αγκύλη [ἀγκύλη] α-γκύ-λη ουσ. (θηλ.) {αγκυλ-ών} 1. {συνήθ. στον πληθ.} τυπογραφικό σημείο ή σύμβολο που χρησιμοποιείται κυρ. στα μαθηματικά, την πληροφορική, τη φιλολογία, τη φυσική: αγκιστροειδείς (= άγκιστρα, μύστακες {})/καμπύλες (= παρενθέσεις)/τετράγωνες ~ες ([]). Άνοιγμα/ζεύγος/κλείσιμο ~ών. Αριθμοί/εντολές/λέξεις (μέσα) σε ~ες. Χαρακτήρες εκτός/εντός ~ών. Βάζω/γράφω κάτι (μέσα) σε ~ες. Οι γωνιώδεις ~ες < > χρησιμοποιούνται στις κριτικές εκδόσεις για δήλωση προσθήκης.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Κωδικοί που περικλείονται σε ~ες. 2. ΑΝΑΤ. καμπή, τόξο: ανοιχτή/κλειστή/κολική/τραχηλική/φακοειδής ~. Η ~ του μέσου εντέρου. ~ες των σπονδυλικών νεύρων. Ορθοδοντικές ~ες. 3. ΝΑΥΤ. (σπάν.) θηλιά σχοινιού ή συρματόσχοινου για το δέσιμο πλοίου και γενικότ. κάθε θηλιά. [< 1: αρχ. ἀγκύλη, γαλλ. crochet, αγγλ. bracket 2: αγγλ. ansa, loop]
άλλαγμα [ἄλλαγμα] άλ-λαγ-μα ουσ. (ουδ.): (προφ.) αλλαγή, αντικατάσταση: ~ λάμπας/ρουλεμάν/ρούχων. ~ πετσετών και σεντονιών. Τα λάστιχα έχουν φθαρεί και θέλουν ~.|| Το μωρό θέλει ~ (: καινούργια πάνα). [< μτγν. ἄλλαγμα ‘αποζημίωση, τιμή’]
άπληστος, η, ο [ἄπληστος] ά-πλη-στος επίθ. 1. που χαρακτηρίζεται από απληστία: (για πρόσ.) ~ για εξουσία.|| ~η: συμπεριφορά. ~ο: βλέμμα/κυνήγι (του κέρδους). ~α: μάτια. Πβ. αδηφάγος, ανικανοποίητος, αχόρταγος, πλεονέκτης. ΑΝΤ. ολιγαρκής 2. ΠΛΗΡΟΦ. που σχετίζεται με τον άπληστο αλγόριθμο: ~η: μέθοδος. ● επίρρ.: άπληστα & (σπάν.-λόγ.) απλήστως ● ΣΥΜΠΛ.: άπληστος αλγόριθμος: ΠΛΗΡΟΦ. που βρίσκει τη βέλτιστη λύση σε προβλήματα βελτιστοποίησης. [< 1: αρχ. ἄπληστος 2: αγγλ. greedy]
-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.
δεκανέας δε-κα-νέ-ας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {δεκαν-είς, -έων}: ΣΤΡΑΤ. υπαξιωματικός του Στρατού Ξηράς, ανώτερος από τον στρατιώτη και κατώτερος από τον λοχία κατά ένα(ν) βαθμό. Βλ. υπο~, δίοπος, υποσμηνίας. ● ΣΥΜΠΛ.: δεκανέας αλλαγής: αυτός που φροντίζει για την αντικατάσταση των σκοπών την καθορισμένη ώρα. [< μτγν. δεκανός, γαλλ. caporal]
δέστρα δέ-στρα ουσ. (θηλ.) 1. ΝΑΥΤ. σημείο στερέωσης (κυρ. πάσσαλος) για το δέσιμο του πλοίου στην προκυμαία: σιδερένια ~. ~ πλώρης. Η ~ της άγκυρας. Πβ. αγάντα. Βλ. όκιο. 2. (συνήθ. σε αθλητικό εξοπλισμό) οτιδήποτε χρησιμοποιείται για στήριξη ή δέσιμο: ~ες (για πέδιλα) σκι.|| ~ καρπού (= περικάρπιο).
