Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 7 εγγραφές  [0-7]


  • κλίμακα κλί-μα-κα ουσ. (θηλ.) {κλιμάκ-ων} 1. (επιστ.) αξιολογική ή άλλου είδους ακολουθία, κατάταξη συνήθ. αριθμών, βαθμών, εννοιών, ποσών, πραγμάτων ή προσώπων: αριθμητική/βαθμολογική/διαγνωστική/ηλικιακή/ιεραρχική/λογαριθμική/μισθολογική/πεντάβαθμη/χρονολογική ~. ~ αναγκών/αξιολόγησης (υποψηφίων)/αξιών/μέτρησης/νοημοσύνης (βλ. τεστ)/τιμών. Φορολογική ~ μισθωτών και συνταξιούχων. Αναθεώρηση της ~ας αμοιβών. Σε όλη την ~ της εκπαίδευσης. Η βαθμολόγηση των γραπτών γίνεται στην ~ 0-10/0-20. Ανέβηκε στην κοινωνική ~. Πβ. ιεραρχία.|| (σειρά υποδιαιρέσεων σε διάφορα όργανα ή συστήματα μέτρησης:) Βαθμονομημένη/θερμοκρασιακή/θερμομετρική ~. Η ~ του νανομέτρου (= νανο~). Αμπερόμετρα-βολτόμετρα πολλαπλών ~ων. 2. (μτφ.) ποικιλία· επίπεδο, έκταση, εύρος: η ~ των συναισθημάτων/χρωμάτων. Πλήρης ~ υπηρεσιών. Πβ. γκάμα.|| Αστικό περιβάλλον κοντά στην ανθρώπινη ~ (: δεδομένα, μέτρα). Χρονική και γεωγραφική/χωρική ~. Επιχείρηση ευρωπαϊκής/μικρής ~ας (πβ. μέγεθος). Σε διεθνή/εθνική/πανελλαδική/πανευρωπαϊκή/τοπική ~. Ανάπτυξη και εφαρμογή μεθόδων σε βιομηχανική/εργαστηριακή/πιλοτική ~. Βλ. μικρο~. 3. ΧΑΡΤΟΓΡ. (για σχεδιάγραμμα, χάρτη, μοντέλο) αριθμητικό κλάσμα ή σπανιότ. γραφική παράσταση που εκφράζει τη σταθερή αναλογία ανάμεσα στις διαστάσεις που απεικονίζονται και τις πραγματικές: συντελεστής ~ας. Χάρτης μεγάλης/μικρής ~ας. Τοπογραφικό διάγραμμα γηπέδου ~ας 1:1.000 (1 προς 1.000). Χαρτογράφηση σε ~ 1:20.000. Σχεδίαση υπό ~. Μοντέλα αυτοκινήτων υπό ~ (βλ. μοντελισμός). Αεροφωτογραφίες διαφόρων ~ων. 4. {συχνότ. στον πληθ.} (επίσ.) σκάλα: μεταλλικές/ξύλινες/φορητές ~ες. Περιστρεφόμενη/πυροσβεστική ~ (βλ. κλιμακοφόρος). ~ διαφυγής (από χώρο σε περίπτωση κινδύνου). (στο αρχαίο θέατρο:) Τις σειρές των εδωλίων διέκοπταν ~ες. 5. ΜΟΥΣ. ανιούσα ή κατιούσα διαδοχή φθόγγων με τόνους ή/και ημιτόνια: (αρμονική/μελωδική/φυσική) ελάσσων/μείζων/συγκερασμένη ~. Παίζει ~ες.