Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 30 εγγραφές  [0-20]


  • αμμωνίτης [ἀμμωνίτης] αμ-μω-νί-της ουσ. (αρσ.) 1. ΠΑΛΑΙΟΝΤ. {συνήθ. στον πληθ.} απολιθωμένο μαλάκιο (κεφαλόποδο) με σπειροειδές όστρακο: Οι ~ες έζησαν κατά τον παλαιοζωικό και μεσοζωικό αιώνα. Πβ. ναυτίλος1. 2. ΧΗΜ. εκρηκτικό με βασικό συστατικό το νιτρικό αμμώνιο. Βλ. -ίτης2. [< μτγν. Ἀμμωνίτης, γαλλ.-αγγλ. ammonite]
  • απολίθωμα [ἀπολίθωμα] α-πο-λί-θω-μα ουσ. (ουδ.) {απολιθώμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΠΑΛΑΙΟΝΤ. υπόλειμμα ή ίχνος ζωικού ή φυτικού οργανισμού παλαιότερης γεωλογικής περιόδου, το οποίο διατηρήθηκε σε ιζηματογενές πέτρωμα και με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκε σε πέτρα, καθώς ανόργανες ουσίες κατέλαβαν τον χώρο των οργανικών: θαλάσσια ~ατα. ~ ανθρώπου/δεινόσαυρου/εντόμου/θηλαστικού/μαμούθ/ψαριού. ~ατα φύλλων. 2. (μτφ.) ξεπερασμένη αντίληψη ή μέθοδος: ιστορικό/νομικό ~. Απόψεις που αποτελούν ~ατα του παρελθόντος. Πβ. απομεινάρι. 3. ΓΛΩΣΣ. γλωσσικό κατάλοιπο σε παγιωμένη μορφή (λ.χ. υπό μάλης). ● ΣΥΜΠΛ.: ζωντανό απολίθωμα: ζωικός ή φυτικός οργανισμός που έχει διατηρήσει τα χαρακτηριστικά των μακρινών προγόνων του, οι οποίοι είναι σήμερα γνωστοί μόνο με τη μορφή απολιθωμάτων. [< αγγλ. living fossil, 1922] [< γαλλ. fossile]
  • απολίθωση [ἀπολίθωση] α-πο-λί-θω-ση ουσ. (θηλ.): ΠΑΛΑΙΟΝΤ. διαδικασία μετατροπής οργανισμού σε απολίθωμα: ~ δάσους/ζώων. Κοράλλια που έχουν υποστεί ~.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) Πολιτική ~. Βλ. αποτελμάτωση, οπισθοδρόμηση. [< αρχ. ἀπολίθωσις, γαλλ. fossilisation]
  • αρχαιοβοτανική [ἀρχαιοβοτανική] αρ-χαι-ο-βο-τα-νι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α): ΒΟΤ. -ΠΑΛΑΙΟΝΤ. παλαιοβοτανική.
  • αρχαιοζωολογία [ἀρχαιοζωολογία] αρ-χαι-ο-ζω-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α): ΖΩΟΛ. -ΠΑΛΑΙΟΝΤ. παλαιοζωολογία.
  • αρχαιοπτέρυγας [ἀρχαιοπτέρυγας] αρ-χαι-ο-πτέ-ρυ-γας ουσ. (αρσ.) & (λόγ.) αρχαιοπτέρυξ (ο/η): ΠΑΛΑΙΟΝΤ. απολιθωμένο γένος πτηνών της Ιουρασικής περιόδου που διατηρεί κάποια χαρακτηριστικά των ερπετών από τα οποία προήλθε. [< γαλλ. archéoptéryx, αγγλ. archaeopteryx]
  • αυστραλοπίθηκος [αὐστραλοπίθηκος] αυ-στρα-λο-πί-θη-κος ουσ. (αρσ.): ΠΑΛΑΙΟΝΤ. γένος της τάξης των ανθρωπιδών (επιστ. ονομασ. Australopithecus africanus), συγγενές προς τον χιμπατζή, που εμφανίστηκε στη ΝΑ Αφρική πριν από τέσσερα περ. εκατομμύρια χρόνια. Βλ. ανθρωπογένεση, πρωτεύοντα. [< αγγλ. australopithecus, 1924, γαλλ. australopithèque, πριν από το 1955]
  • βροντόσαυρος βρο-ντό-σαυ-ρος ουσ. (αρσ.): ΠΑΛΑΙΟΝΤ. γιγαντόσωμος φυτοφάγος δεινόσαυρος. [< γαλλ. brontosaure, αγγλ. brontosaurus]
