Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 9 εγγραφές  [0-9]


  • αντιβολή [ἀντιβολή] α-ντι-βο-λή ουσ. (θηλ.): ΠΑΛΑΙΟΓΡ. αντιπαραβολή των διασωθέντων χειρογράφων ενός έργου, με σκοπό τη διαπίστωση των μεταξύ τους σχέσεων. Σε ~ με το πρωτότυπο. [< μτγν. ἀντιβολή]
  • απλογραφία [ἁπλογραφία] α-πλο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΛΟΓΙΣΤ. μέθοδος λογιστικής καταχώρισης, κατά την οποία κάθε λογιστικό γεγονός εγγράφεται σε έναν μόνο αναλυτικό λογαριασμό. Βλ. διπλογραφία. 2. ΠΑΛΑΙΟΓΡ. εσφαλμένη παράλειψη ενός από δύο όμοιους φθόγγους ή μιας από δύο συνεχόμενες ίδιες συλλαβές κατά την αντιγραφή κειμένων. Βλ. -γραφία, διττογραφία. [< 1: γαλλ. comptabilité (en partie) simple 2: γερμ. Haplographie, αγγλ. haplography]
  • αρχέτυπο [ἀρχέτυπο] αρ-χέ-τυ-πο ουσ. (ουδ.) {αρχετύπ-ου} 1. αρχικός τύπος, πρωταρχική εικόνα και γενικότ. καθετί που χρησιμοποιείται ως υπόδειγμα: το ~ του ήρωα. Θρησκευτικά/μυθολογικά ~α. Πρότυπο-~.|| (ΨΥΧΟΛ.) Το ~ του πατέρα (βλ. συλλογικό ασυνείδητο). Πβ. μοντέλο, σύμβολο. 2. ΠΛΗΡΟΦ. πρωτότυπη, μη λειτουργική έκδοση υπολογιστικού προγράμματος, για την ακριβή καταγραφή των απαιτήσεων του πελάτη, που κατασκευάζεται σε διαφορετικό συνήθ. περιβάλλον ανάπτυξης από αυτό της τελικής εφαρμογής: ~ λογισμικού. 3. ΠΑΛΑΙΟΓΡ. το κείμενο από το οποίο θεωρείται ότι προήλθαν όλα τα σωζόμενα χειρόγραφα (ενός έργου). [< 1, 3: μτγν. ἀρχέτυπον, γερμ. Archetyp, γαλλ. archétype, αγγλ. archetype 2: αγγλ. prototype]
  • βύβλος βύ-βλος ουσ. (θηλ.): ΠΑΛΑΙΟΓΡ. πάπυρος. [< αρχ. βύβλος]
  • γραφή γρα-φή ουσ. (θηλ.) 1. αναπαράσταση του λόγου με γραπτά σημεία (γράμματα) και ιδ. κάθε σύστημα γραφικών συμβόλων: αλφαβητική/βυζαντινή/εβραϊκή/εικονογραφική/ελληνική/επίσημη/ιαπωνική/ιερογλυφική/ιστορική (βλ. ετυμολογία)/κινεζική/λατινική/μουσική/συλλαβογραφική/σφηνοειδής/φωνητική ~. Ανάγλυφη (= σύστημα/γραφή Μπράιγ)/ηλεκτρονική/μονοτονική/πολυτονική ~. Κεφαλαιογράμματη/μεγαλογράμματη/μικρογράμματη ~. ~ των αριθμών. Αλγεβρική ~.|| (ΤΥΠΟΓΡ.) Έντονη (= μπολντ)/πλάγια/υπογραμμισμένη ~. 2. γράψιμο· ειδικότ. γραφικός χαρακτήρας: ορθή ~ (βλ. ορθογραφία). ~ του ονόματος με λατινικούς χαρακτήρες. Δεξιότητες/διαταραχές ~ής (βλ. δυσγραφία). Εξάσκηση του μαθητή στο κείμενο καθ' υπαγόρευση και στην ελεύθερη ~. Μαθαίνει ~ και ανάγνωση.|| Δυσανάγνωστη/ευανάγνωστη ~. Βλ. ανα~, αντι~, δια~, εγ~, επι~, μετα~, κακο-, καλλι-γραφία, παρα~, προ~. 3. ύφος κειμένου ή άλλου καλλιτεχνικού έργου: δημοσιογραφική/ειρωνική/επιστημονική/θεατρική/λογοτεχνική ~. Γυναικεία/ιδιόρρυθμη/ιδιότυπη/λακωνική/λιτή/προσωπική/πρωτότυπη/πυκνή/σατιρική/συμβολική/υπαινικτική ~. Πβ. γραφίδα, πένα.|| Σκηνοθέτης/ταινία με ανατρεπτική/αντισυμβατική/μοντέρνα ~. Ο καλλιτέχνης καταθέτει τη δική του εικαστική ~. Πβ. στιλ. 4. ΠΑΛΑΙΟΓΡ. ο τρόπος που γράφεται μια λέξη ή τμήμα κειμένου σε χειρόγραφο που διασώζει αρχαίο κείμενο: εσφαλμένη/ορθή ~. Διαφορετικές ~ές. ● ΣΥΜΠΛ.: Αγία Γραφή: ΘΕΟΛ. το σύνολο των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, η Βίβλος. Πβ. Ιερά Γράμματα, το βιβλίο των βιβλίων., αυτόματη γραφή: ΛΟΓΟΤ. υπερρεαλιστική τεχνική που βασίζεται στον ελεύθερο συνειρμό. Βλ. συγ~. [< γαλλ. écriture automatique] , δημιουργική γραφή & δημιουργικό γράψιμο: μάθημα, σεμιναριακό ή πανεπιστημιακό, με αντικείμενο την