κλιματικός, ή, ό κλι-μα-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με το κλίμα: ~ός: χάρτης. ~ή: απειλή/ισορροπία. ~ό: δελτίο. ~οί: παράγοντες. ~ές: επιπτώσεις/ζώνες/συνθήκες. ~ά: δεδομένα/μοντέλα/στοιχεία/φαινόμενα. Πβ. κλιματολογικός. Βλ. βιο~. Υπουργείο ~ής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας. ● επίρρ.: κλιματικά ● ΣΥΜΠΛ.: κλιματική αλλαγή: μεταβολή των μετεωρολογικών συνθηκών (π.χ. αύξηση της θερμοκρασίας, υπερθέρμανση του πλανήτη), η οποία οφείλεται σε φυσικές διαδικασίες ή/και σε ανθρώπινες δραστηριότητες: μέτρα αντιμετώπισης των ~ών ~ών. Βλ. ερημοποίηση, φαινόμενο του θερμοκηπίου.[< αγγλ. climate change, 1983] , κλιματικοί/περιβαλλοντικοί πρόσφυγες βλ. πρόσφυγας [< μτγν. κλιματικός, γαλλ. climatique, αγγλ. climatic]
λινκ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} 1. ΠΛΗΡΟΦ. -ΔΙΑΔΙΚΤ. σύνδεσμος: (αν)ενεργό/ενδιαφέρον/χρήσιμο ~. ~ με βίντεο/φωτογραφίες. Το ~ δεν ανοίγει. Ακολούθησε/πάτα το ~. Παραθέτω μερικά ~(ς). 2. ΤΗΛΕΠ. (στις τηλεοπτικές μεταδόσεις) ζεύξη: Έπεσε το ~. Βλ. τηλεσύνδεση. [< 1: αγγλ. link, ιταλ. ~, 1986 2: αγγλ. ~, 1911]
νιπτήρας νι-πτή-ρας ουσ. (αρσ.): λεκάνη σε μπάνιο, στερεωμένη σε τοίχο ή ενσωματωμένη σε έπιπλο, που συνδέεται με το σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης, για το πλύσιμο κυρ. των χεριών και του προσώπου: επιτραπέζιος ~. ~ από πορσελάνη. Βάση/μπαταρία ~α. Πβ. λαβομάνο. Βλ. είδη υγιεινής, νεροχύτης, -τήρας. ● ΣΥΜΠΛ.: Ακολουθία/Τελετή του Νιπτήρος: ΕΚΚΛΗΣ. που τελείται το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης ή το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης (σύμφωνα με το παλιό βυζαντινό τελετουργικό), σε ανάμνηση της πράξης του Ιησού που έπλυνε τα πόδια των μαθητών του πριν από τον Μυστικό Δείπνο. [< μεσν. νιπτήρας < μτγν. νιπτήρ]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
παθός πα-θός ουσ. (αρσ.) {κυρ. στην ονομαστ. εν.} (λαϊκό): που έπαθε κάτι δυσάρεστο, κακό. Πβ. παθών. ● ΦΡ.: ο παθός (και) μαθός (γνωμ.): όποιος παθαίνει μαθαίνει. ΣΥΝ. (το) πάθος μάθος
παράδειγμα πα-ρά-δειγ-μα ουσ. (ουδ.) 1. κάθε πληροφορία (αντικείμενο, γεγονός, κατάσταση) που αναφέρει κάποιος, προκειμένου να καταστήσει σαφή και κατανοητή τη σημασία λέξης ή το περιεχόμενο έννοιας, επειδή (θεωρεί ότι) συγκεντρώνει τα τυπικά της γνωρίσματα και, συνεπώς, την αντιπροσωπεύει: απλό/άστοχο/ατυχές/διαφωτιστικό/διδακτικό/ενδεικτικό/θεωρητικό/ιστορικό/καλό/κλασικό/πετυχημένο/τυπικό/χαρακτηριστικό/χειροπιαστό/χρήσιμο ~. Ιστορικό/κοινωνικό ~. Παράθεση/παρουσίαση ~άτων. Πλήθος ~άτων από την καθημερινή ζωή. Μάθηση μέσω ~άτων. Στο ~ που ακολουθεί, ... Δώσε μου ένα ~ για να καταλάβω. Για να σου φέρω ένα ~, ... (Αν)έφερε για/σαν/ως ~ το φαινόμενο της ... Πάρε ~ την ... Βλ. αντι~. 