|| (στη βυζαντινή μουσική) ~ πα. Πβ. τρόπος. ΣΥΝ. σκάλα (5) ● ΣΥΜΠΛ.: κλίμακα Κελσίου: ΦΥΣ. (για τη μέτρηση της θερμοκρασίας) στην οποία οι βαθμοί μηδέν και εκατό αντιστοιχούν στο σημείο πήξης και βρασμού του νερού. [< αγγλ. Celsius scale] , οικονομίες κλίμακας & οικονομία κλίμακος: ΟΙΚΟΝ. όρος που αναφέρεται στη μείωση του μέσου κόστους μέσω αύξησης της παραγωγής: αρνητικές/εξωτερικές/εσωτερικές/θετικές ~ ~. [< αγγλ. economy of scale, 1944, γαλλ. économies d'échelle] , χρωματική κλίμακα & (προφ.) χρωματική: ΜΟΥΣ. που αποτελείται από δώδεκα φθόγγους σε απόσταση ημιτονίου., διατονική κλίμακα βλ. διατονικός, κλίμακα Μερκάλι βλ. Μερκάλι, κλίμακα Ρίχτερ βλ. ρίχτερ, κυλιόμενες σκάλες/κλίμακες βλ. κυλιόμενος, πεντατονική κλίμακα βλ. πεντατονικός ● ΦΡ.: μεγάλης/ευρείας κλίμακας & σε μεγάλη/ευρεία κλίμακα (μτφ.): μεγάλης έκτασης ή μεγέθους: δίκτυο/διοργάνωση/επίθεση/έρευνα/εφαρμογές/πείραμα ~ ~. ~ ~ επιχείρηση της Αστυνομίας. Συνεργασία σε ευρύτερη ~. Τα κινητά χρησιμοποιούνται σε ~ ~ (= ευρέως). [< γαλλ. à grande/vaste échelle] , σε παγκόσμιο επίπεδο/σε παγκόσμια κλίμακα βλ. παγκόσμιος [< 4: αρχ. κλῖμαξ, γαλλ. échelle, gamme, αγγλ. scale 5: ιταλ. scala]
  • ορθοφωτοχάρτης [ὀρθοφωτοχάρτης] ορ-θο-φω-το-χάρ-της ουσ. (αρσ.): ΧΑΡΤΟΓΡ. -ΤΟΠΟΓΡ. χάρτης από ορθοφωτογραφίες στον οποίο έχουν προστεθεί χαρτογραφικές πληροφορίες: ~ες μεγάλης κλίμακας. [< αγγλ. orthophotomap, 1967]
  • προβολή προ-βο-λή ουσ. (θηλ.) 1. συστηματική και έντονη παρουσίαση προσώπου, γεγονότος ή πράγματος, με σκοπό να γίνει γνωστό: διαφημιστική/παγκόσμια/τηλεοπτική/τουριστική ~. ~ στο διαδίκτυο. ~ ενός νέου αθλητή/ηθοποιού/πολιτικού/συγγραφέα/τραγουδιστή. ~ του αθλητισμού/βιβλίων/δραστηριοτήτων/έργου/ιστοσελίδας/προϊόντος (πβ. διαφήμιση, προώθηση). Δράσεις/δυνατότητες/εκδηλώσεις/εκστρατεία/στρατηγικές/σχέδια/υλικό/υπηρεσία ~ής. Δημόσιες σχέσεις και εταιρική ~. ~ του φυσικού κάλλους και της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας στο εξωτερικό. Τεράστια ~ (= υπερπροβολή) του θέματος από τα ΜΜΕ. Δεν επιδιώκει την ~ του. Αποβλέπει/αποσκοπεί στην προσωπική ~. Απολαμβάνει/έτυχε ευρείας ~ής. 2. αναπαραγωγή εικόνων ή και ήχων με κατάλληλα οπτικοακουστικά μέσα πάνω σε επιφάνεια ή οθόνη· ειδικότ. παρουσίαση κινηματογραφικής ταινίας και συνεκδ. η ίδια η ταινία: ~ βίντεο/διαφανειών/ντοκιμαντέρ/ρεπορτάζ/τηλεοπτικού σποτ/φιλμ/φωτογραφιών. ~ αγγελιών/λίστας στο διαδίκτυο. Οθόνες/τηλεοράσεις οπίσθιας ~ής. Ειδικές/εκπαιδευτικές/επαναληπτικές/επίσημες/πρώτες/τιμητικές ~ές. Εβδομάδα ~ών.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ αρχείων/εγγράφων/παρουσίασης/σελίδων. Επεξεργασία και ~ των δεδομένων. ~ για εκτύπωση.