καλλιέργεια του γραπτού λόγου και την ανάπτυξη συγγραφικών δεξιοτήτων. [< αγγλ. creative writing, 1922] , Ιερές Γραφές & Γραφές: ΘΡΗΣΚ. ιερά κείμενα: εβραϊκές/χριστιανικές ~ ~ (πβ. Ιερά Γράμματα). Βλ. Βίβλος, Κοράνι, Ταλμούδ., αναδυόμενη γραφή βλ. αναδυόμενος, γοτθική γραφή βλ. γοτθικός, γραμμική (γραφή) Α βλ. γραμμικός, γραμμική (γραφή) Β βλ. γραμμικός, δείγμα γραφής βλ. δείγμα, ιερατική γραφή βλ. ιερατικός, κατοπτρική γραφή βλ. κατοπτρικός ● ΦΡ.: στο κάτω κάτω (της γραφής) βλ. κάτω [< αρχ. γραφή, γαλλ. écriture]
  • διττογραφία διτ-το-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΠΑΛΑΙΟΓΡ. εσφαλμένη επανάληψη λέξης, τμήματός της ή φράσης από αντιγραφέα κειμένου. Βλ. απλογραφία, -γραφία. [< μτγν. δισσογραφία, γερμ. Dittographie, αγγλ. dittography]
  • παλαίτυπο πα-λαί-τυ-πο ουσ. (ουδ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΠΑΛΑΙΟΓΡ. κάθε βιβλίο που έχει τυπωθεί από το 1501 έως το 1600. Βλ. αρχέτυπο, -τυπος2.
  • στέμμα στέμ-μα ουσ. (ουδ.) {στέμμ-ατος} 1. κυκλικό κόσμημα κεφαλής, συνήθ. από μέταλλο στολισμένο με πολύτιμους λίθους, που φοριέται ως σύμβολο εξουσίας και συνεκδ. το αξίωμα και η εξουσία του μονάρχη ή η αντίστοιχη παράσταση ως έμβλημα της μοναρχίας: αυτοκρατορικό/βασιλικό/διαμαντένιο/χρυσό ~. Βάζει/φοράει το ~ (: ανακηρύσσεται μονάρχης). Πβ. διάδημα, κορόνα, τιάρα.|| Ο διάδοχος/κληρονόμος του ~ατος. Κοσμήματα του ~ατος (: για τις επίσημες εμφανίσεις των μοναρχών). Πβ. βασιλεία, θρόνος, παλάτι.|| Η σφραγίδα του ~ατος. 2. σύμβολο νίκης κυρ. σε διαγωνισμό ομορφιάς ή ο τίτλος σε αθλητικό πρωτάθλημα: το ~ της Σταρ Ελλάς.|| (μτφ.) Το ~ του πρωταθλητή. Βασίλισσα χωρίς ~ (: για ομάδα). Έχασε/παρέδωσε/πήρε/φόρεσε το ~ του βασιλιά της Ευρώπης. 3. ΑΣΤΡΟΝ. η εξώτατη ατμόσφαιρα αστέρα που μοιάζει με φωτεινό κύκλο και αποτελείται από πολύ μικρής πυκνότητας αέριο. Πβ. άλως, στεφάνη. 4. ΠΑΛΑΙΟΓΡ. διάγραμμα που απεικονίζει την προέλευση και τις σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών χειρογράφων αρχαίου κειμένου: ~ κωδίκων. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλιακό στέμμα βλ. ηλιακός, Ηρακλείς του στέμματος βλ. Ηρακλής [< 1,2: αρχ. στέμμα 3: γαλλ. couronne 4: νεολατ. stemma]
  • τρίπτυχος , η, ο τρί-πτυ-χος επίθ.: που αποτελείται από τρία τμήματα, μέρη: ~η: εικόνα/θήκη. ~ο: φυλλάδιο.|| ~η: προσέγγιση. ~ο: αφιέρωμα (σε έναν ποιητή). Βλ. -πτυχος. ● Ουσ.: τρίπτυχο (το) {-ου (λόγ.) -ύχου} 1. σύνολο από τρία στοιχεία ή αντικείμενα που σχετίζονται μεταξύ τους: το ~ της επιτυχίας (πβ. τριπλέτα)/των μέτρων/των προτεραιοτήτων/των στόχων. Το ~ των κτιρίων «Ακαδημία - Πανεπιστήμιο - Εθνική Βιβλιοθήκη» (= Αθηναϊκή Τριλογία). 2. δελτίο ή έντυπο που διπλώνεται σε τρία συνεχόμενα φύλλα: ροζ ~ (: το δίπλωμα οδήγησης). Το ~ της σχολής (: η φοιτητική ταυτότητα).|| Διαφημιστικό ~. 3. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. ζωγραφική ή ανάγλυφη σύνθεση με τρεις ξεχωριστές επιφάνειες, οι οποίες συνδέονται έτσι, ώστε οι δύο μικρότερες πλαϊνές να διπλώνονται πάνω στη μεγαλύτερη κεντρική επιφάνεια: ~ με σκηνές από τα Πάθη του Χριστού. Βλ. δίπτυχο. 4. ΠΑΛΑΙΟΓΡ. {συνήθ. στον πληθ.} τρεις ενωμένες πινακίδες που συναποτελούν έναν κώδικα. Βλ. πολύπτυχο. [< 2,3: γαλλ. triptyque, αγγλ. triptych] [< αρχ. τρίπτυχος, γαλλ. triptyque, αγγλ. triptych]

