Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1173 εγγραφές  [0-20]


  • JPEG  ΠΛΗΡΟΦ. μορφή αρχείου για συμπίεση και αποθήκευση εικόνων.[ < αμερικ. Joint Photographic Experts Group, 1988]
  • άβαταρ [ἄβαταρ] ά-βα-ταρ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς}: ΠΛΗΡΟΦ. σκίτσο ή εικόνα την οποία επιλέγει ένας χρήστης του διαδικτύου σαν είδος ταυτότητας, εκτός από το ψευδώνυμο που χρησιμοποιεί, συνήθ. σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και διαδικτυακά παιχνίδια. [< αγγλ. avatar, 1986 < σανσκριτικό avatāra ‘κάθοδος’ (από τον ουρανό μιας θεότητας σε ανθρώπινη μορφή)]
  • αγγελιοφόρος [ἀγγελιοφόρος] αγ-γε-λι-ο-φό-ρος ουσ. (αρσ.): που είναι επιφορτισμένος με τη μεταφορά ενός μηνύματος, μιας πληροφορίας (γραπτής ή προφορικής): (παλαιότ.) ειδικός/έμπιστος/έφιππος ~. (ΘΕΟΛ.) Ο ~ του Θεού (= ο αρχάγγελος Γαβριήλ)/(ΜΥΘ.) Ο ~ των θεών (= ο Ερμής). Βλ. -φόρος.|| (μτφ.) ~οι της δημοκρατίας/του εθελοντισμού/της ειρήνης. Οι μετεωρίτες είναι πολύτιμοι ~οι από το διάστημα.|| (ΒΙΟΛ.) Δεύτερος ~. Χημικοί ~οι.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Λογισμικό ~ων. Υπηρεσία ~ων σπαμ. [< αρχ. ἀγγελιαφόρος, γαλλ. messager]
  • άγκιστρο [ἄγκιστρο] ά-γκι-στρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίστρου} (λόγ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. όργανο ή τμήμα εργαλείου με κυρτή και αιχμηρή άκρη, για ποικίλες χρήσεις (κρέμασμα, ανάρτηση ή σύνδεση αντικειμένων): αλιευτικό/μεταλλικό/οβάλ/ορθοδοντικό/περιστρεφόμενο/πλευρικό/πτυσσόμενο/σιδερένιο/συρμάτινο/χαλύβδινο/χειρουργικό ~. ~ ανύψωσης/αποσκευών/ασφαλείας/ασφάλισης (σε κλειδαριά)/γερανού/ελατηρίου/έλξης (σε τρακτέρ)/ζεύξης/καλωδίων/κουμπώματος/κουρτίνας (: γαντζάκι)/ρυμούλκησης/στήριξης/σφαγείων (: τσιγκέλι)/φωτιστικού. Απασφαλίζω το ~. ~ με ιμάντα/κλιπ. Πβ. γάντζος, κρεμαστάρι. Βλ. πολυ~, -τρο. 2. {κυρ. στον πληθ.} καθένα από τα τυπογραφικά σημεία ή σύμβολα { } που χρησιμοποιούνται κατά ζεύγη: (ΓΛΩΣΣ.) ~α για δήλωση μορφημάτων/γραμματικών πληροφοριών στο παρόν λεξικό.|| (ΜΑΘ.) ~α για αλγεβρικές/αριθμητικές παραστάσεις/για δήλωση συνόλου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~α αποθήκευσης/μνήμης. Λειτουργικό ~. Εντολές μέσα σε ~α (πβ. μπλοκ). Πβ. μύστακας. Βλ. αγκύλη, παρένθεση. [< αρχ. ἄγκιστρον, 1: αγγλ. hook 2: αγγλ. brace]
  • αγκύλη [ἀγκύλη] α-γκύ-λη ουσ. (θηλ.) {αγκυλ-ών} 1. {συνήθ. στον πληθ.} τυπογραφικό σημείο ή σύμβολο που χρησιμοποιείται κυρ. στα μαθηματικά, την πληροφορική, τη φιλολογία, τη φυσική: αγκιστροειδείς (= άγκιστρα, μύστακες {})/καμπύλες (= παρενθέσεις)/τετράγωνες ~ες ([]). Άνοιγμα/ζεύγος/κλείσιμο ~ών. Αριθμοί/εντολές/λέξεις (μέσα) σε ~ες. Χαρακτήρες εκτός/εντός ~ών. Βάζω/γράφω κάτι (μέσα) σε ~ες. Οι γωνιώδεις ~ες < > χρησιμοποιούνται στις κριτικές εκδόσεις για δήλωση προσθήκης.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Κωδικοί που περικλείονται σε ~ες. 2. ΑΝΑΤ. καμπή, τόξο: ανοιχτή/κλειστή/κολική/τραχηλική/φακοειδής ~. Η ~ του μέσου εντέρου. ~ες των σπονδυλικών νεύρων. Ορθοδοντικές ~ες. 3. ΝΑΥΤ. (σπάν.) θηλιά σχοινιού ή συρματόσχοινου για το δέσιμο πλοίου και γενικότ. κάθε θηλιά. [< 1: αρχ. ἀγκύλη, γαλλ. crochet, αγγλ. bracket 2: αγγλ. ansa, loop]
  • άγκυρα [ἄγκυρα] ά-γκυ-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ΝΑΥΤ. βαρύ μεταλλικό όργανο με ένα κεντρικό στέλεχος (άτρακτος) και δύο κυρτούς βραχίονες, που προσαρμόζεται στην άκρη αλυσίδας ή συρματόσχοινου, αφήνεται να πέσει στο νερό, γαντζώνεται στον βυθό και χρησιμοποιείται για να κρατά το σκάφος στην ίδια περίπου θέση: ~ πλώρης/πρύμνης. ~ με καδένα/σχοινί. Βαρούλκο ~ας. Τραβάμε τις ~ες.|| (ειδικότ.) Πλωτή ~ (: για να μην παρασυρθεί το σκάφος από ρεύματα, π.χ. όταν ψαρεύει κάποιος). Βλ. δέστρα. 2. (μτφ.) καθετί που παρέχει σταθερότητα, λειτουργεί ως στήριγμα: ~ ασφάλειας/ελπίδας/σταθερότητας/σωτηρίας. Πβ. καταφύγιο. 3. ΠΛΗΡΟΦ. σημείο υπερκειμένου που αποτελεί την πηγή ή τον προορισμό ενός υπερσυνδέσμου. Βλ. λινκ. ● ΦΡ.: βίρα τις άγκυρες!: (ναυτικό παράγγελμα) σηκώστε τις άγκυρες: ~ ~ και όρτσα τα πανιά/και πρόσω ολοταχώς., ρίχνω άγκυρα 1. αγκυροβολώ, αράζω: Το πλοίο έριξε ~ στα ανοιχτά/στο λιμάνι. 2. (μτφ.) παραμένω κάπου για μεγάλο χρονικό διάστημα: Ο παίκτης έριξε ~ στην ομάδα, ανανεώνοντας το συμβόλαιό του., σηκώνω (την) άγκυρα 1. (για πλοίο) αποπλέω: Λύνουμε κάβους, ~ουμε ~ και σαλπάρουμε. 2. (μτφ.) (για πρόσ.) φεύγω, αναχωρώ. [< 1,2: αρχ. ἄγκυρα, γαλλ. ancre 3: αγγλ. anchor, 1988]
