αέριο [ἀέριο] α-έ-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {αερί-ου | -ων}: κατάσταση ή φάση της ύλης κατά την οποία τα άτομα συνδέονται ασθενώς· σώμα που διαχέεται ακαθόριστα, καταλαμβάνοντας όλο τον χώρο στον οποίο εισάγεται ή περιέχεται: άοσμο/αποπνικτικό/άχρωμο/δακρυγόνο/δηλητηριώδες/δύσοσμο/εκρηκτικό/εύφλεκτο/καύσιμο/καυστικό/προωθητικό/πτητικό (: που εξαερώνεται γρήγορα)/ραδιενεργό/τοξικό ~. Θειούχα/φθοριούχα/φυσικά/χημικά ~α. ~α καύσης (πβ. απ-, καπν-αέρια). Εκπομπή ~ων. Κινητική θεωρία/νόμοι των ~ων. Βλ. βιο~, υγρ~, υδρ~, φωτ~, στερεό, υγρό. ● ΣΥΜΠΛ.: αέρια του θερμοκηπίου & θερμοκηπιακά αέρια: τα αέρια συστατικά της ατμόσφαιρας (κυρ. το διοξείδιο του άνθρακα, το μεθάνιο και οι υδρατμοί) που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου: αύξηση/εκπομπές/μείωση των ~ων ~. [< αγγλ. greenhouse gases] , εντερικά αέρια/αέρια (του εντέρου): ΙΑΤΡ. αυτά που σχηματίζονται στο έντερο με τη ζύμωση των τροφών και μέρος τους αποβάλλεται από τον πρωκτό· (ευφημ.) πορδές: Τα περισσότερα ~ ~ παράγονται από την πέψη των υδατανθράκων.|| Έχει βαρυστομαχιά και ~., ευγενή/αδρανή/σπάνια αέρια: ΧΗΜ. στοιχεία που σχηματίζουν πολύ λίγες χημικές ενώσεις: Τα ~ ~ (: αργό, ήλιο, κρυπτό, νέον, ξένο, ραδόνιο) αποτελούν τη μηδενική ομάδα του περιοδικού πίνακα. [< γαλλ. inerte, noble, rare gaz] , ιδανικό αέριο & (σπάν.) τέλειο αέριο: ΦΥΣ.-ΧΗΜ. υποθετικό αέριο στο οποίο δεν ασκούνται δυνάμεις έλξης μεταξύ των μορίων. [< αγγλ. ideal gas] , υγροποιημένο αέριο πετρελαίου: υγραέριο. [< αγγλ. Liquefied Petroleum Gas - LPG, 1943, γαλλ. gaz de pétrole liquéfié] , υγροποιημένο φυσικό αέριο (συντομ. ΥΦΑ): ΧΗΜ. που ψύχεται σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία, προκειμένου να μετατραπεί σε υγρό, ώστε να διευκολύνεται η αποθήκευση και μεταφορά του. [< αγγλ. Liquefied Natural Gas - LNG, 1940, γαλλ. gaz naturel liquéfié] , φυσικό αέριο: ΧΗΜ. μείγμα αέριων κορεσμένων υδρογονανθράκων που χρησιμοποιείται ως (οικολογικό) καύσιμο και ως πρώτη ύλη της χημικής βιομηχανίας: αγωγός ~ού ~ου (πβ. αεριαγωγός). Βλ. μεθάνιο. [< γαλλ. gaz naturel, αγγλ. natural gas] , χημικά/πολεμικά αέρια: ΣΤΡΑΤ. αέριες ή υγρές χημικές ουσίες που βλάπτουν τον ανθρώπινο οργανισμό και χρησιμοποιούνται ως όπλο στον πόλεμο: Μάσκες που προστατεύουν από ~ ~. [< αγγλ. war gas, 1934, γαλλ. gaz de combat] , αέριο του γέλιου βλ. υποξείδιο του αζώτου, αέριο της μουστάρδας βλ. μουστάρδα, αντιασφυξιογόνα/αντιασφυξιογόνος μάσκα & μάσκα αερίων βλ. αντιασφυξιογόνος, ασφυξιογόνα (αέρια) βλ. ασφυξιογόνος, θάλαμος αερίων βλ. θάλαμος, κροτούν αέριο βλ. κροτεί [< γαλλ. gaz]
-άκι {χωρ. γεν.} υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών και σπανιότ. επιρρημάτων που δηλώνει 1. σμίκρυνση, συχνά σε χαϊδευτική ή ειρωνική χρήση και ιδ. οικειότητα: γατ~ (βλ. -ούλι)/κεφτεδ~/σκετσ~. Αγορ~/διαβολ~/ζευγαρ~/παιδ~/φιλ~.|| (από θηλ. κύρια ονόματα) Ελεν~.|| (μειωτ.) Eπαρχιωτ~.|| (για παράγωγα με σημασιολογική διαφοροποίηση από την πρωτότυπη λέξη:) Αλογ~/γκαζ~/καζαν~. Καλαμαρ-/φασολ-άκια. || Σινεμαδ~. Βλ. -αλάκι, -αράκι, -ουδάκι. 2. μετριασμό, συνήθ. σε ευγενική παράκληση, ή σχετικότητα: (Έλα σε) λιγ~.|| Απογευματ~/βραδ~.