|| Πήγα στην απογευματινή/βραδινή/μεταμεσονύχτια/νυχτερινή ~ (= παράσταση). Αίθουσα/ώρες ~ής. Το πρόγραμμα ~ών του φεστιβάλ. Έναρξη θερινών/χειμερινών ~ών. Έχουν προγραμματιστεί οι εξής ~ές ... 3. έκφραση, διατύπωση, συνήθ. μιας αντίθεσης: ~ αξιώσεων/απαιτήσεων/δικαιολογιών/ενστάσεων/ισχυρισμών. ~ επιχειρημάτων και διεκδικήσεων.|| Αποφεύγεται η ~ απόψεων με δογματικό τρόπο.|| ~ αντίστασης στην προέλαση του εχθρού. 4. ΨΥΧΑΝ. υποσυνείδητη μεταβίβαση προθέσεων, επιθυμιών, συναισθημάτων, ιδιοτήτων, προβλημάτων από ένα πρόσωπο στο περιβάλλον του· κατ' επέκτ. κάθε απόδοση των χαρακτηριστικών ενός πράγματος σε άλλο. 5. ΓΕΩΜ. απεικόνιση σημείου ή συνόλου σημείων σε μια επιφάνεια με συγκεκριμένη μέθοδο: παράλληλη/πλάγια ~.|| (ΜΑΘ.) ~ διανύσματος (σε διάνυσμα).|| (ΧΑΡΤΟΓΡ.) Χαρτογραφική ~ (: απεικόνιση της γήινης σφαίρας ή τμήματός της σε επίπεδο). 6. ΓΥΜΝ. μετακίνηση του ενός ποδιού, με λυγισμένο γόνατο, προς μία κατεύθυνση, συνήθ. προς τα εμπρός, ενώ το άλλο παραμένει τεντωμένο: (στο ποδόσφαιρο) Έδιωξε την μπάλα με ~ (= τάκλιν). Βλ. προεκβολή. 7. (σπάν.-λόγ.) το να εκτείνεται κάτι προς τα εμπρός, προέκταση: (ΙΑΤΡ.) ~ της κάτω γνάθου (= προγναθισμός). 8. πρόβλεψη, εκτίμηση: δημογραφική ~. ~ στο μέλλον. ● ΣΥΜΠΛ.: ισομετρική προβολή & ισομετρική απεικόνιση/προοπτική: ΓΕΩΜ. τρισδιάστατη γραφική αναπαράσταση στην οποία το επίπεδο σχεδίασης σχηματίζει ίσες γωνίες προς τις τρεις διαστάσεις του αντικειμένου., μηχανή προβολής: ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή που προβάλλει εικόνες και ήχο πάνω σε επιφάνεια και ειδικότ. η συσκευή που προβάλλει κινηματογραφικές ταινίες: ~ ~ διαφανειών. ΣΥΝ. προβολέας (2), ορθή/ορθογραφική/ορθογώνια/ορθογωνική προβολή: ΜΑΘ. δισδιάστατη προβολή αντικειμένου στην οποία οι προβολικές ακτίνες είναι κάθετες στο επίπεδο προβολής., ταινίες α'/β' προβολής: ΚΙΝΗΜ. που παρουσιάζονται για πρώτη φορά (α') ή επαναπροβάλλονται (β')., στερεογραφική προβολή βλ. στερεογραφικός [< πβ. αρχ. προβολή ‘ώθηση προς τα μπρος, προεξοχή’, γαλλ.-αγγλ. projection]