  • άγραφος , η, ο [ἄγραφος] ά-γρα-φος επίθ. & (προφ.) άγραφτος & (σπάν.) άγραπτος 1. που δεν έχει (ακόμη) διατυπωθεί σε γραπτό λόγο: ~η: ιστορία/μελέτη.|| (που δεν καταγράφηκε σε επίσημο έγγραφο:) ~ος: όρος. ~η: άδεια/εντολή/συμφωνία. ~ο: καταστατικό/τυπικό. Πβ. προφορικός. Βλ. -γραφος. ΑΝΤ. έγγραφος 2. του οποίου το κύρος πηγάζει από την παράδοση, την ηθική ή τη χρήση, που δεν είναι νομοθετημένος: ~ος: κανόνας. ~η: αρχή. ~ο: δικαίωμα. Πβ. εθιμ-, ηθ-ικός. ΑΝΤ. γραπτός (1) 3. στον οποίο δεν έχει γραφτεί ή εγγραφεί κάτι: ~η: επιφάνεια/κόλλα (πβ. λευκή).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ος: σκληρός δίσκος. ~ο: σιντί. Πβ. άδειος. 4. (για μαθητή) που δεν έχει κάνει τις γραπτές εργασίες του: Πήγε σχολείο ~ κι αδιάβαστος. 5. (σπάν.) που δεν έχει καταγραφεί σε κατάλογο, αδήλωτος. ΑΝΤ. δηλωμένος (2), εγγεγραμμένος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άγραφο χαρτί & άγραφος πίνακας/χάρτης & άγραφη πλάκα: ΦΙΛΟΣ. η αντίληψη ότι ο νους του ανθρώπου, όταν γεννιέται, είναι κενός, σαν λευκός πίνακας, πάνω στον οποίο εγγράφονται συνεχώς νέες εντυπώσεις, γνώσεις, εμπειρίες. ΣΥΝ. tabula rasa, άγραφος νόμος & άγραφο δίκαιο: κανόνας δικαίου που δεν έχει θεσμοθετηθεί από την Πολιτεία, αλλά έχει καθιερωθεί από την παράδοση, τη συνήθεια, τη θρησκεία: άγραφοι και γραπτοί ~οι. Ήθη, έθιμα και ~οι ~οι. Πβ. εθιμικό δίκαιο. Βλ. φυσικό δίκαιο.|| Ο ~ ~ του ποδοσφαίρου (: η ομάδα που χάνει ευκαιρίες δέχεται τελικά γκολ)/της σιωπής (πβ. ομερτά)/της φυλακής (: οι συγκρατούμενοι δεν επιτρέπουν ούτε συγχωρούν μερικά ειδεχθή εγκλήματα, ασκώντας στον δράστη ψυχολογική βία, που αρκετές φορές τον οδηγεί στην αυτοκτονία). [< γερμ. ungeschriebenes Recht] ● ΦΡ.: (αυτό) είναι απ' τ' άγραφα! (προφ.-εμφατ.): για κάτι μη αναμενόμενο, πρωτάκουστο: Ε, αυτό πια ~ ~ (= πρωτοφανές)! [< αρχ. ἄγραφος, γαλλ. non écrit]
  • αδιέξοδο [ἀδιέξοδο] α-δι-έ-ξο-δο ουσ. (ουδ.) {αδιεξόδ-ου | -ων} 1. (μτφ.) δύσκολη κατάσταση, με ανυπέρβλητα εμπόδια, χωρίς εξέλιξη, πρόοδο: κυβερνητικό/κυκλοφοριακό/συναισθηματικό/τραγικό/ψυχικό ~. Κοινωνικά/οικονομικά/πολιτικά ~α. Βρίσκομαι/καταλήγω/περιέρχομαι/φτάνω (μπροστά) σε ~. Οδηγώ/φέρνω κάποιον σε ~/προ ~ου. Έξοδος από το ~. Βγάζω/βγαίνω από το ~. Δημιουργούν ~α. Η αδιαλλαξία των δύο πλευρών οδήγησε τις διαπραγματεύσεις σε ορατό/ πλήρες ~. Άρση/επίλυση του ~ου στην παιδεία. ΑΝΤ. διέξοδος (1) 2. δρόμος που δεν έχει πέρασμα από ή προς ένα μέρος: Το σοκάκι οδηγεί σε ~. ΑΝΤ. διέξοδος (2) 3. ΠΛΗΡΟΦ. κατάσταση κατά την οποία τίθενται σε αναμονή δύο ή περισσότερες διεργασίες εξαιτίας του ότι προσπαθούν να αντλήσουν ταυτοχρόνως στοιχεία από τις ίδιες μη διαθέσιμες πηγές. [< 1,2: γαλλ. impasse 3: deadlock]
  • αδόμητος , η, ο [ἀδόμητος] α-δό-μη-τος επίθ. 1. που δεν έχει οικοδομηθεί, χτιστεί: ~ος: χώρος. ~η: έκταση. ~ο: οικόπεδο (= άκτιστο). ΑΝΤ. δομημένος (2) 2. που δεν έχει δομή, συγκρότηση, συνοχή: ~ος: λόγος (= ασυγκρότητος). ~ο: κείμενο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ.) ~η: πληροφορία. ~α: δίκτυα. [< 2: αγγλ. unstructured]
  • αδρανοποίηση [ἀδρανοποίηση] α-δρα-νο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση κατά την οποία κάτι γίνεται ανενεργό: διανοητική/πολιτική ~. Πβ. αδράνεια, αποτελμάτωση, παθητικοποίηση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ο υπολογιστής βρίσκεται σε αναμονή ή ~.|| ~ των μυών. 2. ΒΙΟΛ. αναστολή της βιολογικής δραστηριότητας παθογόνων παραγόντων (π.χ. ιών, μικροβίων) με φυσικά ή χημικά μέσα: θερμική/πλήρης ~. ~ των βλαβερών/τοξικών ουσιών. ~ των απορριμμάτων με χημική επεξεργασία. Μονάδα ~ης ζωικών υποπροϊόντων. Βλ. -ποίηση. [< αγγλ. inactivation, 1906]