  • δεινόσαυρος δει-νό-σαυ-ρος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -αύρου} 1. ΠΑΛΑΙΟΝΤ. καθένα από τα είδη εξαφανισμένων, κυρ. χερσαίων, ερπετών του Μεσοζωικού Αιώνα (υπερτάξη Dinosauria, γένος Dinosaurus), πολλά από τα οποία είχαν γιγαντιαίες διαστάσεις: σαρκοφάγος/φυτοφάγος ~. Απολιθωμένοι σκελετοί ~ων. Βλ. βροντό-, πτερό-, στεγό-, τυραννό-σαυρος, μαμούθ. 2. (μτφ.) πρόσωπο μεγάλης ηλικίας ή απαρχαιωμένος θεσμός, που δεν συμβαδίζει με τη σύγχρονη εποχή, αλλά συνήθ. εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο: ~οι της πολιτικής. [< 1: νεολατ. dinosaurus (αρχ. δεινός + σαῦρος 'σαύρα'), αγγλ. dinosaur 1841, γαλλ. dinosaure, 1845 2: αγγλ. ~, 1952]
  • ελλείπει [ἐλλείπει] ελ-λεί-πει ρ. (αμτβ.) {μόνο στον ενεστ., μτχ. (λόγ.) ελλείπων, -ουσα, -ον} (επίσ.): λείπει, απουσιάζει: ~ουν δικαιολογητικά/οι νόμιμες προϋποθέσεις. ~οντα: έγγραφα/στοιχεία.|| ~οντα: δόντια. ● ΣΥΜΠΛ.: ελλείπων κρίκος 1. ΒΙΟΛ.-ΠΑΛΑΙΟΝΤ. ο υποθετικός πρόγονος του ανθρώπου που θεωρείται ότι αποτελεί την ενδιάμεση εξελικτική βαθμίδα ανάμεσα στο ανθρώπινο είδος και τους πιθήκους: ο ~ ~ στον δαρβινισμό/στην εξέλιξη. 2. (μτφ.) κάθε στοιχείο που λείπει από μια αλληλουχία ή σειρά γεγονότων, συλλογισμών, διαδικασιών και το οποίο είναι απαραίτητο για την ολοκλήρωσή της: ο ~ ~ στη διαχρονική πορεία της ελληνικής παιδείας. Ο ~ ~ ανάμεσα στην ανάπτυξη και την ευημερία. [< αγγλ. missing link] [< αρχ. ἐλλείπω]Ι
  • ιππάριο [ἱππάριο] ιπ-πά-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου} 1. ΠΑΛΑΙΟΝΤ. μικρόσωμο προϊστορικό θηλαστικό που έμοιαζε με άλογο και έφερε τρία δάχτυλα στα άκρα του. 2. ΖΩΟΛ. (λόγ.) αλογάκι. Πβ. πόνι, πουλάρι. 3. ΑΣΤΡΟΝ. μικρός αστερισμός που βρίσκεται στο Βόρειο Ημισφαίριο. [< μτγν. ἱππάριον ‘αλογάκι’ 1: γαλλ.-αγγλ. hipparion]
  • ίχνος [ἴχνος] ί-χνος ουσ. (ουδ.) {ίχν-ους | -η, -ών} 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} το αποτύπωμα της πατημασιάς ανθρώπου ή ζώου στο έδαφος και γενικότ. σε επιφάνεια: αχνά/βαθιά/ευδιάκριτα/πρόσφατα/φρέσκα ~η. ~η πάνω στη λάσπη/στο χιόνι/στο χώμα. Αναγνώριση ~ών. Πβ. πατήματα. ΣΥΝ. χνάρι (1) 2. (γενικότ.) κάθε σημάδι που μένει από κάτι ή κάποιον μετά το πέρασμα, την παρουσία ή τη δράση του: ~ μονοπατιού/πορείας οχήματος/πτήσης αεροσκάφους/ραντάρ. ~η αυτοκινήτου/πέδησης/τροχών/φωτιάς. Το μνημείο φέρει ~η βανδαλισμού. Βρέθηκαν ~η αρχαιοτήτων/προϊστορικού οικισμού (πβ. απομεινάρι, κατάλοιπο, λείψανο, υπόλειμμα).|| (μτφ.) Με το έργο του άφησε ανεξίτηλα ~η στα ελληνικά γράμματα.|| (για πρόσ.) Εξαφανίστηκε/έφυγε χωρίς το παραμικρό ~ πίσω του. Κρύβω/σκεπάζω τα ~η μου. ~η ζωής. Ανακάλυψε/βρήκε τα ~η του μετά από μήνες. Παρακολούθηση των ~ών των υπόπτων.|| Εντοπίστηκε από τα ηλεκτρονικά ~η του υπολογιστή του. Πβ. αποτύπωμα. 3. πάρα πολύ μικρή ποσότητα: (συχνά στον πληθ.) Εντοπίστηκαν ~η αίματος στα ρούχα.