αντιασφυξιογόνος, ος/α, ο [ἀντιασφυξιογόνος] α-ντι-α-σφυ-ξι-ο-γό-νος επίθ.: συνήθ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: αντιασφυξιογόνα/αντιασφυξιογόνος μάσκα & μάσκα αερίων & προσωπίδα αερίων: ΤΕΧΝΟΛ. που προστατεύει κυρ. από τα ασφυξιογόνα αέρια. [< αγγλ. gas mask, 1915]
-άριο (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών από ουσιαστικά: αλφαβητ~ (πβ.-άρι)/βιβλι~/δελτ~/δισκ~/πλοι~/σωλην~/ωρ~.|| (ειρων.-μειωτ.) Ανθρωπ~/παιδ~ (πβ. -αρέλι).
ασφυξιογόνος, ος, ο [ἀσφυξιογόνος] α-σφυ-ξι-ο-γό-νος επίθ.: που προκαλεί ασφυξία: ~ος: ουσία. Βλ. αντι~, -γόνος. ● ΣΥΜΠΛ.: ασφυξιογόνα (αέρια): που προξενούν ερεθισμό και αναπνευστικά προβλήματα: έκθεση σε ~ ~. Βλ. δακρυγόνο, μονοξείδιο του αζώτου, φωσγένιο, χημικό, χλώριο. [< γαλλ. asphyxiant, αγγλ. asphyxiating]
ατμο- & ατμό- & ατμ-: α' συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων με αναφορά στον ατμό: ατμο-ηλεκτρικός. Ατμό-πλοιο. Ατμ-άμαξα.
άχρωμος, η, ο [ἄχρωμος] ά-χρω-μος επίθ. 1. που δεν έχει χρώμα, συνήθ. έντονο ή διακριτό: ~ο: αέριο/βερνίκι/υγρό.|| ~ο: πρόσωπο (= χλομό, ωχρό). Βλ. -χρωμος. 2. (μτφ.) που δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό (ζωντάνια, ενδιαφέρον), ουδέτερος: ~η: ζωή (: μονότονη)/παρουσία/φωνή (= άτονη). ~ο: κείμενο. ~α: μάτια (= ανέκφραστα). Πβ. επίπεδος. ● ΦΡ.: άχρωμος, άοσμος και άγευστος (μτφ.-εμφατ.): για κάποιον ή κάτι εντελώς αδιάφορο, ανιαρό ή και ανούσιο: Η ερμηνεία του ήταν ~η, ~η και ~η. [< 1: μεσν. άχρωμος 2: γαλλ. incolore]
δυσδιάλυτος, η, ο δυσ-δι-ά-λυ-τος επίθ. (επιστ.): (για ουσία) που δύσκολα μπορεί να διαλυθεί σε υγρό: ~ο: άλας. ~ες: ενώσεις. Βλ. αδιάλυτος. ΑΝΤ. ευδιάλυτος [< αρχ. δυσδιάλυτος]
εκνέφωση [ἐκνέφωση] ε-κνέ-φω-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): ψεκασμός: ~ απολυμαντικού. Συστήματα πυρόσβεσης με ~ νερού (= καταιονισμό). Βαφή/ξήρανση µε ~. Πβ. νεφελοποίηση, υδρονέφωση. [< γαλλ. nébulisation, 1965]
εξαερώνω [ἐξαερώνω] ε-ξα-ε-ρώ-νω ρ. (μτβ.) {εξαέρω-σα, -θηκε, -θεί, -μένος} 1. ΦΥΣ. μετατρέπω κάτι σε αέρα ή αέριο: Η θερμότητα ~ει τα υγρά. Καθαριστικό που ~εται γρήγορα (πβ. ξεθυμαίνω). ~μένο: νερό. Πβ. ατμοποιώ, εξατμίζω, εξαχνώνω. Βλ. αεριοποιώ. 2. ΤΕΧΝΟΛ. αφαιρώ αέρα από το εσωτερικό μηχανής ή εγκατάστασης για τη διευκόλυνση της λειτουργίας της: ~ τα καλοριφέρ. 3. {κυρ. μεσοπαθ.} (μτφ.) εξαφανίζω: Δισεκατομμύρια ευρώ ~θηκαν από τα ταμεία. Πβ. εξανεμίζω. [< 1: αρχ. ἐξαερῶ]