  • άθροιση [ἄθροιση] ά-θροι-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -οίσεως | -οίσεις, -οίσεων}: πρόσθεση και εύρεση του αθροίσματος ενός συνόλου αριθμών· γενικότ. συγκέντρωση, ενοποίηση σε ένα σύνολο: αυτόματη/συνολική ~. ~ αμοιβών/γινομένων/εσόδων/κλασμάτων/(των επιμέρους) ποσών/συνόλων/τιμών. Αποτέλεσμα/προϊόν/σύμβολο/(ΠΛΗΡΟΦ.) συνάρτηση/τύπος (της) ~ης. ~ της αξίας των οικοπέδων. (ΜΑΘ.) Αριθμητικά λάθη στις ~οίσεις. Πβ. σούμα.|| ~ δραστηριοτήτων. Συμπαγείς ~οίσεις κυττάρων. Πβ. συν~. [< αρχ. ἄθροισις, αγγλ. summation]
  • ακέραιος , α/η, ο [ἀκέραιος] α-κέ-ραι-ος επίθ. {(λόγ.) θηλ. ακεραία} 1. που δεν έχει ελαττωθεί, ολόκληρος, πλήρης: ~η: έκπτωση/περιουσία/σύνταξη. ~ο: ποσό. Πβ. άρτιος, ατόφιος.|| (μτφ.) Αναλαμβάνω/φέρω ~η/(λόγ.) ακεραία (= εξ ολοκλήρου) την ευθύνη των πράξεών μου/για κάτι. ΣΥΝ. ακέριος, ολοκληρωμένος (1), όλος (1) ΑΝΤ. ελλιπής 2. που δεν έχει υποστεί μεταβολή ή φθορά, άθικτος: ~η: παράδοση. Ο ναός διατηρείται/σώζεται σχεδόν ~ (= ανέπαφος). Φυλάει ~η την πίστη/πολιτιστική κληρονομιά. Βγήκε ψυχολογικά ~ (= αλώβητος) από τη δοκιμασία αυτή. 3. (μτφ.) έντιμος, ευσυνείδητος: ~ος: δικαστής (ΣΥΝ. αδέκαστος, αδιάφθορος)/πολιτικός/χαρακτήρας. ~η: προσωπικότητα. ~ο: ήθος. Άμεμπτος/δίκαιος/ηθικός και ~. ~ και πιστός στο καθήκον. 4. ΜΑΘ. (για αριθμό) χωρίς κλάσματα ή δεκαδικά ψηφία: ~ος: εκθέτης/παρανομαστής. ~η: διαίρεση/μεταβλητή/τιμή/ώρα. ~ο: μέρος (πραγματικού αριθμού)/πολλαπλάσιο/υπόλοιπο. Αλφαριθμητικός/αρνητικός/άρτιος/θετικός/περιττός/πραγματικός ~ αριθμός.|| (ως ουσ.) Μετατροπή/στρογγυλοποίηση στον πλησιέστερο ~ο. ΑΝΤ. κλασματικός ● επίρρ.: ακέραια & (λόγ.) ακεραίως ● ΣΥΜΠΛ.: ακέραιη/ακεραία μονάδα: ΜΑΘ. καθεμία από τις μονάδες ενός ακέραιου αριθμού: στρογγυλοποίηση στην επόμενη ~ ~., ακέραιος προγραμματισμός: ΠΛΗΡΟΦ. μέθοδος προγραμματισμού κατά την οποία όλες οι μεταβλητές παίρνουν μόνο ακέραιες τιμές: γραμμικός και ~ ~. ● ΦΡ.: στο ακέραιο & (λόγ.) εις το ακέραιον: εξ ολοκλήρου, πλήρως: Εκτελώ/επιτελώ ~ ~ το έργο/το καθήκον μου. Εκπληρώνω ~ ~ τις υποχρεώσεις μου. Τηρώ ~ ~ τον λόγο μου/μια συμφωνία (= μέχρι κεραίας). Επέστρεψα τα χρήματα ~ ~. [< αρχ. ἀκέραιος, αγγλ. integral, integer, γαλλ. intègre]
  • ακεραιότητα [ἀκεραιότητα] α-κε-ραι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. διατήρηση της ολότητας, της πληρότητας: δομική ~ κατασκευής/κτιρίου. ~ λέξεων (ΑΝΤ. βραχυγραφία). ~ αρχειακού υλικού. Πβ. αρτιότητα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αναφοράς. Προστασία της ~ας δεδομένων (: από σβήσιμο ή αλλοίωση). Δεν διασφαλίζεται η ~ του μηνύματος. 2. (μτφ.) εντιμότητα, χρηστότητα: Διακρίνεται για την ~ά του. Βλ. -ότητα. ΣΥΝ. ηθικότητα, τιμιότητα ● ΣΥΜΠΛ.: εδαφική ακεραιότητα: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. το δικαίωμα κάθε κράτους να είναι ανεξάρτητο, ασκώντας κυριαρχικά δικαιώματα στα εδάφη του: διαφύλαξη/παραβίαση/υπεράσπιση της ~ής ~ας. Απειλώ/προασπίζομαι/σέβομαι την ~ ~ μιας χώρας. [< γαλλ. intégrité de territoire, γερμ. territoriale Integrität] , σωματική ακεραιότητα: ΝΟΜ. το δικαίωμα κάθε πολίτη να μη βλάπτεται σωματικά: απειλή/προσβολή/προστασία/σεβασμός της ~ής ~ας. Το έννομο αγαθό της ~ής ~ας. Έγκλημα κατά της ζωής ή της ~ής ~ας. Θέτω σε κίνδυνο τη ~ ~ κάποιου. Κινδυνεύει η ~ ~ά μου. Πβ. αρτιμέλεια. [< γαλλ. intégrité physique, αγγλ. physical integrity] ● ΦΡ.: ακεραιότητα (του) χαρακτήρα: για έντιμο, ενάρετο, συνήθ. δημόσιο πρόσωπο: Τον εκτιμούν για την ~ ~ του, την υπευθυνότητα και την ευθυκρισία του. [< μτγν. ἀκεραιότης, γαλλ. intégrité]
