Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 45 εγγραφές  [0-20]


  • κύκλος κύ-κλος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΕΩΜ. σχήμα που ορίζεται από κλειστή, καμπύλη γραμμή της οποίας όλα τα σημεία έχουν την ίδια απόσταση από ένα σταθερό σημείο, το κέντρο του: εγγεγραμμένος/περιγεγραμμένος/τριγωνομετρικός ~. Ακτίνα/διάμετρος/εμβαδόν/περίμετρος/περιφέρεια/τόξο/χορδή ~ου. Ορθογώνιοι ~οι. Ευθεία που εφάπτεται στον/τέμνει τον ~ο. Έκανε/σχεδίασε/χάραξε έναν τέλειο ~ο με τον διαβήτη.|| Σημειώστε με ~ο (= κυκλώστε) τη σωστή απάντηση. 2. (κατ' επέκτ.) ό,τι έχει κυκλικό σχήμα: μαύροι ~οι γύρω/κάτω από τα μάτια (: μελανά σημάδια λόγω αϋπνίας, κούρασης· σακούλες). Ο τσάμικος χορεύεται σε ~ο. Οι ομάδες σχημάτισαν ~ο. Τα παιδιά κάθονται σε ~ο. Βλ. ημικύκλιο.|| Ολυμπιακοί ~οι (: οι πέντε διαφορετικού χρώματος ~οι που συμβολίζουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες). Βλ. δακτύλιος.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Μέγιστοι ~οι της ουράνιας σφαίρας (: οι νοητοί ~οι που διέρχονται από τους πόλους της). Βλ. ουράνιος μεσημβρινός.|| (για κίνηση, πορεία, τροχιά) Ο ~ του ρολογιού (βλ. ώρα). Το αεροπλάνο έκανε ~ους πάνω από τον διάδρομο προσγείωσης. Η Σελήνη διαγράφει έναν (πλήρη) ~ο γύρω από τη Γη. Βλ. δίσκος. 3. για φαινόμενα, καταστάσεις, γεγονότα που παρουσιάζουν περιοδικότητα· η διάρκειά τους: ο ~ των εποχών (βλ. έτος).|| (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) Αναπαραγωγικός ~ (συνήθ. ζώων). Ο ~ του ύπνου στα νεογέννητα είναι σύντομος. Ο ορμονικός ~. (ειδικότ., εμμηνόρροια, περίοδος) Ο ~ μου είναι κάθε είκοσι οκτώ/τριάντα μέρες. Έχω άστατο (βλ. καθυστέρηση)/σταθερό ~ο.|| Η ίωση θα κάνει τον ~ο της και σύντομα θα γίνεις καλά.|| Η ιστορία κάνει ~ους (: επαναλαμβάνεται). Έκλεισε οριστικά/ολοκληρώθηκε/συνεχίζεται ο ~ βίας και αίματος. Πβ. ανακύκληση.|| (ΜΗΧΑΝΟΛ.) Αστικός/μικτός/συνδυασμένος ~ (κατανάλωσης καυσίμου) ... λίτρα ανά 100 χλμ.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Ημερήσιος λειτουργικός ~. Εβδομαδιαίος ~ των Ακολουθιών.|| (ΟΙΚΟΝ.) Βραχυχρόνιοι/μακροχρόνιοι/μεσοχρόνιοι ~οι.|| Βλ. μεγάκυκλοι. 4. σύνολο δραστηριοτήτων ή έργων, κυρ. πνευματικού, καλλιτεχνικού χαρακτήρα, που σχετίζονται με ορισμένο θέμα ή πεδίο: νέος ~ διαλόγου (για την παιδεία)/επισκέψεων (του πρωθυπουργού στην Ευρώπη)/προβολών/συναντήσεων/συναυλιών (του συγκροτήματος)/συνομιλιών (πβ. γύρος). Εγκαινιάζεται ο εκπαιδευτικός/θεματικός ~ ... Η έναρξη του ~ου (= της σειράς) μαθημάτων θα γίνει στις ... του μηνός. Άρχισε/ξεκίνησε/ολοκληρώθηκε/πραγματοποιείται/συνεχίζεται ο (εισαγωγικός/πρώτος/τελευταίος) ~ διαλέξεων/ομιλιών/σεμιναρίων με θέμα ...|| (ΜΟΥΣ.) ~ τραγουδιών για πιάνο και φωνή. Το έργο ανήκει στον ~ο των κουαρτέτων για κρουστά.|| (ειδικότ. σε εκπαιδευτικά ιδρύματα) Βασικός/(μετα/προ)πτυχιακός/τετραετής ~ σπουδών. Έγινε δεκτός/εγγράφηκε/φοιτά στον επόμενο ~ο (βλ. εξάμηνο, έτος).|| (ΤΗΛΕΟΡ.) Νέος ~ επεισοδίων.|| Κάτι (δεν) εμπίπτει/εντάσσεται στον ~ο των ενδιαφερόντων/καθηκόντων της. Πβ. εύρος, σφαίρα, φάσμα.|| (ΦΙΛΟΛ., έμμετρες ή πεζές αφηγήσεις που αφορούν συγκεκριμένο ήρωα, μύθο) Ακριτικός/αργοναυτικός/τρωικός ~. 5. {συνηθέστ. στον πληθ.} ομάδα ατόμων που συνδέονται με συγγενική, φιλική, επαγγελματική ή άλλου είδους κοινωνική σχέση· περιβάλλον, περίγυρος: Ο γάμος έγινε σε κλειστό/στενό οικογενειακό και φιλικό ~ο. Έχει μεγάλο ~ο (: γνωρίζει πολύ κόσμο). Με το διαδίκτυο μπορεί να διευρύνει τον ~ο των γνωριμιών του. Είναι ιδιαίτερα γνωστή στους καλλιτεχνικούς και λογοτεχνικούς ~ους. Σύμφωνα με (έγκυρους) εισαγγελικούς/εκκλησιαστικούς/κυβερνητικούς/οικονομικούς ~ους ... Ακαδημαϊκοί/διπλωματικοί/εκπαιδευτικοί/νομικοί/στρατιωτικοί/τραπεζικοί ~οι κάνουν λόγο για ... ~οι της αντιπολίτευσης/του υπουργείου αναμένουν/αναφέρουν/δηλώνουν/επιμένουν/θεωρούν/σχολιάζουν/υποστηρίζουν ότι ...|| (για ανώτερη συνήθ. κοινωνική τάξη) Δεν ανήκει/προσπαθεί να μπει στον ~ο μας. Κάνει παρέα μόνο με άτομα του ~ου της. Βλ. κλίκα, σινάφι, φάρα, φατρία. 6. φυσική διαδικασία ή φαινόμενο αποτελούμενο από διαδοχικές φάσεις που ολοκληρώνονται επιστρέφοντας στην αρχική κατάσταση και επαναλαμβάνονται συνέχεια: (ΓΕΩΧ.) ο ~ του αζώτου/άνθρακα/θείου/νερού (= υδρολογικός ~)/οξυγόνου/φωσφόρου. Ο ~ της ύλης.|| Αναπνευστικός (βλ. εισπνοή, εκπνοή)/καρδιακός (βλ. συστολή, διαστολή) ~. 7. ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου κατά το οποίο μια περίοδος, πρόταση ή ένας στίχος αρχίζει και τελειώνει με την ίδια λέξη ή φράση. ● Υποκ.: κυκλάκι (το): κυρ. στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: βιολογικός κύκλος: ΒΙΟΛ. τα στάδια από τα οποία περνά ένας ζωικός ή φυτικός οργανισμός μέχρι τον θάνατο (π.χ. γέννηση, ανάπτυξη): Ο ~ ~ του παρασίτου διαρκεί από τέσσερις ως σαράντα μέρες. [< αγγλ. biological cycle] , δημοσιογραφικοί κύκλοι: όρος που χρησιμοποιείται για να αποφύγει κάποιος να κατονομάσει τη δημοσιογραφική πηγή πληροφόρησης: Όπως εκτιμούν ~ ~ ..., έμμηνος/καταμήνιος/γεννητικός/εμμηνορροϊκός κύκλος & ο κύκλος (της γυναίκας): ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την κυκλική μεταβολή των ορμονών του φύλου κατά την αναπαραγωγική ηλικία της γυναίκας και συνήθ. διαρκεί είκοσι οκτώ μέρες: φυσιολογικός ~ ~. Ανωμαλίες/διαταραχές/ρύθμιση του ~ού ~ου. Βλ. οιστρογόνα, προγεστερόνη, ωορρηξία., κύκλος επαφών: σειρά συναντήσεων, συνομιλιών ή δραστηριοτήτων: ευρύς ~ ~. Αρχίζει νέος ~ ~ με τους επιστημονικούς φορείς. Ολοκληρώθηκε ο (πρώτος) ~ ~ του ..., κύκλος εργασιών: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των εσόδων, πωλήσεων επιχείρησης σε ορισμένη χρονική περίοδο: αύξηση/ενίσχυση/μείωση/πτώση του ετήσιου ~ου ~. Η εταιρεία διευρύνει τον ~ο ~ της. Ο ενοποιημένος ~ ~ του ομίλου για την τριμηνία ανήλθε στα ... εκατομμύρια ευρώ/σημείωσε άνοδο ... %/υποχώρησε κατά ... %. Πβ. τζίρος.|| (παλαιότ.) Φόρος ~ου ~. Πβ. ΦΠΑ., κύκλος ζωής 1. τα στάδια από την παραγωγή ενός προϊόντος μέχρι το τέλος της χρησιμότητάς του: ο ~ ~ επιχειρησιακού προγράμματος/λογισμικού/συστήματος. Ανάλυση ~ου ~ (: εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων προϊόντος, διεργασίας ή δραστηριότητας). Οχήματα τέλους ~ου ~ (: αυτά που τίθενται εκτός κυκλοφορίας). 2. & ο κύκλος της ζωής: η πορεία ενός οργανισμού από τη γέννηση ως τον θάνατο. [< αγγλ. life cycle] , κύκλος ποιότητας: ομάδα υπαλλήλων εταιρείας που συνήθ. εθελοντικά πραγματοποιούν τακτικές συναντήσεις με σκοπό την επίλυση προβλημάτων ποιότητας και τη βελτίωση της απόδοσης των ίδιων και των συναδέλφων τους. [< αγγλ. quality circle, 1980] , αρκτικός κύκλος βλ. αρκτικός1, βιογεωχημικός κύκλος βλ. βιογεωχημικός, έγκυροι κύκλοι βλ. έγκυρος, έκκεντροι κύκλοι βλ. έκκεντρος, επικός κύκλος βλ. επικός, ζωδιακός (κύκλος)/ζωδιακή ζώνη βλ. ζωδιακός, ηλιακός κύκλος βλ. ηλιακός, θερμοδυναμικός κύκλος βλ. θερμοδυναμικός, θηβαϊκός κύκλος βλ. θηβαϊκός, κατακόρυφος κύκλος βλ. κατακόρυφος, κύκλος (του) αίματος βλ. αίμα, οικονομικός κύκλος βλ. οικονομικός, ομόκεντροι κύκλοι βλ. ομόκεντρος, παράλληλος (κύκλος) βλ. παράλληλος, σεληνιακός κύκλος/κύκλος του Μέτωνα βλ. σεληνιακός, τροπικός (κύκλος) βλ. τροπικός, ψυκτικός κύκλος βλ. ψυκτικός, ωριαίος κύκλος βλ. ωριαίος ● ΦΡ.: κύκλοι (ανά δευτερόλεπτο): ΦΥΣ. (στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων) μονάδα μέτρησης της συχνότητας: Το ανθρώπινο αυτί αντιλαμβάνεται ήχους από 20 ως 20.000 ~ους ~. ΣΥΝ. χερτζ, του κύκλου τα γυρίσματα (προφ.): για να δηλωθεί το ευμετάβλητο της ζωής, της τύχης. Πβ. έχει ο καιρός γυρίσματα., ανοίγει ο κύκλος βλ. ανοίγω, κύκλος/γύρος συζητήσεων βλ. συζήτηση, μη μου τους κύκλους τάραττε! βλ. ταράζω, τετραγωνίζω τον κύκλο βλ. τετραγωνίζω, τετραγωνισμός του κύκλου βλ. τετραγωνισμός, φαύλος κύκλος βλ. φαύλος [< 1: αρχ. κύκλος 2,3,4,5,6: γαλλ. cycle, cercle, αγγλ. cycle, πβ. γερμ. Zyklus 7: μτγν. ~]
  • κυλιόμενος , η, ο κυ-λι-ό-με-νος επίθ. 1. που κυλάει, κινείται με τη βοήθεια μηχανισμού: (ΜΗΧΑΝ.) ~ος: γερανός/ιμάντας/τάπητας (βλ. τεστ κοπώσεως). ~η: ταινία (μεταφοράς αποσκευών).|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΟΡ., που μετατοπίζεται πάνω-κάτω ή αριστερά-δεξιά) ~ος: τροχός. ~η: λίστα/μπάρα. ~ο: κείμενο (= κρόουλ)/μενού/μήνυμα/παράθυρο. 2. (μτφ.) που δεν είναι σταθερός ή που επαναλαμβάνεται ανά διαστήματα: ~ πίνακας επιλαχόντων (: ο οποίος ενημερώνεται συνεχώς). Τηλεχειριστήριο γκαραζόπορτας με ~ο κωδικό (για λόγους ασφαλείας).|| ~η: βάρδια/δημοσκόπηση. ~ο: πρόγραμμα/ρεπό. ~ες: στάσεις εργασίας. ● ΣΥΜΠΛ.: κυλιόμενες σκάλες/κλίμακες & ηλεκτρικές/μηχανικές σκάλες/κλίμακες: μηχανισμός που αποτελείται από σκαλιά τα οποία κινούνται συνεχώς και σταθερά προς μία κατεύθυνση: ~ ~ του μετρό/πολυκαταστημάτων. [< αμερικ. εμπορ. ονομασ. escalator < escal(ade) + (elev)ator, 1900, γαλλ. ~ 1948, αγγλ. moving stair(case), 1910] , κυλιόμενη/επαναλαμβανόμενη απεργία βλ. απεργία, κυλιόμενο ωράριο βλ. ωράριο, κυλιόμενος διάδρομος βλ. διάδρομος ● βλ. κυλάω [< αρχ. κυλιόμενος, γαλλ. roulant]
  • κωδικοποιώ [κωδικοποιῶ] κω-δι-κο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {κωδικοποι-είς ... | κωδικοποί-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος, -ώντας} 1. συγκεντρώνω, κατατάσσω δεδομένα και δημιουργώ ένα δομημένο σύνολο: ~ τις διατάξεις. ~ημένος: νόμος. ~ημένο: καταστατικό. 2. μεταγράφω δεδομένα σε συγκεκριμένο κώδικα: ~ ένα μήνυμα. ~ημένη: πληροφορία. ~ημένο: έγγραφο/σήμα/τηλεγράφημα. (ΤΗΛΕΟΡ.) ~ημένη: εικόνα (: για τη λήψη της οποίας χρειάζεται αποκωδικοποιητής). Πβ. κρυπτογραφώ.|| (ΒΙΟΛ.) Τα γονίδια ~ούν πρωτεΐνες. ΑΝΤ. αποκωδικοποιώ (1) 3. ΠΛΗΡΟΦ. αναπαριστώ δεδομένα ή πρόγραμμα υπολογιστή σε μορφή κατανοητή από έναν επεξεργαστή δεδομένων: Το πρόγραμμα ~εί ήχο και βίντεο. ~ημένη: αναπαράσταση. ~ημένοι: χαρακτήρες. ~ημένα: αρχεία/δεδομένα. Βλ. -ποιώ. [< 1: γαλλ. codifier 2,3: αγγλ. code]
  • μεταγλωττίζω με-τα-γλωτ-τί-ζω ρ. (μτβ.) {μεταγλώττι-σε, μεταγλωττί-σει, -στηκε (σπάν.-λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, συνήθ. -σμένος, μεταγλωττίζ-οντας} 1. ΚΙΝΗΜ. -ΤΗΛΕΟΡ. κάνω μεταγλώττιση: ~σμένη (τηλεοπτική) σειρά/(κινηματογραφική) ταινία. Πβ. ντουμπλάρω. Βλ. υποτιτλίζω. 2. μεταφέρω ένα κείμενο σε διαφορετική μορφή από τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο (ιδ. για τα Νέα Ελληνικά, από την καθαρεύουσα στη δημοτική): Το καταστατικό ~στηκε στη δημοτική. 3. ΠΛΗΡΟΦ. μετατρέπω ένα πρόγραμμα γλώσσας προγραμματισμού σε γλώσσα μηχανής: ~σμένη εφαρμογή. [< μεσν. μεταγλωττίζω 'μεταφράζω' 3: αγγλ. compile, 1952]
  • μεταγλώττιση με-τα-γλώτ-τι-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΚΙΝΗΜ. -ΤΗΛΕΟΡ. μετάφραση των διαλόγων ενός ξένου, τηλεοπτικού ή κινηματογραφικού, έργου στη γλώσσα μιας χώρας, με τη βοήθεια ηθοποιών που προσαρμόζουν και εκφωνούν τους αρχικούς διαλόγους στη δική τους γλώσσα: Στην ελληνική ~ της σειράς/ταινίας συμμετείχαν οι εξής ... Πβ. ντουμπλάρισμα. Βλ. υποτιτλισμός. 2. μεταφορά ενός κειμένου από μια γλωσσική μορφή σε μία άλλη: ~ της Καινής Διαθήκης/κειμένων της καθαρεύουσας στη δημοτική. Πβ. απόδοση, μεταφορά, μετάφραση. 3. ΠΛΗΡΟΦ. μετατροπή ενός προγράμματος γλώσσας προγραμματισμού σε γλώσσα μηχανής. [< μεσν. μεταγλώττισις 'μετάφραση' 3: αγγλ. compilation, 1960]
  • μπιπ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. σήμα ηχητικής ειδοποίησης, συνήθ. σε συσκευές: μονότονο/παρατεταμένο/σύντομο/χαμηλό ~. To ~ της κόρνας. Αφήστε το μήνυμά σας μετά το χαρακτηριστικό ~ (του τηλεφωνητή). Βλ. μπίπερ, τηλεειδοποίηση. 2. ΤΗΛΕΟΡ. ηχητική κάλυψη πληροφορίας ή υβριστικής έκφρασης: O δημοσιογράφος έβαλε ~ στα ονόματα των εμπλεκομένων. Βλ. μωσαϊκό. [< λ. ηχομιμητ., αγγλ. beep, 1943, γαλλ. bip, περ. 1950]
  • μπουκέτο μπου-κέ-το ουσ. (ουδ.) 1. ανθοδέσμη: ευωδιαστό/νυφικό/πολύχρωμο ~. Ένα ~ τριαντάφυλλα. ~ εποχής στο βάζο.|| (κατ' επέκτ.) ~ μυρωδικών από μαϊντανό, φύλλο δάφνης και θυμάρι. Σαλάτα από ~ λαχανικών. 2. (αργκό) γροθιά: Έφαγε ένα ~. Τον άρχισε στα ~α. 3. (μτφ.) σύνολο προσώπων ή πραγμάτων που συνήθ. προκαλούν εντύπωση: ένα ~ όμορφα κορίτσια.|| ~ μπαλονιών. 4. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. άρωμα παλαίωσης του κρασιού: ~ μπαχαρικών και ώριμων φρούτων. 5. ΤΗΛΕΟΡ. σύνολο τηλεοπτικών προγραμμάτων που αναμεταδίδονται από δορυφόρο: συνδρομητικά ~α. Ψηφιακό ~ τριών καναλιών. ● Υποκ.: μπουκετάκι (το) [< γαλλ. bouquet]
  • μωσαϊκό μω-σα-ϊ-κό ουσ. (ουδ.) 1. διακοσμητική στρώση επιφανειών από μικρά χρωματιστά τεμάχια ενωμένα μεταξύ τους (πέτρα, μάρμαρο, σμάλτο) και κονίαμα· συνεκδ. η αντίστοιχη τεχνική διακόσμησης και το σχέδιο που προκύπτει: ~ σε πάτωμα/τοίχο. ΣΥΝ. ψηφιδωτό 2. (μτφ.) ανομοιογενές μείγμα στοιχείων διαφορετικής προέλευσης: γλωσσικό/εθνικό/θρησκευτικό ~. ~ λαών/παραδόσεων/χρωμάτων.|| ~ εικόνων/φωτογραφιών (βλ. φωτο~). ΣΥΝ. αμάλγαμα (1), συμπίλημα (2), σύμφυρμα 3. ΖΑΧΑΡ. είδος γλυκού από μπισκότα κυρ., κακάο, ζάχαρη άχνη και βούτυρο, που διατηρείται στο ψυγείο: κορμός σοκολάτας-~. Πβ. ρολό, σαλάμι ψυγείου. 4. ΓΕΩΠ. ιογενής ασθένεια σε ορισμένες καλλιέργειες φυτών, που έχει ως αποτέλεσμα να μαραίνονται και να ξεραίνονται τα φύλλα: ~ της αγγουριάς/του καπνού. 5. ΒΙΟΛ. οργανισμός που αποτελείται από κύτταρα τουλάχιστον δύο διαφορετικών γενετικά τύπων. Πβ. χίμαιρα. || Υγρό ~ (: το μοντέλο με βάση το οποίο είναι κατασκευασμένες οι κυτταρικές μεμβράνες). 6. ΤΗΛΕΟΡ. φίλτρο παραμόρφωσης προσώπου ή εικόνας με ακατάλληλο περιεχόμενο (σκηνές βίας, υβριστικές εκφράσεις): βίντεο με ~. Η μάρτυρας ζήτησε να καλυφθεί το πρόσωπό της με ~ και να αλλοιωθεί η φωνή της. Βλ. μπιπ. 7. σύμπλεγμα επικαλυπτόμενων αεροφωτογραφιών που έχουν συναρμολογηθεί σαν χάρτης, έτσι ώστε να δίνουν ενιαία και συνεχόμενη εικόνα τμήματος της Γης. [< ιταλ. mosaico, γαλλ. mosaïque, αγγλ. mosaic 4: γαλλ. mosaique, 1922]
  • ντάμπινγκ2 ντά-μπινγκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΗΛΕΟΡ.-ΚΙΝΗΜ. προσθήκη, εγγραφή ηχητικών ή/και οπτικών δεδομένων (π.χ. ειδικών εφέ, νέων λήψεων ή μεταγλώττισης) σε ήδη υπάρχον πρόγραμμα ήχου ή/και εικόνας, που αποτελεί το τελευταίο στάδιο του μοντάζ. [< αγγλ. dubbing, 1929]
  • ντεκουπάζ ντε-κου-πάζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & (σπάν.) ντεκουπάρισμα 1. ΚΙΝΗΜ. -ΤΗΛΕΟΡ. σχεδιασμός της δομής ενός έργου, ανάλυση του σεναρίου σε πλάνα και καταγραφή των λεπτομερειών τους (μεγέθη πλάνου, γωνίες λήψης, κινήσεις κάμερας, ατάκες): αναλυτικό/κλασικό/συνθετικό ~. 2. ΦΩΤΟΓΡ. απόσπαση τμήματος ή και ολόκληρης εικόνας από το φόντο της. ΣΥΝ. ξεγύρισμα 3. τεχνική διακόσμησης με κομμάτια χαρτιού τα οποία επικολλώνται πάνω σε μια επιφάνεια (μέταλλο, πέτρα, ξύλο, γυαλί, κεραμικά): κόλλα ~. Βλ. τεχνική (της) χαρτοπετσέτας. [< γαλλ. découpage 3: αγγλ. ~, 1946]
  • ντοκιμαντέρ ντο-κι-μα-ντέρ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΚΙΝΗΜ. -ΤΗΛΕΟΡ. κινηματογραφική ή τηλεοπτική ταινία μορφωτικού περιεχομένου, η οποία βασίζεται στην ακριβή καταγραφή και εξιστόρηση πραγματικών γεγονότων-καταστάσεων που έχουν χαρακτήρα μαρτυρίας: αρχαιολογικό/δημιουργικό/ελληνικό/ιστορικό/οικολογικό/πολιτικό ~. ~ μεγάλου/μικρού μήκους. Φεστιβάλ ~. Βλ. ψευδο~. ΣΥΝ. ταινία τεκμηρίωσης [< γαλλ. (film) documentaire, 1915, πβ. αγγλ. documentary, 1935]
  • πάγωμα πά-γω-μα ουσ. (ουδ.) {παγώμ-ατος} 1. η διαδικασία με την οποία κάτι παγώνει, κατάψυξη: ~ του δρόμου/της λίμνης/του νερού (βλ. πήξη).|| ~ των αναψυκτικών/των τροφίμων. Πβ. ψύξη. Βλ. ζέσταμα. ΑΝΤ. απόψυξη, ξε~.|| ~ των ιστών του δέρματος. Βλ. κρυοπάγημα, ξεπάγιασμα, ξύλιασμα. 2. (μτφ.) αναστολή διαδικασίας ή εξέλιξης: ~ της αγοράς/των αυξήσεων/των δαπανών/των ενοικίων/των επιχορηγήσεων/των εργασιών/των κονδυλίων/των μισθών και των συντάξεων. Ανακοινώθηκε ~ στις προσλήψεις. Αποφασίστηκε ~ στις τιμές των φαρμάκων. Πβ. καθήλωση. ΣΥΝ. παγοποίηση. ΑΝΤ. ξε~.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ των κεφαλαίων. Διατάχθηκε ~ των λογαριασμών του. Πβ. δέσμευση.|| ~ της οθόνης ηλεκτρονικού υπολογιστή. Πβ. κόλλημα. 3. (μτφ.) αμηχανία, σάστισμα: ~ των θεατών/του κοινού. Πβ. παγωμάρα. ● ΣΥΜΠΛ.: πάγωμα της εικόνας: ΚΙΝΗΜ. -ΤΗΛΕΟΡ. λειτουργία παύσης, με την οποία σταματά η αναπαραγωγή ενός φιλμ ή βιντεοσκοπημένου υλικού σε ένα συγκεκριμένο καρέ. Βλ. στοπ καρέ. [< αγγλ. freeze-frame, 1960] [< 1: μεσν. πάγωμαν 2: αγγλ. freeze, 1942]
  • παγώνω πα-γώ-νω ρ. (μτβ κ. αμτβ.) {πάγω-σα, παγώ-σει, -μένος, παγών-οντας} 1. ψύχω· καταψύχω: ~ τις μπίρες. Αφήνουμε τη ζύμη να ~σει για μία ώρα. ~μένο: κρασί/τσάι.|| Έβγαλε το ~μένο κρέας από την κατάψυξη. ΑΝΤ. ζεσταίνω (1), ξεπαγώνω (1) 2. (εμφατ.) κρυώνω πάρα πολύ: Ρίξε κάτι πάνω σου, θα ~σεις! Κλείσε το κλιματιστικό, έχουμε ~σει. ΣΥΝ. ξεπαγιάζω, πουντιάζω.|| Έχουν ~σει τα αυτιά/τα χέρια μου (= κοκαλώσει). ΣΥΝ. ξυλιάζω ΑΝΤ. ζεσταίνομαι, σκάω (1) 3. (μτφ.) σταματώ διαδικασία ή εξέλιξη, αναστέλλω, διακόπτω: Μακάρι να μπορούσα να ~σω τον χρόνο!|| Θα ~σουν τους διορισμούς/μισθούς. ~ουν (προσωρινά) οι άδειες/τα έργα. ~σε ο νόμος/η συμφωνία. Το θέμα/σχέδιο έχει ~σει εδώ και καιρό (= μπήκε στον πάγο, στο ψυγείο/στην κατάψυξη). Πβ. καθηλώνω.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί (= δεσμεύονται). Πβ. παγοποιώ. ΑΝΤ. ξεπαγώνω (2) 4. (μτφ.) αδυνατώ να αντιδράσω λόγω πολύ δυσάρεστου συναισθήματος, κυρ. έκπληξης ή τρόμου: ~σα απ' τον φόβο μου, όταν τον είδα. ~σε στο άκουσμα του θανάτου της (= έμεινε κάγκελο, κόκαλο, σύξυλος). ΣΥΝ. κοκαλώνω (1), μαρμαρώνω (2), παραλύω (3), πετρώνω (1) 5. (μτφ.) γίνομαι ψυχρός, ψυχραίνομαι: Έχει ~σει απέναντί μου. Το γέλιο/χαμόγελο ~σε στα χείλη της (: αιφνιδιάστηκε δυσάρεστα). ~μένο βλέμμα. 6. ΚΙΝΗΜ. -ΤΗΛΕΟΡ. ακινητοποιώ φιλμ, βίντεο σε συγκεκριμένο καρέ: Ο σκηνοθέτης ~σε την εικόνα (βλ. πάγωμα της εικόνας). ~μένη σκηνή.παγώνει 1. (για υγρό) γίνεται πάγος, στερεοποιείται· καλύπτεται από πάγο: Το ποτάμι ~ τον χειμώνα. ~μένος: καταρράκτης.|| Οι σωλήνες ~σαν (ενν. το νερό που κυκλοφορούσε μέσα τους) κι έσπασαν.|| Οι δρόμοι έχουν ~σει (= έχουν πιάσει πάγο). ~μένο: έδαφος. (ΓΕΩΓΡ.) Βόρειος/Νότιος ~μένος Ωκεανός. 2. (επιτατ.) γίνεται πολύ κρύος: ~σε ο καιρός/η χώρα (πβ. κρυώνω, ψυχραίνω). ~μένος αέρας (πβ. ψυχρός). Βούτηξε στα ~μένα νερά. 3. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. παύει να λειτουργεί, μπλοκάρει: ~σε η οθόνη/το σύστημα/ο υπολογιστής (πβ. κόλλησε). ● ΣΥΜΠΛ.: παγωμένος ώμος βλ. ώμος ● ΦΡ.: όταν/τη μέρα που θα παγώσει η κόλαση βλ. κόλαση, πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου βλ. αίμα [< μεσν. παγώνω, γαλλ. geler, glacer, αγγλ. freeze]
  • παιδικός , ή, ό παι-δι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τα παιδιά ή απευθύνεται σε αυτά: ~ός: διαγωνισμός. ~ή: γιορτή/διατροφή/εγκληματικότητα/θνησιμότητα/κατασκήνωση/μόδα/πισίνα/πορνογραφία (& παιδοπορνογραφία)/τέχνη/χορωδία. ~ό: θέατρο/κάθισμα/μουσείο/ντύσιμο/περιοδικό/(υπνο)δωμάτιο. ~ές: αναμνήσεις/ζωγραφιές/(ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) τροφές/φωνές. ~ά: είδη/έπιπλα/πάρτι/ρούχα/παιχνίδια/τραγούδια. Με ~ό ενθουσιασμό. Άμυνα/ανάπτυξη του ~ού οργανισμού. Η ~ή φαντασία/ψυχή. ~οί φίλοι (: από την ~ή ηλικία).|| (ΛΟΓΟΤ.) ~ός: συγγραφέας. ~ή: βιβλιοθήκη/λογοτεχνία. Παγκόσμια Ημέρα ~ού Βιβλίου.|| (ΚΙΝΗΜ.-ΤΗΛΕΟΡ.) ~ός: κινηματογράφος. ~ή: σειρά. ~ό: κανάλι/πρόγραμμα. ~οί: ήρωες. ~ές: προβολές.|| (ΑΘΛ.) ~ό: πρωτάθλημα (βλ. τζούνιορ). ~οί: αγώνες.|| (ΙΑΤΡ.) ~ός: διαβήτης/καρκίνος. ~ή: παχυσαρκία. ~ό: άσθμα.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~ές: φοβίες.|| (μειωτ.) Η σκέψη/συμπεριφορά του είναι πολύ ~ή (= απλοϊκή, ανώριμη, αφελής· πβ. παιδαριώδης, παιδιάστικος). Βλ. βρεφ-, εφηβ-, νεαν-ικός, νηπιακός. ● επίρρ.: παιδικά ● ΣΥΜΠΛ.: παιδική βία 1. που ασκούν παιδιά: ~ ~ και επιθετικότητα/παραβατικότητα. ~ ~ ενάντια στα ζώα. 2. βία σε βάρος παιδιών, κακοποίησή τους. Βλ. παραμέληση., βρεφονηπιακός/παιδικός σταθμός βλ. βρεφονηπιακός, παιδική ασθένεια/αρρώστια βλ. ασθένεια, παιδική εργασία βλ. εργασία, παιδική κακοποίηση & κακοποίηση παιδιών βλ. κακοποίηση, παιδική χαρά βλ. χαρά, Παιδικό Χωριό SOS βλ. χωριό [< αρχ. παιδικός, γαλλ. infantile]
  • πανοραμικός , ή, ό πα-νο-ρα-μι-κός επίθ. & (σπάν.) πανοραματικός: που παρέχει ευρύ οπτικό πεδίο, συνήθ. από ψηλά: ~ή: ξενάγηση/οροφή (αυτοκινήτου)/περιήγηση. ~ό: οικόπεδο/τοπίο. Βίλα με ~ή θέα στη θάλασσα. Ξενοδοχείο κτισμένο σε ~ό σημείο. Πβ. αμφιθεατρικός.|| ~ό: παρμπρίζ (: που καλύπτει και μέρος της οροφής του αυτοκινήτου).|| (για απεικόνιση με κάμερα:) ~ή: εικόνα/φωτογραφία. ~ό: βίντεο. ~ή άποψη της πόλης. ● επίρρ.: πανοραμικά ● ΣΥΜΠΛ.: πανοραμική ακτινογραφία & (προφ.) πανοραμική (η): ΙΑΤΡ. ακτινογραφική απεικόνιση ολόκληρης της στοματογναθοπροσωπικής περιοχής: ψηφιακή ~ ~., πανοραμική κάμερα 1. ΤΕΧΝΟΛ. που περιστρέφεται αυτόματα, ώστε να παρέχει πλήρη κάλυψη ενός χώρου: ~ ~ ασφαλείας. 2. ΦΩΤΟΓΡ. μηχανή για πανοραμικές λήψεις, σταθερή (με ευρυγώνιους φακούς) ή περιστροφική., πανοραμική λήψη 1. ΦΩΤΟΓΡ. που δημιουργείται από τη συρραφή διαδοχικών καρέ, ώστε η φωτογραφία που θα προκύψει, να αποτελεί ολοκληρωμένη άποψη (έως 360°) του φωτογραφιζόμενου χώρου. 2. ΚΙΝΗΜ. -ΤΗΛΕΟΡ. που πραγματοποιείται με αργή περιστροφή της κάμερας γύρω από τον άξονά της., πανοραμική οθόνη: οθόνη κινηματογράφου ή τηλεόρασης με διαστάσεις μεγαλύτερες από τις συνηθισμένες: ~ ~ αφής. [< γαλλ. panoramique, αγγλ. panoramic]
  • παραθυράκι πα-ρα-θυ-ρά-κι ουσ. (ουδ.) (υποκ.) 1. (μτφ.) ασάφεια ή παράλειψη σε νόμο, κανονισμό που επιτρέπει σε κάποιον να παρακάμψει δυσκολίες, εμπόδια ή να μην υποστεί κυρώσεις: Βρήκε ένα ~ και τελικά αθωώθηκε. Η νέα ρύθμιση αφήνει πολλά ~ια. 2. (μτφ.) δυνατότητα να γίνει κάτι διαφορετικά από το καθορισμένο, το προβλεπόμενο: Άφησε ένα ~ ανοιχτό για ενδεχόμενη συνεργασία. Πβ. περιθώριο. 3. ΤΗΛΕΟΡ. (σε τηλεοπτικές συζητήσεις) ορθογώνιο πλαίσιο που αποτελεί μέρος της τηλεοπτικής εικόνας και στο οποίο εμφανίζεται ο συνομιλητής του παρουσιαστή που δεν βρίσκεται στο ίδιο με αυτόν στούντιο. Βλ. τηλεοπτικό παράθυρο. 4. μικρό παράθυρο: Το ~ του μπάνιου. 5. ΠΛΗΡΟΦ. μικρός ορθογώνιος χώρος στην οθόνη υπολογιστή όπου εμφανίζονται τα δεδομένα αρχείου ή προγράμματος. 6. ΑΘΛ. (προφ.) το γάμα της εστίας: άπιαστο σουτ στο ~. [< 4: μεσν. παραθυράκι]
  • παραθυράκιας πα-ρα-θυ-ρά-κιας ουσ. (αρσ.) (προφ.-μειωτ.): ΤΗΛΕΟΡ. πρόσωπο που εμφανίζεται συχνά σε τηλεοπτικά παράθυρα στα δελτία ειδήσεων ή σε εκπομπές ποικίλης ύλης. Πβ. τηλεμαϊντανός. Βλ. -άκιας.
  • παραθυράτος , η, ο [παραθυρᾶτος] πα-ρα-θυ-ρά-τος επίθ./ουσ. (προφ.-μειωτ.): ΤΗΛΕΟΡ. που εμφανίζεται πολύ συχνά στα τηλεοπτικά παράθυρα ή διαδραματίζεται σε αυτά: ~ος: σχολιαστής.|| ~η: αντιπαράθεση. Βλ. -άτος.
  • παράθυρο πα-ρά-θυ-ρο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ύρου} 1. άνοιγμα σε τοίχο ή μεταφορικό μέσο, καλυμμένο συνήθ. με τζάμι, το οποίο επιτρέπει τη θέα, αλλά και τον αερισμό-φωτισμό· ιδ. συνεκδ. το πλαίσιό του, τα παραθυρόφυλλα ή/και το τζάμι του: δίφυλλο/εσωτερικό/τυφλό (: που δεν έχει θέα)/ψηλό ~. Το γείσο/η κάσα/η κορνίζα/το κούφωμα/τα παντζούρια/το περβάζι/το τελάρο του ~ύρου. ~α με κάγκελα/κουρτίνες/ρόμαν/σίτες/στόρια. Τα ~α βλέπουν (= έχουν θέα) στη θάλασσα.|| Αλουμινένια/μεταλλικά/ξύλινα/πλαστικά ~α.|| Ανοιχτά/κλειστά ~α. Ανακλινόμενα (βλ. κουμπάσο)/ανοιγόμενα/συρόμενα ~α. Οι γρίλιες/ο μεντεσές/το πόμολο/ο σύρτης του ~ύρου. Ασφάλειες ~ύρων. Βλ. τουρνικέ.|| Τα ~α έχουν θολώσει. Καθαρίζω/πλένω τα ~α.|| Τα (στρογγυλά) ~α των πλοίων (= φινιστρίνια).|| (σε αυτοκίνητο:) Ηλεκτρικά/πλευρικά ~α. Κατεβάζω το ~.|| (σε αεροπλάνο:) Επιλογή θέσης δίπλα σε ~.|| (κατ' επέκτ., σε φριτέζα:) ~ παρακολούθησης τηγανίσματος. Βλ. παραθυράκι, πορτοπαράθυρα. 2. ΠΛΗΡΟΦ. ορθογώνιο πλαίσιο στην οθόνη του υπολογιστή, στο οποίο εμφανίζεται αρχείο, πρόγραμμα ή ιστοσελίδα: αναδυόμενο/ενεργό ~. Βασικό/κεντρικό/κύριο ~ εφαρμογής. ~ εργασιών/περιήγησης. Ελαχιστοποίηση/κλείσιμο/μεγιστοποίηση/μετακίνηση ~ύρου. Διαχειριστής/εναλλαγή/σύστημα/τακτοποίηση ~ύρων. Εμφανίζεται ~ με τίτλο ... Βλ. φόρμα. 3. (μτφ.) οτιδήποτε παρέχει τη δυνατότητα επαφής με κάτι θετικό: το βιβλίο/το διαδίκτυο/η εκπαιδευτική τηλεόραση ως ~ στον κόσμο της γνώσης. Με τα τεχνολογικά επιτεύγματα ανοίγεται ένα ~ στο μέλλον. ● Μεγεθ.: παραθυράρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: τεκτονικό παράθυρο: ΓΕΩΛ. πετρώματα που βρίσκονται κάτω από άλλα και έρχονται στην επιφάνεια λόγω ρηγμάτων ή αποσάθρωσης., τηλεοπτικό παράθυρο & παράθυρο της τηλεόρασης & (προφ.) παράθυρο: ΤΗΛΕΟΡ. καθένα από τα ορθογώνια συνήθ. πλαίσια στα οποία χωρίζεται η τηλεοπτική εικόνα, για να εμφανιστούν τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε εκπομπή, παρουσιαστές, συνεργάτες ή/και καλεσμένοι· (συνεκδ., στον πληθ.) δελτία ειδήσεων ή κυρ. ειδησεογραφικές εκπομπές: Βγήκε στα ~ά ~α να καταγγείλει ...|| Γυρνά από ~ ~ σε ~ ~ (βλ. μαϊντανός). ΣΥΝ. τηλεπαράθυρο, πλαίσιο/παράθυρο διαλόγου βλ. πλαίσιο ● ΦΡ.: ανοίγω (ένα) παράθυρο (μτφ.): δίνω ευκαιρίες ή δυνατότητες σε κάποιον, του αφήνω περιθώρια για κάτι: ~ξαν ~ συνεργασίας. Η συναίνεση ~ξε ~ αισιοδοξίας/ευκαιρίας. [< γαλλ. οuvrir une fenêtre sur, αγγλ. window of opportunity] , απ' το παράθυρο (προφ.): με παράνομο, παράτυπο τρόπο: μετεγγραφές/προσλήψεις ~ ~., αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο (μτφ.): αφήνω ανοιχτό το ενδεχόμενο: Άφησαν ανοιχτό ~ για πρόωρες εκλογές. ~σε ανοιχτό το ~ του διαλόγου. ΣΥΝ. αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι, μπαίνω απ' το παράθυρο (μτφ.-προφ.): επιτυγχάνω τον στόχο μου παράνομα ή αντικανονικά: Μπήκαν ~ ~ (= διορίστηκαν), χωρίς να δώσουν εξετάσεις.|| Η ομάδα μπήκε ~ ~ στα ημιτελικά., πετώ κάτι απ' το παράθυρο (μτφ.-προφ.): απορρίπτω κάτι, θεωρώντας το ασήμαντο, ανάξιο λόγου: Πέταξαν την πρόταση ~. Βλ. εκπαραθυρώνω. [< αγγλ. throw out of the window] , πετώ τα λεφτά/τα χρήματά μου απ' το παράθυρο/στον αέρα (μτφ.-προφ.): τα σπαταλώ αλόγιστα, κάνω περιττά έξοδα. [< γαλλ. jeter mon argent par les fenêtres] , όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο βλ. πόρτα, τον διώχνεις απ' την πόρτα (και) μπαίνει απ' το παράθυρο βλ. διώχνω [< 1: μεσν. παράθυρο(ν) 2: αγγλ. window, 1974, 3: γαλλ. fenêtre]
  • ρεπεράζ ρε-πε-ράζ ουσ. (ουδ.): ΚΙΝΗΜ. -ΤΗΛΕΟΡ. αναζήτηση των κατάλληλων χώρων για τα γυρίσματα κυρ. ταινίας ή σίριαλ. [< γαλλ. repérage]