|| (μτφ., + γεν. αφηρημένης έννοιας, κυρ. σε αποφατικές προτάσεις) Υπάρχει ένα ~ αισιοδοξίας και ελπίδας για το μέλλον. Διέκρινα ένα ~ ειρωνείας στη φωνή της. Δεν υπάρχει ούτε (το παραμικρό) ~ αμφιβολίας ότι ... Μίλησε χωρίς ~ ντροπής/υποτίμησης (= χωρίς να ντρέπεται/να υποτιμά κάποιον). Πβ. δράμι, κόκκος, κουκούτσι, σταγόνα, στάλα, σταλιά, ψήγμα. 4. ΓΕΩΜ. το σημείο τομής ευθείας ή επιφάνειας με την κάθετη προς αυτήν ευθεία ή επιφάνεια αντίστοιχα. ● ΣΥΜΠΛ.: βιοδηλωτικά ίχνη: ΠΑΛΑΙΟΝΤ. κάθε σημάδι ζωής που αφήνει ένας οργανισμός και αποτυπώνεται σε ένα γεωλογικό στρώμα χωρίς όμως υπολείμματα σκελετικών στοιχείων: ~ ~ ακινησίας/αναπαραγωγής/διατροφής/κίνησης., δόση/ίχνος αλήθειας βλ. αλήθεια ● ΦΡ.: δεν έχει/διαθέτει ίχνος ... (+ γεν.): δεν έχει καθόλου: ~ ~ αυτογνωσίας/ευαισθησίας/ηθικής., στα ίχνη & (σπανιότ.-λόγ.) επί τα ίχνη: στην πορεία για τον εντοπισμό προσώπου ή πράγματος: ~ ~ κυκλώματος ναρκωτικών/τρομοκρατικής οργάνωσης η Αστυνομία. Ταξιδεύοντας ~ ~ του βιβλίου/της ταινίας., χάνω τα ίχνη (κάποιου) 1. δεν μπορώ να ακολουθήσω ή να εντοπίσω κάποιον που συνήθ. προπορεύεται: Μέσα στον καπνό/στην ομίχλη έχασα ~ του. Χάθηκαν ~ τους, έγιναν άφαντοι. 2. (μτφ.) παύω να έχω επαφή με κάποιον, δεν γνωρίζω πού βρίσκεται και τι κάνει: Κάποτε κάναμε πολύ παρέα, αλλά τελευταία έχω ~σει ~ του. Πβ. χάνω επαφή., ακολουθώ τα/βαδίζω στα βήματα/χνάρια βλ. βήμα [< αρχ. ἴχνος, γαλλ.-αγγλ. trace]
  • μαμούθ μα-μούθ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΠΑΛΑΙΟΝΤ. εξαφανισμένο προϊστορικό θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Elephas primigenius), συγγενές του ελέφαντα, δασύτριχο, με πολύ μεγάλους κυρτούς χαυλιόδοντες, που έζησε κατά το Πλειστόκαινο σε ψυχρές περιοχές του Β. Ημισφαιρίου. Βλ. μαστόδοντα. 2. (ως επίθ., μτφ.) χαρακτηρισμός για οτιδήποτε είναι υπερβολικά μεγάλο: (ως παραθετικό σύνθ.) διαδήλωση/κτίριο/ξενοδοχείο-~. Αποζημίωση/επενδυτικό πρόγραμμα/πρόστιμο/χρέη-~. Πβ. μεγαθήριο, κολοσσός. [< γαλλ. mammouth]
  • μαστόδοντα μα-στό-δο-ντα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. μαστόδοντο}: ΠΑΛΑΙΟΝΤ. εξαφανισμένα προϊστορικά θηλαστικά (γένος Mastodon), συγγενή του ελέφαντα, με προβοσκίδα, δασύ τρίχωμα και τραπεζίτες με μαστοειδείς αποφύσεις, που έζησαν κατά το Τριτογενές και Τεταρτογενές. Βλ. μαμούθ. [< γαλλ. mastodontes, αγγλ. mastodons]
  • μεγαθήριο με-γα-θή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) 1. (μτφ.) κτίριο ή γενικότ. κατασκεύασμα υπερβολικά μεγάλων διαστάσεων: αθλητικό/εμπορικό (πβ. εμπορικό κέντρο, πολυκατάστημα)/τσιμεντένιο ~. Οικοδομικά ~α. (ως παραθετικό σύνθ.) Ξενοδοχεία/πόλεις ~α. Κτιριακό ~ συνολικής επιφάνειας ... χιλιάδων τ.μ. ΣΥΝ. μαμούθ (2) 2. (μτφ.) πανίσχυρη συνήθ. εταιρεία ή ομάδα: βιομηχανικά/επιχειρηματικά/τηλεοπτικά/τραπεζικά ~α. ~ της αγοράς/επιστήμης/υποκριτικής. ~α του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. ΣΥΝ. γίγαντας (2), κολοσσός (1) 3. ΠΑΛΑΙΟΝΤ. μεγαλόσωμο θηλαστικό που έζησε στη Ν. Αμερική κατά την τριτογενή και την τεταρτογενή περίοδο. Βλ. μαμούθ. [< 3: γαλλ. mégathérium, αγγλ. megatherium]
