Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 31 εγγραφές  [0-20]


  • άβυσσος [ἄβυσσος] ά-βυσ-σος ουσ. (θηλ.) {αβύσσ-ου} 1. αμέτρητο θαλάσσιο ή γήινο βάθος: απύθμενη/αχανής ~. Βλ. βάραθρο.|| (ΩΚΕΑΝ.) Η ζώνη της ~ου.|| (μτφ.) Τον κατάπιε η ~ (= χάθηκε).|| (ΛΟΓΟΤ.) Η μαύρη ~ (= ο Άδης, η κόλαση). 2. (μτφ.) ανεξιχνίαστη, μυστηριώδης, χαοτική κατάσταση ή αχανής και χαώδης χώρος: σκοτεινή/ψυχική ~. Η ~ του ασυνείδητου/του έρωτα/του χρόνου.|| Η ~ του Διαστήματος. Πβ. χάος. 3. (μτφ.) μεγάλη διαφορά, αγεφύρωτο χάσμα: ιδεολογική/πολιτική ~. ~ απόψεων. ~ μεταξύ των γενεών/των (κοινωνικών) τάξεων. Μας χωρίζει ~. ● ΦΡ.: άβυσσος η ψυχή (του ανθρώπου)!: για ανεξήγητες, μη αναμενόμενες συμπεριφορές ή ενέργειες., στο χείλος του γκρεμού/της αβύσσου/της καταστροφής βλ. γκρεμός [< 1: μτγν. ἄβυσσος, γαλλ. abysse, αγγλ. abyss]
  • άμπωτη [ἄμπωτη] ά-μπω-τη ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) άμπωτις 1. ΩΚΕΑΝ. κάθοδος της στάθμης της θάλασσας κατά τη δεύτερη φάση της παλίρροιας, υποχώρηση των νερών. Πβ. φυρονεριά. ΑΝΤ. πλημμυρίδα (1), φουσκονεριά 2. (μτφ.) ναδίρ: η ~ και πλημμυρίδα (= το ζενίθ) της επανάστασης. [< 1: αρχ. ἄμπωτις]
  • ανάβλυση [ἀνάβλυση] α-νά-βλυ-ση ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) & (λογοτ.) ανάβλυσμα & ανάβρυσμα (το): εμφάνιση υπόγειου νερού στην επιφάνεια εδάφους ή ποταμών, λιμνών, θαλασσών: φυσικές ~ύσεις ιαματικών νερών. Πβ. αναπήδηση. 2. ΩΚΕΑΝ. ανοδική κίνηση θαλάσσιων ρευμάτων. [< 1: αρχ. ἀνάβλυσις 2: αγγλ. upwelling, 1912]
  • αύλακα [αὔλακα] αύ-λα-κα ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) αύλακας (ο) 1. (επίσ.) αυλάκι: αποστραγγιστικός/αρδευτικός ~ας. Διάνοιξη/επίχωση ~α. ~ες παροχέτευσης (υδάτων).|| (ΩΚΕΑΝ.) Υποθαλάσσια/ωκεάνια ~. Πβ. λεκάνη. Βλ. βύθισμα, τάφρος. 2. ΤΕΧΝΟΛ. τομή στην επιφάνεια εξαρτήματος, συσκευής ή κατασκευής που εξυπηρετεί τη λειτουργία του: Οι ~ες της τροχαλίας. Σωλήνας που φέρει ~ες. Βλ. αυλάκωση, εντομή. 3. ΑΝΑΤ. λεπτή ράβδωση στην επιφάνεια του εγκεφάλου, πτύχωση σε μαλακό ιστό: κροταφική/νευρική ~. Ελικοειδείς ~ες.|| Κολποκοιλιακή ~ (: που διαχωρίζει τους κόλπους της καρδιάς). Οι ~ες του δέρματος (βλ. ρυτίδες). [< 1: αρχ. αὖλαξ, αγγλ. trough 3: γαλλ. sillon]
  • βαθυμετρία βα-θυ-με-τρί-α ουσ. (θηλ.): ΩΚΕΑΝ. βυθομέτρηση. Βλ. -μετρία. [< γαλλ. bathymétrie, αγγλ. bathymetry]
  • βαθυμετρικός , ή, ό βα-θυ-με-τρι-κός επίθ.: ΩΚΕΑΝ. βυθομετρικός. [< γαλλ. bathymétrique, αγγλ. bathymetric]
  • βενθικός , ή, ό βεν-θι-κός επίθ.: ΩΚΕΑΝ. που σχετίζεται με το βένθος: ~ή: βλάστηση. ~ό: οικοσύστηµα. [< γαλλ. benthique, 1905]
  • βένθος βέν-θος ουσ. (ουδ.) {βένθ-ους | σπανιότ. -η} 1. ΩΚΕΑΝ. η χλωρίδα και η πανίδα στο βυθό των θαλασσών, λιμνών ή ποταμών. Βλ. νηκτόν, πλαγκτόν, ζωο~, φυτο~. 2. (λόγ.) ο βυθός, κυρ. της θάλασσας. Πβ. πυθμένας. [< αρχ. βένθος 'βυθός', γαλλ.-αγγλ. benthos]
  • βολιδοσκόπηση βο-λι-δο-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.) 1. (απαιτ. λεξιλόγ.-μτφ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βολιδοσκοπώ: ~ των αντιδράσεων/θέσεων (κάθε πλευράς). ~ της αγοράς/κοινής γνώμης (πβ. σφυγμομέτρηση). Έγινε (μια πρώτη) ~ στον ... (πβ. κρούση). Επαφές και ~ήσεις. ~ήσεις για σύναψη ειρήνης/συνεργασία. Βλ. -σκόπηση. 2. ΩΚΕΑΝ. βυθομέτρηση. [< γαλλ. sondage] ΒΟΛΙΔΟΣΚΟΠΗΣΗ
