριφορά. ~ό: χιούμορ (βλ. ειρωνικός). ~οί: τρόποι. ~ές: κινήσεις. Η παρουσία της Αστυνομίας ήταν ~ή. ΑΝΤ. αδιάκριτος (1) 2. που διαφοροποιεί κάποιον ή κάτι από τα ομοειδή του ή χρησιμεύει για αυτό το σκοπό: ~ός: ρόλος/τίτλος (μιας εταιρείας)/χαρακτήρας. ~ή: θέση/(ΓΛΩΣΣ.) λειτουργία (π.χ. του δυναμικού τόνου της νέας Ελληνικής/των φωνημάτων). ~ό: γνώρισμα/λογότυπο/σημάδι/στοιχείο/χαρακτηριστικό. Ο ~ αριθμός ενός προϊόντος (βλ. ραβδοκώδικας). Πβ. διακριτός, διαφοροποιητικός. 3. (μτφ.) που δεν είναι πολύ έντονος, δεν ελκύει την προσοχή: ~ός: ήχος/φωτισμός/χρωματισμός (βλ. απαλός). ~ή: μυρωδιά. ~ό: άρωμα/βάψιμο/μακιγιάζ (= ανεπαίσθητο). Η ~ή πολυτέλεια (ενός ξενοδοχείου). 4. μεροληπτικός: ~ά: μέτρα (π.χ. σε βάρος κάποιου). Η αρχή της μη ~ής μεταχείρισης. ● Ουσ.: διακριτικό (το): καθετί (συνήθ. αριθμός, γράμμα ή σύμβολο) που χρησιμεύει για να διαφοροποιεί κάποιον ή κάτι από τα ομοειδή του, χαρακτηριστικό γνώρισμα: το ~ μιας αθλητικής ομάδας/ενός διαγωνιζόμενου/ενός συλλόγου.|| {συνήθ. στον πληθ.} ~ά βαθμού/των βαθμίδων (: τα σύμβολα διάκρισης των βαθμών στρατιωτικής ή άλλης ιεραρχίας. Πβ. γαλόνια, διάσημα). ~ά αξιωματικών/αστυνομικών/εκκλησιαστικών λειτουργών. ● επίρρ.: διακριτικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: με διακριτικότητα, τακτ. ΑΝΤ. αδιάκριτα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: διακριτική ανάλυση: ΣΤΑΤΙΣΤ. μέθοδος ανάλυσης δεδομένων που στοχεύει στην εύρεση των πιθανοτήτων αποτυχίας εξόφλησης ενός δανείου., διακριτική ικανότητα: ΟΠΤ. η ικανότητα οπτικού ή φωτογραφικού οργάνου να παρουσιάζει διακριτές εικόνες αντικειμένων που έχουν μεταξύ τους μικρή γωνιακή απόσταση: ενεργειακή/φασματική/χρονική/χωρική ~ ~. ~ ~ μικροσκοπίου/τηλεσκοπίου. Πβ. ανάλυση. ΣΥΝ. διακριτικότητα (2) [< αγγλ. resolving power] , διακριτικό κλήσης: συμβατική ονομασία που σχηματίζεται από γράμματα και αριθμούς και είναι συγκεκριμένη για κάθε τηλεγραφικό ή ραδιοφωνικό πομπό-δέκτη: διεθνές ~ ~. Βλ. κωδικός. [< αγγλ. call sign, 1919] , διακριτική ευχέρεια βλ. ευχέρεια [< 1: αρχ. διακριτικός, γαλλ. discret 2: γαλλ. distinctif 3: γαλλ. discret 4: γαλλ. discriminatoire]

διαλογέας

διαλογέας δι-α-λο-γέ-ας ουσ. (αρσ.) {-είς, -έων} 1. πρόσωπο που ασχολείται με τη διαλογή: ~ αλληλογραφίας. ~είς ιματισμού. Βλ. ταξινόμος. 2. ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή με την οποία γίνεται ξεδιάλεγμα, κυρ. καρπών: αυτόματος/ηλεκτρομηχανικός ~. ~ ελαιών/σπόρων. ~είς και ταξινομητές για φρούτα και λαχανικά.|| ~ απορριμμάτων/κερμάτων. Βλ. διαχωριστής, -έας. [< 2: γαλλ. trieur]

διεξοδικότητα

διεξοδικότητα δι-ε-ξο-δι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον διεξοδικό: Ο συγγραφέας πραγματεύεται το θέμα με ~. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. αναλυτικότητα (2) ΑΝΤ. συνοπτικότητα

ενόργανος

ενόργανος, η, ο [ἐνόργανος] ε-νόρ-γα-νος επίθ. 1. που γίνεται με ειδικά όργανα. 2. ΒΙΟΛ.-ΧΗΜ. οργανικός: ~ή: ύλη (ΑΝΤ. ανόργανη). ● ΣΥΜΠΛ.: ενόργανη (γυμναστική): ΑΘΛ. άθλημα που εκτελείται με όργανα γυμναστικής: ~ ~ ανδρών (βλ. ασκήσεις εδάφους, πλάγιος ίππος, κρίκοι, άλμα ίππου, μονόζυγο, δίζυγο)/γυναικών (βλ. ασύμμετροι ζυγοί, δοκός). Χρυσός Ολυμπιονίκης στην ~ ~. Βλ. ρυθμική γυμναστική. ΑΝΤ. ανόργανος (5), ενόργανη ανάλυση: ΧΗΜ. κλάδος που έχει ως αντικείμενο την ποσοτική και ποιοτική ανάλυση δειγμάτων με χρήση χημικών οργάνων., ενόργανη μουσική: ΜΟΥΣ. που συντίθεται μόνο για μουσικά όργανα και όχι για φωνές. ΣΥΝ. οργανική/ορχηστρική μουσική. ΑΝΤ. φωνητική μουσική. [< γαλλ. instrumental]