  • μικρόλιθος μι-κρό-λι-θος ουσ. (αρσ.) 1. ΠΑΛΑΙΟΝΤ. μικρό λαξευμένο λίθινο εργαλείο από πυριτόλιθο ή οψιανό με ξύλινη ή οστέινη λαβή: προϊστορικός/τριγωνικός ~. 2. ΚΡΥΣΤ. μικροσκοπικός κρύσταλλος σε ηφαιστειακά πετρώματα. [< γαλλ. microlithe , αγγλ. microlith]
  • μικροπαλαιοντολογία μι-κρο-πα-λαι-ο-ντο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΠΑΛΑΙΟΝΤ. επιστημονικός κλάδος που μελετά απολιθώματα πολύ μικρών διαστάσεων με μικροσκόπιο. [< αγγλ. micropal(a)eontology]
  • νάνος [νᾶνος] νά-νος ουσ. (αρσ.) 1. ΙΑΤΡ. μικρόσωμος άνθρωπος λόγω νανισμού· γενικότ. πολύ κοντός. Πβ. ζουμπάς, κοντοστούπης. 2. ΜΥΘ. μικροκαμωμένο ανθρωπόμορφο μυθικό πλάσμα: νεράιδες, ξωτικά και ~οι. (παραμύθι:) Η Χιονάτη και οι επτά ~οι. 3. ΒΟΤ. -ΖΩΟΛ. (ως παραθετικό σύνθ. ή ως επίθ.) είδος μικρότερο σε μέγεθος από το συνηθισμένο: δέντρο (βλ. μπονσάι)/τριανταφυλλιά-~.|| Κουνέλι-~. Χάμστερ-~οι.|| (ΠΑΛΑΙΟΝΤ.) ~οι ελέφαντες/ιπποπόταμοι. Πβ. νανώδης. 4. (μτφ.) για κάποιον ή κάτι χαμηλού επιπέδου, κατώτερο των περιστάσεων ή των αναγκών και κατ' επέκτ. ανάξιο, ασήμαντο: πνευματικοί/πολιτικοί ~οι. ΑΝΤ. γίγαντας (2) 5. ΑΣΤΡΟΝ. ουράνιο σώμα με πολύ μικρή μάζα: κόκκινος ~. (ως επίθ.) ~ αστέρας/γαλαξίας. ● Υποκ.: νανάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: λευκός νάνος & (σπάν.) άσπρος νάνος: ΑΣΤΡΟΝ. κατάλοιπο αστέρα στο τελευταίο στάδιο εξέλιξής του, ο οποίος έχει μικρές διαστάσεις, υψηλή πυκνότητα και λαμπρότητα που χάνεται σταδιακά. Βλ. κόκκινος/ερυθρός γίγαντας, σουπερνόβα. [< αγγλ. white dwarf, 1922] , μαύρος νάνος : ΑΣΤΡΟΝ. το υπόλοιπο ενός νεκρού αστεριού, ενός λευκού νάνου που έχει κρυώσει και δεν εκπέμπει πια φως: ~οι ~οι, αστέρες νετρονίων και μαύρες τρύπες (: αστρικά πτώματα). [< αγγλ. black dwarf, 1925] , πλανήτης νάνος βλ. πλανήτης [< αρχ. νᾶνος, γαλλ. nain 5: γαλλ. (étoile) naine, 1923]
  • παλαιοβοτανική πα-λαι-ο-βο-τα-νι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Π): ΒΟΤ. -ΠΑΛΑΙΟΝΤ. κλάδος που μελετά τα απολιθώματα των φυτών με σκοπό την ανασύσταση του παλαιοπεριβάλλοντος μιας περιοχής. Βλ. παλαιοζωολογία. [< γαλλ. paléobotanique, 1900, αγγλ. palaeobotany]
  • παλαιοζωολογία πα-λαι-ο-ζω-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Π): ΖΩΟΛ. -ΠΑΛΑΙΟΝΤ. κλάδος που μελετά τους ζωικούς οργανισμούς που έχουν εκλείψει βάσει των απολιθωμάτων τους. Βλ. παλαιοβοτανική. ΣΥΝ. αρχαιοζωολογία [< γαλλ. paléozoologie, αγγλ. palaeozoology]