αίμα

αίμα [αἷμα] αί-μα ουσ. (ουδ.) {αίμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΙΑΤΡ. το κόκκινο υγρό που κυκλοφορεί στην καρδιά, τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή αγγεία του ανθρώπου και των άλλων σπονδυλωτών ζώων και κατ' επέκτ. των ασπόνδυλων, μεταφέροντας οξυγόνο και τις αναγκαίες για τον οργανισμό ουσίες και απομακρύνοντας τις άχρηστες: αναλυτής/απώλεια/δείγμα/θρόμβος/ίχνη/καλλιέργεια/κηλίδες/ορός/προσφορά/ροή/χορήγηση/φιάλη ~ατος. Οι λειτουργίες/τα λιπίδια/οξυγόνωση/πηκτικότητα/παράγωγα/το πλάσμα/σάκχαρο/συστατικά του ~ατος. Ασθένειες του ~ατος (βλ. αν-, λευχ-, σηψ-, υπερ-αιμία). Λεκές από ~. Ανιχνεύτηκαν υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο ~. Έκθεση σε μολυσμένο ~. Έδωσε/πρόσφερε ~ (: έγινε αιμοδότης). Χρειάζεται επειγόντως ~. Βγήκε/έτρεξε ~ από τη μύτη του/την πληγή. Του πήραν ~ (για εξέταση). Εμφάνισε ~ στα ούρα. Έχει πολύ ~ (: κατά την έμμηνο ρύση). Τα χέρια του γέμισαν ~/~ατα. (εμφατ.) Το κουνούπι τού ήπιε/ρούφηξε το ~. Βλ. αιμο-πετάλιο, -σφαίρια.|| (στον πληθ., για δήλωση μεγάλης ποσότητας) Τον είδε μες στα ~ατα.|| (μτφ.) Το καρπούζι είναι/στάζει ~ (: είναι πολύ κόκκινο, ζουμερό). 2. (μτφ.) ζωτική δύναμη, το ίδιο το άτομο, η ζωή του: Αυτό το σπίτι είναι το ~ του (: ο ιδρώτας, ο κόπος, ο μόχθος του). Σου έδωσα το ~ μου (: την ψυχή)/το ~ της καρδιάς μου! 3. (μτφ.) καταγωγή, συγγένεια και συνεκδ. ο συγγενής: Έχει/κυλάει αριστοκρατικό/βασιλικό/ελληνικό/τσιγγάνικο ~ στις φλέβες του. Είμαστε ένα/το ίδιο ~ (πβ. όμαιμος). (επίσ.) Εξ ~ατος διαδοχή/καταγωγή.|| (συνεκδ.) Ό, τι κι αν κάνει, είναι ~ μου και δεν μπορώ να του κρατήσω κακία. Τον πρόδωσε το ίδιο του το ~. 4. (μτφ.) φόνος: ταινίες με πολύ ~. Ζητά εκδίκηση για το ~ αθώων. Διψά για ~. (προτρεπτικά) ~ στο ~ (: ο φόνος πρέπει να πληρωθεί με φόνο, βλ. βεντέτα). Θυσίες/ποτάμι ~ατος (: για αιματοχυσία).|| Το πρώτο ~ (: οι πρώτοι νεκροί του αγώνα/πολέμου). Το ~ των ηρώων/μαρτύρων (= η θυσία). ● ΣΥΜΠΛ.: ακάθαρτο αίμα: το αίμα που περιέχει ουσίες τις οποίες αποβάλλει ο οργανισμός: Από την καρδιά το ~ ~ οδηγείται στους πνεύμονες., γαλάζιο αίμα: αριστοκρατική καταγωγή: Έχει ~ ~ (: είναι γαλαζοαίματος). Στις φλέβες του κυλά/ρέει ~ ~., δεσμός αίματος {συνηθέστ. στον πληθ.}: σχέση συγγένειας και κατ' επέκτ. δυνατής φιλίας: ~ ~ μεταξύ γονέα και παιδιού. Τους ενώνουν/συνδέουν (άρρηκτοι/ακατάλυτοι) ~οί ~.|| (μτφ.) Μεταξύ των εταιρειών υπάρχει ~ ~. [< γερμ. die Bande des Blutes] , εξέταση/ανάλυση/τεστ αίματος: ΙΑΤΡ. εξέταση δείγματος αίματος με σκοπό τον καθορισμό της ομάδας αίματος, την ύπαρξη παθολογικού ή κληρονομικού παράγοντα: γενική/διαγνωστική/ειδική/μικροβιολογική ~ ~. Ανοσολογικές/βιοχημικές/εξειδικευμένες αναλύσεις ~. ~ ~ και ούρων. ~ ~ για την ανίχνευση ιού/μεσογειακή αναιμία. Διάγνωση της νόσου με μία απλή ~ ~. Έκανε γενική (ενν. εξέταση) αίματος. [< αγγλ. blood test, 1912] , κρύο αίμα: ψυχραιμία., κύκλος (του) αίματος: διαδοχικοί φόνοι, αιματοχυσία., λήψη αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία λαμβάνεται αίμα με σύριγγα (για εργαστηριακές εξετάσεις). ΣΥΝ. αιμοληψία, λουτρό αίματος (μτφ.): αιματοχυσία: Σύγκρουση που εξελίχθηκε/κατέληξε σε (απίστευτο/φρικιαστικό) ~ ~ αμάχων. [< γαλλ. bain de sang] , μαύρο/σκοτωμένο αίμα (εμφατ.): το σκούρο κόκκινο αίμα ή αυτό που προέρχεται από χτύπημα ή προκαλείται από ασθένεια: Άνοιξε η πληγή και βγήκε/έτρεξε ~ ~., μετάγγιση αίματος: ΙΑΤΡ. μετάγγιση. [< γαλλ. transfusion sanguine] , νέο αίμα (μτφ.): νέοι άνθρωποι με ανανεωτικές, προοδευτικές και πρωτοπόρες ιδέες σε κάποιον χώρο, τομέα: Χρειαζόμαστε ~ ~ στον αθλητισμό/στη Βουλή. Το ~ ~ (: προσωπικό) που θα στελεχώσει την εταιρεία. [< αγγλ. new blood] , ντόπινγκ αίματος: ΑΘΛ. μετάγγιση ερυθρών αιμοσφαιρίων σε αθλητή, συνήθ. πριν από αγώνα, που του είχαν αφαιρεθεί παλιότερα, για να αυξηθεί η ικανότητα οξυγόνωσης του οργανισμού του: Έλεγχος ~ ~. [< αγγλ. blood doping, 1973] , ομάδα αίματος & (σπάν.) τύπος αίματος: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. κατηγοριοποίηση του αίματος με βάση την παρουσία ή απουσία ειδικών αντιγόνων στα ερυθρά αιμοσφαίρια: ~ ~ A, B, AB, 0. Βλ. ρέζους. [< αγγλ. blood group/type, 1916] , όρκος αίματος: όρκος που επισφραγίζεται με χύσιμο αίματος: δεμένοι με ~ο ~. Έδωσαν ~ο ~ (: για αιώνια πίστη και αφοσίωση)., πήξη του αίματος: ΙΑΤΡ. διαδικασία κατά την οποία το αίμα μετατρέπεται σε αδιάλυτο σύνολο (πήγμα): Τα αιμοπετάλια βοηθούν στην ~ ~. Βλ. αιμορροφιλία, αντιπηκτικό, προθρομβίνη., πίεση (του) αίματος: ΙΑΤΡ. πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων: αυξημένη/διαστολική/συστολική/υψηλή/φυσιολογική/χαμηλή (αρτηριακή) ~ ~. [< αγγλ. blood pressure] , το αίμα του Ιησού/Κυρίου/Χριστού: ΕΚΚΛΗΣ. ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας: Κοινωνώ/μεταλαμβάνω (το) σώμα και (το) ~ ~., τράπεζα αίματος: χώρος συλλογής, επεξεργασίας και αποθήκευσης αίματος με σκοπό τη διάθεσή του για μεταγγίσεις και κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος οργανισμός: Δίνω αίμα στην ~ ~. [< γερμ. Blutbank] , φόρος αίματος (μτφ.): μεγάλος αριθμός βίαιων θανάτων συνήθ. σε πολεμική επιχείρηση, αιματοχυσία, ατύχημα: ~ ~ στην άσφαλτο. Βαρύ ~ο ~ πλήρωσαν οι στρατιώτες στο πεδίο της μάχης., κυκλοφορία του αίματος βλ. κυκλοφορία ● ΦΡ.: (συγγενείς/συγγένεια) εξ αίματος: με κοινή οκογενειακή καταγωγή: Έχουν/συνδέονται με συγγένεια ~ ~ δεύτερου/πρώτου βαθμού. Είναι συγγενείς ~ ~ σε ευθεία/πλάγια γραμμή. ΑΝΤ. (συγγενείς/συγγένεια) εξ αγχιστείας/από αγχιστεία, αίμα και άμμος!: (για χαρακτηρισμό έκρυθμων καταστάσεων) μεγάλη φασαρία, πολλά επεισόδια εξαιτίας οξυμμένων αντιπαραθέσεων ή έντονου φανατισμού: Έγινε ~ ~ στη διαδήλωση. Θα γίνει ~ ~ στο αυριανό ντέρμπι. Πβ. τα έκαναν γυαλιά καρφιά., ανάβουν τα αίματα: προκαλείται αντιπαράθεση, μεγάλη ένταση, θυμός: Άναψαν ~ στον αγωνιστικό χώρο/στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου., βάζω (κάποιον)/μπαίνω στα αίματα: κινητοποιώ κάποιον να αναμειχθεί με κάτι ή παρασύρομαι να εμπλακώ σε αυτό: Τον έβαλε/μπήκε ~ να ασχοληθεί με την πολιτική., βουτηγμένος στο αίμα 1. για πρόσωπο που αιμορραγεί. 2. για εγκληματία: Είναι ~ ~ από τα αλλεπάλληλα φονικά.|| (σπανιότ.) Βούτηξε τα χέρια του ~ αθώων (: τους σκότωσε)., βράζει/κοχλάζει το αίμα (μτφ.): για μεγάλη ζωντάνια, ενεργητικότητα και έντονες ορμές: Νέοι είναι, ~ ~ τους., δεν έχει αίμα μέσα/στις φλέβες του/σταγόνα αίμα μέσα του/δεν τρέχει/κυλάει αίμα στις φλέβες του (μτφ.): δεν έχει αισθήματα, μένει ασυγκίνητος μπροστά στον ανθρώπινο πόνο: Εσύ δεν έχεις αίμα (μέσα/πάνω) σου/δεν κυλάει αίμα στις φλέβες σου! Είσαι εντελώς αναίσθητος!, δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι): δίνω τη ζωή μου, θυσιάζομαι για κάτι: Έδωσαν ~ τους για τη λευτεριά/την πατρίδα/την πίστη., είναι/το έχω στο αίμα μου: έχω την τάση να κάνω κάτι, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα μου, το έχω εκ γενετής: Το ψέμα είναι ~ της (: στη φύση, στο είναι της, μέσα της). [< γαλλ. dans le sang] , κάποιος/κάτι μου ανεβάζει το αίμα στο κεφάλι/την πίεση (μτφ.-εμφατ.): με εξοργίζει, με κάνει έξω φρενών: Η απραξία/ο δόλος του μου ανέβασε ~. Με τα καμώματά της ~ ~., κατουρώ/ξερνώ αίμα: αποβάλλω αίμα από τα αντίστοιχα σημεία του σώματος: (κ. μτφ. ως απειλή) Θα σε κάνω να κατουρήσεις/ξεράσεις ~., κολυμπώ/πλέω/λούζομαι στο αίμα (μτφ.): είμαι γεμάτος αίμα, συνήθ. ως αποτέλεσμα μεγάλης αιμορραγίας ή πολλαπλών τραυμάτων., λερώνω τα χέρια μου με αίμα (μτφ.): διαπράττω φόνο: Λέρωσε τα χέρια του ~ αδερφικό., με αίμα (μτφ.) 1. με φόνο: Η προσβολή/ο φόνος/το αίμα θα ξεπλυθεί ~ ~. 2. με αιματοχυσία, με προσφορά, στέρηση της ζωής κάποιου (για την επίτευξη ανώτερου σκοπού): γη βαμμένη/ποτισμένη ~ ~. 3. με κόπους, με βάσανα και στερήσεις: Ό,τι απέκτησε, το απέκτησε ~ ~ (και δάκρυα/θυσίες/ιδρώτα/πόνο)., με πήραν τα αίματα (προφ.): άρχισα να χάνω αίμα, αιμορραγώ (εξαιτίας τραυματισμού)., μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος & (λόγ.) μέχρι τελευταίας ρανίδος: για αγώνα ή προσπάθεια που γίνεται μέχρι(ς) εσχάτων: Υπερασπίστηκαν την ελευθερία ~ του αίματός τους. Θα παλέψουμε μέχρι τελευταίας ρανίδος., μου (έ)κοψε το αίμα/τη χολή & (σπάν.) μου έσπασε τη χολή (μτφ.): με τρόμαξε πολύ: Μου ~ψες ~! Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος που του ~ ~.|| Μου κόπηκε ~ από τον φόβο (= κατατρόμαξα)., πάγωσε το αίμα (στις φλέβες) μου (μτφ.): τρόμαξα πολύ, παρέλυσα από τον φόβο: Η είδηση/ο σεισμός ~ ~ στις φλέβες μας., παίρνω το αίμα μου πίσω/πίσω το αίμα μου & παίρνω το δίκιο μου πίσω (μτφ.): εκδικούμαι: Είναι αποφασισμένος να πάρει το αίμα του πίσω για την ταπείνωση που υπέστη., πνίγω στο αίμα (μτφ.): καταστέλλω κάτι με βίαιο τρόπο, προκαλώντας τον θάνατο πολλών ατόμων: Η διαδήλωση/εξέγερση/στάση ~ηκε ~.|| Ο τόπος ~ηκε ~ από τα εχθρικά στρατεύματα (= αιματοκυλίστηκε)., πότισε με το αίμα του: θυσιάστηκε για κάτι: ~σαν ~ τους το δέντρο της λευτεριάς. ~σε την πατρική γη με ~. Η σημαία ποτίστηκε με ~ των αγωνιστών. Γη ποτισμένη με αίμα ηρώων/μαρτύρων., σιγά τα αίματα! (προφ.-ειρων.): απαξιωτική απάντηση σε απειλή ή για κατάσταση που θεωρείται σοβαρή ή προκαλεί φόβο: (καλέ) ~ ~, μας τρόμαξες! ~ ~, ρε μεγάλε/παλικαράδες!, το αίμα νερό δεν γίνεται: οι συγγενικοί δεσμοί δεν καταλύονται: Αδέρφια είναι, όσο κι αν τσακώνονται, στο τέλος τα ξαναβρίσκουν. ~ ~!, τραβάει το αίμα μου (κάτι) (μτφ.): έχω την τάση, ρέπω προς κάτι συνήθ. αρνητικό: Την τραβάει ~ του την απατεωνιά. Το τραβάει ~ του να τσακώνεται με τους άλλους., φτύνω αίμα 1. (μτφ.) βασανίζομαι σκληρά, ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, για να επιτύχω κάτι: Καθημερινά ~ει ~ για το μεροκάματο. Έφτυσε ~ για να βγάλει το Πανεπιστήμιο/να μεγαλώσει τα παιδιά του. (απειλητ.) Θα τον κάνω να ~σει ~! Πβ. δεινοπαθώ, μαρτυρώ, παιδεύομαι, χτικιάζω. 2. έχω αιμόπτυση., χύνεται (άφθονο/πολύ) αίμα (/χύνονται ποτάμια/ποταμοί αίματος)/τρέχει (ποτάμι το) αίμα: προκαλείται αιματοχυσία, θάνατος από σκοτωμό, ατύχημα ή προσωπική θυσία: Έχει χυθεί πολύ αίμα/έχουν χυθεί ποτάμια αίματος στην άσφαλτο (: για τα θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα).|| Θα χυθεί πολύ αίμα στον αυριανό αγώνα (ΣΥΝ. θα γίνει χαμός)!, βάφτηκε με/στο αίμα βλ. βάφω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, έγραψε (κάτι) με το αίμα του βλ. γράφω, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, υπογράφω με το αίμα μου βλ. υπογράφω, χύνω αίμα/ιδρώτα βλ. χύνω [< αρχ. αἷμα, γαλλ. sang]