ευχέρεια

ευχέρεια [εὐχέρεια] ευ-χέ-ρει-α ουσ. (θηλ.) ΣΥΝ. άνεση 1. ικανότητα κάποιου να κάνει ή να πετυχαίνει κάτι χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια: αναγνωστική ~. ~ στην εκμάθηση ξένων γλωσσών/στη λύση μαθηματικών προβλημάτων/στο σχέδιο. ~ επικοινωνίας/λόγου (= ευγλωττία, ευφράδεια). Χρησιμοποιεί με ~ τον υπολογιστή. Πβ. δεξι-, επιτηδει-ότητα, ευκολία. ΑΝΤ. δυσχέρεια 2. αφθονία, διαθεσιμότητα: οικονομική ~. ~ χρημάτων/χρόνου. ΑΝΤ. στενότητα (2) 3. δυνατότητα: ~ επιλογών/κινήσεων. Έχετε την ~ να καταβάλετε τμηματικά την αμοιβή. Πβ. ευκαιρία, περιθώριο. ● ΣΥΜΠΛ.: διακριτική ευχέρεια & διακριτική εξουσία: ΝΟΜ. δυνατότητα που παρέχεται από τον νόμο σε κάποιον να ενεργεί με βάση την κρίση του μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας: Εναπόκειται στη ~ ~ της Διοίκησης η ικανοποίηση του αιτήματος. Ο δικαστής έχει τη ~ ~ να μετατρέψει την ποινή σε εξαγοράσιμη.|| (γενικότ.) Βρίσκεται/είναι/επαφίεται στη ~ ~ κάποιου (= είναι στο χέρι του, εξαρτάται από αυτόν). [< γαλλ. pouvoir discrétionnaire] [< αρχ. εὐχέρεια]

θεμελιώδης

θεμελιώδης, ης, ες θε-με-λι-ώ-δης επίθ. {θεμελιώδ-ους | -εις (ουδ. -η), -ών}: πρωταρχικής σημασίας, βασικός: ~ης: παράγοντας/ρόλος (πβ. νευραλγικός)/στόχος. ~ης: αρχή/διαφορά/έννοια. ~ες: αξίωμα/έργο/ερώτημα/θεώρημα/στοιχείο. ~εις: αξίες/διατάξεις/ελευθερίες. ~η: δικαιώματα. Πβ. ζωτικός, θεμελιακός, κεφαλαιώδης, ουσιώδης, πρωταρχικός, πρωτεύων.|| (ΦΥΣ.) ~η: σωματίδια. ~η και συμπληρωματικά μεγέθη. Βλ. -ώδης. ● επίρρ.: θεμελιωδώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: θεμελιώδης ανάλυση: ΟΙΚΟΝ. μέθοδος πρόβλεψης των μετοχικών τιμών και της μελλοντικής απόδοσης εταιρείας μέσω της ανάλυσης της οικονομικής της κατάστασης. [< αγγλ. fundamental analysis] , θεμελιώδης νόμος/θεμελιώδεις νόμοι βλ. νόμος [< γαλλ. fondamental]

κλίβανος

κλίβανος κλί-βα-νος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -άνου}: ΤΕΧΝΟΛ. καμίνι ή φούρνος που κλείνει στεγανά: αποτεφρωτικός/βιομηχανικός/ηλεκτρικός/περιστροφικός/πυρολυτικός ~. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Κεραμικός/μεταλλουργικός ~. ~ καύσης (αποβλήτων)/παραγωγής (τσιμέντου)/τήξης (γυαλιού). ~οι αρτοποιίας (= αρτοκλίβανοι). Βλ. υψικάμινος.|| (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ., αντίστοιχη συσκευή ή θάλαμος όπου η θερμοκρασία είναι σταθερή) Απολυμαντικός ~. Εργαστηριακοί ~οι. ~ (ξηρής/υγρής) αποστείρωσης (πβ. αυτόκαυστο)/πλάσματος. ~οι ατμού. ● ΣΥΜΠΛ.: επωαστικός κλίβανος: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. που χρησιμοποιείται για επώαση, καλλιέργεια μικροβίων. [< μεσν. κλίβανος, γαλλ. fourneau]

κωδικός

κωδικός, ή, ό κω-δι-κός επίθ.: που αναφέρεται σε κώδικα ή κωδικό: ~ή: γλώσσα/φράση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ή: λέξη (βλ. πάσγουορντ). ● ΣΥΜΠΛ.: κωδική αλυσίδα: ΒΙΟΧ. η απέναντι αλυσίδα της μεταγραφόμενης στο DNA: (μη) ~ ~ ενός γονιδίου., κωδική ονομασία & κωδικό όνομα: λέξη ή σύμβολο που χρησιμοποιείται αντί του κανονικού ονόματος, για να αποκρύψει την ύπαρξη ή την ταυτότητα προσώπου ή πράγματος: Πράκτορας γνωστός με το κωδικό όνομα "..."|| Νέα έκδοση με την κωδική ονομασία ... [< αγγλ. code name] , κωδικός αριθμός: προκαθορισμένος συνδυασμός ψηφίων (ή και γραμμάτων) που δίνεται για λόγους ταυτοποίησης, ασφάλειας, ταξινόμησης, κρυπτογράφησης: εθνικός ~ ~. ~ ~ δημοσιεύματος/μερίδας επενδυτή.|| Προσωπικός ~ ~ αναγνώρισης (= πιν). [< αγγλ. code number, 1959] [< αγγλ. code]