αλήθεια

αλήθεια [ἀλήθεια] α-λή-θεια ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας} 1. αυτό που συμφωνεί με ό,τι πραγματικά υπάρχει ή συμβαίνει, γενικότ. η ίδια η πραγματικότητα: αδιάσειστη/αναμφισβήτητη/αναπόφευκτη/αντικειμενική/απλή/γυμνή (: χωρίς ενδοιασμούς για την αποκάλυψή της)/δυσάρεστη/επώδυνη/ιστορική/μισή/προφητική/σκληρή/υποκειμενική/ωμή ~. Αποδεικνύω/αποκρύπτω/αποσιωπώ/βλέπω/γνωρίζω/μαθαίνω/παραδέχομαι/συνειδητοποιώ την ~. Αναζήτηση/αποκατάσταση/γνώση/διαστρέβλωση/εύρεση της ~ας. Αποκαλύφθηκε/έλαμψε η ~. Η ~ βρίσκεται (κάπου) στη μέση. Τελικά ποια είναι η ~; Δεν λέει πάντοτε την ~. Ο ισχυρισμός/η ομολογία του δεν ανταποκρίνεται στην ~. Αντιλαμβάνονται την ~ με διαφορετικό τρόπο. Θα σας πω πικρές ~ειες. Mύθοι/παραμύθια και ~ειες για το Διάστημα. Βλ. φιλ~.|| (σε όρκο ενώπιον δικαστηρίου) Ορκίζομαι να πω την ~ και μόνο την ~.|| (ΓΛΩΣΣ.) Συνθήκες ~είας (: προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν, για να θεωρηθεί αληθές το περιεχόμενο των προτάσεων). ΑΝΤ. αναλήθεια, πλάνη1, ψέμα (1), ψεύδος 2. η ιδιότητα κάποιου πράγματος να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Αμφισβητώ/αποδεικνύω/ελέγχω/εξακριβώνω/επιβεβαιώνω την ~ των επιχειρημάτων/των καταγγελιών/των λόγων/της μαρτυρίας. Πβ. ακρίβεια, εγκυρότητα, ορθότητα. 3. αρχή, γνώση για την οποία δεν αμφιβάλλει κανείς: αιώνια/απόλυτη/άρρητη/αυταπόδεικτη/βιβλική/διαχρονική/δογματική/επιστημονική/θεμελιώδης/ιστορική/μαθηματική/μεταφυσική/(οντο)λογική/φιλοσοφική/χριστιανική ~. Κρυφές ~ειες. Αμφισβήτηση θεμελιωδών ~ειών. Πβ. αξίωμα. 4. γενικά παραδεκτή άποψη: Είπε μια μεγάλη ~. Στη συζήτηση ακούστηκαν πολλές ~ειες. Βλ. απόφθεγμα, σοφία. ● ΣΥΜΠΛ.: δόση/ίχνος αλήθειας: μέρος, ποσοστό, βαθμός αλήθειας: Δεν υπάρχει ~ ~ (= η παραμικρή αλήθεια) στους ισχυρισμούς της/στο δημοσίευμα. Υπάρχει αρκετή/κάποια/μια δόση ~ στις φήμες., ορός της αλήθειας & (λόγ.) ορός αληθείας: ουσία που προκαλεί ελαφριά νάρκωση και χορηγείται, για να ωθήσει αυτόν που ανακρίνεται, να μιλήσει ελεύθερα. Βλ. ανιχνευτής ψεύδους, ναρκανάλυση. [< αγγλ. truth serum, 1924, γαλλ. sérum de vérité] , τιμή αληθείας: η αλήθεια ή αναλήθεια μίας πρότασης ή δήλωσης: Το σύστημα της λογικής που εισηγήθηκε ο Αριστοτέλης βασίζεται στην αρχή ότι μία πρόταση μπορεί να λάβει δύο ~ές ~, την αλήθεια ή το ψεύδος. [< αγγλ. truth-value, 1903] ● ΦΡ.: από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια (παροιμ.): τα παιδιά και οι ψυχικά ασθενείς εκφράζονται με μεγαλύτερο αυθορμητισμό και ειλικρίνεια., για να λέμε/πούμε/πω την (καθαρή/μαύρη) αλήθεια: πρέπει να παραδεχτώ ή να αναγνωρίσω ότι: ~ ~, έφταιγες κι εσύ λίγο/τέτοια εξέλιξη δεν την περιμέναμε., η αλήθεια είναι/είναι αλήθεια ότι/πως (εμφατ.): είναι γεγονός, η πραγματικότητα είναι ότι ... : ~ ~ δεν μου αρέσει .../εργάστηκε πολύ σκληρά., η στιγμή/ώρα της αλήθειας: η ώρα της κρίσης, η στιγμή για κάτι σημαντικό: Έρχεται/έφτασε/πλησιάζει ~ ~. [< αγγλ. the moment of truth, 1932] , μα την αλήθεια (προφ.): έκφρ. επιβεβαίωσης: Ευχάριστη έκπληξη ~ ~! Ήθελα, ~ ~, να ήξερα πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή!, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται βλ. λέω [< αρχ. ἀλήθεια, γαλλ. vérité, αγγλ. truth, γερμ. Wahrheit]

ανθρωπογένεση

ανθρωπογένεση [ἀνθρωπογένεση] αν-θρω-πο-γέ-νε-ση ουσ. (θηλ.) ΑΝΘΡΩΠ. 1. γένεση και εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Βλ. -γένεση, θεο-, κοσμο-γονία. 2. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με την καταγωγή του ανθρώπου, την εξελικτική πορεία και τη σχέση του με άλλους οργανισμούς. [< γαλλ. anthropogenèse, αγγλ. anthropogenesis]

αποτελμάτωση

αποτελμάτωση [ἀποτελμάτωση] α-πο-τελ-μά-τω-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποτελματώνω: οικονομική/πνευματική/πολιτική ~. Σε κατάσταση ~ης η έρευνα. Προβλήματα που οδηγήθηκαν σε ~ εξαιτίας της αδυναμίας εξεύρεσης λύσης. Πβ. αδράνεια, αδρανοποίηση, λίμνασμα, στασιμότητα, τέλμα, τελμάτωση. [< γαλλ. stagnation]