  • βολιδοσκοπώ [βολιδοσκοπῶ] βο-λι-δο-σκο-πώ ρ. (μτβ.) {βολιδοσκοπ-είς, -ώντας | βολιδοσκόπ-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί} 1. (απαιτ. λεξιλόγ.-μτφ.) διερευνώ με έμμεσο τρόπο καταστάσεις ή προθέσεις: ~ αντιδράσεις (πβ. ανιχνεύω). Επενδυτές του εξωτερικού ~ούν την εγχώρια αγορά (πβ. σφυγμομετρώ). Τον έβαλαν να με ~ήσει (πβ. ψαρεύω). ~ήθηκε για να είναι υποψήφιος στις επόμενες εκλογές. 2. ΩΚΕΑΝ. βυθομετρώ. Βλ. -σκοπώ. [< γαλλ. sonder]
  • βυθομέτρηση βυ-θο-μέ-τρη-ση ουσ. (θηλ.) 1. & βυθομετρία: ΩΚΕΑΝ. υπολογισμός του βάθους θαλασσών, ποταμών, λιμνών με χρήση ειδικών οργάνων: βολίδα/νήμα ~ης. Γεωτρήσεις και ~ήσεις. Πβ. βυθοσκόπηση. Βλ. -μέτρηση. 2. (μτφ.) λεπτομερής ανάλυση, διερεύνηση: ~ της ανθρώπινης ψυχής. [< γαλλ. sondage]
  • βυθομετρικός , ή, ό βυ-θο-με-τρι-κός επίθ.: ΩΚΕΑΝ. που σχετίζεται με τη βυθομέτρηση: ~ός: χάρτης. ~ή: βολίδα (πβ. σκαντάγιο). ~ό: στίγμα. ΣΥΝ. βαθυμετρικός
  • βυθομετρώ [βυθομετρῶ] βυ-θο-με-τρώ ρ. 1. ΩΚΕΑΝ. κάνω βυθομέτρηση. Βλ. -μετρώ. ΣΥΝ. βολιδοσκοπώ (2) 2. (σπάν.-μτφ.) αναλύω, διερευνώ κάτι σε βάθος. [< γαλλ. sonder]
  • βυθοσκόπηση βυ-θο-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. εξέταση του βυθού του ματιού. Πβ. οφθαλμοσκόπηση. 2. ΩΚΕΑΝ. (σπάν.) διερεύνηση του θαλάσσιου κυρ. βυθού με τη χρήση ειδικού οργάνου. Πβ. βυθομέτρηση. Βλ. -σκόπηση. ΒΥΘΟΣΚΟΠΗΣΗ
  • ζωοβένθος ζω-ο-βέν-θος ουσ. (ουδ.): ΩΚΕΑΝ. ζωικοί οργανισμοί που ανήκουν στον βυθό υδάτινου οικοσυστήματος. Βλ. ζωοπλαγκτό(ν), φυτοβένθος. [< αγγλ.-γαλλ. zoobenthos]
  • θαλασσογραφία θα-λασ-σο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. πίνακας και κατ' επέκτ. είδος ζωγραφικής με θέματα από τη θάλασσα και το(ν) ναυτικό βίο. Βλ. -γραφία. 2. ΩΚΕΑΝ. επιστήμη που μελετά τα γεωλογικά χαρακτηριστικά των θαλασσών, του θαλάσσιου οικοσυστήματος και των χημικών ή φυσικών ιδιοτήτων του θαλασσινού νερού. [< 1: γαλλ. marine 2: αγγλ. thalassography]
  • παλίρροια πα-λίρ-ροι-α ουσ. (θηλ.): ΩΚΕΑΝ. φυσικό φαινόμενο περιοδικής αυξομείωσης της στάθμης της θάλασσας, λόγω της έλξης που ασκούν στην υδρόσφαιρα η Σελήνη και ο Ήλιος: το εύρος/οι φάσεις της ~ας. Βλ. άμπωτη, πλήμμη, πλημμυρίδα, ρηχία, -ρροια. [< αρχ. παλίρροια]
  • παλιρροϊκός , ή, ό πα-λιρ-ρο-ϊ-κός επίθ. & παλιρροιακός: ΩΚΕΑΝ. που σχετίζεται με την παλίρροια ή προκαλείται από αυτή: ~ή: ενέργεια. ~ό: ρεύμα. ● ΣΥΜΠΛ.: παλιρροϊκό κύμα & παλιρροιακό κύμα 1. ΩΚΕΑΝ. κύμα που οφείλεται κυρ. στην παλίρροια. Βλ. τσουνάμι. 2. (μτφ.) φαινόμενο που εκδηλώνεται έντονα και μαζικά: ~ ~ αλλαγών.
  • παλιρροιογράφος πα-λιρ-ροι-ο-γρά-φος ουσ. (αρσ.): ΩΚΕΑΝ. όργανο καταγραφής των μεταβολών του ύψους στην επιφάνεια της θάλασσας λόγω της παλίρροιας. Βλ. -γράφος. [< γαλλ. marégraphe]
  • πλήμμη πλήμ-μη ουσ. (θηλ.): ΩΚΕΑΝ. το υψηλότερο σημείο στο οποίο φτάνει η στάθμη της θάλασσας κατά την άμπωτη. ΑΝΤ. ρηχία [< μτγν. πλήμη ‘πλημμυρίδα, υπερχείλιση ποταμού’]