  • υπόβαθρο [ὑπόβαθρο] υ-πό-βα-θρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άθρου} 1. (μτφ.) οτιδήποτε αποτελεί στήριγμα, συνιστά προϋπόθεση για την περαιτέρω ανάπτυξη ή εξέλιξη προσώπου ή πράγματος: γλωσσικό/γνωστικό/εκπαιδευτικό/ιδεολογικό/ιστορικό/κοινωνικό/πολιτικό/πολιτιστικό/σταθερό/συναισθηματικό/τεχνολογικό/φιλοσοφικό/ψυχολογικό ~. Ορισμένα ψυχικά νοσήματα έχουν βιολογικό ~. Άνθρωπος με επιστημονικό/ηθικό/θεωρητικό/μορφωτικό ~ (πβ. βάσεις). Το μάθημα αποτελεί/παρέχει/προσφέρει το απαραίτητο/κατάλληλο ~ για τις μετέπειτα σπουδές. Διαθέτει ένα γερό/στερεό ~ στον χώρο της διαφήμισης. Πβ. υποδομή, υπόστρωμα. 2. φόντο: (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ υπολογιστών. Αναπαραγωγή σε έγχρωμο ~. Πβ. μπακγκράουντ, ταπετσαρία. 3. ΤΕΧΝΟΛ. φυσική ή τεχνητή βάση στήριξης: ~ του σπιτιού. Πβ. θεμέλιο, υποστήριγμα. 4. ΓΕΩΛ. σκληρό και στερεό πέτρωμα που βρίσκεται κάτω από χαλαρότερα ιζηματογενή πετρώματα: αλπικό/βραχώδες/γεωλογικό/κρυσταλλικό ~. 5. ΧΑΡΤΟΓΡ. σύνολο πληροφοριών που αποτελούν τη βάση για τη διαμόρφωση συνήθ. ψηφιακού χάρτη: γεωγραφικό/γεωφυσικό/τοπογραφικό (: μορφολογία του εδάφους, υδρογραφικό δίκτυο, καθώς και δρόμοι ή κτίσματα)/χαρτογραφικό ~. ● ΣΥΜΠΛ.: κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου βλ. ακτινοβολία [< αρχ. ὑπόβαθρον ‘υποστήριγμα’, γαλλ. substrat]
  • χαρτογραφία χαρ-το-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΧΑΡΤΟΓΡ. η επιστήμη και τέχνη της σύνταξης και δημιουργίας χαρτών: αστρική/ιστορική/μαθηματική/ναυτική/ψηφιακή ~. Βλ. γεωπληροφορική, -γραφία, τοπολογία, φωτογραμμετρία, χωροταξία. [< γερμ. Kartographie, γαλλ. cartographie, αγγλ. cartography]
  • χαρτογραφικός , ή, ό χαρ-το-γρα-φι-κός επίθ.: ΧΑΡΤΟΓΡ. που σχετίζεται με τη χαρτογραφία: ~ή: απεικόνιση/οπτικοποίηση. ~οί: δορυφόροι. Βλ. γεωδαιτικός, κτηματολογικός, τοπογραφικός. [< γαλλ. cartographique, αγγλ. cartographic(al)]
  • χαρτογράφος χαρ-το-γρά-φος ουσ. (αρσ.) 1. ΧΑΡΤΟΓΡ. επιστήμονας που έχει ως αντικείμενό του τη χαρτογραφία. Βλ. τοπογράφος.|| (παλαιότ.) ~ και εξερευνητής. Βλ. γεωγράφος, θαλασσοπόρος. 2. ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή χαρτογράφησης: δορυφορικός ~. Βλ. -γράφος. ● ΣΥΜΠΛ.: θεματικός χαρτογράφος: σειρά δορυφόρων που χρησιμοποιούνται για τον σχεδιασμό χαρτών υπέρυθρης εκπομπής και ανάκλασης (από τη Γη): ενισχυμένος ~ ~. Επεξεργασία δορυφορικών εικόνων από ~ό ~ο. [< μεσν. χαρτογράφος 'αρχειοφύλακας', γαλλ. cartographe, αγγλ. cartographer]