βήμα

βήμα [βῆμα] βή-μα ουσ. (ουδ.) {βήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. καθεμία από τις κινήσεις που κάνει κάποιος εναλλάξ, όταν περπατά, σηκώνοντας το ένα πόδι και κατεβάζοντάς το μπροστά από το άλλο· κατ' επέκτ. βηματισμός και ειδικότ. τρόπος βαδίσματος, περπατήματος: Προχωρούσε με μεγάλα (= δρασκελιές)/μικρά ~ατα. Έκανε μερικά ~ατα μπροστά/πίσω (πβ. οπισθοχωρώ)/προς την πόρτα.|| Αποφασιστικό/αργό/βαρύ/βιαστικό/γρήγορο/διστακτικό/ζωηρό/κουρασμένο/σταθερό/στρατιωτικό ~. Επιτάχυνε το ~ της. (για ζώο) Το ~ του αλόγου (βλ. καλπασμός). Ψηφιακός μετρητής ~άτων (: εργομετρικό όργανο γυμναστικής).|| (μτφ.) Τα έργα προχωρούν με γοργά ~ατα (= με γρήγορους ρυθμούς).|| (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ., ο ήχος των ~άτων:) Άκουσα ~ατα πίσω μου.|| (συνεκδ., συνήθ. στον πληθ.) Άφησε τα ~ατά (= αποτυπώματα, ίχνη, πατημασιές, χνάρια) της στην άμμο.|| (μτφ., για να δηλωθεί κοντινή απόσταση) Στεκόταν δύο ~ατα πιο πέρα. Το σπίτι δεν είναι πολύ μακριά· λίγα/πέντε ~ατα από την πλατεία. 2. (μτφ.) ενέργεια, προσπάθεια ή συμβάν που οδηγεί προοδευτικά στην επίτευξη ενός στόχου: ~ατα βελτίωσης (της σχέσης τους)/προόδου (ενάντια στον καρκίνο)/προσέγγισης (μεταξύ των δύο χωρών). Έχουν γίνει αποφασιστικά/καθοριστικά/κρίσιμα/ουσιαστικά/σημαντικά ~ατα για την επίλυση του προβλήματος (βλ. άλμα). Έκαναν ένα ~ προς αυτή την κατεύθυνση. Ό,τι πετύχαμε είναι ένα πρώτο ~. Πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά/να σχεδιάσουμε προσεκτικά τα επόμενά μας ~ατα. Πβ. δραστηριότητα, κίνηση. Βλ. διάβημα. 3. (μτφ.) καθένα από τα στάδια μιας διαδικασίας: (σε οδηγίες) ~ 1ο(ν): κάνετε κλικ στο εικονίδιο ... ~ 2ο(ν): Πληκτρολογείτε ... Πέντε απλά/βασικά ~ατα για σύνδεση στο ίντερνετ. Ακολουθήστε τα ~ατα προσεκτικά. Τα ~ατα ενός αλγορίθμου. 4. {συνήθ. στον πληθ.} οποιαδήποτε από τις κινήσεις των ποδιών στον χορό: Μαθαίνω τα ~ατα του χασάπικου. (σε μάθημα) (Κάνεις) ένα ~ μπρος, ένα ~ αριστερά ... 5. (μτφ.) χώρος έκφρασης και ανταλλαγής απόψεων: ανοιχτό/δημόσιο/ελεύθερο ~. ~ διαλόγου/ιδεών/συζήτησης. Ας μας δοθεί ένα ~, για να πούμε τη γνώμη μας.|| (τίτλος ιστότοπου ή περιοδικού:) Εκπαιδευτικό ~. 6. βάθρο, εξέδρα, συνήθ. κοινοβουλίου: Ανέβηκε στο/κατέβηκε από το ~. Εξαπέλυσε δριμύ κατηγορώ/μίλησε από το ~ της Βουλής. Πβ. πόντιουμ. 7. {συνήθ. στον εν.} ρυθμικός βηματισμός (π.χ. σε παρέλαση): Έχασε το ~ του (: τον συγχρονισμό του με τους άλλους). Άλλαξε το ~ σου! Έδινε το ~ με τη σφυρίχτρα (: καθόριζε τον ρυθμό του βαδίσματος). 8. ΤΕΧΝΟΛ. {συνήθ. στον πληθ.} απόσταση ανάμεσα σε δύο διαδοχικές σπείρες (π.χ. βίδας) ή προεξοχές (π.χ. οδοντωτού τροχού). Πβ. πάσο.βήματα (τα): ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) παράβαση κατά την οποία ο κάτοχος της μπάλας μετακινεί τα πόδια του, χωρίς να τη χτυπήσει στο έδαφος, ή (π.χ. στο μπάσιμο) κάνει περισσότερα από τα δύο επιτρεπόμενα βήματα. ● Υποκ.: βηματάκι (το): στις σημ. 1-3. ● ΣΥΜΠΛ.: βήμα/βάδισμα (της) χήνας: στρατιωτικός βηματισμός κατά τον οποίο τα πόδια κινούνται ψηλά, χωρίς να κάμπτονται τα γόνατα: παρέλαση με ~ ~. [< γαλλ. pas de l'oie] , Ιερό/Άγιο Βήμα: ΕΚΚΛΗΣ. το ιερό χριστιανικού ναού. ΣΥΝ. άβατο (2), τα Άγια των Αγίων (1), βήμα κουκκίδας βλ. κουκκίδα ● ΦΡ.: ακολουθώ κατά βήμα/βήμα προς βήμα 1. βαδίζω πίσω από κάποιον, παρακολουθώντας τον στενά: (κυριολ.) Οι τηλεοπτικές κάμερες ακολουθούσαν ~ ~ το δημοφιλές ζευγάρι.