  • ακίνδυνος , η, ο [ἀκίνδυνος] α-κίν-δυ-νος επίθ.: που δεν ενέχει, δεν προκαλεί κίνδυνο: ~ος: αντίπαλος/εχθρός/ιός. ~η: ακτινοβολία/εξέταση/επέμβαση/θεραπεία/πηγή ενέργειας. ~ο: ζώο (= άκακο)/σπορ/φάρμακο (= αθώο). ~ες: ασκήσεις/ουσίες. ~α: βακτηρίδια/τρόφιμα. Προϊόν ~ο για τον οργανισμό/τα παιδιά/το περιβάλλον/την υγεία. ~ο στη χρήση (= ασφαλές). Αφέθηκε ελεύθερος, αφού κρίθηκε ~. Πβ. αβλαβής.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ο αρχείο (: χωρίς ιούς).|| (ΑΘΛ., που δεν απειλεί τον αντίπαλο) ~ο: σουτ. Η ομάδα ήταν ~η επιθετικά. ΑΝΤ. απειλητικός.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ο του εγχειρήματος/της συναλλαγής. ΑΝΤ. επικίνδυνος ● επίρρ.: ακίνδυνα & (λόγ.) ακινδύνως [< αρχ. ἀκίνδυνος]
  • ακμή [ἀκμή] ακ-μή ουσ. (θηλ.) 1. {χωρ. πληθ.} το απόγειο της ανάπτυξης, της ισχύος, άνθιση: οικονομική/πνευματική/πολιτιστική ~. Η ~ της αυτοκρατορίας/της πόλης/του τόπου. Περίοδος ~ής και αίγλης. Σημειώθηκε ~ στα γράμματα/στo εμπόριo/στις τέχνες. Βρίσκεται/φτάνει στη μέγιστη ~/στην ~ της δόξας/της ηλικίας/της σταδιοδρομίας του. Η χώρα γνώρισε μεγάλη ~. Πβ. αποκορύφωμα, ζενίθ, κολοφώνας, κορύφωση, μεσουράνημα. ΑΝΤ. μαρασμός (1), παρακμή 2. ΙΑΤΡ. {χωρ. πληθ.} δερματοπάθεια, συνήθ. της εφηβείας, λόγω φλεγμονής των σμηγματογόνων αδένων, που εκδηλώνεται με εξανθήματα: εφηβική/κοινή ή νεανική/κυστική ~. ~ στο πρόσωπο/στο σώμα. Έξαρση/μαύρα στίγματα/ουλές ~ής. Δέρμα με τάση ~ής. Φάρμακο κατά της ~ής. Έχει ~ (= μπιμπίκια, σπυράκια). 3. ΓΕΩΜ. {συνήθ. στον πληθ.} ευθεία γραμμή τομής δύο επιπέδων· γενικότ. κάθε οξύ, κοφτερό άκρο ή πλευρά: μήκος ~ής. ~ γραφήματος/κύβου. Οξείες/παράλληλες/τέμνουσες/τετραγωνισμένες ~ές. Οκτάεδρο με δώδεκα ~ές.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Κόμβοι που ενώνονται με ~ές (βλ. γράφος).|| Στρογγυλεμένες ~ές των σκαλιών. Πβ. κόψη. ● ΣΥΜΠΛ.: ροδόχρους ακμή βλ. ροδόχρους ● ΦΡ.: επί ξυρού ακμής (λόγ.): στην κόψη του ξυραφιού, σε πολύ κρίσιμο ή επικίνδυνο σημείο: ~ ~ η αγορά καυσίμων/η οικονομία. Η ανθρωπότητα/η ειρήνη/το θέμα βρίσκεται ~ ~. [< 1: αρχ. ἀκμή 2: αγγλ. acne, γαλλ. acné 3: αγγλ. edge]
  • ακολουθία [ἀκολουθία] α-κο-λου-θί-α ουσ. (θηλ.) {ακολουθι-ών} 1. (επιστ.) συνεχής ή/και λογική διαδοχή εννοιών, σκέψεων, γεγονότων, στοιχείων, καταστάσεων, φαινομένων: γραμμική/σταθερή/συντακτική/χρονική ~. ~ γεγονότων/δραστηριοτήτων/κινήσεων/λέξεων/σκέψεων/συμβάντων/συμβόλων. Παρακολούθηση και καταγραφή της μετασεισμικής ~ας. Λογική ~ των επιχειρημάτων (πβ. αλληλουχία, ειρμός). Διασφάλιση της ~ας και συμπληρωματικότητας των δράσεων. Πβ. αλυσίδα, σειρά, συνέχεια. Βλ. συν~.|| (ΒΙΟΛ.) ~ αμινοξέων/γονιδίων. Γενετική/νουκλεϊκή/πεπτιδική/πρωτεϊνική ~. ~ες DNA. Ανάλυση/στοίχιση ~ών.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ εντολών (πβ. αλγόριθμος)/τυχαίων αριθμών. Δομή/έλεγχος ~ας. Σύγκλιση ~ών. ΑΝΤ. ανακολουθία 2. ομάδα ανθρώπων που συνοδεύουν τιμητικά επίσημο πρόσωπο, συνοδεία: διπλωματική ~. Τον πρωθυπουργό συνόδευε πολυμελής ~. Πβ. κουστωδία. 3. ΕΚΚΛΗΣ. τακτική ή έκτακτη ιεροτελεστία με καθορισμένο τυπικό: εξόδιος/ιερή/νεκρώσιμη ~. Η ~ της Αναστάσεως/του Ακάθιστου Ύμνου/του Γάμου/του Επιταφίου/του Όρθρου. Τέλεση ~ας. Οι ~ες της Μεγάλης Εβδομάδας. Πβ. ιερουργία. 4. ΜΑΘ. η μονοσήμαντη απεικόνιση του συνόλου Ν των φυσικών αριθμών σε ένα μη κενό σύνολο: άπειρη/γραφική/κυκλική/πεπερασμένη/φθίνουσα/φραγμένη ~. ~ σημείων/τυχαίων μεταβλητών. Αύξουσα ~ ακεραίων. Όριο/όροι ~ας. ~ες πραγματικών αριθμών/συναρτήσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: ακολουθία των χρόνων: ΓΡΑΜΜ. συμφωνία στην εκφορά των ρημάτων (ως προς τον χρόνο ή/και την έγκλιση) κύριας και δευτερεύουσας πρότασης με βάση τους συντακτικούς κανόνες. [< λατ. consecutio temporum] , Ακολουθία/Τελετή του Νιπτήρος βλ. νιπτήρας, η Ακολουθία των Παθών βλ. πάθος ● ΦΡ.: κατ' ακολουθία(ν) (επίσ.): κατά συνέπεια, επομένως, συνεπώς: Η αίτηση είναι αόριστη και ~ ~ απαράδεκτη και απορριπτέα. ~ ~ των ανωτέρω (= με βάση τα ανωτέρω). [< 1: μτγν. ἀκολουθία 2: αρχ. ~ 3: μεσν. ακολουθία]
  • ακολουθιακός , ή, ό [ἀκολουθιακός]α-κο-λου-θι-α-κός επίθ.: ΠΛΗΡΟΦ. σειριακός: ~ός: έλεγχος. ~ή: δομή. ~ό: διάγραμμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ακολουθιακό κύκλωμα {συνήθ. στον πληθ.}: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. λογικό κύκλωμα του οποίου οι τιμές εξόδου σε μια δεδομένη χρονική στιγμή εξαρτώνται από τις τιμές εισόδου. [< αγγλ. sequential circuit, 1954] [< αγγλ. sequential, 1951]
