Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 183 εγγραφές  [0-20]


  • αζουρίτης [ἀζουρίτης] α-ζου-ρί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. ορυκτό άλας του βασικού ανθρακικού χαλκού με χαρακτηριστικό μπλε χρώμα, που ως ημιπολύτιμος λίθος τοποθετείται συνήθ. σε κοσμήματα. Βλ. μαλαχίτης, -ίτης2. [< γαλλ. azurite]
  • αιματίτης [αἱματίτης] αι-μα-τί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. ορυκτό οξείδιο του σιδήρου κοκκινωπού ή καστανού χρώματος και συνεκδ. η αντίστοιχη μαύρη πέτρα: πλακώδης/φυλλώδης ~.|| Σφραγιδόλιθοι κατασκευασμένοι από ~η. Βλ. -ίτης2. [< μτγν. αἱματίτης, γαλλ. hématite, αγγλ. hæmatite]
  • ακουαμαρίνα [ἀκουαμαρίνα] α-κου-α-μα-ρί-να ουσ. (θηλ.): ΟΡΥΚΤ. ημιπολύτιμος λίθος, ποικιλία της βηρύλλου, με διαφανές γαλάζιο ή γαλαζοπράσινο χρώμα. [< ιταλ. acquamarina]
  • αλάβαστρο [ἀλάβαστρο] α-λά-βα-στρο ουσ. (ουδ.) {αλαβάστρ-ου} & αλάβαστρος (ο) 1. ΟΡΥΚΤ. ορυκτός λίθος, ποικιλία του γύψου ή του ασβεστίτη, ημιδιαφανής, λευκός ή με μεγάλη ποικιλία χρωματισμών· συνεκδ. αντικείμενο από αλάβαστρο: είδη/τασάκι από ~.|| ~α και χρυσαφικά. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. αγγείο χωρίς λαβές και βάση, μακρόστενου, κυλινδρικού σχήματος, με στενό λαιμό και πλατύ χείλος, για αρώματα και αρωματικά έλαια: γυάλινο/πήλινο ~. [< μτγν. ἀλάβαστρον, γαλλ. albâtre, αγγλ. alabaster]
  • αλβίτης [ἀλβίτης] αλ-βί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. πυριτικό άλας του αργιλίου και του νατρίου Na (ΑlSi3O8) που ανήκει στη σειρά των αστρίων και χρησιμοποιείται στην κατασκευή πυρίμαχων σκευών. Βλ. πλαγιόκλαστο, -ίτης2. [< αγγλ.-γαλλ. albite]
  • αλεξανδρίτης [ἀλεξανδρίτης] α-λε-ξαν-δρί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. σπάνιος πολύτιμος λίθος με χρώμα πράσινο στο φως της ημέρας ή βαθύ κόκκινο σε τεχνητό φως. Βλ. -ίτης2. [< αγγλ. alexandrite]
  • αμέθυστος [ἀμέθυστος] α-μέ-θυ-στος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ύστου}: ΟΡΥΚΤ. ημιπολύτιμος λίθος, ημιδιαφανής παραλλαγή του χαλαζία σε βιολετί χρώμα: κρύσταλλοι ~ου. Κολιέ με μαργαριτάρια και ~ους. [< μτγν. ἀμέθυστος, γαλλ. améthyste, αγγλ. amethyst]
  • αμίαντος [ἀμίαντος] α-μί-α-ντος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -άντου}: ΟΡΥΚΤ. περιληπτ. ονομασ. επιβλαβών για την υγεία, άφλεκτων, ινωδών ορυκτών με ευρεία χρήση (παλαιότ.) σε δομικά υλικά και άλλα προϊόντα: απόβλητα/ίνες/πλάκες/σκόνη/στολές (βλ. πυράντοχος)/φύλλα ~ου. Η καρκινογόνος δράση του ~ου. Μπλε ~ (= κροκιδόλιθος). [< μτγν. ἀμίαντος (λίθος), γαλλ. amiante, αγγλ. amiantus]
  • αμφίβολοι [ἀμφίβολοι] αμ-φί-βο-λοι ουσ. (αρσ.) (οι): ΟΡΥΚΤ. ομάδα πυριτικών πετρογενετικών ορυκτών. Βλ. τρεμολίτης. [< αγγλ.-γαλλ. amphiboles]
  • ανδαλουσίτης [ἀνδαλουσίτης] αν-δα-λου-σί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. άχρωμο ή ρόδινο αργιλοπυριτικό ορυκτό με τη μορφή κυρ. πρισματικών κρυστάλλων, κόκκων ή ακανόνιστων μαζών, το οποίο εμφανίζεται σε μεταμορφωσιγενή πετρώματα. Βλ. κυανίτης, -ίτης2. [< γαλλ. andalousite]