αναδυόμενος

αναδυόμενος, η, ο [ἀναδυόμενος] α-να-δυ-ό-με-νος επίθ. 1. που αναδύεται: ~ (μέσα) από τα κύματα.|| (μτφ.) ~η: επιχείρηση. ~ο: ταλέντο. ~οι: κίνδυνοι. ~α: ερωτήματα/προβλήματα. || ~α: κράτη. Οι ~οι γίγαντες της παγκόσμιας οικονομίας. 2. ΠΛΗΡΟΦ. για αντικείμενο γραφικού περιβάλλοντος που εμφανίζεται ξαφνικά στην οθόνη του υπολογιστή: ~η: διαφήμιση/λίστα. ~ο: μενού/μήνυμα/παράθυρο. ΣΥΝ. ποπ-απ ● Ουσ.: Αναδυομένη (η): προσωνυμία της θεάς Aφροδίτης. ● ΣΥΜΠΛ.: αναδυόμενες αγορές: ΟΙΚΟΝ. που αρχίζουν να αναπτύσσονται με καλές προοπτικές, συνήθ. σε λιγότερο αναπτυγμένες χώρες. [< αγγλ. emerging markets] , αναδυόμενη γραφή: ΨΥΧΟΛ. που αναπτύσσει το παιδί στην προσχολική ηλικία. [< αγγλ. emerging writing] , αναδυόμενος γραμματισμός βλ. γραμματισμός [< 1: αρχ. ἀναδυόμενος, αγγλ. emerging 2: αγγλ. pop-up, 1926]

απλογραφία

απλογραφία [ἁπλογραφία] α-πλο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΛΟΓΙΣΤ. μέθοδος λογιστικής καταχώρισης, κατά την οποία κάθε λογιστικό γεγονός εγγράφεται σε έναν μόνο αναλυτικό λογαριασμό. Βλ. διπλογραφία. 2. ΠΑΛΑΙΟΓΡ. εσφαλμένη παράλειψη ενός από δύο όμοιους φθόγγους ή μιας από δύο συνεχόμενες ίδιες συλλαβές κατά την αντιγραφή κειμένων. Βλ. -γραφία, διττογραφία. [< 1: γαλλ. comptabilité (en partie) simple 2: γερμ. Haplographie, αγγλ. haplography]

αρχέτυπο

αρχέτυπο [ἀρχέτυπο] αρ-χέ-τυ-πο ουσ. (ουδ.) {αρχετύπ-ου} 1. αρχικός τύπος, πρωταρχική εικόνα και γενικότ. καθετί που χρησιμοποιείται ως υπόδειγμα: το ~ του ήρωα. Θρησκευτικά/μυθολογικά ~α. Πρότυπο-~.|| (ΨΥΧΟΛ.) Το ~ του πατέρα (βλ. συλλογικό ασυνείδητο). Πβ. μοντέλο, σύμβολο. 2. ΠΛΗΡΟΦ. πρωτότυπη, μη λειτουργική έκδοση υπολογιστικού προγράμματος, για την ακριβή καταγραφή των απαιτήσεων του πελάτη, που κατασκευάζεται σε διαφορετικό συνήθ. περιβάλλον ανάπτυξης από αυτό της τελικής εφαρμογής: ~ λογισμικού. 3. ΠΑΛΑΙΟΓΡ. το κείμενο από το οποίο θεωρείται ότι προήλθαν όλα τα σωζόμενα χειρόγραφα (ενός έργου). [< 1, 3: μτγν. ἀρχέτυπον, γερμ. Archetyp, γαλλ. archétype, αγγλ. archetype 2: αγγλ. prototype]

