Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 223 εγγραφές  [0-20]


  • αβοκέτα [ἀβοκέτα] α-βο-κέ-τα ουσ. (θηλ.): ΟΡΝΙΘ. σπάνιο είδος παρυδάτιου πουλιού (επιστ. ονομασ. Recurvirostra avosetta) με μακριά πόδια, ασπρόμαυρο φτέρωμα και μακρύ, κυρτό προς τα πάνω ράμφος. Βλ. -έτα, καλαμοκανάς, στεγανόποδα. [< ιταλ. avocetta, γαλλ. avocette]
  • αγριόγαλος [ἀγριόγαλος] α-γρι-ό-γα-λος ουσ. (αρσ.): ΟΡΝΙΘ. είδος άγριου πουλιού που ζει σε αγέλες (επιστ. ονομασ. ωτίς η βραδεία, Otis tarda). Βλ. λυροπετεινός.
  • αγριόκοτα [ἀγριόκοτα] α-γρι-ό-κο-τα ουσ. (θηλ.): ΟΡΝΙΘ. άγριο πτηνό (επιστ. ονομασ. Bonasa bonasia) με ξανθοκόκκινο φτέρωμα που μοιάζει με κότα και ζει στα ευρωπαϊκά δάση.
  • αγριόκουρκος [ἀγριόκουρκος] α-γρι-ό-κουρ-κος ουσ. (αρσ.): ΟΡΝΙΘ. μεγάλο, ορνιθόμορφο, δασόβιο πουλί (επιστ. ονομασ. Tetrao urogallus).
  • αγριόπαπια [ἀγριόπαπια] α-γρι-ό-πα-πια ουσ. (θηλ.): ΟΡΝΙΘ. αποδημητικό πουλί (επιστ. ονομασ. νήσσα η αγρία ή η βοσκάς, Anas platyrhynchos) που συγγενεύει με την πάπια και συνεκδ. το κρέας της: ~ η κοινή (: από την οποία κατάγεται η κατοικίδια πάπια). Το κυνήγι της ~ιας. Βλ. κυνηγό-, τσικνό-παπια.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ γεμιστή.
  • αγριοπούλι [ἀγριοπούλι] α-γρι-ο-πού-λι ουσ. (ουδ.): ΟΡΝΙΘ. πουλί που ζει σε άγρια κατάσταση, ιδ. το αρπακτικό. Βλ. -πούλι. [< μεσν. αγριοπούλι]
  • αγριόχηνα [ἀγριόχηνα] α-γρι-ό-χη-να ουσ. (θηλ.): ΟΡΝΙΘ. κάθε είδος χήνας που ζει σε άγρια κατάσταση (επιστ. ονομασ. Anser ferus). [< μεσν. αγριόχηνα]
  • αεροφόρος , ος/α, ο [ἀεροφόρος] α-ε-ρο-φό-ρος επίθ. (επιστ.) 1. που είναι γεμάτος αέρα: ~ος: ιστός. ~ος: κοιλότητα/κύστη. ~ο: κέλυφος/οστό. 2. μέσα από τον οποίο μεταφέρεται αέρας: ~ος: αγωγός. Βλ. -φόρος. ● ΣΥΜΠΛ.: αεροφόροι σάκοι: ΟΡΝΙΘ. θύλακας του αναπνευστικού συστήματος των πτηνών., αεροφόρος οδός: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το σύνολο των οργάνων που μεταφέρουν τον αέρα της αναπνοής: άνω και κάτω ~ ~. Απόφραξη/στένωση ~ων ~ών. Βλ. αεραγωγός. [< γαλλ. conduit aérifère] [< μτγν. ἀεροφόρος, γαλλ. aérifère, αγγλ. aeriferous]
  • αετομάχος [ἀετομάχος] α-ε-το-μά-χος ουσ. (αρσ.): ΟΡΝΙΘ. ωδικό μεταναστευτικό πουλί (επιστ. ονομασ. Lanius collurio) µε συµπεριφορά αρπακτικού. Βλ. -μάχος.
  • αετός [ἀετός] α-ε-τός ουσ. (αρσ.) {θηλ. (προφ.) αετίνα} & (λαϊκό-λογοτ.) αϊτός, αητός 1. ΟΡΝΙΘ. ημερόβιο αρπακτικό πουλί (οικογ. Accipitridae) με μεγάλο σώμα, γαμψά νύχια, κυρτό ράμφος και οξύτατη όραση: άγριος/περήφανος ~. (Σπάνιο/υπό εξαφάνιση) είδος ~ού. Τα φτερά/η φωλιά (= αετοφωλιά) του ~ού. Ο ~ πέταξε πάνω από τη λεία του. Βλ. βασιλ~, γυπ~, θαλασσ~, σπιζ~, σταυρ~, φιδ~, χρυσ~, ψαρ~, φαλακρός. 2. (μτφ.) ιδιαίτερα έξυπνο ή ικανό πρόσωπο: Είναι ~ στη δουλειά του. Έχει (το) βλέμμα/μάτι (του) ~ού (= αετίσιο βλέμμα). Πβ. ατσίδα, ξεφτέρι, ξυράφι, σαΐνι, σπίρτο. Βλ. εύστροφος, οξυδερκής. 3. χαρταετός. 4. ΙΧΘΥΟΛ. μεγαλόσωμο πελαγίσιο σελάχι (επιστ. ονομασ. Myliobatis aquila) με θωρακικά πτερύγια και μακριά ουρά σαν μαστίγιο. 5. ΑΘΛ. (προφ.) αιωρόπτερο: μηχανοκίνητος ~. ● ΣΥΜΠΛ.: δικέφαλος αετός: αναπαράσταση αετού με δύο κεφάλια, σύμβολο αυτοκρατοριών (κατεξοχήν της βυζαντινής), έμβλημα των ορθόδοξων Εκκλησιών, του Γενικού Επιτελείου Στρατού, εθνικό σύμβολο της Αλβανίας, έμβλημα αθλητικών ομάδων, σωματείων: μαρμάρινος/ξυλόγλυπτος/πατριαρχικός ~ ~. [< 1,4,5: αρχ. ἀετός 2: ιταλ. aquilone - παλαιότ. ορθογρ. αητός]