  • ανθρακίτης [ἀνθρακίτης] αν-θρα-κί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. σκληρό, γυαλιστερό κάρβουνο εξαιρετικής ποιότητας. Βλ. γαι-, λιθ-άνθρακας, λιγνίτης, -ίτης2. [< μτγν. ἀνθρακῖτις (ἡ), αγγλ.-γαλλ. anthracite]
  • ανυδρίτης [ἀνυδρίτης] α-νυ-δρί-της ουσ. (αρσ.) 1. ΧΗΜ. κάθε χημική ένωση που σχηματίζει οξύ, όταν αντιδράσει με το νερό: ανθρακικός/φωσφορικός ~. 2. ΟΡΥΚΤ. άνυδρο θειικό ασβέστιο. Πβ. γύψος. Βλ. εβαπορίτες, -ίτης2. [< 1: γερμ. Anhydride, γαλλ.-αγγλ. anhydride 2: γαλλ.-αγγλ. anhydrite]
  • απατίτης [ἀπατίτης] α-πα-τί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. φωσφορικό ορυκτό του ασβεστίου, (κυανο)πράσινο, ιώδες, καστανό, λευκό ή άχρωμο, (ημι)διαφανές, με μορφή πρισματικών κρυστάλλων. Βλ. φωσφορίτης, -ίτης2. [< γερμ. Apatit, γαλλ.-αγγλ. apatite]
  • αραγωνίτης [ἀραγωνίτης] α-ρα-γω-νί-της ουσ. (αρσ.) & αραγονίτης: ΟΡΥΚΤ. ορυκτό ανθρακικό ασβέστιο που συναντάται σε μορφή κρυστάλλων: λεπτόκοκκος ~. Βλ. ασβεστίτης, -ίτης2. [< γαλλ.-αγγλ. aragonite]
  • ασβεστίτης [ἀσβεστίτης] α-σβε-στί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. ορυκτό ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3), κύριο συστατικό των ασβεστολιθικών πετρωμάτων: απόθεση/κρύσταλλοι ~η. Βλ. αλάβαστρο, αραγωνίτης, ασβεστόλιθος, -ίτης2. [< γαλλ. calcite]
  • ασβεστιτικός , ή, ό [ἀσβεστιτικός] α-σβε-στι-τι-κός επίθ.: ΟΡΥΚΤ. που περιέχει ασβεστίτη: ~ά: μάρμαρα. [< γαλλ. calcitique]
  • ασβεστόλιθος [ἀσβεστόλιθος] α-σβε-στό-λι-θος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ίθου}: ΟΡΥΚΤ. ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται κυρ. από ανθρακικό ασβέστιο και χρησιμοποιείται για την παρασκευή ασβέστη, απορρυπαντικών, ζωοτροφών, λιπασμάτων, χρωμάτων ή πλαστικών: κιτρινωπός/λευκός/μαλακός/πορώδης/σκληρός/συμπαγής ~. Κοραλλιογενείς/κρυσταλλικοί/μαργαϊκοί/πλακώδεις ~οι. Βλ. ασβεστ-, δολομ-ίτης. ΣΥΝ. ασβεστόπετρα, πωρόλιθος, τιτανόλιθος [< γαλλ. pierre calcaire]
  • άστριοι [ἄστριοι] ά-στρι-οι ουσ. (αρσ.) (οι) {αστρί-ων | σπανιότ. στον εν. άστριος}: ΟΡΥΚΤ. οµάδα αργιλοπυριτικών ορυκτών που περιέχουν κυρ. κάλιο, νάτριο ή ασβέστιο και αποτελούν το βασικότερο ορυκτό συστατικό του φλοιού της Γης. Βλ. φωνόλιθος. [< μτγν. ἄστριος]
  • αυγίτης [αὐγίτης] αυ-γί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. ορυκτός κρύσταλλος που περιέχει μεγάλη ποσότητα αλουμινίου, σιδήρου και μαγνησίου, έχει χρώμα από σκούρο πράσινο έως μαύρο και συναντάται κυρ. σε εκρηξιγενή πετρώματα. Βλ. βασάλτης, -ίτης1. [< μτγν. αὐγίτης, αγγλ. augite]
  • αυτοφυής , ής, ές [αὐτοφυής] αυ-το-φυ-ής επίθ. 1. ΒΟΤ. (για φυτό, δέντρο) που φυτρώνει μόνο του, χωρίς να καλλιεργηθεί· που είναι εγχώριο: ~ής: θάμνος. ~ής: βλάστηση (ΣΥΝ. άγρια, φυσική)/χλωρίδα. ~ές: δάσος.|| ~ής: πληθυσμός της κουκουναριάς (= αυτόχθων, γηγενής, ιθαγενής). 2. ΟΡΥΚΤ. (για μέταλλα) που αποτελούνται από ένα μόνο στοιχείο και υπάρχουν στη φύση σε καθαρή μορφή: ~ής: μόλυβδος/χαλκός/χρυσός. Βλ. -φυής. ● επίρρ.: αυτοφυώς [-ῶς] (λόγ.) [< 1: αρχ. αὐτοφυής]