λόγος

λόγος λό-γος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΛΩΣΣ. η ανθρώπινη ικανότητα για έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων, γνώσεων, πληροφοριών μέσω της γλώσσας· η πραγμάτωση και οι διάφορες μορφές της: έναρθρος ~. Διαταραχές (βλ. αλαλία, α-, δυσ-φασία, αφωνία, τραυλ-, ψευδ-ισμός)/θεραπεία (πβ. λογοθεραπεία)/κατανόηση/όργανα (πβ. φωνή)/παραγωγή ~ου.|| Αρθρώνω/εκφέρω ~ο (= μιλώ). Συνηθισμένα λάθη στον καθημερινό ~ο. Έχει την ευχέρεια/το χάρισμα του ~ου. Είναι άριστος χειριστής του ~ου.|| Είδη ~ου. Δείκτες ~ου (= κειμενικοί δείκτες). Γραπτός (πβ. γραφή, γράψιμο)/δημοσιογραφικός/έμμετρος ή ποιητικός (= ποίηση)/επιστημονικός/ηλεκτρονικός/πολιτικός/προφορικός (= ομιλία) ~. Αρχαίος/αττικός (βλ. διάλεκτος)/δημοτικός (= δημοτική)/νεοελληνικός (= νεοελληνική) ~ (= γλώσσα). Έντεχνος ~/η τέχνη του ~ου (= λογοτεχνία). 2. αιτία ή σκοπός, πρόθεση: Για τον άλφα ή βήτα ~ο (= για τον ένα ή τον άλλο ~ο) ... Για ~ους αρχής/ασφαλείας/εκδίκησης/σκοπιμότητας/συμφέροντος/τιμής/υγείας ... Για ειδικούς/επαγγελματικούς/ευνόητους/οικογενειακούς/οικονομικούς/πολιτικούς/πολλούς/σοβαρούς/συναισθηματικούς ~ους. Ένας ~ παραπάνω να ... Διερεύνηση των ~ων/συνηθέστεροι ~οι αποτυχίας στο σχολείο. Ο κύριος ~ είναι ότι ... Υπάρχει ~ που ... Δεν συντρέχει/υπάρχει ~ (για) να .../ανησυχίας. Αυτός δεν είναι ~ να αγχώνεσαι. Εξ αυτού του ~ου. Αισθάνεται ότι δεν έχει ~ο ύπαρξης (πβ. νόημα, προορισμό, βλ. κενό). Για ποιο ~ο (πβ. αφορμή) έλειπες; Για κανένα ~ο (να) μη με ενοχλήσετε (: σε καμία περίπτωση). Ζητάει και τον ~ο (= και τα ρέστα) από πάνω. Δεν έχω ~ο να αμφιβάλλω. Ποιοι ~οι επιβάλλουν/ευνοούν/οδηγούν/ωθούν ...; Άγνωστοι παραμένουν οι ~οι (= τα αίτια, κίνητρα) του εγκλήματος. Δέκα ~οι για να κόψετε το κάπνισμα. Επικαλέστηκε προσωπικούς ~ους. Έχω ~ο/τον ~ο μου/τους ~ους μου που το αναφέρω. Δεν είχε ~ο να πει ψέματα. Εξήγησε τους ~ους για τους οποίους (= γιατί) ... Έχει βάσιμους ~ους να πιστεύει ότι ... Το θυμάμαι αυτό που λες, για άσχετο όμως ~ο. Πβ. αιτιο-, δικαιο-λογία. 3. αγόρευση, ομιλία: αποχαιρετιστήριος/αυτοσχέδιος/εναρκτήριος/επικήδειος/θρησκευτικός/καταγγελτικός/πολιτικός/(συνήθ. για κόμμα) προγραμματικός/προεκλογικός ~. Πανηγυρικός ~ για την 25η Μαρτίου. Βγάζω/εκφωνώ ~ο (στη Βουλή/στο δικαστήριο). Γράφω/ετοιμάζω ένα ~ο. Βλ. διάλεξη, διδαχή, κήρυγμα.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΡΗΤΟΡ.) Δικανικοί/επιδεικτικοί/συμβουλευτικοί ~οι. Οι ~οι του Δημοσθένη (βλ. φιλιππικός)/Κικέρωνα. Αγώνας ~ων. 4. ό,τι λέει κάποιος: η αλήθεια των ~ων του. Αναντιστοιχία/συνέπεια ~ων και έργων/πράξεων. Όλοι είχαν να πουν έναν καλό ~ο για το φαγητό (πβ. εγκώμιο, έπαινος). Τι ~ο ξεστόμισες (: βρισιά, ύβρις)! Έχει πάντα έτοιμο τον κακό τον ~ο (= την κακία).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Πνευματικοί ~οι. ~οι Αγίων. ΣΥΝ. λόγια (1) 5. συζήτηση, αναφορά: Γίνεται (πολύς) ~ για πρόωρες εκλογές/ότι (σπάν. να) ... (: συζητιέται, σχεδιάζεται) Τον ~ο σου είχαμε (: μιλούσαμε, κουβεντιάζαμε για σένα). Πβ. μνεία. 6. υπόσχεση, διαβεβαίωση, δέσμευση: Αθέτησε/κράτησε/τήρησε τον ~ο της. Έχεις τον ~ο μου (πβ. δίνω τον λόγο μου, λόγω τιμής/στον ~ο της τιμής μου). Έμεινε πιστός/φάνηκε συνεπής στον ~ο του. Βασίζομαι στον ~ο σου.|| Είναι άνθρωπος με ~ο (: τιμή). 7. το δικαίωμα να μιλήσει κάποιος: Απευθύνω/αποτείνω/δίνω τον ~ο (σε κάποιον). Του αφαίρεσε τον ~ο. Κύριε ..., έχετε τον ~ο. Και τώρα ο ~ στον πρόεδρο. (ΝΟΜ.) Δικαίωμα ~ου.|| (κατ' επέκτ.) Τον ~ο έχει τώρα η δικαιοσύνη (: είναι η σειρά της να αποφασίσει). 