  • αηδόνι [ἀηδόνι] αη-δό-νι ουσ. (ουδ.) {αηδον-ιού | -ιών} 1. ΟΡΝΙΘ. μικρόσωμο πτηνό (επιστ. ονομασ. Luscinia megarhynchos), γνωστό για το κελάηδημα του αρσενικού που είναι πιο μελωδικό τη νύχτα: γλυκόλαλο ~. Βλ. κουφ~, ψευτ~, ωδικά πτηνά. 2. (μτφ., για πρόσ.) που είναι εξαιρετικά καλλίφωνος ή σπανιότ. έχει ευχέρεια λόγου. ● Υποκ.: αηδονάκι (το) ● ΦΡ.: μου πάει/έρχεται/κοστίζει/στοιχίζει ο κούκος αηδόνι & πληρώνω τον κούκο αηδόνι (προφ.): ακριβοπληρώνω κάτι, χωρίς να το αξίζει. [< μεσν. αηδόνιν]
  • αλκυόνη & αλκυόνα [ἀλκυόνη] αλ-κυ-ό-νη ουσ. (θηλ.): ΟΡΝΙΘ. θαλασσοπούλι (επιστ. ονομασ. Alcedo atthis) που τρέφεται με ψάρια. ΣΥΝ. ψαροπούλι, ψαροφάγος [< αρχ. ἀλκυών]
  • άλμπατρος [ἄλμπατρος] άλ-μπα-τρος ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΟΡΝΙΘ. μεγαλόσωμο θαλασσοπούλι (οικογ. Diomedeidae) του Νότιου κυρ. Ημισφαιρίου, με νηκτική μεμβράνη στα πόδια, ικανό για μεγάλης διάρκειας πτήσεις. [< γαλλ. albatros]
  • αμπελοπούλι [ἀμπελοπούλι] α-μπε-λο-πού-λι ουσ. (ουδ.): ΟΡΝΙΘ. ωδικό πτηνό (επιστ. ονομασ. Sylvia atricapilla με φτέρωμα σκούρο γκρι από πάνω και ανοιχτό γκρι-λαδί από κάτω. ΣΥΝ. Μαυροσκούφης. Βλ. τσιροβάκος, -πούλι.
  • αμπελουργός [ἀμπελουργός] α-μπε-λουρ-γός ουσ. (αρσ.) 1. (λόγ.) γεωργός που καλλιεργεί αμπέλια: ~ και οινοπαραγωγός. Πβ. αμπελοκαλλιεργητής. Βλ. -ουργός1. 2. ΟΡΝΙΘ. αποδημητικό ωδικό πτηνό (επιστ. ονομασ. Emberiza melanocephala) με μαύρο κεφάλι, καστανή ράχη και σκέτο κίτρινο κάτω μέρος του σώματος. [< 1: αρχ. ἀμπελουργός]
  • ανθρωποπούλι [ἀνθρωποπούλι] αν-θρω-πο-πού-λι ουσ. (ουδ.): ΟΡΝΙΘ. κλαψοπούλι.
  • αποδημητικός , ή, ό [ἀποδημητικός] α-πο-δη-μη-τι-κός επίθ.: ΟΡΝΙΘ. (για πτηνό) που αποδημεί για την επιβίωση ή την αναπαραγωγή του: ~ά: είδη/θηράματα/πουλιά. Πβ. μεταναστευτικός. ΑΝΤ. επιδημητικός [< μτγν. ἀποδημητικός, γαλλ. migratoire]
  • άπτερος , ος/η, ο [ἄπτερος] ά-πτε-ρος επίθ. (επιστ.) & (λαϊκό-λογοτ.) άφτερος: που δεν φέρει φτερά: (ΖΩΟΛ.) ~ο: έντομο. (ΟΡΝΙΘ.) ~α: πτηνά.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Ο ναός της Απτέρου Νίκης. ΑΝΤ. φτερωτός (1) [< αρχ. ἄπτερος, γαλλ. aptère]
  • αργυροπελεκάνος [ἀργυροπελεκάνος] αρ-γυ-ρο-πε-λε-κά-νος ουσ. (αρσ.): ΟΡΝΙΘ. υδρόβιο πουλί (επιστ. ονομασ. Pelecanus crispus) με αργυρόλευκο φτέρωμα, το πιο μεγαλόσωμο από τα είδη πελεκάνων: Οι ~οι απειλούνται παγκοσμίως με εξαφάνιση. Βλ. ροδοπελεκάνος.
  • αρπακτικά [ἁρπακτικά] αρ-πα-κτι-κά ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. αρπακτικό} & (προφ.) αρπαχτικά: ΟΡΝΙΘ. τάξη σαρκοφάγων πτηνών με γαμψά νύχια, μυτερό ράμφος και οξεία όραση: ημερόβια (: αετός, γεράκι, γύπας)/νυκτόβια (: γκιόνης, κουκουβάγια) ~. Βλ. ιερακόμορφα.|| (μτφ.) Αδηφάγο ~ό (: αδίστακτος, άπληστος άνθρωπος). [< γαλλ. rapaces]