2. πρότυπο: (για πρόσ.) Αποτελεί (λαμπρό) ~ ειλικρίνειας/τιμιότητας. Έχει τους γονείς του ως ~.|| Πολιτικό σύστημα που συνιστά ~ δημοκρατίας/σωστής διακυβέρνησης. Οικολογικό ~. Πβ. υπόδειγμα.|| Αρνητικό/επικίνδυνο/θετικό ~. Ακολούθησε το ~ του φίλου του και ασχολήθηκε με ...|| ~ συμπλήρωσης (μιας αίτησης). Πβ. δείγμα, περίπτωση. 3. ΓΛΩΣΣ. το σύνολο των γλωσσικών στοιχείων που μπορούν να υποκαταστήσουν το ένα το άλλο σε συγκεκριμένο περιβάλλον: το κλιτικό/μορφολογικό ~ του ονόματος/του ρήματος. Βλ. σύνταγμα. 4. ΦΙΛΟΣ. το θεωρητικό πλαίσιο, δηλ. το πλαίσιο αρχών, εννοιών και μεθόδων, εντός του οποίου, κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου της επιστήμης, αναπτύσσονται οι θεωρίες της. ● Υποκ.: παραδειγματάκι (το): σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: αλλαγή παραδείγματος: ριζική αλλαγή στον τρόπο σκέψης, αντιμετώπισης κατάστασης ή λειτουργίας συστήματος: ~ ~ στην οικονομία. [< αγγλ. paradigm shift, 1962, όρ. του Thomas Kuhn] , ζωντανό παράδειγμα & ζωντανή απόδειξη: για πρόσωπο που αποδεικνύει έμπρακτα όσα υποστηρίζει· για κάτι που αποδεικνύεται στην πράξη, πραγματοποιείται και δεν μένει σε θεωρητικό επίπεδο: Είναι ~ ~ εργατικότητας. Αποτελεί ζωντανό ~ του τι μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος. || Περιοχή που αποτελεί ~ ~ αρμονικής συμβίωσης διαφορετικών πολιτισμών., φωτεινό παράδειγμα βλ. φωτεινός ● ΦΡ.: για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν (/χάρη) (συντομ. π.χ.) & (λόγ.) επί παραδείγματι: για να δοθεί ένα παράδειγμα: τροφές πλούσιες σε βιταμίνες, (όπως) ~ ~ φρούτα και λαχανικά. Εάν, ~ ~ (= φερ' ειπείν), συμβεί να ... Πβ. πιχί. ΣΥΝ. λόγου χάρη/χάριν [< γαλλ. par exemple] , δίνω το (καλό/κακό) παράδειγμα: αποτελώ (θετικό/αρνητικό) πρότυπο: Ο δάσκαλος δίνει το καλό ~ στους μαθητές του. Πρόσεχε πώς μιλάς, δίνεις το κακό ~!, παράδειγμα προς/για αποφυγή/μίμηση: για συμπεριφορά ή κατάσταση που θεωρείται ότι πρέπει να αποφεύγεται ή να ακολουθείται ως υπόδειγμα: Κάποιος/κάτι είναι ~ ~. [< 1,2: αρχ. παράδειγμα, γαλλ. exemple 3: γαλλ. paradigme, 1943, αγγλ. paradigm 4: γερμ. Paradigma]
πλεύση πλεύ-ση ουσ. (θηλ.) 1. πορεία πλοίου ή σπανιότ. αεροσκάφους: ελεύθερη/ομαλή/σταθερή ~. Οδηγός/ταχύτητα ~ης. Βλ. διάπλευση.|| (για καράβι) Ταχείας ~ης. ΣΥΝ. πλους, ρότα (1) 2. (μτφ.) τακτική, τρόπος δράσης για την εκπλήρωση στόχου: Αποφασίστηκε κοινή/παράλληλη ~ (= σύμπλευση, συμπόρευση) των δύο υποψηφίων. ● ΣΥΜΠΛ.: αλλαγή πλεύσης/πορείας (μτφ.): τροποποίηση τακτικής, κατεύθυνσης, προσανατολισμού: ~ ~ για την κυβέρνηση/του κόμματος από τις αρχικές του εξαγγελίες., γραμμή/πορεία πλεύσης & πλεύσεως: πορεία σκάφους· (συνήθ. μτφ.) ακολουθία, σειρά ενεργειών: Αλλάζω/χαράσσω ~ ~. Οι πολιτικοί αρχηγοί κινούνται στην ίδια ~ ~. [< μτγν. πλεῦσις]
-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.