8. άποψη, γνώμη με ισχύ: Ο ~ του ακούγεται/μετράει/περνάει (: είναι σεβαστός, τον εκτιμούν). Θα έχει βαρύνοντα ~ο στην τελική απόφαση.|| Δεν υπάκουσε στον ~ο του πατέρα του. Πβ. διαταγή, εντολή, προσταγή. 9. λογική: ορθός ~ (πβ. ορθολογισμός). Η μετάβαση του ανθρώπου από τον μύθο στον ~ο. Πβ. έλλογο, μυαλό, νους. Βλ. υπέρλογο. ΣΥΝ. λογικό ΑΝΤ. άλογο(ν), παράλογο 10. ΜΑΘ. σχέση μεταξύ δύο μεγεθών, η οποία εκφράζεται ως το πηλίκο που προκύπτει, όταν διαιρεθούν μεταξύ τους: 3/4, ο ~ του 3 προς το 4. Ας υποθέσουμε ότι ο ~ α/β είναι σταθερός ... ΣΥΝ. αναλογία (5) ● Υποκ.: λογάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (του) λόγου: ΓΛΩΣΣ. μελέτη της δομής και των κανόνων που διέπουν γλωσσικές μονάδες μεγαλύτερες από την πρόταση (π.χ. παράγραφος, κείμενο, συνομιλία) κυρ. με γραμματικά και σημασιολογικά κριτήρια· κατ΄επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος: κριτική ~ ~. Βλ. ανάλυση συνομιλίας, αναφορικ-, συνεκτικ-ότητα, συνοχή. [< αγγλ. discourse analysis, 1952] , (τα) μέρη του λόγου βλ. μέρος, αποχρών λόγος βλ. αποχρών, ελευθερία (της) γνώμης/(της) έκφρασης/(των) ιδεών/(του) λόγου βλ. ελευθερία, ενδιάθετος λόγος βλ. ενδιάθετος, εστιακός λόγος βλ. εστιακός, ευθύς λόγος βλ. ευθύς, καθυστέρηση του λόγου/της ομιλίας βλ. καθυστέρηση, ο Λόγος (του Θεού) βλ. θεός, ο λόγος της τιμής βλ. τιμή, πεζός λόγος βλ. πεζός, πλάγιος λόγος βλ. πλάγιος, σπερματικός λόγος βλ. σπερματικός, σχήμα (λόγου) βλ. σχήμα, υποθετικός λόγος βλ. υποθετικός, υποτεταγμένος λόγος βλ. υποταγμένος ● ΦΡ.: από λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): από μένα, σένα ...: Μάθαμε ~ του ότι ..., για λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): για τον εαυτό μου/σου/του ...: ~ σου καλά έπραξες., για τον λόγο ότι ... & (σπάν.-λόγ.) επί τω λόγω ότι ...: γιατί, επειδή, εφόσον., δεν είναι σχήμα λόγου (προφ.): για κάτι που λέγεται κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά ή τυπικά: Θα χαρώ να τα ξαναπούμε· κι αυτό που λέω ~ ~ (: το εννοώ πραγματικά)., δεν μου πέφτει λόγος (προφ.): δεν με αφορά: Αν και (εμένα) ~ ~, θα σε συμβούλευα να φύγεις. Είναι προσωπική της επιλογή και δεν πέφτει ~ σε κανένα., δίνω λόγο 1. δίνω εξηγήσεις για τις ενέργειές μου, απολογούμαι, δικαιολογούμαι: Δεν έχω να δώσω ~ σε κανένα. ΣΥΝ. δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό, λογοδοτώ 2. λογοδίνομαι: Έδωσαν ~ κι ετοιμάζονται να παντρευτούν. Πβ. αρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι. 3. υπόσχομαι: Δώσαμε ~ να ξαναβρεθούμε στο ίδιο μέρος., έχω λόγο: εκφράζω την άποψή μου, συμμετέχω στη λήψη αποφάσεων: Δεν ~ει ~ στη διοίκηση της εταιρείας., ζητώ τον λόγο 1. ζητώ από κάποιον να εξηγήσει τις πράξεις του, τη συμπεριφορά του: Κανείς δεν πρόκειται να σου ζητήσει ~. 2. (σε επίσημη συζήτηση, συνέλευση) ζητώ το δικαίωμα να μιλήσω: Κύριε Πρόεδρε, ~ ~. Ζήτησε και πήρε ~. [< γαλλ. demander la parole] , κάνω λόγο για ...: αναφέρομαι σε κάτι: Στην ανακοίνωσή/δήλωσή/έκθεσή/συνέντευξή του έκανε ~ για άμεση λήψη μέτρων., λόγο (σ)τον λόγο: κατά την εξέλιξη της συζήτησης: ~ ~ άναψαν τα αίματα., λόγος (και) αντίλογος: διατύπωση άποψης και προβολή της αντίθετής της, στο πλαίσιο του διαλόγου, της ελευθερίας έκφρασης: ~ ~ για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αγώνες ~ου (και) ~ου (πβ. αντιλογία, επιχειρηματολογία). Βλ. ντιμπέιτ., λόγου χάρη/χάριν (συντομ. λ.χ.): για παράδειγμα., λόγω και έργω & λόγω ή έργω (λόγ.): με λόγια και/ή πράξεις: Είναι χαρισματική προσωπικότητα ~ ~.