-άκιας

-άκιας {-άκηδες}: παραγωγικό επίθημα αρσενικών ουσιαστικών με μειωτική συνήθ. σημασία: εξυπν~/τυχερ~.|| Γυαλ~/καλοπερασ~/μουστ~/μπαχαλ~/τσαντ~.

ανοίγω

ανοίγω [ἀνοίγω] α-νοί-γω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άνοι-ξα, ανοί-χτηκε (λόγ.) -χθηκε, -γμένος, ανοιγ-όμενος, ανοίγ-οντας} 1. μετακινώ, αφαιρώ οτιδήποτε κρατάει κλειστό κάτι, καθιστώντας δυνατή την πρόσβαση σε αυτό ή την (οπτική) επαφή με το εσωτερικό του: ~ την πόρτα (: ξεκλειδώνω ή γυρίζω το πόμολο). ~ το ψυγείο. ~ξε (διάπλατα) τα παντζούρια/το παράθυρο. (ελλειπτ.) ~ξέ μου να μπω (ενν. την πόρτα)! (προφ.) ~ξαν το σπίτι/το χρηματοκιβώτιο (= το διέρρηξαν).|| Στο αεροδρόμιο τού ζήτησαν να ~ξει την τσάντα του.|| ~ το καπάκι/την κονσέρβα (με το ανοιχτήρι)/το μπουκάλι. ~ξε την κατσαρόλα (= ξεσκέπασε).|| ~ το κιβώτιο/μπαούλο.|| ~ το φερμουάρ (πβ. ξεκουμπώνω).|| ~ τις κουρτίνες (= τραβώ).|| (βγάζω το περιτύλιγμα:) ~ το δέμα/τα δώρα/το πακέτο (πβ. ξεπακετάρω, ξετυλίγω).|| ~χτηκε η διαθήκη. Πβ. αποσφραγίζω.|| ~ την εφημερίδα. Ανοίξτε το βιβλίο στην πρώτη σελίδα!|| Το ντουλάπι δεν ~ει, έχει κολλήσει/φρακάρει! Το κουτί ~ει από πάνω. Βλ. μισ~, ξαν~. ΑΝΤ. κλείνω (1) 2. απλώνω κάτι διπλωμένο ή πτυσσόμενο: ~ την ομπρέλα/τον χάρτη. ΑΝΤ. κλείνω.|| ~ ζύμη/φύλλο για πίτα.|| Ανοίξτε τα χέρια σας (= τεντώστε)!|| Καναπές που ~ει και γίνεται κρεβάτι.|| ~ξαν τα μπουμπούκια (= άνθισαν, έσκασαν). 3. θέτω σε λειτουργία συσκευή (συνήθ. με το πάτημα κουμπιού): ~ το ραδιόφωνο/την τηλεόραση/τον υπολογιστή. ΣΥΝ. ανάβω.|| Πώς ~ει το κινητό σου; ΑΝΤ. κλείνω (3), σβήνω (2) 4. απελευθερώνω τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου, περιστρέφοντας ή πατώντας τον μηχανισμό που εμποδίζει την παροχή του: (μτβ.) ~ τη βαλβίδα/στρόφιγγα. Μπορείς να ~ξεις το φως (= να το ανάψεις. ΑΝΤ. σβήνω);|| (αμτβ.) Ο διακόπτης ~ει με κάρτα.|| ~ την ένταση της τηλεόρασης (= αυξάνω). ΑΝΤ. κλείνω (5) 5. δημιουργώ εσοχή, κενό (συνήθ. στην επιφάνεια της γης): ~ μια λακκούβα (στο έδαφος/στο χώμα). ~χτηκαν λαγούμια/χαντάκια. ΣΥΝ. σκάβω.|| ~ξε πέρασμα ανάμεσα στο πλήθος.|| (κατ' επέκτ., για δημιουργία πληγής:) ~ξε ο ασθενής (= έπαθε κατακλίσεις). 6. ελευθερώνω χώρο από οτιδήποτε εμποδίζει το πέρασμα ή δημιουργεί στενότητα: ~ξε ο δρόμος στα χωριά που είχαν αποκλειστεί. (προφ.) Ανοίξτε να περάσω (= κάν(ε)τε τόπο)!|| ~ξαν τα σύνορα (= είναι ελεύθερη η επικοινωνία μεταξύ των χωρών). ΑΝΤ. κλείνω (9) 7. κάνω έναρξη σε κάτι, ξεκινώ: ~ λογαριασμό καταθέσεων.|| (για επαγγελματική δραστηριότητα:) ~ γραφείο/επιχείρηση/εστιατόριο (πβ. ιδρύω). ~ξε νέο κατάστημα (= εγκαινιάστηκε). Πότε ~εις το ιατρείο (ενν. μετά τις διακοπές); Το μαγαζί δεν θα ~ξει στις γιορτές (= θα μείνει κλειστό). ~ξαν τα σχολεία!|| (μτφ.) Την εκδήλωση θα ~ξει (με ομιλία του) ο ... (= θα προλογίσει). ~ξε τη συζήτηση (= άρχισε πρώτος). ~ξαν διάλογο με ... ~ξε θέμα ηγεσίας. Έχει ~ξει παρτίδες με τον υπόκοσμο. ~ει μια νέα περίοδος/ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις των δύο κρατών. Χώρα που ~ει δίαυλο επικοινωνίας/συνεργασίας με τις γειτονικές της. ~ει το Τριώδιο (= μπαίνει). ΑΝΤ. κλείνω (4) 8. ΠΛΗΡΟΦ. εμφανίζω τα περιεχόμενα αρχείου ή προγράμματος στην οθόνη υπολογιστή (συνήθ. με διπλό κλικ στο εικονίδιό του): ~ το έγγραφο/το λινκ/το παράθυρο.|| Δεν ~ει η (ιστο)σελίδα. 9. (αμτβ.) αυξάνεται το πλάτος μου, γίνομαι πιο ευρύς: Με τον καιρό τα παπούτσια θα ~ξουν και δεν θα σε στενεύουν.|| (μτφ.) ~ει το χάσμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις (= μεγαλώνει). 10. δίνω σε κάτι πιο φωτεινή απόχρωση: ~ τα μαλλιά μου (ΣΥΝ. ξανοίγω). 11. γράφω το πρώτο από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: Ανοίξτε εισαγωγικά.|| ~ει παρένθεση. ΑΝΤ. κλείνω (12) 12. (προφ.) χειρουργώ: Τον ~ξαν.ανοίγεται: εκτείνεται, απλώνεται: Μπροστά μας ~ η θάλασσα.|| (μτφ.) ~ονται νέες δυνατότητες/ευκαιρίες/προοπτικές. Το κόμμα ~ στην κοινωνία (= κάνει άνοιγμα). ● Παθ.: ανοίγομαι 1. εξωτερικεύω τον ψυχικό μου κόσμο, εκδηλώνομαι: Δεν ~ εύκολα σε αγνώστους. Πβ. ανοίγω την καρδιά μου. 2. απομακρύνομαι από κάποιο χώρο: (από τη στεριά) Η βάρκα ~χτηκε στο πέλαγος. Μπήκαμε στο σκάφος και ~χτήκαμε στη θάλασσα. Πβ. βγαίνω στ' ανοιχτά, ξεμακραίνω.|| (για οδηγό:) ~χτηκε αριστερά, για να κάνει προσπέραση.|| (από τον χώρο της άμυνας στο ποδόσφαιρο:) Οι αντίπαλοι ~χτηκαν, αφήνοντας κενά στην αμυντική γραμμή. 3. διευρύνω, επεκτείνω τις δραστηριότητές μου, πνευματικές, οικονομικές· ξοδεύω υπέρμετρα, ξανοίγομαι: Χώρες που ~ονται στις νέες τεχνολογίες.|| (προφ.) Ας μην ~όμαστε (πολύ), έχουμε και έξοδα! ● Μτχ.: ανοιγόμενος , η, ο: που μπορεί να ανοίξει: ~η: οροφή (βλ. αίθριο). ~o: τραπέζι. Μηχανισμός αυτόματα/ηλεκτρικά/υδραυλικά ~. ~ καναπές που γίνεται κρεβάτι (: αναδιπλούμενος, πτυσσόμενος). Παράθυρα συρόμενα, ~α και ανακλινόμενα. ● ΦΡ.: ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου: χαίρομαι: ~ ~ όταν τον βλέπω!, ανοίγει η τύχη μου: βελτιώνεται πολύ η κατάστασή μου (ύστερα από απροσδόκητα θετικό συμβάν): Κέρδισε το λαχείο και ~ξε ~ του., ανοίγει ο κύκλος: αρχίζει να λαμβάνει χώρα μια σειρά δραστηριοτήτων (που αναμένονται να διαρκέσουν αρκετές ημέρες): ~ ~ των απολογιών/διαπραγματεύσεων/κινητοποιήσεων., ανοίγω (τον) δρόμο 1. (μτφ.) δημιουργώ τις προϋποθέσεις (για κάτι συνήθ. θετικό): Οι νέες τεχνολογίες ~ουν ~ προς τη/στη γνώση.|| ~ξε ο δρόμος για την προαγωγή του. 2. δημιουργώ πέρασμα: ~ξε ~ με τους αγκώνες του/ανάμεσα στο πλήθος., ανοίγω δουλειές (σε κάποιον) (προφ.): βάζω κάποιον σε μπελάδες, του προκαλώ προβλήματα: Μου έχεις ~ξει ~ με τα καμώματά σου!, ανοίγω ευκαιρίες: δημιουργώ νέες δυνατότητες: Σπουδές που ~ουν ~ στη (/για τη) ζωή.|| ~ουν/~ονται ~ που πρέπει να τις αξιοποιήσουμε (= παρουσιάζονται)., ανοίγω σπίτι (μτφ.-προφ.): παντρεύομαι: Είναι ώρα ν' ανοίξεις κι εσύ ~ (= να νοικοκυρευτείς)!, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) (μτφ.): τον διαφωτίζω, τον αφυπνίζω: Μας ~ξε ~ και καταλάβαμε την απάτη. ΑΝΤ. κλείνω τα μάτια (κάποιου) (1), ανοίγω τα μάτια μου: ξυπνώ· κατ' επέκτ. ανακαλύπτω την αλήθεια: Με το που ~ξε ~ του ... || ~ξε ~ σου επιτέλους να δεις τι γίνεται (= ξεστραβώσου)!, ανοίγω την αγκαλιά μου 1. απλώνω τα χέρια μου για να αγκαλιάσω κάποιον: ~ξε ~ του και την έσφιξε στο στήθος του. 2. (μτφ.) υποδέχομαι κάποιον ζεστά, με στοργή: Ιατροί και νοσηλευτές ~ξαν ~ τους στα παιδιά., ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον): εξωτερικεύω, εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι που σκέφτομαι ή που με απασχολεί: (Μου) ~ξε ~ του και μου μίλησε για τα προβλήματά του (= μου ανοίχτηκε). Πβ. εξομολογούμαι, βγάζω τα (ε)σώψυχά μου., ανοίγω την όρεξη/(μου)ανοίγει η όρεξη: προκαλώ επιθυμία για φαγητό/έχω έντονη επιθυμία για κάτι: Γεύσεις/πιάτα που ~ουν ~.|| (μτφ.) Η ανοδική πορεία της οικονομίας έχει ανοίξει την ~ των εταιρειών για νέες (επενδυτικές) δραστηριότητες., ανοίγω το σκορ: σημειώνω το πρώτο γκολ ή καλάθι: Οι φιλοξενούμενοι ~ξαν ~.|| Το σκορ ~ει με δυνατό σουτ του ..., ανοίγω τον φάκελο (μτφ.): ξεκινώ τη διερεύνηση μιας υπόθεσης: Δημοσιογράφος που έχει αποφασίσει να ~ξει ~ της δολοφονίας.|| ~ξε ο φάκελος της διαφθοράς., ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) (μτφ.-προφ.): (απειλητ. ή ως έκφρ. δυσαρέσκειας) τον χτυπώ στο κεφάλι: Θα σου ~ξω/σπάσω το ~!, άνοιξαν οι ουρανοί: σε περιπτώσεις πολύ δυνατής βροχής: ~ ~ και άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς/ρίχνει καρεκλοπόδαρα., ν' ανοίξει/ν' άνοιγε η γη (και) να με καταπιεί (μτφ.): να εξαφανιστώ, να χαθώ από όλους και από όλα: Αισθάνθηκα τόσο άσχημα/ντράπηκα τόσο πολύ, που μακάρι ν' άνοιγε ~ ~!|| Αν λέω ψέματα, ν' ανοίξει ~ ~., ανοίγει (νέους) ορίζοντες βλ. ορίζοντας, ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους βλ. δρόμος, ανοίγει ο καιρός βλ. καιρός, ανοίγει ο ουρανός βλ. ουρανός, ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της βλ. πύλη, ανοίγει το κουτί της Πανδώρας βλ. Πανδώρα, ανοίγει τους ασκούς/τον ασκό του Αιόλου βλ. ασκός, ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες βλ. μυαλό, ανοίγει/κλείνει το κεφάλαιο βλ. κλείνω, ανοίγει/ματώνει η μύτη μου βλ. μύτη, ανοίγει/ξύνει (παλιές) πληγές βλ. ξύνω, ανοιγμένα κεφάλια βλ. κεφάλι, ανοίγουν/κλείνουν οι κάλπες βλ. κάλπη, ανοίγω (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, ανοίγω ιστορίες βλ. ιστορία, ανοίγω λογαριασμούς βλ. λογαριασμός, ανοίγω πανιά βλ. πανί, ανοίγω πυρ βλ. πυρ, ανοίγω σαμπάνιες βλ. σαμπάνια, ανοίγω τα στραβά μου βλ. στραβός, ανοίγω την πόρτα της εξόδου βλ. πόρτα, ανοίγω το βήμα/τον βηματισμό μου βλ. βήμα, ανοίγω το στόμα μου βλ. στόμα, ανοίγω τον χορό βλ. χορός, ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά (μου) βλ. φτερό, ανοίγω/δείχνω/φανερώνω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, ανοίγω/κλείνω μέτωπα βλ. μέτωπο, ανοίγω/κλείνω τον αέρα βλ. αέρας, ανοίγω/τεντώνω/τσιτώνω τ' αυτιά μου/τ(ο) αυτί βλ. αυτί, άνοιξαν οι κρουνοί/καταρράκτες του ουρανού βλ. κρουνός, άνοιξε η γη και τον κατάπιε/λες και τον κατάπιε η γη/σαν να τον κατάπιε η γη βλ. καταπίνω, αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, γυρίζω/ανοίγω (μια) νέα σελίδα βλ. σελίδα, δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον βλ. πόρτα, δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι βλ. μύτη, κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο βλ. κάνω, πιάνω/ανοίγω κουβέντα με/σε κάποιον βλ. κουβέντα, σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία βλ. σηκώνω, σκάβω/ανοίγω τον λάκκο (κάποιου) βλ. λάκκος, τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη βλ. τρώω [< αρχ. ἀνοίγω, αγγλ. open, γαλλ. ouvrir, γερμ. öffnen]

απεργία

απεργία [ἀπεργία] α-περ-γί-α ουσ. (θηλ.) {απεργι-ών} 1. εκούσια, συλλογική και οργανωμένη αποχή από την εργασία, που συνοδεύεται από περικοπή μισθού και έχει ως στόχο την ικανοποίηση των αιτημάτων των εργαζομένων: αιφνιδιαστική/απροειδοποίητη/γενική/καθολική/κλαδική (βλ. παν~)/μαζική/νόμιμη/πανελλαδική/πολιτική/συμβολική ~. ~ διδασκόντων/εργατών/συμβασιούχων/υπαλλήλων. ~ των εργαζομένων στο μετρό/στις τράπεζες. ~ διαρκείας/συμπαράστασης. ~ για το ασφαλιστικό/για αύξηση μισθών. Αναστολή/κήρυξη/λύση/παράταση/περιφρούρηση της ~ας. Μπαράζ ~ών. Σε κλοιό ~ών η χώρα. Το (συνταγματικά κατοχυρωμένο) δικαίωμα της ~ας. Κάλεσμα σε ~. Αναστέλλουν την/βρίσκονται σε/έχουν/κατεβαίνουν σε/πραγματοποιούν ~. Έληξε/παρατείνεται/συνεχίζεται η ~. Την ~ οργάνωσε η ΑΔΕΔΥ. Εικοσιτετράωρη ~ κήρυξε η ΓΣΕΕ. Σε τριήμερη ~ προχωρούν οι ... Μεγάλη/μικρή συμμετοχή στην ~. Κάνω ~ (= απεργώ). Σπάω την ~ (βλ. απεργοσπάστης). Στην ~ λαμβάνουν μέρος και οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ. Βλ. α(ν)εργία, αντ~, πικετοφορία. 2. προσωρινή διακοπή δραστηριοτήτων ως μορφή διαμαρτυρίας ή για τη διεκδίκηση αιτημάτων: πανευρωπαϊκή ~ φοιτητών και μαθητών. Βλ. αποχή. ● ΣΥΜΠΛ.: απεργία αλληλεγγύης: που στοχεύει στην υποστήριξη ή την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης άλλων εργαζομένων. [< αγγλ. sympathy/solidarity strike] , απεργία πείνας/δίψας: άρνηση λήψης τροφής/νερού ως έσχατη μορφή διαμαρτυρίας ή άσκησης πίεσης για την ικανοποίηση αιτήματος., καταχρηστική απεργία: που λόγω παρατεταμένης διάρκειας συνεπάγεται τη δυνατότητα καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη: Παράνομη και καταχρηστική κηρύχθηκε/κρίθηκε από το δικαστήριο η απεργία. [< γαλλ. grève abusive] , κυλιόμενη/επαναλαμβανόμενη απεργία: που πραγματοποιείται σε διαδοχικά χρονικά διαστήματα, κάποτε από διαφορετικές κατηγορίες προσωπικού ή σε διαφορετικά τμήματα μιας επιχείρησης ή υπηρεσίας: ~ ~ ανά γεωγραφικό διαμέρισμα. Απεργιακός αγώνας διαρκείας με πενθήμερες ~ες ~ες. [< αγγλ. rolling strike, 1969] , λευκή απεργία: όταν οι εργαζόμενοι προσέρχονται στον χώρο εργασίας, αλλά αρνούνται να εργαστούν και γενικότ. απέχουν από τα καθήκοντά τους. Βλ. καθιστική διαμαρτυρία, στάση εργασίας., προειδοποιητική απεργία: μικρής διάρκειας που γίνεται με σκοπό να τονιστεί η αποφασιστικότητα των εργαζομένων να διεκδικήσουν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. [< αγγλ. warning/token strike] [< γαλλ. grève]

αρκτικός1

αρκτικός1, ή, ό [ἀρκτικός] αρ-κτι-κός επίθ.: που βρίσκεται στον ή γύρω από τον Βόρειο Πόλο ή σχετίζεται με αυτόν: ~ή: αλεπού/ζώνη/θάλασσα/τούνδρα. ~ό: κλίμα. ~οί: πάγοι. ~ές: χώρες. Πβ. βόρειος, πολικός. Βλ. αντ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αρκτικός κύκλος & βόρειος πολικός κύκλος: ΓΕΩΓΡ. ο βορειότερος νοητός γεωγραφικός παράλληλος του ισημερινού της Γης. [< αρχ. ἀρκτικός, γαλλ. arctique, αγγλ. arctic]

ασθένεια

ασθένεια [ἀσθένεια] α-σθέ-νει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας | -ών} (λόγ.): αρρώστια, νόσος: ανίατη/γενετική/διανοητική/εκφυλιστική/θανατηφόρα/ιάσιμη/κληρονομική/μεταδοτική/μολυσματική/νεοπλασματική/πολυπαραγοντική/χρόνια ~. Ιογενείς ~ες. ~ του αναπνευστικού. Ανακούφιση/διάγνωση/εξέλιξη/κρούσματα/παρακολούθηση/πρόληψη/συμπτώματα μιας ~ας. Φάρμακο κατά της ~ας ... Άδεια/βιβλιάριο/επίδομα/παροχές ~είας. Φορείς ~ών. Κόλλησε/μετέφερε την ~. Πάσχει/προσβλήθηκε/υποφέρει από ~. Η ~ εκδηλώθηκε/εξαπλώθηκε. Πβ. νόσημα, πάθηση. Βλ. μυ~, νευρ~.|| (ΚΤΗΝ.) Παρασιτική ~. (ΓΕΩΠ.) ~ των δέντρων/του φυλλώματος. ~ του αμπελιού (π.χ. περονόσπορος, φυλλοξήρα). ~ες καλλωπιστικών φυτών. Μυκητολογικές ~ες λαχανικών.|| (μτφ.) Κοινωνική/πνευματική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: διπλωματική ασθένεια: σε περιπτώσεις που κάποιος προφασίζεται ότι είναι άρρωστος, για να αποφύγει δυσάρεστη κατάσταση: σκηνοθετημένη ~ ~., επαγγελματική ασθένεια & νόσος: που οφείλεται στη φύση ορισμένων επαγγελμάτων. Βλ. αμιάντωση, βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, ιατρική της εργασίας. [< αγγλ. occupational disease, 1901, occupational illness] , παιδική ασθένεια/αρρώστια 1. ΙΑΤΡ. που προσβάλλει κυρ. παιδιά. Βλ. ανεμοβλογιά, ιλαρά, κοκίτης, οστρακιά, παρωτίτιδα. 2. (μτφ.-συνήθ. ειρων.) αρνητικό στοιχείο που δηλώνει ανωριμότητα, επιπολαιότητα, απειρία: (στο μπάσκετ) Η ~ ~ των πολλών χαμένων βολών., ασθένεια του φιλιού βλ. φιλί, ασθένεια/νόσος του ύπνου βλ. ύπνος, ασθένεια/νόσος των τρελών αγελάδων βλ. αγελάδα, αυτοάνοσο νόσημα/αυτοάνοση ασθένεια/νόσος βλ. αυτοάνοσος, γρίπη των πτηνών/των πουλερικών βλ. πτηνό, ψυχική ασθένεια βλ. ψυχικός [< αρχ. ἀσθένεια, γαλλ. maladie, asthénie, αγγλ. asthenia]

-άτος

-άτος, η, ο επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνει 1. ιδιότητα, χαρακτηριστικό: αφρ~/λουλουδ~/χλιδ~.|| (συχνά σε επίθ. παράγωγα από ξένες λέξεις:) Κεφ~/ντελικ~/κιτσ~. 2. (κυρ. σε φαγητό) υλικό, συστατικό: κρασ~/λεμον~/ξιδ~/σκορδ~. 3. κατάσταση: γεμ~/χορτ~. 4. τρόπο: ποδαρ~. 5. (μόνο στο αρσ.) επώνυμο ή τοπωνύμιο: (κυρ. στα Ιόνια Νησιά:) Παπαδ~.