  • ακτινωτός , ή, ό [ἀκτινωτός] α-κτι-νω-τός επίθ.: που έχει ακτίνες ή διάταξη σε σχήμα ακτίνων: ~ός: ανεμιστήρας/ρόδακας/τροχός. ~ή: ζάντα/ρόδα (ποδηλάτου). ~ά: ελαστικά.|| ~ός: δακτύλιος/μυς/(ΙΑΤΡ.) στέφανος. ~ή: (ΠΛΗΡΟΦ.) αναζήτηση/τομή. ~ό: δίκτυο/σχήμα/(ΑΝΑΤ.) σώμα του ματιού. ~ές: πτυχές/σκάλες. ΣΥΝ. ακτινοειδής ● επίρρ.: ακτινωτά [< μτγν. ἀκτινωτός, γαλλ. radial, radié]
  • αλγόριθμος [ἀλγόριθμος] αλ-γό-ριθ-μος ουσ. (αρσ.) 1. ΜΑΘ. σύνολο σαφών ενεργειών ή κανόνων, ικανών και αναγκαίων για την επίλυση προβλημάτων, μετά από επεξεργασία των δεδομένων στοιχείων: άπειροι/πεπερασμένοι ~οι. ~ κρυπτογράφησης/ταξινόμησης. 2. ΠΛΗΡΟΦ. λογική σειρά πράξεων, καθορισμένων βήμα προς βήμα και εκτελέσιμων σε πεπερασμένο χρόνο από το υπολογιστικό σύστημα, με στόχο την επίλυση ενός προβλήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: άπληστος αλγόριθμος βλ. άπληστος [< γαλλ. algorithme, αγγλ. algorithm, 1926]
  • αλλαγή [ἀλλαγή] αλ-λα-γή ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση κατά την οποία τροποποιείται κάτι, παίρνει διαφορετική μορφή: αισθητή/γλωσσική/ριζική/τεχνολογική ~. ~ δεδομένων/εποχής/ηγεσίας/καιρού/(διεύθυνσης) κατοικίας/παραστάσεων/(σχολικού) περιβάλλοντος/πορείας/στοιχείων/συμπεριφοράς/σχεδίων/ταχύτητας/του χρόνου (στις 12 τα μεσάνυχτα κάθε 1η Ιανουαρίου)/χρώματος/ώρας. Παρατηρείται ~ στην εμφάνιση/λειτουργία/στον τρόπο σκέψης. Έχω ανάγκη από μια ~ (στη ζωή μου). Πνέει άνεμος ~ής. Απότομες/γενετικές/έντονες/κοσμογονικές/ορμονικές ~ές. ~ές προς το καλύτερο/χειρότερο. Παρατηρώ ~ές πάνω σου. Επιφέρω/κάνω ~ές. Μου αρέσουν οι ~ές. ~ή που εμφανίζεται/επέρχεται/προκαλείται. Δεν υπάρχουν περιθώρια ~ών. Πβ. μετα-βολή, -μόρφωση, -σχηματισμός, -τροπή.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ γραμματοσειράς/γραμμής/παραγράφου. Αποθήκευση ~ών.|| (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ές φάσης. Βλ. εξ~, παρ~. 2. αντικατάσταση: ~ βάρδιας/λάμπας/μπαταρίας/νερού/προσωπικού/χώματος (σε γλάστρα). ~ στα λάδια/λάστιχα (οχήματος). Σύστημα ~ής ταχυτήτων (στο αυτοκίνητο). Βλ. άλλαγμα.|| ~ ρούχων/συσκευής (: επιστροφή προϊόντος στο κατάστημα από το οποίο αγοράστηκε με σκοπό την αντικατάστασή του από άλλο ή την επιστροφή των χρημάτων). Έχω δικαίωμα/δυνατότητα ~ής.|| (ΑΘΛ.) ~ές παικτών. Ο προπονητής τον έκανε ~ στο ημίχρονο (: τον αντικατέστησε).|| (ΙΑΤΡ.) Κάνω ~ (: καθαρισμό, για πληγή, τραύμα). 3. ανταλλαγή: ~ συναλλάγματος (σε τράπεζα, ανταλλακτήριο). Πβ. συν~.αλλαγές (οι): ανακατατάξεις, μεταρρυθμίσεις: βελτιωτικές/διαρθρωτικές/διοικητικές/δομικές/εκπαιδευτικές/κοινωνικές/οργανωτικές/πολιτικές/ραγδαίες/σαρωτικές/τεκτονικές ~. ~ της νομοθεσίας. ~ στο δίκτυο/στην επιχείρηση/σε οργανισμούς. Τάσσομαι κατά/υπέρ των ~ών. ● ΣΥΜΠΛ.: αλλαγή φρουράς 1. (μτφ.) αντικατάσταση προσώπου που κατέχει μια (υψηλόβαθμη) θέση από άλλο: ~ ~ στην ηγεσία (του κόμματος)/στην Προεδρία/στο Υπουργείο. Πβ. αλλαγή σκυτάλης. 2. ΣΤΡΑΤ. η εναλλαγή σε τακτά χρονικά διαστήματα ένοπλων στρατιωτών, στους οποίους έχει ανατεθεί η φρούρηση ορισμένων χώρων ή και προσώπων: (επίσημη) ~ ~ (μπροστά) στο Προεδρικό Μέγαρο/στον Άγνωστο Στρατιώτη., αλλαγή φύλου: μεταβολή (με εγχείρηση ή ορμονοθεραπεία) των φυσικών χαρακτηριστικών που προσδιορίζουν το φύλο ενός ατόμου με σκοπό τη μορφολογική τους ταύτιση με αυτά του αντίθετου φύλου. Βλ. τρανσέξουαλ. [< αγγλ. sex change, 1946] , αλλαγή παραδείγματος βλ. παράδειγμα, αλλαγή πλεύσης/πορείας βλ. πλεύση, αλλαγή σκυτάλης βλ. σκυτάλη, αλλαγή τοπίου βλ. τοπίο, δεκανέας αλλαγής βλ. δεκανέας, κλιματική αλλαγή βλ. κλιματικός ● ΦΡ.: (έτσι,) για αλλαγή (προφ.): για να αλλάξω εικόνες, παραστάσεις, για να βιώσω κάτι διαφορετικό: Φέτος, ~ ~, θα πάμε αλλού διακοπές., μπήκε αλλαγή (προφ., για παίκτη): αντικατέστησε συναθλητή του κατά τη διάρκεια αγώνα: ~ ~ στη θέση του ... [< αρχ. ἀλλαγή, γαλλ. changement, αγγλ. change]