|| (μτφ.) Η ομάδα ακολουθεί ~ ~ την πρωτοπόρο της βαθμολογίας. ΣΥΝ. ακολουθώ κατά πόδας (3) 2. (μτφ.) εφαρμόζω κάτι χωρίς παρεκκλίσεις: Ακολούθησα ~ τις συμβουλές του. 3. (μτφ.) αντιγράφω πιστά, μιμούμαι: Το νέο μοντέλο ακολουθεί ~ το προηγούμενο της ίδιας εταιρείας., ακολουθώ τα/βαδίζω στα βήματα/χνάρια & ακολουθώ τα/βαδίζω στα ίχνη κάποιου (μτφ.): κινούμαι στην ίδια κατεύθυνση με κάποιον, έχοντάς τον ως πρότυπο, ακολουθώ το παράδειγμά του: ~εί ~ του πατέρα/προκατόχου του. Η ελληνική αγορά ~εί τα χνάρια/~ει στα χνάρια της ευρωπαϊκής. [< γαλλ. marcher sur les pas de quelqu'un] , ανοίγω το βήμα/τον βηματισμό μου 1. περπατώ πιο γρήγορα: Άνοιξε το ~ του για να την προλάβει. 2. (μτφ.) επεκτείνω τις δραστηριότητές μου: Η εταιρεία είναι έτοιμη ν' ανοίξει ~ της στην Ευρώπη. Πβ. ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά μου., βήμα-βήμα/βήμα προς βήμα/κατά βήμα: προσεκτικά, πιστά (και χωρίς παρεκκλίσεις)· αργά και σταθερά: Ακολουθήστε ~ ~ τις οδηγίες εγκατάστασης!|| Οι προσπάθειες προσέγγισης πάνε/προχωρούν βήμα-βήμα. [< γαλλ. pas à pas] , δεν κάνω (ούτε ένα) βήμα 1. (κυριολ.) δεν (μετα)κινούμαι: Όλη μέρα δεν ~ει ~ από τον καναπέ.|| (μτφ.) Η μητέρα του δεν τον αφήνει να κάνει ~ μακριά της (: τον παρακολουθεί στενά, δεν τον αφήνει ελεύθερο). 2. (μτφ.) δεν υποχωρώ: Δεν θα ~ουμε ~ πίσω από τις διεκδικήσεις μας., δεν κάνω βήμα χωρίς ...: δεν προβαίνω σε κάποια ενέργεια, χωρίς κάποιον ή κάτι πολύ απαραίτητο: Δεν ~ει ~ χωρίς τον άνδρα της/το κινητό του. Δεν μπορεί να κάνει ~ χωρίς τα γυαλιά του. ΣΥΝ. δεν κάνω χωρίς κάποιον/κάτι [< γαλλ. ne pas faire un pas sans] , ένα βήμα (πριν) από (μτφ.): λίγο πριν από κάτι: Απέχει ~ ~ την τρέλα/τη χρεοκοπία., ένα βήμα μπρος/μπροστά και δυο (βήματα) πίσω (μτφ.): για ανακοπή της αναπτυξιακής ή εξελικτικής πορείας, πισωγύρισμα: Οι διαπραγματεύσεις πάνε ~ ~., ένα βήμα πιο κοντά: για να δηλωθεί πλησίασμα, προσέγγιση: Έλα ~ ~ (= πλησίασε)!|| Εμβόλιο που φέρνει τους επιστήμονες ~ ~ στην αντιμετώπιση της ασθένειας., κάνει τα πρώτα (του) βήματα 1. (μτφ.) βρίσκεται στο ξεκίνημα, στις αρχές: Στην επαρχία έκανε τα πρώτα της (δειλά/διστακτικά) ~ στο τραγούδι.|| Τα πρώτα βήματα του διαδικτύου/του κινηματογράφου. 2. μαθαίνει να περπατά: (κυριολ. για παιδί) Μόλις άρχισε να κάνει ~ ~.|| (μτφ.) Μαζί κάναμε τα πρώτα μας ~ατα (= μεγαλώσαμε παρέα)., κάνω το πρώτο βήμα (μτφ.): κάνω την αρχή, την πρώτη κίνηση: Περιμένει απ' αυτόν να ~ει ~.|| Έγινε το πρώτο βήμα για ... [< γαλλ. faire le premier pas] , τα βήματά μου με οδηγούν/φέρνουν (κάπου) (μτφ.): κατευθύνομαι ενστικτωδώς: Τα ~ατά του τον έφεραν/οδήγησαν γρήγορα στο κέντρο της πόλης., το μετέωρο βήμα: για κάτι που επιχειρείται διστακτικά, με έλλειψη αποφασιστικότητας και χωρίς ελπίδα ή πιθανότητες επιτυχίας: ~ ~ προς την εγκαθίδρυση της ειρήνης., ένα βήμα μπροστά/βήματα μπροστά βλ. μπροστά, με βήμα σημειωτόν βλ. σημειωτόν, με ρυθμούς χελώνας βλ. χελώνα, σέρνω τα πόδια/τα βήματά μου βλ. σέρνω [< αρχ. βῆμα, γαλλ. pas, αγγλ. step]