|| (ΝΟΜ.) ~ ~ εξύβριση., λόγω τιμής & στο(ν) λόγο (της τιμής) μου (προφ.): ως έκφραση διαβεβαίωσης για την αλήθεια, την αξιοπιστία, την εγκυρότητα των λόγων κάποιου: Λόγω τιμής, δεν ξέρω τίποτα. Σου υπόσχομαι, στον λόγο της τιμής μου, δεν θα το ξανακάνω. [< γαλλ. (ma) parole d'honneur] , μετά λόγου γνώσεως (απαιτ. λεξιλόγ.): με πλήρη επίγνωση της κατάστασης, με σύνεση και λογική, εκ πείρας, υπεύθυνα: Το λέω ~ ~., ο/η/το εν λόγω (λόγ.): για πρόσωπο ή πράγμα που έχει ήδη αναφερθεί, προς αποφυγή επανάληψης ή με ειρωνική χροιά: Με βάση τις διατάξεις του ~ ~ νόμου ... Η επιτροπή διαπίστωσε ότι ο ~ ~ υποψήφιος δεν διαθέτει προϋπηρεσία. Το ~ ~ προϊόν παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα. Πβ. ο περί ου ο λόγος., ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση (εμφατ.-προφ.): σε περιπτώσεις που δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης: ~ ~ για ξεκούραση, αύριο φεύγουμε. -Μπορείς να με βοηθήσεις; -~ ~ (: βέβαια, θέλει και ρώτημα;)! Συναντηθήκαμε σήμερα, αλλά ~ ~ (: δεν μιλήσαμε καθόλου) για τα χθεσινά. Λίγες μέρες πριν τις διακοπές και για εισιτήρια φυσικά ~ ~ να γίνεται (: έχουν εξαντληθεί)., παίρνω/λαμβάνω τον λόγο: μιλώ ή παρεμβαίνω σε συζήτηση, αφού έρθει η σειρά μου: Πήρε ~ και είπε ... Πρώτος έλαβε ~ ο ..., ποιος ο λόγος να ...;: είναι άσκοπο, ανώφελο, ανούσιο: ~ ~ να πάω, αφού δεν θα έρθει; Πβ. ποιο το όφελος/(προς) τι το όφελος;, που λέει ο λόγος & (σπάν.) ο λόγος το λέει (προφ.): μιλώντας υποθετικά, για να αναφερθεί ένα παράδειγμα ή μια παροιμία, λαϊκή ρήση: Kαι πενήντα να μαζευτούμε, ~ ~, χωράμε στην αίθουσα. Πβ. ας πούμε, τρόπος του λέγειν.|| Δεν θέλει κόπο, αλλά τρόπο, ~ ~., του λόγου/(κι) ελόγου μου/σου/του ... (λαϊκό, συνήθ. ειρων.-μειωτ. για το β' κ. γ' πρόσ.): αντί της προσ. αντων. εγώ, εσύ, αυτός: Έτσι μεγάλωσα και ~ μου (= κι εγώ). Από πού 'ρχεσαι ~ σου; Καλό κουμάσι είναι κι ~ του! ΣΥΝ. αφεντιά, φυσικώ τω λόγω (λόγ.): όπως είναι λογικό, φυσικό., χωρίς/δίχως λόγο (και αιτία) & χωρίς αιτία/λόγο κι αφορμή & (λόγ.) άνευ λόγου (και αιτίας): χωρίς λογική εξήγηση: Κατηγορεί ο ένας τον άλλο ~ ~. Υποστήκαμε τα πάνδεινα ~ λόγο. ΣΥΝ. αδικαιολόγητα, αναίτια ΑΝΤ. δικαιολογημένα, ανάξιος λόγου βλ. ανάξιος, άξιος λόγου βλ. άξιος, για του λόγου το αληθές/το ασφαλές βλ. αληθής, δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί βλ. βλέπω, δίνω τον λόγο μου/τον λόγο της τιμής μου βλ. δίνω, εν τη ρύμη του λόγου βλ. ρύμη, ένας λόγος/μια κουβέντα είναι βλ. ένας, μία/μια, ένα, επ' ουδενί (λόγω) βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, έχει τον πρώτο (και τον τελευταίο) λόγο βλ. πρώτος, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, ζωή σε (λόγου) σας βλ. ζωή, κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον βλ. δεύτερος, κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος, κουβέντα στην κουβέντα/λόγο στον λόγο βλ. κουβέντα, κουβέντα/λόγος να γίνεται βλ. γίνομαι, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με λίγα/δυο λόγια βλ. λόγια, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, ο περί ου/η περί ης/το περί ου ο λόγος βλ. περί, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, περί ορέξεως (ουδείς λόγος/κολοκυθόπιτα) βλ. όρεξη, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, τι μέρος του λόγου είναι ...; βλ. μέρος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω [< αρχ. λόγος, γαλλ. langue, parole, raison]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