αγκύλη

αγκύλη [ἀγκύλη] α-γκύ-λη ουσ. (θηλ.) {αγκυλ-ών} 1. {συνήθ. στον πληθ.} τυπογραφικό σημείο ή σύμβολο που χρησιμοποιείται κυρ. στα μαθηματικά, την πληροφορική, τη φιλολογία, τη φυσική: αγκιστροειδείς (= άγκιστρα, μύστακες {})/καμπύλες (= παρενθέσεις)/τετράγωνες ~ες ([]). Άνοιγμα/ζεύγος/κλείσιμο ~ών. Αριθμοί/εντολές/λέξεις (μέσα) σε ~ες. Χαρακτήρες εκτός/εντός ~ών. Βάζω/γράφω κάτι (μέσα) σε ~ες. Οι γωνιώδεις ~ες < > χρησιμοποιούνται στις κριτικές εκδόσεις για δήλωση προσθήκης.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Κωδικοί που περικλείονται σε ~ες. 2. ΑΝΑΤ. καμπή, τόξο: ανοιχτή/κλειστή/κολική/τραχηλική/φακοειδής ~. Η ~ του μέσου εντέρου. ~ες των σπονδυλικών νεύρων. Ορθοδοντικές ~ες. 3. ΝΑΥΤ. (σπάν.) θηλιά σχοινιού ή συρματόσχοινου για το δέσιμο πλοίου και γενικότ. κάθε θηλιά. [< 1: αρχ. ἀγκύλη, γαλλ. crochet, αγγλ. bracket 2: αγγλ. ansa, loop]

άλλαγμα

άλλαγμα [ἄλλαγμα] άλ-λαγ-μα ουσ. (ουδ.): (προφ.) αλλαγή, αντικατάσταση: ~ λάμπας/ρουλεμάν/ρούχων. ~ πετσετών και σεντονιών. Τα λάστιχα έχουν φθαρεί και θέλουν ~.|| Το μωρό θέλει ~ (: καινούργια πάνα). [< μτγν. ἄλλαγμα ‘αποζημίωση, τιμή’]

άπληστος

άπληστος, η, ο [ἄπληστος] ά-πλη-στος επίθ. 1. που χαρακτηρίζεται από απληστία: (για πρόσ.) ~ για εξουσία.|| ~η: συμπεριφορά. ~ο: βλέμμα/κυνήγι (του κέρδους). ~α: μάτια. Πβ. αδηφάγος, ανικανοποίητος, αχόρταγος, πλεονέκτης. ΑΝΤ. ολιγαρκής 2. ΠΛΗΡΟΦ. που σχετίζεται με τον άπληστο αλγόριθμο: ~η: μέθοδος. ● επίρρ.: άπληστα & (σπάν.-λόγ.) απλήστως ● ΣΥΜΠΛ.: άπληστος αλγόριθμος: ΠΛΗΡΟΦ. που βρίσκει τη βέλτιστη λύση σε προβλήματα βελτιστοποίησης. [< 1: αρχ. ἄπληστος 2: αγγλ. greedy]

-γραφος

-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.

δεκανέας

δεκανέας δε-κα-νέ-ας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {δεκαν-είς, -έων}: ΣΤΡΑΤ. υπαξιωματικός του Στρατού Ξηράς, ανώτερος από τον στρατιώτη και κατώτερος από τον λοχία κατά ένα(ν) βαθμό. Βλ. υπο~, δίοπος, υποσμηνίας. ● ΣΥΜΠΛ.: δεκανέας αλλαγής: αυτός που φροντίζει για την αντικατάσταση των σκοπών την καθορισμένη ώρα. [< μτγν. δεκανός, γαλλ. caporal]

δέστρα

δέστρα δέ-στρα ουσ. (θηλ.) 1. ΝΑΥΤ. σημείο στερέωσης (κυρ. πάσσαλος) για το δέσιμο του πλοίου στην προκυμαία: σιδερένια ~. ~ πλώρης. Η ~ της άγκυρας. Πβ. αγάντα. Βλ. όκιο. 2. (συνήθ. σε αθλητικό εξοπλισμό) οτιδήποτε χρησιμοποιείται για στήριξη ή δέσιμο: ~ες (για πέδιλα) σκι.|| ~ καρπού (= περικάρπιο).

κλιματικός

κλιματικός, ή, ό κλι-μα-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με το κλίμα: ~ός: χάρτης. ~ή: απειλή/ισορροπία. ~ό: δελτίο. ~οί: παράγοντες. ~ές: επιπτώσεις/ζώνες/συνθήκες. ~ά: δεδομένα/μοντέλα/στοιχεία/φαινόμενα. Πβ. κλιματολογικός. Βλ. βιο~. Υπουργείο ~ής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας. ● επίρρ.: κλιματικά ● ΣΥΜΠΛ.: κλιματική αλλαγή: μεταβολή των μετεωρολογικών συνθηκών (π.χ. αύξηση της θερμοκρασίας, υπερθέρμανση του πλανήτη), η οποία οφείλεται σε φυσικές διαδικασίες ή/και σε ανθρώπινες δραστηριότητες: μέτρα αντιμετώπισης των ~ών ~ών. Βλ. ερημοποίηση, φαινόμενο του θερμοκηπίου.[< αγγλ. climate change, 1983] , κλιματικοί/περιβαλλοντικοί πρόσφυγες βλ. πρόσφυγας [< μτγν. κλιματικός, γαλλ. climatique, αγγλ. climatic]