ακτινοβολία

ακτινοβολία [ἀκτινοβολία] α-κτι-νο-βο-λί-α ουσ. (θηλ.) {ακτινοβολι-ών} 1. ΦΥΣ. ενέργεια η οποία εκπέμπεται με τη μορφή κυμάτων ή δεσμών σωματιδίων: επικίνδυνη/ηλεκτρομαγνητική/ηλιακή/θερμική/ορατή/πυρηνική/υπέρυθρη ~. ~ λέιζερ. Πβ. λάμψη, φεγγο-βολή, -βόλημα, φέγγος.|| Έκθεση στην ~ (πβ. ακτινοβόληση). ~ από κινητά τηλέφωνα/πυλώνες υψηλής τάσης/ραντάρ. Απορροφάται/διαδίδεται/διαθλάται/εκλύεται ~. Συσκευές που εκπέμπουν (ισχυρή/χαμηλή) ~. Χρήση ~ών σε καρκινοπαθείς.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Παγετός ~ας. Βλ. ακτίνες Χ, -βολία, γεω~, ραδιο~. 2. {μόνο στον εν.} (μτφ.) θετική επίδραση, απήχηση, αίγλη: οικουμενική ~. ~ του Πατριαρχείου/του πολιτισμού. Προσωπικότητα με διεθνή ~/παγκοσμίου κύρους και ~ας. Η θετική ~ ενός ατόμου. Εκδήλωση πανελλήνιας εμβέλειας και ~ας. Πολιτιστική κληρονομιά ανεκτίμητης αξίας και ~ας. ΣΥΝ. λάμψη (2) ● ΣΥΜΠΛ.: ακτινοβολία άλφα: ΦΥΣ. ΠΥΡ. τύπος πυρηνικής ακτινοβολίας που εκπέμπεται από πυρήνες του ηλίου (He) (σωματίδια άλφα): ηλιακή/σωματιδιακή/υπεριώδης ~ ~. Η ~ ~ μόλις που διαπερνά ένα φύλλο χαρτί. Βλ. ακτίνες γάμμα., ακτινοβολία βήτα: ΦΥΣ. μορφή ιονίζουσας ακτινοβολίας που παράγεται από υψηλής ταχύτητας ηλεκτρόνια (σωματίδια βήτα)., κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου & (σπάν.) κοσμικό υπόβαθρο μικροκυμάτων: ΦΥΣ. ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία που υπάρχει διάχυτη στο Σύμπαν και είναι το σημερινό κατάλοιπο της μεγάλης έκρηξης. [< αγγλ. cosmic microwave background radiation (CMBR)] , ραδιενεργός ακτινοβολία: που εκπέμπεται από ραδιενεργά στοιχεία. Πβ. ιονίζουσα/ιοντίζουσα ακτινοβολία. Βλ. ακτίνες γάμμα, ακτίνες X, ακτινοβολία άλφα, ακτινοβολία βήτα. [< γαλλ. rayonnement radioactif] , ιονίζουσα ακτινοβολία βλ. ιονίζω, κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες βλ. κοσμικός, υπεριώδης ακτινοβολία βλ. υπεριώδης, υπέρυθρη ακτινοβολία βλ. υπέρυθρος [< μτγν. ἀκτινοβολία ‘εκπομπή ακτίνων’ 1: γαλλ. radiation]

γεωγράφος

γεωγράφος γε-ω-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. επιστήμονας με αντικείμενο μελέτης τη γεωγραφία: κοινωνικός ~. Βλ. -γράφος. 2. (παλαιότ.) πρόσωπο που ασχολήθηκε συστηματικά με γεωγραφικές μελέτες: Αρχαίοι Έλληνες ~οι και περιηγητές. ~οι και εξερευνητές. [< 2: μτγν. γεωγράφος, γαλλ. géographe, αγγλ. geographer]