βιογεωχημικός

βιογεωχημικός, ή, ό βι-ο-γε-ω-χη-μι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: βιογεωχημικός κύκλος: ΓΕΩΧ. συνεχής, κυκλική μετακίνηση των χημικών στοιχείων και ενώσεων ανάμεσα στο ανόργανο περιβάλλον και τους ζωντανούς οργανισμούς ενός οικοσυστήματος: ο ~ ~ του αζώτου/άνθρακα. [< αγγλ. biogeochemical, 1929, γαλλ. biogéochimique]

βρεφονηπιακός

βρεφονηπιακός, ή, ό βρε-φο-νη-πι-α-κός επίθ.: που σχετίζεται με τα βρέφη και τα νήπια: ~ή: αγωγή/περίθαλψη. ~ό: επίδομα. ~ές: ανάγκες/υπηρεσίες. ● ΣΥΜΠΛ.: βρεφονηπιακός/παιδικός σταθμός: εκπαιδευτικό ίδρυμα που δέχεται παιδιά προσχολικής ηλικίας: δημόσιος/ιδιωτικός ~ ~. Βλ. βρεφοκομείο.

δακτύλιος

δακτύλιος δα-κτύ-λι-ος ουσ. (αρσ.) {δακτυλί-ου | -ων, -ους} (λόγ.) 1. & κυκλοφοριακός δακτύλιος: κεντρική συνήθ. περιοχή μεγάλης πόλης, οριζόμενη περιφερειακά από οδούς, εντός της οποίας ισχύει η εκ περιτροπής κίνηση των οχημάτων, με στόχο την κυκλοφοριακή αποσυμφόρηση: εξωτερικός/εσωτερικός/μεγάλος/μικρός ~. Εκτός/εντός ~ου. Τα όρια του ~ου. Εφαρμόζεται/καταργείται ο ~. Δεν μπαίνω στον ~ο, σήμερα κυκλοφορούν τα ζυγά/μονά. 2. εξάρτημα που έχει μορφή δαχτυλιδιού: (ΤΕΧΝΟΛ.) ελαστικός/προστατευτικός/ρυθμιστικός/στεγανοποιητικός ~. ~ διαμέτρου εικοσιπέντε χιλιοστών. ~ από αλουμίνιο/ατσάλι. ~ ανάρτησης/ασφάλισης/προσαρμογής/σύσφιξης (= ροδέλα). (ΗΛΕΚΤΡ.) Ο ~ διαρρέεται από ρεύμα.|| (ΙΑΤΡ.) Γαστρικός ~ (: τοποθετείται με λαπαροσκόπηση γύρω από το στομάχι για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, βλ. ενδογαστρικό μπαλόνι). 3. ΑΣΤΡΟΝ. φωτεινή ζώνη που περιβάλλει ουράνιο σώμα και αποτελείται από σωματίδια (σκόνη, αέρια, θραύσματα): αμυδρός/πολικός ~. Οι ~οι του Κρόνου/Ουρανού/Ποσειδώνα.|| ~ σκοτεινής ύλης. 4. κλειστό δίκτυο, σύστημα: (ΤΗΛΕΠ.-ΠΛΗΡΟΦ.) οπτικός ~ (: με οπτικές ίνες). Τοπολογία ~ου (: είδος σύνδεσης μεταξύ των κόμβων δικτύου).|| ~ ηλεκτρικής ενέργειας/φυσικού αερίου. 5. ΒΙΟΛ. τμήμα οργάνου ή σώματος των έμβιων όντων σε σχήμα δαχτυλιδιού: ινώδης/πυελικός/σαλπιγγικός ~.|| (ΖΩΟΛ.) Θωρακικός/κοιλιακός ~ (: σε αρθρόποδα και σκουλήκια). 6. ΒΟΤ. καθένας από τους ομόκεντρους κύκλους στην τομή κορμού, μίσχου, ρίζας, ο οποίος σχηματίζεται σε διάστημα ενός χρόνου: ετήσιος ~. ~ ανάπτυξης/αυξητικός ~. 7. ΜΑΘ. αλγεβρική δομή, η οποία ικανοποιεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις και αποτελείται από ένα σύνολο R, το οποίο διαθέτει δύο διμελείς πράξεις, αθροιστική και πολλαπλασιαστική: ~ διαίρεσης. Ο ~ των πολυωνύμων. Θεωρία ~ων. ● ΣΥΜΠΛ.: περιφερειακός δακτύλιος & δακτύλιος: αυτοκινητόδρομος που παρακάμπτει την αστική περιοχή, μεταφέροντας την κίνηση στις παρυφές της πόλης. [< αγγλ. ring road] [< αρχ. δακτύλιος, γαλλ. anneau 1: αγγλ. ring]

διάδρομος

διάδρομος δι-ά-δρο-μος ουσ. (αρσ.) {-ου (συνηθέστ. λόγ.) -όμου} 1. μακρόστενος χώρος που ενώνει τα δωμάτια ενός οικοδομήματος ή επιτρέπει τη διέλευση και πρόσβαση σε άλλο σημείο (συνήθ. στο εσωτερικό των μέσων μεταφοράς)· συνεκδ. το στενόμακρο χαλί που τον καλύπτει: μακρύς/σκοτεινός/φαρδύς ~. Δαιδαλώδεις ~οι. Ο κεντρικός ~ του κτιρίου. Ο ~ του θεάτρου. Συζητήσεις στους ~όμους της Βουλής/του υπουργείου (: με ανεπίσημο και εμπιστευτικό χαρακτήρα). Ο ~ οδηγεί στα υπνοδωμάτια. Πβ. οφίς. Βλ. -δρομος, χολ.|| (για θέση στο αεροπλάνο:) ~ο ή παράθυρο;|| Έστρωσαν καινούργιο ~ο. 2. πίστα προσγείωσης και απογείωσης αεροσκαφών. Βλ. αερο~. 3. (κατ' επέκτ.) μακρόστενη κατασκευή που κατευθύνει και περιορίζει την πορεία κινούμενου συνήθ. εξαρτήματος: ~ καλωδίων. Ο ~ του κουρτινόξυλου. Ράφια με ~όμους. Πβ. σιδηρόδρομος. 4. (μτφ.) στενή γεωγραφική έκταση που διευκολύνει την επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ κρατών ή αποτελεί διέξοδο μιας περιοχής σε μια άλλη: εμπορικός/ενεργειακός/θαλάσσιος ~. Οδικός ~ διασύνδεσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις βαλκανικές χώρες. 5. ΑΘΛ. (κυρ. στον στίβο) μία από τις παράλληλες ζώνες όπου κινούνται οι αθλητές ή οι κολυμβητές. Πβ. διαδρομή, κουλουάρ. 6. ΠΛΗΡΟΦ. σύνολο αγωγών μέσω των οποίων γίνεται η διακίνηση της πληροφορίας μεταξύ του επεξεργαστή και των περιφερειακών του μονάδων: ~ δεδομένων και μονάδα ελέγχου. ● ΣΥΜΠΛ.: ανθρωπιστικός διάδρομος: συγκεκριμένη διαδρομή σε εμπόλεμη ζώνη που έχει συμφωνηθεί από τα αντιμαχόμενα μέρη για τη διαφυγή του άμαχου πληθυσμού και για τη μεταφορά από ανθρωπιστικές οργανώσεις τροφίμων και φαρμάκων. [< αγγλ. humanitarian corridor] , κυλιόμενος διάδρομος 1. κινούμενος ιμάντας μεταφοράς: ~ ~ αεροδρομίου. ~οι ~οι και σκάλες. 2. ΓΥΜΝ. & διάδρομος: όργανο γυμναστικής με ρυθμιζόμενη ταχύτητα για βάδισμα ή τρέξιμο. [< γαλλ. trottoir roulant, 1900] [< μτγν. διάδρομος ‘πέρασμα’, γαλλ. corridor 2,5: γαλλ. couloir 6: αγγλ. bus, 1930]

δίσκος

δίσκος δί-σκος ουσ. (αρσ.) 1. ΜΟΥΣ. κυκλικό, επίπεδο και με μικρές αυλακώσεις αντικείμενο από βινύλιο, το οποίο, περιστρεφόμενο σε πικάπ ή γραμμόφωνο, επιτρέπει την αναπαραγωγή των ήχων που έχουν εγγραφεί σε αυτό· κατ΄επέκτ. τα τραγούδια ή οι συνθέσεις που περιέχονται σε αυτό· καταχρ. μουσικό σιντί: συλλεκτικός ~. Ελληνικοί/λαϊκοί/ξένοι ~οι. ~οι 33/45/78 στροφών. Βλ. EP2, LP. Έβγαλε/κυκλοφόρησε/παρουσίασε τον νέο του/τον πρώτο του προσωπικό ~ο (: δισκογραφική δουλειά). Πβ. άλμπουμ. 2. σκεύος σερβιρίσματος, συνήθ. κυκλικό και επίπεδο: ασημένιος/ξύλινος ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Άγιος ~ (= δισκάριο). Η περιφορά του ~ου. 3. ΠΛΗΡΟΦ. στρογγυλό, επίπεδο, μεταλλικό ή πλαστικό μέσο αποθήκευσης δεδομένων: μαγνητικός ~ (: επιστρωμένος με μαγνητικό υλικό για την εγγραφή των πληροφοριών). Ψηφιακός (ευέλικτος/πολυμορφικός) ~ (: στον οποίο η πληροφορία είναι εγγεγραμμένη σε ψηφιακή μορφή· βλ. ντιβιντί, σιντί). Μνήμη/μονάδα ~ου. Αφαιρούμενοι ~οι. 4. ΑΘΛ. το όργανο της δισκοβολίας, το οποίο, στη σύγχρονη μορφή του, είναι μια στρογγυλή, ξύλινη ή πλαστική πλάκα με στεφάνη και κέντρο από μέταλλο· συνεκδ. η δισκοβολία: σφαίρα, ~, ακόντιο. Ρίψη ~ου. Έριξε/πέταξε τον ~ο στα 62 μ. και 37 εκ.|| ~ ανδρών/γυναικών. Χρυσό μετάλλιο στον ~ο. 5. (γενικότ.) αντικείμενο ή σχηματισμός στρογγυλής και σχετικά επίπεδης μορφής: (μεταλλικός) ~ κοπής σιδήρου. Πβ. τροχός.|| (ΑΘΛ.) Πήλινος ~ (: χρησιμοποιείται ως στόχος σε αγώνες σκοποβολής. Βλ. σκιτ).|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Ο ~ της Φαιστού.|| (ΜΗΧΑΝΟΛ.) Οι ~οι του αυτοκινήτου (= δισκόφρενα).|| (λογοτ.) Ο πύρινος/φωτεινός/χρυσός ~ του ήλιου (= ηλιακός ~). Ο ασημένιος ~ της σελήνης (= σεληνιακός ~).|| (ΒΙΟΛ.) Εμβρυϊκός ~ (: περιοχή του γονιμοποιημένου ωαρίου).|| ~οι ντεμακιγιάζ. ● Υποκ.: δισκάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: οπτικός δίσκος: ΠΛΗΡΟΦ. στρογγυλή επίπεδη πλάκα, με ειδική επικάλυψη, για την αποθήκευση ψηφιακού υλικού (κειμένου, μουσικής ή οπτικών εικόνων), το οποίο μπορεί να ανακληθεί με τη χρήση ακτίνων λέιζερ. Βλ. μπλου ρέι, ντιβιντί, σιντί. [< αγγλ. optical disk, 1977] , σκληρός δίσκος & (προφ.) σκληρός: ΠΛΗΡΟΦ. άκαμπτος μαγνητικός δίσκος τοποθετημένος μόνιμα στην κεντρική μονάδα ή φορητός, ο οποίος αποτελεί το κύριο αποθηκευτικό μέσο των Η/Υ: χωρητικότητα ~ού ~ου: ... γιγαμπάιτ. Ελεύθερος χώρος στον ~ό ~ο. Βλ. δισκέτα, φλασάκι. [< αγγλ. hard disk, 1978] , εύκαμπτος δίσκος βλ. εύκαμπτος, ιπτάμενος δίσκος βλ. ιπτάμενος, μεσοσπονδύλιος δίσκος βλ. μεσοσπονδύλιος, πλατινένιος δίσκος βλ. πλατινένιος, πλευστός δίσκος βλ. πλευστός, χρυσός δίσκος βλ. χρυσός ● ΦΡ.: περιφέρει/βγάζει δίσκο/τον δίσκο της επαιτείας (ειρων.): για κάποιον που ζητά χρήματα, οικονομική βοήθεια. [< 1: γαλλ. disque, περ. 1900, 2,5: μτγν. δίσκος 3: αγγλ. disc, 1947, 4: αρχ. δίσκος]

διώχνω

διώχνω διώ-χνω ρ. (μτβ.) {έδιω-ξα, διώ-ξει, διώ-χτηκε (λόγ.) -χθηκε, -γμένος, διώχν-οντας} 1. υποχρεώνω κάποιον να φύγει από έναν τόπο ή χώρο: Τον ~ξα για να μείνω μόνος μου (= τον ξαπόστειλα, ξεφορτώθηκα). Τον ~ξε κακήν κακώς/με τις κλοτσιές (= τον πέταξε έξω). Αναγκάστηκαν να ~ξουν τον κόσμο, επειδή δεν υπήρχαν άλλα εισιτήρια (: του είπαν να φύγει). Βλ. απο~.|| (μτφ.) Η ακρίβεια ~ει τους καταναλωτές από την αγορά (= αποθαρρύνει).|| ~ξαν τους εισβολείς/τους εχθρούς (= τους απέκρουσαν/απώθησαν). ~γμένοι (βίαια) από τη γη/τις εστίες τους (= εκδιωγ-, εκπατρισ-, εκτοπισ-μένοι). 2. {συνήθ. στο γ' πρόσ.} παύω κάποιον από τη θέση που κατέχει· τον απολύω: Τον ~ξαν απ' τη δουλειά. Πβ. αποπέμπω. 3. απομακρύνω κάποιον ή κάτι: Τον ~ξε από κοντά της (: διέκοψε κάθε σχέση μαζί του).|| (ΑΘΛ.) ~ξε την μπάλα/το σουτ σε κόρνερ (= απέκρουσε).|| (μτφ.) Απορρυπαντικό που ~ει (= εξαφανίζει) τους λεκέδες. Η άσκηση ~ει το άγχος και το στρες. Διώξε (μακριά) τις ενοχλητικές σκέψεις/τη λύπη. ● ΦΡ.: τον διώχνεις απ' την πόρτα (και) μπαίνει απ' το παράθυρο (μτφ.-προφ.): όταν δεν μπορούμε να απαλλαγούμε από κάποιον. [< γαλλ. chassez-le par la porte, il rentrera par la fenêtre ] , ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα βλ. άγριος [< μεσν. διώχνω]

έγκυρος

έγκυρος, η, ο [ἔγκυρος] έ-γκυ-ρος επίθ. (λόγ.) 1. που έχει νομική ή άλλη ισχύ, είναι αποδεκτός, σύμφωνος με τους κανονισμούς: ~ος: γάμος/διαγωνισμός/κωδικός/φορέας (πβ. αρμόδιος). ~η: άδεια/απόδειξη/βεβαίωση/ημερομηνία/(πιστωτική) κάρτα/σύμβαση. ~ο: άλμα/διαβατήριο/έγγραφο/εισιτήριο/πιστοποιητικό/ψηφοδέλτιο. ~ες: μέθοδοι. ~α: (στατιστικά) στοιχεία (= ακριβή). ΑΝΤ. άκυρος (1) 2. αξιόπιστος και με κύρος: ~ος: αναλυτής. ~η: άποψη/έρευνα/εφημερίδα/μαρτυρία/μετάφραση. ~ο: δελτίο ειδήσεων/λεξικό/περιοδικό/σάιτ. ~οι: νομικοί/παρατηρητές. ~ες: εκδόσεις/εκτιμήσεις/πηγές/πληροφορίες. ~α: δεδομένα/τεστ. ~η και έγκαιρη ενημέρωση. Πβ. έγκριτος, επίσημος. ΑΝΤ. αναξιόπιστος ● ΣΥΜΠΛ.: έγκυροι κύκλοι: ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ. καλά πληροφορημένες πηγές. [< μεσν. έγκυρος, γαλλ. valable, valide]

εισπνοή

εισπνοή [εἰσπνοή] εισ-πνο-ή ουσ. (θηλ.): η πράξη που εκτελεί όποιος εισπνέει και το αποτέλεσμά της: ήρεμη/παθητική ~. ~-εκπνοή. Λήψη κορτιζονούχων φαρμάκων με ~. Πάρτε μια βαθιά ~! Πβ. αναπνοή. ΑΝΤ. εκπνοή (1) [< αρχ. εἰσπνοή]

έκκεντρος

έκκεντρος, η, ο [ἔκκεντρος] έκ-κε-ντρος επίθ. (λόγ.): που δεν συμπίπτει με το κέντρο κύκλου ή περιστρεφόμενου άξονα: ~η: κίνηση/τροχιά. ~ο: τριβείο. ● ΣΥΜΠΛ.: έκκεντροι κύκλοι: ΓΕΩΜ. δύο μη ομόκεντροι κύκλοι, από τους οποίους ο ένας περιέχεται μέσα στον άλλο. [< μτγν. ἔκκεντρος]

εκπαραθυρώνω

εκπαραθυρώνω [ἐκπαραθυρώνω] εκ-πα-ρα-θυ-ρώ-νω ρ. (μτβ.) {εκπαραθύρω-σε, εκπαραθυρώ-θηκε, εκπαραθυρών-οντας} (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.-επιτατ.) διώχνω, παύω κάποιον από τη θέση του με άσχημο τρόπο: ~θηκαν υπουργοί. ΣΥΝ. αποπέμπω, εκδιώκω, καρατομώ.|| Μοντέρνες ιδέες ~ουν τις παλιές. Πβ. αποκαθηλώνω. 2. (σπάν.) πετώ κάποιον από το παράθυρο. [< γαλλ. défenestrer]

εξάμηνο

εξάμηνο [ἑξάμηνο] ε-ξά-μη-νο ουσ. (ουδ.) {εξαμήν-ου | -ων}: χρονική περίοδος που έχει διάρκεια έξι μηνών ή αντιστοιχεί στο μισό ακαδημαϊκό έτος: πρακτική εξάσκηση για ένα ~.|| Το δεύτερο ~ σπουδών/φοίτησης. Εργασίες ~ου. Πρόγραμμα διδασκαλίας/εξετάσεων/μαθημάτων τρέχοντος ~ου. ● ΣΥΜΠΛ.: εαρινό εξάμηνο βλ. εαρινός, χειμερινό εξάμηνο βλ. χειμερινός [< αρχ. ἑξάμηνος]

επικός

επικός, ή, ό [ἐπικός] ε-πι-κός επίθ. 1. ΦΙΛΟΛ. που έχει σχέση με το αρχαίο έπος: ~ός: ήρωας. ~ή: γλώσσα/παράδοση/ποίηση. ~οί: στίχοι. ~ά, λυρικά και δραματικά στοιχεία. 2. (μτφ.) που παραπέμπει σε έπος, έχει μεγαλοπρέπεια, λαμπρότητα ή χαρακτηρίζεται από μεγαλείο, ηρωισμό: ~ή: μουσική/παραγωγή/ταινία. ~ές: μάχες/συγκρούσεις. Συγκλονιστικό μυθιστόρημα ~ών διαστάσεων.|| ~ός: αγώνας. ή: αναμέτρηση/νίκη. ~ό: πάρτι (= εντυπωσιακό, καταπληκτικό). || ~ή: απάντηση (: που έγραψε ιστορία, ιστορική, καταπληκτική). ~ή: αποτυχία/γκάφα (: πολύ μεγάλη) . Πβ. ηρω-, θρυλ-, μυθ-ικός, μεγαλειώδης. ● ΣΥΜΠΛ.: επικά μέρη: ΦΙΛΟΛ. (στην τραγωδία) ο πρόλογος, τα επεισόδια και η έξοδος. Βλ. λυρικά μέρη., επικός κύκλος: ΦΙΛΟΛ. σύνολο επικών ποιημάτων (περ. 800-500 π.Χ.) που δεν ανήκουν στον Όμηρο ή τον Ησίοδο. [< 1: μτγν. ἐπικός 1, 2: γαλλ. épique, αγγλ. epic, epical]

εργασία

εργασία [ἐργασία] ερ-γα-σί-α ουσ. (θηλ.) {εργασιών} 1. αμειβόμενη παραγωγή αγαθών και προσφορά υπηρεσιών για την κάλυψη ατομικών και συλλογικών αναγκών· ειδικότ. επαγγελματική θέση: αναγκαστική/ανασφάλιστη/ανειδίκευτη/ανεξάρτητη/ανθυγιεινή/βιοποριστική/δεύτερη/ελεύθερη/ενοικιαζόμενη/εξαρτημένη/εξειδικευμένη/επισφαλής/εποχιακή/ευκαιριακή/καθιστική/καλοπληρωμένη/κανονική (βλ. υπερωρία)/μισθωτή/νυχτερινή/προσωρινή/υποχρεωτική/φτηνή ~. Αγγελίες/αίτηση/αμοιβή (= αποδοχές, μισθός)/ευέλικτες ρυθμίσεις/ευκαιρίες/εύρεση/ζήτηση/παραγωγικότητα/περιβάλλον/προσφορά/συμβόλαιο/συνθήκες ~ας. ~ και ασφάλιση/καριέρα/στρες. ~ μερικής (πβ. παρτ-τάιμ)/πλήρους (πβ. φουλ-τάιμ) απασχόλησης. Κατ' οίκον ~/~ από το/στο σπίτι (πβ. τηλ~). Συνεχής ~ ή κατά/με βάρδιες. ~ με το κομμάτι. Ώρες ~ας (= ωράριο). Προκήρυξη θέσεων ~ας. Ρούχα ~ας. Σύσταση ομάδας ~ας (πβ. ομάδα δράσης). Με προσωπική ~. Βρίσκω/ζητώ/ψάχνω ~ (= δουλειά). Μένω χωρίς ~ (πβ. άνεργος). Ο κόσμος της ~ας (= οι εργαζόμενοι).|| (συνεκδ.) Ασφάλεια και υγεία στην ~ (ενν. στον χώρο ~ας, π.χ. γραφείο, εργοστάσιο). Κοινωνιολογία/ψυχολογία της ~ας.|| (ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ.) Άδεια/κάρτα ~ας. Δικαίωμα στην ~. Πβ. επάγγελμα, επιτήδευμα. Βλ. ναυτ~, προ~, ρεπό, συν~, υπερ~. || Υπουργείο ~ας και Κοινωνικών Υποθέσεων. 2. κάθε σωματική ή/και πνευματική δραστηριότητα για την εκτέλεση ενός έργου: άμισθη/δημιουργική/εθελοντική/πνευματική/χειρωνακτική ~. Επιτροπή ~ας. Αναλαμβάνω μια ~ (πβ. υποχρέωση). Του ανατέθηκε ως ~ (= αποστολή) να ... Πβ. ασχολία, ενασχόληση.|| (σπάν.) Η ~ του μαρμάρου/του ξύλου (= κατ~). 3. (ειδικότ.) μελέτη, πραγματεία, πνευματική ή καλλιτεχνική δημιουργία: γραπτή/επιστημονική/ερευνητική/μεταπτυχιακή/περιβαλλοντική/πρωτότυπη/σχολική ~. Αναρτημένες (πβ. πόστερ)/ατομικές/ομαδικές ~ες. Αξιολόγηση/δακτυλογράφηση/δημοσίευση/δομή/εκπόνηση/παρουσίαση/περίληψη ~ας. Ασκήσεις-~ες εξαμήνου/μαθητών/φοιτητών. Ανάθεση/βράβευση/υποβολή ~ών. Βλ. διατριβή.εργασίες (οι) 1. σύνολο δραστηριοτήτων που απαιτούν σωματικό ή και πνευματικό μόχθο και συνοδεύονται από συγκεκριμένα μέσα για την παραγωγή ενός έργου: αγροτικές/αρχαιολογικές/ξυλουργικές/οικιακές/οικοδομικές/προγραμματισμένες/προπαρασκευαστικές/τεχνικές/χωματουργικές ~. ~ αναβάθμισης/αποκατάστασης βλάβης/διάνοιξης σήραγγας/καθαρισμού/συντήρησης (αρχαιοτήτων). ~ μεγάλης/μικρής κλίμακας. ~ σε εξέλιξη. Αναστολή/έκθεση προόδου/εκτέλεση/έναρξη/καθυστέρηση/κατανομή/κοστολόγηση/λήξη/ολοκλήρωση/πλάνο/πορεία/πρόγραμμα ~ών. Διακοπή της κυκλοφορίας/προβλήματα υδροδότησης λόγω ~ών. Οι ~ μιας επιχείρησης (= η ακτίνα δράσης της). 2. συζητήσεις, διαπραγματεύσεις, θέματα που διευθετούνται από αρμόδιο όργανο: Άρχισαν/συνεχίζονται/ολοκληρώθηκαν οι ~ της ημερίδας/της ολομέλειας/του συνεδρίου/της συνέλευσης/της συνόδου. ● Υποκ.: εργασιούλα (η) (οικ.): κυρ. στη σημ. 3. ● ΣΥΜΠΛ.: εργασία υπαίθρου: πρακτική εργασία που διεξάγεται από ερευνητή στην ύπαιθρο· συλλογή δεδομένων από εξωτερικές πηγές, μακριά από εργαστήρια, πανεπιστήμια, σχολεία: ~ ~ για μελέτη του εδάφους. , κυκλική εργασία: μοντέλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που βασίζεται στη συνεχή κατάρτιση των ανέργων, ώστε να αντικαθιστούν εργαζομένους σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όταν οι τελευταίοι απουσιάζουν από τη δουλειά τους με γονική, εκπαιδευτική ή άλλη άδεια. Βλ. διά βίου εκπαίδευση. [< αγγλ. job rotation, 1963] , μαύρη εργασία: αδήλωτη στην εφορία, ανασφάλιστη: ~ ~ αλλοδαπών/μεταναστών. Βλ. παραοικονομία, φοροδιαφυγή., μονάδα εργασίας: το μικρότερο μετρήσιμο τμήμα της παραγωγής: αμοιβή/κόστος κατά ~ ~., παιδική εργασία: ΝΟΜ. απασχόληση παιδιών που δεν έχουν συμπληρώσει το νομικά καθορισμένο κατώτερο όριο ηλικίας για εργασία: ~ ~ και ανθρώπινα δικαιώματα. Παγκόσμια Ημέρα κατά της ~ής ~ας (: 12η Ιουνίου). Βλ. παιδιά των φαναριών. [< αγγλ. child labor, 1817] , αγορά εργασίας βλ. αγορά, απαλλακτική εργασία/πρόοδος βλ. απαλλακτικός, γεύμα εργασίας βλ. γεύμα, διπλωματική εργασία βλ. διπλωματικός, Εθνικός Οργανισμός Εργασίας βλ. οργανισμός, εξωτερικές εργασίες βλ. εξωτερικός, Επιθεώρηση Εργασίας/Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας βλ. επιθεώρηση, επίσχεση εργασίας βλ. επίσχεση, επιφάνεια εργασίας βλ. επιφάνεια, ιατρική της εργασίας βλ. ιατρική, καταμερισμός (της) εργασίας βλ. καταμερισμός, καταναγκαστικά έργα βλ. καταναγκαστικός, κοινωνική εργασία βλ. κοινωνικός, κύκλος εργασιών βλ. κύκλος, κυψέλη εργασίας βλ. κυψέλη, ομάδα εργασίας βλ. ομάδα, πάγκος εργασίας βλ. πάγκος, πραγματικός χρόνος εργασίας βλ. πραγματικός, πτυχιακή εργασία βλ. πτυχιακός, σταθμός εργασίας βλ. σταθμός, στάση εργασίας βλ. στάση, σύμβαση (εργασίας) βλ. σύμβαση, συνάντηση εργασίας βλ. συνάντηση, υπόθεση εργασίας βλ. υπόθεση, φόρτος εργασίας βλ. φόρτος, φύλλο εργασίας βλ. φύλλο ● ΦΡ.: εργασία για το σπίτι: ερώτηση ή άσκηση που πρέπει να απαντηθεί ή να επιλυθεί αντίστοιχα από τους μαθητές στο σπίτι τους., εργασία και χαρά!: για να δηλωθεί ευχαρίστηση κατά την εκτέλεση μιας εργασίας. [< αρχ. ἐργασία, γαλλ. travail, αγγλ. work]

ζέσταμα

ζέσταμα ζέ-στα-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΓΥΜΝ. εκτέλεση γυμναστικών ασκήσεων με σκοπό την προετοιμασία του σώματος για αθλητική δραστηριότητα· προθέρμανση: ~ των μυών/με χαλαρό τρέξιμο. Πριν βγούν στη σκηνή, οι χορευτές έκαναν ~. Οι παίκτες βγήκαν για ~. Βλ. αναθέρμανση, ξανα~. ΑΝΤ. αποθεραπεία, χαλάρωμα.|| (ειδικότ. για τραγουδιστή:) ~ φωνής. 2. αύξηση της θερμοκρασίας (υγρού ή στερεού): ~ του νερού/φαγητού. ~ του κινητήρα/της μηχανής. Πβ. θέρμανση. ΑΝΤ. κρύωμα (2) ● ΦΡ.: κάηκε στο ζέσταμα (μτφ.-προφ.): για αθλητή που προθερμαίνεται για πολλή ώρα, χωρίς συνήθ. να χρησιμοποιείται στο παιχνίδι.