αεραγωγός

αεραγωγός [ἀεραγωγός] α-ε-ρα-γω-γός ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. άνοιγμα, δίοδος ή σωλήνας για μεταφορά και διοχέτευση αέρα από ή προς κλειστό χώρο: εύκαμπτος ~. ~ αναρρόφησης καυσαερίων/κτιρίου/μηχανήματος/πλοίου. Βλ. εξαεριστήρας. Βλ. -αγωγός, αεριαγωγός.|| (ΙΑΤΡ.) Ρινο-/στοματο-φαρυγγικός ~. Απόφραξη ~ού (σε βρέφος). Ο λάρυγγας χρησιµεύει ως ~ και ως φωνητικό όργανο. [< γαλλ. porte-vent, αγγλ. airway]

-έτα

-έτα: κατάληξη για τον σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών από δάνειες κυρ. λέξεις: βεντ~/βιολ~/ετικ~/ζακ~/κασ~/κλακ~/κοκ~/κοτολ~/κροκ~/μακ~/μαριον~/μοτοσικλ~/μπαγκ~/ομελ~/οπερ~/παλ~/πλακ~/ρακ~/ροζ~/ρουκ~/ρουλ~/σιλου~/τουαλ~/τριπλ~/τρομπ~/φουρκ~.