θάλαμος θά-λα-μος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -άμου} 1. κλειστή κατασκευή ή χώρος μικρών σχετικά διαστάσεων με συγκεκριμένη χρήση: ~ καύσης απορριμμάτων (πβ. κλίβανος). ~ δοκιμών. Ψυκτικός ~ συντήρησης. Στεγανός ~ με ρυθμιζόμενη πίεση αέρα. Αεροστεγής ~ μέτρησης. ~οι ψυγείων. (ΦΥΣ. ΠΥΡ.) ~ ασφαλείας χημικών αντιδραστηρίων/φυσαλίδων υδρογόνου. ~ (ΒΟΤ.) επώασης σπόρων/(ΦΥΣ.) κενού. Θερμοκρασία ~άμου. Βλ. θερμο~.|| Τηλεφωνικός ~ (παλαιότ.). ~ επιβατών/πληρώματος. ~ ανελκυστήρα (= καμπίνα)/αυτοκινήτου (πβ. κλωβός)/διακυβέρνησης (= πιλοτήριο, κόκπιτ)/οδήγησης/πλοήγησης/της σάουνας (πβ. κουβούκλιο). ~ ελέγχου αεροσκάφους. ~ αποσυμπίεσης (π.χ. για δύτες, πιλότους, αστροναύτες). Βλ. αερο~, ραδιο~. 2. μεγάλη αίθουσα νοσοκομείου, στρατώνα ή φυλακής, συνήθ. κοιτώνας: (ΙΑΤΡ.) ~ αρνητικής πίεσης (: για αρρώστους με μολυσματικές ασθένειες όπου ο κυκλοφορούμενος αέρας δεν απελευθερώνεται σε άλλους χώρους)/ασθενών/επειγόντων περιστατικών/νεογνών/τοκετού. ~ βραχείας νοσηλείας έξι κλινών. ~ απομόνωσης (στη ΜΕΘ). Βλ. προ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ οπλιτών. ~ με πενήντα κρεβάτια. (συνεκδ.) Όλος ο ~ μιλούσε για ...|| Ο ~ Επιχειρήσεων του Λιμενικού. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ. κτιστός υπόγειος τάφος: νεκρικός/ταφικός ~. Βλ. θησαυρός1, νεκρο~. 4. ΑΝΑΤ. κοιλότητα: ο οπίσθιος/πρόσθιος ~ του οφθαλμικού βολβού. Πβ. θαλάμη. ● ΣΥΜΠΛ.: θάλαμος αερίων 1. ΙΣΤ. ειδικός χώρος σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, μέσα στον οποίο γίνονταν μαζικές θανατώσεις κρατουμένων με χρήση δηλητηριωδών αερίων: ~οι ~ και κρεματόρια/φούρνοι. Βλ. ολοκαύτωμα. 2. (μτφ.) περιοχή με μολυσμένη και αποπνικτική ατμόσφαιρα εξαιτίας της αυξημένης συγκέντρωσης αέριων ρύπων. [< αγγλ. gas chamber, 1945] , οπτικός θάλαμος & θάλαμος: ΑΝΑΤ. καθένας από τους δύο σχηματισμούς από φαιά ουσία που αναμεταδίδουν αισθητικά ερεθίσματα προς τον εγκεφαλικό φλοιό. [< γαλλ.-αγγλ. thalamus] , σκοτεινός θάλαμος ΦΩΤΟΓΡ. 