βίβλος

βίβλος βί-βλος ουσ. (θηλ.) 1. ΘΡΗΣΚ. (με κεφαλ. το αρχικό Β) η Αγία Γραφή: τα βιβλία/χωρία της ~ου. Πβ. Ιερά Γράμματα, Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Βλ. Ιερές Γραφές, Κοράνι, Ταλμούδ. 2. σύγγραμμα, εγχειρίδιο που θεωρείται το πιο έγκυρο σε κάποιον τομέα: η ~ του καλού/σύγχρονου επιχειρηματία. ● ΣΥΜΠΛ.: Λευκή Βίβλος/Λευκό Βιβλίο: ΠΟΛΙΤ. καθένα από τα επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιέχουν προτάσεις κοινοτικής δράσης σε συγκεκριμένους τομείς: ~ ~ για την ανάπτυξη/την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση. [< αγγλ. White Paper] , Μαύρη Βίβλος: βιβλίο ή σύνολο κειμένων που αναφέρονται σε αρνητικά και κατακριτέα στοιχεία (καθεστώτος, κράτους, προσώπου): η ~ ~ του καπιταλισμού/του φασισμού. [< γαλλ. Livre Noir] , Μπλε Βίβλος & Βιβλίο: ΠΟΛΙΤ. καθένα από τα επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που περιέχουν τους στρατηγικούς στόχους και τις συστάσεις της Επιτροπής για κοινοτική δράση στον τομέα των θαλάσσιων μεταφορών. [< αγγλ. Blue Paper] , Πράσινη Βίβλος/Πράσινο Βιβλίο: ΠΟΛΙΤ. καθένα από τα επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποσκοπούν στην προώθηση του προβληματισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο για συγκεκριμένο θέμα: ~ ~ για την ενέργεια/την επιχειρηματικότητα. [< αγγλ. Green Paper, 1967] , χαρτί βίβλου: ΤΥΠΟΓΡ. λεπτό αδιαφανές χαρτί εκτύπωσης [< αγγλ. Bibel paper, 1903, γαλλ. Papier bible] , χρυσή βίβλος 1. (μτφ., συνήθ. στον αθλητισμό) καταγραφή των πιο λαμπρών ονομάτων, στιγμών ή περιστατικών που αφορούν έναν χώρο: η ~ ~ του κυπέλλου/των μεταλλίων/των πρωταθλητών/των τελικών. 2. ΙΣΤ. κατάλογος με τα ονόματα των ευγενών την περίοδο της Ενετοκρατίας, κυρ. στα Επτάνησα. ΣΥΝ. λίμπρο ντ' όρο [< ιταλ. libro d'oro] [< 1: μτγν. Βίβλος 2: γαλλ.-αγγλ. bible]

γοτθικός

γοτθικός, ή, ό γοτ-θι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τους Γότθους: ~ός: ναός (: με χαρακτηριστικά οξυκόρυφα τόξα και θόλο με νευρώσεις)/ρυθμός. ~ή: αρχιτεκτονική/τέχνη. ~ά: γράμματα. Βλ. νεο~. ● ΣΥΜΠΛ.: γοτθική γραφή: τύπος γραφής του λατινικού αλφαβήτου με όρθιους χαρακτήρες που σχηματίζουν γωνίες., γοτθικό μυθιστόρημα: ΛΟΓΟΤ. λογοτεχνικό έργο στο οποίο κυριαρχεί ατμόσφαιρα μυστηρίου και τρόμου. Βλ. γκόθικ. [< μτγν. Γοτθικός, γαλλ. gothique]

γραμμικός

γραμμικός, ή, ό γραμ-μι-κός επίθ. 1. που αποτελείται από γραμμές ή έχει μορφή γραμμής: (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ή: διακόσμηση/παράσταση/σύνθεση. ~ό: στοιχείο. ~ά: κοσμήματα/μοτίβα/σχήματα. 2. (μτφ.) που αναπτύσσεται ευθύγραμμα, σε ακολουθία, διαδοχή: ~ός: χρόνος. ~ή: ανάγνωση/αντίληψη (για την ιστορία)/διαδικασία/εξέλιξη/μορφή/πλοκή/πορεία/σκέψη/σχέση (βλ. μητρο~, πατρο~). Πβ. σειριακός. Βλ. διακλαδωτός, πολυεπίπεδος. || (ΚΙΝΗΜ.) ~ό μοντάζ (: που γίνεται πλάνο προς πλάνο, από την αρχή προς το τέλος). 3. (επιστ.) που έχει μορφή ή διάταξη ευθείας γραμμής: (ΦΥΣ.-ΗΛΕΚΤΡΟΝ., που αναφέρεται σε ανάλογη μεταβολή μεγεθών, παραμέτρων:) ~ός: κινητήρας/ταλαντωτής. ~ή: ανίχνευση (θερμοκρασίας)/πυκνότητα/ταχύτητα. ~ό: κύκλωμα/φάσμα/φορτίο. (Μη) ~ές: ιδιότητες/ταλαντώσεις. (Μη) ~ά: κύματα/φαινόμενα. Βλ. μονο~.|| (ΜΑΘ., που μπορεί να αναπαρασταθεί με ευθεία γραφική παράσταση:) ~ός: μετασχηματισμός/συνδυασμός (διανυσμάτων)/χώρος. ~ή: ανάλυση/απεικόνιση/διάταξη/εξάρτηση (διανυσμάτων)/συνάρτηση. ~ό: μοντέλο/πρόβλημα/σύστημα/υπόδειγμα. ~οί: περιορισμοί. ~ές: εξισώσεις (: α' βαθμού). ● επίρρ.: γραμμικά: Η ιστορία δεν εξελίσσεται ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γραμμική (γραφή) Α: ΦΙΛΟΛ. σύστημα γραφής που χρησιμοποιήθηκε κυρ. στη μινωική Κρήτη (περ. 1750 - 1450 π.Χ.). [< αγγλ. Linear A, 1948] , γραμμική (γραφή) Β: ΦΙΛΟΛ. σύστημα γραφής που χρησιμοποιήθηκε στη μυκηναϊκή Eλλάδα (περ. 1450 - 1200 π.Χ.) και αποδίδει την ελληνική γλώσσα: πινακίδες με/σε ~ ~. Η αποκρυπτογράφηση της ~ής ~ής Β έγινε από τους M. Ventris και J. Chadwick το 1952. [< αγγλ. Linear Β, 1950] , γραμμική οικονομία: ΟΙΚΟΝ. παραδοσιακό μοντέλο σύμφωνα με το οποίο γίνεται παραγωγή και κατανάλωση προϊόντων και απόρριψη σκουπιδιών χωρίς καμιά πρόνοια για το περιβάλλον. ΑΝΤ. κυκλική οικονομία., γραμμικό σχέδιο: που δημιουργείται με κανόνα και διαβήτη. Βλ. ελεύθερο σχέδιο., γραμμικός προγραμματισμός: ΜΑΘ. μέθοδος επίλυσης πρακτικών προβλημάτων (π.χ. κατανομή πόρων) με γραμμικές εξισώσεις, των οποίων οι μεταβλητές υπόκεινται σε περιορισμούς: ακέραιος ~ ~. ~ ~ και αριστοποίηση (σε δίκτυα)/βελτιστοποίηση/μοντελοποίηση. Βλ. παραμετρικός. [< αγγλ. linear programming, 1949] , γραμμική άλγεβρα βλ. άλγεβρα, γραμμική αφήγηση βλ. αφήγηση, γραμμικός επιταχυντής βλ. επιταχυντής, γραμμωτός/γραμμικός κώδικας βλ. γραμμωτός [< μτγν. γραμμικός, γαλλ. linéaire, αγγλ. linear]Σ