άμπωτη

άμπωτη [ἄμπωτη] ά-μπω-τη ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) άμπωτις 1. ΩΚΕΑΝ. κάθοδος της στάθμης της θάλασσας κατά τη δεύτερη φάση της παλίρροιας, υποχώρηση των νερών. Πβ. φυρονεριά. ΑΝΤ. πλημμυρίδα (1), φουσκονεριά 2. (μτφ.) ναδίρ: η ~ και πλημμυρίδα (= το ζενίθ) της επανάστασης. [< 1: αρχ. ἄμπωτις]

αυλάκωση

αυλάκωση [αὐλάκωση] αυ-λά-κω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΛ. σχηματισμός αυλακιών στην επιφάνεια της γης και ειδικότ. γραμμωτή διαμόρφωση εδάφους με σχισμές λόγω διάβρωσης, ρηγμάτων. 2. {συνήθ. στον πληθ.} ράβδωση, χαραγματιά, αυλακιά: ~ώσεις δίσκων/ελαστικών/κιόνων.|| ~ώσεις του προσώπου (βλ. ρυτίδες). 3. ΒΙΟΛ. σειρά διαδοχικών μιτωτικών διαιρέσεων του γονιμοποιημένου ωαρίου (ζυγωτού) σε μικρότερα κύτταρα. Βλ. οντογένεση. ΣΥΝ. κατάτμηση (2) [< 1,2: γαλλ. cannelure 3: αγγλ. cleavage]

βάραθρο

βάραθρο βά-ρα-θρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άθρου} (λόγ.) 1. απότομο, βαθύ ρήγμα του εδάφους· γκρεμός, χαράδρα: εξερεύνηση ~ου. ~α και σπήλαια.|| (μτφ.) Το ~ των ανισοτήτων (= μεγάλο χάσμα). Βλ. -θρο. 2. (μτφ.) ολοκληρωτική καταστροφή ή το έσχατο σημείο μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από ηθική κατάπτωση, διαφθορά: Οδηγείται στο ~ (= στην κατάρρευση, στον όλεθρο). Τους έριξαν/πέταξαν στο ~ (πβ. στον Καιάδα). Βλ. βάθρο.|| Γκρεμίστηκε/έπεσε/καταποντίστηκε/(κατρα)κύλησε/χάθηκε στο ~ (= στον βούρκο). [< αρχ. βάραθρον]

βύθισμα

βύθισμα βύ-θι-σμα ουσ. (ουδ.) {βυθίσμ-ατα} 1. & βυθισμός βύθιση σε υγρό: ~ στο νερό.|| (μτφ.) ~βύθισμα του ήλιου στη θάλασσα. Πβ. καταβύθιση. 2. ΝΑΥΤ. το τμήμα σκάφους που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας: μέγιστο/πρυμναίο/πρωραίο ~. Ιστιοφόρο με μικρό ~. Βλ. εκτόπισμα, ίσαλος (γραμμή). 3. ΓΕΩΛ. μέρος του φλοιού της Γης που βρίσκεται χαμηλότερα από τις περιοχές που το περιβάλλουν: τεκτονικό ~. Ιζηματογένεση στα ~ατα. Βλ. τάφρος. 4. ΤΕΧΝΟΛ. βύθιση αυτοκινήτου: ~ βαλβίδων. [< 1: μτγν. βυθισμός 2: γαλλ. tirant (d'eau) 3: αγγλ. depression]