ροδόχρους, ους, ουν ρο-δό-χρους επίθ. (επιστ.): ροδόχρωμος: ~οα: μαργαριτάρια. ● ΣΥΜΠΛ.: ροδόχρους ακμή: ΙΑΤΡ. χρόνια δερματική νόσος που εμφανίζεται με ερύθημα και εξανθήματα στο πρόσωπο. [< γαλλ. acnée rosacée, 1932, αγγλ. (acne) rosacea] , ροδόχρους πιτυρίαση: ΙΑΤΡ. φλεγμονώδης δερματοπάθεια που εκδηλώνεται με την εμφάνιση πλάκας ρόδινου χρώματος, κυρ. στον κορμό. [< γαλλ. pityriasis rosé, αγγλ. pityriasis rosea] [< μτγν. ῥοδόχρους]
σκυτάλη σκυ-τά-λη ουσ. (θηλ.) 1. ΑΘΛ. μακρόστενος κύλινδρος που χρησιμοποιείται στη σκυταλοδρομία: Του έπεσε η ~. Οι δρομείς αντάλλαξαν ταχύτατα τη ~. 2. (μτφ.) συνέχιση έργου, αποστολής: Παραχωρώ τη ~ σε κάποιον. Πήρε τη ~ από τον ... Η ~ της ηγεσίας του κόμματος πέρασε στον ... ● ΣΥΜΠΛ.: αλλαγή σκυτάλης 1. (μτφ.) διαδοχή, μεταβίβαση θέσης, αξιώματος: ~ ~ στην κορυφή (του βαθμολογικού πίνακα)/στον πάγκο/στην πολιτική σκηνή (της χώρας)/στην προεδρία/στο πρωτάθλημα. Αναμένεται/πραγματοποιείται/προβλέπεται/συντελείται ~ ~. ~ διοικητικής ~. Πβ. αλλαγή φρουράς. 2. ΑΘΛ. παράδοσή της από τον έναν αθλητή στον άλλο κατά τη διάρκεια της σκυταλοδρομίας: επιτυχημένη ~ ~. ● ΦΡ.: παραδίδω τη σκυτάλη βλ. παραδίδω [< αρχ. σκυτάλη]
τοπίο το-πί-ο ουσ. (ουδ.) 1. γεωγραφικό τμήμα, τόπος συνήθ. στη φύση, όπως παρουσιάζεται σε έναν παρατηρητή ή ως θέαμα: αγροτικό/ανεξερεύνητο/αστικό/γραφικό/ειδυλλιακό/λευκό (= χιονισμένο)/μαγευτικό/μεσογειακό/νησιωτικό/ορεινό/πανέμορφο/τουριστικό/φυσικό ~. Αλλοίωση/αρχιτεκτονική/καταστροφή του ~ου. Εταιρεία Προστασίας ~ου και Περιβάλλοντος. Απολαμβάνω/ατενίζω/θαυμάζω το ~. Φωτογραφίζω ~α. Πβ. τοποθεσία. 2. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. {συνήθ. στον πληθ.} τοπιογραφία: θαλασσινά/ιμπρεσιονιστικά ~α από Έλληνες ζωγράφους. Έκθεση ~ων σε γκαλερί. 3. (μτφ.) οι συνθήκες, τα δεδομένα και γενικότ. η κατάσταση που επικρατεί σε συγκεκριμένο χώρο ή τομέα: εργασιακό/λογοτεχνικό/οικονομικό/πολιτικό/πολιτιστικό/προεκλογικό/τηλεπικοινωνιακό ~. Εξελίξεις στο τηλεοπτικό ~. Το ~ των ΜΜΕ. Ανακατατάξεις στο ενεργειακό ~ της χώρας. Ξεκαθαρίζει το ~ στις ομάδες του ομίλου. Στοιχεία που φωτίζουν το ~. Πβ. σκηνικό. ● ΣΥΜΠΛ.: αλλαγή τοπίου (μτφ.): μεταβολή της κατάστασης: ~ ~ στην αγορά/στο σύστημα (συνταξιοδότησης)/στον τουρισμό/στη χώρα. ~ ~ για το ασφαλιστικό., θολό τοπίο βλ. θολός, σεληνιακό τοπίο βλ. σεληνιακός [< 1: μεσν. τοπίον 2,3: γαλλ. paysage, αγγλ. landscape – παλαιότ. εσφαλμ. ορθογρ. τοπείο]
τρανσέξουαλ τραν-σέ-ξου-αλ ουσ. (αρσ. + θηλ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς}: άτομο που έχει κάνει αλλαγή φύλου. Βλ. γκέι, μπαϊσέξουαλ, τραβεστί, τρανσφοβία. ΣΥΝ. τρανς1 [< αγγλ. transsexual, 1957, γαλλ. transsexuel, περ. 1965]
-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