βροντο- & βροντό-

βροντο- & βροντό- α' συνθετικό λέξεων που αναφέρονται σε 1. (επιτατ.) ισχυρό, έντονο ήχο: βροντο-φωνάζω/~χτυπώ. 2. (επιστ.) ζώα της παλαιοντολογικής περιόδου: βροντό-σαυρος.

-ίτης2

-ίτης2: επίθημα για την απόδοση ξένων όρων, ιδ. ορυκτών: βωξ~/γραν~/γραφ~/δολομ~/λιγν~.

μαμούθ

μαμούθ μα-μούθ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΠΑΛΑΙΟΝΤ. εξαφανισμένο προϊστορικό θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Elephas primigenius), συγγενές του ελέφαντα, δασύτριχο, με πολύ μεγάλους κυρτούς χαυλιόδοντες, που έζησε κατά το Πλειστόκαινο σε ψυχρές περιοχές του Β. Ημισφαιρίου. Βλ. μαστόδοντα. 2. (ως επίθ., μτφ.) χαρακτηρισμός για οτιδήποτε είναι υπερβολικά μεγάλο: (ως παραθετικό σύνθ.) διαδήλωση/κτίριο/ξενοδοχείο-~. Αποζημίωση/επενδυτικό πρόγραμμα/πρόστιμο/χρέη-~. Πβ. μεγαθήριο, κολοσσός. [< γαλλ. mammouth]

μαστόδοντα

μαστόδοντα μα-στό-δο-ντα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. μαστόδοντο}: ΠΑΛΑΙΟΝΤ. εξαφανισμένα προϊστορικά θηλαστικά (γένος Mastodon), συγγενή του ελέφαντα, με προβοσκίδα, δασύ τρίχωμα και τραπεζίτες με μαστοειδείς αποφύσεις, που έζησαν κατά το Τριτογενές και Τεταρτογενές. Βλ. μαμούθ. [< γαλλ. mastodontes, αγγλ. mastodons]

παλαιοβοτανική

παλαιοβοτανική πα-λαι-ο-βο-τα-νι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Π): ΒΟΤ. -ΠΑΛΑΙΟΝΤ. κλάδος που μελετά τα απολιθώματα των φυτών με σκοπό την ανασύσταση του παλαιοπεριβάλλοντος μιας περιοχής. Βλ. παλαιοζωολογία. [< γαλλ. paléobotanique, 1900, αγγλ. palaeobotany]

παλαιοζωολογία

παλαιοζωολογία πα-λαι-ο-ζω-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Π): ΖΩΟΛ. -ΠΑΛΑΙΟΝΤ. κλάδος που μελετά τους ζωικούς οργανισμούς που έχουν εκλείψει βάσει των απολιθωμάτων τους. Βλ. παλαιοβοτανική. ΣΥΝ. αρχαιοζωολογία [< γαλλ. paléozoologie, αγγλ. palaeozoology]

πλανήτης

πλανήτης πλα-νή-της ουσ. (αρσ.) {πλανητών} 1. ΑΣΤΡΟΝ. μεγάλο ετερόφωτο ουράνιο σώμα σφαιρικού σχήματος που περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο ή έναν αστέρα: κατοικήσιμος ~. Κίνηση/τροχιές (των) ~ών. Οι ~ες του ηλιακού συστήματος είναι οκτώ (: Ερμής, Αφροδίτη, Γη, Άρης, Δίας, Κρόνος, Ουρανός, Ποσειδώνας). Βλ. αστέρι, εξω~, κομήτης, Πλούτωνας.|| (ειδικότ. η Γη:) Ο ~ μας. Σώστε τον ~η! Ο μισός σχεδόν ~ (: ο μισός πληθυσμός του) ζει σε πόλεις.|| (μτφ.) Είναι από/ζει σε/ήρθε από άλλον ~η (: είναι στον κόσμο του, εκτός τόπου και χρόνου· βλ. ούφο). 2. ΑΣΤΡΟΛ. ο Ήλιος, η Σελήνη, ο Πλούτωνας και οι επτά πλανήτες του ηλιακού συστήματος (εκτός της Γης) ως πηγές ενέργειας ή συναίσθησης που επηρεάζουν την προσωπικότητα και τις σχέσεις των ανθρώπων: ανάδρομος ~. Θέσεις ~ών. Βλ. ζώδιο, σύνοδος, ωροσκόπιο. ● ΣΥΜΠΛ.: κόκκινος πλανήτης: ΑΣΤΡΟΝ. ο Άρης., πλανήτης νάνος: ΑΣΤΡΟΝ. μικρό ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο, έχει σχεδόν σφαιρικό σχήμα και δεν είναι δορυφόρος άλλου πλανήτη: Το ηλιακό σύστημα έχει πέντε ~ες ~ους: τη Δήμητρα, τον Πλούτωνα, την Έριδα, τον Μακεμάκε και τη Χαουμέια. Βλ. αστέρι. [< αγγλ. dwarf planet, 1993] , υπερθέρμανση/θέρμανση του πλανήτη βλ. υπερθέρμανση [< μτγν. πλανήτης, γαλλ. planète, αγγλ. planet]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.