παραγοντικός

παραγοντικός, ή, ό πα-ρα-γο-ντι-κός επίθ.: ΜΑΘ. που σχετίζεται με τον παράγοντα· Βλ. πολυ~. Κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: παραγοντική ανάλυση/ανάλυση παραγόντων: ΣΤΑΤΙΣΤ. μέθοδος που συνίσταται στον προσδιορισμό του πλήθους των παραγόντων που είναι απαραίτητοι για τη μελέτη ενός προβλήματος καθώς και στον συσχετισμό των παραγόντων μεταξύ τους: διερευνητική/επιβεβαιωτική ~ ~. [< αγγλ. factor analysis, 1928] [< αγγλ. factorial]

περιεχόμενο

περιεχόμενο πε-ρι-ε-χό-με-νο ουσ. (ουδ.) {περιεχομέν-ου | -ων} 1. ό,τι περιέχεται σε κάτι: το ~ των αποσκευών (π.χ. ρούχα)/συσκευασίας. Άδειασε το ~ του δοχείου (π.χ. νερό). 2. το θέμα, οι ιδέες γραπτού ή προφορικού κειμένου και γενικότ. πνευματικού έργου: το (βασικό) ~ ανακοίνωσης/των συνομιλιών. Από άποψη ~ου. Συζητήσεις γενικού/ειδικού ~ου. Εκπομπή με διδακτικό/εκπαιδευτικό/κοινωνικό/πολιτικό ~. Σχόλια με απειλητικό/ρατσιστικό/υβριστικό ~. Βιβλία πλούσια/φτωχά σε ~ (πβ. υπόθεση). Διέψευσε (κατηγορηματικά) το ~ της δήλωσης/επιστολής.|| Αναλυτικό/συνοπτικό ~ μαθήματος (πβ. ύλη). Το ~ της διδασκαλίας/του Προγράμματος/των Σπουδών. ΣΥΝ. αντικείμενο, σκοπός.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Δημιουργία ηλεκτρονικού/οπτικοακουστικού/ψηφιακού ~ου. Σελίδες με ακατάλληλο/άσεμνο ~. Απαγορεύεται η αντιγραφή, αναπαραγωγή και διάθεση του ~ου (του λογισμικού). 3. σημασία: νοηματικό/σημασιολογικό ~. Ποιο είναι το (ακριβές) ~ της λέξης/του όρου/της φράσης; Πβ. έννοια. 4. (μτφ.) νόημα, ουσία: κουβέντες χωρίς (ουσιαστικό) ~/(λόγ.) άνευ ~ου (= ανούσιες). Ταινία με ~ (πβ. βάθος)/υψηλού ~ου. Δώσε ~ στη ζωή σου. Πβ. ποιότητα.|| Άνθρωπος με/χωρίς ~ (πβ. καλλιέργεια, παιδεία).περιεχόμενα (τα) & πίνακας περιεχομένων: κατάλογος με τα μέρη ενός βιβλίου ή μιας εργασίας, ο οποίος τίθεται συνήθ. στην αρχή και παραθέτει κατά σειρά τους τίτλους κάθε μέρους, συνήθ. με τον αριθμό της σελίδας που ξεκινά το καθένα. Βλ. ίντεξ. [< αγγλ. (table of) contents] ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση περιεχομένου: ΓΛΩΣΣ. μέθοδος η οποία αποσκοπεί στην αποκωδικοποίηση του νοήματος ενός επικοινωνιακού υλικού (π.χ. βιβλίου, διαφήμισης, κινηματογραφικής ταινίας, συνέντευξης) μέσω της κατηγοριοποίησης, καταγραφής (σε πίνακα) και αξιολόγησης των γλωσσικών του σημείων-κλειδιών (π.χ. λέξεων, προτάσεων) και των θεματικών του ενοτήτων. Βλ. σημειολογία. [< αγγλ. content analysis, 1940] ● ΦΡ.: κενός περιεχομένου βλ. κενός [< αρχ. μτχ. περιεχόμενον, γαλλ. contenu]

πολυεστιακός

πολυεστιακός, ή, ό πο-λυ-ε-στι-α-κός επίθ. 1. ΟΠΤ. (για γυαλιά ή φακούς επαφής) με πολλές εστίες, για τη διόρθωση περισσότερων από μιας οφθαλμολογικών παθήσεων. Βλ. διπλοεστιακός. 2. ΙΑΤΡ. (σπάν.) που αναπτύσσεται σε πολλές περιοχές: ~ό: λέμφωμα. [< 1: αγγλ. multifocal, 1920]

συνδυαστικός

συνδυαστικός, ή, ό συν-δυ-α-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον συνδυασμό ή παρέχει τη δυνατότητα για τη δημιουργία συνδυασμών: ~ή: θεραπεία/θεωρία/ικανότητα/μεθοδολογία/φαντασία (βλ. δημιουργικός). ~ό: διάβασμα/εισιτήριο. ~ή προσέγγιση των αντικειμένων διδασκαλίας (πβ. διαθεματικός· βλ. διεπιστημονικός). Οι ~ές ερωτήσεις (: που απαιτούν συνδυασμό διαφόρων σημείων της εξεταζόμενης ύλης) προϋποθέτουν κριτική σκέψη. Οι ~ές δυνατότητες των λέξεων (βλ. σύμπλοκο). ● επίρρ.: συνδυαστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: συνδυαστική ανάλυση & συνδυαστική (η): ΜΑΘ. κλάδος που έχει ως αντικείμενο τον προσδιορισμό του αριθμού των δυνατών συνδυασμών τους οποίους μπορεί να σχηματίσει ένα δεδομένο σύνολο αντικειμένων ή συμβόλων. [< αρχ. συνδυαστικός, γαλλ. combinatoire]