γεωδαιτικός

γεωδαιτικός, ή, ό γε-ω-δαι-τι-κός επίθ.: ΓΕΩΔ. που σχετίζεται με τη γεωδαισία: ~ές: μέθοδοι (βλ. οπισθοτομία, ταχυμετρία)/μετρήσεις/συντεταγμένες. ~ά: όργανα (βλ. θεοδόλιχος, μετροταινία, τζι πι ες, χωροβάτης). ● ΣΥΜΠΛ.: γεωδαιτική αστρονομία: ΑΣΤΡΟΝ. κλάδος που έχει ως αντικείμενο τον προσδιορισμό των γεωγραφικών συντεταγμένων μέσω της παρατήρησης των ουράνιων σωμάτων., γεωδαιτικός θόλος: ΑΡΧΙΤ. σφαιρική δομή αποτελούμενη από ένα σύνθετο πλέγμα τριγώνων και πολυγώνων. [< αγγλ. geodetic dome, 1959] , γεωδαιτικός σταθμός: ΤΟΠΟΓΡ. όργανο ψηφιακής μέτρησης γωνιών και αποστάσεων. [< γαλλ. géodésique, αγγλ. geodetic]

γεωπληροφορική

γεωπληροφορική γε-ω-πλη-ρο-φο-ρι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ): ΠΛΗΡΟΦ. κλάδος με αντικείμενο την ανάπτυξη και αξιοποίηση τεχνολογιών πληροφορικής για τη συλλογή, διαχείριση, μοντελοποίηση και οπτικοποίηση χωροχρονικών δεδομένων, με στόχο την αντιμετώπιση των προβλημάτων της γεωγραφίας, των γεωεπιστημών και των σχετικών κλάδων της μηχανολογίας: Εφαρμοσμένη ~. Βλ. ανθρωπογεωγραφία, Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (ακρ. ΓΣΠ), τζι πι ες. [< αγγλ. geoinformatics]

-γραφος

-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.

διατονικός

διατονικός, ή, ό δι-α-το-νι-κός επίθ.: ΜΟΥΣ. που χρησιμοποιεί τις νότες διατονικών κλιμάκων ή βασίζεται σε αυτές: ~ή: αρμονία. ~ό: ακορντεόν/γένος (: ομάδα τρόπων στη βυζαντινή μουσική). Βλ. εναρμόνιος. ● ΣΥΜΠΛ.: διατονική κλίμακα: που αποτελείται από οκτώ φθόγγους και επτά διαστήματα και διακρίνεται σε μείζονα και ελάσσονα: Η δυτική μουσική βασίζεται στη ~ ~. Βλ. χρωματική κλίμακα., πυθαγόρειο κόμμα βλ. κόμμα [< μτγν. διατονικός, γαλλ. diatonique]

κυλιόμενος

κυλιόμενος, η, ο κυ-λι-ό-με-νος επίθ. 1. που κυλάει, κινείται με τη βοήθεια μηχανισμού: (ΜΗΧΑΝ.) ~ος: γερανός/ιμάντας/τάπητας (βλ. τεστ κοπώσεως). ~η: ταινία (μεταφοράς αποσκευών).|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΟΡ., που μετατοπίζεται πάνω-κάτω ή αριστερά-δεξιά) ~ος: τροχός. ~η: λίστα/μπάρα. ~ο: κείμενο (= κρόουλ)/μενού/μήνυμα/παράθυρο. 2. (μτφ.) που δεν είναι σταθερός ή που επαναλαμβάνεται ανά διαστήματα: ~ πίνακας επιλαχόντων (: ο οποίος ενημερώνεται συνεχώς). Τηλεχειριστήριο γκαραζόπορτας με ~ο κωδικό (για λόγους ασφαλείας).|| ~η: βάρδια/δημοσκόπηση. ~ο: πρόγραμμα/ρεπό. ~ες: στάσεις εργασίας. ● ΣΥΜΠΛ.: κυλιόμενες σκάλες/κλίμακες & ηλεκτρικές/μηχανικές σκάλες/κλίμακες: μηχανισμός που αποτελείται από σκαλιά τα οποία κινούνται συνεχώς και σταθερά προς μία κατεύθυνση: ~ ~ του μετρό/πολυκαταστημάτων. [< αμερικ. εμπορ. ονομασ. escalator < escal(ade) + (elev)ator, 1900, γαλλ. ~ 1948, αγγλ. moving stair(case), 1910] , κυλιόμενη/επαναλαμβανόμενη απεργία βλ. απεργία, κυλιόμενο ωράριο βλ. ωράριο, κυλιόμενος διάδρομος βλ. διάδρομος ● βλ. κυλάω [< αρχ. κυλιόμενος, γαλλ. roulant]