-γραφία

-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

δείγμα

δείγμα [δεῖγμα] δείγ-μα ουσ. (ουδ.) {δείγμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. μικρό μέρος ενός συνόλου που δίνει αντιπροσωπευτική εικόνα του: (επιστ.) εργαστηριακό/κλινικό ~. ~ αίματος/νερού/ούρων. Λήψη ~ατος (= δειγματοληψία). ~ προς ανάλυση/υπό εξέταση. Βρέθηκε θετικό ~ σε έλεγχο ντόπινγκ. Πβ. δοκίμιο.|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) Πληθυσμιακό/σταθμισμένο ~. ~ ατόμων/εργαζομένων/καταναλωτών/ψηφοφόρων. Κατανομή ~ατος. Το ~ περιλαμβάνει … || ~ατα υφασμάτων/χρωμάτων. Βλ. δειγματολόγιο.|| ~ δωρεάν (: για μικρή ποσότητα προϊόντος που προσφέρεται για διαφημιστικούς λόγους).|| Παρουσίασε ~ της τελευταίας δισκογραφικής του δουλειάς. Βλ. παράδειγμα. 2. {κυρ. στον εν.} ένδειξη, σημάδι: ~ αδιαφορίας/ευγνωμοσύνης/καλής θέλησης/κοινωνικής ευαισθησίας/παρακμής. ● ΣΥΜΠΛ.: αντιπροσωπευτικό δείγμα: ΣΤΑΤΙΣΤ. που λαμβάνεται τυχαία από το υπό εξέταση πλήθος μιας στατιστικής έρευνας. [< αγγλ. representative sample, 1979] , δείγμα γραφής: απόσπασμα γραπτού λόγου που επιτρέπει την αξιολόγησή του· (συνήθ. κατ' επέκτ.) τεκμήριο χαρακτήρα, συμπεριφοράς, ικανοτήτων: ~ ~ από το νέο βιβλίο.|| Αρνητικό/θετικό/πρώτο ~ ~. Η συνέντευξή του αποτελεί ~ ~ ενός ανθρώπου με ισχυρή προσωπικότητα. Πβ. διαπιστευτήρια. ● ΦΡ.: δείγματος χάριν/χάρη (λόγ.): παραδείγματος χάριν., ούτε για δείγμα (εμφατ.): για δήλωση της έλλειψης ενός πράγματος: Λεφτά δεν υπάρχουν ~ ~. ΣΥΝ. ούτε για σημάδι. [< αρχ. δεῖγμα, γαλλ. échantillon]

διπλογραφία

διπλογραφία δι-πλο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΛΟΓΙΣΤ. καταχώρηση συναλλαγής με εγγραφή της πιστωτικής και της αντίστοιχης χρεωστικής κίνησης. Βλ. απλογραφία, -γραφία. [< γαλλ. tenue des livres en partie double]