εύστροφος

εύστροφος, η, ο [εὔστροφος] εύ-στρο-φος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.): που καταλαβαίνει, αντιδρά ή ενεργεί γρήγορα: ~ο: μυαλό. ~ και ετοιμόλογος/πνευματώδης. Πβ. έξυπνος, ευφυής, οξύνους, πολύστροφος, σπιρτόζος.|| (κατ' επέκτ.) ~η: απάντηση. Βλ. -στροφος. ΑΝΤ. αργόστροφος (1) ● επίρρ.: εύστροφα [< αρχ. εὔστροφος]

ιερακόμορφα

ιερακόμορφα [ἱερακόμορφα] ι-ε-ρα-κό-μορ-φα ουσ. (ουδ.) (τα): ΟΡΝΙΘ. τάξη αρπακτικών πτηνών: Οι αετοί, τα γεράκια και οι γύπες ανήκουν στα ~. [< μτγν. ἱερακόμορφος ‘που έχει τη μορφή γερακιού’, αγγλ.-γαλλ. falconiformes]

λυροπετεινός

λυροπετεινός λυ-ρο-πε-τει-νός ουσ. (αρσ.): ΟΡΝΙΘ. μεγάλος αγριόγαλος (επιστ. ονομασ. Lyrurus/Tetrao tetrix), του οποίου το αρσενικό έχει μαύρο-κυανό φτέρωμα και γυριστή ουρά σε σχήμα λύρας, ενώ το θηλυκό έχει συνήθ. καστανοκόκκινο φτέρωμα και διχαλωτή ουρά. Βλ. αγριόκουρκος.

-μάχος

-μάχος (λόγ.) επίθημα αρσενικών ουσιαστικών∙ αναφέρεται σε πρόσωπο που αγωνίζεται 1. εναντίον αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (κυρ. ΙΣΤ.) εικονο~/θεο~/χριστιανο~.|| Ταυρο~.|| (ΟΡΝΙΘΟΛ.) Αετο~. 2. για την υπεράσπιση ενός τόπου ή μιας περιοχής: (ΙΣΤ.) μακεδονο~/μαραθωνο~.|| (μτφ.) Ξω-μάχος. 3. με συγκεκριμένο τρόπο ή μέσο: (ο/η) μονο~. Ξιφο~/πυγ~.

-ουργός1

-ουργός1: επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε ειδικό τεχνίτη ή καλλιεργητή: ταπητ~/υφαντ~. Σιδηρ~.|| Aμπελ~.

-πούλι

-πούλι: β' συνθετικό σε γενικές ή κοινές ονομασίες πουλιών: αγριο~/θαλασσο~/νυχτο~. Κλωσσο~. Ψαρο~ (πβ. -φάγος).

ροδοπελεκάνος

ροδοπελεκάνος ρο-δο-πε-λε-κά-νος ουσ. (αρσ.): ΟΡΝΙΘ. μεγαλόσωμος πελεκάνος με λευκό φτέρωμα (επιστ. ονομασ. Pelecanus onocrotalus), ο οποίος την εποχή της αναπαραγωγής έχει ρόδινη απόχρωση. Βλ. αργυροπελεκάνος.

τσιροβάκος

τσιροβάκος τσι-ρο-βά-κος ουσ. (αρσ.): ΟΡΝΙΘ. μικρό εντομοφάγο πουλί (γένος Sylvia) που ζει σε εύκρατες και υποτροπικές περιοχές και έχει μελωδικό κελάηδημα. Βλ. αμπελοπούλι, στρουθιόμορφα.

-φόρος

-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.