Μερκάλι

Μερκάλι Μερ-κά-λι ουσ. (αρσ.) {άκλ.}: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: κλίμακα Μερκάλι: ΓΕΩΦ. που έχει δώδεκα βαθμούς και μετρά την ένταση των σεισμών. [< αγγλ. Mercalli scale, 1921, ιταλ. ανθρ. G. Mercalli]

παγκόσμιος

παγκόσμιος, α/ος, ο πα-γκό-σμι-ος επίθ. {(λόγ. γεν. αρσ. κ. θηλ.) -ίου}: που αφορά όλη την υφήλιο, δηλ. όλα (ή τα περισσότερα) κράτη της Γης, ή όλο το Σύμπαν: ~ος: διαγωνισμός (π.χ. ρομποτικής)/συναγερμός. ~α: αγορά/απειλή/ασφάλεια/γεωγραφία/διάσκεψη/δύναμη (πβ. υπερδύναμη)/εκστρατεία (για την εκπαίδευση)/επιτυχία/καταστροφή/κρίση/οικονομία/Ομοσπονδία (π.χ. Στίβου)/πρεμιέρα (ταινίας)/συμφωνία. ~ο: κίνημα/κλίμα/πρόβλημα/συνέδριο/σύστημα/φαινόμενο/φεστιβάλ. ~οι: θεσμοί/κίνδυνοι. ~ες: ανακατατάξεις/εξαγωγές/εξελίξεις/επιχειρήσεις. ~ Οργανισμός Εμπορίου (ακρ. ΠΟΕ)/Τουρισμού (ακρ. ΠΟΤ)/Υγείας (ακρ. ΠΟΥ). Ο ~ ανταγωνισμός/κινηματογράφος/πληθυσμός (: του πλανήτη). Στα ~α χρονικά. Αλλαγή του ~ου χάρτη. Κορυφαία γεγονότα της ~ας Ιστορίας. Καλλιτέχνης ~ίου φήμης. Τα ~α αποθέματα πετρελαίου. Πβ. διεθνής, οικουμενικός.|| ~ες: αξίες. Η ~α γλώσσα του σώματος. Πβ. πανανθρώπινος.|| (ΑΘΛ.) ~ος: πρωταθλητής. ~ο: μετάλλιο/κύπελλο. ~οι: αγώνες. Κάτοχος του ~ίου ρεκόρ. Τρίτος στην ~α κατάταξη. Βλ. πανευρωπαϊκός.|| (ΙΣΤ.) Ο Α' (: 1914-1918)/Β' (: 1939-1945) ~ Πόλεμος.|| (ΦΥΣ.) Νόμος της ~ας Έλξης. ΑΝΤ. εθνικός, τοπικός (1) ● επίρρ.: παγκόσμια & παγκοσμίως: πρώτοι ~ίως σε πωλήσεις. ● ΣΥΜΠΛ.: Παγκόσμια (Η)μέρα/Παγκόσμια Εβδομάδα/Παγκόσμιο Έτος: που είναι αφιερωμένη/ο σε συγκεκριμένο θέμα ή πρόσωπο και κατά τη διάρκειά της/του πραγματοποιούνται σχετικές εκδηλώσεις σε διεθνές επίπεδο: ~ Ημέρα Βιβλίου/κατά του έιτζ/Περιβάλλοντος. ~ Εβδομάδα Δράσης για την εκπαίδευση. ~ο Έτος Φυσικής. [< αγγλ. World Day/International Week/International Year] , παγκόσμιος χρόνος/παγκόσμια ώρα: ΓΕΩΓΡ. -ΑΣΤΡΟΝ. ώρα Γκρίνουιτς. [< αγγλ. Universal Time (UT)] , παγκόσμια πόλη βλ. πόλη, Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών βλ. συμβούλιο, παγκόσμιο/πλανητικό χωριό βλ. χωριό, παγκόσμιος ιστός βλ. ιστός, υπερθέρμανση/θέρμανση του πλανήτη βλ. υπερθέρμανση ● ΦΡ.: σε παγκόσμιο επίπεδο/σε παγκόσμια κλίμακα: παγκοσμίως: Συνεργασία που προωθείται σε ~ο επίπεδο. Αλλαγές σε ~α κλίμακα. [< μτγν. παγκόσμιος, γαλλ. universel]