ηλιακός

ηλιακός, ή, ό [ἡλιακός] η-λι-α-κός επίθ. 1. ΑΣΤΡΟΝ. που σχετίζεται με τον Ήλιο: ~ός: δίσκος/πυρήνας. ~ή: ακτινοβολία/ατμόσφαιρα (βλ. φωτό-, χρωμό-σφαιρα)/δραστηριότητα/θερμότητα/καταιγίδα/μάζα/περιστροφή/τροχιά/Φυσική. ~ό: κάτοπτρο/τηλεσκόπιο/φως. ~ές: ακτίνες. Βλ. εξω~.|| (ΘΡΗΣΚ.) ~ή: θεότητα/λατρεία. ~ό: σύμβολο. 2. ΤΕΧΝΟΛ. που αξιοποιεί την ενέργεια του ήλιου: ~ός: (ενεργειακός) σταθμός. ~ή: γεννήτρια/μονάδα. Βλ. φωτοβολταϊκός.|| (ΟΙΚΟΛ.) ~ός: φούρνος. ~ή: θέρμανση/μπαταρία/τεχνολογία. ~ό: αυτοκίνητο (βλ. ηλεκτρικό αυτοκίνητο)/σπίτι. 3. που αναφέρεται στην υπεριώδη ακτινοβολία του ήλιου ή προκαλείται από αυτή: ~ή: έκθεση.|| ~ό: ερύθημα. ~ά: εγκαύματα. Βλ. αντ~. ● επίρρ.: ηλιακά ● ΣΥΜΠΛ.: ηλιακές εκλάμψεις/εκρήξεις: ΑΣΤΡΟΝ. ισχυρές εκρήξεις στο στέμμα και τη χρωμόσφαιρα του Ήλιου, οι οποίες εμφανίζονται κυρ. γύρω από ηλιακές κηλίδες και προκαλούν την απελευθέρωση μαγνητικής ενέργειας. [< αγγλ. solar flares, 1938, solar eruptions, 1937] , ηλιακή ενέργεια: ΦΥΣ. που προέρχεται από τη σύντηξη πυρήνων υδρογόνου στον Ήλιο. Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας., ηλιακή κυψέλη & ηλιακό κύτταρο/στοιχείο: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. φωτοβολταϊκό στοιχείο. [< αγγλ. solar cell, 1955] , ηλιακή σταθερά: ΜΕΤΕΩΡ. η ποσότητα της ηλιακής ενέργειας στο εξωτερικό όριο της ατμόσφαιρας, όταν η Γη βρίσκεται στη μέση απόστασή της από τον Ήλιο, την οποία δέχεται επιφάνεια ενός τετραγωνικού εκατοστού, όπου πέφτουν κάθετα οι ακτίνες του Ήλιου. [< γαλλ. constante solaire] , ηλιακό πάρκο: ΟΙΚΟΛ. μεγάλη έκταση με εγκαταστάσεις, ηλιακές κυψέλες-φωτοβολταϊκά κύτταρα, για την παραγωγή ρεύματος από την ηλιακή ενέργεια. [< αγγλ. solar park] , ηλιακό στέμμα & ηλιακή κορόνα: ΑΣΤΡΟΝ. λευκή άλως, πολύ θερμή και αραιή, η οποία αποτελεί την εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου. [< γαλλ. couronne solaire] , ηλιακό σύστημα ΑΣΤΡΟΝ. 1. (συνήθ. με κεφαλ. τα αρχικά Η, Σ) που αποτελείται από τον Ήλιο, τους οκτώ πλανήτες που περιστρέφονται σε ελλειπτικές τροχιές γύρω από αυτόν, τους δορυφόρους τους, καθώς και από αστεροειδείς, κομήτες και μετεωρίτες: το ~/πλανητικό μας ~. Βλ. γαλαξίας. 2. κάθε παρόμοιο αστρικό σύστημα, που περιφέρεται γύρω από έναν ή περισσότερους ήλιους. [< γαλλ. système solaire] , ηλιακό χωριό: ΟΙΚΟΛ. οικιστικό συγκρότημα κατοικιών που χρησιμοποιούν παθητικά και ενεργητικά ηλιακά συστήματα., ηλιακός θερμοσίφωνας & (προφ.) ηλιακός: ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα θέρμανσης νερού, το οποίο αποτελείται από επίπεδο ηλιακό συλλέκτη, συνδεδεμένο με δεξαμενή αποθήκευσης νερού: ~ ~ ανοιχτού/κλειστού κυκλώματος. Τοποθέτηση ~ού ~α στην ταράτσα. Πβ. ηλιακός θερμοσυσσωρευτής. Βλ. ηλεκτρικός θερμοσίφωνας., ηλιακός κύκλος : ΑΣΤΡΟΝ. η περιοδικά εμφανιζόμενη ηλιακή δραστηριότητα, η οποία διαρκεί περ. έντεκα χρόνια., ηλιακός χρόνος: ΑΣΤΡΟΝ. τοπική ώρα που βασίζεται στην ηλιακή ημέρα: αληθής/μέσος ~ ~. Βλ. αστρικός χρόνος. [< αγγλ. solar time] , έκλειψη Ηλίου βλ. έκλειψη, ενεργητικά/θερμικά ηλιακά συστήματα βλ. ενεργητικός, ηλιακές κηλίδες βλ. κηλίδα, ηλιακές προεξοχές βλ. προεξοχή, ηλιακή ημέρα βλ. ημέρα, ηλιακό ημερολόγιο βλ. ημερολόγιο, ηλιακό ιστίο βλ. ιστίο, ηλιακό ρολόι βλ. ρολόι, ηλιακό/τροπικό έτος βλ. έτος, ηλιακός άνεμος βλ. άνεμος, ηλιακός κλιματισμός βλ. κλιματισμός, ηλιακός συλλέκτης βλ. συλλέκτης, παθητικά ηλιακά συστήματα βλ. παθητικός [< μτγν. ἡλιακός, αγγλ. solar, γαλλ. solaire]