συνομιλία

συνομιλία συ-νο-μι-λί-α ουσ. (θηλ.) 1. συζήτηση: γόνιμη/εμπιστευτική/ενδιαφέρουσα/ζωντανή/καθημερινή/μακρά/προσωπική/σύντομη/τηλεοπτική/τηλεφωνική/φιλική ~. Αντικείμενο/ηχογράφηση/καταγραφή/μαγνητοφώνηση/υποκλοπή ~ας. ~ σε πραγματικό χρόνο. Ο βουλευτής είχε ~ με τους κατοίκους της περιοχής. Ένα τμήμα της ~ας δημοσιεύθηκε στον Τύπο.|| Καυτή/ροζ ~.|| (μτφ.) ~ ενός κειμένου με άλλα κείμενα. Πβ. διάλογος. ΣΥΝ. κουβέντα (1) 2. ΠΟΛΙΤ. (ειδικότ.) {συνήθ. στον πληθ.} επίσημη επαφή ή διαπραγμάτευση μεταξύ κρατών, οργανισμών, επίσημων φορέων, υπηρεσιών με συγκεκριμένο αντικείμενο και η σχετική διαδικασία: απευθείας/διακοινοτικές/διεθνείς/διμερείς/εγκάρδιες/ειρηνευτικές/εκ του σύνεγγυς/κρίσιμες/μυστικές ~ες. Αρχίζουν/βρίσκονται σε τελική ευθεία/διακόπτονται/συνεχίζονται/τερματίζονται οι ~ες για το ... (Πρώτος, δεύτερος) γύρος/(επαν)έναρξη/επιτυχία/(θερμό, ψυχρό) κλίμα/ολοκλήρωση (των) ~ών. ~ες για την επίλυση της κρίσης. 3. ΠΛΗΡΟΦ. (ειδικότ.) ηλεκτρονική επικοινωνία μέσω διαδικτύου: ηχητική/φωνητική ~. Αίθουσα/δωμάτιο ~ας (= τσατ ρουμ). Αποθήκευση/παράθυρο ~ας. ~ με χρήστες. Πρόσκληση σε ~. ~ με βίντεο/εικόνα/χρήση κάμερας. Γρήγορο και εύκολο πρόγραμμα ~ας. ΣΥΝ. τσατ (1) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση συνομιλίας: ΓΛΩΣΣ. μελέτη ηχογραφημένων συζητήσεων με σκοπό τον καθορισμό των γλωσσικών κανονικοτήτων, δηλ. της δομής και των κανόνων, της προφορικής επικοινωνίας. Βλ. ανάλυση (του) λόγου. [< αγγλ. conversation analysis, περ. 1960] , ανοιχτή ακρόαση βλ. ακρόαση ● ΦΡ.: κύκλος/γύρος συζητήσεων/συνομιλιών βλ. συζήτηση, τραπέζι/τράπεζα των συζητήσεων/των συνομιλιών βλ. συζήτηση [< μτγν. συνομιλία 'συντροφιά, συναναστροφή', γαλλ. conversation 3: αγγλ. chat, 1985]