ζωδιακός

ζωδιακός, ή, ό ζω-δι-α-κός επίθ.: ΑΣΤΡΟΛ. που σχετίζεται με τα ζώδια: ~ός: αστερισμός/χάρτης. ~ή: πρόβλεψη. ~ό: έτος/ημερολόγιο/σύμβολο. Πίνακας ~ών θέσεων.|| (στο αρσ. ως ουσ.) Τα δώδεκα ζώδια του ~ού (ενν. κύκλου). ● ΣΥΜΠΛ.: ζωδιακό φως: ΑΣΤΡΟΝ. αμυδρό φως γύρω από τη ζωδιακή ζώνη, το οποίο προκαλείται από τη διάχυση του ηλιακού φωτός και είναι ορατό πριν από την ανατολή και μετά τη δύση του ήλιου., ζωδιακός (κύκλος)/ζωδιακή ζώνη: ΑΣΤΡΟΝ.-ΑΣΤΡΟΛ. νοητή ζώνη της ουράνιας σφαίρας μέσα στην οποία τοποθετείται η κίνηση του Ήλιου· υποδιαιρείται σε δώδεκα ίσα μέρη, τα οποία παίρνουν το όνομά τους από τους βασικούς αστερισμούς (ζώδια). [< αρχ. ζῳδιακός, γαλλ. zodiaque, αγγλ. zodiac]

ηλιακός

ηλιακός, ή, ό [ἡλιακός] η-λι-α-κός επίθ. 1. ΑΣΤΡΟΝ. που σχετίζεται με τον Ήλιο: ~ός: δίσκος/πυρήνας. ~ή: ακτινοβολία/ατμόσφαιρα (βλ. φωτό-, χρωμό-σφαιρα)/δραστηριότητα/θερμότητα/καταιγίδα/μάζα/περιστροφή/τροχιά/Φυσική. ~ό: κάτοπτρο/τηλεσκόπιο/φως. ~ές: ακτίνες. Βλ. εξω~.|| (ΘΡΗΣΚ.) ~ή: θεότητα/λατρεία. ~ό: σύμβολο. 2. ΤΕΧΝΟΛ. που αξιοποιεί την ενέργεια του ήλιου: ~ός: (ενεργειακός) σταθμός. ~ή: γεννήτρια/μονάδα. Βλ. φωτοβολταϊκός.|| (ΟΙΚΟΛ.) ~ός: φούρνος. ~ή: θέρμανση/μπαταρία/τεχνολογία. ~ό: αυτοκίνητο (βλ. ηλεκτρικό αυτοκίνητο)/σπίτι. 3. που αναφέρεται στην υπεριώδη ακτινοβολία του ήλιου ή προκαλείται από αυτή: ~ή: έκθεση.|| ~ό: ερύθημα. ~ά: εγκαύματα. Βλ. αντ~. ● επίρρ.: ηλιακά ● ΣΥΜΠΛ.: ηλιακές εκλάμψεις/εκρήξεις: ΑΣΤΡΟΝ. ισχυρές εκρήξεις στο στέμμα και τη χρωμόσφαιρα του Ήλιου, οι οποίες εμφανίζονται κυρ. γύρω από ηλιακές κηλίδες και προκαλούν την απελευθέρωση μαγνητικής ενέργειας. [< αγγλ. solar flares, 1938, solar eruptions, 1937] , ηλιακή ενέργεια: ΦΥΣ. που προέρχεται από τη σύντηξη πυρήνων υδρογόνου στον Ήλιο. Βλ. ανανεώσιμες/εναλλακτικές πηγές/μορφές ενέργειας., ηλιακή κυψέλη & ηλιακό κύτταρο/στοιχείο: ΗΛΕΚΤΡΟΝ. φωτοβολταϊκό στοιχείο. [< αγγλ. solar cell, 1955] , ηλιακή σταθερά: ΜΕΤΕΩΡ. η ποσότητα της ηλιακής ενέργειας στο εξωτερικό όριο της ατμόσφαιρας, όταν η Γη βρίσκεται στη μέση απόστασή της από τον Ήλιο, την οποία δέχεται επιφάνεια ενός τετραγωνικού εκατοστού, όπου πέφτουν κάθετα οι ακτίνες του Ήλιου. [< γαλλ. constante solaire] , ηλιακό πάρκο: ΟΙΚΟΛ. μεγάλη έκταση με εγκαταστάσεις, ηλιακές κυψέλες-φωτοβολταϊκά κύτταρα, για την παραγωγή ρεύματος από την ηλιακή ενέργεια. [< αγγλ. solar park] , ηλιακό στέμμα & ηλιακή κορόνα: ΑΣΤΡΟΝ. λευκή άλως, πολύ θερμή και αραιή, η οποία αποτελεί την εξωτερική ατμόσφαιρα του Ήλιου. [< γαλλ. couronne solaire] , ηλιακό σύστημα ΑΣΤΡΟΝ. 1. (συνήθ. με κεφαλ. τα αρχικά Η, Σ) που αποτελείται από τον Ήλιο, τους οκτώ πλανήτες που περιστρέφονται σε ελλειπτικές τροχιές γύρω από αυτόν, τους δορυφόρους τους, καθώς και από αστεροειδείς, κομήτες και μετεωρίτες: το ~/πλανητικό μας ~. Βλ. γαλαξίας. 2. κάθε παρόμοιο αστρικό σύστημα, που περιφέρεται γύρω από έναν ή περισσότερους ήλιους. [< γαλλ. système solaire] , ηλιακό χωριό: ΟΙΚΟΛ. οικιστικό συγκρότημα κατοικιών που χρησιμοποιούν παθητικά και ενεργητικά ηλιακά συστήματα., ηλιακός θερμοσίφωνας & (προφ.) ηλιακός: ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα θέρμανσης νερού, το οποίο αποτελείται από επίπεδο ηλιακό συλλέκτη, συνδεδεμένο με δεξαμενή αποθήκευσης νερού: ~ ~ ανοιχτού/κλειστού κυκλώματος. Τοποθέτηση ~ού ~α στην ταράτσα. Πβ. ηλιακός θερμοσυσσωρευτής. Βλ. ηλεκτρικός θερμοσίφωνας., ηλιακός κύκλος : ΑΣΤΡΟΝ. η περιοδικά εμφανιζόμενη ηλιακή δραστηριότητα, η οποία διαρκεί περ. έντεκα χρόνια., ηλιακός χρόνος: ΑΣΤΡΟΝ. τοπική ώρα που βασίζεται στην ηλιακή ημέρα: αληθής/μέσος ~ ~. Βλ. αστρικός χρόνος. [< αγγλ. solar time] , έκλειψη Ηλίου βλ. έκλειψη, ενεργητικά/θερμικά ηλιακά συστήματα βλ. ενεργητικός, ηλιακές κηλίδες βλ. κηλίδα, ηλιακές προεξοχές βλ. προεξοχή, ηλιακή ημέρα βλ. ημέρα, ηλιακό ημερολόγιο βλ. ημερολόγιο, ηλιακό ιστίο βλ. ιστίο, ηλιακό ρολόι βλ. ρολόι, ηλιακό/τροπικό έτος βλ. έτος, ηλιακός άνεμος βλ. άνεμος, ηλιακός κλιματισμός βλ. κλιματισμός, ηλιακός συλλέκτης βλ. συλλέκτης, παθητικά ηλιακά συστήματα βλ. παθητικός [< μτγν. ἡλιακός, αγγλ. solar, γαλλ. solaire]

ημικύκλιο

ημικύκλιο [ἡμικύκλιο] η-μι-κύ-κλι-ο ουσ. (ουδ.) {ημικυκλί-ου} 1. οτιδήποτε έχει ημικυκλικό σχήμα: το ~ του αρχαίου θεάτρου/του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου (: η αίθουσα συνεδριάσεων)/της μεγάλης περιοχής (: σε γήπεδο ποδοσφαίρου). 2. ΓΕΩΜ. καθένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζεται ο κύκλος από μια διάμετρό του: ακτίνα/εφαπτομένη/κέντρο ~ου. Πβ. ημιπεριφέρεια. Βλ. τεταρτημόριο. [< αρχ. ἡμικύκλιον, γαλλ. hémicycle]

θερμοδυναμικός

θερμοδυναμικός, ή, ό θερ-μο-δυ-να-μι-κός επίθ.: ΦΥΣ. που είναι σχετικός με τη θερμοδυναμική: ~ός: βαθμός (απόδοσης)/νόμος. ~ή: ανάλυση/θερμοκρασία/θεωρία. ~ό: αξίωμα/μοντέλο. ~ές: εξισώσεις/μεταβολές. ~ά μεγέθη και ιδιότητες υλικών.|| ~ή στατιστική/φυσική. ● ΣΥΜΠΛ.: θερμοδυναμική ισορροπία: κατάσταση κατά την οποία οι θερμικές, μηχανικές, χημικές ιδιότητες θερμοδυναμικού συστήματος παραμένουν αμετάβλητες., θερμοδυναμικό σύστημα: σύνολο σωματιδίων που ανταλλάσσουν ενέργεια με το περιβάλλον και μεταξύ τους σε μορφή θερμότητας ή έργου., θερμοδυναμικός κύκλος: ΜΗΧΑΝΟΛ. το σύνολο των διαδοχικών θερμοδυναμικών διαδικασιών σε μηχανή εσωτερικής καύσης. [< γαλλ. thermodynamique, αγγλ. thermodynamic]

θηβαϊκός

θηβαϊκός, ή, ό θη-βα-ϊ-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη Θήβα ή/και τους Θηβαίους. ● ΣΥΜΠΛ.: θηβαϊκός κύκλος: ΑΡΧ. η ιστορία της μυθικής οικογένειας των Λαβδακιδών και τα θεατρικά έργα που αναφέρονται σε αυτήν. [< αρχ. Θηβαϊκός]

κακοποίηση

κακοποίηση κα-κο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) 1. βιαιοπραγία: σωματική ή φυσική/συναισθηματική/ψυχολογική ~. ~ αιχμαλώτων/γυναικών/διαδηλωτών/κρατουμένων/μεταναστών. ~ ζώων. Θύμα/σημάδια ~ης. Υφίσταται ~. Πβ. βασανισμός, ξυλοδαρμός.|| (κατ' επέκτ.) ~ του περιβάλλοντος. Πβ. κακομεταχείριση. 2. (μτφ.) αλλοίωση, διαστρέβλωση, παραποίηση: βάναυση ~ της αλήθειας. Βλ. -ποίηση. ● ΣΥΜΠΛ.: παιδική κακοποίηση & κακοποίηση παιδιών: κάθε μορφή βίας που ασκείται σε παιδί. Πβ. παιδική βία. Βλ. παιδεραστία, παιδοφιλία. [< αγγλ. child abuse, 1972] , σεξουαλική κακοποίηση: εξαναγκασμός κάποιου σε οποιαδήποτε σεξουαλική πράξη: ~ ~ ανηλίκων/ατόμων με ειδικές ανάγκες. ~ ~ και εκμετάλλευση. Καταγγελία για ~ ~. Πβ. ασέλγεια, βιασμός, σεξουαλική βία. [< αγγλ. sexual abuse, sexual assault, 1971] [< μτγν. κακοποίησις ‘κακή πράξη’]

κατακόρυφος

κατακόρυφος, η/ος, ο κα-τα-κό-ρυ-φος επίθ. 1. ΦΥΣ.-ΜΑΘ. που σχηματίζει ορθή γωνία με οριζόντιο επίπεδο και έχει κατεύθυνση από πάνω προς τα κάτω: ~ος: αγωγός/άξονας/προσανατολισμός/σωλήνας/τοίχος. ~η: απόσταση/βολή/γωνία/διάταξη/διεύθυνση/δύναμη/επιφάνεια/μετατόπιση/πίεση/προβολή/ροή/στήλη. ~ο: ρήγμα. Ισορροπία σε ~η θέση. Πβ. κάθετος. ΑΝΤ. οριζόντιος (1) 2. (μτφ.) για κάτι που εκδηλώνεται ξαφνικά και σε πολύ μεγάλο βαθμό: ~η: άνοδος (των τιμών)/κάμψη/μεταβολή/πτώση (των πωλήσεων). Πβ. δραματ-, ριζ-ικός. ΣΥΝ. κάθετος (2) ● Ουσ.: κατακόρυφο (το): ΑΣΤΡΟΝ. το ύψιστο σημείο της ουράνιας σφαίρας, στο οποίο αυτή τέμνεται από την κατακόρυφο του τόπου., κατακόρυφος & (σπάν.) κατακόρυφη (η) 1. ΓΕΩΜ. ενν. γραμμή: διανυσµατική διαφορά της ~ου και της καθέτου. Σώματα που βρίσκονται στην ίδια ~ο. 2. ΓΥΜΝ. (ενν. στάση του σώματος) άσκηση κατά την οποία ο αθλούμενος, στηριζόμενος στα χέρια, σηκώνει τα πόδια τεντωμένα προς τα πάνω. 3. ΑΣΤΡΟΝ. κάθετη προς τον ορίζοντα νοητή γραμμή της ουράνιας σφαίρας, η οποία διέρχεται από το ζενίθ και το ναδίρ. ● επίρρ.: κατακόρυφα ● ΣΥΜΠΛ.: κατακόρυφος κύκλος: ΑΣΤΡΟΝ. η κατακόρυφος. ● ΦΡ.: στο κατακόρυφο (μτφ.): στο ύψιστο σημείο, στο αποκορύφωμα: Η αγωνία βρίσκεται/ήταν/έφθασε ~ ~. Πβ. απόγειο, ζενίθ. [< γαλλ. vertical]

κλίκα

κλίκα κλί-κα ουσ. (θηλ.): κλειστή ομάδα ατόμων, συνήθ. με δύναμη και επιρροή, η οποία αποβλέπει στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, συχνά με αθέμιτα μέσα: επαγγελματική/κομματική ~. Κυκλώματα/παρέες και ~ες. Ανήκει σε ~. Αποτελούν/έχουν κάνει ~. Πβ. φατρία. Βλ. κάστα, κατεστημένο, λόμπι. [< γαλλ. clique]

κόλαση

κόλαση κό-λα-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΘΡΗΣΚ. τόπος αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών μετά τον θάνατό τους: ~ και παράδεισος. Τα βασανιστήρια/οι δαίμονες/οι δυνάμεις/τα καζάνια/οι φλόγες/οι φωτιές της ~ης. Θα πας στην ~. Ο Διάβολος και η ~. Βλ. Άδης, Τάρταρα. ΑΝΤ. παράδεισος (2) 2. (μτφ.-επιτατ.) συνθήκες ή χώρος όπου επικρατεί μεγάλη δυστυχία, ταλαιπωρία, καταστροφή: πύρινη ~ (= μεγάλη πυρκαγιά). Ημέρα/νύχτα ~ης (εξαιτίας του καύσωνα). Η ~ των ναρκωτικών/του πολέμου/των φυλακών. Η ζωή τους είναι/έχει γίνει πραγματική ~ (: ανυπόφορη). Ζει την προσωπική του ~ (πβ. δράμα). Σε ~ μετατράπηκαν οι διακοπές μας. Πενήντα σπίτια αποτεφρώθηκαν, σωστή ~!|| (ως παραθετικό σύνθ.) Γήπεδο-~ (: όπου επικρατεί μεγάλη αναταραχή, πανικός). 3. (αργκό) για κάτι πολύ ωραίο, στο οποίο δεν μπορεί να αντισταθεί κανείς: βλέμμα/γλυκό σκέτη ~. ● ΣΥΜΠΛ.: κόλαση του Δάντη/δαντική κόλαση (μτφ.): φρικιαστική κατάσταση, μεγάλη καταστροφή: Σκηνές που θύμιζαν ~ ~ εκτυλίχθηκαν στη βομβαρδισμένη πρωτεύουσα., άρχοντας του σκότους βλ. άρχοντας, οι πύλες της κολάσεως/του Άδη βλ. πύλη ● ΦΡ.: από την κόλαση στον παράδεισο & από τον παράδεισο στην κόλαση: για τη ριζική μεταβολή μιας κατάστασης από το χειρότερο στο καλύτερο (ή αντιστρόφως): Η ομάδα βρέθηκε/γύρισε/επέστρεψε/πήγε ~ ~ με γκολ που σημείωσε στο τελευταίο λεπτό της παράτασης., έγινε κόλαση/της κολάσεως (αργκό): έγινε χαμός: ~ ~ στο χθεσινό ντέρμπι. ΣΥΝ. έγινε/γίνεται το έλα να δεις, εδώ είναι η κόλαση, εδώ και ο παράδεισος: ο άνθρωπος τιμωρείται ή ανταμείβεται αντίστοιχα για τις πράξεις του, όσο ζει στη Γη. ΣΥΝ. όλα εδώ πληρώνονται/εδώ πληρώνονται όλα, ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις: τα καταστροφικά αποτελέσματα μπορεί να προέρχονται από καλούς στόχους. [< γερμ. Der Weg zur Hölle ist mit guten Vorsätzen gepflastert] , όταν/τη μέρα που θα παγώσει η κόλαση (μτφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι ανέφικτο ή πάρα πολύ δύσκολο να συμβεί: Μόνο ~ ~ θα του ξαναμιλήσω. [< αγγλ. when/until hell freezes (over), 1919] , να/θα καείς στην κόλαση! βλ. καίω, του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή [< 1: αρχ. κόλασις 'τιμωρία']

κυλάω

κυλάω κυ-λά-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κυλ-άς, -άει κ. -ά, μτχ. ενεστ. -ώντας | κυλ-ούσα, κύλ-ησα, -ήσει, -ιέμαι, (λόγ. γ' πρόσ. -ίεται, μτχ. -ιόμενος), -ίστηκα, -ιστεί, -ισμένος, συνηθέστ. στο γ' πρόσ.} & κυλώ 1. {στο γ' πρόσ.} (μτφ., για χρονική περίοδο, γεγονός) περνά, εκτυλίσσεται, προχωρά: Ο καιρός/χρόνος ~άει αργά/γρήγορα. Όλα ~ούν κανονικά/ρολόι (= βαίνουν, πηγαίνουν). Η βραδιά ~ησε ευχάριστα/φυσιολογικά. Ήρεμα ~ησαν οι μέρες των εορτών. Ο αγώνας ~ησε ομαλά/χωρίς απρόοπτα. 2. κινούμαι προς τα εμπρός, συχνά περιστροφικά ή/και καθοδικά, πάνω σε μια επιφάνεια· κάνω κάτι να κινηθεί με αυτόν τον τρόπο: Η μπάλα ~ησε προς τα δίχτυα/στον δρόμο. Χώματα ~ησαν από την πλαγιά του λόφου. Τα τρένα ~ούν πάνω στις ράγες. (επιστ.) Σφαίρα ~ίεται, χωρίς να ολισθαίνει. Βλ. γλιστρώ.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Για να ~ήσετε (= μετακινήσετε) τη λίστα/το παράθυρο, σύρετε την μπάρα πάνω-κάτω. Πβ. ρολάρω. 3. {στο γ' πρόσ.} (για υγρά) ρέει: Ένιωσα τον ιδρώτα να ~άει στο μέτωπό μου. Το ποτάμι ~ούσε ορμητικά. Δάκρυα ~ησαν στο πρόσωπο του παιδιού. Στις φλέβες του ~άει ελληνικό αίμα.|| (μτφ.) Έξω η βροχή ~άει ποτάμι. 4. (μτφ.) εισέρχομαι σε μια αρνητική, δυσάρεστη κατάσταση: ~ησε πάλι (= ξανακύλησε) στα ναρκωτικά. Πβ. κατρακυλώ. Βλ. ξεπέφτω. ● Παθ.: κυλιέμαι 1. στριφογυρίζω ξαπλωμένος σε μια επιφάνεια, σέρνομαι: Τα πιτσιρίκια ~ιούνταν στο γρασίδι. ~ίστηκαν στο πάτωμα από τα γέλια. 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) επιδίδομαι σε κάτι: ~ίστηκε στην αμαρτία/στον βούρκο (της παρανομίας)/στη διαφθορά/στη λάσπη (: έζησε ανήθικα). ● ΦΡ.: πέτρα που (θέλει να) κυλά, (ποτέ) δεν χορταριάζει/λιθάρι που κυλάει, χόρτο δεν κρατάει (παροιμ.): η δράση αποτρέπει τη στασιμότητα, ευνοεί την ανανέωση., κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι βλ. τέντζερης, κύλησε/θα κυλήσει πολύ νερό στο/στ' αυλάκι βλ. αυλάκι, τσουλάει/προχωράει/κυλάει/πάει καλά βλ. τσουλώ ● βλ. κυλιόμενος [< μεσν. κυλώ < αρχ. κυλίω, γαλλ. rouler]

μπιπ

μπιπ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. σήμα ηχητικής ειδοποίησης, συνήθ. σε συσκευές: μονότονο/παρατεταμένο/σύντομο/χαμηλό ~. To ~ της κόρνας. Αφήστε το μήνυμά σας μετά το χαρακτηριστικό ~ (του τηλεφωνητή). Βλ. μπίπερ, τηλεειδοποίηση. 2. ΤΗΛΕΟΡ. ηχητική κάλυψη πληροφορίας ή υβριστικής έκφρασης: O δημοσιογράφος έβαλε ~ στα ονόματα των εμπλεκομένων. Βλ. μωσαϊκό. [< λ. ηχομιμητ., αγγλ. beep, 1943, γαλλ. bip, περ. 1950]

μπίπερ

μπίπερ μπί-περ ουσ. (ουδ.) {άκλ. | σπάν. πληθ. -ς} (παλαιότ.): ΤΕΧΝΟΛ. ασύρματη μικροσυσκευή τηλεειδοποίησης: (απ)ενεργοποίηση/σίγηση του ~. Κλήση/μήνυμα σε ~. Ειδοποιώ/εντοπίζω με ~. Βλ. συναγερμός. ΣΥΝ. βομβητής [< αμερικ. beeper, 1970]

μωσαϊκό

μωσαϊκό μω-σα-ϊ-κό ουσ. (ουδ.) 1. διακοσμητική στρώση επιφανειών από μικρά χρωματιστά τεμάχια ενωμένα μεταξύ τους (πέτρα, μάρμαρο, σμάλτο) και κονίαμα· συνεκδ. η αντίστοιχη τεχνική διακόσμησης και το σχέδιο που προκύπτει: ~ σε πάτωμα/τοίχο. ΣΥΝ. ψηφιδωτό 2. (μτφ.) ανομοιογενές μείγμα στοιχείων διαφορετικής προέλευσης: γλωσσικό/εθνικό/θρησκευτικό ~. ~ λαών/παραδόσεων/χρωμάτων.|| ~ εικόνων/φωτογραφιών (βλ. φωτο~). ΣΥΝ. αμάλγαμα (1), συμπίλημα (2), σύμφυρμα 3. ΖΑΧΑΡ. είδος γλυκού από μπισκότα κυρ., κακάο, ζάχαρη άχνη και βούτυρο, που διατηρείται στο ψυγείο: κορμός σοκολάτας-~. Πβ. ρολό, σαλάμι ψυγείου. 4. ΓΕΩΠ. ιογενής ασθένεια σε ορισμένες καλλιέργειες φυτών, που έχει ως αποτέλεσμα να μαραίνονται και να ξεραίνονται τα φύλλα: ~ της αγγουριάς/του καπνού. 5. ΒΙΟΛ. οργανισμός που αποτελείται από κύτταρα τουλάχιστον δύο διαφορετικών γενετικά τύπων. Πβ. χίμαιρα. || Υγρό ~ (: το μοντέλο με βάση το οποίο είναι κατασκευασμένες οι κυτταρικές μεμβράνες). 6. ΤΗΛΕΟΡ. φίλτρο παραμόρφωσης προσώπου ή εικόνας με ακατάλληλο περιεχόμενο (σκηνές βίας, υβριστικές εκφράσεις): βίντεο με ~. Η μάρτυρας ζήτησε να καλυφθεί το πρόσωπό της με ~ και να αλλοιωθεί η φωνή της. Βλ. μπιπ. 7. σύμπλεγμα επικαλυπτόμενων αεροφωτογραφιών που έχουν συναρμολογηθεί σαν χάρτης, έτσι ώστε να δίνουν ενιαία και συνεχόμενη εικόνα τμήματος της Γης. [< ιταλ. mosaico, γαλλ. mosaïque, αγγλ. mosaic 4: γαλλ. mosaique, 1922]