λινκ

λινκ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} 1. ΠΛΗΡΟΦ. -ΔΙΑΔΙΚΤ. σύνδεσμος: (αν)ενεργό/ενδιαφέρον/χρήσιμο ~. ~ με βίντεο/φωτογραφίες. Το ~ δεν ανοίγει. Ακολούθησε/πάτα το ~. Παραθέτω μερικά ~(ς). 2. ΤΗΛΕΠ. (στις τηλεοπτικές μεταδόσεις) ζεύξη: Έπεσε το ~. Βλ. τηλεσύνδεση. [< 1: αγγλ. link, ιταλ. ~, 1986 2: αγγλ. ~, 1911]

νιπτήρας

νιπτήρας νι-πτή-ρας ουσ. (αρσ.): λεκάνη σε μπάνιο, στερεωμένη σε τοίχο ή ενσωματωμένη σε έπιπλο, που συνδέεται με το σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης, για το πλύσιμο κυρ. των χεριών και του προσώπου: επιτραπέζιος ~. ~ από πορσελάνη. Βάση/μπαταρία ~α. Πβ. λαβομάνο. Βλ. είδη υγιεινής, νεροχύτης, -τήρας. ● ΣΥΜΠΛ.: Ακολουθία/Τελετή του Νιπτήρος: ΕΚΚΛΗΣ. που τελείται το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης ή το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης (σύμφωνα με το παλιό βυζαντινό τελετουργικό), σε ανάμνηση της πράξης του Ιησού που έπλυνε τα πόδια των μαθητών του πριν από τον Μυστικό Δείπνο. [< μεσν. νιπτήρας < μτγν. νιπτήρ]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

παθός

παθός πα-θός ουσ. (αρσ.) {κυρ. στην ονομαστ. εν.} (λαϊκό): που έπαθε κάτι δυσάρεστο, κακό. Πβ. παθών. ● ΦΡ.: ο παθός (και) μαθός (γνωμ.): όποιος παθαίνει μαθαίνει. ΣΥΝ. (το) πάθος μάθος

παράδειγμα

παράδειγμα πα-ρά-δειγ-μα ουσ. (ουδ.) 1. κάθε πληροφορία (αντικείμενο, γεγονός, κατάσταση) που αναφέρει κάποιος, προκειμένου να καταστήσει σαφή και κατανοητή τη σημασία λέξης ή το περιεχόμενο έννοιας, επειδή (θεωρεί ότι) συγκεντρώνει τα τυπικά της γνωρίσματα και, συνεπώς, την αντιπροσωπεύει: απλό/άστοχο/ατυχές/διαφωτιστικό/διδακτικό/ενδεικτικό/θεωρητικό/ιστορικό/καλό/κλασικό/πετυχημένο/τυπικό/χαρακτηριστικό/χειροπιαστό/χρήσιμο ~. Ιστορικό/κοινωνικό ~. Παράθεση/παρουσίαση ~άτων. Πλήθος ~άτων από την καθημερινή ζωή. Μάθηση μέσω ~άτων. Στο ~ που ακολουθεί, ... Δώσε μου ένα ~ για να καταλάβω. Για να σου φέρω ένα ~, ... (Αν)έφερε για/σαν/ως ~ το φαινόμενο της ... Πάρε ~ την ... Βλ. αντι~. 2. πρότυπο: (για πρόσ.) Αποτελεί (λαμπρό) ~ ειλικρίνειας/τιμιότητας. Έχει τους γονείς του ως ~.|| Πολιτικό σύστημα που συνιστά ~ δημοκρατίας/σωστής διακυβέρνησης. Οικολογικό ~. Πβ. υπόδειγμα.|| Αρνητικό/επικίνδυνο/θετικό ~. Ακολούθησε το ~ του φίλου του και ασχολήθηκε με ...|| ~ συμπλήρωσης (μιας αίτησης). Πβ. δείγμα, περίπτωση. 3. ΓΛΩΣΣ. το σύνολο των γλωσσικών στοιχείων που μπορούν να υποκαταστήσουν το ένα το άλλο σε συγκεκριμένο περιβάλλον: το κλιτικό/μορφολογικό ~ του ονόματος/του ρήματος. Βλ. σύνταγμα. 4. ΦΙΛΟΣ. το θεωρητικό πλαίσιο, δηλ. το πλαίσιο αρχών, εννοιών και μεθόδων, εντός του οποίου, κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου της επιστήμης, αναπτύσσονται οι θεωρίες της. ● Υποκ.: παραδειγματάκι (το): σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: αλλαγή παραδείγματος: ριζική αλλαγή στον τρόπο σκέψης, αντιμετώπισης κατάστασης ή λειτουργίας συστήματος: ~ ~ στην οικονομία. [< αγγλ. paradigm shift, 1962, όρ. του Thomas Kuhn] , ζωντανό παράδειγμα & ζωντανή απόδειξη: για πρόσωπο που αποδεικνύει έμπρακτα όσα υποστηρίζει· για κάτι που αποδεικνύεται στην πράξη, πραγματοποιείται και δεν μένει σε θεωρητικό επίπεδο: Είναι ~ ~ εργατικότητας. Αποτελεί ζωντανό ~ του τι μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος. || Περιοχή που αποτελεί ~ ~ αρμονικής συμβίωσης διαφορετικών πολιτισμών., φωτεινό παράδειγμα βλ. φωτεινός ● ΦΡ.: για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν (/χάρη) (συντομ. π.χ.) & (λόγ.) επί παραδείγματι: για να δοθεί ένα παράδειγμα: τροφές πλούσιες σε βιταμίνες, (όπως) ~ ~ φρούτα και λαχανικά. Εάν, ~ ~ (= φερ' ειπείν), συμβεί να ... Πβ. πιχί. ΣΥΝ. λόγου χάρη/χάριν [< γαλλ. par exemple] , δίνω το (καλό/κακό) παράδειγμα: αποτελώ (θετικό/αρνητικό) πρότυπο: Ο δάσκαλος δίνει το καλό ~ στους μαθητές του. Πρόσεχε πώς μιλάς, δίνεις το κακό ~!, παράδειγμα προς/για αποφυγή/μίμηση: για συμπεριφορά ή κατάσταση που θεωρείται ότι πρέπει να αποφεύγεται ή να ακολουθείται ως υπόδειγμα: Κάποιος/κάτι είναι ~ ~. [< 1,2: αρχ. παράδειγμα, γαλλ. exemple 3: γαλλ. paradigme, 1943, αγγλ. paradigm 4: γερμ. Paradigma]