αλάβαστρο

αλάβαστρο [ἀλάβαστρο] α-λά-βα-στρο ουσ. (ουδ.) {αλαβάστρ-ου} & αλάβαστρος (ο) 1. ΟΡΥΚΤ. ορυκτός λίθος, ποικιλία του γύψου ή του ασβεστίτη, ημιδιαφανής, λευκός ή με μεγάλη ποικιλία χρωματισμών· συνεκδ. αντικείμενο από αλάβαστρο: είδη/τασάκι από ~.|| ~α και χρυσαφικά. 2. ΑΡΧΑΙΟΛ. αγγείο χωρίς λαβές και βάση, μακρόστενου, κυλινδρικού σχήματος, με στενό λαιμό και πλατύ χείλος, για αρώματα και αρωματικά έλαια: γυάλινο/πήλινο ~. [< μτγν. ἀλάβαστρον, γαλλ. albâtre, αγγλ. alabaster]

ασβεστίτης

ασβεστίτης [ἀσβεστίτης] α-σβε-στί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. ορυκτό ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3), κύριο συστατικό των ασβεστολιθικών πετρωμάτων: απόθεση/κρύσταλλοι ~η. Βλ. αλάβαστρο, αραγωνίτης, ασβεστόλιθος, -ίτης2. [< γαλλ. calcite]

βασάλτης

βασάλτης βα-σάλ-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. πολύ σκληρό, σκουρόχρωμο και υαλώδες ηφαιστειογενές πέτρωμα: μαύρος ~. Βλ. γάββρος, γρανίτης. [< γαλλ. basalte] ΒΑΣΑΛΤΗΣ

γαιο- & γαι-

γαιο- & γαι-: α' συνθετικό λέξεων με αναφορά στο υπέδαφος, στη γη, συνήθ. ως εδαφική έκταση, ή στον πλανήτη Γη: γαι-άνθρακας.|| Γαιο-κτήμονας.|| Γαι-όραμα. Βλ. γεω-, γη-.

εβαπορίτες

εβαπορίτες [ἐβαπορίτες] ε-βα-πο-ρί-τες ουσ. (αρσ.) (οι): ΟΡΥΚΤ. χημικά ιζηματογενή πετρώματα που σχηματίζονται, συνήθ. σε ρηχές θάλασσες και λίμνες, μετά την εξάτμιση του αλμυρού νερού: Τα κύρια ορυκτά που απαντούν στους ~ είναι ο γύψος, ο ανυδρίτης και το ορυκτό αλάτι. [< αγγλ. evaporites, 1924]

-ίτης2

-ίτης2: επίθημα για την απόδοση ξένων όρων, ιδ. ορυκτών: βωξ~/γραν~/γραφ~/δολομ~/λιγν~.

κυανίτης

κυανίτης κυ-α-νί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. πυριτικό αργίλιο (σύμβ. Al2SiO5) κρυσταλλικής μορφής και κυανού χρώματος που χρησιμοποιείται ως πυρίμαχο υλικό. Βλ. ανδαλουσίτης, -ίτης2. ΣΥΝ. δισθενής [< γερμ. Zyanit, αγγλ.-γαλλ. cyanite]

μαλαχίτης

μαλαχίτης μα-λα-χί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. ορυκτό άλας του βασικού ανθρακικού χαλκού με έντονο πράσινο χρώμα, που ως ημιπολύτιμος λίθος χρησιμοποιείται στην κατασκευή κοσμημάτων και διακοσμητικών αντικειμένων. Βλ. αζουρίτης, -ίτης2. [< γαλλ.-αγγλ. malachite < μτγν. μολοχῖτις (λίθος)]

πλαγιόκλαστο

πλαγιόκλαστο πλα-γι-ό-κλα-στο ουσ. (ουδ.): ΟΡΥΚΤ. συστατικό των εκρηξιγενών πετρωμάτων που ανήκει στην ομάδα των αστρίων και περιέχει ασβέστιο και νάτριο. Βλ. ορθόκλαστο. [< γαλλ.-αγγλ. plagioclase]

τρεμολίτης

τρεμολίτης τρε-μο-λί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. ορυκτό της ομάδας των αμφιβόλων σε αποχρώσεις του λευκού και του γκρι: ινώδης/κρυσταλλικός ~. Βλ. -ίτης2. [< γαλλ. tré molite, αγγλ. tremolite]

-φυής

-φυής, ής, ές {-φυούς | -φυείς (ουδ. -φυή)} (λόγ.) επίθημα που δηλώνει 1. ορισμένη κατασκευή, μορφή: λεπτο~.|| (μτφ.) Δι~/πολυ~ (πβ. -ειδής). 2. συγκεκριμένη νοητική ικανότητα, ειδικό χαρακτηριστικό: ευ~/ιδιο~/μεγαλο~.

φωνόλιθος

φωνόλιθος φω-νό-λι-θος ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. γκριζοπράσινο ηφαιστειακό πέτρωμα που αποτελείται κυρ. από αστρίους· διασπάται σε λεπτές πλάκες, από την κρούση των οποίων παράγεται χαρακτηριστικός ήχος. [< γαλλ. phonolit(h)e, αγγλ. phonolite]

φωσφορίτης

φωσφορίτης φω-σφο-ρί-της ουσ. (αρσ.): ΟΡΥΚΤ. ιζηματογενές πέτρωμα με υψηλή συγκέντρωση φωσφορικού ασβεστίου. Βλ. απατίτης, -ίτης2. [< αγγλ.-γαλλ. phosphorite]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.