οικονομικός

οικονομικός, ή, ό [οἰκονομικός] οι-κο-νο-μι-κός επίθ. ΟΙΚΟΝ. 1. που αναφέρεται στην οικονομία ή τα οικονομικά: ~ός: απολογισμός/οργανισμός (πβ. τράπεζα)/πόλεμος/προϋπολογισμός/Τύπος/φορέας. ~ή: ανάλυση/ανάπτυξη/ανεξαρτησία/βοήθεια/διάρθρωση/διαφάνεια/διαχείριση/διπλωματία/δυσπραγία/εισφορά/ενημέρωση/εξαθλίωση/εξέλιξη/εξυγίανση/επιστήμη (= οικονομικά)/θεωρία/κρίση/μεταρρύθμιση/πρόοδος/σταθερότητα/συγκυρία/συμφωνία/σύνοδος/ύφεση. ~ό: άνοιγμα/ίδρυμα/κέρδος/κλίμα/κόστος/κραχ/μοντέλο/σκάνδαλο/φόρουμ. ~οί: δείκτες/πόροι. ~ές: δυσκολίες/κυρώσεις/παροχές/συναλλαγές/υπηρεσίες. ~ά: αποτελέσματα/εργαλεία/κίνητρα/συμφέροντα. Εξαμηνιαία/ετήσια ~ή έκθεση του Ομίλου ... ~ή ενίσχυση/στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Βρίσκεται σε ~ό αδιέξοδο λόγω χρεών. Περικοπές για ~ούς λόγους. Δημόσια ~ή Υπηρεσία (ακρ. ΔΟΥ). ~ό Επιμελητήριο Ελλάδας (ακρ. ΟΕΕ).|| ~ό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ακρ. ΟΠΑ). ~ά μαθηματικά και στατιστική. Πτυχιούχος ΑΕΙ ~ής κατεύθυνσης. (ως ουσ.) Οι φοιτητές του ~ού.|| (για πρόσ.) ~ός: αναλυτής/διαχειριστής/διευθυντής/ελεγκτής/έφορος. ~ό: επιτελείο (κυβέρνησης)/στέλεχος. Βλ. μακρο~, μικρο~, τεχνο~, χρηματο~. 2. που κοστίζει λίγο, ανέξοδος· που εξοικονομεί ενέργεια: ~ό: γεύμα/εισιτήριο/εστιατόριο/μαγαζί/ξενοδοχείο. ~ές: διακοπές. ~ή λειτουργία εγκατάστασης/συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας. ~ό πακέτο καρτοκινητής τηλεφωνίας. Προσφορά συμφέρουσα από ~ή άποψη. Η ~ότερη λύση/πρόταση της αγοράς για συνεχή πρόσβαση στο ίντερνετ.|| ~ός: κινητήρας/λαμπτήρας. ~ή: συσκευή. ~ό: αυτοκίνητο (: σε κατανάλωση βενζίνης). ΣΥΝ. φτηνός (1) ΑΝΤ. ακριβός (1), αντιοικονομικός, δαπανηρός ● Ουσ.: οικονομικό (το): καθετί που σχετίζεται με χρήματα, το χρηματικό: Έχει τεράστια περιουσία και συνεπώς έχει λύσει το ~ του. Μίλησε στον εργοδότη του για το ~ (: τον μισθό). Δεν την ενδιαφέρει το ~ της υπόθεσης. Το ~ (ενν. πρόβλημα) της χώρας. ● επίρρ.: οικονομικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστική οικονομική ζώνη (ακρ. ΑΟΖ): ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. ζώνη θαλάσσιας δικαιοδοσίας και δικαιωμάτων (κυρ. εκμετάλλευση των φυσικών πόρων) των παράκτιων κρατών με εύρος μέχρι 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές, που περιλαμβάνει τα ύδατα, τον βυθό και το υπέδαφος της περιοχής της, και αρχίζει μετά το τέλος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Βλ. υφαλοκρηπίδα. [< αγγλ. exclusive economic zone, 1975] , οικονομικά αγαθά: τα μέσα για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών που είναι αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας και βρίσκονται σε ανεπάρκεια σε σχέση με τις ανάγκες που καλύπτουν: Τα ~ ~ διακρίνονται στα υλικά και τα άυλα αγαθά ή υπηρεσίες. Βλ. διαρκή, ελεύθερα, καταναλωτικά, κεφαλαιουχικά αγαθά., οικονομικά μεγέθη 1. οποιαδήποτε μεταβλητή υπολογίζεται με αριθμητικούς ή ποσοτικούς όρους: εταιρικά/συνοπτικά ~ ~. Βελτιωμένα/μειωμένα εμφανίζονται τα ~ ~ του ομίλου στο εξάμηνο ... Τα ~ ~ της ζώνης του ευρώ. ~ ~ σε επίπεδο χώρας (π.χ. ΑΕΠ, επιτόκια, βλ. μακροοικονομία). 2. {κυρ. στον εν.} οικονομική συσκευασία. [< 2: αγγλ. economy size, 1950] , οικονομικές επιστήμες: όσες μελετούν την παραγωγή, κατανομή, κατανάλωση και διαχείριση αγαθών και υπηρεσιών: Βραβείο Νόμπελ ~ών ~ών. Βλ. μακρο-, μικρο-οικονομία. ΣΥΝ. οικονομικά (2), οικονομολογία [< γαλλ. sciences économiques] , οικονομικές καταστάσεις: πίνακες αναλυτικής παρουσίασης κατά κατηγορία των δεδομένων που περιγράφουν την οικονομική πορεία μιας εταιρείας σε ορισμένη χρονική περίοδο, οι οποίοι δημοσιεύονται συγκεντρωτικά για τη διεξοδική ενημέρωση των επενδυτών: ενδιάμεσες/ενοποιημένες/εξαμηνιαίες/ετήσιες/περιοδικές/συνοπτικές/τριμηνιαίες ~ ~. Βλ. επαναδημοσίευση, ισολογισμός, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες., οικονομική γεωγραφία: ΓΕΩΓΡ. κλάδος που μελετά και αναλύει τα τεχνικά, κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά στοιχεία του γεωγραφικού χώρου, καθώς και τη σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ του φυσικού περιβάλλοντος και του ανθρώπινου παράγοντα· το αντίστοιχο διδασκόμενο μάθημα. Βλ. ανθρωπογεωγραφία. [< αγγλ. economic geography] , οικονομική ελευθερία: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της συμμετοχής σε οικονομικές συναλλαγές, χωρίς κυβερνητικές παρεμβάσεις ή άλλους εξωτερικούς παράγοντες., οικονομική θέση 1. & τουριστική θέση: χώρος σε Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (αεροπλάνα, πλοία, τρένα), όπου οι επιβάτες εξασφαλίζουν θέση με φθηνότερο εισιτήριο: εισιτήριο/κάθισμα/καμπίνα ~ής ~ης. ΑΝΤ. διακεκριμένη θέση 2. οικονομική κατάσταση: Βρίσκεται σε δύσκολη ~ ~. Σε δεινή ~ ~ περιήλθε ο Όμιλος ... [< 1: αγγλ. economy class, γαλλ. classe économique] , οικονομική μονάδα: κάθε οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστούν δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας: Δύο αντιπροσωπευτικές ~ές ~ες είναι το νοικοκυριό και η επιχείρηση. [< αγγλ. economic unit] , οικονομική πολιτική: σύνολο μέτρων και αποφάσεων που λαμβάνονται σε κυβερνητικό συνήθ. επίπεδο για τον καθορισμό συγκεκριμένης πορείας στον τομέα της οικονομίας και την επίτευξη οικονομικών στόχων: εθνική/εξωτερική/εσωτερική/κοινοτική/περιοριστική ~ ~. Αλλαγή/χάραξη ~ής ~ής. Σφιχτή ~ ~ για μείωση του ελλείμματος.|| ~ ~ της εταιρείας., οικονομική συσκευασία: συσκευασία προϊόντος που είναι μεγαλύτερη σε μέγεθος ή ποσότητα από τη συμβατική, αλλά φτηνότερη αναλογικά. Βλ. οικογενειακό μέγεθος., Οικονομικό Δίκαιο: ΝΟΜ. οι κανόνες που ρυθμίζουν τις οικονομικές σχέσεις και δραστηριότητες: διοικητικό ~ ~. Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού ~ού ~ου., οικονομικό έγκλημα: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. κάθε παράνομη οικονομική δραστηριότητα (όπως φοροδιαφυγή, υπεξαίρεση χρημάτων): διεθνές/ηλεκτρονικό/οργανωμένο ~ ~. Βλ. ΣΔΟΕ., οικονομικό σύστημα (το): κάθε σύνολο κανόνων στα πλαίσια μιας κοινωνίας που ρυθμίζουν την παραγωγή, κατανομή και κατανάλωση αγαθών: διεθνές/ευρωπαϊκό/φιλελεύθερο ~ ~. Το ~ ~ του καπιταλισμού., οικονομικοί μετανάστες/πρόσφυγες: πρόσωπα που εγκαταλείπουν τη χώρα τους σε αναζήτηση εργασίας και καλύτερου βιοτικού επίπεδου: νόμιμοι/παράνομοι ~ ~.|| Εσωτερικοί ~ ~. Βλ. ευπαθείς (κοινωνικά) ομάδες. [< αγγλ. economic migrants/refugees] , οικονομικός κύκλος: περιοδική, επαναλαμβανόμενη διακύμανση ύφεσης-ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας: Ανοδική/πτωτική φάση ~ού ~ου. Βραχυχρόνιοι/μακροχρόνιοι/μεσοχρόνιοι ~οί ~οι. [< αγγλ. business/economic cycle] , οικονομικός παράγοντας 1. οτιδήποτε επηρεάζει μια κατάσταση από οικονομικής πλευράς: Ο τουρισμός αποτελεί ζωτικό/σημαντικό ~ό ~α ανάπτυξης του νησιού. 2. πρόσωπο που έχει ισχυρή θέση και ασκεί επιρροή στον επιχειρηματικό κόσμο: κορυφαίος/σημαίνων/τοπικός ~ ~. ~οί ~ες και διαχειριστές μεγάλων κεφαλαίων., οικονομικός/κεντρικός προγραμματισμός/σχεδιασμός: η επίδραση της κεντρικής εξουσίας ενός κράτους ή συνόλου κρατών στη λήψη αποφάσεων καθοριστικής σημασίας στον οικονομικό τομέα., Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος βλ. ευρωπαϊκός, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες βλ. στοιχείο, οικονομική ανάπτυξη βλ. ανάπτυξη, οικονομική βία βλ. βία, Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) βλ. ένωση, οικονομική μεγέθυνση βλ. μεγέθυνση, οικονομικό αντικείμενο βλ. αντικείμενο, οικονομικό έτος βλ. έτος, σύνδρομο οικονομικής θέσης βλ. σύνδρομο [< αρχ. οἰκονομικός, γαλλ. économique, αγγλ. economic]

οιστρογόνα

οιστρογόνα [οἰστρογόνα] οι-στρο-γό-να ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. οιστρογόνο}: ΒΙΟΧ. στεροειδείς ορμόνες που παράγονται κυρ. από τις ωοθήκες και ευθύνονται για την ανάπτυξη και λειτουργία των γυναικείων γεννητικών οργάνων και των δευτερευόντων χαρακτηριστικών του γυναικείου φύλου: αύξηση/επίπεδα/μείωση ~ων.|| Συνθετικά/φυτικά ~. Βλ. ανδρογόνο, αντιοιστρογόνο, προγεστερόνη, τεστοστερόνη. [< αγγλ. oestrogen, 1927, γαλλ. œstrogène, 1951]

ομόκεντρος

ομόκεντρος, η, ο [ὁμόκεντρος] ο-μό-κε-ντρος επίθ.: που έχει ίδιο κέντρο με κάποιον ή κάτι άλλο: (ΓΕΩΜ.) ~οι: δακτύλιοι/δίσκοι/κύλινδροι. ~ες: σφαίρες. ~α: ημικύκλια.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~α: στροφεία. Αμορτισέρ με ~α ελατήρια.|| ~ες: ζώνες/περιοχές. ~α: στρώματα (π.χ. πάγου). (μτφ.) ~α: κείμενα (πβ. ομόθεμος). ΣΥΝ. ομοκεντρικός ● ΣΥΜΠΛ.: ομόκεντροι κύκλοι 1. ΓΕΩΜ. που έχουν το ίδιο κέντρο και διαφορετικές ακτίνες. 2. (μτφ.) για φαινόμενα ή καταστάσεις που έχουν κοινό πυρήνα ή περιστρέφονται γύρω από ένα κοινό σημείο αναφοράς, με αποτέλεσμα να αλληλοεξαρτώνται και να αλληλοεπηρεάζονται: ~ ~ συμφερόντων. [< μτγν. ὁμόκεντρος, γαλλ. concentrique, αγγλ. concentric]

ουράνιος

ουράνιος, α, ο [οὐράνιος] ου-ρά-νι-ος επίθ. 1. που σχετίζεται με τον ουρανό: (ΑΣΤΡΟΝ.) ~ος: άξονας/χάρτης. ~α: θέση. ~ο: σημείο. ~οι: πόλοι. ~ες: συντεταγμένες (= ουρανογραφικές). ~α: αντικείμενα/σώματα (π.χ. αστέρες, κομήτες, πλανήτες)/φαινόμενα.|| ~ο: θέαμα. ~α και επίγεια παρατήρηση. Βλ. ουράνια. ΑΝΤ. εγκόσμιος 2. που αναφέρεται στον ουρανό ως τόπο κατοικίας του Θεού και γενικότ. ως πηγή μεταφυσικών δυνάμεων· θείος: (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ος: Πατέρας. ~α: βασιλεία/γνώση/ζωή. ~οι: άγγελοι. ~α: δώματα. Βλ. υπερ~.|| (μτφ.) ~α: αρμονία/γαλήνη/ευωδιά/μελωδία/ομορφιά/φωνή. Πβ. αιθέριος, εξαίσιος, θεσπέσιος. ΣΥΝ. επουράνιος ● ΣΥΜΠΛ.: ουράνια ιεραρχία: ΕΚΚΛΗΣ. διαβάθμιση των αγγελικών ταγμάτων (Θρόνοι, Χερουβείμ, Σεραφείμ, Κυριότητες, Δυνάμεις, Εξουσίες Αρχές, Αρχάγγελοι, Άγγελοι)., ουράνια μηχανική: ΑΣΤΡΟΝ. κλάδος που μελετά την κίνηση και δυναμική των ουράνιων σωμάτων υπό την επίδραση βαρυτικών δυνάμεων., ουράνια σφαίρα: ΑΣΤΡΟΝ. νοητή σφαίρα άπειρης ακτίνας με κέντρο της το σημείο της Γης στο οποίο βρίσκεται ο παρατηρητής και πάνω στην οποία φαίνονται τα ουράνια σώματα., ουράνιο τόξο: ΜΕΤΕΩΡ. οπτικό φαινόμενο που προκύπτει από τη διάθλαση και ανάκλαση των ηλιακών ακτίνων, κυρ. σε σταγόνες βροχής ή ομίχλης, κατά το οποίο εμφανίζεται στον ουρανό τοξοειδής σχηματισμός με τα επτά χρώματα της ίριδας: Βγήκε το ~ ~., ουράνιος θόλος (συχνά λογοτ.): ουρανός. ΣΥΝ. στερέωμα (1), ουράνιος ισημερινός βλ. ισημερινός, ουράνιος μεσημβρινός βλ. μεσημβρινός [< αρχ. οὐράνιος]

πάγωμα

πάγωμα πά-γω-μα ουσ. (ουδ.) {παγώμ-ατος} 1. η διαδικασία με την οποία κάτι παγώνει, κατάψυξη: ~ του δρόμου/της λίμνης/του νερού (βλ. πήξη).|| ~ των αναψυκτικών/των τροφίμων. Πβ. ψύξη. Βλ. ζέσταμα. ΑΝΤ. απόψυξη, ξε~.|| ~ των ιστών του δέρματος. Βλ. κρυοπάγημα, ξεπάγιασμα, ξύλιασμα. 2. (μτφ.) αναστολή διαδικασίας ή εξέλιξης: ~ της αγοράς/των αυξήσεων/των δαπανών/των ενοικίων/των επιχορηγήσεων/των εργασιών/των κονδυλίων/των μισθών και των συντάξεων. Ανακοινώθηκε ~ στις προσλήψεις. Αποφασίστηκε ~ στις τιμές των φαρμάκων. Πβ. καθήλωση. ΣΥΝ. παγοποίηση. ΑΝΤ. ξε~.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ των κεφαλαίων. Διατάχθηκε ~ των λογαριασμών του. Πβ. δέσμευση.|| ~ της οθόνης ηλεκτρονικού υπολογιστή. Πβ. κόλλημα. 3. (μτφ.) αμηχανία, σάστισμα: ~ των θεατών/του κοινού. Πβ. παγωμάρα. ● ΣΥΜΠΛ.: πάγωμα της εικόνας: ΚΙΝΗΜ. -ΤΗΛΕΟΡ. λειτουργία παύσης, με την οποία σταματά η αναπαραγωγή ενός φιλμ ή βιντεοσκοπημένου υλικού σε ένα συγκεκριμένο καρέ. Βλ. στοπ καρέ. [< αγγλ. freeze-frame, 1960] [< 1: μεσν. πάγωμαν 2: αγγλ. freeze, 1942]

παραθυράκι

παραθυράκι πα-ρα-θυ-ρά-κι ουσ. (ουδ.) (υποκ.) 1. (μτφ.) ασάφεια ή παράλειψη σε νόμο, κανονισμό που επιτρέπει σε κάποιον να παρακάμψει δυσκολίες, εμπόδια ή να μην υποστεί κυρώσεις: Βρήκε ένα ~ και τελικά αθωώθηκε. Η νέα ρύθμιση αφήνει πολλά ~ια. 2. (μτφ.) δυνατότητα να γίνει κάτι διαφορετικά από το καθορισμένο, το προβλεπόμενο: Άφησε ένα ~ ανοιχτό για ενδεχόμενη συνεργασία. Πβ. περιθώριο. 3. ΤΗΛΕΟΡ. (σε τηλεοπτικές συζητήσεις) ορθογώνιο πλαίσιο που αποτελεί μέρος της τηλεοπτικής εικόνας και στο οποίο εμφανίζεται ο συνομιλητής του παρουσιαστή που δεν βρίσκεται στο ίδιο με αυτόν στούντιο. Βλ. τηλεοπτικό παράθυρο. 4. μικρό παράθυρο: Το ~ του μπάνιου. 5. ΠΛΗΡΟΦ. μικρός ορθογώνιος χώρος στην οθόνη υπολογιστή όπου εμφανίζονται τα δεδομένα αρχείου ή προγράμματος. 6. ΑΘΛ. (προφ.) το γάμα της εστίας: άπιαστο σουτ στο ~. [< 4: μεσν. παραθυράκι]

παράλληλος

παράλληλος, η/ος, ο πα-ράλ-λη-λος επίθ. 1. (μτφ.) που γίνεται, υπάρχει ταυτόχρονα ή με ανάλογο, παρόμοιο τρόπο με κάτι άλλο: ~ος: σκοπός/σχεδιασμός. ~η: αναζήτηση/απασχόληση/δράση/δραστηριότητα/εξέλιξη/εξυπηρέτηση(πελατών)/εργασία/θεραπεία/κυκλοφορία/παρακολούθηση/πορεία/(ερωτική) σχέση. || (ΝΟΜ.) ~η: ασφάλιση. ~ο: παιχνίδι/πρόγραμμα. ~οι: αγώνες/έλεγχοι/κόσμοι/τομείς. ~ες: εκδηλώσεις/επιδιώξεις/ιστορίες/προσπάθειες (π.χ. για την αντιμετώπιση ενός προβλήματος)/συνεδρίες/συνομιλίες/υπηρεσίες. ~α: γεγονότα/έργα/μέτωπα.|| (ΑΘΛ.) ~ο: (γιγαντιαίο) σλάλομ (ανδρών/γυναικών) (: κατά το οποίο αγωνίζονται ταυτόχρονα δύο αθλητές σε ~ες πίστες). 2. που εκτείνεται στην ίδια κατεύθυνση με κάποιον άλλο, δεν τέμνεται μαζί του και η μεταξύ τους απόσταση παραμένει ίδια: ~οι: αγωγοί/άξονες/δρόμοι/σωλήνες/τοίχοι. ~ες: σειρές. Κυματοθραύστες ~οι προς την ακτή. Κατασκευή πεζόδρομου ~ου προς την οδική αρτηρία. Ευθεία ~η προς το έδαφος.|| ~ο: παρκάρισμα. 3. ΠΛΗΡΟΦ. που αναφέρεται σε ταυτόχρονες διαδικασίες, όπως επεξεργασία δεδομένων, λειτουργία προγραμμάτων, υπολογιστών: ~ος: αλγόριθμος/προγραμματισμός/υπολογισμός. ~η: πρόσβαση. ~ο: καλώδιο/σύστημα. ΑΝΤ. σειριακός 4. ΓΕΩΜ. (για επίπεδα) που δεν έχουν κανένα κοινό σημείο. ● Ουσ.: παράλληλος (η): οδός παράλληλη προς άλλη: πρώτη/δεύτερη/τρίτη ~ λεωφόρου. ● επίρρ.: παράλληλα & (λόγ.) παραλλήλως: ~ προς ... (ΗΛΕΚΤΡ.) Σύνδεση λαμπτήρων σε σειρά και ~ (= σε παραλληλία).|| Τα εργαστήρια θα λειτουργήσουν ~.|| Το σπίτι είναι διακοσμημένο με κλασικό και ~ μοντέρνο στιλ. Πβ. ταυτόχρονα. ● ΣΥΜΠΛ.: παράλληλες (ευθείες): ΓΕΩΜ. που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο και δεν έχουν κανένα κοινό σημείο. Βλ. τέμνουσα., παράλληλες εισαγωγές/εξαγωγές: ΟΙΚΟΝ. νόμιμες εισαγωγές/εξαγωγές προϊόντων μέσω δικτύων διανομής που δεν έχουν όμως εγκριθεί από τον κατασκευαστή ή τον παραγωγό τους., παράλληλη αγορά: ΟΙΚΟΝ. δευτερεύουσα αγορά των σύγχρονων χρηματιστηρίων που απευθύνεται στις μικρότερες επιχειρήσεις, αποτελώντας τον προθάλαμο για την εισαγωγή τους στην κύρια: γενικός δείκτης της ~ης ~άς. Εισαγωγή/ένταξη (μιας εταιρείας) στην ~ ~., παράλληλη σύνδεση/διάταξη: ΗΛΕΚΤΡ. τρόπος σύνδεσης στοιχείων ηλεκτρικού κυκλώματος, κατά τον οποίο όλα τα στοιχεία βρίσκονται υπό την ίδια τάση και η ένταση του συνολικού ρεύματος που διαπερνά το κύκλωμα είναι ίση με το άθροισμα των εντάσεων των ρευμάτων που διαρρέουν τα στοιχεία του: ~ ~ αντιστάσεων/μπαταριών/πυκνωτών. ΑΝΤ. σύνδεση σε/εν σειρά, παράλληλος (κύκλος) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΑΣΤΡΟΝ. νοητός κύκλος της γήινης ή της ουράνιας σφαίρας παράλληλος προς τον ισημερινό: Οι ~οι ~οι παίρνουν τιμές από 0-90 μοίρες. Βλ. μεσημβρινός., σχήμα εκ παραλλήλου: ΡΗΤΟΡ. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο μια έννοια διατυπώνεται ταυτόχρονα θετικά και αρνητικά: π.χ. Να αρνηθείς και να μη δεχτείς. Όμορφος και όχι άσχημος., βίοι παράλληλοι βλ. βίος, παράλληλη θύρα βλ. θύρα, παράλληλο εμπόριο βλ. εμπόριο, παράλληλο κείμενο βλ. κείμενο, παράλληλο Σύμπαν βλ. σύμπαν, παράλληλοι ζυγοί βλ. ζυγός ● ΦΡ.: εκ παραλλήλου (λόγ.): συγχρόνως, ταυτόχρονα. Πβ. σε παραλληλία. [< αρχ. παράλληλος, γαλλ. parallèle, αγγλ. parallel]

παραμέληση

παραμέληση πα-ρα-μέ-λη-ση ουσ. (θηλ.): αμέλεια, αδιαφορία για κάποιον ή κάτι: ~ παιδιών. (ΝΟΜ.) ~ εποπτείας ανηλίκου.|| ~ της (εξωτερικής) εμφάνισης/υγείας. ~ καθήκοντος. Πβ. εγκατάλειψη. ΑΝΤ. μέριμνα

πλαίσιο

πλαίσιο πλαί-σι-ο ουσ. (ουδ.) {πλαισί-ου} 1. (μτφ.) νοητά όρια μέσα στα οποία εκδηλώνεται κάτι: δημοσιονομικό/διεκδικητικό/εργασιακό/κανονιστικό/ρυθμιστικό/χρονικό ~. Το θεωρητικό ~ ενός μαθήματος (πβ. υπόβαθρο). Το (βασικό) ~ λειτουργίας ενός προγράμματος. Προτάσεις ανάπτυξης σε περιφερειακό/τοπικό ~. Καθορίζεται/προτείνεται ένα νέο ~ ανάλυσης/αναφοράς/αρχών/δράσης. Κινούνται μέσα σε (ένα) ασφυκτικό ~/αυστηρά ~α. Έργο που εντάσσεται στο γενικό/ευρύτερο ~ συνεργασίας των δύο φορέων. Δεν περιορίζεται σε στενά ~α.|| Βιβλίο/συγγραφέας που εξετάζει/παρουσιάζει/συνθέτει το διεθνές/ιστορικό/οικονομικό/πνευματικό/πολιτικό/πολιτιστικό ~ της εποχής. Πβ. συνθήκες.|| Το παιδί μέσα στο οικογενειακό/σχολικό ~. Πβ. περιβάλλον. 2. καθετί, συνήθ. κατασκευή, που περιβάλλει και εσωκλείει κάτι: ορθογώνιο/τετράγωνο ~. Ανοξείδωτο/μεταλλικό/ξύλινο ~. Διακοσμητικό ~. Το ~ του καθρέφτη/της οθόνης (: του Η/Υ ή της τηλεόρασης)/του παραθύρου/της πόρτας (= κάσα). Φωτογραφία με/χωρίς ~ (= κορνίζα).|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΥΠΟΓΡ.) Μαύρο ~ γύρω από την εικόνα. Κείμενο μέσα σε ~/(λόγ.) εντός ~ου. 3. σκελετός (κατασκευής): το ~ του αυτοκινήτου (= σασί)/της μοτοσικλέτας/του ποδηλάτου.|| (ΟΙΚΟΔ.) ~α δαπέδων/οροφών. 4. ΠΛΗΡΟΦ. {συνήθ. στον πληθ.} αρχείο HTML το οποίο ενεργεί ως δομή μιας σύνθετης ιστοσελίδας που είναι χωρισμένη οριζόντια ή κατακόρυφα σε πολλά επιμέρους τμήματα, ανεξάρτητα μεταξύ τους. ● Υποκ.: πλαισιάκι (το): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς (ακρ. ΕΣΠΑ): ΠΟΛΙΤ. έγγραφο αναφοράς για τον προγραμματισμό των Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε εθνικό επίπεδο για συγκεκριμένη χρονική περίοδο: ~ ~ 2007-2013. [< αγγλ. National Strategic Reference Framework (NSRF)] , Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες): έγγραφο της αρμόδιας για θέματα παιδείας Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο οποίο περιγράφονται οι γνώσεις και δεξιότητες που πρέπει να αναπτύξουν οι μαθητές, ώστε να χρησιμοποιούν μια ξένη γλώσσα, για να επικοινωνούν, και ορίζονται τα επίπεδα γλωσσομάθειας. [< αγγλ. Common European Framework of Reference (for languages)] , πλαίσιο/παράθυρο διαλόγου: ΠΛΗΡΟΦ. που εμφανίζεται συνήθ. αυτόματα στην οθόνη του υπολογιστή, παρέχοντας στον χρήστη πληροφορίες για τη λειτουργία ενός προγράμματος ή ζητώντας την εισαγωγή δεδομένων. [< αγγλ. dialogue box, 1984] , αριθμός πλαισίου βλ. αριθμός, Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης βλ. κοινοτικός, νόμος-πλαίσιο βλ. νόμος, Πρόγραμμα Πλαίσιο βλ. πρόγραμμα, σύμβαση(-)πλαίσιο βλ. σύμβαση, φωτοβολταϊκό πάνελ βλ. φωτοβολταϊκός ● ΦΡ.: (μέσα) στα/έξω από τα πλαίσια/το πλαίσιο & (λόγ.) εντός/εκτός του πλαισίου/των πλαισίων: σύμφωνα με/αντίθετα προς: Αρμοδιότητα που βρίσκεται/εντάσσεται μέσα στα δημοκρατικά πλαίσια των καθηκόντων του.|| Δρουν εκτός/εντός θεσμικού/νομικού/νομοθετικού ~ου (= παράνομα/νόμιμα)., σε γενικά πλαίσια: σε γενικές γραμμές., σε λογικά πλαίσια: για κάτι που δεν είναι υπερβολικό: Τιμές που κυμαίνονται ~ ~., στο πλαίσιο (+ γεν.) & μέσα στο πλαίσιο & στα πλαίσια & μέσα στα πλαίσια: επ' ευκαιρία, με αφορμή, κατά τη διάρκεια: συνέντευξη Τύπου ~ ~ της διάσκεψης κορυφής. Εκδηλώσεις ~ ~ του εορτασμού της 25ης Μαρτίου. [< αγγλ. (with)in the framework of, γαλλ. dans le cadre de] , κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού βλ. δυνατός [< 1,2: αρχ. πλαίσιον 3: γερμ. Rahmen 4: αγγλ. frame]