1. σκοτεινό δωμάτιο με ειδικά εξαρτήματα, λεκάνες με χημικά εμφάνισης, εκτυπωτική μηχανή, και εξαερισμό μέσα στο οποίο γίνεται εμφάνιση και εκτύπωση φιλμ. Πβ. εμφανιστήριο.|| ψηφιακός ~ ~. 2. βασικό τμήμα της παραδοσιακής φωτογραφικής μηχανής με τη μορφή μικρού κουτιού με μαύρα εσωτερικά τοιχώματα, στη μια πλευρά του οποίου υπάρχει άνοιγμα, όπου εφαρμόζεται ο συγκεντρωτικός φακός. Βλ. διάφραγμα, φωτοφράκτης. [< γαλλ. chambre noire] , θάλαμος ιονισμού βλ. ιονισμός [< 1,2,3: αρχ. θάλαμος 1,2,4: γαλλ. chambre, αγγλ. chamber]
κροτεί [κροτεῖ] κρο-τεί ρ. (αμτβ.) {μτχ. ουδ. κροτ-ούν} (αρχαιοπρ.): παράγει κρότο: ~ούν τα βεγγαλικά και τα βαρελότα. ● ΣΥΜΠΛ.: κροτούν αέριο: ΧΗΜ. εκρηκτικό μείγμα υδρογόνου και οξυγόνου. [< αρχ. κροτῶ]
μεθάνιο με-θά-νι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. άχρωμο, άοσμο και εύφλεκτο αέριο (CH4), κορεσμένος υδρογονάνθρακας, που απαντά στα ανθρακωρυχεία ως συστατικό του φυσικού αερίου, αλλά και ως προϊόν αποσύνθεσης οργανικής ύλης ή βιομηχανικής παραγωγής και χρησιμοποιείται ως καύσιμο. Βλ. αλκάνια, -άνιο, (τρι)χλωρο~. [< γαλλ. méthane < méth(ylène) + -ane, αγγλ. methane]
-μελής, ής, ές {-μελούς | -μελείς (ουδ. -μελή)}: επίθημα που συνδυάζεται συνήθ. με απόλυτα αριθμητικά για τη δήλωση του αριθμού μελών μιας ομάδας: τρι~ (επιτροπή)/εξα~ (οικογένεια). To δεκαπεντα-μελές (συμβούλιο).|| Ολιγο~/πολυ~.
μουστάρδα μου-στάρ-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. αρτυματική ύλη με πικάντικη γεύση που παρασκευάζεται από σπόρους λευκού σιναπιού: δυνατή ~. Κρέμα/σάλτσα/σκόνη/σος ~ας. Βλ. κέτσαπ, μαγιονέζα. 2. σκόνη από σπόρους μαύρου σιναπιού με τονωτικές, θεραπευτικές ιδιότητες που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική και την ιατρική. ● ΣΥΜΠΛ.: αέριο της μουστάρδας: ΧΗΜ. υπερίτης. [< αγγλ. mustard gas, 1917] [< ιταλ. mostarda]
-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]
υποξείδιο [ὑποξείδιο] υ-πο-ξεί-δι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. οξείδιο με χαμηλότερη από το φυσιολογικό περιεκτικότητα σε οξυγόνο: ~ του αζώτου (= νιτρώδες οξείδιο, αέριο του γέλιου, σύμβ. σύμβ. Ν2Ο)/άνθρακα (σύμβ. C3O2)/του χαλκού. Πβ. πρωτοξείδιο [< αγγλ. suboxide, αγγλ. nitrous oxide = laughing gas]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