γκρεμός

γκρεμός γκρε-μός ουσ. (αρσ.) 1. βαθύ και απότομο, σχεδόν κατακόρυφο, ρήγμα του εδάφους: απόκρημνος ~. Ο δρόμος καταλήγει σε ~ό. Το αυτοκίνητο έπεσε στον ~ό. Πβ. άβυσσος, βάραθρο, χαράδρα, χάσμα. ΣΥΝ. κρημνός (2) 2. (μτφ.) καταστροφή: Βαδίζει/οδεύει προς τον ~ό. ● ΦΡ.: μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα (προφ.): για δύσκολη και αδιέξοδη επιλογή., στο χείλος του γκρεμού/της αβύσσου/της καταστροφής (μτφ.): σε οριακό σημείο, ένα βήμα πριν από τον όλεθρο: Βρίσκεται/έφτασε/στέκεται ~ ~. Άπειρα λάθη τους έφεραν ~ ~. [< γερμ. am Rande des Abgrund(e)s] [< μεσν. γκρεμνός]

-γραφία

-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

-γραφος

-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.

-μέτρηση

-μέτρηση: το ουσιαστικό μέτρηση ως β' συνθετικό: (επιστ.) βυθο~ (πβ. -σκόπηση)/εμβαδο~/θερμο~/λιπο~ (βλ. -μετρητής)/ογκο~/σφυγμο~/φωτο~ (βλ. -μετρία)/χιλιο~/χρονο~ (βλ. -μετρο)/χωρο~/ωρο~.|| Φυλλο~.

-μετρία

-μετρία επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. επιστήμη ή τεχνική μέτρησης: ανθρωπο~/αξονο~/γεω~/εργο~/θερμιδο~/ογκο-μετρία (πβ. -μέτρηση)/σπιρο~ (βλ. σπιρό-μετρο)/στερεο~/τριγωνο~. 2. σχέση μεγεθών: (αν)ισο~/(α)συμ~.

νηκτόν

νηκτόν νη-κτόν ουσ. (ουδ.) & νηκτό (περιληπτ.): ΖΩΟΛ. το σύνολο των ζωικών οργανισμών που κολυμπούν, χωρίς να επηρεάζονται ή να παρασύρονται από τα υδάτινα ρεύματα. Βλ. βένθος, πλαγκτόν. [< αρχ. νηκτόν 'η ικανότητα κολύμβησης', γερμ. Nekton, αγγλ.-γαλλ. necton]

-σκόπηση

-σκόπηση (λόγ.) επίθημα κυρ. αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. έρευνα, μελέτη: δημο~ (πβ. -μέτρηση).|| Ανα~/επι~. 2. ΙΑΤΡ. εξέταση σε όργανο ή περιοχή του σώματος: αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/μεσοθωρακο~/οισοφαγο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/υστερο~. Πβ. -σκοπία. 3. ΤΕΧΝΟΛ. εγγραφή εικόνας ή/και ήχου με ειδικό τρόπο ή μέσο: βιντεο~/μαγνητο~.

-σκοπώ

-σκοπώ (λόγ.) επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. εξετάζω: ανα~/επι~.|| (μτφ.) Βολιδο~. 2. καταγράφω εικόνα ή/και ήχο με συγκεκριμένο τρόπο ή μέσο: βιντεο~ (πβ. -γραφώ)/μαγνητο~. 3. (αρνητ. συνυποδ.) επιδιώκω, αποβλέπω: καιρο~/κερδο~.

τσουνάμι

τσουνάμι τσου-νά-μι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΩΚΕΑΝ. σειρά τεράστιων, συνήθ. καταστροφικών, επιφανειακών θαλάσσιων κυμάτων, που προκαλείται κυρ. από υποθαλάσσιο σεισμό ή έκρηξη ηφαιστείου: φονικό ~. Κίνδυνος/προειδοποίηση για ~ στις ακτές της ... Βλ. παλιρροϊκό κύμα.|| Ηλιακό ~ (: νέφος σωματιδίων που προκαλείται έπειτα από ισχυρή μαγνητική έκρηξη στον ήλιο). 2. (μτφ.) οτιδήποτε εκδηλώνεται μαζικά και με ένταση: απεργιακό/φορολογικό ~. ~ διαμαρτυρίας/κινητοποιήσεων. [< αγγλ. tsunami, γαλλ. ~, 1915]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.