-ποιώ

-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

πόρτα

πόρτα πόρ-τα ουσ. (θηλ.) 1. κινητή, συνήθ. επίπεδη επιφάνεια, που ανοιγοκλείνει, φράσσοντας την είσοδο χώρου, συσκευής ή οχήματος· συνεκδ. η ίδια η είσοδος, συνήθ. η κεντρική: αυτόματη/γυάλινη/δίφυλλη/εξωτερική/εσωτερική/μονόφυλλη/μπροστινή/ξύλινη/περιστρεφόμενη/σιδερένια (= σιδερόπορτα)/συρόμενη ~. Η ~ του γραφείου/του διαμερίσματος/του δωματίου/της πολυκατοικίας/της τάξης. Η ~ του φράχτη. Η ~ της ντουλάπας/του ντουλαπιού. Η ~ του ασανσέρ/του φούρνου/του ψυγείου. Η ~ του αεροπλάνου. Η κάσα/η κλειδαριά/το κουδούνι/το μάτι/το πόμολο της ~ας. Οι ~ες του αυτοκινήτου/λεωφορείου. ~ες αλουμινίου. Ανοίγω/κλειδώνω/(για κλέφτη:) παραβιάζω/σπάω την ~. Άφησε την ~ ανοιχτή/μισάνοιχτη/ξεκλείδωτη. Έκλεισε την ~ (πίσω του) με βρόντο. Κάποιος (μου) χτυπάει την ~. Βγαίνω/μπαίνω από την ~. Κρύφτηκε πίσω/περίμενε έξω από την ~. Φυγαδεύτηκε από την πίσω/πλαϊνή ~. Ρίχνουν φυλλάδια κάτω από τις ~ες (βλ. χαραμάδα).|| Η διπλανή ~ (= το γειτονικό διαμέρισμα ή σπίτι). Βλ. αυλό-, γκαραζό-, εξώ-, καγκελό-, μπαλκονό-πορτα. ΣΥΝ. θύρα (1) 2. πύλη: η ~ του κάστρου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ (= πόρταλ) σύνδεσης (δικτύου). 3. (μτφ.) δυνατότητα, ευκαιρία, πρόσβαση: Η ~ της επιχείρησης είναι ανοιχτή/κλειστή για/σε κάποιον. Ανοίγουν ~ες εργασίας για χιλιάδες νέους. 4. (προφ.) πορτιέρης ή φέις-κοντρόλ: Δουλεύει ~.|| Κάνει ~ σε κλαμπ.πόρτες (οι): παιχνίδι στο τάβλι: Μια παρτίδα ~. Βλ. πλακωτό, φεύγα.|| Κάνω ~ (: βάζω τουλάχιστον δύο πούλια του ίδιου χρώματος στη σειρά, κλείνοντας τον αντίπαλο). ● Υποκ.: πορτάκι (το): στη σημ. 1., πορτίτσα (η): στη σημ. 1., πορτούλα (η): στη σημ. 1. ΣΥΝ. πορτόνι (2) ● ΣΥΜΠΛ.: πόρτα ασφαλείας: θωρακισμένη και με κλειδαριά ασφαλείας, ώστε να είναι απαραβίαστη. ● ΦΡ.: ανοίγω την πόρτα της εξόδου (μτφ.): φεύγω, παραιτούμαι ή χωρίζω., από την πίσω πόρτα (μτφ.): με αδιαφανείς, μη αξιοκρατικές διαδικασίες, με πλάγια μέσα, κρυφά: Τη δουλειά δεν την ήξερε, μπήκε όμως ~ ~. Προωθούνται ~ ~., αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι (μτφ.-προφ.): δεν αποκλείω κάποιο ενδεχόμενο: Άφησε ~ ~ για/σε μελλοντική συνεργασία. ΣΥΝ. αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο, βρίσκει/βρήκε (όλες) τις πόρτες κλειστές/την πόρτα κλειστή (μτφ.-προφ.): όπου κι αν απευθύνθηκε (συνήθ. για βοήθεια) έλαβε αρνητική απάντηση: Έψαξε για δουλειά, αλλά βρήκε ~ ~., δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον (μτφ.-προφ.): τον διώχνω, τον απολύω ή τον χωρίζω., δεν χωράει (να περάσει) απ' την πόρτα (μτφ.-προφ.): είναι πολύ παχύς., έξω από την/δυο βήματα από την/δίπλα στην πόρτα μου (μτφ.): πολύ κοντά στο σπίτι μου: Βρήκε δουλειά ~ ~ του., κάτι μου χτυπάει την πόρτα (μτφ.): παρουσιάζεται στη ζωή μου: Η ατυχία/η επιτυχία/η ευτυχία/ο έρωτας του χτύπησε ~., κι έξω από την πόρτα! (προφ.): για διώξιμο κάποιου με συνοπτικές διαδικασίες: τα παπούτσια στο χέρι ~ ~!, κλείνει τις πόρτες του: για επιχείρηση που παύει να λειτουργεί: Το ξενοδοχείο έκλεισε ~ ~ λόγω ανακαίνισης., κλείνω την πόρτα (στα μούτρα/στη μούρη/κατάμουτρα) σε κάποιον (προφ.): αρνούμαι χωρίς δεύτερη κουβέντα να δεχτώ κάποιον, τον διώχνω με αποφασιστικό τρόπο: Γύρισε πίσω, αλλά του ~σε ~ στα μούτρα.|| Δεν κλείνω την πόρτα σε (= δεν αποκλείω) μια τέτοια πιθανότητα., ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα (οικ.): για να δηλωθεί ομαδική, εκούσια ή ακούσια, αποχώρηση, φυγή: Ένας, ένας παρακαλώ και ~ ~. Άρχισαν οι εκκαθαρίσεις ... ~ ~., όταν η φτώχεια μπαίνει απ' την πόρτα, ο έρωτας φεύγει απ' το παράθυρο: η ανέχεια, η μιζέρια φθείρουν τον έρωτα., πίσω από κλειστές πόρτες (μτφ.): στα κρυφά, χωρίς να δοθεί δημοσιότητα: Παίρνουν αποφάσεις/το θέμα συζητείται ~ ~., πόρτα πόρτα/από πόρτα σε πόρτα: από σπίτι σε σπίτι: Εξυπηρέτηση πελατών ~ ~. Διανομή/ενημέρωση/μεταφορές/πωλήσεις/υπηρεσία ~ ~. Τα παιδιά γυρίζουν από ~ σε ~ και λένε τα κάλαντα., πόρτα! (προφ.): για να δηλωθεί ενόχληση, όταν κάποιος φεύγει, χωρίς να κλείσει την πόρτα., της διπλανής πόρτας 1. απλός, καθημερινός, που ανταποκρίνεται στον μέσο όρο: άνθρωπος/γυναίκα/παιδί ~ ~. 2. για να δηλωθεί ότι κάτι είναι ξένο, δεν μας αφορά: Τα ναρκωτικά δεν είναι πρόβλημα ~ ~, είναι και δικό μας. [< αγγλ. next door, 1961] , τρώω πόρτα (αργκό) 1. μου απαγορεύουν την είσοδο σε κέντρο διασκέδασης ή εστιατόριο: ~ ~ σε κλαμπ. 2. αποτυγχάνω: Προσπάθησε, αλλά έφαγε ~., χτυπάω πόρτες (μτφ.): ζητώ κάτι, συνήθ. βοήθεια ή χάρη, από κάποιον: Έτρεξε, χτύπησε ~, αλλά κανείς δεν τον βοήθησε. Χτύπησε πολλές ~, αλλά δεν τα κατάφερε., χτυπώ λάθος πόρτα: απευθύνομαι σε ακατάλληλο ή αναρμόδιο πρόσωπο ή ζητώ βοήθεια από αυτό., ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της βλ. πύλη, παραβιάζω ανοιχτές θύρες/πόρτες βλ. παραβιάζω, πόρτα για τον χειμώνα βλ. χειμώνας, στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα βλ. βροντά, τον διώχνεις απ' την πόρτα (και) μπαίνει απ' το παράθυρο βλ. διώχνω [< 1,2: μτγν. πόρτα, ιταλ. porta 4: αγγλ. door]

σεληνιακός

σεληνιακός, ή, ό σε-λη-νι-α-κός επίθ.: ΑΣΤΡΟΝ. που αναφέρεται στη σελήνη: ~ός: δίσκος/δορυφόρος/χρόνος. ~ή: άλως/επιφάνεια/σκιά/σκόνη/τροχιά. ~ό: ημερολόγιο/ορυκτό/όχημα (= σεληνάκατος)/φως (πβ. φεγγαρίσιος)/χώμα. ~ές: ημέρες. ● ΣΥΜΠΛ.: σεληνιακό τοπίο (μτφ.): μέρος ερημωμένο, άγονο, χωρίς σημάδι ζωής: Η πύρινη λαίλαπα μετέτρεψε την περιοχή σε ~ ~. Πβ. κρανίου τόπος.|| (κατ' επέκτ.) Βράχια που μοιάζουν με/θυμίζουν ~ ~., σεληνιακός κύκλος/κύκλος του Μέτωνα: το σύνολο των περιοδικά εμφανιζόμενων (συνήθ. κάθε δεκαεννέα έτη) φάσεων της σελήνης., έκλειψη Σελήνης βλ. έκλειψη, σεληνιακό έτος βλ. έτος, σεληνιακός/συνοδικός μήνας βλ. μήνας [< μτγν. σεληνιακός]

στοπ

στοπ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. (προφ.) τέρμα, παύση ή (ως επιφών.) σταμάτα, σταματήστε: (συχνά ως τίτλος άρθρου ή διαφήμισης) ~ στη βία/στην πειρατεία μέσω διαδικτύου/στον πόλεμο/στην τριχόπτωση. Κάπνισμα ~! Προσωρινό ~ (= διακοπή) στα έργα. Πείτε ~ στην κούραση (= βάλτε/δώστε/θέστε τέλος). Βλ. οτοστόπ. || (ως επιφών.) Περίμενε! ~! Πβ. ακίνητος! αλτ! στάσου! 2. οδικό σήμα σε διασταύρωση που επιβάλλει στα οχήματα στάση για παραχώρηση προτεραιότητας· (ειδικότ., συνήθ. στον πληθ.) το πίσω κόκκινο φανάρι οχήματος που ανάβει με το φρενάρισμα: (Δεν) σταμάτησε στο/παραβίασε το ~. (συνήθ. με κεφαλ. όλα τα γράμματα) Πινακίδα ~.|| Καμένα ~. 3. αντικείμενο ή κατασκευή που εμποδίζει την κίνηση πέρα από συγκεκριμένο σημείο ή (σε μηχανισμό, συσκευή) κουμπί που τερματίζει ορισμένη λειτουργία: μαγνητικό ~. ~ πόρτας/τροχών. Στόμιο καφετιέρας με ~ ροής. Βάζω ~.|| Πατήστε ~, για να σταματήσετε την αναπαραγωγή του βίντεο. 4. (παλαιότ. σε τηλεγράφημα) λέξη που δηλώνει το τέλος πρότασης αντί τελείας. ● ΦΡ.: στοπ καρέ: ΚΙΝΗΜ. σταμάτημα ή εστίαση σε μια εικόνα ή σκηνή και η αντίστοιχη τεχνική: Το εξώφυλλο/η φωτογραφία είναι ~ ~ από ταινία. [< αγγλ. stop, γαλλ. ~]

συζήτηση

συζήτηση συ-ζή-τη-ση ουσ. (θηλ.) 1. προφορική επικοινωνία με σκοπό κυρ. την ανταλλαγή απόψεων ή επιχειρημάτων πάνω σε ένα ζήτημα και γενικότ. καθημερινή, φιλική κουβέντα: άγονη/ακαδημαϊκή (: θεωρητική)/ανοιχτή/γενική/γόνιμη/δημόσια/διαδικτυακή (πβ. τσατ)/διεξοδική/διερευνητική/ενδιαφέρουσα/εποικοδομητική/ζωηρή/ζωντανή/μακρά/μεγάλη/μικρή/ουσιαστική/πολιτική (βλ. ντιμπέιτ, τηλεμαχία, τοκ σόου)/σοβαρή/τηλεοπτική/φιλολογική ~. Επιμέρους/θεματικές ~ήσεις. ~ υψηλού επιπέδου. Το αντικείμενο/κατά τη διάρκεια/μετά την ολοκλήρωση/πριν από την έναρξη/η ροή/στην αρχή/στο επίκεντρο/στο πλαίσιο/στο τέλος της ~ης. Συντονιστής της ~ης. Ατζέντα ~ήσεων. ~ επί του σχεδίου νόμου/περί ανασχηματισμού. Πρόσκληση σε ~. Ανοίγω/διακόπτω/κλείνω/παρακολουθώ μια ~. Παρεμβαίνω/συμμετέχω σε μια ~. Το θέμα τέθηκε προς ~. Ακολούθησε/αναβλήθηκε η/έγινε/πραγματοποιήθηκε/συνεχίζεται η ~ στη Βουλή για το ασφαλιστικό. Η ~ περιστράφηκε γύρω από ... Η ~ άναψε (πβ. άναψαν τα αίματα). Είχαν μια έντονη ~ (πβ. αντιπαράθεση, διαφωνία). Αδιέξοδο στις ~ήσεις των δύο κρατών (= διαβουλεύσεις, διαπραγματεύσεις). Το ΔΣ, μετά από διαλογική ~, αποφάσισε ... (ΔΙΑΔΙΚΤ.) Σελίδες/χώρος ~ης (βλ. φόρουμ). Πίνακας ~ήσεων.|| Πιάσαμε τη ~ και ξεχαστήκαμε. ΣΥΝ. διάλογος (1), συνομιλία (1) 2. {συνήθ. στον πληθ.} σχόλια: Ταινία που είχε ξεσηκώσει θύελλα ~ήσεων. Με τη στάση του έδωσε τέρμα στις ~ήσεις (ΣΥΝ. κουτσομπολιά). Απόφαση/διαφήμιση που έχει προκαλέσει μεγάλη ~/πολλές ~ήσεις (βλ. πολυσυζητημένος). ● Υποκ.: συζητησούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ομάδα συζήτησης βλ. ομάδα, συζήτηση στρογγυλής τραπέζης βλ. στρογγυλός, συζήτηση/κουβέντα καφενείου βλ. καφενείο ● ΦΡ.: κάνω συζήτηση (για κάτι): συζητώ, σχολιάζω, θίγω ένα θέμα: Δεν θέλησε να κάνει ~ για το διαζύγιό τους. ~ θα κάνουμε τώρα; Αφού είπαμε ότι πρέπει να πάμε., κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα & επιδέχεται συζήτηση: για θέμα συνήθ. αμφιλεγόμενο, το οποίο απαιτεί διεξοδική ανάλυση: Αυτό σηκώνει μεγάλη/δεν παίρνει ~. Το αν αλλάζουν οι άνθρωποι ή όχι θέλει πολλή ~., κύκλος/γύρος συζητήσεων/συνομιλιών: σειρά διαπραγματεύσεων μεταξύ ειδικών σε οργανωμένο πλαίσιο και με συγκεκριμένο θέμα: Ανοίγει/ξεκινά νέος ~ ~ για την εκπαίδευση., πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα: καθώς συζητά, κουβεντιάζει κάποιος: ~ ~ μού ζήτησε να ... Πβ. εν τη ρύμη του λόγου, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση., συζητήσεις επί συζητήσεων (συχνά αρνητ. συνυποδ.): συνεχείς, ατέλειωτες συζητήσεις: Η οικονομική κρίση έχει προκαλέσει ~ ~. Αναλώνονται σε ~ ~, χωρίς κανένα νόημα., συζήτηση στο ακροατήριο & επ' ακροατηρίω συζήτηση: ΝΟΜ. τμήμα της ακροαματικής διαδικασίας της δίκης για την ανάπτυξη αιτημάτων, αποδείξεων ή ισχυρισμών των διαδίκων: Η απόφαση του δικαστηρίου εκδίδεται εντός δύο μηνών από την πρώτη ~ ~. [< γαλλ. débats] , τραπέζι/τράπεζα των συζητήσεων/των συνομιλιών: άτυπος διάλογος που δεν είναι απαραίτητο να οδηγήσει σε συγκεκριμένο αποτέλεσμα: Τα βασικά προβλήματα της περιοχής τέθηκαν στο ~ ~. Στο ~ ~ έπεσε και το θέμα της εκλογής νέου προέδρου. Απειλεί να αποχωρήσει από το/επέστρεψε στο ~ των συνομιλιών. Πβ. τραπέζι των διαπραγματεύσεων., υπό συζήτηση (λόγ.): για κάτι που μελετάται η πραγματοποίησή του ή αμφισβητείται, είναι αβέβαιο: το ~ ~ νομοσχέδιο.|| Το μέλλον του συγκροτήματος είναι ~ ~., χωρίς συζήτηση: αναμφίβολα, ανεπιφύλακτα: ~ ~ είναι το καλύτερο δώρο που πήρα ποτέ. Συμφέρει ~ ~. Η προτεινόμενη μέθοδος απορρίφθηκε ~ ~. ΣΥΝ. ασυζητητί, αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση βλ. λόγος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω, χωρίς δεύτερη κουβέντα/συζήτηση βλ. κουβέντα [< μτγν. συζήτησις ‘διερεύνηση από κοινού, λογομαχία’, γαλλ. discussion, débat, αγγλ. chat]

συστολή

συστολή συ-στο-λή ουσ. (θηλ.) 1. μείωση των διαστάσεων ενός σώματος: (ΦΥΣ.) ~ μετάλλων. ~ αερίων/στερεών/υγρών.|| (ΟΙΚΟΔ.) Αρμοί ~ής. ΑΝΤ. διαστολή (1) 2. ΙΑΤΡ. σύσπαση μυός ή οργάνου του σώματος: ~ της καρδιάς/της κόρης του οφθαλμού (βλ. μύση)/της μήτρας. Ισοκινητική/ισομετρική/ισοτονική/κολπική/μυϊκή ~. Έκτακτες κοιλιακές ~ές (: μεταξύ δύο φυσιολογικών). 3. (λόγ.) ντροπαλότητα, ντροπή: φυσική ~. [< 1: μτγν. συστολή, γαλλ. contraction 2: γαλλ. contraction, γαλλ.-αγγλ. systole 3: γαλλ. retenue] ΣΥΣΤΟΛΗ

ταράζω

ταράζω τα-ρά-ζω ρ. (μτβ.) {τάρα-ξα, -ξει, -χτηκα (λόγ.) -χθηκα, -χτεί (λόγ.) -χθεί, -γμένος, ταράζ-οντας} & (λόγ.) ταράσσω 1. προκαλώ ταραχή, αναστάτωση, χαλώ την ηρεμία: ~ την καθημερινότητα/οικογενειακή γαλήνη κάποιου. Είδε κάτι που την ~ξε (= σόκαρε, τρόμαξε). Το σκάνδαλο ~ξε συθέμελα την κοινή γνώμη/το πανελλήνιο (= συγκλόνισε). Μην ~εσαι (= εκνευρίζεσαι, στενοχωριέσαι)! ~χτηκε με την είδηση/στο άκουσμα του ονόματός του. Απάντησε ψύχραιμα, χωρίς να ~χτεί καθόλου. Πβ. αναστατώνω, συγχύζω. ΑΝΤ. ηρεμώ, ησυχάζω, καλμάρω.|| ~χτηκαν (= κλονίστηκαν) τα νεύρα του. Πβ. διαταράσσω. 2. ανακινώ δυνατά, ταρακουνώ: Ο δυνατός άνεμος ~ξε τα ήρεμα νερά της λίμνης. Ισχυρός σεισμός ~ξε το νησί. Πβ. ανα~, συνταράσσω, τραντάζω. 3. (μτφ.-προφ.-εμφατ.) κάνω κάτι με μεγάλη ένταση και κατ' επανάληψη, μέχρις εξαντλήσεως: Τους ~ξε (= ξεθέωσε) στη δουλειά. Την ~ξε (= φλόμωσε) στις ερωτήσεις/στα ψέματα. Τον ~ξε στο δούλεμα/στις κλοτσιές/στο ξύλο. Ο μαθηματικός μάς έχει ~ξει στις ασκήσεις/στα τεστ. Πβ. τρελαίνω.|| Με ~ξε (: με καταταλαιπώρησε, με πέθανε) ο πονόδοντος.|| Μόλις βρει σοκολάτα, την ~ει. Μην τρως άλλα φιστίκια, τα ~ξες. Πβ. καταβροχθίζω, τσακίζω, του δίνω και καταλαβαίνει. ● ΦΡ.: μη μου τους κύκλους τάραττε! (αρχαιοπρ.): μη με ενοχλείς, άσε με ήσυχο!, ταράζω τα νερά βλ. νερό [< μεσν. ταράζω]

τεστ

τεστ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} 1. (επιστ.) ειδικός, τεκμηριωμένος έλεγχος για την εξαγωγή συμπερασμάτων: αντικειμενικό/αξιόπιστο ~. Η ακρίβεια/τα αποτελέσματα/η διάρκεια/η εγκυρότητα ενός ~. Επανάληψη του ~. Κάνω/πραγματοποιώ ένα ~.|| (ΙΑΤΡ., εξέταση:) Γενετικό/διαγνωστικό/προληπτικό ~. Προγεννητικά ~. ~ αίματος/γονιμότητας/δυσανεξίας (τροφών)/ούρων/χοληστερίνης. ~ για καρκίνο του προστάτη. Το ~ εγκυμοσύνης βγήκε αρνητικό/θετικό. Το ~ έδειξε ... (για αθλητή) Πέρασε από ~ ουσιών (= ντόπινγκ κοντρόλ).|| (ΨΥΧΟΛ.) Ατομικό/ομαδικό/ψυχολογικό ~. Ψυχομετρικά ~. ~ μνήμης/προσωπικότητας/συναισθηματικής νοημοσύνης.|| (ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ.) Κοινωνιομετρικό ~.|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) Στατιστικό ~. 2. ΠΑΙΔΑΓ. πρόχειρη και συνήθ. σύντομη εξέταση ύλης που έχει διδαχθεί· γενικότ. δοκιμασία αξιολόγησης γνώσεων ή/και δεξιοτήτων από δημόσιο ή πιστοποιημένο φορέα: απροειδοποίητο/γραπτό/δοκιμαστικό/δύσκολο/εύκολο/προφορικό/ωριαίο ~. ~ προόδου. ~ ερωτήσεων/πολλαπλών επιλογών/σωστό-λάθος. ~ στην άλγεβρα. Πήρα είκοσι στο ~ (της) χημείας. Πβ. διαγώνισμα.|| Κατατακτήριο ~. ~ γλωσσομάθειας/επαγγελματικού προσανατολισμού/επίδοσης/ικανοτήτων/πιστοποίησης. Απέτυχε στο/πέρασε το ~. Βλ. διαγωνισμός. 3. έλεγχος λειτουργίας ή απόδοσης, τεστάρισμα: ~ μηχανήματος.|| (μτφ.) Κρίσιμο ~ για την οικονομία η αυριανή συνεδρίαση. ● Υποκ.: τεστάκι (το): κυρ. στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: Παπ τεστ & τεστ Παπ & τεστ Παπανικολάου: ΙΑΤΡ. κυτταρολογική χρωστική μέθοδος για την ανίχνευση και διάγνωση κακοήθων ή προκαρκινικών αλλοιώσεων του τραχήλου της μήτρας. [< αμερικ. Pap(anicolaou) test, 1946, pap smear, 1952] , συγκριτικό τεστ: δοκιμή προϊόντων της ίδιας κατηγορίας από ειδικούς, με στόχο τη σύγκριση και τον εντοπισμό των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων τους: ~ ~ εκτυπωτών/συστημάτων πλοήγησης/για φωτογραφικές μηχανές., τεστ αντοχής & στρες τεστ 1. έλεγχος της σταθερότητας και των ορίων συστήματος σε συνθήκες που υπερβαίνουν την ομαλή λειτουργία του μέχρι σημείου κατάρρευσης, με εφαρμογές στην πληροφορική και κυρ. την οικονομία: Οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα υποβληθούν στο ~ ~ της ΕΚΤ. 2. ΙΑΤΡ. τεστ/δοκιμασία κοπώσεως. [< αγγλ. stress test, 1955] , Τεστ Γνώσεων και Δεξιοτήτων: γραπτή δοκιμασία για την αξιολόγηση γενικών και πρακτικών γνώσεων, που αφορά τους διαγωνισμούς οι οποίοι διενεργούνται από τον ΑΣΕΠ για διορισμό στο Δημόσιο., τεστ ντράιβ: δοκιμαστική οδήγηση οχήματος: ~ ~ στα νέα μοντέλα της εταιρείας. [< αγγλ. test-drive, 1950] , κρας τεστ βλ. κρας, τεστ νοημοσύνης βλ. νοημοσύνη, τεστ Ντι-Εν-Έι βλ. Ντι-Εν-Έι, τεστ πατρότητας βλ. πατρότητα, τεστ/δοκιμασία κοπώσεως βλ. κόπωση [< αγγλ. (mental) test, 1890, γαλλ. test, 1893 < λατ. testu(m) ‘κεραμικό δοχείο’]