Ηρακλής

Ηρακλής [Ἡρακλῆς] Η-ρα-κλής ουσ. (αρσ.) {-ή (λόγ.) -έους} 1. ΜΥΘ. ημίθεος ήρωας με υπερφυσικές σωματικές δυνάμεις: οι (δώδεκα) άθλοι του ~ή. 2. (μετωνυμ.) εξαιρετικά δυνατός άνδρας. ● ΣΥΜΠΛ.: Ηρακλείς του στέμματος (αρνητ. συνυποδ.): πρόσωπα που εμφανίζονται ως προστάτες, φύλακες πολιτικού συνήθ. θεσμού ή προσώπου: εσωκομματικοί ~ ~. [< αρχ. Ἡρακλῆς]

ιερατικός

ιερατικός, ή, ό [ἱερατικός] ι-ε-ρα-τι-κός επίθ.: ΕΚΚΛΗΣ. που σχετίζεται με τους ιερείς ή το ιερατείο: ~ός: βαθμός/προϊστάμενος. ~ή: σχολή (βλ. ιεροδιδασκαλείο). ~ό: αξίωμα (= ιεροσύνη)/λειτούργημα/σχήμα (: η ενδυμασία ή κυρ. η ιδιότητα του ιερέα). ~ά: άμφια (βλ. λ.)/καθήκοντα. Βλ. αρχ~.|| (κατ' επέκτ.) Σεβάσμια ~ή μορφή. ● επίρρ.: ιερατικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ιερατική γραφή: ΓΛΩΣΣ. ιερογλυφικά. [< αρχ. ἱερατικός, γαλλ. hiératique, αγγλ. hieratic]

κατοπτρικός

κατοπτρικός, ή, ό κα-το-πτρι-κός επίθ. 1. ΟΠΤ. που σχετίζεται με το κάτοπτρο: ~ός: φακός. ~ό: τηλεσκόπιο (: χρησιμοποιεί κοίλο παραβολικό κάτοπτρο). Βλ. διαθλαστ-, διοπτρ-ικός.|| (ΦΥΣ.) ~ή: ανάκλαση. 2. που κατοπτρίζει ή κατοπτρίζεται: ~ή: επιφάνεια.|| ~ή: εικόνα. ~ό: είδωλο. ● ΣΥΜΠΛ.: κατοπτρική γραφή: στην οποία τα γράμματα έχουν αντίθετη φορά, ώστε να αναγνωρίζονται μόνο μέσω καθρέφτη: η ~ ~ ως κρυπτογραφική μέθοδος/σύμπτωμα δυσλεξίας (π.χ. ε αντί 3). Χρήση της ~ής ~ής στα ασθενοφόρα (: ώστε η λ. ΑΣΘΕΝΟΦΟΡΟ να μπορεί να διαβαστεί από τους οδηγούς των προπορευόμενων οχημάτων, κοιτάζοντάς την μέσα από τον καθρέφτη τους)., κατοπτρικοί νευρώνες βλ. νευρώνες [< μτγν. κατοπτρικός ‘σχετικός με τον καθρέπτη’, γαλλ. catoptrique, αγγλ. catoptric]