πλεύση

πλεύση πλεύ-ση ουσ. (θηλ.) 1. πορεία πλοίου ή σπανιότ. αεροσκάφους: ελεύθερη/ομαλή/σταθερή ~. Οδηγός/ταχύτητα ~ης. Βλ. διάπλευση.|| (για καράβι) Ταχείας ~ης. ΣΥΝ. πλους, ρότα (1) 2. (μτφ.) τακτική, τρόπος δράσης για την εκπλήρωση στόχου: Αποφασίστηκε κοινή/παράλληλη ~ (= σύμπλευση, συμπόρευση) των δύο υποψηφίων. ● ΣΥΜΠΛ.: αλλαγή πλεύσης/πορείας (μτφ.): τροποποίηση τακτικής, κατεύθυνσης, προσανατολισμού: ~ ~ για την κυβέρνηση/του κόμματος από τις αρχικές του εξαγγελίες., γραμμή/πορεία πλεύσης & πλεύσεως: πορεία σκάφους· (συνήθ. μτφ.) ακολουθία, σειρά ενεργειών: Αλλάζω/χαράσσω ~ ~. Οι πολιτικοί αρχηγοί κινούνται στην ίδια ~ ~. [< μτγν. πλεῦσις]

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

ροδόχρους

ροδόχρους, ους, ουν ρο-δό-χρους επίθ. (επιστ.): ροδόχρωμος: ~οα: μαργαριτάρια. ● ΣΥΜΠΛ.: ροδόχρους ακμή: ΙΑΤΡ. χρόνια δερματική νόσος που εμφανίζεται με ερύθημα και εξανθήματα στο πρόσωπο. [< γαλλ. acnée rosacée, 1932, αγγλ. (acne) rosacea] , ροδόχρους πιτυρίαση: ΙΑΤΡ. φλεγμονώδης δερματοπάθεια που εκδηλώνεται με την εμφάνιση πλάκας ρόδινου χρώματος, κυρ. στον κορμό. [< γαλλ. pityriasis rosé, αγγλ. pityriasis rosea] [< μτγν. ῥοδόχρους]

σκυτάλη

σκυτάλη σκυ-τά-λη ουσ. (θηλ.) 1. ΑΘΛ. μακρόστενος κύλινδρος που χρησιμοποιείται στη σκυταλοδρομία: Του έπεσε η ~. Οι δρομείς αντάλλαξαν ταχύτατα τη ~. 2. (μτφ.) συνέχιση έργου, αποστολής: Παραχωρώ τη ~ σε κάποιον. Πήρε τη ~ από τον ... Η ~ της ηγεσίας του κόμματος πέρασε στον ... ● ΣΥΜΠΛ.: αλλαγή σκυτάλης 1. (μτφ.) διαδοχή, μεταβίβαση θέσης, αξιώματος: ~ ~ στην κορυφή (του βαθμολογικού πίνακα)/στον πάγκο/στην πολιτική σκηνή (της χώρας)/στην προεδρία/στο πρωτάθλημα. Αναμένεται/πραγματοποιείται/προβλέπεται/συντελείται ~ ~. ~ διοικητικής ~. Πβ. αλλαγή φρουράς. 2. ΑΘΛ. παράδοσή της από τον έναν αθλητή στον άλλο κατά τη διάρκεια της σκυταλοδρομίας: επιτυχημένη ~ ~. ● ΦΡ.: παραδίδω τη σκυτάλη βλ. παραδίδω [< αρχ. σκυτάλη]

τοπίο

τοπίο το-πί-ο ουσ. (ουδ.) 1. γεωγραφικό τμήμα, τόπος συνήθ. στη φύση, όπως παρουσιάζεται σε έναν παρατηρητή ή ως θέαμα: αγροτικό/ανεξερεύνητο/αστικό/γραφικό/ειδυλλιακό/λευκό (= χιονισμένο)/μαγευτικό/μεσογειακό/νησιωτικό/ορεινό/πανέμορφο/τουριστικό/φυσικό ~. Αλλοίωση/αρχιτεκτονική/καταστροφή του ~ου. Εταιρεία Προστασίας ~ου και Περιβάλλοντος. Απολαμβάνω/ατενίζω/θαυμάζω το ~. Φωτογραφίζω ~α. Πβ. τοποθεσία. 2. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. {συνήθ. στον πληθ.} τοπιογραφία: θαλασσινά/ιμπρεσιονιστικά ~α από Έλληνες ζωγράφους. Έκθεση ~ων σε γκαλερί. 3. (μτφ.) οι συνθήκες, τα δεδομένα και γενικότ. η κατάσταση που επικρατεί σε συγκεκριμένο χώρο ή τομέα: εργασιακό/λογοτεχνικό/οικονομικό/πολιτικό/πολιτιστικό/προεκλογικό/τηλεπικοινωνιακό ~. Εξελίξεις στο τηλεοπτικό ~. Το ~ των ΜΜΕ. Ανακατατάξεις στο ενεργειακό ~ της χώρας. Ξεκαθαρίζει το ~ στις ομάδες του ομίλου. Στοιχεία που φωτίζουν το ~. Πβ. σκηνικό. ● ΣΥΜΠΛ.: αλλαγή τοπίου (μτφ.): μεταβολή της κατάστασης: ~ ~ στην αγορά/στο σύστημα (συνταξιοδότησης)/στον τουρισμό/στη χώρα. ~ ~ για το ασφαλιστικό., θολό τοπίο βλ. θολός, σεληνιακό τοπίο βλ. σεληνιακός [< 1: μεσν. τοπίον 2,3: γαλλ. paysage, αγγλ. landscape – παλαιότ. εσφαλμ. ορθογρ. τοπείο]

τρανσέξουαλ

τρανσέξουαλ τραν-σέ-ξου-αλ ουσ. (αρσ. + θηλ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς}: άτομο που έχει κάνει αλλαγή φύλου. Βλ. γκέι, μπαϊσέξουαλ, τραβεστί, τρανσφοβία. ΣΥΝ. τρανς1 [< αγγλ. transsexual, 1957, γαλλ. transsexuel, περ. 1965]

-φόρος

-φόρος, α/ος, ο (λόγ.) επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. κρατά, μεταφέρει ή διαθέτει ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (ουσ.) (ο) αχθο~/σκευο~. (Το) απορριμματο-φόρο.|| (επίθ.) Πετρελαιο~. Ηλεκτρο~/ρευματο~.|| (ουσ.) (O/η) λαμπαδη~ (πβ. -δρόμος)/σημαιο~.|| (κατ' επέκτ.) (Ο/η) Βαθμο~/τιτλο~ (πβ. -ούχος). 2. φέρει, φορά κάτι: γενειο~/κουκουλο~/μασκο~/πωγωνο~.|| (ουσ.) (Οι) ρασο-φόροι. 3. έχει συγκεκριμένο αποτέλεσμα: κερδο~/προσοδο~.|| Ελπιδο~.|| Θανατη~/νικη~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.