σύστημα

σύστημα σύ-στη-μα ουσ. (ουδ.) {συστήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. σύνολο οργάνων, μηχανισμών ή μεθόδων, τεχνικών για την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου σκοπού, λειτουργίας: ~ ανακύκλωσης/αξιολόγησης/ασφάλισης/αυτοκινήτου/αυτοματισμού/δασοπυρόσβεσης/διδασκαλίας/έκδοσης (εισιτηρίων)/εκμάθησης (ξένων γλωσσών)/ελέγχου/εξαερισμού/εξετάσεων/επικοινωνίας/έρευνας/ηχείων/ήχου (= ηχητικό ~, ηχο~)/(κεντρικής) θέρμανσης/κρατήσεων/μετάδοσης/μέτρησης/οργάνωσης/παρακολούθησης/πέδησης/πληροφόρησης/πληρωμής/πλοήγησης/ποτίσματος/πρόγνωσης/πρόνοιας/προσγείωσης (αεροπλάνου)/πυρανίχνευσης/πυρόσβεσης/συναγερμού/φωτισμού. ~ εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. ~ (έγκαιρης) προειδοποίησης (για φυσικές καταστροφές). Εθνικό ~ Υγείας (ΕΣΥ). Αμυντικό/αποχετευτικό/δικαστικό/δορυφορικό/εμπορικό/επαναστατικό/ηλεκτρονικό/ιατρικό/οικιακό/οπλικό/σωφρονιστικό/υδραυλικό/ψηφιακό ~. Βλ. ευρω~, πολυ~. 2. ΠΟΛΙΤ. (ειδικότ.) η μορφή οργάνωσης και διακυβέρνησης ενός κράτους, μιας κοινωνίας: δημοκρατικό/δικαιικό/καπιταλιστικό/κοινοβουλευτικό/κομμουνιστικό/οικονομικό/παγκόσμιο/ποινικό/πολιτειακό/πολιτικό/σοσιαλιστικό/συγκεντρωτικό/φασιστικό ~. 3. μεθοδικότητα: Δουλεύει με ~. Έχει ~ στον τρόπο με τον οποίο κάνει την έρευνα. 4. ΙΑΤΡ. σύνολο οργάνων ή ιστών με λειτουργική ή/και ανατομική σύνδεση μεταξύ τους, που εκτελούν συγκεκριμένες λειτουργίες στους ζωντανούς οργανισμούς: αγγειακό/ενδοκρινικό/ερειστικό/κινητήριο/μυϊκό/ουρογεννητικό ~. Βλ. φωτο~. 5. ΑΘΛ. ο τρόπος με τον οποίο παρατάσσεται και αγωνίζεται μια ομάδα: αμυντικό/επιθετικό ~. (στο μπάσκετ) ~ ζώνης/μαν του μαν. ~ 4-4-2/4-3-3/5-3-2 (: στο ποδόσφαιρο, με βάση τον αριθμό των παικτών στην αμυντική, μεσαία και επιθετική γραμμή). 6. τρόπος συμπεριφοράς που επαναλαμβάνεται, συνήθεια: Το έχει ~ να λέει ψέματα. 7. σύνολο στοιχείων και εννοιών που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση: ~ γραφής. Κλιτικό/μορφολογικό/(πολυ)τονικό/φωνολογικό ~ (μιας γλώσσας). Η γλώσσα αποτελεί ένα ~ σημείων (πβ. κώδικας).|| (για κατηγοριοποίηση μεγεθών:) Κρυσταλλικό/μετρικό/ταξινομικό ~.|| (ΜΑΘ.) ~ εξισώσεων. 8. (σε τυχερά παιχνίδια) τυποποιημένη μέθοδος που βασίζεται σε συνδυασμούς αριθμών: μεταβλητό ~. ~ προπό/λόττο. 9. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) η υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, το κατεστημένο: Αντιμάχεται/υπηρετεί το ~. Έχει ενταχθεί στο ~. Είναι άνθρωπος/παιδί του ~ατος. 10. ΦΙΛΟΣ. ενιαίο, οργανωμένο και ολοκληρωμένο σύνολο γνώσεων, ιδεών και αρχών: εγελιανό ~. ~ αξιών. ● Υποκ.: συστηματάκι (το): κυρ. στις σημ. 5,8. ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση συστημάτων (συνήθ. με κεφαλ. τα αρχικά Α, Σ): ΠΛΗΡΟΦ. μελέτη και προσδιορισμός των συστατικών μερών μιας δραστηριότητας, διαδικασίας, μεθόδου ή τεχνικής, που αποσκοπεί στον καθορισμό του ρόλου και των βασικών της στόχων, καθώς και στην ανάπτυξη υπολογιστικών εφαρμογών για την επίτευξή τους: ~ ~ τεχνολογίας. Σχεδιασμός και ~ ~. Βλ. μοντελοποίηση. [< αγγλ. systems analysis, 1950] , δυναμικά συστήματα: ΜΑΘ. φυσικά φαινόμενα και διεργασίες που περιγράφονται από συστήματα διαφορικών εξισώσεων των οποίων η ανεξάρτητη μεταβλητή είναι ο χρόνος: χαοτικά ~ ~ (βλ. φαινόμενο της πεταλούδας). [< αγγλ. dynamic(al) systems] , ακροφωνικό σύστημα βλ. ακροφωνικός, αναπνευστικό σύστημα βλ. αναπνευστικός, ανοσοποιητικό (σύστημα) βλ. ανοσοποιητικός, αρχείο συστήματος βλ. αρχείο, αστρικό σύστημα βλ. αστρικός, Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών βλ. γεωγραφικός, δεκαδικό σύστημα βλ. δεκαδικός, Διεθνές Σύστημα Μονάδων βλ. διεθνής, δυαδικό σύστημα (αρίθμησης) βλ. δυαδικός, εκλογικό σύστημα βλ. εκλογικός, εκπαιδευτικό σύστημα βλ. εκπαιδευτικός, έμπειρα συστήματα βλ. έμπειρος, ενεργητικά/θερμικά ηλιακά συστήματα βλ. ενεργητικός, ηλιακό σύστημα βλ. ηλιακός, θερμοδυναμικό σύστημα βλ. θερμοδυναμικός, κυκλοφορικό σύστημα βλ. κυκλοφορικός, λειτουργικό (σύστημα) βλ. λειτουργικός, μεταιχμιακό σύστημα (του εγκεφάλου) βλ. μεταιχμιακός, νευρικό σύστημα βλ. νευρικός, νομισματικό σύστημα βλ. νομισματικός, οικοδομικό σύστημα βλ. οικοδομικός, οικονομικό σύστημα βλ. οικονομικός, ουροποιητικό σύστημα βλ. ουροποιητικός, παθητικά ηλιακά συστήματα βλ. παθητικός, παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα βλ. παρασυμπαθητικός, πεπτικό σύστημα βλ. πεπτικός, Περιοδικός Πίνακας (των Στοιχείων) βλ. περιοδικός, πλανητικό σύστημα βλ. πλανητικός, πληροφοριακό σύστημα βλ. πληροφοριακός, συμπαθητικό νευρικό σύστημα βλ. συμπαθητικός, σύστημα αναφοράς βλ. αναφορά, σύστημα αντιεμπλοκής (κατά την πέδηση) βλ. αντιεμπλοκή, σύστημα διαχείρισης βάσης δεδομένων βλ. διαχείριση, σύστημα διεύθυνσης βλ. διεύθυνση, σύστημα προστασίας βλ. προστασία, συστήματα ασφαλείας βλ. ασφάλεια, τραπεζικό σύστημα βλ. τραπεζικός, τυφλό σύστημα βλ. τυφλός, ψυχογενετικό σύστημα βλ. ψυχογενετικός ● ΦΡ.: εκ συστήματος/κατά σύστημα (λόγ.): συστηματικά: Εκμεταλλεύεται ~ ~ τους πελάτες του., σύστημα/γραφή Μπράιγ: (για τυφλούς) που χρησιμοποιεί ανάγλυφα τυπογραφικά στοιχεία, ώστε να επιτρέπει την ανάγνωση με την αφή· ανάγλυφη γραφή. [< αρχ. σύστημα, γερμ. System, γαλλ. système, αγγλ. system]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.