τετραγωνίζω

τετραγωνίζω τε-τρα-γω-νί-ζω ρ. (μτβ.) {τετραγώνι-σε, τετραγωνί-σει, -στηκε, -στεί, -σμένος, τετραγωνίζ-οντας} 1. δίνω σε κάτι τετράγωνο σχήμα: ~ ένα χαρτί. ~σμένη: βέρα. ~σμένα: γυαλιά (ΑΝΤ. στρογγυλά). Βλ. τριγωνίζω. 2. ΜΑΘ. υψώνω έναν αριθμό στο τετράγωνο. ● ΦΡ.: τετραγωνίζω τον κύκλο (μτφ.): επιδιώκω κάτι ακατόρθωτο, ανέφικτο. [< 1: αρχ. τετραγωνίζω]

τετραγωνισμός

τετραγωνισμός τε-τρα-γω-νι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. κατασκευή τετραγώνου με εμβαδόν ίσο με αυτό άλλου σχήματος· γενικότ. μετατροπή μιας επιφάνειας σε τετράγωνο: ~ της πλατείας. Βλ. ορθογωνισμός. 2. ΜΑΘ. ύψωση αριθμού στο τετράγωνο. Βλ. δύναμη. 3. ΑΣΤΡΟΝ. θέση ουράνιου σώματος, του οποίου η κατεύθυνση σχηματίζει ορθή γωνία με αυτή του Ηλίου ως προς έναν παρατηρητή από τη Γη. Βλ. -ισμός. ● ΦΡ.: τετραγωνισμός του κύκλου 1. ΓΕΩΜ. άλυτο πρόβλημα που αφορά την κατασκευή με κανόνα και διαβήτη ενός τετραγώνου με εμβαδόν ίσο με το εμβαδόν δεδομένου κύκλου. 2. (μτφ.) εξαιρετικά δύσκολο έργο, ματαιοπονία: ~ ~ η προσπάθεια εύρεσης λύσης στο ... [< αρχ. τετραγωνισμός]

τεχνική

τεχνική τε-χνι-κή ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο των μεθόδων για την παραγωγή συγκεκριμένου έργου ή αποτελέσματος· κατ' επέκτ. ο τρόπος και η ικανότητα χρήσης των διαθέσιμων μέσων για την άσκηση μιας δραστηριότητας· ειδικότ. το ιδιαίτερο, προσωπικό ύφος, η τεχνοτροπία: αποτελεσματική/χρήσιμη ~. Απλές/βασικές/εφαρμοσμένες/πρακτικές/προχωρημένες/σύγχρονες/συμβατικές/ψυχολογικές ~ές. Διδακτικές/εκπαιδευτικές ~ές. ~ές μασάζ/χαλάρωσης. Οι ~ές ενός αθλήματος/χορού. ~ές πωλήσεων και επικοινωνίας. Δεν έχει μάθει ακόμα τις ~ές (: τα μυστικά) της δουλειάς.|| Η ~ της αφήγησης/της διαφήμισης/του θεάτρου/του κινηματογράφου/της φωτογραφίας. Η ~ της πειθούς. Πβ. τέχνη.|| Άριστη/άρτια ~. Επίδειξη υψηλής ~ής. Δεν έχει καλή ~. Πρέπει να βελτιώσει/δουλέψει κι άλλο την ~ του. Βλ. στρατηγική, τακτική.|| (αρνητ. συνυποδ.) Η ~ της διαστρέβλωσης/της υπεκφυγής.|| Καινούργια/μικτή ~ (στη ζωγραφική). Η ~ ενός πιανίστα/ενός συγγραφέα/μιας (καλλιτεχνικής) σχολής. Πβ. στιλ. 2. τεχνολογική εφαρμογή των επιστημονικών γνώσεων στην παραγωγή: ~ ανάλυσης/κατασκευής κτιρίων/ψηφιακής επεξεργασίας εικόνας. Η ~ της κλωνοποίησης. Πρωτοποριακές ~ές.|| Ηλιακή/συγκοινωνιακή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: τεχνική (της) χαρτοπετσέτας βλ. χαρτοπετσέτα [< γαλλ.-αγγλ. technique, γερμ. Technik]

τουρνικέ

τουρνικέ τουρ-νι-κέ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΤΕΧΝΟΛ. περιστρεφόμενος σταυρωτός μεταλλικός μηχανισμός που επιτρέπει την είσοδο σε δημόσιο χώρο ενός κάθε φορά ατόμου: ~ σταδίου. ~ σε γήπεδο/σούπερ-μάρκετ/τράπεζα. ~ με ενσωματωμένο σύστημα συναγερμού/με καρταναγνώστη. Εξωτερικά/εσωτερικά/οπτικά ~. 2. αιμοστατικός επίδεσμος. 3. ΤΕΧΝΟΛ. μεταλλικό εξάρτημα που συγκρατεί πόρτα ή παράθυρο, ώστε να μένουν ανοιχτά. [< γαλλ. tourniquet]

τροπικός

τροπικός, ή, ό τρο-πι-κός επίθ. 1. ΓΕΩΓΡ. που σχετίζεται με τη διακεκαυμένη ζώνη ή έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτή: ~ός: ιός/κυκλώνας/παράδεισος. ~ή: ζούγκλα/ιατρική (: για τις νόσους που εκδηλώνονται στις ~ές περιοχές)/καταιγίδα/πανίδα/φύση. ~ό: κλίμα (: πολύ θερμό και με υγρασία)/νησί. ~ές: ασθένειες/βροχές/θάλασσες/χώρες. ~ά: λουλούδια/φρούτα (π.χ. ανανάς, γκουάβα, μάνγκο, μπανάνα)/φυτά/ψάρια.|| ~ός: κήπος. ~ή: βλάστηση (: πυκνή)/ζέστη (: πολύ μεγάλη)/παραλία. Πβ. εξωτικός. Βλ. υπο~. 2. ΓΛΩΣΣ. που δηλώνει τρόπο, απαντά στην ερώτηση "πώς;" ή αναφέρεται στην τροπικότητα: ~ή: μετοχή (λ.χ. παίζοντας). ~ό: επίρρημα (π.χ. γρήγορα).|| ~ές: εκφράσεις (όπως: κατά τη γνώμη μου). 3. ΜΟΥΣ. που σχετίζεται με τον μουσικό τρόπο ή την τροπική μουσική: ~ή: ανάλυση (συνθέσεων)/αντίστιξη. ~ό: σύστημα (βλ. τονικό). ~ές: κλίμακες. 4. ΑΣΤΡΟΝ. που αναφέρεται στις τροπές του ήλιου. ● Ουσ.: τροπικοί (οι): ΓΕΩΓΡ. η διακεκαυμένη/τροπική ζώνη. ● ΣΥΜΠΛ.: τροπική μουσική: ΜΟΥΣ. που βασίζεται στη μελωδία και στον ρυθμό και όχι στην αρμονία: η ~ ~ της Ανατολής., τροπικό ρήμα: ΓΛΩΣΣ. που εκφράζει τη στάση του ομιλητή σε όσα λέει (κυρ. τα "μπορεί" και "πρέπει"). [< αγγλ. modal (verb), 1959] , τροπικός (κύκλος): ΓΕΩΔ. ο Τροπικός του Αιγόκερω ή ο Τροπικός του Καρκίνου., Τροπικός του Αιγόκερω & (σπάν.) Νότιος Τροπικός: ΓΕΩΔ. νοητός παράλληλος της Γης που βρίσκεται νότια από τον ισημερινό και σε απόσταση 23° 27' από αυτόν: Κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος βρίσκεται στον ~ό ~. [< γαλλ. Tropique du Capricorne] , Τροπικός του Καρκίνου & (σπάν.) Βόρειος Τροπικός: ΓΕΩΔ. νοητός παράλληλος της Γης που βρίσκεται βόρεια από τον ισημερινό και σε απόσταση 23° 27' από αυτόν: Κατά το θερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος βρίσκεται στον ~ό ~. [< γαλλ. Tropique du Cancer] , διακεκαυμένη/τροπική ζώνη βλ. διακεκαυμένος, ηλιακό/τροπικό έτος βλ. έτος, τροπική μόρωση βλ. μόρωση, τροπικό δάσος βλ. δάσος [< 1,4: αρχ. τροπικός, γαλλ. tropique, tropical, αγγλ. tropic(al) 2: αγγλ. modal]

υποτιτλίζω

υποτιτλίζω [ὑποτιτλίζω] υ-πο-τιτ-λί-ζω ρ. (μτβ.) {υποτιτλί-σει, -στεί, -σμένος, υποτιτλίζ-οντας} 1. εισάγω υπότιτλους: ~ μια ξενόγλωσση σειρά/ταινία. Βλ. μεταγλωττίζω. 2. παρέχω υπότιτλο, λεζάντα σε κείμενο: ~ ένα βιβλίο/μυθιστόρημα. [< γαλλ. sous-titrer, 1923]

υποτιτλισμός

υποτιτλισμός [ὑποτιτλισμός] υ-πο-τιτ-λι-σμός ουσ. (αρσ.): εισαγωγή υποτίτλων: αυτόματος ~. ~ ταινιών/τηλεοπτικών προγραμμάτων. Βλ. -ισμός, μεταγλώττιση. [< γαλλ. sous-titrage, 1954]

φαύλος

φαύλος, η, ο [φαῦλος] φαύ-λος επίθ. (λόγ.): ανήθικος, αχρείος: ~ος: πολιτικός (: διεφθαρμένος). (ως ουσ.) Κοινωνία των ~ων.|| ~η: διαχείριση/εξουσία/νοοτροπία. ~ες: πράξεις. Πβ. τιποτένιος. ΣΥΝ. άθλιος (2), αισχρός (1), ελεεινός (1) ΑΝΤ. ενάρετος, χρηστός ● ΦΡ.: φαύλος κύκλος 1. κατάσταση διαιώνισης ενός προβλήματος, η οποία οδηγεί σε αδιέξοδο: Δεν έχει τελειωμό/δεν οδηγεί πουθενά ο ~ ~ της εκδίκησης/εξάρτησης (από τα ναρκωτικά). Άνοιξε/έσπασε/συνεχίζεται ο ~ ~ της βίας. Βλ. η κότα έκανε/γέννησε τ' αβγό ή το αβγό την κότα; 2. ΦΙΛΟΣ. λογική πλάνη στην οποία η απόδειξη περιλαμβάνεται ήδη έμμεσα ή άμεσα στις συλλογιστικές προτάσεις. [< νεολατ. circulus vitiosus] [< αρχ. φαῦλος]

φορμά

φορμά βλ. φορμάτ

χαρά

χαρά χα-ρά ουσ. (θηλ.) 1. έντονα θετικό συναίσθημα που συνιστά έκφραση ευτυχίας και προκαλείται από την εκπλήρωση στόχου ή επιθυμίας: εσωτερική ~. ~ και αισιοδοξία/ικανοποίηση/περηφάνια/συγκίνηση. Η ~ της δημιουργίας/του έρωτα/της ζωής/της νίκης/του παιχνιδιού. Χαμόγελα ~άς. Με ιδιαίτερη/περισσή ~. Τρελός από ~. Γέλια και ~ές. Η ~ μου δεν περιγράφεται/είναι απερίγραπτη. Είναι όλο ~. Δάκρυσε/έκλαψε/λάμπει από ~. Τα λόγια σου μου δίνουν μεγάλη ~ (= με κάνουν πολύ χαρούμενο). Χρόνια πολλά με υγεία και ~! (σε λόγο:) Έχω τη ~ και την τιμή να ... Είναι ~ μου που βρίσκομαι σήμερα μαζί σας. Πβ. ευχαρίστηση. Βλ. ενθουσιασμός. ΑΝΤ. θλίψη (1), λύπη (1), στενοχώρια 2. (συνεκδ.) οτιδήποτε προκαλεί το αντίστοιχο συναίσθημα· χαρούμενο συμβάν: απλές/καθημερινές/οικογενειακές ~ές. Ο ερχομός του ήταν (μια) ανέλπιστη/απροσδόκητη ~. Έχουμε διπλή ~ στο σπίτι: γάμο και γεννητούρια. Απολαμβάνω/γεύομαι τις μικρές ~ές (= μικροχαρές) της ζωής. Περάσαμε ~ές και λύπες. ● Υποκ.: χαρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: παιδική χαρά: υπαίθριος χώρος ψυχαγωγίας για παιδιά, στον οποίο υπάρχουν διάφορα παιχνίδια (κούνιες, τραμπάλα, τσουλήθρα): η ~ ~ της γειτονιάς. Βλ. λούνα παρκ, παιδότοπος, πάρκο.|| (μτφ.) Η άμυνα της ομάδας θυμίζει ~ ~., τσάρτερ της χαράς βλ. τσάρτερ, χαράς ευαγγέλια βλ. ευαγγέλιο ● ΦΡ.: γεια χαρά (προφ.) & (λαϊκό) γεια χαραντάν: ως φιλικός χαιρετισμός: ~ ~, παιδιά! ~ ~ σ' όλους! Γεια (σου) και χαρά σου!, η χαρά του ... (προφ.-συχνά ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση σε κάποιον, έχει σε μεγάλο βαθμό στοιχεία που τον ικανοποιούν: Αυτοκίνητα, ~ ~ των ανδρών. Το δωμάτιό της είναι ~ ~ παιδιού (: γεμάτο παιχνίδια). Πόλη που είναι ~ ~ αρχιτέκτονα., κάνω χαρά/χαρές/χαρούλες: εξωτερικεύω τη χαρά μου: Έκανε μεγάλη χαρά που μας είδε. Μας έκανε (πολλές) χαρές/χαρούλες (: μας υποδέχτηκε θερμά).|| Το τι χαρές έκανε με τα δώρα της, δεν λέγεται!|| Ε, ρε χαρές (= γλέντια) που έχουμε να κάνουμε!, μέσα/μες στην καλή/τρελή χαρά & (σπάν.) σαν την καλή χαρά (προφ.): πολύ χαρούμενος, κεφάτος: Είναι πάντα/ξύπνησε ~ ~., μετά χαράς (λόγ.): ευχαρίστως, πρόθυμα: Δέχομαι ~ ~., μια χαρά (προφ.): πολύ καλά, ωραία: -Πώς είσαι; -~ ~! Όλα πάνε ~ ~. ~ ~ τα κατάφερες/σε βλέπω. Τα βρήκαν ~ ~ μεταξύ τους. ~ ~ (= με τον καλύτερο δυνατό τρόπο) τη χειρίστηκε την υπόθεση.|| (ειρων.) ~ ~ θα ζήσεις και χωρίς εμένα.|| Γιατί τι έχει; ~ ~ παιδί είναι (: πολύ καλό).|| Θα μπορούσε ~ ~ (= κάλλιστα) να αδιαφορήσει, αλλά δεν το 'κανε., μοιρασμένη χαρά, διπλή χαρά (παροιμ.): η χαρά γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, όταν τη μοιραζόμαστε με κάποιον. Βλ. μοιρασμένη λύπη, μισή λύπη., πετώ/πηδώ απ' τη χαρά μου/από χαρά (μτφ.-επιτατ.): είμαι πάρα πολύ χαρούμενος, πανευτυχής: Πέταξε ~ ~, όταν έμαθε ότι ...|| -Χαίρεσαι; -Ε, δεν πετώ κι ~ μου (= δεν τρελαίνομαι κιόλας). Κανονικά, θα 'πρεπε να ~άς από χαρά., στις χαρές/στη χαρά σου! (ευχετ., συνήθ. ως πρόποση): και στα δικά σου!: Άντε, και ~ ~! ~ ~ σας οι λεύτεροι!, χαρά θεού (προφ.): όμορφος καιρός, λιακάδα· κατ' επέκτ. για κάτι πολύ όμορφο, ευχάριστο: ~ ~ σήμερα! Είναι/έχει ~ ~ έξω, πάμε βόλτα;|| ~ ~ η φύση!, χαρά μου: οικεία προσφώνηση: Ό,τι θέλεις, ~ ~!, χαρά σ' αυτόν/σ' εκείνον/στον ... που ... (προφ.-συνήθ. ειρων.): έχει κάθε λόγο να είναι ευτυχισμένος αυτός που ...: Χαρά στον άντρα που θα την πάρει!, χαρά στο κουράγιο/στην υπομονή σου (προφ.): απορώ πώς αντέχεις: ~ ~ που περίμενες τόσες ώρες/τον ανέχεσαι!, (την) κάνει (μια χαρά) τη δουλειά/(τη δουλίτσα) του βλ. δουλειά, γιορτές/χαρές και πανηγύρια βλ. γιορτή, εργασία και χαρά! βλ. εργασία, η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) βλ. τιμή, με γεια σου, με χαρά σου βλ. γεια, μια χαρά και δυο τρομάρες βλ. τρομάρα, σιγά το/χαρά στο πρά(γ)μα! βλ. πράγμα, της Κυριακής χαρά και της Δευτέρας λύπη βλ. Κυριακή, χαρά και αγαλλίαση βλ. αγαλλίαση [< αρχ. χαρά]

χωριό

χωριό χω-ριό ουσ. (ουδ.) 1. αγροτική οικιστική μονάδα με πληθυσμό μικρότερο της κωμόπολης· συνεκδ. οι κάτοικοί της: γραφικό/ειδυλλιακό/μεσόγειο/μικρό/ορεινό/παραδοσιακό/παραθαλάσσιο ή παραλιακό/παραμεθόριο/πεδινό ~. Αποκλεισμένα/απομακρυσμένα/απομονωμένα/αραιοκατοικημένα/δυσπρόσιτα/έρημα/ξεχασμένα/τουριστικά/φτωχικά ~ιά. Τα γύρω ~ιά. ~ μέσα στο δάσος/πνιγμένο στο πράσινο. Τα έθιμα/η εκκλησία/ο ξενώνας/η πλατεία (πβ. μεσοχώρι)/το σχολείο του ~ιού. Τα ~ιά του Νομού. ~ιά του κάμπου. Κατάγεται από ~. Γύρισε/ταξίδεψε σε πόλεις και ~ιά. Πβ. κώμη. Βλ. βλαχο-, κατσικο-, κεφαλο-, ψαρο-χώρι.|| Ξεσηκώθηκε όλο το ~. ΣΥΝ. χωριανοί, χωρικοί. 2. (ειδικότ.) ο αντίστοιχος οικισμός ως τόπος καταγωγής: το ~ του πατέρα μου. Γιορτές/διακοπές στο ~. Έφυγε απ' το ~, για να έρθει στην πρωτεύουσα (βλ. αστυφιλία). Τα αβγά είναι απ' το ~ (: αγνά, φρέσκα). Πβ. γενέτειρα, η ιδιαίτερη πατρίδα. Βλ. κοντο-, συγ-χωριανός, ομοχώριος.|| (ειρων.-μειωτ.) Είχε και στο ~ του πολυτέλειες! 3. πρότυπος οικισμός, με περιορισμένο αριθμό κατοίκων: αθλητικό/(ΟΙΚΟΛ.) αιολικό/λαογραφικό/ομογενειακό/πολιτιστικό ~. Ανέγερση/δημιουργία/ίδρυση ~ιού Τύπου. ● Υποκ.: χωριουδάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ακαδημαϊκό χωριό: πρότυπο κέντρο ακαδημαϊκών δραστηριοτήτων, με ξενώνα και συνεδριακό εξοπλισμό., οικολογικό χωριό: ΟΙΚΟΛ. οικοκοινότητα., παγκόσμιο/πλανητικό χωριό: η Γη, ο κόσμος ολόκληρος ως παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Βλ. κυβερνοχώρος. [< αγγλ. global village, 1959] , Παιδικό Χωριό SOS: οικισμός που αποτελείται από δεκαπέντε έως είκοσι σπίτια, στο καθένα από τα οποία ζει οικογένεια που απαρτίζεται από παιδιά, τα οποία έχουν χάσει τους φυσικούς τους γονείς ή έχουν απομακρυνθεί από αυτούς για σοβαρούς λόγους, και από μια γυναίκα που έχει αναλάβει τον ρόλο της μητέρας. [< αγγλ. SOS Children Village, 1949] , δασικό χωριό βλ. δασικός, ηλιακό χωριό βλ. ηλιακός, ο τρελός του χωριού βλ. τρελός, ολυμπιακό χωριό βλ. ολυμπιακός ● ΦΡ.: γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες) (προφ.): τσακωθήκαμε άσχημα. Πβ. μαλλιά κουβάρια., κακό χωριό τα λίγα σπίτια (παροιμ.): για να δηλωθούν οι αρνητικές επιπτώσεις (κυρ. ως προς τη διατήρηση της ιδιωτικότητας ή των καλών σχέσεων) που έχει η συνύπαρξη ανθρώπων σε κλειστές κοινωνίες ή μικρούς χώρους., κάλλιο/καλύτερα πρώτος στο χωριό, παρά δεύτερος στην πόλη (παροιμ.): είναι καλύτερο να έχει κάποιος την πρώτη θέση σε μικρότερο κύκλο ανθρώπων, παρά τη δεύτερη σε ευρύτερο., κάνω χωριό με κάποιον (προφ.): μπορώ να συνεννοηθώ, να συνυπάρξω: Δεν μπορεί να ~ει ~ με κανέναν., ο καλύτερος του χωριού (προφ.): για κάποιον που θεωρείται ότι υπερτερεί σε σχέση με τους υπόλοιπους. Πβ. πρώτος και καλύτερος., όνομα και μη χωριό βλ. όνομα, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος [< μεσν. χωριόν 3: αγγλ. village]

ψυκτικός

ψυκτικός, ή, ό ψυ-κτι-κός επίθ.: ΤΕΧΝΟΛ. που παράγει ψύχος ή σχετίζεται με την παραγωγή του: ~ός: εξοπλισμός. ~ό: αέριο (βλ. φρέον, χλωροφθοράνθρακας)/κύκλωμα/μηχάνημα/υγρό. ~οί: θάλαμοι (συντήρησης και κατάψυξης). ΑΝΤ. θερμαντικός. ● Ουσ.: ψυκτικός (ο): τεχνικός ο οποίος είναι ειδικός στην εγκατάσταση και επιδιόρθωση ψυκτικών συσκευών και γενικότ. συστημάτων ψύξης. ● ΣΥΜΠΛ.: ψυκτικό μέσο: ψυκτική ουσία, σε υγρή ή αέρια μορφή, η οποία χρησιμοποιείται σε συσκευές για να απορροφά τη θερμότητα μέσα από τη διαδικασία του ψυκτικού κύκλου. [< αγγλ. refrigerant, coolant, 1915] , ψυκτικός κύκλος: ο πλήρης κύκλος που κάνει το ψυκτικό μέσο, καθώς περνά από τα στάδια της εξάτμισης, συμπίεσης και υγροποίησης, και ο οποίος διακρίνεται από αλλαγές στη θερμοκρασία και την πίεση. [< αρχ. ψυκτικός ‘αυτός που δροσίζει’]

ωμός

ωμός, ή, ό [ὠμός] ω-μός επίθ. 1. (για τροφή) που δεν έχει μαγειρευτεί: ~ή: σαλάτα. ~ό: αβγό/κρέας (= άψητο). ~οί: ξηροί καρποί. ~ά: λαχανικά/φρούτα/ψάρια (βλ. σούσι). Βλ. βραστός, τηγανητός, ψητός. 2. (μτφ.) σκληρός, απάνθρωπος: ~ός: εκβιασμός (πβ. απροκάλυπτος, στυγνός). ~ή: απάντηση (= κυνική)/απειλή/εικόνα. ~ές: επιθέσεις/παραβιάσεις/παρεμβάσεις. ~ά: συναισθήματα. Ταινίες ~ού ρεαλισμού. Μίλησε με ~ή γλώσσα. Πρέπει να δεις την ~ή (= γυμνή) αλήθεια/πραγματικότητα. Περιέγραψε την κατάσταση με τον πιο ~ό τρόπο.|| (για πρόσ.) Θα είμαι ~ και ειλικρινής μαζί σου. ● επίρρ.: ωμά: στη σημ. 2: Για να το θέσω/να το πω ~ (πβ. κοφτά, στα ίσια) ... ● ΣΥΜΠΛ.: ωμή βία 1. για πράξεις εξαιρετικά βίαιες και φρικιαστικές: σκηνές ~ής ~ας. 2. ΠΛΗΡΟΦ. μέθοδος αποκρυπτογράφησης η οποία βασίζεται στην εξαντλητική δοκιμή όλων των πιθανών κλειδιών, μέχρι να βρεθεί το σωστό: επίθεση ~ής ~ας. Αλγόριθμοι ~ής ~ας. Βλ. χάκινγκ. [< 2: αγγλ. brute force] [< αρχ. ὠμός]

ωράριο

ωράριο [ὡράριο] ω-ρά-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {ωραρί-ου}: οι ώρες λειτουργίας ή εργασίας δημόσιων ή ιδιωτικών υπηρεσιών, επιχειρήσεων, καταστημάτων· συνεκδ. ο πίνακας όπου αναγράφονται οι παραπάνω ώρες: διευρυμένο/εβδομαδιαίο/εορταστικό/κανονικό/σχολικό ~.|| Διακεκομμένο/μειωμένο/σπαστό ~.|| (κατ' επέκτ.) ~α πτήσεων. Βλ. δρομολόγιο. ● ΣΥΜΠΛ.: ελεύθερο ωράριο: που ρυθμίζεται από τον εργαζόμενο ή τον εργοδότη., κυλιόμενο ωράριο & κυκλικό ωράριο: σύμφωνα με το οποίο οι υπάλληλοι εργάζονται με βάρδιες: ~ ~ γιατρών/πωλητών., ελαστικό ωράριο (εργασίας) βλ. ελαστικός, ευέλικτο ωράριο (εργασίας) βλ. ευέλικτος, κλιμακωτό ωράριο βλ. κλιμακωτός, συνεχές ωράριο βλ. συνεχής, ώρες/ωράριο λειτουργίας βλ. λειτουργία [< γαλλ. horaire]

ωριαίος

ωριαίος, α, ο [ὡριαῖος] ω-ρι-αί-ος επίθ. 1. που διαρκεί μία ώρα: ~α: συνάντηση. ~ο: διαγώνισμα. 2. που αντιστοιχεί σε χρονικό διάστημα μίας ώρας: ~α: αμοιβή/αντιμισθία (= ωρομίσθιο)/αποζημίωση/παραγωγή/χρέωση. Μέση ~α ταχύτητα οχήματος. ~ο κόστος προγράμματος. 3. που επαναλαμβάνεται ανά μία ώρα: ~ες: αναχωρήσεις. ~α πρόβλεψη καιρού (: κάθε μία ώρα). Βλ. -ιαίος. ● επίρρ.: ωριαία ● ΣΥΜΠΛ.: ωριαία γωνία: ΑΣΤΡΟΝ. δίεδρη γωνία που σχηματίζεται μεταξύ του μεσημβρινού ενός τόπου και του ωριαίου κύκλου αστέρα: ~ ~ (δύσης) του Ήλιου/της Σελήνης. [< γαλλ. angle horaire] , ωριαίος κύκλος: ΑΣΤΡΟΝ. ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας που διέρχεται από τους δύο πόλους της και είναι κάθετος στον ουράνιο ισημερινό. Βλ. ουράνιος μεσημβρινός., ζώνη ώρας βλ. ζώνη, ωριαία άτρακτος βλ. άτρακτος [< 1: μτγν. ὡριαῖος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.