πεντατονικός

πεντατονικός, ή, ό πε-ντα-το-νι-κός επίθ.: ΜΟΥΣ. που χρησιμοποιεί ή βασίζεται στις νότες πεντατονικών κλιμάκων. Βλ. διατονικός. ● ΣΥΜΠΛ.: πεντατονική κλίμακα: που αποτελείται από πέντε διαφορετικούς φθόγγους: Η ανατολική μουσική βασίζεται στην ~ ~. [< γαλλ. pentatonique, αγγλ. pentatonic]

προεκβολή

προεκβολή προ-εκ-βο-λή ουσ. (θηλ.) (σπάν.-λόγ.) 1. προέκταση, προεξοχή και συνεκδ. το τμήμα που προεκτείνεται. 2. ΓΥΜΝ. μετακίνηση του ενός ποδιού, με τεντωμένο γόνατο, κατευθείαν μπροστά. Βλ. προβολή.

ρίχτερ

ρίχτερ ρί-χτερ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΜΕΤΡΟΛ. βαθμός της κλίμακας Ρίχτερ: 5,5 ~ αναστάτωσαν την περιοχή/έπληξαν την πόλη/(ταρα)κούνησαν το νησί. Πανικό προκάλεσαν τα 6,3 ~ στην ... Στο(ν) ρυθμό των ~ ο νομός ... 2. {στον πληθ.} (μτφ.) σεισμός: οικονομικά/πολιτικά ~. Πβ. σάλος. ● ΣΥΜΠΛ.: κλίμακα Ρίχτερ: ΓΕΩΦ. που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του μεγέθους σεισμικής δόνησης: σεισμός 4,2 βαθμών της ~ας ~. Βλ. κλίμακα Μερκάλι. ● ΦΡ.: πολλών μεγατόνων/ρίχτερ/ντεσιμπέλ βλ. πολύς, πολλή, πολύ [< αμερικ. Richter, 1938, αμερικ. ανθρ. C. F. Richter]

στερεογραφικός

στερεογραφικός, ή, ό στε-ρε-ο-γρα-φι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: στερεογραφική προβολή: ΓΕΩΜ. χαρτογραφική εφαρμογή για την απεικόνιση της σφαίρας σε επίπεδο, στην οποία κάθε σημείο της εκτός από ένα, που συνήθ. ονομάζεται άπειρο, αντιστοιχίζεται με ένα σημείο στο επίπεδο. [< γαλλ. stéréographique, αγγλ. stereographic]

τοπογράφος

τοπογράφος το-πο-γρά-φος ουσ. (αρσ. + θηλ.): μηχανικός ειδικευμένος στην τοπογραφία: αγρονόμος ~. Βλ. -γράφος. [< μτγν. τοπογράφος, γαλλ. topographe, αγγλ. topographer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.