κάτω

κάτω κά-τω επίρρ. & (λαϊκό) κάτου 1. στο έδαφος ή σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με κάποιο σημείο αναφοράς: Με έριξε ~. Κοιμήθηκαν ~ (στο πάτωμα). Πβ. καταγής, κατάχαμα, χάμω.|| Καθίστε ~ (: στις θέσεις σας)! Κατέβα ~ (απ' την καρέκλα)! Σκύψε ~ (= χαμηλά)! Πήγε ~ δεξιά/προς τα ~. Τι γίνεται εδώ/εκεί ~; Λίγο πιο ~/παρα~ βρίσκεται ... (πβ. μακριά, παραπέρα). Φεύγει για ~ (: περιοχή στον νότο).|| ~ απ' το κρεβάτι/τη σκάλα. ~ στο υπόγειο. Από τη μέση και ~. Πόνος ~ απ' το γόνατο. Πέρασα ~ από το σπίτι σου.|| (μτφ.) ~ από τη βάση/το μηδέν/το όριο της φτώχειας. ~ από αυτές τις συνθήκες. ~ από την επίδραση/την επιρροή ... ΣΥΝ. υπό.|| (λιγότερο:) ~ από ... λεπτά το λίτρο. Πενήντα τοις εκατό ~ οι τιμές! (+ γεν.) Ακατάλληλο ~ των δεκαεπτά. Οικισμός ~ των πεντακοσίων κατοίκων. Αγορές ~ των ... ευρώ.|| (ως επίθ.) Η ~ γειτονιά. Στο ~ μέρος/τμήμα της σελίδας. Εξαιρούνται οι πιο ~ (= εξής, κάτωθι) περιπτώσεις. (ΑΝΑΤ.) Η ~ γνάθος. Τα ~ άκρα/μέλη (= πόδια). (σε τοπωνύμια) ~ Μηλιά/Παναγιά/Πατήσια. ΑΝΤ. άνω.|| (ως ουσ., προφ.) Οι από ~ (: αυτοί που μένουν στον ~ όροφο). ΑΝΤ. πάνω & επάνω (1) 2. {επιφών.} ως έκφραση αποδοκιμασίας ή απειλής: ~ οι κλέφτες/ο φασισμός! ΑΝΤ. ζήτω.|| ~ τα ξερά σου! Πβ. μακριά τα χέρια σου. ● ΣΥΜΠΛ.: άνω (και) κάτω τελεία βλ. τελεία, Κάτω Βουλή βλ. βουλή, οι Κάτω Χώρες βλ. χώρα ● ΦΡ.: δεν το βάζω κάτω (προφ.): δεν σταματώ να αγωνίζομαι, να προσπαθώ: ~ ~ (= δεν απογοητεύομαι) εύκολα/με τίποτα/στις δυσκολίες. Κουράστηκα, αλλά δεν θα το βάλω ~ (= δεν θα υποκύψω). Μην το ~εις ~ (= μην κάνεις πίσω, μην υποχωρείς)!, είμαι στα κάτω μου (προφ.): έχω κακή διάθεση, είμαι πεσμένος ψυχολογικά. Πβ. νιώθω/αισθάνομαι/είμαι κάπως. ΣΥΝ. είμαι (στα) ντάουν (μου) ΑΝΤ. είμαι στα πάνω μου, είμαι/βρίσκομαι από κάτω (προφ.): σε μειονεκτική θέση: Κουράστηκα να ~ ~/να με έχουν συνέχεια από κάτω!, κάτω κάτω (επιτατ.): στο πιο χαμηλό σημείο: Τι διακρίνεις ~ ~;, με παίρνει από κάτω/αποκάτω (προφ.): πέφτω ψυχολογικά, απελπίζομαι, απογοητεύομαι: Χάσαμε, αλλά δεν θα μας πάρει ~ (= δεν θα χάσουμε το κουράγιο μας)! ΣΥΝ. τα βάφω μαύρα, μια και κάτω (προφ.): με μια κίνηση: Άδειασε το ποτήρι ~ ~ (= μια/μία κι έξω, μονορούφι)., ο κάτω κόσμος (λαϊκό-λογοτ.): ο κόσμος των νεκρών. ΣΥΝ. Άδης (1) ΑΝΤ. ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος, πέφτω κάτω 1. σωριάζομαι: Έπεσε ~ και χτύπησε. Πέστε ~.|| (μτφ.-εμφατ.) ~ ~ από τα γέλια (= ξεκαρδίζομαι). 2. (μτφ.-προφ.) αρρωσταίνω, καταρρέω: Έπεσα ~ με σαράντα πυρετό., στο κάτω κάτω (της γραφής) (προφ.): άλλωστε, εξάλλου: ~ ~ δεν χάθηκε κι ο κόσμος! Πβ. εν τέλει, έπειτα, και στην τελική, σε τελική/σε τελευταία ανάλυση, στο φινάλε., τα βάζω κάτω (προφ.): σκέφτομαι προσεκτικά, υπολογίζω την κατάσταση: Τα έβαλα ~ και τα λογάριασα. Βάλτα ~, σκέψου τα ήρεμα κι έπειτα αποφάσισε., τον βάζει κάτω (προφ.) 1. τον φέρνει σε τέτοια θέση, ώστε να μην μπορεί να αντιδράσει: Με ~ (= καθίζει) ~, που λες, και αρχίζει να μου τα ψέλνει.|| (κυριολ.) Τον έβαλε (= έριξε) ~ κι άρχισε να τον χτυπά. 2. υπερτερεί έναντι κάποιου: ~ ~ στην πονηριά., ως/μέχρι/ίσαμε κάτω: ως την άκρη, το τέλος: Το μονοπάτι κατεβαίνει ~ ~., άνω-κάτω βλ. άνω, από πάνω μέχρι/ως κάτω βλ. πάνω & επάνω, βάζω το κεφάλι κάτω βλ. κεφάλι, κάτω απ' τ' αυλάκι βλ. αυλάκι, κάτω από τη/μπροστά στη μύτη μου βλ. μύτη, κάτω από τη/υπό (τη) σημαία βλ. σημαία, κάτω από το τραπέζι βλ. τραπέζι, κάτω τα χέρια από ... βλ. χέρι, κάτω του μετρίου βλ. μέτριος, μια πάνω (και) μια κάτω βλ. πάνω & επάνω, μπαμ και κάτω βλ. μπαμ, πάει κάτω βλ. πηγαίνω & πάω, παίρνει την κάτω βόλτα βλ. βόλτα, πάνω κάτω βλ. πάνω & επάνω, πίσω από τις λέξεις βλ. λέξη, που να/όσο και να χτυπάς τον κώλο σου κάτω βλ. κώλος, το μήλο κάτω απ' τη μηλιά (θα πέσει) βλ. μήλο, φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω βλ. πάνω & επάνω, χτύπημα κάτω από τη ζώνη/μέση βλ. χτύπημα [< αρχ. κάτω]

-πτυχος

-πτυχος, η, ο: επίθημα για δήλωση συνήθ. αριθμού πτυχών ή όψεων: τρί~.|| (ουσιαστικοπ.) Το δίπτυχο.|| (μτφ.) Πολύπτυχη υπόθεση.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.